Language of document : ECLI:EU:T:2014:36

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 29ης Ιανουαρίου 2014 (*)

«Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών — Διαδικασία διαγωνισμού — Παροχή εξωτερικών υπηρεσιών στον τομέα των εφαρμογών λογισμικού — Απόφαση περί κατατάξεως της προσφοράς διαγωνιζομένου στη δεύτερη θέση ενόψει της συνάψεως συμβάσεως με το σύστημα της διαδοχικής αναθέσεως — Κριτήρια αναθέσεως — Προσθήκη κριτηρίου αναθέσεως που δεν προβλεπόταν στα συμβατικά έγγραφα — Αξιολόγηση κριτηρίου επιλογής κατά το στάδιο της αναθέσεως — Διαφάνεια»

Στην υπόθεση T‑158/12,

European Dynamics Belgium SA, με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο),

European Dynamics Luxembourg SA, με έδρα το Ettelbrück (Λουξεμβούργο),

Ευρωπαϊκή Δυναμική – Προηγμένα Συστήματα Τηλεπικοινωνιών Πληροφορικής και Τηλεματικής ΑΕ, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα),

European Dynamics UK Ltd, με έδρα το Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο),

εκπροσωπούμενες από τον Β. Χριστιανό, δικηγόρο,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (EMA), εκπροσωπουμένου από τον T. Jabłoński και την C. Maignen, επικουρούμενους αρχικά από τον H. G. Kamann και την Ε. Αρσενίδου, δικηγόρους, και στη συνέχεια από τους H. G. Kamann και Α. Δρίτσα, δικηγόρους,

καθού,

με αντικείμενο, αφενός, αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως EMA/67882/2012 του ΕΜΑ, της 31ης Ιανουαρίου 2012, περί κατατάξεως της προσφοράς των προσφευγουσών στη δεύτερη θέση για την υπογραφή συμβάσεως-πλαισίου, κατόπιν του διαγωνισμού EMA/2011/17/ICT για την παροχή εξωτερικών υπηρεσιών στον τομέα των εφαρμογών λογισμικού, και, αφετέρου, αίτημα αποζημιώσεως,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους N. J. Forwood, πρόεδρο, F. Dehousse και J. Schwarcz (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 9ης Ιουλίου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Με προκήρυξη διαγωνισμού της 8ης Αυγούστου 2011, η οποία δημοσιεύθηκε στο Συμπλήρωμα της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2011, S 157), με αριθμό αναφοράς 260530, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (EMA) κίνησε τη διαδικασία διαγωνισμού EMA/2011/17/ICT, που αφορούσε την παροχή εξωτερικών υπηρεσιών στον τομέα των εφαρμογών λογισμικού για τα επιγραμμικά συστήματα επεξεργασίας συναλλαγών και περιελάμβανε δύο παρτίδες.

2        Ο σκοπός του διαγωνισμού συνίστατο στη σύναψη, για κάθε παρτίδα, συμβάσεως-πλαισίου με τρεις κατ’ ανώτατο όριο παρόχους, διάρκειας τεσσάρων ετών. Η προκήρυξη του διαγωνισμού προέβλεπε την ανάθεση του αντικειμένου της συμβάσεως-πλαισίου στην πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά βάσει των κριτηρίων που καθορίζονταν στη συγγραφή υποχρεώσεων, στην πρόσκληση για την υποβολή προσφορών ή στο περιγραφικό έγγραφο. Η παρτίδα 1 συνίστατο στην παροχή προσωπικού, κατά χρόνο και κατ’ αντικείμενο, για επιγραμμικά συστήματα επεξεργασίας συναλλαγών και αφορούσε ποσότητα 19 000 ανθρωποημερών ετησίως. Το τμήμα 2 της συγγραφής υποχρεώσεων προέβλεπε ότι, για την παρτίδα 1, ο ΕΜΑ σκόπευε να συνάψει πλείονες συμβάσεις-πλαίσια, με το σύστημα της διαδοχικής αναθέσεως κατά σειρά προτεραιότητας, με μέγιστο όριο τις τρεις συμβάσεις.

3        Η διαδικασία αξιολογήσεως των υποβαλλομένων προσφορών περιελάμβανε τρία στάδια: εφαρμογή των κριτηρίων αποκλεισμού κατά την οποία θα εξεταζόταν κατά πόσον οι υποψήφιοι μπορούσαν να συμμετάσχουν στη διαδικασία (τμήμα 13 της συγγραφής υποχρεώσεων)· εφαρμογή των κριτηρίων επιλογής με σκοπό να καθοριστεί κατά πόσον οι προσφέροντες είχαν τις χρηματοοικονομικές, τεχνικές και επαγγελματικές ικανότητες προς εκτέλεση της συμβάσεως (τμήματα 14 και 15 της συγγραφής υποχρεώσεων)· εφαρμογή των κριτηρίων αναθέσεως για τον προσδιορισμό της πλέον συμφέρουσας οικονομικώς προσφοράς (τμήμα 16 της συγγραφής υποχρεώσεων)

4        Το σημείο 16.1.1 της συγγραφής υποχρεώσεων προέβλεπε οκτώ κριτήρια αναθέσεως για την παρτίδα 1. Τα έξι πρώτα κριτήρια ήταν τεχνικής φύσεως, το έβδομο ήταν σχετικό με την τιμή και το όγδοο συνίστατο σε ενδεχόμενη παρουσίαση των προσφορών στην έδρα του EMA. Όσον αφορά τα έξι τεχνικά κριτήρια, στο σημείο 16.1.2 της συγγραφής υποχρεώσεων αναφερόταν ότι, επί συνόλου 60 βαθμών, τα κριτήρια σχετικά με τη μέθοδο επιλογής των στελεχών και διαχειρίσεως του προσωπικού αντιπροσώπευαν έκαστο 15 βαθμούς, τα κριτήρια σχετικά με τη διαχείριση των συμβάσεων και τη διασφάλιση των προσόντων αντιπροσώπευαν έκαστο 7 βαθμούς, το κριτήριο των σχέσεων με τις εγκαταστάσεις extra-muros αντιπροσώπευε 2 βαθμούς και το κριτήριο της ποιότητας της τεχνικής προτάσεως στο αντικείμενο της παρτίδας αντιπροσώπευε 14 βαθμούς. Το κριτήριο της τιμής αντιπροσώπευε 40 βαθμούς. Το σημείο 16.1.2.8 προέβλεπε 10 επιπλέον βαθμούς στην περίπτωση που οι διαγωνιζόμενοι καλούνταν να συμπληρώσουν τη γραπτή προσφορά τους με προφορική παρουσίαση ενώπιον της επιτροπής αξιολογήσεως του ΕΜΑ στις εγκαταστάσεις του οργανισμού, στην περίπτωση δε αυτή θα ζητούνταν από τους διαγωνιζομένους να πραγματοποιήσουν σενάριο προσομοιώσεως υπό πραγματικές συνθήκες σύμφωνα με τις διαδικασίες και τους όρους του τμήματος 4. Ως εκ τούτου, η μέγιστη δυνατή βαθμολογία ήταν 110.

5        Στο σημείο 16.1.2 της συγγραφής υποχρεώσεων διευκρινιζόταν ότι η τεχνική αξιολόγηση των προσφορών θα γινόταν βάσει των έξι τεχνικών κριτηρίων και ότι οι διαγωνιζόμενοι έπρεπε να συγκεντρώσουν το 60 % των συνολικών βαθμών για κάθε ένα από τα κριτήρια αυτά, άλλως αποκλείονταν από τη διαδικασία. Στο σημείο 16.1.2.7 διευκρινιζόταν ότι η αξιολόγηση της τιμής θα γινόταν βάσει μαθηματικού τύπου και ότι οι διαγωνιζόμενοι θα κατατάσσονταν αναλόγως των αποτελεσμάτων των κριτηρίων αναθέσεως συμπεριλαμβανομένου του κριτηρίου της τιμής.

6        Για την παρτίδα 1 υπέβαλαν προσφορές έξι διαγωνιζόμενοι, μεταξύ των οποίων η κοινοπραξία που αποτελούνταν από τις European Dynamics Belgium S.A., European Dynamics Luxembourg S.A., Ευρωπαϊκή Δυναμική – Προηγμένα Συστήματα Τηλεπικοινωνιών Πληροφορικής και Τηλεματικής ΑΕ και European Dynamics UK Ltd. Τέσσερις από τους διαγωνιζομένους, μεταξύ των οποίων και οι προσφεύγουσες, μετείχαν στο στάδιο κατά το οποίο εξετάστηκαν τα κριτήρια αναθέσεως.

7        Με επιστολή της 9ης Δεκεμβρίου 2011, η επιτροπή αξιολογήσεως κάλεσε τις προσφεύγουσες σε συνάντηση στις εγκαταστάσεις του ΕΜΑ, προκειμένου να παρουσιάσουν την προσφορά τους στις 16 Δεκεμβρίου 2011. Η επιτροπή αξιολογήσεως παρέσχε διευκρινίσεις σχετικά με το πρόγραμμα και την οργάνωση της συναντήσεως, αναφέροντας, μεταξύ άλλων, ότι η παρουσίαση μπορούσε να καλύπτει μόνο τις απαντήσεις που απαιτούνταν για την αξιολόγηση από πλευράς των κριτηρίων αναθέσεως, χωρίς δυνατότητα προσθήκης νέων στοιχείων σε σχέση με την υποβληθείσα προσφορά. Η επιτροπή αξιολογήσεως διαβίβασε συνημμένως ένα σενάριο προσομοιώσεως υπό πραγματικές συνθήκες (στο εξής: σενάριο) και ζήτησε από τις προσφεύγουσες να ανταποκριθούν σε αυτό φέρνοντας, ως μέλη της ομάδας τους, έναν υποψήφιο για κάθε έναν από τους ρόλους που περιγράφονταν στο σενάριο. Η επιτροπή αξιολογήσεως σημείωσε ότι θα πραγματοποιούσε σύντομη συνέντευξη με κάθε υποψήφιο. Πληροφόρησε επίσης τις προσφεύγουσες ότι έπρεπε να συμμετάσχει και ο υπεύθυνος για τις προσλήψεις, προκειμένου να παρουσιάσει τη μεθοδολογία επιλογής των στελεχών, καθώς και ένας εκπρόσωπος της ομάδας εκπαιδεύσεως, ώστε να παρουσιάσει τα σχετικά με την εκπαίδευση τμήματα της υποβληθείσας προσφοράς.

