Language of document : ECLI:EU:C:2016:908

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MACIEJ SZPUNAR

της 29ης Νοεμβρίου 2016 (1)

Υπόθεση C‑544/15

Sahar Fahimian

κατά

Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας

[αίτηση του Verwaltungsgericht Berlin (διοικητικού δικαστηρίου, Βερολίνο, Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Οδηγία 2004/114/EΚ – Άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ – Προϋποθέσεις εισδοχής υπηκόων τρίτων χωρών με σκοπό τις σπουδές – Άρνηση εισδοχής προσώπου – Έννοια της “απειλής για τη δημόσια ασφάλεια” – Διακριτική ευχέρεια κράτους μέλους – Δικαστικός έλεγχος»





1.        H S. Fahimian είναι Ιρανή φοιτήτρια η οποία επιθυμεί να λάβει θεώρηση εισόδου στη Γερμανία προκειμένου να πραγματοποιήσει σπουδές για την απόκτηση διδακτορικού διπλώματος. Οι γερμανικές αρχές αρνούνται να της χορηγήσουν τέτοιου είδους θεώρηση βάσει του ότι φοίτησε σε πανεπιστήμιο που χαρακτηρίζεται από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως οντότητα έχουσα στενή σχέση με την Ιρανική Κυβέρνηση και διεξάγουσα έρευνα για στρατιωτικούς σκοπούς. Θεωρούν την S. Fahimian απειλή για τη δημόσια ασφάλεια.

2.        Μολονότι υπάρχει πλούσια νομολογία όσον αφορά την περί δημόσιας ασφάλειας εξαίρεση τόσο στον τομέα των ελευθεριών στην εσωτερική αγορά όσο και στον τομέα της ευρωπαϊκής ιθαγένειας, δεν μπορεί να λεχθεί το ίδιο όσον αφορά τις προϋποθέσεις περί δημόσιας ασφάλειας που ισχύουν στο πλαίσιο της μεταναστευτικής πολιτικής της ΕΕ.

3.        Τα ζητήματα που τίθενται στην παρούσα υπόθεση, το δεύτερο εκ των οποίων αφορά την ερμηνεία διατάξεως της οδηγίας 2004/114/EΚ (2) του Συμβουλίου, αφορούν την καρδιά της μεταναστευτικής πολιτικής της ΕΕ. Του Δικαστηρίου έργο θα είναι να καθορίσει το εύρος της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτουν οι αρχές ενός κράτους μέλους στο πλαίσιο αυτό, καθώς και τον βαθμό του δικαστικού ελέγχου. Αποφαινόμενο επί των ζητημάτων αυτών, το Δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη τους διαφορετικούς σκοπούς που επιδιώκουν η εσωτερική αγορά και η μεταναστευτική πολιτική.

I –    Νομικό πλαίσιο

 Α –      Το δίκαιο της Ένωσης

1.      Η οδηγία 2004/114

4.        Το άρθρο 1 της οδηγίας 2004/114 (στο εξής: οδηγία), το οποίο επιγράφεται «Αντικείμενο», έχει ως εξής:

«Η παρούσα οδηγία έχει ως αντικείμενο τον καθορισμό:

α)      των προϋποθέσεων εισδοχής υπηκόων τρίτων χωρών στο έδαφος των κρατών μελών για χρονική περίοδο άνω των τριών μηνών με σκοπό τις σπουδές, την ανταλλαγή μαθητών, την άμισθη πρακτική άσκηση ή την εθελοντική υπηρεσία,

β)      των κανόνων που αφορούν τις διαδικασίες εισδοχής υπηκόων τρίτων χωρών στο έδαφος των κρατών μελών για τους σκοπούς αυτούς.»

5.        Κατά το άρθρο της 3, παράγραφος 1, το οποίο επιγράφεται «Πεδίο εφαρμογής», η οδηγία έχει εφαρμογή «στους υπηκόους τρίτων χωρών που υποβάλλουν αίτηση εισδοχής στο έδαφος κράτους μέλους με σκοπό τις σπουδές».

6.        Το κεφάλαιο II της οδηγίας 2004/114 αποτελείται από τα άρθρα 5 έως 11 και αφορά τις «Προϋποθέσεις εισδοχής».

7.        Η «Αρχή», όπως διατυπώνεται στο άρθρο 5, είναι ότι «η εισδοχή υπηκόου τρίτης χώρας στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας υπόκειται σε έλεγχο δικαιολογητικών που αποδεικνύουν ότι το εν λόγω πρόσωπο πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 6 και, ανάλογα με την κατηγορία στην οποία υπάγεται, τα άρθρα 7 έως 11».

8.        Το άρθρο 6 της οδηγίας 2004/114, το οποίο επιγράφεται «Γενικές προϋποθέσεις», έχει ως εξής:

«1.      Ο υπήκοος τρίτης χώρας που υποβάλλει αίτηση εισδοχής για τους σκοπούς των άρθρων 7 έως 11:

α)      προσκομίζει έγκυρο ταξιδιωτικό έγγραφο κατά τα οριζόμενα στην εθνική νομοθεσία. Τα κράτη μέλη δύνανται να απαιτούν όπως η διάρκεια ισχύος του ταξιδιωτικού εγγράφου καλύπτει τουλάχιστον τη διάρκεια της προβλεπόμενης διαμονής,

β)      σε περίπτωση που σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής είναι ανήλικος(-η), προσκομίζει γονική άδεια για την προβλεπόμενη διαμονή,

γ)      έχει ασφάλιση ασθενείας για κάθε κίνδυνο κατά του οποίου έχουν συνήθως κάλυψη οι υπήκοοι του συγκεκριμένου κράτους μέλους,

δ)      δεν θεωρείται απειλή για τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια ή τη δημόσια υγεία,

ε)      αν το ζητήσει το κράτος μέλος, προσκομίζει την απόδειξη πληρωμής του τέλους για τη διεκπεραίωση της αίτησης βάσει του άρθρου 20.

2.      Τα κράτη μέλη διευκολύνουν τη διαδικασία εισδοχής υπέρ των υπηκόων τρίτων χωρών που υπάγονται στα άρθρα 7 έως 11 και οι οποίοι συμμετέχουν σε κοινοτικά προγράμματα για ενίσχυση της κινητικότητας προς την Κοινότητα ή εντός αυτής.»

9.        Το άρθρο 18, το οποίο επιγράφεται «Διαδικαστικές εγγυήσεις και διαφάνεια» και περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο V της οδηγίας 2004/114 («Διαδικασία και διαφάνεια»), ορίζει στην παράγραφό του 4 ότι, «σε περίπτωση που αίτηση απορρίπτεται ή άδεια διαμονής εκδοθείσα στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας αναστέλλεται, ο ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα να προσφύγει ενώπιον των αρχών του κράτους μέλους για το οποίο πρόκειται».

2.      Ο κανονισμός (EΕ) 267/2012 και ο εκτελεστικός κανονισμός (EΕ) 1202/2014

10.      Κατά το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 267/2012 (3), «δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια και όλοι οι οικονομικοί πόροι που βρίσκονται στην ιδιοκτησία ή κατοχή ή τελούν υπό τον έλεγχο προσώπων, οντοτήτων και οργανισμών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΧ. Το παράρτημα ΙΧ περιλαμβάνει τα φυσικά και νομικά πρόσωπα, τις οντότητες και τους οργανισμούς τα οποία, σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, της απόφασης 2010/413/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, έχει αναγνωρισθεί ότι […] αποτελούν άλλα πρόσωπα, οντότητες ή οργανισμούς που παρέχουν στήριξη, όπως υλική, υλικοτεχνική ή οικονομική, στην κυβέρνηση του Ιράν και οντότητες που ανήκουν ή ελέγχονται από αυτά, ή πρόσωπα και οντότητες που συνδέονται με αυτά».

