Language of document : ECLI:EU:F:2007:116

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

της 28ης Ιουνίου 2007 (*)

«Υπάλληλοι – Διορισμός σε βαθμό – Θέση διευθυντή δημοσιευθείσα προ της 1ης Μαΐου 2004 – Τροποποίηση του ΚΥΚ – Άρθρο 2 και άρθρο 5, παράγραφος 5, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ – Κατάταξη σε βαθμό κατ’ εφαρμογή νέων, λιγότερο ευνοϊκών διατάξεων – Αρχή σύμφωνα με την οποία κάθε υπάλληλος έχει προσδοκία για ομαλή εξέλιξη της σταδιοδρομίας του»

Στην υπόθεση F‑21/06,

με αντικείμενο προσφυγή, η οποία ασκήθηκε δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΚΑΕ,

Joao da Silva, υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάτοικος Βρυξελλών (Βέλγιο), εκπροσωπούμενος από τους G. Vandersanden και L. Levi, δικηγόρους,

προσφεύγων,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους J. Currall, H. Kraemer και την K. Herrmann,

καθής,

υποστηριζόμενης από

το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενο από τις M. Arpio Santacruz και I. Sulce,

παρεμβαίνον,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Van Raepenbusch (εισηγητή), πρόεδρο, I. Boruta και H. Kanninen, δικαστές,

γραμματέας: S. Boni, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης Μαρτίου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 2 Μαρτίου 2006 με τηλεομοιοτυπία (η κατάθεση του πρωτοτύπου έγινε στις 6 Μαρτίου), ο J. da Silva ζητεί μεταξύ άλλων:

–        την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 18ης Μαΐου 2005, καθόσον τον κατατάσσει ως διευθυντή στον βαθμό Α*14, κλιμάκιο 2,

–        την κατάταξή του στον βαθμό Α*15, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανακοίνωση κενής θέσεως COM/R/8003/03, που δημοσιεύθηκε στις 7 Νοεμβρίου 2003 (ΕΕ C 268 A, σ. 1, στο εξής: ανακοίνωση κενής θέσεως), καθώς και

–        την πλήρη αποκατάσταση της σταδιοδρομίας του αναδρομικώς από την ημερομηνία της κατάταξής του στον κατ’ αυτό τον τρόπο διορθωμένο βαθμό και κλιμάκιο, συμπεριλαμβανομένης της καταβολής τόκων υπερημερίας.

 Το νομικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 29 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ), όπως ίσχυε μέχρι τις 30 Απριλίου 2004, είχε ως εξής:

«1. Για την πλήρωση των κενών θέσεων σε όργανο, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, αφού εξετάσει:

α)       τις δυνατότητες προαγωγής και μεταθέσεως εντός του οργάνου,

β)       τις δυνατότητες οργανώσεως εσωτερικών διαγωνισμών στο όργανο,

γ)       τις αιτήσεις μετατάξεως υπαλλήλων άλλων οργάνων των τριών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,

κινεί τη διαδικασία διαγωνισμών βάσει τίτλων, κατόπιν εξετάσεων ή βάσει τίτλων και εξετάσεων. Η διαδικασία διαγωνισμών καθορίζεται στο παράρτημα ΙΙΙ.

Η διαδικασία αυτή δύναται να κινηθεί επίσης με σκοπό την κατάρτιση πίνακα προσληπτέων.

2. Για την πρόσληψη των υπαλλήλων των βαθμών Α 1 και Α 2, καθώς και σε εξαιρετικές περιπτώσεις για θέσεις που απαιτούν ειδικά προσόντα, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται να υιοθετήσει διαδικασία προσλήψεως διάφορη από τη διαδικασία διαγωνισμών.»

3        Μία νέα διάρθρωση σταδιοδρομίας καθιερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 723/2004 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 2004, για την τροποποίηση του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών (ΕΕ L 124, σ. 1), που τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 2004.

4        Από την αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού προκύπτουν τα ακόλουθα:

«Υπάρχει σαφής ανάγκη να ενισχυθεί η αρχή της εξέλιξης της σταδιοδρομίας με βάση τα προσόντα και να καθιερωθεί στενότερος δεσμός μεταξύ της επίδοσης και της αμοιβής με την παροχή μεγαλύτερων κινήτρων για καλή επίδοση μέσω διαρθρωτικών αλλαγών στο σύστημα σταδιοδρομιών, ενώ παράλληλα θα εξασφαλίζεται η ισοδυναμία των μέσων τύπων σταδιοδρομίας μεταξύ της νέας και της παλαιάς διάρθρωσης, στο πλαίσιο τήρησης του πίνακα θέσεων και της δημοσιονομικής πειθαρχίας.»

5        Η καθιέρωση της νέας αυτής διαρθρώσεως σταδιοδρομίας συνοδεύτηκε από μεταβατικά μέτρα που διαλαμβάνονται στο παράρτημα ΧΙΙΙ του ΚΥΚ, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 723/2004. Έτσι το άρθρο 2, παράγραφος 1, του παραρτήματος αυτού προβλέπει μεταξύ άλλων ότι, προκειμένου για υπαλλήλους που βρίσκονται σε μία από τις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 35 του ΚΥΚ, οι βαθμοί Α 3 και Α 2, λαμβάνουν τις νέες ονομασίες Α*14 και Α*15 αντίστοιχα.

6        Το άρθρο 5 , παράγραφος 5, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ έχει ως εξής:

«Ο υπάλληλος βαθμού A 3 την 30ή Απριλίου 2004 πρέπει, εάν διορισθεί μετά την εν λόγω ημερομηνία ως διευθυντής, να προάγεται στον επόμενο ανώτερο βαθμό, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 5 του παρόντος Παραρτήματος. Το άρθρο 46, τελευταία περίοδος, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης δεν εφαρμόζεται.»

7        Σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ, οι υπάλληλοι που έχουν εγγραφεί σε πίνακα επιτυχόντων προ της 1ης Μαΐου 2006 και προσλαμβάνονται μεταξύ 1ης Μαΐου 2004 και 30ής Απριλίου 2006 κατατάσσονται:

–        εάν ο πίνακας έχει καταρτιστεί για την κατηγορία A*, B* ή C*, στον βαθμό που αναφέρει η προκήρυξη του διαγωνισμού που δημοσιεύθηκε,

–        εάν ο πίνακας έχει καταρτιστεί για την κατηγορία A, LA, B ή C, στον βαθμό που προβλέπει ο κατωτέρω πίνακας:

Βαθμός του διαγωνισμού

Βαθμός πρόσληψης

A/LA 8

A*5

A/LA 7 και A/LA 6

A*6

A/LA 5 και A/LA 4

A*9

A/LA 3

A*12

A 2

A*14

A 1

A*15

B 5 και B 4

B*3

B 3 και B 2

B*4

C 5 και C 4

C*1

C 3 και C 2

C*2


8        Το ζήτημα της μετάβασης από την παλαιά μισθολογική κλίμακα στη νέα ρυθμίζεται από το άρθρο 7 του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ, το οποίο προβλέπει ότι «ο μηνιαίος βασικός μισθός που καταβάλλεται σε κάθε υπάλληλο δεν υφίσταται καμία μεταβολή λόγω της αλλαγής της ονομασίας των βαθμών σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1 του παρόντος Παραρτήματος».

9        Το άρθρο 19 του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ ορίζει τα εξής:

«Εάν, κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου από 1ης Μαΐου 2004 έως 31 Δεκεμβρίου 2008, οι καθαρές μηνιαίες αποδοχές υπαλλήλου πριν από την εφαρμογή οποιουδήποτε διορθωτικού συντελεστή, είναι κατώτερες από τις καθαρές αποδοχές που θα εισέπραττε με την ίδια προσωπική κατάσταση τον μήνα προ της 1ης Μαΐου 2004, ο εν λόγω υπάλληλος δικαιούται αντισταθμιστικής αποζημίωσης ίσης προς τη διαφορά. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται, όταν η μείωση των καθαρών αποδοχών απορρέει από την ετήσια προσαρμογή των αποδοχών που αναφέρεται στο παράρτημα XI του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης. Αυτή η εγγύηση διατήρησης του καθαρού εισοδήματος δεν καλύπτει την επίπτωση της ειδικής εισφοράς, τις αλλαγές στο ποσοστό των συνταξιοδοτικών εισφορών ή τις αλλαγές στις ρυθμίσεις που αφορούν τη μεταφορά μέρους του μισθού.»