8        Στην επιστολή του ΕΜΑ της 9ης Δεκεμβρίου 2011 επισυνάπτονταν δύο έγγραφα. Το πρώτο έγγραφο περιείχε πρόγραμμα διεξαγωγής της παρουσιάσεως, με τον αριθμό των βαθμών για κάθε πτυχή της, εκ των οποίων οι 40, από τους εκατό, αφορούσαν τις συνεντεύξεις με τους υποψηφίους που προτείνονταν για το σενάριο, καθώς και κατευθυντήριες οδηγίες προς τους προσφέροντες για να προετοιμάσουν την παρουσίαση των προσφορών τους. Αναφερόταν, μεταξύ άλλων, ότι σκοπός των συνεντεύξεων με τους προτεινόμενους υποψηφίους ήταν να αξιολογηθεί κατά πόσον το αποτέλεσμα των διαδικασιών που περιγράφονταν στη μεθοδολογία επιλογής των στελεχών, δηλαδή οι υποψήφιοι, ανταποκρινόταν στα στοιχεία που παρέχονταν στο πλαίσιο των διαδικασιών αυτών, ήτοι στις περιγραφές των προφίλ. Το δεύτερο έγγραφο περιέγραφε τα στοιχεία του σεναρίου και τα αποτελέσματα στα οποία οι υποψήφιοι όφειλαν να καταλήξουν. Απαιτούσε την υποβολή πέντε βιογραφικών σημειωμάτων υποψηφίων για τις συγκεκριμένες ειδικότητες.

9        Με επιστολή της 13ης Δεκεμβρίου 2011, οι προσφεύγουσες αμφισβήτησαν το σύννομο του προγράμματος διεξαγωγής της παρουσιάσεως, όπως αυτό προέκυπτε από την επιστολή της 9ης Δεκεμβρίου, έναντι της ρυθμίσεως περί δημοσίων συμβάσεων, τονίζοντας ιδίως ότι η προβλεπόμενη παρουσίαση δημιουργούσε διάκριση υπέρ του ήδη από δεκαετίας περίπου συνεργαζομένου με τον ΕΜΑ διαγωνιζομένου, του οποίου η επιχειρησιακή δομή ήταν έτοιμη, καθώς και ότι η διαδικασία αυτή ήταν διαφορετική από την προβλεπόμενη στη συγγραφή υποχρεώσεων.

10      Με επιστολή της 15ης Δεκεμβρίου 2011, ο ΕΜΑ απάντησε στις προσφεύγουσες, υποστηρίζοντας ότι, σύμφωνα με τη συγγραφή υποχρεώσεων, η παρουσίαση αποτελούσε μέρος της διαδικασίας αξιολογήσεως, ότι όλοι οι υποψήφιοι είχαν στη διάθεσή τους την ίδια προθεσμία, η οποία αναφερόταν στη συγγραφή υποχρεώσεων, για να ανταποκριθούν στην πρόσκληση παρουσιάσεως των προσφορών τους, ότι το σενάριο προβλεπόταν από τη συγγραφή υποχρεώσεων και ότι η παρουσίαση των υποψηφίων για τους ρόλους που προβλέπονταν στο σενάριο αποσκοπούσε στην εξακρίβωση του αποτελέσματος των διαδικασιών προσλήψεως που περιγράφονταν στις υποβληθείσες προσφορές

11      Οι προσφεύγουσες παρουσίασαν την προσφορά τους στις 16 Δεκεμβρίου 2011 στις εγκαταστάσεις του ΕΜΑ, χωρίς να παραστούν οι υποψήφιοι για τους ρόλους που προέβλεπε το σενάριο, ο υπεύθυνος για τις προσλήψεις και ο εκπρόσωπος της ομάδας εκπαιδεύσεως.

12      Με επιστολή της 31ης Ιανουαρίου 2012, ο EMA πληροφόρησε την προσφεύγουσα ότι, κατόπιν αξιολογήσεως των προσφορών που υποβλήθηκαν, είχε αποφασιστεί να της ανατεθεί η δεύτερη σύμβαση‑πλαίσιο κατά σειρά προτεραιότητας (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση)

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

13      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 Απριλίου 2012, οι προσφεύγουσες άσκησαν την παρούσα προσφυγή.

14      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση,

–        να υποχρεώσει τον EMA να αποκαταστήσει τη ζημία που υπέστησαν λόγω της απώλειας της ευκαιρίας να καταταγούν στην πρώτη θέση,

–        να καταδικάσει τον EMA στο σύνολο των εξόδων.

15      Ο EMA ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

16      Η επ’ ακροατηρίου συζήτηση είχε οριστεί για τις 18 Ιουνίου 2013, αλλά αναβλήθηκε για τις 9 Ιουλίου 2013 κατόπιν αιτήματος των προσφευγουσών.

 Επί της προσφυγής ακυρώσεως

17      Οι προσφεύγουσες προβάλλουν τρεις λόγους προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Υποστηρίζουν, πρώτον, ότι ο ΕΜΑ προσέθεσε επιπλέον κριτήριο αναθέσεως στην παρουσίαση της προσφοράς. Δεύτερον, ότι ο ΕΜΑ αξιολόγησε κριτήριο επιλογής κατά το στάδιο της εφαρμογής των κριτηρίων αναθέσεως. Τρίτον, ότι ο ΕΜΑ παραβίασε την αρχή της διαφάνειας που διέπει τις διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με την προσθήκη επιπλέον κριτηρίου αναθέσεως μη προβλεπόμενου από τη συγγραφή υποχρεώσεων

18      Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι, κατά πάγια νομολογία, η αναθέτουσα αρχή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τα στοιχεία που λαμβάνει υπόψη για την έκδοση αποφάσεως περί αναθέσεως στο πλαίσιο δημόσιου διαγωνισμού. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο έλεγχος του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει να περιορίζεται στον έλεγχο της τηρήσεως των κανόνων διαδικασίας και αιτιολογήσεως καθώς και στον έλεγχο της ουσιαστικής ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών, της ελλείψεως πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και καταχρήσεως εξουσίας (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Απριλίου 2012, T‑49/09, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

19      Επισημαίνεται, περαιτέρω, ότι, οσάκις η σύναψη συμβάσεως γίνεται με το κριτήριο της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής απόψεως προσφοράς, κατά το άρθρο 97, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248, σ. 1), καθώς και κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού 1605/2002 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση του Δημοσιονομικού Κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 357, σ. 1), η αναθέτουσα αρχή οφείλει να καθορίζει και να διευκρινίζει, με τη συγγραφή υποχρεώσεων, τα κριτήρια αναθέσεως βάσει των οποίων αξιολογείται το περιεχόμενο των προσφορών. Τα κριτήρια αυτά πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 138, παράγραφος 2, του κανονισμού 2342/2002, να δικαιολογούνται από το αντικείμενο της συμβάσεως. Κατά την παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου 138, η αναθέτουσα αρχή πρέπει επίσης να προσδιορίζει, με την προκήρυξη του διαγωνισμού είτε με τη συγγραφή υποχρεώσεων, τη σχετική σταθμισμένη αξία που αποδίδει σε καθένα από τα κριτήρια που εφαρμόζει για τον προσδιορισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής απόψεως προσφοράς. Σκοπός των διατάξεων αυτών είναι να εξασφαλίζεται η τήρηση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της διαφάνειας κατά το στάδιο αξιολογήσεως των προσφορών ενόψει της συνάψεως της συμβάσεως (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Ιουλίου 2011, C‑252/10 P, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά EMSA, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

20      Συνεπώς, προκειμένου να διασφαλίζεται η τήρηση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της διαφάνειας, είναι απαραίτητο οι πιθανοί διαγωνιζόμενοι να γνωρίζουν, κατά τον χρόνο προετοιμασίας των προσφορών τους, όλα τα στοιχεία που πρόκειται να λάβει υπόψη της η αναθέτουσα αρχή για τον προσδιορισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής απόψεως προσφοράς και, ει δυνατόν, τη σχετική σημασία τους (βλ. απόφαση Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά EMSA, σκέψη 19 ανωτέρω, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

21      Επομένως, η αναθέτουσα αρχή δεν μπορεί να εφαρμόσει, ως προς τα κριτήρια αναθέσεως, επιμέρους κριτήρια τα οποία δεν έχει προηγουμένως γνωστοποιήσει στους διαγωνιζομένους (βλ. απόφαση Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά EMSA, σκέψη 19 ανωτέρω, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

22      Υπενθυμίζεται, επίσης, ότι, ενώ η νομιμότητα της χρήσεως επιμέρους κριτηρίων και της αντίστοιχης σταθμίσεώς τους πρέπει πάντα να εξετάζεται σε συνάρτηση με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των επιχειρήσεων και της απορρέουσας από αυτήν υποχρεώσεως διαφάνειας, εντούτοις το Δικαστήριο δεν έχει αποφανθεί ότι απαγορεύεται εξ ολοκλήρου και απολύτως στην αναθέτουσα αρχή να εξειδικεύει ένα κριτήριο που έχει ήδη γνωστοποιηθεί στους διαγωνιζομένους και να προβαίνει στη στάθμισή του (απόφαση Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά EMSA, σκέψη 19 ανωτέρω, σκέψη 32).