11.      Στο παράρτημα του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 1202/2014 (4) του Συμβουλίου αναγράφονται υπό το στοιχείο I.I. πρόσωπα και οντότητες «που ενέχονται σε δραστηριότητες πυρηνικών ή βαλλιστικών πυραύλων και πρόσωπα και οντότητες που παρέχουν στήριξη στην κυβέρνηση του Ιράν» (5). Στο σημείο 161 του εν λόγω παραρτήματος εκτίθενται τα εξής:

«Το Sharif University of Technology (SUT) έχει διάφορες συμφωνίες συνεργασίας με οργανισμούς της ιρανικής κυβέρνησης, οι οποίοι έχουν κατονομασθεί από τον ΟΗΕ και/ή την ΕΕ και δραστηριοποιούνται στον στρατιωτικό ή σε συναφείς προς αυτόν τομείς, ιδίως δε στην παραγωγή και προμήθεια βαλλιστικών πυραύλων. Μεταξύ αυτών: συμφωνία με τον Οργανισμό Αεροδιαστημικής Βιομηχανίας που έχει κατονομασθεί από την ΕΕ για την παραγωγή δορυφόρων· συνεργασία με το ιρανικό υπουργείο άμυνας και το Σώμα της ισλαμικής επαναστατικής φρουράς (IRGC) σε διαγωνισμούς έξυπνων σκαφών· ευρύτερη συμφωνία με την αεροπορία του Σώματος της ισλαμικής επαναστατικής φρουράς (IRGC) που καλύπτει την ανάπτυξη και ενίσχυση των σχέσεων, της οργανωτικής και στρατηγικής συνεργασίας του πανεπιστημίου.

Το SUT μετέχει σε συμφωνία μεταξύ 6 πανεπιστημίων για τη στήριξη της κυβέρνησης του Ιράν μέσω της αμυντικής έρευνας· επίσης, το SUT προσφέρει μεταπτυχιακά προγράμματα με αντικείμενο την κατασκευή μη επανδρωμένων εναέριων οχημάτων (UAV), το περιεχόμενο των οποίων έχει οριστεί από το Υπουργείο Επιστημών, μεταξύ άλλων. Από όλα τα ανωτέρω, προκύπτει η ουσιαστική συνεργασία με την κυβέρνηση του Ιράν στον στρατιωτικό ή σε συναφείς προς αυτόν τομείς, γεγονός που συνιστά στήριξη της κυβέρνησης του Ιράν.»

 Β –      Το γερμανικό δίκαιο

12.      Ο Gesetz über den Aufenthalt, die Erwerbstätigkeit und die Integration von Ausländern im Bundesgebiet (νόμος περί διαμονής, οικονομικής δραστηριότητας και εντάξεως των αλλοδαπών στο ομοσπονδιακό έδαφος) (6), όπως δημοσιεύθηκε στις 25 Φεβρουαρίου 2008 (BGBl. 2008 I, σ. 162), και προσφάτως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του νόμου της 27ης Ιουλίου 2015 (BGBl. 2015 I, σ. 1386), αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στο δικαίωμα εισόδου των υπηκόων τρίτων χωρών στη Γερμανία.

13.      Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, του νόμου αυτού:

«Για την είσοδο και διαμονή στο έδαφος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, οι αλλοδαποί πρέπει να διαθέτουν τίτλο διαμονής, εκτός αν ορίζεται άλλως στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε άλλη κανονιστική απόφαση, και εκτός αν δικαίωμα διαμονής υπάρχει βάσει της υπογραφείσας στις 12 Σεπτεμβρίου 1963 Συμφωνίας Συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας (BGBl. 1964 II, σ. 509) (Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας). Ο τίτλος διαμονής χορηγείται ως:

1.      θεώρηση εισόδου κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, σημείο 1, και παράγραφος 3,

[…]».

14.      Το άρθρο 6, παράγραφος 3, του ίδιου νόμου ορίζει:

«Για τις διαμονές μακράς διάρκειας απαιτείται θεώρηση εισόδου στο ομοσπονδιακό έδαφος (εθνική θεώρηση εισόδου), η οποία πρέπει να έχει χορηγηθεί πριν από την είσοδο του αλλοδαπού σε αυτό. Η εν λόγω θεώρηση χορηγείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την άδεια διαμονής αορίστου χρόνου, την ευρωπαϊκή μπλε κάρτα, την κάρτα μόνιμης διαμονής και την άδεια μόνιμης διαμονής μακράς διάρκειας – ΕΕ. Η διάρκεια της νόμιμης διαμονής όσων διαθέτουν εθνική θεώρηση εισόδου καταλογίζεται στη διάρκεια τίτλου διαμονής, ευρωπαϊκής μπλε κάρτας, τίτλου εγκαταστάσεως ή τίτλου μόνιμης διαμονής – ΕΕ.»

15.      Το άρθρο 16, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου έχει ως εξής:

«Σε αλλοδαπό δύναται να χορηγηθεί άδεια διαμονής με σκοπό τις σπουδές σε κρατικό ή εγκεκριμένο από το κράτος ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως ή σε παρόμοιο εκπαιδευτικό οργανισμό. [...] Η άδεια διαμονής για την πραγματοποίηση σπουδών δύναται να χορηγηθεί μόνον αν ο αλλοδαπός έχει γίνει δεκτός από το εκπαιδευτικό ίδρυμα· αρκεί αποδοχή υπό προϋποθέσεις. Δεν απαιτείται απόδειξη γνώσεως της γλώσσας στην οποία γίνονται τα μαθήματα, αν οι γλωσσικές γνώσεις ελήφθησαν ήδη υπόψη για την απόφαση αποδοχής ή αν προβλέπεται ότι πρέπει να αποκτηθούν στο πλαίσιο σταδίου προετοιμασίας για τις σπουδές. Κατά την πρώτη χορήγηση και κατά την παράταση, η διάρκεια ισχύος της άδειας διαμονής για σπουδές είναι τουλάχιστον ενός έτους και δεν πρέπει να υπερβαίνει τα δύο έτη για τις σπουδές και το στάδιο προετοιμασίας για τις σπουδές· δύναται να παραταθεί αν ο σκοπός της επιδιωκόμενης καταρτίσεως δεν έχει ακόμη επιτευχθεί και δύναται να επιτευχθεί εντός εύλογου χρόνου.»

II – Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία και τα προδικαστικά ερωτήματα

16.      Η S. Fahimian, Ιρανή υπήκοος γεννηθείσα το 1985, είναι κάτοχος διπλώματος Master of Science στον τομέα της πληροφορικής τεχνολογίας χορηγηθέντος από το Sharif University of Technology (SUT) της Τεχεράνης. Το εν λόγω πανεπιστήμιο ειδικεύεται στην τεχνολογία, τη μηχανολογία και τη φυσική.

17.      Στις 21 Νοεμβρίου 2012, υπέβαλε στη γερμανική πρεσβεία στην Τεχεράνη αίτηση να της χορηγηθεί θεώρηση εισόδου προκειμένου να πραγματοποιήσει σπουδές για την απόκτηση διδακτορικού διπλώματος στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Ντάρμσταντ, στο Center for Advanced Security Research Darmstadt (Κέντρο προηγμένης έρευνας ασφάλειας, στο εξής: CASED), στο πλαίσιο του προγράμματος «αξιόπιστα ενσωματωμένα και κινητά συστήματα». Στην αίτησή της επισύναψε βεβαίωση αποδοχής της από το πανεπιστήμιο, καθώς και επιστολή του managing director (γενικού διευθυντή) του CASED της 14ης Νοεμβρίου 2012. Στην επιστολή αυτή αναφερόταν ότι η S. Fahimian «θα πραγματοποιήσει έρευνα στο πεδίο της ασφάλειας αντικειμένων, και ειδικότερα στο πλαίσιο του προγράμματος “αξιόπιστα ενσωματωμένα και κινητά συστήματα” […]. Το πεδίο του ερευνητικού της αντικειμένου εκτείνεται από την ασφάλεια των κινητών συστημάτων, και ειδικότερα τον εντοπισμό παρεμβολών σε SmartPhones, έως τα πρωτόκολλα ασφαλείας. Ο ερευνητικός της σκοπός συνίσταται στην εξεύρεση καινοτόμων αποτελεσματικών μηχανισμών προστασίας για SmartPhones στο πλαίσιο των περιορισμών που ισχύουν όσον αφορά την περιορισμένη ενέργεια, τους περιορισμένους πόρους πληροφορικής και την περιορισμένη ευρυζωνικότητα».

18.      Επιπλέον, το CASED προσέφερε στην S. Fahimian υποτροφία, ποσού 1 468 ευρώ τον μήνα, για την εκπόνηση διδακτορικής διατριβής.

19.      Με απόφαση της 27ης Μαΐου 2013, η γερμανική πρεσβεία απέρριψε την αίτηση της S. Fahimian για τη χορήγηση θεωρήσεως εισόδου. Η αίτηση θεραπείας («Remonstrationsverfahren») που υποβλήθηκε κατά της αποφάσεως αυτής δεν ευδοκίμησε.