10      Η ανακοίνωση κενής θέσεως για την πλήρωση της θέσεως του Διευθυντή βαθμού Α 2 της Διεύθυνσης «Αναδυόμενες Τεχνολογίες και Υποδομές. Εφαρμογές» της Γενικής Διεύθυνσης (ΓΔ) «Κοινωνία της Πληροφορίας», που δημοσιεύθηκε στις 7 Νοεμβρίου 2003, βάσει του άρθρου 29, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, προέβλεπε, μεταξύ των όρων απασχόλησης, ότι «οι αποδοχές και οι όροι απασχόλησης είναι εκείνοι που προβλέπονται για τους υπαλλήλους βαθμού Α 2 των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων». Η προθεσμία για την αποστολή των υποψηφιοτήτων ορίσθηκε μέχρι τις 5 Δεκεμβρίου 2003.

 Ιστορικό της διαφοράς

11      Ο προσφεύγων προσελήφθη από την Επιτροπή στις 16 Μαρτίου 1991 ως έκτακτος υπάλληλος βαθμού Α 4 και τοποθετήθηκε στη ΓΔ «Τηλεπικοινωνίες, Βιομηχανίες της Πληροφορίας και Καινοτομία».

12      Στις 16 Μαρτίου 1993, ο προσφεύγων διορίσθηκε, πάντοτε ως έκτακτος υπάλληλος, προϊστάμενος της μονάδας Β 3 «Κινητές Επικοινωνίες» της ίδιας ΓΔ, η οποία τότε ονομαζόταν «Τεχνολογίες, Βιομηχανίες της Πληροφορίας και Τηλεπικοινωνίες». Προήχθη στον βαθμό Α 3, κλιμάκιο 4, την 1η Φεβρουαρίου 1997.

13      Με απόφαση της 17ης Απριλίου 2002, ο προσφεύγων διορίσθηκε δόκιμος υπάλληλος, με ισχύ από 16 Μαρτίου 2002, και η κατάταξή του ορίσθηκε στον βαθμό Α 3, κλιμάκιο 6, ενώ διατήρησε τη θέση που κατείχε τότε ως προϊστάμενος μονάδας. Στις 16 Δεκεμβρίου 2002, ο προσφεύγων μονιμοποιήθηκε.

14      Επιπλέον, κλήθηκε δύο φορές να ασκήσει καθήκοντα αναπληρωτή διευθυντή, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, του ΚΥΚ: την πρώτη φορά, από τον Νοέμβριο του 2002 έως τον Ιανουάριο του 2003 και τη δεύτερη από τις 16 Απριλίου έως τις 16 Σεπτεμβρίου 2004.

15      Στις 20 Νοεμβρίου 2003, ο προσφεύγων υπέβαλε υποψηφιότητα για τη θέση την οποία αφορά η ανακοίνωση κενής θέσεως.

16      Την 1η Μαΐου 2004, ημερομηνία θέσεως σε ισχύ του κανονισμού 723/2004, ο βαθμός Α 3, κλιμάκιο 7, τον οποίο κατείχε ο προσφεύγων, μετονομάστηκε σε Α*14, κλιμάκιο 7.

17      Κατά τη συνεδρίαση της 7ης Ιουλίου 2004, το σώμα των Επιτρόπων διόρισε τον προσφεύγοντα στη θέση του διευθυντή την οποία αφορούσε η ανακοίνωση κενής θέσεως. Το σημείο 7.11 των πρακτικών της συνεδρίασης αυτής ανέφερε ότι η ημερομηνία θέσεως σε ισχύ της αποφάσεως θα οριζόταν μεταγενέστερα.

18      Την 1η Ιανουαρίου 2005, ο προσφεύγων προήχθη στο κλιμάκιο 8 του βαθμού Α*14.

19      Με έγγραφο της 11ης Ιανουαρίου 2005, η S., διευθύντρια της Διεύθυνσης «Προσωπικό και Σταδιοδρομία» της ΓΔ «Προσωπικό και Διοίκηση», ενημέρωσε τον προσφεύγοντα για ορισμένες δυσκολίες που αντιμετώπιζε η διοίκηση σχετικά με τον καθορισμό της κατατάξεώς του, πράγμα που την είχε οδηγήσει να συμβουλευθεί, στις 25 Οκτωβρίου 2004, τη νομική υπηρεσία, η γνώμη της οποίας ακόμη αναμενόταν.

20      Με έγγραφο της 21ης Φεβρουαρίου 2005, απευθυνόμενο στον Γενικό Διευθυντή της ΓΔ «Προσωπικό και Διοίκηση», ο προσφεύγων εξέφρασε την έκπληξή του για την καθυστέρηση εκδόσεως της επίσημης αποφάσεως διορισμού του στη θέση του διευθυντή, ως ακολούθως:

«Κατανοώ ακόμα λιγότερο την παράλειψη έκδοσης αποφάσεως ως προς την υπόθεσή μου από τη στιγμή που η δημοσιευθείσα στην Επίσημη Εφημερίδα ανακοίνωση της θέσεως ανέφερε σαφώς ότι η θέση αυτή θα αντιστοιχούσε στον βαθμό Α 2, ήτοι στον βαθμό Α*15 [από 1ης Μαΐου 2004]. Σας επισημαίνω πάντως ότι σήμερα κατέχω τον βαθμό Α*14 [κλιμάκιο] 8, ήτοι το τελευταίο κλιμάκιο του βαθμού Α*14 και ότι θα ήταν τουλάχιστον φυσιολογικό να προαχθώ στον βαθμό Α*15 χωρίς απώλεια μισθού.»

21      Με έγγραφο της 2ας Μαρτίου 2005, η S. ενημέρωσε τον προσφεύγοντα ότι η διοίκηση δεν ήταν ακόμη σε θέση να εκδώσει την επίσημη πράξη διορισμού του για λόγους ανεξάρτητους της βουλήσεώς της, καθώς η νομική υπηρεσία δεν είχε ακόμη, κατόπιν της από 25 Οκτωβρίου 2004 διαβουλεύσεως, διατυπώσει τη γνώμη της.

22      Με έγγραφο της 7ης Απριλίου 2005, ο προσφεύγων εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι δεν είχε ληφθεί οποιαδήποτε απόφαση ως προς την υπόθεσή του και γνωστοποίησε την πρόθεσή του να ενημερώσει σχετικά την Επίτροπο V. Reding και τον Πρόεδρο της Επιτροπής J. M. Barroso, στην περίπτωση που δεν θα λαμβανόταν «δίκαιη και επιεικής» απόφαση εντός προθεσμίας μιας εβδομάδας.

23      Με έγγραφο της 8ης Απριλίου 2005, η S. ενημέρωσε τον προσφεύγοντα για το γεγονός ότι, έχοντας λάβει τη γνώμη της νομικής υπηρεσίας, η διοίκηση ήταν σε θέση να προετοιμάσει την επίσημη απόφαση διορισμού. Διευκρίνισε, καταρχάς, ότι ο προσφεύγων δεν είχε την αναγκαία αρχαιότητα στον βαθμό Α 3 (που μετονομάστηκε σε Α*14 την 1η Μαΐου 2004) προκειμένου να προαχθεί στον ανώτερο βαθμό ως «εσωτερικός υποψήφιος» και ότι συνεπώς δεν ήταν προακτέος στον βαθμό Α*15· εν συνεχεία, ότι ο διορισμός του έπρεπε να αντιμετωπισθεί ως νέα πρόσληψη στον βαθμό Α*14, κλιμάκιο 2, χωρίς διορθωτικό συντελεστή, κατ’ εφαρμογή των κανονικών κριτηρίων και, τέλος, ότι ο προσφεύγων δεν μπορούσε να διατηρήσει τον βαθμό Α*14, κλιμάκιο 8.

24      Με έγγραφο της 11ης Απριλίου 2005, ο προσφεύγων ενημέρωσε τον Γενικό Διευθυντή της ΓΔ «Προσωπικό και Διοίκηση» ότι δεν μπορούσε να αποδεχτεί μια κατάταξη που θα είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των «σημερινών» (αποδοχές) και μελλοντικών (σύνταξη) δικαιωμάτων του κατά παράβαση της ανακοινώσεως κενής θέσεως, καθώς και του άρθρου 5, παράγραφος 5, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ. Κατά συνέπεια, ο προσφεύγων ζήτησε, προτού η επίσημη απόφαση διορισμού του υποβληθεί προς υπογραφή στον Πρόεδρο της Επιτροπής, να του δοθούν εξηγήσεις για τους λόγους που είχαν οδηγήσει τη διοίκηση να παρεκκλίνει από την ανακοίνωση κενής θέσεως και την προαναφερθείσα διάταξη.

