Language of document : ECLI:EU:T:2024:127

Υποθέσεις T647/21 και T99/22

Sber Vermögensverwaltungs AG, πρώην Sberbank Europe AG

κατά

Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας

 Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 28ης Φεβρουαρίου 2024

«Οικονομική και νομισματική πολιτική – Προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων – Άρθρο 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΕ) 1024/2013 – Επιβολή από την ΕΚΤ αντισταθμιστικών τόκων κατ’ εφαρμογήν του αυστριακού δικαίου, σε περίπτωση παραβάσεως του άρθρου 395 του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 και κατόπιν αποφάσεως επιβολής διοικητικού χρηματικού προστίμου βάσει του άρθρου 18 του κανονισμού 1024/2013 – Αναλογικότητα»

1.      Θεμελιώδη δικαιώματα – Αρχή ne bis in idem – Πεδίο εφαρμογής – Διοικητικά χρηματικά πρόστιμα – Εμπίπτουν

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 50· κανονισμός 1024/2013 του Συμβουλίου, άρθρο 18)

(βλ. σκέψεις 35, 36)

2.      Οικονομική και νομισματική πολιτική – Οικονομική πολιτική – Εποπτεία του χρηματοπιστωτικού τομέα της Ένωσης – Ενιαίος εποπτικός μηχανισμός – Προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων – Διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα – Επιβολή από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αντισταθμιστικών τόκων λόγω υπέρβασης των ορίων για μεγάλα ανοίγματα κατόπιν της επιβολής διοικητικού χρηματικού προστίμου – Παραβίαση της αρχής ne bis in idem – Δεν συντρέχει

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 50· κανονισμός 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 395 § 1· κανονισμός 1024/2013 του Συμβουλίου, άρθρο 18· οδηγία 2013/36 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 65 § 1)

(βλ. σκέψεις 38-42)

3.      Εθνικό δίκαιο – Ερμηνεία – Λήψη υπόψη της ερμηνείας η οποία γίνεται δεκτή από τα δικαστήρια του οικείου κράτους μέλους – Όρια


 

(βλ. σκέψεις 58-60)

4.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άμεσο αποτέλεσμα – Υπεροχή – Σύγκρουση μεταξύ του δικαίου της Ένωσης και εθνικού νόμου – Υποχρεώσεις και εξουσίες του επιληφθέντος εθνικού δικαστή – Υποχρεώσεις και εξουσίες του δικαστή της Ένωσης – Μη εφαρμογή του εθνικού νόμου


 

(βλ. σκέψεις 61-63)

5.      Οικονομική και νομισματική πολιτική – Οικονομική πολιτική – Εποπτεία του χρηματοπιστωτικού τομέα της Ένωσης – Ενιαίος εποπτικός μηχανισμός – Προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων – Εποπτικές εξουσίες και εξουσίες επιβολής κυρώσεων των αρμόδιων αρχών – Προσδιορισμός του είδους του διοικητικού μέτρου λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών συνθηκών – Άνευ ετέρου επιβολή αντισταθμιστικών τόκων σε περίπτωση υπέρβασης των ορίων για μεγάλα ανοίγματα – Δεν επιτρέπεται – Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

(Κανονισμός 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 395 § 1· οδηγία 2013/36 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, αιτιολογική σκέψη 37 και άρθρα 4 § 1, 65 § 1, και 70)

(βλ. σκέψεις 64-80)

6.      Προσφυγή ακυρώσεως – Έννομο συμφέρον – Προσφυγή κατά αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) περί επιβολής αντισταθμιστικών τόκων – Απόφαση η οποία καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε, κατά τη διάρκεια της δίκης, από απόφαση παρόμοιου περιεχομένου – Αναγνώριση, εκ μέρους του οργάνου που εξέδωσε την καταργηθείσα πράξη, ότι αυτή εξαφανίστηκε από την έννομη τάξη της Ένωσης – Προσφυγή η οποία κατέστη άνευ αντικειμένου – Κατάργηση της δίκης

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 83-87)

Σύνοψη

Με δύο αποφάσεις εκδοθείσες την ίδια ημέρα, το Γενικό Δικαστήριο, δεχόμενο τις προσφυγές ακυρώσεως κατά των αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) περί επιβολής αντισταθμιστικών τόκων βάσει του κανονισμού ΕΕΜ (1) και κατ’ εφαρμογήν του εθνικού δικαίου, διευκρινίζει τις περιστάσεις υπό τις οποίες δύναται να προβεί σε σύμφωνη ερμηνεία του εθνικού δικαίου που μεταφέρει μια οδηγία στην εσωτερική έννομη τάξη, αποκλίνοντας από την ερμηνεία των εθνικών δικαστηρίων.