23      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, με την επιστολή του της 9ης Δεκεμβρίου 2011, ο ΕΜΑ προσέθεσε, κατά παράβαση της ρυθμίσεως της Ένωσης σχετικά με τις διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων και της συναφούς νομολογίας, κριτήριο αναθέσεως διαφορετικό από τα στοιχεία τα οποία, σύμφωνα με τη συγγραφή υποχρεώσεων, έπρεπε να εξεταστούν κατά την παρουσίαση των προσφορών, ήτοι την αξιολόγηση και βαθμολόγηση ορισμένων εξωτερικών συνεργατών, με υποχρέωση παρουσιάσεώς τους κατά την προφορική παρουσίαση της προσφοράς. Το νέο αυτό κριτήριο δεν προκύπτει από το αντικείμενο της διαδικασίας διαγωνισμού, το οποίο δεν αφορούσε ούτε την πρόσληψη εξωτερικών συνεργατών από τον ΕΜΑ ούτε την αξιολόγηση πραγματικών προφίλ, αλλά την αξιολόγηση και τη βαθμολόγηση των διαδικασιών υλοποιήσεως των παροχών που αποτελούν αντικείμενο της συμβάσεως-πλαισίου.

24      Ο EMA αμφισβητεί την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών.

25      Το κύριο επιχείρημα των προσφευγουσών είναι ότι, ζητώντας από τους διαγωνιζομένους να παρουσιάσουν την προσφορά τους στην έδρα του EMA, παρουσίαση η οποία αποτελούσε το όγδοο κριτήριο αναθέσεως, η αναθέτουσα αρχή προσέθεσε κριτήριο ή επιμέρους κριτήριο αξιολογήσεως το οποίο δεν περιλαμβανόταν στα συμβατικά έγγραφα που είχαν γνωστοποιηθεί πριν την κατάθεση των προσφορών.

26      Για να δοθεί απάντηση στο επιχείρημα αυτό, πρέπει να εξεταστεί, όπως επισημαίνει ο ΕΜΑ, η συγγραφή υποχρεώσεων και, ειδικότερα, το σημείο 16.1.2.8, όπου διευκρινίζεται ότι ενδέχεται να ζητηθεί από τους διαγωνιζομένους να μεταβούν στις εγκαταστάσεις του προκειμένου να παρουσιάσουν τη γραπτή προσφορά τους και, ιδίως, να εκτελέσουν σενάριο σύμφωνα με τις διαδικασίες και τους όρους που προβλέπονται στο τμήμα 4 της συγγραφής υποχρεώσεων.

27      Στο σημείο 16.1.2 της συγγραφής υποχρεώσεων περιγράφονται τα οκτώ κριτήρια αναθέσεως της παρτίδας 1. Το σημείο 16.1.2.8 της εν λόγω συγγραφής υποχρεώσεων αφορά την παρουσίαση που η επιτροπή αξιολογήσεως ενδέχεται να ζητήσει από τους διαγωνιζομένους να πραγματοποιήσουν στις εγκαταστάσεις του EMA. Όσον αφορά το περιεχόμενο της παρουσιάσεως, το συγκεκριμένο χωρίο της συγγραφής υποχρεώσεων έχει ως εξής: «Οι διαγωνιζόμενοι πρέπει να είναι σε θέση να συμπληρώσουν τη γραπτή απάντησή τους εμφανιζόμενοι στις εγκαταστάσεις του [EMA], προκειμένου να παρουσιάσουν τις ικανότητές τους και να απαντήσουν σε τυχόν συμπληρωματικές ερωτήσεις της επιτροπής αξιολογήσεως του [EMA] στο πλαίσιο της διαδικασίας αξιολογήσεως. Ο [EMA] ενδέχεται επίσης να ζητήσει από τους διαγωνιζομένους να εκτελέσουν σενάριο προσομοιώσεως υπό πραγματικές συνθήκες, σύμφωνα με τις διαδικασίες και τους όρους που προβλέπονται στο τμήμα 4 [της συγγραφής υποχρεώσεων]».

28      Κατά τον EMA, η παραπομπή που γίνεται με το σημείο 16.1.2.8 της συγγραφής υποχρεώσεων στο τμήμα 4 αυτής αφορά το σημείο 4.2.5.4, το οποίο είναι το μόνο στο συγκεκριμένο τμήμα που σχετίζεται με διαδικασία, και συγκεκριμένα με τη διαδικασία παραγγελίας, και περιλαμβάνει δύο σελίδες και ένα διάγραμμα. Οι προσφεύγουσες είχαν έτσι τη δυνατότητα, ως ευλόγως ενημερωμένες και επιμελείς διαγωνιζόμενες, να ερμηνεύσουν το σχετικό με την παρουσίαση κριτήριο αναθέσεως, δεδομένου ότι η επιστολή της 9ης Δεκεμβρίου 2011, οι προαναφερθείσες στη σκέψη 8 κατευθυντήριες γραμμές και το σενάριο περιείχαν σαφή περιγραφή του τρόπου αξιολογήσεως του κριτηρίου αυτού.

29      Το τμήμα 4 της συγγραφής υποχρεώσεων αφορά το αντικείμενο του διαγωνισμού και εκτείνεται σε 61 σελίδες, τα δε σημεία 4.1 και 4.2 αφορούν την παρτίδα 1. Στο σημείο 4.2, το οποίο εκτείνεται σε 36 σελίδες, περιγράφονται οι υπηρεσίες που θα πρέπει να παρέχει ο ανάδοχος, και συγκεκριμένα ποιες ακριβώς ιδιότητες απαιτούνται για καθένα από τα αναζητούμενα προφίλ. Στο σημείο 4.2.5 της συγγραφής υποχρεώσεων περιγράφονται οι συμβατικές ρυθμίσεις που θα ισχύσουν για την παροχή της υπηρεσίας η οποία αποτελεί αντικείμενο του διαγωνισμού, καθώς και οι μηχανισμοί εκτελέσεως των συμβάσεων και οι μέθοδοι μετρήσεως των αποτελεσμάτων. Στα σημεία 4.2.5.1 έως 4.2.5.3 περιγράφονται ο μηχανισμός και η λειτουργία των συμβάσεων‑πλαισίων με το σύστημα της διαδοχικής αναθέσεως. Στο σημείο 4.2.5.4 παρατίθεται η διαδικασία παραγγελίας για την παροχή της υπηρεσίας και διευκρινίζονται τα διάφορα στάδια κατά τα οποία ο ανάδοχος στον οποίο απευθύνεται η παραγγελία παρουσιάζει στον EMA τους υποψηφίους οι οποίοι αντιστοιχούν στα προφίλ που αυτός έχει καθορίσει από την έναρξη της διαδικασίας. Σκοπός της διαδικασίας αυτής είναι να προταθούν υποψήφιοι για τις προκαθορισμένες θέσεις του ΕΜΑ μετά από έλεγχο των βιογραφικών των υποψηφίων από τον εν λόγω οργανισμό. Στο σημείο 4.2.5.5 περιγράφεται η ακολουθητέα διαδικασία σε περίπτωση που, υπό ορισμένες περιστάσεις, απαιτείται αντικατάσταση μέλους του προσωπικού του αναδόχου. Στα σημεία 4.2.5.6 έως 4.2.5.13 περιγράφονται διάφορες πτυχές των συμβατικών σχέσεων μεταξύ της αναθέτουσας αρχής και του αναδόχου, όπως η γλώσσα και ο τόπος εργασίας, η παρακολούθηση της ποιότητας της παρεχόμενης υπηρεσίας, τα μέτρα που λαμβάνονται σε περίπτωση μη τηρήσεως των σχετικών με την ποιότητα υποχρεώσεων, τα μέσα παρακολουθήσεως της δραστηριότητας του διαγωνιζομένου, τα καθήκοντα και οι ευθύνες των προσώπων στα οποία έχει ανατεθεί η επικοινωνία μεταξύ αναθέτουσας αρχής και αναδόχου, οι δείκτες ποιότητας της υπηρεσίας και οι λόγοι για τους οποίους μπορεί να κληθεί ο επόμενος ανάδοχος.

30      Καίτοι είναι δυστυχώς αληθές ότι το σημείο 16.1.2.8 της συγγραφής υποχρεώσεων παραπέμπει στο τμήμα 4 της εν λόγω συγγραφής υποχρεώσεων αλλά όχι ρητώς στο σημείο 4.2.5.4, ούτε προσδιορίζει επακριβώς τις διαδικασίες στις οποίες παραπέμπει και οι οποίες περιλαμβάνονται στο τμήμα αυτό, εντούτοις, διαπιστώνεται ότι, όπως υποστηρίζει ο EMA, η μόνη διαδικασία που περιγράφεται στο τμήμα 4 σχετικά με την εκτέλεση των συμβάσεων-πλαισίων με τη διαδικασία της διαδοχικής αναθέσεως είναι αυτή που περιλαμβάνεται στο σημείο 4.2.5.4, δεδομένου ότι η διαδικασία αντικαταστάσεως μέλους του προσωπικού του αναδόχου, η οποία προβλέπεται στο σημείο 4.2.5, σχετίζεται ως επί το πλείστον με τους μηχανισμούς που προβλέπονται στο σημείο 4.2.5.4. Πάντως, το σενάριο προσομοιώσεως υπό πραγματικές συνθήκες, το οποίο προβλέπεται ως πιθανό τμήμα της παρουσιάσεως στο σημείο 16.1.2.8, μπορούσε να αφορά μόνον την πρακτική εφαρμογή των διαδικασιών για τις οποίες προκηρύχθηκε ο διαγωνισμός, δηλαδή των διαδικασιών διαθέσεως εξωτερικών συνεργατών. Ένας ευλόγως ενημερωμένος και επιμελής υποψήφιος θα έπρεπε να αντιληφθεί ότι το σενάριο θα αφορούσε τις διαδικασίες που αποτελούσαν αντικείμενο του διαγωνισμού.