25      Με απόφαση της 18ης Μαΐου 2005 που περιήλθε στον προσφεύγοντα στις 27 Μαΐου 2005, υπογεγραμμένη από τον Πρόεδρο της Επιτροπής, επιβεβαιώθηκε ο διορισμός του προσφεύγοντος στη θέση του διευθυντή με ισχύ από 16 Σεπτεμβρίου 2004 και η κατάταξή του ορίσθηκε στον βαθμό Α*14, κλιμάκιο 2, ενώ η αρχαιότητα στο κλιμάκιο άρχισε από 1ης Σεπτεμβρίου 2004.

26      Με έγγραφο της 30ής Μαΐου 2005, ο προσφεύγων ενημέρωσε τον Πρόεδρο της Επιτροπής ότι ήταν υποχρεωμένος να αρνηθεί την πρόταση διορισμού του ως διευθυντή, διότι η κατάταξη στον βαθμό Α*14, κλιμάκιο 2, που συνεπαγόταν ο διορισμός αυτός είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των καθαρών μηνιαίων αποδοχών του κατά περίπου 1 000 ευρώ και ισοδυναμούσε μάλλον με έμμεσο υποβιβασμό κατά βαθμό, που αναλογούσε με κύρωση, παρά με προαγωγή. Επιπλέον, ο προσφεύγων υπογράμμισε ότι η ανακοίνωση κενής θέσεως έκανε ρητή αναφορά στον βαθμό Α 2, που μετονομάστηκε σε Α*15 την 1η Μαΐου 2004, και ότι δεν θα είχε υποβάλει την υποψηφιότητά του αν είχε προβλέψει την κατάταξή του στον βαθμό Α*14, κλιμάκιο 2. Ζήτησε δε από τον Πρόεδρο της Επιτροπής να αναστείλει τον διορισμό του έως ότου περατωθεί η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία που σκόπευε να κινήσει κατά της αποφάσεως της 18ης Μαΐου 2005 και ισχυρίσθηκε ότι μια «δίκαιη απόφαση θα ήταν να [του] προταθεί μια κατάταξη που δεν θα ζημιώνει ούτε τα δικαιώματά του ούτε τις αποδοχές [του]». Το έγγραφο αυτό κοινοποιήθηκε και στον Γενικό Διευθυντή της ΓΔ «Προσωπικό και Διοίκηση».

27      Στις 14 Ιουλίου 2005, ο προσφεύγων υπέβαλε διοικητική ένσταση, βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, με την οποία ζήτησε, αφενός, την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής, της 18ης Μαΐου 2005, καθόσον τον κατέτασσε στον βαθμό Α*14, κλιμάκιο 2 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), και, αφετέρου, την κατάταξή του στον βαθμό Α*15, χωρίς απώλεια μισθού, με ισχύ από 16 Σεπτεμβρίου 2004 ή, επικουρικώς, τον διορισμό του σε κλιμάκιο που δεν τροποποιούσε τους όρους αμοιβής του, με διατήρηση του βαθμού και του κλιμακίου που κατείχε μέχρι τότε, δηλαδή του βαθμού Α*14, κλιμάκιο 8.

28      Με απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2005, που κοινοποιήθηκε ταχυδρομικώς στις 21 Νοεμβρίου 2005, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) απέρριψε την ένσταση του προσφεύγοντος.

29      Με έγγραφο του Γραφείου Διαχείρισης και Εκκαθάρισης των Ατομικών Δικαιωμάτων της Επιτροπής (στο εξής: ΓΔΕΑΔ), της 11ης Ιανουαρίου 2006, ο προσφεύγων πληροφορήθηκε ότι, βάσει του άρθρου 85 του ΚΥΚ, θα του παρεκρατείτο σε δόσεις ποσό ύψους 12 615,85 ευρώ, από τον Φεβρουάριο έως τον Ιούλιο του 2006, για να καλυφθεί η καταβολή σε αυτόν του υπερβάλλοντος ποσού, το οποίο αντιστοιχεί στη διαφορά των αποδοχών μεταξύ του παλαιού βαθμού Α*14, κλιμάκιο 8, και του νέου βαθμού Α*14, κλιμάκιο 2, στον οποίο κατετάγη ο προσφεύγων κατ’ εφαρμογή της προσβαλλόμενης απόφασης.

30      Με έγγραφο της 23ης Ιανουαρίου 2006, απευθυνόμενο στον Γενικό Διευθυντή της ΓΔ «Προσωπικό και Διοίκηση», ο προσφεύγων, σε συνέχεια μιας από 19 Ιανουαρίου 2006 μεταξύ τους συνομιλίας, επισήμανε ότι «δεν μπορ[εί] να αποδεχθ[εί] τη θέση του Διευθυντή στον βαθμό Α*14, κλιμάκιο 2, χωρίς συντελεστή πολλαπλασιασμού ούτε συντελεστή προστασίας του ονομαστικού εισοδήματος» και ζήτησε «την αναπροσαρμογή του μισθού [του] με αύξηση από τον Ιανουάριο του 2006 […] και την ακύρωση της εντολής πληρωμής ποσού που υπερβαίνει τα 12 600 ευρώ για φερόμενους ως “αχρεωστήτως” καταβληθέντες μισθούς». Ο προσφεύγων υπογράμμισε επιπλέον με το έγγραφο αυτό το εξής:

«Σας υπενθυμίζω ότι ουδέποτε αποδέχτηκα τον διορισμό μου στον βαθμό Α*14, κλιμάκιο 2.»

31      Με έγγραφο της 13ης Φεβρουαρίου 2006, ο Γενικός Διευθυντής της ΓΔ «Προσωπικό και Διοίκηση» ενημέρωσε τον προσφεύγοντα για το γεγονός ότι, σε συμφωνία με το γραφείο του Αντιπροέδρου S. Kallas της Επιτροπής, δεν σκόπευε να προτείνει στο Σώμα των Επιτρόπων την αναθεώρηση της προσβαλλόμενης απόφασης.

32      Στις 21 Φεβρουαρίου 2006, ο προσφεύγων απηύθυνε νέο έγγραφο στον Διευθυντή της ΓΔ «Προσωπικό και Διοίκηση» σχετικά με την άρνηση καταλήψεως της θέσης του διευθυντή στον βαθμό Α*14, κλιμάκιο 2, καλώντας την ΑΔΑ να τοποθετηθεί ως προς αυτό το ζήτημα, καθώς η αρχή αυτή δεν είχε ακόμα παράσχει καμία σχετική εξήγηση ή αιτιολογία στον προσφεύγοντα, και να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε να αναπροσαρμοστεί ο μισθός του με αύξηση από τον Ιανουάριο του 2006 καθώς και να ακυρωθεί η εντολή πληρωμής του φερόμενου ως αχρεωστήτως καταβληθέντος χρηματικού ποσού. Ο προσφεύγων ενημέρωνε επίσης τον Διευθυντή της ΓΔ «Προσωπικό και Διοίκηση» για την πρόθεσή του να ασκήσει προσφυγή κατά της απορρίψεως της ενστάσεως που είχε υποβάλει, λόγω, μεταξύ άλλων, του δημόσιας τάξης χαρακτήρα των προθεσμιών για την άσκηση προσφυγών, και διευκρίνισε ότι η προσφυγή του δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι θέτει υπό αμφισβήτηση την εκ μέρους του άρνηση καταλήψεως της θέσης του διευθυντή. Η Επιτροπή δεν απάντησε στο έγγραφο αυτό.

33      Με έγγραφο της 22ας Φεβρουαρίου 2006, απευθυνόμενο στον Επίτροπο S. Kallas, η Επίτροπος V. Reding εξέφρασε την έκπληξή της για την κατάσταση στην οποία είχε οδηγηθεί ο προσφεύγων και κάλεσε τον Επίτροπο S. Kallas να ασχοληθεί προσωπικά με το ζήτημα για την εξεύρεση λύσης, προκειμένου να μη περιέλθει η υπόθεση του ενδιαφερομένου σε γνώση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του ευρύτερου κοινού.