20.      Στις 22 Νοεμβρίου 2013, η S. Fahimian άσκησε κατά της Γερμανικής Κυβερνήσεως προσφυγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου με την οποία εμμένει στην αίτησή της να της χορηγηθεί θεώρηση εισόδου με σκοπό τις σπουδές. Ως νομική βάση για το δικαίωμά της εισόδου επικαλείται το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/114. Η Γερμανική Κυβέρνηση, από την πλευρά της, θεωρεί ότι S. Fahimian αποτελεί απειλή για τη δημόσια ασφάλεια κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/114.

21.      Στο πλαίσιο της ένδικης αυτής διαφοράς, με διάταξη που εξέδωσε στις 14 Οκτωβρίου 2015, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 19 Οκτωβρίου 2015, το Verwaltungsgericht Berlin (διοικητικό δικαστήριο, Βερολίνο, Γερμανία) έθεσε τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      α)     Πρέπει το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της [οδηγίας 2004/114] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, κατά τον έλεγχο περί του αν υπήκοος τρίτης χώρας, ο οποίος υποβάλλει αίτηση εισδοχής για τους σκοπούς των άρθρων 7 έως 11 της οδηγίας, θεωρείται απειλή για τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια ή τη δημόσια υγεία, ενεργούν κατά διακριτική ευχέρεια, με αποτέλεσμα η διοικητική κρίση να υπόκειται μόνο σε περιορισμένο δικαστικό έλεγχο;

1)      β)     Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα 1α: Σε ποια νομικά όρια υπόκεινται οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών όταν εκτιμούν ότι υπήκοος τρίτης χώρας, ο οποίος υποβάλλει αίτηση εισδοχής για τους σκοπούς των άρθρων 7 έως 11 της [οδηγίας 2004/114], θεωρείται απειλή για τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια ή τη δημόσια υγεία, λαμβανομένων υπόψη ιδίως των πραγματικών περιστατικών επί των οποίων στηρίζεται η εκτίμησή των αρχών αυτών, καθώς και της αξιολογήσεως των εν λόγω περιστατικών;

2)      Ανεξαρτήτως των απαντήσεων στα ερωτήματα 1α και 1β: πρέπει το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας [2004/114] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, κατά τη διάταξη αυτή, τα κράτη μέλη έχουν την εξουσία να απαγορεύουν την είσοδο στην επικράτειά τους, σε περιπτώσεις όπως αυτή της υπό εξέταση υποθέσεως, στην οποία υπήκοος Ιράν που ολοκλήρωσε τις πανεπιστημιακές σπουδές της στο Ιράν στο Sharif University of Technology (Τεχεράνη), το οποίο ειδικεύεται στην τεχνολογία, τη μηχανολογία και τη φυσική, επιδιώκει την είσοδο σε κράτος μέλος με σκοπό την έναρξη διδακτορικών σπουδών στον τομέα της έρευνας για την ασφάλεια των πληροφορικών συστημάτων στο πλαίσιο του προγράμματος “αξιόπιστα ενσωματωμένα και κινητά συστήματα”, και ιδίως για την ανάπτυξη αποτελεσματικών μηχανισμών προστασίας για smartphones, με την αιτιολογία ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι οι δεξιότητες που θα αποκτηθούν σε συνάρτηση με το επιθυμητό ερευνητικό πεδίο θα χρησιμοποιηθούν στο Ιράν για καταχρηστικούς σκοπούς, όπως επί παραδείγματι για την απόκτηση εμπιστευτικών πληροφοριών σε δυτικές χώρες με σκοπό την καταστολή στο εσωτερικό της χώρας ή γενικώς σε συνάρτηση με την προσβολή ανθρωπίνων δικαιωμάτων;»

22.      Η S. Fahimian, η Γερμανική, η Βελγική, η Ελληνική, η Γαλλική, η Ιταλική και η Πολωνική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις. Η S. Fahimian, η Γερμανική, η Ελληνική και η Γαλλική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλαν επίσης προφορικές παρατηρήσεις κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 20ής Σεπτεμβρίου 2016.

III – Ανάλυση

23.      Προτίθεμαι να αναδιατυπώσω τα τρία ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου, δεδομένου ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ, έργο του Δικαστηρίου είναι να παρέχει στο εθνικό δικαστήριο απαντήσεις που θα αποβούν χρήσιμες και θα του δώσουν τη δυνατότητα να αποφανθεί στην υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν του, καθώς και ότι, προς τούτο, το Δικαστήριο δύναται, λαμβάνοντας υπόψη το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, να συναγάγει από το σύνολο των πληροφοριακών στοιχείων που του παρέσχε το εθνικό δικαστήριο, και ιδίως από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής, τις διατάξεις και τις αρχές του δικαίου της Ένωσης που χρήζουν ερμηνείας (7).

24.      Με τα ερωτήματά του, που πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/114 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι κράτος μέλος δεν δύναται να αρνηθεί τη χορήγηση θεωρήσεως εισόδου σε υπήκοο τρίτης χώρας σε περιστάσεις όπως αυτές της υπό κρίση υποθέσεως, όπου Ιρανή υπήκοος, η οποία έλαβε πανεπιστημιακό πτυχίο από ίδρυμα που στον εκτελεστικό κανονισμό 1202/2014 έχει καταχωριστεί μεταξύ των οντοτήτων «που ενέχονται σε δραστηριότητες πυρηνικών ή βαλλιστικών πυραύλων και [των προσώπων] και [οντοτήτων] που παρέχουν στήριξη στην κυβέρνηση του Ιράν», σκοπεύει να διεξαγάγει έρευνα στο εν λόγω κράτος μέλος στον τομέα της ασφάλειας πληροφορικών συστημάτων.

25.      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο ζητεί καθοδήγηση όσον αφορά τον όρο «δημόσια ασφάλεια» κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/114, καθώς και όσον αφορά το εύρος της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτουν οι αρμόδιες εθνικές αρχές και την έκταση του δικαστικού ελέγχου που ακολουθεί στο πλαίσιο αυτό.

 Α       Επί της ερμηνείας της οδηγίας 2004/114

26.      Δεδομένου ότι η υπό κρίση υπόθεση είναι μόλις η δεύτερη που έχει φθάσει στο Δικαστήριο με αντικείμενο την ερμηνεία διατάξεως της οδηγίας 2004/114, θεωρώ χρήσιμο να διατυπώσω και υπενθυμίσω ορισμένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της οδηγίας αυτής.

1.      Το δημόσιο διεθνές δίκαιο και το δικαίωμα εισόδου

27.      Κατά το δημόσιο διεθνές δίκαιο, όπως αυτό έχει σήμερα, η πρώτη είσοδος αλλοδαπών με σκοπό νόμιμης μεταναστεύσεως ανήκει σε μεγάλο βαθμό στην απόλυτη διακριτική ευχέρεια του οικείου κράτους (8). Παραδοσιακά, τα κράτη δεν δεσμεύονται από το διεθνές δίκαιο όσον αφορά την εισδοχή αλλοδαπών και τις απαιτούμενες για την εν λόγω εισδοχή προϋποθέσεις (9). Όπως ο γενικός εισαγγελέας P. Mengozzi ανέφερε με τις προτάσεις του στην υπόθεση Koushkaki (10), «εάν υφίσταται μια αρχή του διεθνούς δικαίου που θεωρείται ως χαρακτηριστική εκδήλωση της εθνικής κυριαρχίας, είναι εκείνη βάσει της οποίας τα κράτη έχουν το δικαίωμα να ελέγχουν την είσοδο αλλοδαπών στο έδαφός τους».