31      Διαπιστώνεται, ως εκ τούτου, ότι η συγγραφή υποχρεώσεων όντως προέβλεπε το ενδεχόμενο η παρουσίαση της προσφοράς από διαγωνιζόμενο να περιλαμβάνει δοκιμασία προσομοιώσεως υπό πραγματικές συνθήκες, δοκιμασία της οποίας η οργάνωση και η εξέλιξη καθορίζονταν λεπτομερώς από το σενάριο και τις κατευθυντήριες γραμμές. Επομένως, το σενάριο δεν αποτελεί κριτήριο ή επιμέρους κριτήριο το οποίο δεν είχε προηγουμένως γνωστοποιηθεί στους διαγωνιζομένους. Μια τέτοια δοκιμασία προσομοιώσεως πρέπει να θεωρείται, όπως τονίζει ο EMA, αναπόσπαστο στοιχείο του πρώτου τεχνικού κριτηρίου αναθέσεως, δηλαδή της μεθόδου επιλογής των στελεχών, και μπορούσε να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της παρουσιάσεως της προσφοράς, καθώς ήταν χρήσιμη ιδίως για την εφαρμογή του πρώτου κριτηρίου (βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Σεπτεμβρίου 2010, T‑63/06, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά ΕΚΠΝΤ, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 51).

32      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, με την παραπομπή στο τμήμα 4 των τεχνικών προδιαγραφών, ο EMA συγχέει τις υποχρεώσεις του αναδόχου με τις υποχρεώσεις των υποψηφίων του διαγωνισμού. Ωστόσο, κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει όσον αφορά την οργάνωση της διαδικασίας του διαγωνισμού, ιδίως κατά την αξιολόγηση των κριτηρίων αναθέσεως, η αναθέτουσα αρχή μπορεί, ενόψει της εφαρμογής ενός εκ των κριτηρίων αυτών, να παραπέμψει σε τμήμα της συγγραφής υποχρεώσεων το οποίο αφορά το αντικείμενο και την εξέλιξη των συμβάσεων που αποτελούν αντικείμενο του διαγωνισμού, προκειμένου να αξιολογήσει, στο πλαίσιο σεναρίου προσομοιώσεως υπό πραγματικές συνθήκες, τις υπηρεσίες που παρουσιάζουν οι διαγωνιζόμενοι στις προσφορές τους.

33      Τέλος, μολονότι αντικείμενο των συμβάσεων-πλαισίων, όπως προκύπτει από το τμήμα 4 της συγγραφής υποχρεώσεων, είναι όντως οι διαδικασίες διαθέσεως εξωτερικών συνεργατών, το γεγονός ότι ο EMA ζήτησε από τους διαγωνιζομένους να εφαρμόσουν τις διαδικασίες αυτές στο πλαίσιο σεναρίου προσομοιώσεως δεν συνεπάγεται μεταβολή του αντικειμένου του διαγωνισμού σε παροχή συγκεκριμένων εξωτερικών συνεργατών, δηλαδή των συνεργατών που θα μετείχαν στην παρουσίαση. Συγκεκριμένα, από τις διευκρινίσεις του EMA, οι οποίες στηρίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές, προκύπτει ότι η διαδικασία εκτελέσεως του σεναρίου ήταν σχεδιασμένη με σκοπό την αξιολόγηση της πραγματικής λειτουργίας της μεθόδου επιλογής προσωπικού, η οποία αποτελούσε το πρώτο κριτήριο αναθέσεως, και τον έλεγχο της ποιότητας των επιδόσεων της μεθόδου επιλογής που πρότειναν οι διαγωνιζόμενοι, και όχι την αξιολόγηση και βαθμολόγηση των προσόντων των εξωτερικών συνεργατών που μετείχαν στην εκτέλεση του σεναρίου.

34      Διαπιστώνεται, εξάλλου, ότι η επιτροπή αξιολογήσεως απλώς αξιολόγησε, διά της παρουσιάσεως, τις διαδικασίες διαθέσεως προσωπικού, όπως αποδεικνύεται από τις αξιολογήσεις των παρουσιάσεων που πραγματοποίησαν οι λοιποί διαγωνιζόμενοι πέραν των προσφευγουσών. Όσον αφορά τις κοινοπραξίες S. και X., στην αντίστοιχη αξιολόγηση επισημαίνεται ότι «τα εργαλεία που χρησιμοποιεί ο διαγωνιζόμενος στο πλαίσιο ενός τέτοιου σεναρίου παρουσιάστηκαν σε πραγματικό χρόνο». Όσον αφορά την κοινοπραξία T., η επιτροπή αξιολογήσεως επισήμανε ότι «η απάντηση στο σενάριο προσομοιώσεως υπό πραγματικές συνθήκες εμφαίνει προσήκουσα κατανόηση των επαγγελματικών και τεχνικών απαιτήσεων».

35      Επομένως, είναι απορριπτέος ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, σχετικά με την προσθήκη επιπλέον κριτηρίου αναθέσεως, μη προβλεπόμενου από τη συγγραφή υποχρεώσεων.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με την αξιολόγηση κριτηρίου επιλογής κατά το στάδιο της εφαρμογής των κριτηρίων αναθέσεως

36      Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 97, παράγραφος 1, του κανονισμού 1605/2002, «[οι] συμβάσεις ανατίθενται βάσει των κριτηρίων ανάθεσης που ισχύουν για το αντικείμενο της προσφοράς και αφού ελεγχθεί, σύμφωνα με τα κριτήρια επιλογής που αναφέρονται στα έγγραφα της πρόσκλησης υποβολής προσφορών, η ικανότητα των οικονομικών παραγόντων που δεν αποκλείονται δυνάμει των άρθρων 93, 94 και 96, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, [του ίδιου κανονισμού]».

37      Επομένως, τα κριτήρια επιλογής πρέπει να διαχωρίζονται από τα κριτήρια αναθέσεως. Συγκεκριμένα, ο έλεγχος της ικανότητας των διαγωνιζομένων να εκτελέσουν τη σύμβαση και η ανάθεση της εκτελέσεως της συμβάσεως αποτελούν διαφορετικές διαδικασίες, οι οποίες είναι αυτοτελείς και διέπονται από διαφορετικούς κανόνες (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 1988, 31/87, Beentjes, Συλλογή 1988, σ. 4635, σκέψεις 15 και 16, της 24ης Ιανουαρίου 2008, C‑532/06, Λιανάκης κ.λπ., Συλλογή 2008, σ. I‑251, σκέψη 26, και της 12ης Νοεμβρίου 2009, C‑199/07, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλογή 2009, σ. I‑10669, σκέψη 51).

38      Ο έλεγχος της ικανότητας των υποψηφίων να εκτελέσουν τη σύμβαση διενεργείται από την αναθέτουσα αρχή σύμφωνα με τα κριτήρια επιλογής, δηλαδή τα κριτήρια οικονομικής, χρηματοοικονομικής, τεχνικής και επαγγελματικής ικανότητας που προβλέπονται στα άρθρα 136 και 137 του κανονισμού 2342/2002 (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις Beentjes, σκέψη 37 ανωτέρω, σκέψη 17, Λιανάκης κ.λπ., σκέψη 37 ανωτέρω, σκέψη 27, και Επιτροπή κατά Ελλάδας, σκέψη 37 ανωτέρω, σκέψη 52).

39      Αντιθέτως, η ανάθεση της εκτελέσεως της συμβάσεως γίνεται βάσει των κριτηρίων που απαριθμούνται στο άρθρο 97, παράγραφος 2, του κανονισμού 1605/2002 και τα οποία είναι είτε η χαμηλότερη τιμή είτε η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά, κατά την έννοια του άρθρου 138, παράγραφος 2, του κανονισμού 2342/2002 (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις Beentjes, σκέψη 37 ανωτέρω, σκέψη 18, Λιανάκης κ.λπ., σκέψη 37 ανωτέρω, σκέψη 28, και Επιτροπή κατά Ελλάδας, σκέψη 37 ανωτέρω, σκέψη 53). Κατά την τελευταία αυτή διάταξη, πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά είναι εκείνη που παρουσιάζει την καλύτερη σχέση μεταξύ ποιότητας και τιμής, με κριτήρια δικαιολογούμενα από το αντικείμενο της συμβάσεως, όπως είναι η προτεινόμενη τιμή, η τεχνική αξία, τα αισθητικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά, τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά, το κόστος χρήσεως, η αποδοτικότητα, η προθεσμία εκτελέσεως ή παραδόσεως, η εξυπηρέτηση μετά την πώληση και η τεχνική υποστήριξη.

40      Μολονότι, βεβαίως, η χρήση της φράσεως «όπως είναι» καταδεικνύει ότι η απαρίθμηση, στο άρθρο 138, παράγραφος 2, του κανονισμού 2342/2002, των κριτηρίων που μπορούν να χρησιμοποιήσουν οι αναθέτουσες αρχές δεν είναι εξαντλητική και, ως εκ τούτου, η διάταξη αυτή παρέχει στις αναθέτουσες αρχές την ευχέρεια να επιλέγουν τα κριτήρια αναθέσεως της εκτελέσεως της συμβάσεως που προτίθενται να εφαρμόσουν, εντούτοις η επιλογή αυτή αφορά αποκλειστικά τα κριτήρια βάσει των οποίων θα καθορισθεί η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις Beentjes, σκέψη 37 ανωτέρω, σκέψη 19, Λιανάκης κ.λπ., σκέψη 37 ανωτέρω, σκέψη 29, και Επιτροπή κατά Ελλάδας, σκέψη 37 ανωτέρω, σκέψη 54).

41      Συνεπώς, δεν συνιστούν κριτήρια αναθέσεως τα κριτήρια τα οποία δεν σκοπούν στον καθορισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής απόψεως προσφοράς, αλλά αφορούν κυρίως την εκτίμηση των τεχνικών και επαγγελματικών ικανοτήτων των διαγωνιζομένων να εκτελέσουν την οικεία σύμβαση (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις Λιανάκης κ.λπ., σκέψη 37 ανωτέρω, σκέψη 30, και Επιτροπή κατά Ελλάδας, σκέψη 37 ανωτέρω, σκέψη 55).