 Αιτήματα των διαδίκων και διαδικασία

34      Ο προσφεύγων ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή και βάσιμη, συμπεριλαμβανομένης της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας την οποία περιέχει,

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση,

–        κατά συνέπεια, να τον επανεντάξει στον βαθμό και στο κλιμάκιο στο οποίο έπρεπε κανονικά να καταταγεί (ή στον ισοδύναμό του σύμφωνα με την κατάταξη που καθιερώθηκε από τον ΚΥΚ, όπως ισχύει από 1ης Μαΐου 2004), σύμφωνα με τις διατάξεις της ανακοινώσεως κενής θέσεως,

–        να αποκαταστήσει πλήρως την επαγγελματική σταδιοδρομία του προσφεύγοντος αναδρομικώς από την ημερομηνία της κατατάξεώς του στον κατ’ αυτόν τον τρόπο διορθωμένο βαθμό και κλιμάκιο (λαμβανομένων υπόψη της πείρας του στην κατ’ αυτόν τον τρόπο διορθωμένη κατάταξη, των δικαιωμάτων του για προαγωγή και των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του), συμπεριλαμβανομένης της καταβολής τόκων υπερημερίας βάσει του επιτοκίου που καθορίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τις κύριες δραστηριότητες αναχρηματοδοτήσεως, όπως ίσχυε κατά την κρίσιμη χρονική περίοδο, προσαυξημένου κατά δύο μονάδες, επί του συνόλου των ποσών που παρουσιάζουν διαφορά μεταξύ του μισθού που αντιστοιχεί στην κατάταξη που μνημονεύεται στην απόφαση περί προσλήψεως και στην κατάταξη την οποία αυτός θα δικαιούταν, μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της ορθής αποφάσεως περί κατατάξεως,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

35      Η καθής ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη,

–        να αποφανθεί κατά νόμο επί των δικαστικών εξόδων.

36      Με διάταξη του Δικαστηρίου ΔΔ της 17ης Μαΐου 2006, επετράπη στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως να παρέμβει υπέρ των αιτημάτων της καθής.

 Σκεπτικό

37      Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων προβάλλει τέσσερις λόγους, αντλούμενους από παράβαση:

–        του άρθρου 2, παράγραφος 1, και του άρθρου 5, παράγραφος 5, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ,

–        του άρθρου 7, παράγραφος 1, του ΚΥΚ και των αρχών της απαγόρευσης των διακρίσεων, της ισοδυναμίας της θέσεως απασχολήσεως και του βαθμού καθώς και του συμφέροντος της υπηρεσίας,

–        των αρχών της μη αναδρομικότητας και της ασφάλειας δικαίου, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθώς και των κεκτημένων δικαιωμάτων και του δικαιώματος στην προσδοκία για ομαλή εξέλιξη της σταδιοδρομίας,

–        της αρχής της χρηστής διοικήσεως και της υποχρεώσεως αρωγής.

38      Ο προσφεύγων προβάλλει επικουρικώς ένσταση ελλείψεως νομιμότητας κατά του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ, στην περίπτωση που η διάταξη αυτή συνιστά τη νομική βάση της προσβαλλόμενης απόφασης.

39      Πρέπει να εξεταστούν, καταρχάς και σε συνδυασμό, ο πρώτος, ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

 Επί της προβαλλόμενης παράβασης του άρθρου 2, παράγραφος 1, και του άρθρου 5, παράγραφος 5, του παραρτήματος του ΚΥΚ

40      Όσον αφορά τον πρώτο λόγο, ο προσφεύγων επισημαίνει ότι η καθής διακρίνει μεταξύ του «εξωτερικού» υποψηφίου, που είναι αυτός ο οποίος συμμετέχει σε διαδικασία προσλήψεως ανοιχτή τόσο σε υποψηφίους που εργάζονται στο όργανο όσο και σε όσους δεν εργάζονται σε αυτό, και στον «εσωτερικό» υποψήφιο, που είναι αυτός ο οποίος συμμετέχει σε διαδικασία προσλήψεως ανοιχτή μόνο σε όσους εργάζονται στο εν λόγω όργανο. Βάσει της διακρίσεως αυτής, η καθής θεωρεί ότι υποχρεούται να εφαρμόσει το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ, προκειμένου να καθορίσει τον βαθμό και το κλιμάκιο του προσφεύγοντος κατά τον χρόνο διορισμού του, εφόσον ο βαθμός Α 2 έπαυσε να υφίσταται από 1ης Μαΐου 2004.

41      Συναφώς, ο προσφεύγων δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι δεν διέθετε την απαιτούμενη αρχαιότητα στο κλιμάκιο, ώστε να μπορούσε να υποβάλει την υποψηφιότητά του στο πλαίσιο ανοιχτής διαδικασίας προαγωγής κατ’ εφαρμογή του άρθρου 29, παράγραφος 1, του ΚΥΚ. Ωστόσο, επειδή ακριβώς η καθής δεν θα είχε εξεύρει τον ανταποκρινόμενο στις απαιτήσεις της προς πλήρωση θέσεως υποψήφιο εάν είχε ακολουθήσει την προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή διαδικασία προαγωγής, κίνησε τη διαδικασία προσλήψεως δυνάμει του άρθρου 29, παράγραφος 2, του ΚΥΚ. Επιπλέον, ακόμη και εάν η κτήση της ιδιότητας του υπαλλήλου κατά τον χρόνο ενάρξεως της διαδικασίας επιλογής συνιστά ουσιώδη διαφορά στη νομική κατάσταση των υποψηφίων, που δικαιολογεί την εφαρμογή διαφορετικών διατάξεων του ΚΥΚ, ο προσφεύγων είχε ακριβώς την ιδιότητα του υπαλλήλου κατά τον χρόνο ενάρξεως της διαδικασίας επιλογής και επομένως η κατάστασή του δεν μπορούσε να ρυθμιστεί βάσει διατάξεων εφαρμοστέων σε νεοπροσλαμβανόμενα άτομα.

42      Ο προσφεύγων προσθέτει ότι το παράρτημα ΧΙΙΙ του ΚΥΚ, το οποίο δεν ρυθμίζει μεν ρητώς την περίπτωση διορισμού που πραγματοποιήθηκε μετά την 1η Μαΐου 2004 κατόπιν διαδικασίας προσλήψεως που κινήθηκε πριν από την ημερομηνία αυτή βάσει του άρθρου 29, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, θεσπίζει ωστόσο λυσιτελείς διατάξεις που παρέχουν τη δυνατότητα μετατροπής των παλαιών βαθμών σε νέους, καθοριζόμενους στο παράρτημα αυτό. Το ζήτημα αυτό ρυθμίζεται από το άρθρο 2, παράγραφος 1, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ, δυνάμει του οποίου ο βαθμός Α 2 μετονομάστηκε σε Α*15.

43      Μολονότι αληθεύει ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ αφορά μόνον τους βαθμούς των υπαλλήλων που βρίσκονται την 1η Μαΐου 2004 σε μία από τις καταστάσεις του άρθρου 35 του ΚΥΚ και δεδομένου ότι ο προσφεύγων δεν κατείχε κατά τον χρόνο αυτό την ιδιότητα του διευθυντή σε μία από τις καταστάσεις αυτές και ως εκ τούτου δεν είχε καταταγεί στον βαθμό Α 2, ελλείψει ειδικής διατάξεως, με την κατ’ αναλογία εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 1, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ θα μπορούσε να επιλυθεί το πρόβλημα που ανέκυπτε από την «εξαφάνιση» του βαθμού Α 2 που αφορούσε η ανακοίνωση κενής θέσεως, αποτρέποντας ταυτόχρονα τον υποβιβασμό κατά βαθμό του προσφεύγοντος μέσω του διορισμού του σε ανώτερη θέση.

44      Αντιθέτως, ο προσφεύγων αποκρούει οποιαδήποτε κατ’ αναλογία εφαρμογή του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ. Η διάταξη αυτή αφορά μόνον τις διαδικασίες των διαγωνισμών, ενώ το άρθρο 29, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, που προβλέπει τη διαδικασία κατόπιν της οποίας ο προσφεύγων διορίστηκε διευθυντής, διευκρινίζει ρητώς ότι η διαδικασία προσλήψεως που καθιερώνει είναι διαφορετική από αυτήν του διαγωνισμού. Επιπλέον, το άρθρο 12, παράγραφος 3, του εν λόγω παραρτήματος ΧΙΙΙ, καθόσον εισάγει ένα καθεστώς παρεκκλίσεων από τον περιεχόμενο στο άρθρο 2, παράγραφος 1, του εν λόγω παραρτήματος κανόνα μετατροπής των βαθμών, θα πρέπει να τύχει στενής ερμηνείας. Ο προσφεύγων προβάλλει, επικουρικώς, ένσταση ελλείψεως νομιμότητας κατά του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος του ΚΥΚ, πράγμα που αποτελεί αντικείμενο χωριστής ανάλυσης στα έγγραφά του.

