Language of document : ECLI:EU:T:2011:6

Υπόθεση T-362/08

IFAW Internationaler Tierschutz-Fonds gGmbH

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Πρόσβαση στα έγγραφα – Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 – Έγγραφα σχετικά με την εκτέλεση βιομηχανικού σχεδίου εντός ζώνης προστατευόμενης δυνάμει της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ – Έγγραφα προερχόμενα από κράτος μέλος – Εναντίωση του κράτους μέλους – Μερική άρνηση πρόσβασης – Εξαίρεση που αφορά την οικονομική πολιτική κράτους μέλους – Άρθρο 4, παράγραφοι 5 έως 7, του κανονισμού 1049/2001»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ευρωπαϊκή Ένωση – Θεσμικά όργανα – Δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα – Έγγραφα προερχόμενα από κράτος μέλος

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 §§ 1 έως 3 και 5)

2.      Ευρωπαϊκή Ένωση – Θεσμικά όργανα – Δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα – Προστασία του δημόσιου συμφέροντος – Έγγραφα προερχόμενα από κράτος μέλος

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 §§ 1, στοιχείο α΄, και 5)

3.      Ευρωπαϊκή Ένωση – Θεσμικά όργανα – Δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο

(Άρθρο 253 ΕΚ· κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 4, 9 και 11 § 2)

4.      Ευρωπαϊκή Ένωση – Θεσμικά όργανα – Δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα – Υποχρέωση παροχής μερικής πρόσβασης στα στοιχεία που δεν καλύπτονται από τις εξαιρέσεις

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 §§ 1 έως 3 και 6)

1.      Σε περίπτωση που η απόφαση θεσμικού οργάνου να αρνηθεί την πρόσβαση σε έγγραφο που προέρχεται από κράτος μέλος αντιστοιχεί στο αίτημα που έχει διατυπώσει το κράτος αυτό δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, εναπόκειται στην αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης να ελέγξει, κατόπιν αιτήματος του ενδιαφερομένου του οποίου η αίτηση πρόσβασης απορρίφθηκε από το θεσμικό όργανο, αν αυτή η άρνηση πρόσβασης στηρίχθηκε εγκύρως στις εξαιρέσεις που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1049/2001, και μάλιστα ανεξάρτητα από το αν η άρνηση αυτή οφείλεται στην αξιολόγηση των εξαιρέσεων αυτών εκ μέρους του ίδιου του θεσμικού οργάνου ή του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους. Κατά συνέπεια, λόγω της εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού αυτού, ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης δεν περιορίζεται σε έναν εκ πρώτης όψεως έλεγχο. Η εφαρμογή της διάταξης αυτής δεν τον εμποδίζει να προβεί σε πλήρη έλεγχο της αρνητικής απόφασης του θεσμικού οργάνου, για την οποία πρέπει να έχει τηρηθεί, μεταξύ άλλων, η υποχρέωση παράθεσης αιτιολογιών και η οποία στηρίζεται στην εκ μέρους του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους επί της ουσίας εκτίμηση της δυνατότητας εφαρμογής των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, του εν λόγω κανονισμού.

Η άσκηση από τον δικαστή της Ένωσης πλήρους ελέγχου της δυνατότητας εφαρμογής των επίμαχων ουσιαστικής φύσης εξαιρέσεων δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι το θεσμικό όργανο που εκδίδει την απόφαση έχει ή δεν έχει την εξουσία να πραγματοποιεί πλήρη έλεγχο σχετικά με την εναντίωση που έχει εκφράσει το κράτος μέλος δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001. Ακόμη και αν το εν λόγω όργανο αρνείται την πρόσβαση σε έγγραφο προερχόμενο από κράτος μέλος αφού διαπίστωσε, μετά από έλεγχο εκ πρώτης όψεως, ότι η επίκληση των λόγων εναντίωσης από το κράτος μέλος αυτό δεν ήταν προδήλως εσφαλμένη, ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης δεν περιορίζεται, λόγω της εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 5, σε εκ πρώτης όψεως έλεγχο της δυνατότητας εφαρμογής των ουσιαστικής φύσης εξαιρέσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 1 έως 3 του άρθρου αυτού, καθόσον ο δικαστής αυτός ελέγχει κατά πόσον εφαρμόζονται οι εξαιρέσεις αυτές λαμβάνοντας υπόψη την επί της ουσίας εκτίμηση στην οποία έχει προβεί το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος.

(βλ. σκέψεις 86-88)

2.      Όσον αφορά την έκταση του ελέγχου από τον δικαστή της Ένωσης της νομιμότητας μιας απόφασης άρνησης της πρόσβασης σε ορισμένο έγγραφο, όταν τίθεται ζήτημα εφαρμογής μιας από τις ουσιαστικής φύσης εξαιρέσεις που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, το θεσμικό όργανο που εκδίδει την απόφαση διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια προκειμένου να αποφασίσει αν η δημοσιοποίηση εγγράφων σχετικών με τομείς καλυπτόμενους από τις εξαιρέσεις αυτές ενδέχεται να θίξει το δημόσιο συμφέρον. Η διακριτική αυτή ευχέρεια θεμελιώνεται κυρίως στο γεγονός ότι η αρνητική αυτή απόφαση είναι πολύπλοκη και απαιτεί λεπτούς χειρισμούς και ιδιαίτερη προσοχή και στο ότι τα κριτήρια του εν λόγω άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, είναι πολύ γενικά.