Επιπλέον, με την απόφαση Sber κατά ΕΚΤ (συνεκδικασθείσες υποθέσεις T‑647/21 και T‑99/22), το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται επί του καινοφανούς ζητήματος της εφαρμογής της αρχής ne bis in idem στην περίπτωση κατά την οποία η ΕΚΤ επιβάλλει διοικητικά χρηματικά πρόστιμα βάσει του κανονισμού ΕΕΜ, ενώ με την απόφαση BAWAG PSK κατά ΕΚΤ (T‑667/21) αναπτύσσει περαιτέρω τη νομολογία του σχετικά με την έκταση της αρμοδιότητας της ΕΚΤ δυνάμει του ίδιου κανονισμού.

Οι υποθέσεις αφορούν δύο αυστριακά πιστωτικά ιδρύματα τα οποία υπόκεινται στην άμεση προληπτική εποπτεία της ΕΚΤ.

Συγκεκριμένα, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T‑647/21 και T‑99/22, η ΕΚΤ επέβαλε στην προσφεύγουσα, Sber Vermögensverwaltungs AG, διοικητικό χρηματικό πρόστιμο βάσει του κανονισμού ΕΕΜ, λόγω υπερβάσεων των ορίων για μεγάλα ανοίγματα που θεσπίζει ο κανονισμός 575/2013 (2) τόσο σε ατομική όσο και σε ενοποιημένη βάση. Εν συνεχεία, βάσει του κανονισμού ΕΕΜ (3) και κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του BWG (4), η ΕΚΤ αποφάσισε να επιβάλει στην εταιρία αυτή αντισταθμιστικούς τόκους επί των ποσών τα οποία αφορούσαν οι εν λόγω υπερβάσεις.

Κατόπιν γνωμοδοτήσεως την οποία εξέδωσε το διοικητικό συμβούλιο επανεξέτασης της ΕΚΤ και με την οποία διαπιστώθηκε η ύπαρξη πλημμελειών στην αρχική απόφαση της ΕΚΤ, η ΕΚΤ αντικατέστησε, στις 21 Δεκεμβρίου 2021, την αρχική απόφαση με νέα απόφαση (5), διατηρώντας συγχρόνως το ποσό των αντισταθμιστικών τόκων. Η ΕΚΤ διευκρίνισε ότι, σε περίπτωση παραβάσεως των υποχρεώσεων που υπέχει ένα ίδρυμα από τον κανονισμό 575/2013, η επιβολή αντισταθμιστικών τόκων δυνάμει του BWG εμπίπτει στην άσκηση δέσμιας αρμοδιότητας εκ μέρους της αρμόδιας αρχής, χωρίς να της καταλείπεται καμία διακριτική ευχέρεια.

Με δύο χωριστές προσφυγές, η προσφεύγουσα ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει τόσο την αρχική απόφαση όσο και την απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, τις οποίες εξέδωσε η ΕΚΤ.

Στην υπόθεση T‑667/21, η προσφεύγουσα, BAWAG PSK Bank für Arbeit und Wirtschaft und Österreichische Postsparkasse AG, απέκτησε έμμεσα ένα χαρτοφυλάκιο στεγαστικών δανείων στη Γαλλία. Το χαρτοφυλάκιο αυτό μεταβιβάσθηκε σε ένα αμοιβαίο κεφάλαιο χωρίς νομική προσωπικότητα, του οποίου το σύνολο των μεριδίων απέκτησε η προσφεύγουσα, κατά τρόπον ώστε κατέστη η πραγματική δικαιούχος.

Κατόπιν ελέγχου στις εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας, η ΕΚΤ διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε στη διάθεσή της στοιχεία τα οποία να καθιστούν δυνατό τον προσδιορισμό της ταυτότητας εκάστου των οφειλετών των υποκείμενων δανείων και ότι δεν είχε τηρήσει, όσον αφορά το χαρτοφυλάκιο, το όριο για τα μεγάλα ανοίγματα που προβλέπεται στον κανονισμό 575/2013. Ως εκ τούτου, με απόφαση της 2ας Αυγούστου 2021 (6), η ΕΚΤ, στηριζόμενη στις ίδιες νομοθετικές διατάξεις με τις μνημονευθείσες στο πλαίσιο της παράθεσης του ιστορικού των συνεκδικασθεισών υποθέσεων, επέβαλε στην προσφεύγουσα αντισταθμιστικούς τόκους. Η προσφεύγουσα προσέβαλε την ανωτέρω απόφαση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