45      Ο προσφεύγων εκτιμά ότι η καθής, προκειμένου να ορίσει την κατάταξή του, θα έπρεπε να έχει εφαρμόσει το άρθρο 5, παράγραφος 5, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ, που αφορά ειδικά την κατάσταση υπαλλήλου βαθμού Α 3 στις 30 Απριλίου 2004 ο οποίος, εάν διορισθεί διευθυντής μετά την ημερομηνία αυτή, πρέπει να προαχθεί στον επόμενο ανώτερο βαθμό.

46      Ο προσφεύγων αναγνωρίζει ότι ο διορισμός του δεν πραγματοποιήθηκε κατόπιν προαγωγής υπό την έννοια του άρθρου 45 του ΚΥΚ. Ωστόσο, αμφισβητεί την εκ μέρους της καθής ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία το άρθρο 5, παράγραφος 5, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ εφαρμόζεται μόνον επί προαγωγής δυνάμει του εν λόγω άρθρου 45. Συγκεκριμένα, εάν η βούληση του νομοθέτη ήταν να περιορίσει την εφαρμογή της διατάξεως αυτής σε καταστάσεις αυτού του είδους, θα είχε προτιμήσει τον όρο «προαχθεί» αντί του όρου «διορισθεί». Επιπλέον, το γεγονός ότι η νέα διάρθρωση σταδιοδρομίας προβλέπει δύο βαθμούς για τη θέση-τύπο του διευθυντή –Α 14 και Α 15– έναντι ενός βαθμού κατά το παλαιό καθεστώς –Α 2– δεν σημαίνει ότι το άρθρο 5, παράγραφος 5, του εν λόγω παραρτήματος αφορά μόνον τις προαγωγές υπό την έννοια του άρθρου 29, παράγραφος 1, του ΚΥΚ.

47      Ο προσφεύγων καταλήγει ότι η καθής, εφαρμόζοντας το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ, παρέβη το άρθρο 2, παράγραφος 1, και το άρθρο 5, παράγραφος 5, του ίδιου παραρτήματος. Προσθέτει ότι, εάν υπήρχαν περισσότεροι του ενός τρόποι για τον καθορισμό της κατατάξεως του προσφεύγοντος, η καθής όφειλε, έστω στο πλαίσιο της υποχρεώσεως αρωγής, να επιλέξει τον ευνοϊκότερο για τον ενδιαφερόμενο.

48      Η καθής επισημαίνει ότι, εάν η επίδικη θέση είχε δημοσιευθεί δυνάμει του άρθρου 29, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, ο προσφεύγων δεν θα είχε καν μπορέσει να υποβάλει την υποψηφιότητά του, διότι δεν είχε την απαιτούμενη προϋπηρεσία, ως υπάλληλος μονιμοποιηθείς στον βαθμό Α 3, ώστε να προαχθεί στον βαθμό Α 2. Ακριβώς επειδή για την επίδικη θέση υπήρξε δυνατότητα υποβολής υποψηφιοτήτων από «εξωτερικούς» υποψηφίους, δυνάμει του άρθρου 29, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, ο προσφεύγων θεωρήθηκε ότι είχε τα απαραίτητα προσόντα και μπόρεσε να συμμετάσχει στη διαδικασία επιλογής. Συνεπώς, εφαρμοστέοι είναι οι κανόνες που ρυθμίζουν τον διορισμό ως υπαλλήλου οποιουδήποτε «εξωτερικού» υποψηφίου. Κατά τη διάρκεια της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, η καθής εξομοίωσε τον δυνάμει του άρθρου 29, παράγραφος 2, του ΚΥΚ διορισμό του προσφεύγοντος με «δεύτερη πρόσληψη» εντός του οργάνου.

49      Κατά την καθής, η συλλογιστική αυτή δεν αντιβαίνει στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, καθώς το γεγονός της κτήσεως ή όχι της ιδιότητας του υπαλλήλου κατά τον χρόνο ενάρξεως της διαδικασίας επιλογής συνιστά ουσιώδη διαφορά μεταξύ των υποψηφίων, που δικαιολογεί την εφαρμογή στον προσφεύγοντα των εφαρμοστέων στους νεοπροσλαμβανόμενους διατάξεων του ΚΥΚ.

50      Όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 1, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ, η καθής επισημαίνει ότι το άρθρο αυτό αφορά όσους κατέχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου προ της 1ης Μαΐου 2004. Ωστόσο, κατά την καθής, εάν το εν λόγω άρθρο 2 έπρεπε να εφαρμοστεί κατ’ αναλογία στην κατάταξη σε βαθμό κατά την πρόσληψη, η λογική θα επέβαλε την εφαρμογή της διατάξεως αυτής τόσο στην κατόπιν διαγωνισμού πραγματοποιούμενη πρόσληψη όσο και στην πρόσληψη που πραγματοποιείται κατόπιν διαδικασίας κινηθείσας δυνάμει του άρθρου 29, παράγραφος 2, του ΚΥΚ. Οι δύο αυτές διαδικασίες, καίτοι διακριτές ως προς τον σκοπό τους, δεν διαφέρουν ως προς τη μεταβολή στη διάρθρωση της σταδιοδρομίας που συντελέστηκε κατά τον χρόνο μεταξύ της δημοσιεύσεως της προκηρύξεως του διαγωνισμού ή της ανακοινώσεως κενής θέσεως και του διορισμού.

51      Όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 5, παράγραφος 5, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ, η καθής υποστηρίζει ότι η διάταξη αυτή περιλαμβάνεται μεταξύ των διατάξεων του εν λόγω παραρτήματος, μέσω των οποίων ο νομοθέτης είχε σκοπό να διαφυλάξει την προσδοκία για ομαλή εξέλιξη της σταδιοδρομίας των υπαλλήλων, οι οποίοι, προ της 1ης Μαΐου 2004, είχαν την ιδιότητα αυτή, και ότι δεν αφορά την προαγωγή, και ως εκ τούτου τη διαδικασία του άρθρου 29, παράγραφος 1, του ΚΥΚ. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τους υπαλλήλους του βαθμού Α 3, η προσδοκία τους για εξέλιξη της σταδιοδρομίας τους περιλάμβανε, προ της 1ης Μαΐου 2004, τη δυνατότητα προαγωγής στον βαθμό Α 2 στην περίπτωση διορισμού σε θέση διευθυντή ή κύριου συμβούλου. Σύμφωνα με τη νέα διάρθρωση της σταδιοδρομίας, η θέση του διευθυντή αντιστοιχεί στον βαθμό Α*14, με δυνατότητα προαγωγής στον βαθμό Α*15. Κατά παρέκκλιση από τον κανόνα αυτό, το άρθρο 5, παράγραφος 5, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ προβλέπει για τους υπαλλήλους που κατείχαν τον παλαιό βαθμό Α 3, προ της 1ης Μαΐου 2004, την προαγωγή στον βαθμό Α*15 με τον διορισμό τους σε θέση διευθυντή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, σε περίπτωση πληρώσεως της θέσεως διευθυντή δυνάμει του άρθρου 29, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, το άρθρο 5, παράγραφος 5, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του εν λόγω ΚΥΚ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο διορισμός σε τέτοια θέση απαιτεί προϋπηρεσία δύο ετών στον βαθμό Α 3. Αντιθέτως, η ανωτέρω αυτή διάταξη δεν εφαρμόζεται οσάκις η πρόσληψη πραγματοποιείται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 29, παράγραφος 2, του ΚΥΚ.