28.      Η κυριαρχία αυτή δεν τίθεται, κατά περίπτωση, υπό αμφισβήτηση από τις διεθνείς συμβάσεις περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι οποίες πάντοτε και παραδοσιακά θεωρούνταν ως παρέχουσες εγγυήσεις στο εσωτερικό των επί μέρους κρατών και όχι όσον αφορά τη διασυνοριακή κυκλοφορία (11). Στο ίδιο πνεύμα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: EΔΔΑ) έχει κρίνει ότι, κατ’ αρχήν, τα συμβαλλόμενα κράτη έχουν το δικαίωμα, βάσει πάγιας αρχής του διεθνούς δικαίου και υπό την επιφύλαξη των συμβατικών τους υποχρεώσεων, να ελέγχουν την είσοδο, τη διαμονή και την απέλαση των αλλοδαπών (12). Είναι αληθές ότι το ίδιο δικαστήριο έχει ελαφρώς αποκλίνει από την αρχή αυτή όσον αφορά τις δύο χωριστές περιπτώσεις της μη επαναπροωθήσεως δυνάμει του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (στο εξής: EΣΔΑ) (13), η οποία υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, και των ζητημάτων οικογενειακής επανενώσεως δυνάμει του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ (14), αλλά τούτο δεν μεταβάλλει την προαναφερθείσα γενική αρχή του δημόσιου διεθνούς δικαίου.

2.      Ο Χάρτης

29.      Το ίδιο ισχύει για τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), ο οποίος, σε δύο ειδικές περιστάσεις, παρέχει στους υπηκόους τρίτων χωρών δικαιώματα στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας. Έτσι, το άρθρο 15, παράγραφος 3, του Χάρτη προβλέπει ότι οι υπήκοοι τρίτων χωρών που έχουν άδεια να εργάζονται στο έδαφος των κρατών μελών δικαιούνται συνθηκών εργασίας αντίστοιχων με εκείνες που απολαύουν οι πολίτες της Ένωσης, ενώ το άρθρο 45, παράγραφος 2, του Χάρτη ορίζει ότι «η ελευθερία κυκλοφορίας και διαμονής μπορεί να χορηγείται, σύμφωνα με τις Συνθήκες, στους υπηκόους των τρίτων χωρών που διαμένουν νομίμως στο έδαφος κράτους μέλους» (15). Κατά συνέπεια, ο Χάρτης προϋποθέτει νόμιμη είσοδο στην Ένωση και δεν δημιουργεί δικαίωμα εισόδου.

3.      Το μεταναστευτικό δίκαιο της Ένωσης

30.      Το μεταναστευτικό δίκαιο της Ένωσης είναι, εν γένει, άρρηκτα συνδεδεμένο με τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 26, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (16), υπό την έννοια ότι η κατάργηση των εσωτερικών συνόρων, συμπεριλαμβανομένων των συνοριακών ελέγχων, συνεπάγεται οπωσδήποτε την ανάγκη να υπάρχει ένα ενιαίο καθεστώς που διέπει τα εξωτερικά σύνορα (17). Αυτός είναι ο λόγος που το άρθρο 61, στοιχείο αʹ, το οποίο παρεμβλήθηκε στη Συνθήκη ΕΚ με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ (18) και ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως της οδηγίας 2004/114, αναφέρεται στους ελέγχους στα εξωτερικά σύνορα, το άσυλο και τη μετανάστευση ως «συνοδευτικά μέτρα» που είναι «άμεσα συνδεόμενα» με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων (19).

4.      Ο σκοπός της οδηγίας 2004/114

31.      Η οδηγία 2004/114 πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο αυτό.

32.      Βάσει όσων ορίζονται τώρα στο άρθρο 79, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (20), μετά τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβώνας, η οδηγία 2004/114 έχει ως αντικείμενο τον καθορισμό «των προϋποθέσεων εισδοχής υπηκόων τρίτων χωρών στο έδαφος των κρατών μελών για χρονική περίοδο άνω των τριών μηνών με σκοπό τις σπουδές […]» (21), καθώς και «των κανόνων που αφορούν τις διαδικασίες εισδοχής υπηκόων τρίτων χωρών στο έδαφος των κρατών μελών για τους σκοπούς αυτούς» (22). Σε γενικές γραμμές, από τις αιτιολογικές σκέψεις (23) της εν λόγω οδηγίας προκύπτει ότι η ενθάρρυνση της κινητικότητας, στο πλαίσιο της Ένωσης, των υπηκόων τρίτων χωρών αποτελεί πρωταρχικό στοιχείο για την προβολή της Ευρώπης στο σύνολό της ως παγκόσμιου κέντρου αριστείας στη γενική και την επαγγελματική εκπαίδευση (24), καθώς και ότι η μετακίνηση για τους σκοπούς που εκτίθενται στη συγκεκριμένη οδηγία συνιστά μορφή αμοιβαίου εμπλουτισμού για τα πρόσωπα που μετακινούνται, για τη χώρα καταγωγής τους και για το κράτος μέλος υποδοχής τους, συμβάλλει δε στη μεγαλύτερη εξοικείωση με άλλους πολιτισμούς (25).

33.      Ο κύριος σκοπός της οδηγίας συνίσταται στην προσέλκυση στην ΕΕ υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι διαθέτουν αυξημένα προσόντα με σκοπό τις σπουδές, την ανταλλαγή μαθητών, την άμισθη πρακτική άσκηση ή την εθελοντική υπηρεσία. Η δημιουργία δικαιωμάτων των υπηκόων τρίτων χωρών που επιθυμούν να εισέλθουν στην Ένωση αποτελεί απλώς και μόνον ένα μέσο για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Συνεπώς, για να το θέσω ευθέως, η οδηγία 2004/114 δεν αποτελεί «οδηγία περί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», σε σύγκριση, για παράδειγμα, με το παράγωγο δίκαιο που διέπει τη χορήγηση ασύλου.

5.      Ο σκοπός της οδηγίας 2016/801

34.      Χάριν πληρότητας, πρέπει να αναφερθεί ότι, εν τω μεταξύ, ο νομοθέτης της Ένωσης εξέδωσε την οδηγία (EΕ) 2016/801 (26), η οποία ενσωματώνει τα αντικείμενα που ρυθμίζουν οι οδηγίες 2004/114 και 2005/71/EΚ (27), ενώ καταργεί τα δύο αυτά νομοθετήματα από τις 24 Μαΐου 2018 (28). Μολονότι η οδηγία 2016/801 δεν έχει εφαρμογή ratione temporis στην παρούσα υπόθεση, παρά ταύτα δείχνει τους σκοπούς που ο νομοθέτης έχει το 2016.

35.      Εκδοθείσα από το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο 12 χρόνια μετά την οδηγία 2004/114, η οδηγία 2016/801 είναι πολύ πιο σαφής όσον αφορά τον σκοπό που επιδιώκει, όπως προκύπτει από το προοίμιό της. Έτσι, στις αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας 2016/801 γίνεται λόγος για την προσέλκυση ατόμων υψηλής ειδικεύσεως, για την κατάρτιση του ανθρώπινου κεφαλαίου ως κύριου πλεονεκτήματος της Ένωσης, για τη διασφάλιση της αναπτύξεως (29), για την προώθηση των επαφών μεταξύ των λαών και της κινητικότητας (30), για τον αμοιβαίο εμπλουτισμό όσον αφορά τα συγκεκριμένα πρόσωπα που μετακινούνται, τη χώρα καταγωγής τους και το κράτος μέλος υποδοχής, για την παράλληλη ενίσχυση των πολιτιστικών δεσμών και τον εμπλουτισμό της πολιτιστικής πολυμορφίας (31), για την ανάδειξη της Ένωσης ως ελκυστικού τόπου για την έρευνα, πράγμα που θα οδηγήσει σε αύξηση της συνολικής ανταγωνιστικότητας της Ένωσης και των ρυθμών αναπτύξεως, δημιουργώντας θέσεις εργασίας που έχουν μεγαλύτερη συμβολή στην αύξηση του ΑΕΠ (32), καθώς και για τη δυνατότητα να καταστεί η Ένωση πιο ελκυστική για υπηκόους τρίτων χωρών που επιθυμούν να πραγματοποιήσουν ερευνητική δραστηριότητα (33). Ωστόσο, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν επιδιώκει τη διαρροή επιστημονικού δυναμικού από αναδυόμενες ή αναπτυσσόμενες χώρες και για τον λόγο αυτόν θα πρέπει να λαμβάνονται, στο πλαίσιο της εταιρικής σχέσεως με τις χώρες καταγωγής, μέτρα για τη στήριξη της επανεντάξεως των ερευνητών στις χώρες καταγωγής τους, με σκοπό τη χάραξη συνολικής μεταναστευτικής πολιτικής (34). Συγχρόνως, θα πρέπει να προωθηθεί η Ευρώπη στο σύνολό της ως παγκόσμιο κέντρο αριστείας για σπουδές προς κατάρτιση και, προς τούτο, θα πρέπει να βελτιωθούν και να απλουστευτούν οι προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής (35).