Με τις αποφάσεις Sber κατά ΕΚΤ (συνεκδικασθείσες υποθέσεις T‑647/21 και T‑99/22) και BAWAG PSK κατά ΕΚΤ (T‑667/21), το Γενικό Δικαστήριο ακυρώνει, αντιστοίχως, την απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, με την οποία η ΕΚΤ αντικατέστησε την αρχική απόφασή της, και την απόφαση της 2ας Αυγούστου 2021, για τον λόγο ότι, κατά την επιβολή αντισταθμιστικών τόκων, η ΕΚΤ δεν εξέτασε τις σχετικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης.

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

–        Επί της εφαρμογής της αρχής ne bis in idem

Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι η επιβολή από την ΕΚΤ αντισταθμιστικών τόκων δυνάμει του άρθρου 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του BWG για συμπεριφορά για την οποία είχε ήδη επιβληθεί διοικητικό χρηματικό πρόστιμο κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού ΕΕΜ δεν αντιβαίνει στην αρχή ne bis in idem.

Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η εφαρμογή του άρθρου 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), το οποίο απαγορεύει τη σώρευση τόσο διώξεων όσο και κυρώσεων ποινικού χαρακτήρα για τα ίδια πραγματικά περιστατικά και κατά του ίδιου προσώπου, δεν περιορίζεται μόνο στις διώξεις και τις κυρώσεις που χαρακτηρίζονται ως «ποινικές» από το εθνικό δίκαιο. Συγκεκριμένα, εκτείνεται σε διώξεις και κυρώσεις οι οποίες πρέπει να θεωρηθούν ως έχουσες ποινικό χαρακτήρα λόγω της ίδιας της φύσεως της παραβάσεως και του βαθμού αυστηρότητας της κυρώσεως η οποία ενδέχεται να επιβληθεί στον ενδιαφερόμενο.

Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι τα διοικητικά χρηματικά πρόστιμα που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού ΕΕΜ εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 50 του Χάρτη. Παρατηρεί ότι τα εν λόγω πρόστιμα έχουν σαφώς ως πρότυπο τα πρόστιμα τα οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δύναται να επιβάλει στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού (7) και είναι αντίστοιχης φύσεως και βαρύτητας. Κατά πάγια νομολογία, η αρχή ne bis in idem πρέπει να τηρείται στις διαδικασίες επιβολής προστίμων στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού. Επομένως, ο χαρακτηρισμός αυτός πρέπει να εφαρμοστεί κατ’ αναλογίαν στα εν λόγω διοικητικά πρόστιμα.

Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι από τη νομολογία των αυστριακών δικαστηρίων προκύπτει ότι οι αντισταθμιστικοί τόκοι χαρακτηρίζονται ως μέτρα προληπτικής εποπτείας χωρίς τιμωρητικό χαρακτήρα. Δεδομένου ότι ούτε η φύση της παραβάσεως ούτε ο βαθμός αυστηρότητας της κυρώσεως συνεπάγονται ότι οι τόκοι αυτοί εμπίπτουν στον τομέα του ποινικού δικαίου, η επιβολή τους δυνάμει του BWG δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 50 του Χάρτη. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται εξάλλου από την απόφαση VTB Bank (Austria) (8), με την οποία, όσον αφορά τους αντισταθμιστικούς τόκους, το Δικαστήριο προέκρινε τον χαρακτηρισμό του «διοικητικού μέτρου» αντί του χαρακτηρισμού της «διοικητικής κυρώσεως».

–        Επί της αρμοδιότητας της ΕΚΤ να επιβάλει αντισταθμιστικούς τόκους

Το Γενικό Δικαστήριο διευκρινίζει ότι η ΕΚΤ ήταν αρμόδια να επιβάλλει αντισταθμιστικούς τόκους κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 97 του BWG, βάσει του κανονισμού ΕΕΜ.