 Επί της προβαλλόμενης παραβίασης των αρχών της μη αναδρομικότητας και της ασφάλειας δικαίου, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθώς και των κεκτημένων δικαιωμάτων και του δικαιώματος στην προσδοκία για ομαλή εξέλιξη της σταδιοδρομίας

52      Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ως αποτέλεσμα τον βαθμολογικό υποβιβασμό του. Συγκεκριμένα, ενώ είχε καταταγεί στον βαθμό Α*14, κλιμάκιο 8, προ της εκδόσεως της προσβαλλόμενης απόφασης, ως αποτέλεσμα της εν λόγω απόφασης κατετάγη στον βαθμό Α*14, κλιμάκιο 2. Το αποτέλεσμα αυτό θίγει τα σχετικά με την κατάταξή του κεκτημένα δικαιώματα και τα οικονομικά του δικαιώματα, τα οποία θα μειωθούν ουσιωδώς, καθώς και την προσδοκία του για ομαλή εξέλιξη της σταδιοδρομίας του.

53      Ο προσφεύγων υπογραμμίζει ότι ο ΚΥΚ θέτει, τόσο στο κυρίως κείμενό του όσο και στα προβλεπόμενα σε αυτόν μεταβατικά μέτρα, την αρχή των κεκτημένων δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, η διατήρηση του βασικού μισθού καθώς και του ύψους των αποδοχών, παρά την μετονομασία των βαθμών, διασφαλίζεται από το άρθρο 7, παράγραφος 1, και το άρθρο 19 του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ. Ομοίως, το άρθρο 45α του ΚΥΚ εξασφαλίζει ότι ο διορισμός σε θέση της ομάδας καθηκόντων AD δεν έχει επίπτωση στον βαθμό και στο κλιμάκιο που κατέχει ο υπάλληλος τη στιγμή του διορισμού. Τέλος, το άρθρο 46 του ΚΥΚ διασφαλίζει τα κεκτημένα δικαιώματα στην αρχαιότητα σε κλιμάκιο σε περίπτωση διορισμού στον ανώτερο βαθμό.

54      Κατά τον προσφεύγοντα, η καθής παραβίασε επίσης την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, διότι αυτός θεμιτώς προσδοκούσε ότι η εκδοθείσα κατόπιν διαδικασίας προσλήψεως που κινήθηκε στις 7 Νοεμβρίου 2003 απόφαση διορισμού του θα είναι σύμφωνη με την ανακοίνωση κενής θέσεως, καθώς ουδαμώς ο ΚΥΚ επιτρέπει να τεθεί υπό αμφισβήτηση η κατάταξη ενός υπαλλήλου λόγω διορισμού του στον ανώτερο βαθμό βάσει του άρθρου 29, παράγραφος 2, του ΚΥΚ.

55      Ο προσφεύγων αιτιάται την καθής ότι ουδέποτε έλαβε υπόψη το γεγονός ότι αυτός ήταν υπάλληλος τόσο κατά την ημερομηνία κινήσεως της διαδικασίας προσλήψεως όσο και κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλόμενης απόφασης. Εξάλλου, η εφαρμογή των νέων κανόνων που θεσπίστηκαν με τη μεταρρύθμιση του ΚΥΚ δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να θίγονται τα δικαιώματα που είχε αποκτήσει ο προσφεύγων, ως υπάλληλος, προ της 1ης Μαΐου 2004.

56      Η καθής επισημαίνει ότι ο προσφεύγων δεν υποβιβάστηκε βαθμολογικώς, διότι η κατάταξή του στον βαθμό Α*14, κλιμάκιο 2, προκύπτει από τον διορισμό του ως διευθυντή κατόπιν διαδικασίας προσλήψεως που διενεργήθηκε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 29, παράγραφος 2, του ΚΥΚ.

57      Όσον αφορά την προβαλλόμενη προσβολή των κεκτημένων οικονομικών δικαιωμάτων, η καθής επισημαίνει ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, και το άρθρο 19 του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ έχουν σχέση με την καλούμενη «προστασία του ονομαστικού εισοδήματος» και αφορούν την περίπτωση υπαλλήλου του οποίου η υπηρεσιακή κατάσταση παρέμεινε αμετάβλητη μετά τη θέση σε ισχύ του κανονισμού 723/2004, εξουδετερώνοντας με τον τρόπο αυτό τις αλλαγές που επέφερε ο κανονισμός αυτός σε μια προϋφιστάμενη κατάσταση η οποία εξακολουθεί να υφίσταται. Συγκεκριμένα, το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 19 του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ αφορά τις περιπτώσεις στις οποίες η θέση σε ισχύ του εν λόγω κανονισμού μπορούσε να έχει κάποια επίπτωση στις αποζημιώσεις που λαμβάνουν οι υπάλληλοι. Το άρθρο 45α του ΚΥΚ αφορά τη διαδικασία πιστοποίησης, η οποία είναι συγκρίσιμη μάλλον με διαδικασία προαγωγής, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 29, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημεία ii και iii, του ΚΥΚ, παρά με πρόσληψη.

58      Όσον αφορά την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, κατά την καθής ο προσφεύγων δεν απέδειξε ότι η διοίκηση του παρέσχε συγκεκριμένες ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις ότι η κατάταξή του θα γινόταν στον βαθμό Α*15. Η καθής υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη γεννάται μόνον από διαβεβαιώσεις που είναι σύμφωνες με τους εφαρμοστέους κανόνες (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 30ής Ιουνίου 1993, T‑46/90, Devillez κ.λπ. κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Συλλογή 1993, σ. II‑699, σκέψη 38, και της 11ης Ιουλίου 2002, T‑381/00, Wasmeier κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑125 και II‑677, σκέψη 106). Κατά την καθής, το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ προβλέπει σαφώς την κατάταξη των προ της 1ης Μαΐου 2004 προσληφθέντων υπαλλήλων στους βαθμούς που το άρθρο αυτό αναφέρει, χωρίς να αφήνει περιθώρια εκτίμησης στην ΑΔΑ.

59      Επιπλέον, η ανακοίνωση κενής θέσεως για ορισμένη θέση, καίτοι αντιπροσωπεύει ένα πλαίσιο νομιμότητας που δεσμεύει την ΑΔΑ ως προς τα απαιτούμενα προσόντα των υποψηφίων, δεν συνιστά ωστόσο δεσμευτικό πλαίσιο ως προς το περιεχόμενο της μελλοντικής αποφάσεως προσλήψεως του υπαλλήλου που επελέγη βάσει της εν λόγω ανακοινώσεως. Η απόφαση προσλήψεως υπάγεται στις διατάξεις του ΚΥΚ όπως αυτές ισχύουν κατά τον χρόνο εκδόσεώς της.

 Επί της προβαλλόμενης παραβίασης της αρχής της χρηστής διοικήσεως και της υποχρεώσεως αρωγής

60      Όσον αφορά τον τέταρτο λόγο, ο προσφεύγων φρονεί ότι η καθής παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως και την υποχρέωση αρωγής, καθόσον ο προσφεύγων ουδέποτε αντιλήφθηκε ότι θα προσλαμβανόταν σε βαθμό κατώτερο του αναφερόμενου στην ανακοίνωση κενής θέσεως ή του αντίστοιχου στη θέση του ως προϊσταμένου μονάδας, πολλώ δε μάλλον διότι η απόφαση του σώματος των Επιτρόπων, της 7ης Ιουλίου 2004, που τον διόρισε διευθυντή, ουδεμία παρέχει πληροφορία σχετικά με την κατάταξή του και διότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραθέτει την ειδική νομική βάση που παρέχει τη δυνατότητα να γίνει η κατάταξή του.

61      Ο προσφεύγων υπογραμμίζει ότι το ζήτημα της κατατάξεώς του ήταν ασαφές σε τέτοιο βαθμό ώστε η ΓΔ «Προσωπικό και Διοίκηση» έκρινε χρήσιμο να συμβουλευθεί τη νομική υπηρεσία, η οποία χρειάστηκε αρκετό χρόνο προκειμένου να διατυπώσει τη γνώμη της.

62      Η καθής υποστηρίζει ότι το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν κάνει ρητή αναφορά στο άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ δεν επηρεάζει το βάσιμο της αποφάσεως αυτής, αλλά συνιστά μομφή για την αιτιολογία, η οποία μπορεί, κατά πάγια νομολογία, να συμπληρώνεται από την αιτιολογία που περιέχει το έγγραφο της απαντήσεως στη διοικητική ένσταση. Επιπλέον, το μακρύ χρονικό διάστημα που παρήλθε από την ανάληψη εκ μέρους του προσφεύγοντος των καθηκόντων του διευθυντή μέχρι την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης καθώς και η διαβούλευση με τη νομική υπηρεσία δεν συνιστούν στοιχεία ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα της εν λόγω προσβαλλόμενης απόφασης.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

63      Καταρχάς, διαπιστώνεται ότι το παράρτημα ΧΙΙΙ του ΚΥΚ, που έχει ως αντικείμενο την καθιέρωση «μεταβατικών μέτρων» μετά τη θέση σε ισχύ του κανονισμού 723/2004, ουδεμία διάταξη περιέχει που να ρυθμίζει την υπόθεση υπαλλήλου που διορίζεται, δυνάμει του άρθρου 29, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, σε ανώτερη θέση μετά την 1η Μαΐου 2004, κατόπιν διαδικασίας προσλήψεως κινηθείσας προ της ημερομηνίας αυτής.