36.      Συνεπώς, σαφώς δεν πρόκειται για διατυπώσεις που παραπέμπουν στην ορολογία περί των ανθρώπινων δικαιωμάτων, αλλά για εκφράσεις που προσιδιάζουν στην εσωτερική αγορά.

6.      Δικαίωμα εισόδου βάσει της αποφάσεως Ben Alaya

37.      Προφανώς, η προαναφερθείσα αρχή του δημόσιου διεθνούς δικαίου φαλκιδεύεται σε σημαντικό βαθμό όσον αφορά τις εντός της ΕΕ καταστάσεις που αφορούν την εσωτερική αγορά, συμπεριλαμβανομένης της ιθαγένειας, όπου η Ένωση μοιάζει με μια ομοσπονδιακή οντότητα στο πλαίσιο της οποίας υφίσταται εκτεταμένη ελευθερία κυκλοφορίας των προσώπων. Αλλά επίσης όσον αφορά τα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης, το παράγωγο δίκαιο έχει αρχίσει να αποκλίνει από την προαναφερθείσα γενική αρχή του δημόσιου διεθνούς δικαίου, όπως μπορεί κανείς να δει στην περίπτωση της οδηγίας 2004/114.

38.      Η υπόθεση Ben Alaya (36) αποτελεί ένα καλό παράδειγμα.

39.      Ο M. Ali Ben Alaya, Τυνήσιος υπήκοος γεννηθείς στη Γερμανία, ο οποίος είχε εγκαταλείψει τη χώρα σε ηλικία έξι ετών για να ζήσει στην Τυνησία, επιθυμούσε, αφού έλαβε το απολυτήριό του μέσης εκπαιδεύσεως, να επιστρέψει στη Γερμανία για να πραγματοποιήσει πανεπιστημιακές σπουδές. Μολονότι είχε γίνει δεκτός από πανεπιστήμιο για σπουδές μαθηματικών, οι γερμανικές αρχές αρνήθηκαν να του χορηγήσουν θεώρηση εισόδου για φοιτητές, λόγω του ότι είχαν αμφιβολίες όσον αφορά την πρόθεσή του να σπουδάσει στη Γερμανία, ειδικά υπό το πρίσμα της προγενέστερης ανεπαρκούς βαθμολογίας του, της ελάχιστης γνώσεως της γερμανικής γλώσσας και της ελλείψεως συνδέσεως μεταξύ των σπουδών που επιθυμούσε να πραγματοποιήσει και της σταδιοδρομίας που επιθυμούσε να ακολουθήσει (37). Επί της ουσίας, ο M. Ali Ben Alaya πληρούσε τις γενικές και ειδικές προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 2004/114. Οι γερμανικές αρχές, στην πραγματικότητα, είχαν προσπαθήσει να θέσουν πρόσθετες προϋποθέσεις που δεν προβλέπονται από την οδηγία.

40.      Στο συγκεκριμένο πλαίσιο, το Δικαστήριο ερμήνευσε την οδηγία υπό την έννοια ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου της 12, πρέπει να χορηγείται άδεια διαμονής σε σπουδαστές τρίτων χωρών, εφόσον αυτοί πληρούν τις γενικές και ειδικές προϋποθέσεις, που απαριθμούνται περιοριστικώς στα άρθρα 6 και 7 της οδηγία αυτής (38). Το Δικαστήριο προσέθεσε ότι «η οδηγία 2004/114 αναγνωρίζει στα κράτη μέλη περιθώριο εκτιμήσεως κατά την εξέταση των αιτήσεων εισόδου» (39), το οποίο όμως αφορά «αποκλειστικώς τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας αυτής καθώς και, στο πλαίσιο αυτό, την αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών προκειμένου να εξακριβωθεί αν πληρούνται οι προϋποθέσεις των εν λόγω άρθρων, και, μεταξύ άλλων, αν λόγοι απτόμενοι της υπάρξεως απειλής για τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια ή τη δημόσια υγεία αντιτίθενται στην είσοδο του υπηκόου τρίτης χώρας» (40).

41.      Κατά συνέπεια, έπρεπε να είχε χορηγηθεί άδεια διαμονής στον M. Ali Ben Alaya (41). Η Γερμανική Κυβέρνηση δεν μπορούσε να θέσει προϋποθέσεις πέραν εκείνων που προβλέπονται στα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 2004/114.

42.      Συνεπώς, υπό την επιφύλαξη ότι πληροί τις γενικές και ειδικές προϋποθέσεις των άρθρων 6 και 7 της οδηγίας 2004/114, υπήκοος τρίτης χώρας έχει δικαίωμα εισόδου στην Ένωση. Παρά ταύτα, λαμβανομένης υπόψη της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει ένα κράτος μέλος όσον αφορά τη διαπίστωση του αν πληρούνται οι γενικές και ειδικές προϋποθέσεις, το περιεχόμενο του δικαιώματος αυτού διαφέρει ουσιωδώς από το περιεχόμενο των δικαιωμάτων που απορρέουν από την ελεύθερη κυκλοφορία στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς.

7.      Οι αποφάσεις Koushkaki και Air Baltic Corporation

43.      Στο σημείο αυτό, πρέπει να γίνει αναφορά σε δύο ακόμη αποφάσεις: στην απόφαση Koushkaki (42) όσον αφορά τον κανονισμό (EΚ) 810/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τη θέσπιση κοινοτικού κώδικα θεωρήσεων (κώδικας θεωρήσεων) (43), και στην απόφαση Air Baltic Corporation (44) όσον αφορά τον κανονισμό (EΚ) 562/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για τη θέσπιση του κοινοτικού κώδικα σχετικά με το καθεστώς διελεύσεως προσώπων από τα σύνορα (κώδικας συνόρων του Σένγκεν) (45).

44.      H αίτηση του R. Koushkaki, Ιρανού υπηκόου, για τη χορήγηση ομοιόμορφης θεωρήσεως εισόδου απορρίφθηκε από τις γερμανικές αρχές με την αιτιολογία ότι δεν είχε αποδείξει ότι διέθετε επαρκή μέσα διαβιώσεως, τόσο για τη διάρκεια της σχεδιαζόμενης παραμονής του όσο και για την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του. Η προϋπόθεση αυτή δεν προβλέπεται στον κώδικα θεωρήσεων. Ουδείς από τους λόγους απορρίψεως της αιτήσεως που απαριθμούνται στο άρθρο 32, παράγραφος 1, του κώδικα θεωρήσεων συνέτρεχε εν προκειμένω. Συνεπώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους, κατά την εξέταση αιτήσεως για χορήγηση ομοιόμορφης θεωρήσεως εισόδου, δεν μπορούν να αρνηθούν τη χορήγηση μιας τέτοιας θεωρήσεως σε αιτούντα παρά μόνον αν μπορεί να αντιταχθεί σε αυτόν ένας από τους λόγους απορρίψεως της αιτήσεως που απαριθμούνται στον κώδικα θεωρήσεων (46).

45.      Στην υπόθεση Air Baltic Corporation, το Δικαστήριο αντιμετώπισε το ζήτημα αν εθνική νομοθετική ρύθμιση η οποία εξαρτά την είσοδο υπηκόων τρίτων χωρών στο έδαφος κράτους μέλους από την προϋπόθεση η επιδεικνυόμενη στο πλαίσιο συνοριακού ελέγχου έγκυρη θεώρηση να έχει τεθεί οπωσδήποτε σε έγκυρο ταξιδιωτικό έγγραφο, η οποία δεν προβλέπεται στο άρθρο 5 του κώδικα συνόρων του Σένγκεν, είναι σύμφωνη με τον κώδικα αυτόν. Εφαρμόζοντας κατ’ αναλογίαν την απόφαση Koushkaki, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο κατάλογος των προϋποθέσεων εισόδου που περιλαμβάνεται στο άρθρο 5 του κώδικα συνόρων του Σένγκεν είναι εξαντλητικός (47).

 Β –      Επί του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/114

46.      Μολονότι το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται με τα υποβληθέντα ερωτήματά του στη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια και τη δημόσια υγεία, θεωρώ ότι τα ερωτήματα αυτά σαφώς στρέφονται γύρω από τη «δημόσια ασφάλεια», όπως προκύπτει από το γεγονός ότι στη διάταξη περί παραπομπής το αιτούν δικαστήριο διαρκώς αναφέρει μόνο τον όρο «δημόσια ασφάλεια» όταν πρόκειται για την περίπτωση της S. Fahimian.