42      Ειδικότερα, κριτήριο που στηρίζεται στην πείρα των διαγωνιζομένων αφορά την ικανότητά τους να εκτελέσουν τη σύμβαση και, ως εκ τούτου, δεν αποτελεί «κριτήριο αναθέσεως», κατά την έννοια του άρθρου 138 του κανονισμού 2342/2002 (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις Λιανάκης κ.λπ., σκέψη 37 ανωτέρω, σκέψη 31, και Επιτροπή κατά Ελλάδας, σκέψη 37 ανωτέρω, σκέψη 56).

43      Επιπλέον, σε περίπτωση συνάψεως της συμβάσεως βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής απόψεως προσφοράς, η ποιότητα των προσφορών πρέπει να αξιολογείται βάσει της ίδιας της προσφοράς και όχι βάσει των κριτηρίων επιλογής, όπως είναι η τεχνική και επαγγελματική ικανότητα των διαγωνιζομένων, η οποία έχει ελεγχθεί κατά το στάδιο της επιλογής και δεν μπορούν εκ νέου να ληφθούν υπόψη κατά τη σύγκριση των προσφορών (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Δεκεμβρίου 2011, T‑39/08, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

44      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, αφενός, ότι ο ΕΜΑ παρέβη το άρθρο 138, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 2342/2002 και δεν έλαβε υπόψη του τη νομολογία σχετικά με την εφαρμογή του, προβαίνοντας σε αξιολόγηση της πείρας των υποψηφίων, η οποία αποτελούσε κριτήριο επιλογής, κατά το στάδιο της εξετάσεως των τεσσάρων πρώτων τεχνικών κριτηρίων αναθέσεως, με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την εφαρμογή των κριτηρίων αυτών στην πράξη στο πλαίσιο πρόσφατων συμβάσεων. Αφετέρου, υποστηρίζουν ότι οι διατάξεις του άρθρου 138, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 2342/2002 παραβιάστηκαν και λόγω του ότι, αντιθέτως προς τη νομολογία, η συγγραφή υποχρεώσεων δεν απαγόρευε στους υποψηφίους να επικαλεστούν την πείρα που έχουν αποκτήσει στο πλαίσιο προηγούμενης συνεργασίας με τον ΕΜΑ

45      Ο EMA αμφισβητεί την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών.

46      Από το σημείο 16.1.1 της συγγραφής υποχρεώσεων προκύπτει ότι η παρτίδα 1 έπρεπε να ανατεθεί με κριτήριο την πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά.

47      Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση των προσφευγουσών, επισημαίνεται ότι, όπως προβάλλει ο ΕΜΑ, η πείρα των διαγωνιζομένων στον τομέα που καλύπτεται από την παρτίδα 1 ελήφθη υπόψη κατά την αξιολόγηση της τεχνικής και επαγγελματικής ικανότητάς τους, η οποία αποτελεί κριτήριο επιλογής, κατά τα προβλεπόμενα στο τμήμα 15 της συγγραφής υποχρεώσεων. Ο EMA τονίζει ότι, προκειμένου να εξεταστεί εάν οι διαγωνιζόμενοι διαθέτουν το προσωπικό που απαιτείται για την παροχή των ζητούμενων υπηρεσιών, είχαν την υποχρέωση να προσκομίσουν, σύμφωνα με το σημείο 15.3 της συγγραφής υποχρεώσεων, δύο βιογραφικά για καθένα από τα προφίλ που περιγράφονται στο σημείο 4.2.3 της εν λόγω συγγραφής, τα οποία να εμφαίνουν με σαφήνεια τα προσόντα και την πείρα των υποψηφίων, και να παρουσιάσουν αναλυτικά, σύμφωνα με το σημείο 15.4, τρεις σημαντικές συμβάσεις τις οποίες έχουν εκτελέσει και οι οποίες παρουσιάζουν συνάφεια με τις συμβάσεις-πλαίσια που αποτελούν αντικείμενο του διαγωνισμού.

48      Για την ανάθεση της εκτελέσεως της συμβάσεως, το σημείο 16.1.1 της συγγραφής υποχρεώσεων προβλέπει, μεταξύ άλλων, έξι τεχνικά κριτήρια για τον προσδιορισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής απόψεως προσφοράς, και συγκεκριμένα τη μέθοδο επιλογής του προσωπικού, τη διαχείριση του προσωπικού, τη διαχείριση των συμβάσεων, τη διασφάλιση των προσόντων, τις σχέσεις με εγκαταστάσεις extra-muros και την ποιότητα της τεχνικής προτάσεως στον τομέα τον οποίον αφορά η παρτίδα. Κατά τα σημεία 16.1.2.1 έως 16.1.2.4 της συγγραφής υποχρεώσεων, οι διαγωνιζόμενοι ήταν υποχρεωμένοι να προσκομίσουν αποδείξεις όσον αφορά την εφαρμογή στην πράξη και των τεσσάρων αυτών κριτηρίων στο πλαίσιο της εκτελέσεως τριών πρόσφατων συμβάσεων.

49      Ωστόσο, από τη διατύπωση των τεσσάρων πρώτων κριτηρίων αναθέσεως δεν προκύπτει ότι είχαν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την αξιολόγηση της πείρας των διαγωνιζομένων. Το κριτήριο της μεθόδου επιλογής του προσωπικού (σημείο 16.1.2.1 της συγγραφής υποχρεώσεων) αποσκοπούσε στην αξιολόγηση της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας της μεθόδου επιλογής και προτάσεως προσωπικού για τα προφίλ που περιγράφονται στο σημείο 4.2.3 της συγγραφής υποχρεώσεων. Το κριτήριο της διαχειρίσεως του προσωπικού χρησίμευε για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας της μεθόδου διαχειρίσεως του προσωπικού που παρέχει τις υπηρεσίες οι οποίες αποτελούσαν αντικείμενο του διαγωνισμού (σημείο 16.1.2 της συγγραφής υποχρεώσεων). Το κριτήριο της διαχειρίσεως των συμβάσεων χρησίμευε για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας της μεθόδου διαχειρίσεως της εκτελέσεως της συμβάσεως που επρόκειτο να συναφθεί μετά το πέρας του διαγωνισμού (σκέψη 16.1.2.3 της συγγραφής υποχρεώσεων). Το κριτήριο της διασφαλίσεως των προσόντων αποσκοπούσε στον έλεγχο του αν ο διαγωνιζόμενος διασφαλίζει την επάρκεια των προσόντων του προσωπικού του και τη διατήρηση του επιπέδου των προσόντων αυτών καθ’ όλη τη διάρκεια της συμβάσεως (σκέψη 16.1.2.4 της συγγραφής υποχρεώσεων).

50      Για καθένα από τα τέσσερα πρώτα κριτήρια αναθέσεως, η συγγραφή υποχρεώσεων προέβλεπε τη συνεκτίμηση, από την επιτροπή αξιολογήσεως, διαφόρων στοιχείων, παρουσιαζόμενων υπό μορφή ερωτήσεων προς τους διαγωνιζομένους, βάσει των οποίων επρόκειτο να διενεργηθεί η αξιολόγηση βάσει του κριτηρίου αυτού. Συγκεκριμένα, όσον αφορά το πρώτο κριτήριο, ο διαγωνιζόμενος έπρεπε να εξηγήσει πώς σκοπεύει να αξιολογήσει τις απαιτήσεις του EMA στο πλαίσιο των ζητούμενων υπηρεσιών, να αναφέρει ποιες βάσεις δεδομένων ή άλλους μηχανισμούς θα χρησιμοποιήσει για την παρακολούθηση των προσόντων των πιθανών υποψηφίων και για την εξεύρεση των πλέον κατάλληλων για τις απαιτήσεις του EMA υποψηφίων, να εξηγήσει πώς θα επέλεγε τον καλύτερο υποψήφιο, να αναφέρει πώς σκόπευε να παρουσιάσει τον υποψήφιο στον EMA, να διευκρινίσει τη μέθοδο που θα χρησιμοποιούσε για την ad hoc και έγκαιρη πρόσληψη υποψηφίου τον οποίον δεν διαθέτει σε εφεδρεία και να εξηγήσει ποια επρόκειτο να είναι η πολιτική του όσον αφορά τις «προληπτικές» προσλήψεις. Τα τρία άλλα κριτήρια περιλαμβάνουν επίσης συγκεκριμένες ερωτήσεις σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής, από τον διαγωνιζόμενο, της μεθόδου ή της διαδικασίας για την αξιολόγηση της οποίας χρησιμοποιείται το καθένα από αυτά.

51      Όπως, εξάλλου, αναφέρει ο EMA, από την έκθεση της επιτροπής αξιολογήσεως δεν προκύπτει ότι η πείρα των διαγωνιζομένων εξετάστηκε εκ νέου κατά το στάδιο της αναθέσεως. Αντιθέτως, από την έκθεση προκύπτει ότι η επιτροπή αξιολογήσεως αποφάνθηκε επί των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών κάθε μιας από τις εξετασθείσες προσφορές, και ειδικότερα επί του τρόπου με τον οποίο οι διαγωνιζόμενοι σκόπευαν να εκτελέσουν τη σύμβαση σε σχέση με τις ερωτήσεις που περιλαμβάνονται στη συγγραφή υποχρεώσεων. Συγκεκριμένα, η επιτροπή αξιολογήσεως απλώς διαπίστωσε, βάσει των αποδείξεων που προσκόμισαν οι διαγωνιζόμενοι σχετικά με την εκτέλεση παλαιότερων συμβάσεων, την πρακτική εφαρμογή των μεθόδων, των δομών και των διαδικασιών διαχειρίσεως που περιγράφονται στις προσφορές και την ποιότητά τους. Επιπλέον, ο έλεγχος, κατά το στάδιο εξετάσεως των κριτηρίων αναθέσεως, της προγενέστερης πρακτικής εφαρμογής των μεθόδων και των διαδικασιών που περιλαμβάνονται στις τεχνικές προσφορές κρίνεται δικαιολογημένος, διότι ο έλεγχος αυτός παρέχει στην αναθέτουσα αρχή τη δυνατότητα να εκτιμήσει την αξιοπιστία των προσφορών που έχουν υποβληθεί, ιδίως όσον αφορά τη δυνατότητα υλοποιήσεως των προτεινόμενων τεχνικών λύσεων ή την καταλληλότητα των διαθέσιμων πόρων σε σχέση με τα χαρακτηριστικά των εν λόγω προσφορών.