64      Με μια πρώτη ανάλυση, σε περίπτωση όπως η υπό κρίση δεν χωρεί εφαρμογή ούτε του άρθρου 5, παράγραφος 5, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ, το οποίο επικαλείται ο προσφεύγων, ούτε του άρθρου 12, παράγραφος 3, αυτού, το οποίο η καθής εφάρμοσε εν προκειμένω κατ’ αναλογία.

65      Συγκεκριμένα, οι διατάξεις αυτές αφορούν αποκλειστικά τις δυνατότητες πληρώσεως κενής θέσεως εντός ενός οργάνου, μέσω προαγωγής βάσει του άρθρου 29, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο iii, του ΚΥΚ, όσον αφορά το άρθρο 5, παράγραφος 5, του παραρτήματος XΙΙΙ του ΚΥΚ, ή μέσω διαδικασίας διαγωνισμού, όσον αφορά το άρθρο 12, παράγραφος 3, του εν λόγω παραρτήματος.

66      Αν και το άρθρο 5, παράγραφος 5, του παραρτήματος XΙΙΙ του ΚΥΚ αναφέρεται, με γενικούς όρους, στον «διορισμό» του υπαλλήλου βαθμού A 3 την 30ή Απριλίου 2004 ως διευθυντή μετά την ημερομηνία αυτή, διευκρινίζει ωστόσο ότι ο ενδιαφερόμενος «προάγεται» στον επόμενο ανώτερο βαθμό και ότι δεν έχει εφαρμογή η τελευταία πρόταση του άρθρου 46 του ΚΥΚ που αφορά την προαγωγή.

67      Επιβάλλεται επομένως η διαπίστωση ότι η διαδικασία προσλήψεως που προβλέπει το άρθρο 29, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, η οποία ακολουθήθηκε εν προκειμένω, δεν αφορά ούτε την κατά κυριολεξία προαγωγή ούτε, όπως προκύπτει από το γράμμα της διατάξεως αυτής, τη διαδικασία διαγωνισμού.

68      Εν πάση περιπτώσει, η υπόθεση του προσφεύγοντος εγείρει το ζήτημα του καθορισμού της κατατάξεώς του η οποία, παρά την απουσία ειδικών διατάξεων στον ΚΥΚ, δεν μπορεί να μείνει αναπάντητη από τη διοίκηση. Ακόμα και αν το άρθρο 5, παράγραφος 5, ή το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ δεν έχουν εφαρμογή εν προκειμένω, δεν αποκλείεται να μπορεί να επιλεγεί εν προκειμένω το προβλεπόμενο στη μία ή στην άλλη διάταξη σύστημα, κατ’ εφαρμογή μιας εκ των γενικών αρχών του δικαίου που διέπει την υπηρεσιακή κατάσταση των κοινοτικών υπαλλήλων, όπως αυτές των οποίων γίνεται επίκληση με τον τρίτο και τέταρτο λόγο.

69      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο προσφεύγων, που κατείχε στις 30 Απριλίου 2004 τον βαθμό Α 3, κλιμάκιο 7 (που μετονομάσθηκε σε Α*14, κλιμάκιο 7, την 1η Μαΐου 2004, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 1, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ), διορίσθηκε διευθυντής κατόπιν διαδικασίας προσλήψεως δυνάμει του άρθρου 29, παράγραφος 2, του ΚΥΚ και κατετάγη στον βαθμό Α*14, κλιμάκιο 2, δηλαδή στον ίδιο βαθμό που κατείχε προηγουμένως, αλλά σε χαμηλότερο κλιμάκιο.

70      Καταρχάς, πρέπει να εξετασθεί, υπό το πρίσμα της αρχής σύμφωνα με την οποία κάθε υπάλληλος έχει προσδοκία για ομαλή εξέλιξη της σταδιοδρομίας του εντός του οργάνου όπου απασχολείται, εάν η κατάταξη αυτή μπορεί να δικαιολογηθεί εγκύρως ή, όπως υποστηρίζει ο προσφεύγων, εάν η ΑΔΑ όφειλε να τον κατατάξει στον επόμενο ανώτερο βαθμό, δηλαδή στον βαθμό Α*15.

71      Πρώτον, το Δικαστήριο και το Πρωτοδικείο έχουν επικαλεστεί την αρχή της προσδοκίας κάθε υπαλλήλου για ομαλή εξέλιξη της σταδιοδρομίας του εντός του οργάνου όπου εργάζεται σε σχέση με τη σειρά προτίμησης που καθιερώνει το άρθρο 29, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, σύμφωνα με την οποία η ΑΔΑ οφείλει, στην περίπτωση που σκοπεύει να πληρώσει κενές θέσεις σε όργανο, να εξετάσει πρώτα τις δυνατότητες προαγωγής και μεταθέσεως εντός του οργάνου και, εν συνεχεία, κατόπιν της εξετάσεως αυτής, τις δυνατότητες οργανώσεως εσωτερικών διαγωνισμών στο όργανο (απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 1984, 20/83 και 21/83, Βλάχος κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 1984, σ. 4149, σκέψεις 19, 23 και 24· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 19ης Φεβρουαρίου 1998, T‑3/97, Campogrande κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑89 και II‑215, σκέψη 65, και της 23ης Απριλίου 2002, T‑372/00, Campolargo κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑49 και II‑223, σκέψεις 91 και 92).

72      Αυτό δεν σημαίνει ότι η αρχή σύμφωνα με την οποία κάθε υπάλληλος έχει προσδοκία για ομαλή εξέλιξη της σταδιοδρομίας του εντός του οργάνου όπου εργάζεται βρίσκει έκφραση μόνο στη σειρά προτίμησης που καθιερώνει το άρθρο 29, παράγραφος 1, του ΚΥΚ.

73      Δεύτερον, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι το άρθρο 29, παράγραφος 2, του ΚΥΚ έχει ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι προσφέρει τη δυνατότητα στους μόνιμους και μη μόνιμους υπαλλήλους, πάντοτε σε εξαιρετικές περιστάσεις, να τύχουν διορισμού σε ανώτερη θέση και, συνεπώς, να εξελιχθούν στη σταδιοδρομία τους. Συγκεκριμένα, η διαδικασία προσλήψεως που προβλέπει η διάταξη αυτή αφορά όχι μόνον την πρόσληψη ατόμων που δεν απασχολούνται ακόμα στις Κοινότητες, αλλά αφορά επίσης εν υπηρεσία μόνιμους και μη μόνιμους υπαλλήλους. Όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφασή του της 5ης Δεκεμβρίου 1974, 176/73, Van Belle κατά Συμβουλίου (Συλλογή τόμος 1974, σ. 557), δεν θα ήταν ούτε δίκαιο ούτε σύμφωνο με το συμφέρον της υπηρεσίας αν η εν λόγω διαδικασία εφαρμοζόταν μόνο στους μη υπαλλήλους υποψηφίους, ενώ αντικαθιστά διαγωνισμό, εσωτερικό ή γενικό, από τον οποίο δεν θα αποκλείονταν ως υποψήφιοι όσοι είναι υπάλληλοι.

74      Με άλλα λόγια, όπως και στην περίπτωση γενικού διαγωνισμού (προπαρατεθείσα απόφαση Van Belle κατά Συμβουλίου), η προβλεπόμενη στο άρθρο 29, παράγραφος 2, του ΚΥΚ διαδικασία δεν συνιστά αποκλειστικά έναν τρόπο προσλήψεως εξωτερικών υποψηφίων, σε αντίθεση με τον εσωτερικό διαγωνισμό ή τον διορισμό σε ανώτερο βαθμό μέσω προαγωγής, από τη στιγμή που η διαδικασία αυτή είναι ανοιχτή τόσο στους εκτός των κοινοτικών οργάνων υποψηφίους όσο και σε όσους έχουν την ιδιότητα του μονίμου ή μη μονίμου υπαλλήλου.