Η συλλογιστική αυτή ισχύει ακόμη και όταν, σε περίπτωση που ένα θεσμικό όργανο αρνείται, στηριζόμενο στο άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001, να επιτρέψει την πρόσβαση σε έγγραφο προερχόμενο από κράτος μέλος, η εφαρμογή μιας ουσιαστικής φύσης εξαίρεσης προβλεπόμενης στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του εν λόγω κανονισμού βασίζεται στην εκτίμηση του κράτους μέλους. Πράγματι, το ζήτημα αν η δημοσιοποίηση εγγράφου θίγει τα συμφέροντα που προστατεύονται από τις ουσιαστικής φύσης εξαιρέσεις αυτές μπορεί να εμπίπτει στον τομέα πολιτικής ευθύνης του κράτους μέλους αυτού. Στην περίπτωση αυτή, το κράτος μέλος αυτό πρέπει να έχει, όπως και το θεσμικό όργανο, ευρεία διακριτική ευχέρεια.

Επομένως, ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση της τήρησης των κανόνων που διέπουν τη διαδικασία και την παράθεση αιτιολογίας, την ουσιαστική ακρίβεια των πραγματικών περιστατικών και την απουσία αφενός προφανούς πλάνης κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και αφετέρου κατάχρησης εξουσίας.

(βλ. σκέψεις 104-105, 107)

3.      Στην περίπτωση απόφασης που δεν επιτρέπει την πρόσβαση σε έγγραφο κατ’ εφαρμογή μιας από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, η αιτιολογία πρέπει να εξηγεί για ποιο λόγο η πρόσβαση στο οικείο έγγραφο θα μπορούσε να προξενήσει συγκεκριμένη και ουσιαστική βλάβη στο συμφέρον που προστατεύεται από την εξαίρεση αυτή. Ενδέχεται πάντως να είναι αδύνατο να αναφερθούν οι λόγοι που υπαγορεύουν την εμπιστευτικότητα ενός εγγράφου, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για ευαίσθητο έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 9 του κανονισμού αυτού, αν δεν δημοσιοποιηθεί το περιεχόμενό του, οπότε όμως η εξαίρεση θα στερούνταν του ουσιώδους σκοπού της.

Η ανάγκη να μην παρατίθενται στοιχεία που ενδέχεται να θίξουν έμμεσα τα συμφέροντα των οποίων η προστασία επιδιώκεται ειδικά με τις επίμαχες εξαιρέσεις τονίζεται ιδίως στο άρθρο 11, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001. Η διάταξη αυτή προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι, όταν στο μητρώο ενός θεσμικού οργάνου γίνεται μνεία ενός εγγράφου, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για ευαίσθητο έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 9 του εν λόγω κανονισμού, η μνεία αυτή πρέπει να γίνεται κατά τρόπο ώστε να μην υπονομεύεται η προστασία των συμφερόντων τα οποία αφορά το άρθρο 4 του ίδιου κανονισμού.

(βλ. σκέψεις 110-112)

4.      Tο άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, δεν είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τις παραγράφους 1 έως 3 του άρθρου αυτού. Μολονότι δηλαδή η συγκεκριμένη εξέταση των εξαιρέσεων που προβλέπουν οι διατάξεις αυτές αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την εξακρίβωση της ύπαρξης της δυνατότητας να επιτραπεί μερική πρόσβαση στο επίμαχο έγγραφο, η εξέταση της δυνατότητας αυτής δεν αφορά τις προϋποθέσεις εφαρμογής των επίμαχων εξαιρέσεων. Η υποχρέωση διενέργειας της εξέτασης αυτής απορρέει από την αρχή της αναλογικότητας. Στο πλαίσιο δηλαδή του εν λόγω άρθρου 4, παράγραφος 6, πρέπει να εξετάζεται αν ο σκοπός που επιδιώκεται με την άρνηση πρόσβασης σε ορισμένο έγγραφο μπορεί να επιτευχθεί ακόμη και στην περίπτωση που δεν γνωστοποιηθεί απλώς και μόνο το περιεχόμενο των χωρίων που μπορούν να θίξουν το προστατευόμενο συμφέρον.

Οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001 εξετάζονται συνεπώς χωριστά και σε διαφορετική φάση της ανάλυσης από ό,τι οι εξαιρέσεις από το δικαίωμα πρόσβασης που προβλέπονται στις παραγράφους 1 έως 3 του άρθρου αυτού.

(βλ. σκέψεις 147-148)