47.      Η Γερμανική Κυβέρνηση θεωρεί ότι η S. Fahimian αποτελεί απειλή για τη δημόσια ασφάλεια κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/114. Στηρίζει την άποψή της αυτή στην εκτίμηση ότι η κατάσταση στο Ιράν δικαιολογεί αρκούντως την ανησυχία ότι οι δεξιότητες που η προσφεύγουσα θα αποκτήσει στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος θα μπορέσουν να χρησιμοποιηθούν με καταχρηστικό τρόπο στην πατρίδα της. Στο πλαίσιο των διδακτορικών σπουδών που η προσφεύγουσα επιθυμεί να πραγματοποιήσει σε ένα ερευνητικό πεδίο που είναι ευαίσθητο και άπτεται της δημόσιας ασφάλειας, είναι δυνατό να αποκτηθούν γνώσεις οι οποίες θα μπορέσουν να χρησιμοποιηθούν με καταχρηστικό τρόπο για στρατιωτικούς σκοπούς και/ή για μέτρα καταστολής ή γενικότερα για προσβολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο εσωτερικό του Ιράν. Επίσης, οι γνώσεις που θα αποκτηθούν για συστήματα και εξοπλισμό υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών και διαδικτύου, καθώς και για τεχνικές κωδικοποιήσεως και κρυπτογραφήσεως θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν με καταχρηστικό τρόπο από την αστυνομία ή τις μυστικές υπηρεσίες για την παρακολούθηση του πληθυσμού.

48.      Συνεπώς, το ερώτημα που ανακύπτει είναι αν οι εκτιμήσεις αυτές καλύπτονται από τον όρο «δημόσια ασφάλεια» κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/114.

1.      Επί της «δημόσιας ασφάλειας»

49.      Δεν υπάρχει γενικός ορισμός του όρου «δημόσια ασφάλεια» σε επίπεδο ΕΕ. Κατ’ ουσίαν, στο κράτος μέλος απόκειται να ορίσει το περιεχόμενο της έννοιας «δημόσια ασφάλεια». Στη συνέχεια, το δίκαιο της Ένωσης επεμβαίνει σε δύο στάδια: πρώτον, καθορίζει το πλαίσιο της έννοιας αυτής και, δεύτερον, καθορίζει τη σχέση μεταξύ του συγκεκριμένου προσώπου και της έννοιας της «δημόσιας ασφάλειας».

50.      Το Δικαστήριο συνήθως δεν είναι ιδιαίτερα αυστηρό όσον αφορά το πρώτο στάδιο του καθορισμού του πλαισίου της έννοιας «δημόσια ασφάλεια». Το Δικαστήριο παγίως κρίνει, στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (48), ότι «τα κράτη μέλη παραμένουν ελεύθερα να καθορίζουν, σύμφωνα με τις εθνικές τους ανάγκες που ενδέχεται να διαφέρουν ανάλογα με το κράτος μέλος και τη χρονική περίοδο, τις απαιτήσεις της δημόσιας τάξεως και της δημόσιας ασφάλειας» (49). Το σημαντικό είναι ότι το περιεχόμενο των απαιτήσεων αυτών δεν μπορεί να καθορίζεται μονομερώς από κάθε κράτος μέλος, χωρίς έλεγχο εκ μέρους των οργάνων της Ένωσης (50). Επιπλέον, το Δικαστήριο, όσον αφορά την έννοια της «δημόσιας τάξεως» κατά το άρθρο 7, παράγραφος 4 (51), της οδηγίας 2008/115/EΚ (52), έχει εκφέρει την ίδια κρίση (53).

51.      Ο όρος «δημόσια ασφάλεια» αναφέρεται, στο πλαίσιο όλων των ελευθεριών της εσωτερικής αγοράς, συμπεριλαμβανομένης της οδηγίας 2004/38/EΚ (54), η οποία εξειδικεύει τους κανόνες που διέπουν την ελεύθερη κυκλοφορία και την ιθαγένεια στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας (55), ως δικαιολογητική βάση για παρέκκλιση από την ελεύθερη κυκλοφορία (56). Επιπλέον, το Δικαστήριο προσφάτως δέχθηκε την αναγόμενη σε λόγους δημόσιας ασφάλειας δυνατότητα εξαιρέσεως στο πλαίσιο των κανόνων της Συνθήκης που αφορούν την ευρωπαϊκή ιθαγένεια, κρίνοντας στην υπόθεση CS ότι «το άρθρο 20 ΣΛΕΕ δεν θίγει τη δυνατότητα των κρατών μελών να επικαλούνται εξαίρεση αναγόμενη, μεταξύ άλλων, σε λόγους τηρήσεως της δημοσίας τάξεως και διαφυλάξεως της εσωτερικής ασφαλείας» (57).

52.      Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει κρίνει κατ’ επανάληψη ότι η έννοια της δημόσιας ασφάλειας «καλύπτει τόσο την εσωτερική ασφάλεια του κράτους μέλους όσο και την εξωτερική του ασφάλεια» (58), πράγμα που μπορεί να συνεπάγεται απειλή από την «παρακώλυση της λειτουργίας των κρατικών θεσμών και των βασικών δημόσιων υπηρεσιών, καθώς και από τον κίνδυνο για την επιβίωση του πληθυσμού ή σοβαρής διαταραχής των εξωτερικών σχέσεων ή της ειρηνικής συνυπάρξεως των λαών ή από την προσβολή των στρατιωτικών συμφερόντων» (59). Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι η έννοια της «δημόσιας ασφάλειας» περιλαμβάνει την καταπολέμηση της εγκληματικότητας που οφείλεται στην παράνομη διακίνηση ναρκωτικών από συμμορίες (60), την καταπολέμηση της σεξουαλικής εκμεταλλεύσεως παιδιών (61), καθώς και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (62).

53.      Λαμβάνοντας υπόψη την ευρεία αυτή ερμηνεία, εκτιμώ ότι οι προβληματισμοί που εκφράζουν οι γερμανικές αρχές θα μπορούσαν να υπαχθούν στην έννοια της «δημόσιας ασφάλειας». Ο κύριος προβληματισμός τους φαίνεται να είναι ότι η S. Fahimian θα μεταδώσει για στρατιωτικούς σκοπούς τις γνώσεις της άπαξ επιστρέψει στο Ιράν. Συνεπώς, η έννοια της «δημόσιας ασφάλειας» θα πρέπει να καλύπτει τις πτυχές των διεθνών και εξωτερικών σχέσεων ενός κράτους μέλους που αφορούν την ασφάλειά του. Θα πρέπει να υπομνησθεί ότι ο κώδικας θεωρήσεων αναφέρει συγκεκριμένα ότι η «απειλή […] για τις διεθνείς σχέσεις ενός εκ των κρατών μελών» (63) αποτελεί λόγο απορρίψεως της αιτήσεως θεωρήσεως. Η έλλειψη αντίστοιχης διατυπώσεως στο άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/114 δεν συνεπάγεται, κατά την άποψή μου, ότι κατά τον καθορισμό των λόγων που ανάγονται στη δημόσια ασφάλεια το κράτος μέλος δεν πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις διεθνείς σχέσεις.

2.      Επί του εύρους της διακριτικής ευχέρειας (64) που διαθέτει η Γερμανική Κυβέρνηση όσον αφορά τον καθορισμό της «απειλής» για τη δημόσια ασφάλεια

54.      Μπορούν όμως οι γερμανικές αρχές, στο πλαίσιο του δευτέρου σταδίου, να ισχυρισθούν νομίμως ότι «θεωρούν» την S. Fahimian «απειλή» για τη δημόσια τάξη κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας; Με άλλα λόγια, πόσο ευρεία είναι η διακριτική ευχέρεια που διαθέτουν οι γερμανικές αρχές;

55.      Στο πλαίσιο των ελευθεριών που διέπουν την εσωτερική αγορά, όπου τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν την εσωτερική κυκλοφορία για λόγους δημόσιας ασφάλειας, οι λόγοι αυτοί νοούνται ως εξαίρεση από τον γενικό κανόνα περί ελεύθερης κυκλοφορίας. Στο πλαίσιο των κανόνων περί ελεύθερης κυκλοφορίας, τα μέτρα «δημόσιας ασφάλειας» θα πρέπει να θεμελιώνονται αποκλειστικώς στην προσωπική συμπεριφορά του συγκεκριμένου προσώπου, πράγμα που συνεπάγεται ότι προηγούμενες ποινικές καταδίκες δεν αποτελούν αυτές καθ’ εαυτές λόγο για τη λήψη τέτοιων μέτρων, καθώς και ότι η προσωπική συμπεριφορά του συγκεκριμένου προσώπου θα πρέπει να συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας (65). Δικαιολογητικοί λόγοι που δεν συνδέονται με τα στοιχεία της υποθέσεως ή στηρίζονται σε εκτιμήσεις γενικής προλήψεως δεν γίνονται δεκτοί (66). Θα πρέπει να υφίσταται «πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας» (67).