75      Υπό τις συνθήκες αυτές, αντιθέτως προς τα από την καθής υποστηριζόμενα, ο διορισμός ενός εν ενεργεία υπαλλήλου σε ανώτερη θέση δυνάμει του άρθρου 29, παράγραφος 2, του ΚΥΚ δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δεύτερη πρόσληψη εντός του οργάνου, η οποία έχει ως αποτέλεσμα να διακόπτεται η σταδιοδρομία του. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει μάλλον να θεωρηθεί ότι η διαδικασία που επελέγη από την ΑΔΑ για την πλήρωση θέσεως μέσω εσωτερικού διαγωνισμού στο όργανο εξομοιώνεται με τη διαδικασία προαγωγής, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την προπαρατεθείσα απόφασή του Βλάχος κατά Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (σκέψη 23).

76      Εφόσον ο διορισμός υπαλλήλου σε ανώτερη θέση συνιστά εξέλιξη στη σταδιοδρομία του, δεν μπορεί να ισοδυναμεί με μείωση του βαθμού ή του κλιμακίου του και, κατά συνέπεια, μείωση των αποδοχών του, άλλως παραβιάζεται η αρχή της προσδοκίας κάθε υπαλλήλου για ομαλή εξέλιξη της σταδιοδρομίας του εντός του οργάνου όπου απασχολείται, όπως η αρχή αυτή καθιερώνεται στο πλαίσιο του ΚΥΚ.

77      Συγκεκριμένα, από την κλίμακα των βασικών μηνιαίων μισθών, που ορίζονται για κάθε βαθμό και κλιμάκιο στο άρθρο 66 του ΚΥΚ και, μεταβατικά, στο άρθρο 2 του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ, προκύπτει ότι κάθε εξέλιξη στη σταδιοδρομία, και δη στον βαθμό, πρέπει συνήθως να συνοδεύεται από αύξηση του μηνιαίου βασικού μισθού και, αν αυτό δεν συμβαίνει, τουλάχιστον από τη διατήρηση του ύψους των προ του διορισμού σε ανώτερη θέση λαμβανομένων αποδοχών. Η μισθολογική αυτή πρόοδος εξυπηρετεί τον στόχο της αιτιολογικής σκέψης 10 του κανονισμού 723/2004 που αποτελεί έρεισμα του άρθρου 46 του ΚΥΚ, το οποίο προβλέπει, σε περίπτωση προαγωγής, την κατάταξη του υπαλλήλου στο πρώτο ή μάλιστα και στο δεύτερο κλιμάκιο του ανώτερου βαθμού.

78      Τρίτον, πρέπει ακόμα να καθορισθεί ποιος είναι ο βαθμός στον οποίο, κατόπιν των ανωτέρω, θα έπρεπε να είχε τελικώς καταταγεί ο προσφεύγων μετά τον διορισμό του ως διευθυντή.

79      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι θέση-τύπος διευθυντή μπορεί να αντιστοιχεί στους βαθμούς Α*14 και Α*15, σύμφωνα με το παράρτημα ΧΙΙΙ.1 («Θέσεις-τύποι κατά τη μεταβατική περίοδο») του ΚΥΚ. Στο μέτρο που η προβλεπόμενη στο άρθρο 29, παράγραφος 2, του ΚΥΚ ειδική διαδικασία προσλήψεως μπορεί να εξομοιώνεται με προαγωγή, εφόσον ευνοεί έναν εν ενεργεία μόνιμο ή μη μόνιμο υπάλληλο, όπως προκύπτει από τη σκέψη 75 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει η λύση αυτή, που επελέγη από τον κοινοτικό νομοθέτη στο άρθρο 5, παράγραφος 5, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ, να χρησιμεύσει ως εκκίνηση, προκειμένου έτσι να προβλεφθεί κατάταξη στον «επόμενο ανώτερο βαθμό» ή, εν προκειμένω, στον βαθμό Α*15, δεδομένου ότι ο προσφεύγων ήταν προϊστάμενος μονάδας βαθμού Α*14 προ του διορισμού του ως διευθυντή, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 5, του ίδιου παραρτήματος.

80      Η λύση αυτή επιβάλλεται πολύ περισσότερο καθώς είναι σύμφωνη με την υποχρέωση αρωγής την οποία οφείλει η διοίκηση, πράγμα που συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, κατά πάγια νομολογία, ότι, οσάκις λαμβάνει απόφαση σχετικά με την κατάσταση υπαλλήλου, η διοίκηση λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων τα οποία είναι ικανά να καθορίσουν την απόφασή της και ότι, ενεργώντας κατά τον τρόπο αυτό, λαμβάνει υπόψη το συμφέρον όχι μόνον της υπηρεσίας αλλά και του οικείου υπαλλήλου (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Ιουνίου 1994, C‑298/93 P, Klinke κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 1994, σ. I‑3009, σκέψη 38· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 20ής Ιουνίου 1990, T‑133/89, Burban κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Συλλογή 1990, σ. II‑245, σκέψη 27, και της 1ης Ιουνίου 1999, T‑114/98 και T‑115/98, Rodríguez Pérez κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑97 και II‑529, σκέψη 32). Εν προκειμένω, ο προσφεύγων είχε έννομο συμφέρον, χωρίς αυτό να αντιβαίνει στους ισχύοντες κανόνες του ΚΥΚ, να μη μειωθεί ο μισθός του κατόπιν διορισμού του σε ανώτερη θέση λόγω αναγνωρίσεως των ατομικών του προσόντων.

81      Όσον αφορά, τέλος, το αίτημα της προσφυγής περί αποκαταστάσεως της σταδιοδρομίας του προσφεύγοντος, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το αίτημα αυτό συναρτάται με τα μέτρα που θα κληθεί να λάβει η καθής προς διασφάλιση της εκτελέσεως της παρούσας αποφάσεως.

82      Κατόπιν των ανωτέρω, συνάγεται ότι η ΑΔΑ παραβίασε την αρχή σύμφωνα με την οποία κάθε υπάλληλος έχει προσδοκία για ομαλή εξέλιξη της σταδιοδρομίας του εντός του οργάνου όπου εργάζεται, καθόσον κατέταξε τον προσφεύγοντα, ο οποίος διορίσθηκε σε ανώτερη θέση μετά την 1η Μαΐου 2004 κατόπιν διαδικασίας προσλήψεως κινηθείσας προ της ημερομηνίας αυτής κατ’ εφαρμογή του άρθρου 29, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, σε βαθμό και κλιμάκιο χαμηλότερα από αυτά που κατείχε προ του διορισμού του.

83      Κατά συνέπεια, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξετασθούν τα λοιπά επιχειρήματα που προβάλλονται προς στήριξη του πρώτου, τρίτου και τέταρτου λόγου ούτε ο δεύτερος λόγος και η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας κατά του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

84      Όπως έκρινε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης με την απόφαση της 26ης Απριλίου 2006, F‑16/05, Falcione κατά Επιτροπής (που δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 77 έως 86), για όσο χρονικό διάστημα δεν θα έχει ακόμα τεθεί σε ισχύ ο Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης και, ειδικότερα, οι σχετικές με τα δικαστικά έξοδα ειδικές διατάξεις, εφαρμοστέος στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης είναι, mutatis mutandis, μόνον ο Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 4, της απόφασης 2004/752/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 2ας Νοεμβρίου 2004, για την ίδρυση Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 333, σ. 7), μέχρι τη θέση σε ισχύ του Κανονισμού Διαδικασίας του εν λόγω Δικαστηρίου.

85      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η καθής ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

86      Επιπλέον, δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Συνεπώς, το Συμβούλιο, ως παρεμβαίνον, φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 18ης Μαΐου 2005, στο μέτρο που κατατάσσει τον J. da Silva ως διευθυντή στον βαθμό Α*14, κλιμάκιο 2.

2)      Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και τα έξοδα του J. da Silva.

3)      Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Van Raepenbusch

Boruta

Kanninen

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 28 Ιουνίου 2007.

Η Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

       S. Van Raepenbusch

Το κείμενο της παρούσας αποφάσεως καθώς και των παρατιθέμενων σε αυτήν αποφάσεων των κοινοτικών δικαιοδοτικών οργάνων οι οποίες δεν έχουν δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή βρίσκονται στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου των ΕΚ: www.curia.europa.eu


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.