Κατ’ αρχάς, το Γενικό Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι, για την εκπλήρωση των εποπτικών καθηκόντων που της έχουν ανατεθεί, η ΕΚΤ διαθέτει τρεις κατηγορίες εξουσιών εποπτείας και έρευνας, ήτοι εκείνες που προβλέπονται στον κανονισμό ΕΕΜ, τις εξουσίες που έχουν οι αρμόδιες αρχές δυνάμει των σχετικών διατάξεων του ενωσιακού δικαίου και την εξουσία να δίνει στις εθνικές αρχές εντολή να κάνουν χρήση των εξουσιών τους, σύμφωνα με τις ισχύουσες εθνικές διατάξεις.

Αναλύοντας το ζήτημα αν, εν προκειμένω, η ΕΚΤ διέθετε τις εξουσίες που ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία, ήτοι τις εξουσίες των αρμόδιων αρχών δυνάμει των σχετικών διατάξεων του ενωσιακού δικαίου, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι η φράση «δυνάμει του ενωσιακού δικαίου» έχει ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι περιλαμβάνει το σύνολο των εξουσιών που απορρέουν από το νομικό πλαίσιο που θεσπίζει μια οδηγία, είτε αυτές απορρέουν από υποχρέωση είτε από ευχέρεια του κράτους μέλους να νομοθετεί, σε αντιδιαστολή προς την αναγνώριση από την ίδια οδηγία της εξουσίας που έχουν τα κράτη μέλη δυνάμει του εθνικού δικαίου να προβλέπουν αυστηρότερες διατάξεις εκτός του πλαισίου του καθεστώτος που θεσπίζει η ίδια αυτή οδηγία (9).

Με την απόφαση VTB Bank (Austria) (10) κρίθηκε, σε σχέση με προϊσχύσασα διατύπωση του άρθρου 97 του BWG, ότι η επιβολή αντισταθμιστικών τόκων προσομοιάζει με διοικητικό μέτρο εμπίπτον στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 65, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36 (11), το οποίο εν προκειμένω αποτελεί μέρος του σχετικού νομικού πλαισίου. Το γεγονός δε ότι οι τόκοι αυτοί δεν μνημονεύονται στον κατάλογο των διοικητικών κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων που περιλαμβάνεται στην ως άνω οδηγία δεν ασκεί επιρροή, διότι ο κατάλογος αυτός δεν είναι εξαντλητικός, και η οδηγία προβλέπει ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα μέτρα που κρίνουν αναγκαία για τη διασφάλιση της εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας και του κανονισμού 575/2013. Το Γενικό Δικαστήριο διευκρινίζει ότι, με την ως άνω απόφαση, το Δικαστήριο επισήμανε ότι οι ελάχιστες προληπτικές απαιτήσεις κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει να εξασφαλίζουν μέγιστη εναρμόνιση και εξ αυτού συνήγαγε ότι, σε περίπτωση υπερβάσεως των ορίων που προβλέπει ο κανονισμός 575/2013, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να επιβάλουν στα πιστωτικά ιδρύματα όχι μέτρο προβλεπόμενο από την εθνική τους νομοθεσία, αλλά διοικητική κύρωση ή άλλο διοικητικό μέτρο κατά την έννοια του άρθρου 65, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36.

Επομένως, το γεγονός ότι η επιβολή αντισταθμιστικών τόκων δεν μνημονεύεται στον κατάλογο που περιλαμβάνεται στην οδηγία 2013/36 δεν εμποδίζει την υπαγωγή της στο νομικό καθεστώς που θεσπίζει η ίδια αυτή οδηγία. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η επιβολή αντισταθμιστικών τόκων προσομοιάζει με εξουσία την οποία διαθέτει η αρμόδια εθνική αρχή «δυνάμει του οικείου ενωσιακού δικαίου» κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού ΕΕΜ και την οποία, επομένως, διαθέτει η ΕΚΤ.

–        Επί της ερμηνείας του εθνικού δικαίου

Το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η ΕΚΤ, καθόσον στηρίχθηκε στην ερμηνεία των αυστριακών δικαστηρίων όσον αφορά τον αυτόματο χαρακτήρα της επιβολής αντισταθμιστικών τόκων σε περίπτωση υπερβάσεως των ορίων για μεγάλα ανοίγματα και καθόσον δεν εξέτασε τις σχετικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης, στηρίχθηκε σε νομικώς εσφαλμένη παραδοχή, η οποία κατέστησε πλημμελή την εκ μέρους της εξέταση της αναλογικότητας της εφαρμογής του άρθρου 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του BWG.

Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, όταν καλείται να ελέγξει την ορθότητα της εφαρμογής από την ΕΚΤ του εθνικού δικαίου για τη μεταφορά μιας οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, η ερμηνεία των εθνικών δικαστηρίων αρκεί για να καθορίσει το περιεχόμενο του εν λόγω εθνικού δικαίου, όταν από αυτή προκύπτει διαπίστωση συμβατότητας με την οδηγία της οποίας τη μεταφορά διασφαλίζει το εθνικό δίκαιο. Αντιθέτως, όταν η ερμηνεία των εθνικών δικαστηρίων δεν καθιστά δυνατή τη διασφάλιση της συμβατότητας του εθνικού δικαίου με μια οδηγία, η τήρηση της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης συνεπάγεται ότι, όπως ένα εθνικό δικαστήριο, το Γενικό Δικαστήριο ερμηνεύει, εφόσον είναι αναγκαίο, το εθνικό δίκαιο κατά το μέτρο του δυνατού με γνώμονα το γράμμα και τον σκοπό της οδηγίας που έχει μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο, προκειμένου να επιτυγχάνεται το αποτέλεσμα που επιδιώκεται με την οδηγία αυτή. Επομένως, η απαίτηση σύμφωνης ερμηνείας περιλαμβάνει και την υποχρέωση τροποποιήσεως, αν παρίσταται ανάγκη, της πάγιας νομολογίας σε περίπτωση που αυτή στηρίζεται σε ερμηνεία του εσωτερικού δικαίου η οποία δεν συμβιβάζεται με τους σκοπούς της οδηγίας.

Επιπλέον, σε περίπτωση που είναι αδύνατη η σύμφωνη προς τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας, το Γενικό Δικαστήριο, όπως και το εθνικό δικαστήριο στο οποίο έχει ανατεθεί η εφαρμογή των κανόνων του δικαίου της Ένωσης, έχει την υποχρέωση να διασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητά τους, αφήνοντας εν ανάγκη αυτεπαγγέλτως ανεφάρμοστη κάθε διάταξη της εθνικής νομοθεσίας, έστω και μεταγενέστερη, η οποία αντιβαίνει προς διάταξη του δικαίου της Ένωσης η οποία έχει άμεσο αποτέλεσμα.

Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει, βάσει γραμματικής, συστηματικής και τελολογικής ερμηνείας του άρθρου 70 της οδηγίας 2013/36 (12), ότι το εν λόγω άρθρο έχει την έννοια ότι απόκειται στην αρμόδια εθνική αρχή και, συνακόλουθα, στην ΕΚΤ να καθορίσουν το είδος του διοικητικού μέτρου λαμβάνοντας υπόψη όλες τις σχετικές συνθήκες, γεγονός το οποίο, κατ’ ανάγκην, σημαίνει ότι έχουν διακριτική ευχέρεια και αποκλείει την ύπαρξη δέσμιας αρμοδιότητας όσον αφορά την επιβολή αντισταθμιστικών τόκων βάσει του άρθρου 97 παράγραφος 1, σημείο 2, του BWG.


1      Κανονισμός (ΕΕ) 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην ΕΚΤ σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ 2013, L 287, σ. 63) (στο εξής: κανονισμός ΕΕΜ).


2      Άρθρο 395, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ 2013, L 176, σ. 1, και διορθωτικά ΕΕ 2013, L 208, σ. 68, και ΕΕ 2013, L 321, σ. 6).


3      Άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και παράγραφος 3, καθώς και άρθρο 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού ΕΕΜ.


4      Bundesgesetz über das Bankwesen (Bankwesengesetz) (νόμου περί του τραπεζικού τομέα), της 30ής Ιουλίου 1993 (BGBl. 532/1993), όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο της 28ης Μαΐου 2021 (BGBl. I, 98/2021) (στο εξής: BWG).


5      Απόφαση ECB‑SSM‑2021‑ATSBE‑12.


6      Απόφαση ECB/SSM/2021‑ATBAW‑7‑ESA‑2018‑0000126.


7      Βάσει του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101 και 102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1).


8      Απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, VTB Bank (Austria) (C‑52/17, EU:C:2018:648, σκέψεις 40 έως 42).


9      Πρβλ. απόφαση της 10ης Μαρτίου 2016, Safe Interenvíos (C‑235/14, EU:C:2016:154, σκέψη 79 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


10      Προαναφερθείσα απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018 σκέψεις 31 έως 44.


11      Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ 2013, L 176, σ. 338).


12      Σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 1, το άρθρο 65, παράγραφος 1, και την αιτιολογική σκέψη 37 της οδηγίας 2013/36.