52      Τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν με το υπόμνημα απαντήσεως είναι απορριπτέα. Πρώτον, είναι, εν προκειμένω, εσφαλμένη η θέση ότι δεν προέκυπτε από τα έγγραφα της συμβάσεως ότι ο ΕΜΑ, ζητώντας αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με προγενέστερες συμβάσεις, επιδίωκε απλώς και μόνο να ελέγξει την πρακτική εφαρμογή και την ποιότητα των μεθόδων, των δομών και των διαδικασιών διαχειρίσεως που περιγράφονται στις προσφορές. Συγκεκριμένα, δεδομένου του περιεχομένου των σημείων 16.1.2.1 έως 16.1.2.4 της συγγραφής υποχρεώσεων, όπως παρατίθεται στη σκέψη 49, είναι αρκούντως σαφές ότι ο ΕΜΑ ζητούσε αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την εφαρμογή στην πράξη των κριτηρίων αναθέσεως, προκειμένου να ελέγξει εάν οι διαγωνιζόμενοι έχουν προσφάτως εφαρμόσει τις μεθόδους και τις διαδικασίες που παρουσιάζουν σε σχέση με τα διάφορα κριτήρια αναθέσεως και όχι για να εξετάσει εκ νέου την πείρα τους. Οι προσφεύγουσες, ως ευλόγως ενημερωμένοι και επιμελείς, αλλά και ως ιδιαίτερα πεπειραμένοι διαγωνιζόμενοι, δεν είναι δυνατόν να έχουν παρερμηνεύσει το περιεχόμενο της απαιτήσεως να προσκομίσουν οι διαγωνιζόμενοι ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία. Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η επιτροπή αξιολογήσεως αξιολόγησε και βαθμολόγησε την πείρα κατά το στάδιο της εξετάσεως των κριτηρίων αναθέσεως, πλην όμως κανένα σχετικό στοιχείο δεν προκύπτει από τα έγγραφα που έχουν υποβληθεί στο Γενικό Δικαστήριο. Τρίτον, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν την από πλευράς του ΕΜΑ ερμηνεία της νομολογίας που παρατίθεται μεταξύ άλλων στη σκέψη 37 ανωτέρω. Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι στις υποθέσεις εκείνες η πείρα είχε ληφθεί υπόψη ως κριτήριο αναθέσεως (βλ., επίσης, συναφώς, απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2011, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψεις 29 έως 40). Τέταρτον, κρίνεται άνευ σημασίας το γεγονός ότι η αναθέτουσα αρχή δεν έχει σαφώς διευκρινίσει, με τα συμβατικά έγγραφα, ποια στοιχεία της πείρας των διαγωνιζομένων από την εκτέλεση πρόσφατων συμβάσεων επρόκειτο να ληφθούν υπόψη κατά την αξιολόγηση των κριτηρίων αναθέσεως. Συγκεκριμένα, από τα προεκτεθέντα προκύπτει με επαρκή σαφήνεια ότι η πείρα των διαγωνιζομένων δεν εξετάστηκε αυτοτελώς κατά την αξιολόγηση των τεσσάρων πρώτων κριτηρίων αναθέσεως, καθώς τα ζητηθέντα αποδεικτικά στοιχεία χρησίμευαν αποκλειστικά για να ελεγχθεί εάν όντως έχουν εφαρμοστεί οι μέθοδοι και οι διαδικασίες που περιγράφονται στις υποβληθείσες προσφορές.

53      Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι δεν μπορεί η αναθέτουσα αρχή να λαμβάνει υπόψη την πείρα που έχει αποκτήσει ο διαγωνιζόμενος από την εκτέλεση συμβάσεων που έχουν συναφθεί στο παρελθόν με την ίδια αναθέτουσα αρχή. Κατά τις προσφεύγουσες, ο διαγωνιζόμενος που κατατάχθηκε στην πρώτη θέση είχε αναλάβει την εκτέλεση πολλών συμβάσεων για τον EMA.

54      Καταρχάς, από τις σκέψεις 49 έως 52 ανωτέρω, προκύπτει ότι η πείρα των διαγωνιζομένων δεν αξιολογήθηκε αυτοτελώς κατά το στάδιο της εξετάσεως των κριτηρίων αναθέσεως.

55      Περαιτέρω οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η απαγόρευση συνεκτιμήσεως της πείρας που έχει αποκτηθεί στο πλαίσιο παλαιότερων συμβάσεων με την αναθέτουσα αρχή η οποία προκήρυξε τον διαγωνισμό απορρέει από τη νομολογία.

56      Όπως υποστηρίζει ο EMA, η ερμηνεία αυτή είναι εσφαλμένη, διότι οι αποφάσεις τις οποίες επικαλούνται οι προσφεύγουσες έχουν εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο από αυτό που επιδιώκουν να τους προσδώσουν. Συγκεκριμένα, στις παρατιθέμενες αποφάσεις υπενθυμίζεται απλώς η αρχή κατά την οποία η ποιότητα των προσφορών αξιολογείται είτε βάσει των ιδίων των προσφορών, και όχι βάσει της πείρας που έχουν αποκτήσει οι διαγωνιζόμενοι από τη συνεργασία τους με την αναθέτουσα αρχή στο πλαίσιο προγενέστερων συμβάσεων, είτε βάσει κριτηρίων επιλογής, καθώς οι προσφεύγοντες στο πλαίσιο εκείνων των υποθέσεων είχαν επικαλεστεί την πείρα από προηγούμενες συμβάσεις με την αναθέτουσα αρχή, προκειμένου να αμφισβητήσουν την επιλογή άλλου διαγωνιζομένου, ο οποίος δεν διέθετε τέτοια πείρα (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 26 Φεβρουαρίου 2002, T‑169/00, Esedra κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑609, σκέψη 158, και της 6ης Ιουλίου 2005, T‑148/04, TQ3 Travel Solutions Belgium κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑2627, σκέψη 86).

57      Ο κανόνας που απορρέει από τη σκέψη 56 ανωτέρω έχει ως σκοπό, μεταξύ άλλων, να μην επιτρέπεται στην αναθέτουσα αρχή να στηρίζει την επιλογή της, κατά την αξιολόγηση των τεχνικών και οικονομικών ιδιοτήτων των προσφορών, στην πείρα που έχουν αποκτήσει οι διαγωνιζόμενοι από την εκτέλεση συμβάσεων οι οποίες έχουν συναφθεί με αυτή ή με άλλες αναθέτουσες αρχές. Ο κανόνας αυτός δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να απαγορεύεται στην αναθέτουσα αρχή να λαμβάνει υπόψη της, ως αποδεικτικά στοιχεία των τεχνικών και οικονομικών ιδιοτήτων μιας προσφοράς, τις συμβάσεις που έχει ενδεχομένως συνάψει στο παρελθόν με κάποιον από τους διαγωνιζομένους. Συγκεκριμένα, ένας τόσο αυστηρός κανόνας όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία που μπορούν να γίνουν δεκτά σχετικά με την ποιότητα μιας προσφοράς, η οποία αξιολογείται κατά το στάδιο αναθέσεως της εκτελέσεως της συμβάσεως, θα επέφερε, αφενός, υπέρμετρο περιορισμό της διακριτικής ευχέρειας της αναθέτουσας αρχής, όσον αφορά τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη ενόψει της αποφάσεως για τη σύναψη συμβάσεως κατόπιν διαγωνισμού (βλ. σκέψη 18 ανωτέρω), και θα αποτελούσε, αφετέρου, πλήγμα για την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, καθώς θα είχε ως συνέπεια να εξαρτάται το αν θα ληφθούν υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ποιότητα της προσφοράς από την ταυτότητα και μόνον της αναθέτουσας αρχής με την οποία ο διαγωνιζόμενος έχει συνάψει σύμβαση πριν το συγκεκριμένο διαγωνισμό.

58      Κατά συνέπεια, κρίνεται απορριπτέα η δεύτερη αιτίαση του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, όπως και ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του, χωρίς να είναι απαραίτητο να ζητηθεί από τον ΕΜΑ, σύμφωνα με το αίτημα των προσφευγουσών, να προσκομίσει τα στοιχεία της προσφοράς του διαγωνιζομένου που κατατάχθηκε στην πρώτη θέση.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παραβίαση της αρχής της διαφάνειας

59      Κατά τη νομολογία, απόρροια της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως είναι η υποχρέωση διαφάνειας, προκειμένου να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της τηρήσεώς της, δεδομένου ότι κύριος σκοπός της αρχής της διαφάνειας είναι η εξάλειψη του κινδύνου ευνοιοκρατίας και αυθαιρεσίας εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής. Επιτάσσει όλοι οι όροι και όλες οι λεπτομέρειες διεξαγωγής της διαδικασίας αναθέσεως να διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή, ακριβή και μη διφορούμενο στην προκήρυξη του διαγωνισμού ή στη συγγραφή υποχρεώσεων (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Μαρτίου 2010, T‑50/05, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑1071, σκέψεις 57 και 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

60      Η αρχή της διαφάνειας συνεπάγεται, επομένως, ότι όλα τα ουσιώδη τεχνικά στοιχεία για την ορθή κατανόηση της προκηρύξεως διαγωνισμού ή της συγγραφής υποχρεώσεων τίθενται, το συντομότερο δυνατό, στη διάθεση όλων των επιχειρήσεων που μετέχουν σε δημόσιο διαγωνισμό, έτσι ώστε, αφενός, όλοι οι ευλόγως ενημερωμένοι και επιμελείς διαγωνιζόμενοι να μπορούν να κατανοήσουν το ακριβές περιεχόμενό τους και να τα ερμηνεύσουν κατά τον ίδιο τρόπο και, αφετέρου, η αναθέτουσα αρχή να έχει τη δυνατότητα να ελέγξει αποτελεσματικά εάν οι προσφορές των διαγωνιζομένων ανταποκρίνονται στα κριτήρια που διέπουν τον οικείο διαγωνισμό (βλ. απόφαση της 19ης Μαρτίου 2010, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, σκέψη 59 ανωτέρω, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