56.      Οι εκτιμήσεις αυτές είναι απολύτως ορθές στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς. Είναι εύλογο οι εξαιρέσεις από τους κανόνες περί ελεύθερης κυκλοφορίας να ερμηνεύονται στενά. Οι κανόνες περί ελεύθερης κυκλοφορίας αποτέλεσαν και εξακολουθούν να αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο του όλου οικοδομήματος της ευρωπαϊκής ολοκληρώσεως και είναι κεφαλαιώδους σημασίας.

57.      Πάντως, θα πρέπει να υπάρξει διαφορετική προσέγγιση όσον αφορά το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/114. Όπως θα εκθέσω στη συνέχεια, η προαναφερθείσα νομολογία δεν θα πρέπει να μεταφερθεί, ως τέτοια, στο καθεστώς που διέπει τα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης.

58.      Πρώτον, η διατύπωση που περιλαμβάνεται στις εξαιρέσεις από τις αρχές που διέπουν την εσωτερική αγορά διαφέρει από εκείνη του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/114. Το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αναφέρει ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας που υποβάλλει αίτηση εισδοχής για τους σκοπούς των άρθρων 7 έως 11 «δεν θεωρείται» απειλή, μεταξύ άλλων, για τη δημόσια ασφάλεια. Η έκφραση «θεωρείται» συνεπάγεται, κατά την άποψή μου, ότι το οικείο κράτος μέλος διαθέτει μεγαλύτερο βαθμό διακριτικής ευχέρειας κατά τη σχετική αξιολόγηση. Ο όρος «απειλή» δεν προσδιορίζεται όπως συμβαίνει στο πλαίσιο των αρχών που διέπουν την ελεύθερη κυκλοφορία. Δεν χρησιμοποιούνται οι όροι «πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή» για τον προσδιορισμό της απειλής. Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι τα κριτήρια για τον προσδιορισμό της απειλής για τη δημόσια ασφάλεια σαφώς είναι λιγότερο αυστηρά σε σχέση με αυτά που ισχύουν στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας.

59.      Δεύτερον, το να μη θεωρείται κάποιος απειλή για τη δημόσια ασφάλεια δεν συνιστά εξαίρεση από ένα ευρέως ερμηνευόμενο δικαίωμα εισόδου, αλλά απλώς και μόνον μια αρνητική προϋπόθεση για το δικαίωμα εισόδου. Κατά συνέπεια, εν προκειμένω το πλαίσιο απλώς είναι άλλο από εκείνο της εσωτερικής αγοράς, και το πλαίσιο έχει σημασία. Το ειδικό πλαίσιο του μεταναστευτικού δικαίου της Ένωσης συνεπάγεται ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας δεν απολαμβάνει τα ίδια δικαιώματα με τον υπήκοο κράτους μέλους, δηλαδή τον πολίτη της Ένωσης (68).

60.      Τρίτον, η νομοθετική διαδικασία ειδικά όσον αφορά το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/114 παρέχει χρήσιμα στοιχεία προς στήριξη του επιχειρήματός μου. Η οδηγία 2004/114 εκδόθηκε πολύ λίγο μετά την οδηγία 2004/38 (69). Η προαναφερθείσα σαφής διαφοροποίηση όσον αφορά τη διατύπωση δεν μπορεί παρά να ήταν σκόπιμη. Πράγματι, η αρχική πρόταση σκοπό είχε να εναρμονίσει τη διατύπωση των δύο αυτών οδηγιών. Σε δύο περιπτώσεις, η αρχική πρόταση περιελάμβανε την έκφραση «οι αναγόμενοι στη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια λόγοι θεμελιώνονται αποκλειστικά στη συμπεριφορά του αφορώμενου υπηκόου τρίτης χώρας» (70). Το Συμβούλιο αποφάσισε να μη χρησιμοποιήσει τη διατύπωση αυτή (71).

61.      Τέλος, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η οδηγία 2004/114 βασίζεται στο άρθρο 79 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 63 ΕΚ) στο μέρος 3, τίτλος V, της Συνθήκης ΛΕΕ. Ο τίτλος αυτός περιλαμβάνει το άρθρο 72 ΣΛΕΕ, κατά το οποίο «ο παρών τίτλος δεν θίγει την άσκηση των ευθυνών που εμπίπτουν στα κράτη μέλη για την τήρηση της δημόσιας τάξεως και τη διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας». Μολονότι η ακριβής έννοια της διατάξεως αυτής δεν είναι εντελώς σαφής εκ πρώτης όψεως, παρά ταύτα δείχνει τη διαφοροποίηση όσον αφορά την έννοια της δημόσιας τάξεως και ασφάλειας στο πλαίσιο, αφενός, των κανόνων περί ελεύθερης κυκλοφορίας και, αφετέρου, του μεταναστευτικού δικαίου (72).

62.      Εκ των ανωτέρω τίθεται το ερώτημα πόσο ευρεία είναι η διακριτική ευχέρεια που διαθέτουν οι γερμανικές αρχές και τι μπορεί να αναμένει κανείς από αυτές σε μια περίπτωση όπως η επίμαχη. Αυτό που το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί είναι αν αυτή η «ευρεία διακριτική ευχέρεια» συνεπάγεται ότι αρκεί οι γερμανικές αρχές να έχουν διαπιστώσει ότι (1) η S. Fahimian είναι Ιρανή υπήκοος, (2) είναι κάτοχος πανεπιστημιακού διπλώματος από το SUT, (3) το SUT χαρακτηρίζεται στο παράρτημα IX του κανονισμού 267/2012 (73) ως ίδρυμα που υποστηρίζει την Ιρανική Κυβέρνηση και ότι (4) το ερευνητικό αντικείμενο με το οποίο αυτή επιθυμεί να ασχοληθεί αφορά τον τομέα της ασφάλειας πληροφορικών συστημάτων.

63.      Στην υπόθεση Ben Alaya, το Δικαστήριο έκρινε ότι, όσον αφορά τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 2004/114, τα κράτη μέλη διαθέτουν «περιθώριο εκτιμήσεως κατά την εξέταση των αιτήσεων εισόδου» (74). Αυτό το περιθώριο εκτιμήσεως αφορά την αξιολόγηση των σχετικών πραγματικών περιστατικών, προκειμένου να καθοριστεί αν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 6 και 7 της οδηγίας 2004/114 (75).

64.      Eννέα μήνες πριν, το Δικαστήριο, τμήμα μείζονος συνθέσεως, είχε κρίνει ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν, κατά την εξέταση των αιτήσεων θεωρήσεως εισόδου, «ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως» (76) όσον αφορά την εφαρμογή των άρθρων 21, παράγραφος 1, 32, παράγραφος 1, και 35, παράγραφος 6, του κώδικα θεωρήσεων. Το περιθώριο αυτό αφορά, κατά το Δικαστήριο, «την αξιολόγηση των σχετικών πραγματικών περιστατικών προκειμένου να κρίνουν κατά πόσον οι μνημονευόμενοι στις διατάξεις αυτές λόγοι εμποδίζουν τη χορήγηση της ζητούμενης θεωρήσεως» (77).

65.      Βάσει των ανωτέρω, τι μπορεί να αναμείνει κανείς από τις γερμανικές αρχές;

66.      Πρώτον και κυρίως, το κράτος μέλος θα πρέπει με προσοχή να προσδιορίσει, να διευκρινίσει και να διερευνήσει πλήρως όλα τα σχετικά πραγματικά περιστατικά, προκειμένου να είναι σε θέση να λάβει μια εμπεριστατωμένη απόφαση. Στο πλαίσιο αυτό, θα ήθελα επίσης να αναφερθώ στην αιτιολογική σκέψη 14 της οδηγίας 2004/114, κατά την οποία πρέπει να γίνεται «εκτίμηση των δεδομένων».