61      Από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι, σε περίπτωση που η εκτέλεση της συμβάσεως ανατίθεται με το κριτήριο της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής απόψεως προσφοράς, η αναθέτουσα αρχή υποχρεούται να καθορίσει και να διευκρινίσει με τη συγγραφή υποχρεώσεων τα κριτήρια αναθέσεως βάσει των οποίων αξιολογείται το περιεχόμενο των προσφορών. Τα κριτήρια αυτά πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 138, παράγραφος 2, του κανονισμού 2342/2002, να δικαιολογούνται από το αντικείμενο της συμβάσεως. Κατά την παράγραφο 3 της ίδιας διατάξεως, η αναθέτουσα αρχή οφείλει επίσης να προσδιορίζει, στην προκήρυξη του διαγωνισμού ή στη συγγραφή υποχρεώσεων, τη σχετική βαρύτητα που αποδίδει σε κάθε ένα από τα κριτήρια που έχει επιλέξει προς καθορισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής απόψεως προσφοράς. Οι διατάξεις αυτές αποσκοπούν στη διασφάλιση της τηρήσεως των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της διαφάνειας κατά το στάδιο της αξιολογήσεως των προσφορών, ενόψει της συνάψεως της συμβάσεως (βλ. απόφαση της 2ας Μαρτίου 2010, T‑70/05, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά EMSA, Συλλογή 2010, σ. II‑313, σκέψη 129 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

62      Συνεπώς, σκοπός των διατάξεων αυτών είναι να διασφαλιστεί ότι όλοι οι ευλόγως ενημερωμένοι και επιμελείς διαγωνιζόμενοι θα ερμηνεύσουν κατά τον ίδιο τρόπο τα κριτήρια αναθέσεως και, ως εκ τούτου, θα έχουν τις ίδιες ευκαιρίες κατά τη διαμόρφωση του περιεχομένου της προσφοράς τους (βλ. απόφαση της 2ας Μαρτίου 2010, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά EMSA, σκέψη 61 ανωτέρω, σκέψη 130 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

63      Μολονότι είναι αληθές ότι τα κριτήρια που μπορούν να λάβουν υπόψη τους οι αναθέτουσες αρχές δεν απαριθμούνται περιοριστικά στο άρθρο 138, παράγραφος 2, του κανονισμού 2342/2002 και ότι η διάταξη αυτή αφήνει, συνεπώς, στην αναθέτουσα αρχή την επιλογή των κριτηρίων συνάψεως της συμβάσεως τα οποία προτίθεται να εφαρμόσει, εντούτοις η επιλογή αυτή δεν μπορεί να αναφέρεται παρά στα κριτήρια που αφορούν τον προσδιορισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής απόψεως προσφοράς (βλ. απόφαση της 2ας Μαρτίου 2010, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά EMSA, σκέψη 61 ανωτέρω, σκέψη 131 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

64      Εξάλλου, τα κριτήρια που επιλέγει η αναθέτουσα αρχή για τον προσδιορισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής απόψεως προσφοράς δεν πρέπει κατ’ ανάγκη να είναι ποσοτικής φύσεως ή αποκλειστικά προσανατολισμένα στις τιμές. Έστω και αν η συγγραφή υποχρεώσεων προβλέπει κριτήρια που δεν εκφράζονται με ποσοτικούς όρους, τα κριτήρια αυτά μπορούν να εφαρμόζονται κατ’ αντικειμενικό και ομοιόμορφο τρόπο προς τον σκοπό της σύγκρισης των προσφορών και είναι σαφώς κατάλληλα προς εντοπισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής απόψεως προσφοράς (βλ. απόφαση της 2ας Μαρτίου 2010, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά EMSA, σκέψη 61 ανωτέρω, σκέψη 132 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

65      Οι προσφεύγουσες προβάλλουν δύο αιτιάσεις προς στήριξη του τρίτου λόγου ακυρώσεως. Με την πρώτη, υποστηρίζουν ότι ο EMA παραβίασε την αρχή της διαφάνειας, καθόσον το έκτο κριτήριο αναθέσεως, το οποίο βαθμολογούνταν με 14 μονάδες, ήταν διατυπωμένο κατά τέτοιον τρόπο ώστε να είναι αδύνατη η αντικειμενική αξιολόγησή του, δεδομένου ότι απαιτείτο από τους υποψηφίους να παράσχουν συνολική ανάλυση των προοπτικών και των εξελίξεων των ειδικών και συγκεκριμένων τεχνολογικών συστημάτων, του λογισμικού που χρησιμοποιεί ο ΕΜΑ καθώς και της τεχνολογίας εν γένει. Με τη δεύτερη αιτίαση προβάλλουν ότι η αρχή της διαφάνειας παραβιάστηκε, διότι στη συγγραφή υποχρεώσεων δεν αναφέρεται ο τρόπος βαθμολογήσεως, ενώ οι βαθμοί των υποψηφίων για τα τεχνικά κριτήρια αναθέσεως και την παρουσίαση καταχωρίστηκαν στο πρακτικό της επιτροπής αξιολογήσεως με δεκαδικούς αριθμούς, πράγμα που εμφαίνει τη χρήση μαθηματικού τύπου.

66      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι παραβιάστηκε η αρχή της διαφάνειας, προβάλλοντας, καταρχάς, το επιχείρημα ότι η επιτροπή αξιολογήσεως δεν ήταν σε θέση να αξιολογήσει και να βαθμολογήσει αντικειμενικά το έκτο κριτήριο αναθέσεως, καθώς απαιτούνταν από τους διαγωνιζομένους να προβούν σε κατά προβολή ανάλυση της τεχνολογίας και των λογισμικών που χρησιμοποιεί ο ΕΜΑ, καθώς και της τεχνολογίας εν γένει.

67      Το σημείο 16.1.2.6 της συγγραφής υποχρεώσεων αφορά το έκτο τεχνικό κριτήριο αναθέσεως, δηλαδή την ποιότητα της τεχνολογικής προτάσεως στον τομέα τον οποίο αφορά η συγκεκριμένη παρτίδα. Κατ’ εφαρμογήν της διατάξεως αυτής, οι διαγωνιζόμενοι έπρεπε να υποβάλουν «σφαιρική ανάλυση των προοπτικών και των εξελίξεων για τα τέσσερα επόμενα έτη [σχετικά] με τα συστήματα διαχειρίσεως των βάσεων δεδομένων[,] την αρχιτεκτονική και την ανάπτυξη εφαρμογών που καλύπτονται από την παρτίδα 1[, ] τις μεθόδους αναπτύξεως νέων συστημάτων[, τις] τεχνολογίες και τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την [παρτίδα 1], ιδίως τα μοντέλα των προτύπων πληροφορικής και επικοινωνίας που χρησιμοποιεί ο EMA] [και] τα τεχνικά προσόντα των προφίλ με την πείρα που απαιτείται για τη συγκεκριμένη παρτίδα», και να αναφέρουν, «κατά σειρά προτεραιότητας, τις δέκα κατά την κρίση τους σημαντικότερες τεχνολογικές εξελίξεις που θα επηρεάσουν την παρτίδα 1 εντός των τεσσάρων επομένων ετών και να εξηγήσουν τον τρόπο με τον οποίο κάθε μία από τις εξελίξεις αυτές έχει ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο των προσφερομένων από αυτούς υπηρεσιών».

68      Διαπιστώνεται, καταρχάς, ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι οι τεχνικές πληροφορίες που είναι σημαντικές για την ορθή κατανόηση της προκηρύξεως του διαγωνισμού ή της συγγραφής υποχρεώσεων γνωστοποιήθηκαν σε όλους τους διαγωνιζομένους ή ότι το συγκεκριμένο κριτήριο μπορούσε να ευνοήσει κάποιον από αυτούς (βλ. σκέψη 60 ανωτέρω). Συγκεκριμένα, οι προσφεύγουσες δεν υποστηρίζουν ότι η παραβίαση της αρχής της διαφάνειας την οποία προβάλλουν θα είχε ως συνέπεια την άνιση μεταχείριση των διαγωνιζομένων.

69      Περαιτέρω, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η επιτροπή αξιολογήσεως αξιολόγησε και βαθμολόγησε τις εκτιμήσεις των διαγωνιζομένων σχετικά με τις πιθανές τεχνολογικές εξελίξεις στον τομέα της παρτίδας 1 και με τα συγκεκριμένα λογισμικά που χρησιμοποιεί η EMA, πράγμα αντικειμενικά αδύνατον κατά την άποψή τους, πλην όμως η θέση αυτή δεν ευσταθεί βάσει της εκθέσεως αξιολογήσεως. Συγκεκριμένα, από την έκθεση αυτή προκύπτει ότι η επιτροπή αξιολογήσεως έλαβε υπόψη της τις απαντήσεις των διαγωνιζομένων σχετικά με το έκτο κριτήριο αναθέσεως, προκειμένου να διαπιστώσει τον τρόπο με τον οποίο αναλύουν την επίδραση των μελλοντικών τεχνολογικών εξελίξεων επί της λειτουργίας του EMA και επί των υπηρεσιών που προτείνουν για την εκτέλεση των συμβάσεων‑πλαισίων, πράγμα που αντιστοιχεί στο αντικείμενο του εν λόγω κριτηρίου αναθέσεως, όπως προκύπτει από το σημείο 16.1.2.6 της συγγραφής υποχρεώσεων (βλ. σκέψη 67 ανωτέρω). Αντιθέτως, δεν υπάρχει στην έκθεση της επιτροπής αξιολογήσεως κανένα στοιχείο που να δικαιολογεί την άποψη ότι η ακρίβεια ή η ορθότητα τυχόν προβλέψεων σχετικά με τις εξελίξεις αυτές αποτέλεσε αντικείμενο αξιολογήσεως.

70      Υπενθυμίζεται, ακόμη, ότι τα κριτήρια βάσει των οποίων προσδιορίζεται η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά δεν πρέπει να είναι οπωσδήποτε ποσοτικά, υπό την προϋπόθεση ότι μπορούν να εφαρμοστούν κατά τρόπο αντικειμενικό και ομοιόμορφο και ότι είναι προδήλως πρόσφορα για τον προσδιορισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής απόψεως προσφοράς (βλ. σκέψη 64 ανωτέρω). Πάντως, από τα προεκτεθέντα στη σκέψη 68 ανωτέρω προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι το έκτο κριτήριο αναθέσεως εφαρμόστηκε κατά τρόπο ομοιόμορφο για όλους τους διαγωνιζομένους. Υποστηρίζουν μόνον ότι το κριτήριο αυτό αντιβαίνει στους κανόνες κατά τους οποίους τα κριτήρια αναθέσεως πρέπει να είναι προδήλως πρόσφορα για τον προσδιορισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής απόψεως προσφοράς, χωρίς να παρέχουν απεριόριστες επιλογές στην αναθέτουσα αρχή.

71      Σχετικά με τη σημασία του έκτου κριτηρίου αναθέσεως, οι προσφεύγουσες δεν προβάλλουν κανένα επιχείρημα προς αμφισβήτησή της. Πάντως, υπό το πρίσμα της εισαγωγικής περιόδου του σημείου 16.1.2.6 της συγγραφής υποχρεώσεων, η ορθή παροχή των ζητούμενων υπηρεσιών και, συνεπώς, η αξία των προσφορών εξαρτώνται πιθανώς από το εν λόγω κριτήριο, το οποίο μπορεί, ως εκ τούτου, να χρησιμοποιηθεί για τον προσδιορισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής απόψεως προσφοράς (βλ., συναφώς, απόφαση της 2ας Μαρτίου 2010, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά EMSA, σκέψη 61 ανωτέρω, σκέψη 134). Συγκεκριμένα, στην εισαγωγή του σημείου 16.1.2.6 περιλαμβάνεται ο ορισμός του εν λόγω κριτηρίου σε σχέση με το αντικείμενο της συμβάσεως και το περιεχόμενο των υπηρεσιών που ζητούνται από τον ανάδοχο και αναφέρεται ότι, «βάσει της περιγραφής της παρτίδας και των προφίλ που περιγράφονται στο [σημείο] 4.2.3, ο διαγωνιζόμενος οφείλει, ανταποκρινόμενος στην πρόσκληση υποβολής προσφορών, να προσκομίσει» τα στοιχεία που αναφέρονται στη σκέψη 67 ανωτέρω. Επομένως, όπως υποστηρίζει ο EMA, η ανάλυση της προοπτικής των τεχνολογικών συστημάτων πληροφορίας και επικοινωνίας ήταν σημαντική, προκειμένου η αναθέτουσα αρχή να είναι σε θέση να εκτιμήσει το κατά πόσον οι διαγωνιζόμενοι έχουν επίγνωση των τρεχουσών ή πιθανών τεχνολογικών εξελίξεων και των συνεπειών τους επί των συστημάτων λογισμικού που καλύπτονται από την παρτίδα 1.

72      Όσον αφορά τα περί μη αντικειμενικότητας του έκτου κριτηρίου αναθέσεως, οι προσφεύγουσες στηρίζουν την άποψή τους αυτή στο ότι δεν είναι δυνατόν να αξιολογηθούν και να βαθμολογηθούν αντικειμενικά οι προσφορές των διαγωνιζομένων με βάση τη διαίσθησή τους όσον αφορά την κατεύθυνση των τεχνολογικών εξελίξεων σε διάστημα τεσσάρων ετών. Πάντως, από τα μόλις προεκτεθέντα προκύπτει ότι σκοπός του κριτηρίου αυτού δεν ήταν να βαθμολογηθεί η ορθότητα των προβλέψεων των διαγωνιζομένων σχετικά με τις μελλοντικές εξελίξεις στον τομέα των συστημάτων λογισμικού της παρτίδας 1, αλλά να αξιολογηθεί η αντίληψη των διαγωνιζομένων σχετικά με τις συνέπειες των τεχνολογικών εξελίξεων που αυτοί έχουν εντοπίσει επί των εν λόγω συστημάτων, αντίληψη η οποία μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αντικειμενικής αξιολογήσεως με γνώμονα τη σημασία των τεχνολογικών εξελίξεων σε σχέση με την παρτίδα 1 και τον τρόπο με τον οποίο οι εξελίξεις αυτές θα μπορούσαν επηρεάσουν τα συστήματα αυτά. Επομένως, οι προσφεύγουσες δεν αποδεικνύουν, με τα επιχειρήματά τους, ότι το έκτο κριτήριο αναθέσεως δεν μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο αντικειμενικής αξιολογήσεως.

73      Κατά συνέπεια, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, δεν αποδείχθηκε ότι ο EMA υπερέβη τα όρια της διακριτικής ευχέρειάς του κατά την επιλογή και τον καθορισμό του έκτου κριτηρίου αναθέσεως, σκοπός του οποίου είναι ο προσδιορισμός της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής απόψεως προσφορά.

74      Δεύτερον, κρίνεται απορριπτέα ως αβάσιμη η αιτίαση ότι παραβιάζεται η αρχή της διαφάνειας, επειδή στη συγγραφή υποχρεώσεων δεν αναφέρεται ο τρόπος βαθμολογήσεως των κριτηρίων αναθέσεως.

75      Συγκεκριμένα, διαπιστώνεται ότι ο μαθηματικός τύπος για τον οποίο κάνουν λόγο οι προσφεύγουσες συνίσταται, κατ’ ουσίαν, στον μέσο όρο της βαθμολογίας που έχει δώσει το κάθε μέλος της επιτροπής αξιολογήσεως ανά κριτήριο αναθέσεως. Σύμφωνα με τις διευκρινίσεις του EMA, από τα φύλλα υπολογισμού της αξιολογήσεως της προσφοράς των προσφευγουσών προκύπτει ότι κάθε μέλος της επιτροπής αξιολογήσεως βαθμολόγησε καθένα από τα κριτήρια ή, όσον αφορά το έκτο κριτήριο, καθένα από τα επιμέρους κριτήρια αναθέσεως με άριστα τους 100 βαθμούς και ότι, κατ’ εφαρμογήν της μεθόδου των τριών, επαναϋπολόγισε κάθε βαθμό κατ’ αναλογία προς τον ανώτατο βαθμό που προβλέπει η συγγραφή υποχρεώσεων για κάθε κριτήριο ή επιμέρους κριτήριο. Όπως αναφέρει ο EMA, ο τρόπος αυτός υπολογισμού αποτελεί επαρκή εξήγηση για την παρουσία βαθμών με δεκαδικά ψηφία.

76      Επισημαίνεται, επίσης, ότι, κατά το άρθρο 97 του κανονισμού 1605/2002 και το άρθρο 138, παράγραφος 3, του κανονισμού 2342/2002, ο EMA είχε ανακοινώσει, με το σημείο 16.1.1 της συγγραφής υποχρεώσεων, τα κριτήρια αναθέσεως και τη βαρύτητα εκάστου εξ αυτών. Όσον αφορά τα έξι επιμέρους κριτήρια του έκτου κριτηρίου αναθέσεως, δεν είχε μεν γνωστοποιηθεί εκ των προτέρων στους διαγωνιζομένους ότι επρόκειτο να βαθμολογηθούν χωριστά, πλην όμως οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι εφαρμόστηκε ο ίδιος συντελεστής βαρύτητας για καθένα από αυτά.

77      Τέλος, οι προσφεύγουσες διατείνονται, με το υπόμνημα απαντήσεως, ότι ο ΕΜΑ δεν γνωστοποίησε τον τρόπο με τον οποίο επρόκειτο να βαθμολογηθούν τα επιμέρους κριτήρια των πέντε πρώτων κριτηρίων αναθέσεως, πλην όμως από τα προσκομισθέντα έγγραφα και ιδίως από τα φύλλα υπολογισμού προκύπτει ότι τα πέντε αυτά κριτήρια βαθμολογήθηκαν απευθείας από τους αξιολογητές χωρίς προηγούμενο καθορισμό και αξιολόγηση των επιμέρους κριτηρίων.

78      Κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως κρίνεται απορριπτέος, όπως και η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί του αιτήματος αποζημιώσεως

79      Δεδομένου ότι δεν κρίθηκε βάσιμος κανένας από τους λόγους που προβλήθηκαν στο πλαίσιο της προσφυγής ακυρώσεως, δεν μπορεί να προσαφθεί στον ΕΜΑ παράβαση νόμου ως γενεσιουργό αίτιο της ζημίας που διατείνονται ότι υπέστησαν οι προσφεύγουσες. Δεδομένου ότι δεν πληρούται η μία από τις τρεις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά για να θεμελιωθεί ευθύνη των θεσμικών οργάνων ή των οργανισμών της Ένωσης, το αίτημα αποζημιώσεως των προσφυγουσών κρίνεται κατά συνέπεια απορριπτέο.

 Επί των δικαστικών εξόδων

80      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Εν προκειμένω, δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους, καθώς και αυτά του EMA.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τις European Dynamics Belgium SA, European Dynamics Luxembourg SA, Ευρωπαϊκή Δυναμική – Προηγμένα Συστήματα Τηλεπικοινωνιών Πληροφορικής και Τηλεματικής ΑΕ και European Dynamics UK Ltd στα δικαστικά έξοδα.

Forwood

Dehousse

Schwarcz

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 29 Ιανουαρίου 2014.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.