67.      Συναφώς, θα πρέπει όμως να υπομνησθεί ότι πολλά από τα πραγματικά στοιχεία στα οποία βασίζεται η απόφαση ενός κράτους μέλους σε μια υπόθεση όπως αυτή της υπό κρίση διαφοράς λαμβάνουν χώρα εκτός του εδάφους του, και μάλιστα εκτός του εδάφους της Ένωσης. Το γεγονός αυτό προφανώς δυσχεραίνει την κατάσταση για το κράτος μέλος και σαφώς θα πρέπει να ληφθεί υπόψη. Για τη Γερμανική Κυβέρνηση, είναι δυσχερέστερο να εξακριβώσει πραγματικά περιστατικά που αφορούν το Ιράν και όχι τη Γερμανία ή κάποιο άλλο κράτος μέλος. Επιπλέον, οποιαδήποτε εκτίμηση μελλοντικών εξελίξεων είναι εγγενώς περίπλοκη (78). Μια τέτοια διαδικασία λήψεως αποφάσεων οπωσδήποτε συνεπάγεται σε κάποιον βαθμό την αξιολόγηση κινδύνων που αφορούν μελλοντικά γεγονότα. Συνεπώς, το κράτος μέλος διαθέτει σημαντικού βαθμού «διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών» (79) κατά την αξιολόγηση της συνδρομής των προϋποθέσεων που προβλέπονται στα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 2004/114.

68.      Δεύτερον, μολονότι το σχετικώς αυστηρό κριτήριο της προσωπικής συμπεριφοράς το οποίο ισχύει στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας (80) δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω, θα πρέπει να υπάρχει κάποιο στοιχείο συνδέσεως που να αιτιολογεί τη λήψη μέτρου σε βάρος συγκεκριμένου προσώπου. Οποιαδήποτε διαφορετική προσέγγιση θα κατέληγε σε μιας μορφής απόλυτη απαγόρευση του δικαιώματος εισόδου για τους υπηκόους τρίτων χωρών βάσει της οδηγίας 2004/114. Συνεπώς, η εθνική αρχή θα πρέπει να παρέχει κατά τρόπο πειστικό συγκεκριμένα στοιχεία ως προς το αν ένα συγκεκριμένο πρόσωπο θεωρείται απειλή για τη δημόσια ασφάλεια.

69.      Επιπλέον, όσο περισσότερο ευαίσθητο είναι ένα ζήτημα, τόσο λιγότερο απαιτείται να γίνεται αναφορά στις επιμέρους περιστάσεις προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η απειλή για τη δημόσια ασφάλεια.

70.      Τέλος, το κράτος μέλος θα πρέπει να προβαίνει σε πλήρη στάθμιση του συμφέροντός του και του συμφέροντος της Ένωσης, για την προσέλκυση σπουδαστών υψηλής ειδικεύσεως για ερευνητικούς σκοπούς, με τα ζητήματα ασφάλειας.

71.      Μολονότι σαφώς του αιτούντος δικαστηρίου έργο είναι να διαπιστώσει αν οι γερμανικές αρχές συμμορφώθηκαν με τις απαιτήσεις αυτές, έχω την εντύπωση ότι ενήργησαν εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας.

 Γ –      Επί του δικαστικού ελέγχου

72.      Η ευρεία διακριτική ευχέρεια συνεπάγεται περιορισμένο δικαστικό έλεγχο. Σε διαφορετική περίπτωση, θα φαλκιδευόταν η διακριτική ευχέρεια και η δικαστική εξουσία θα ασκούσε τα καθήκοντα της διοικητικής εξουσίας. Όπως προκύπτει από τον τρόπο με τον οποίο είναι διατυπωμένο το ερώτημα 1α (81), το αιτούν δικαστήριο έχει πλήρη επίγνωση του γεγονότος αυτού.

73.      Παρά ταύτα, θα πρέπει να υπάρχει δικαστικός έλεγχος.

74.      Κατά το άρθρο 18, παράγραφος 4, της οδηγίας 2004/114, στην περίπτωση που απορρίπτεται αίτηση ή ανακαλείται άδεια διαμονής η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο της εν λόγω οδηγίας, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να έχει το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον των αρχών του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

75.      Σε αντίθεση με την αρχική πρόταση της Επιτροπής (82), στην οδηγία δεν γίνεται αναφορά στη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής ενώπιον των «δικαστηρίων» του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Συνεπώς, θα μπορούσε κάποιος να διερωτηθεί αν η οδηγία απαιτεί την άσκηση ενδίκου βοηθήματος, καθώς και αν η μη δυνατότητα ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος σε εθνικό επίπεδο στοιχεί με την οδηγία, και μάλιστα με το άρθρο 47 του Χάρτη και τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης (83). Προσωπικά αμφιβάλλω αν είναι δυνατόν να λείπει η δυνατότητα ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος, με δεδομένη τη σαφή διατύπωση του άρθρου 47 του Χάρτη όσον αφορά την παροχή δυνατότητας ασκήσεως πραγματικής προσφυγής σε κάθε πρόσωπο του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης.

76.      Πάντως, αυτό δεν είναι το επίμαχο ζήτημα στην υπό κρίση υπόθεση, δεδομένου ότι στη Γερμανία προβλέπεται τέτοιο ένδικο βοήθημα. Όπως δείχνει η διάταξη περί παραπομπής, προβλέπεται ένδικη διαδικασία σε εθνικό επίπεδο. Επιπλέον, συνήθως ο δικαστικός έλεγχος των αποφάσεων που λαμβάνουν οι διοικητικές αρχές είναι πληρέστατος στη Γερμανία, υπό την έννοια ότι τα δικαστήρια έχουν πλήρη αρμοδιότητα να ελέγχουν τις αποφάσεις αυτές (84). Πάντως, η αρμοδιότητα αυτή περιορίζεται στις περιπτώσεις όπου οι διοικητικές αρχές διαθέτουν διακριτική ευχέρεια (85).

77.      Ο δικαστικός έλεγχος, ο οποίος κατ’ αρχήν διέπεται από το εθνικό δικονομικό δίκαιο, στο πλαίσιο της δικονομικής αυτονομίας, πρέπει να είναι αποτελεσματικός.

78.      Μολονότι, φυσικά, ο εθνικός δικαστής δύναται να καθορίσει μόνον αν έγινε υπέρβαση των ορίων της διακριτικής ευχέρειας την οποία άσκησε το κράτος μέλος, παρά ταύτα θα πρέπει να είναι σε θέση να αξιολογήσει όλες τις διαδικαστικές πτυχές καθώς και τα ουσιαστικά στοιχεία της αποφάσεως. Ένα αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα απαιτεί να είναι ο εθνικός δικαστής σε θέση να αξιολογήσει αν οι διοικητικές αρχές συμμορφώθηκαν με τις προαναφερθείσες απαιτήσεις, δηλαδή αν προσδιόρισαν και διερεύνησαν όλα τα σχετικά πραγματικά περιστατικά και τον λόγο για τον οποίο το συγκεκριμένο άτομο θεωρείται απειλή για τη δημόσια ασφάλεια.

79.      Συναφώς, είναι ενδεχόμενο, όπως επίσης σημειώνει η Γερμανική Κυβέρνηση, οι προβλέψεις ενός κράτους μέλους σε ζητήματα όπως το επίμαχο να βασίζονται σε στοιχεία που μπορούν να δημοσιοποιηθούν μόνο σε περιορισμένη έκταση, προκειμένου να μην τεθούν σε κίνδυνο οι πηγές πληροφορήσεως ή τα συμφέροντα της εξωτερικής πολιτικής των κρατών μελών. Εν προκειμένω, θα ήθελα να παραπέμψω στην απόφαση Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (86), όπου το Δικαστήριο, παραπέμποντας με τη σειρά του στη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ (87), έκρινε ότι «ο κοινοτικός δικαστής οφείλει, στο πλαίσιο του δικαστικού του ελέγχου, να εφαρμόσει μεθόδους που να συμβιβάζουν, αφενός, την εύλογη ανάγκη ασφάλειας των πηγών πληροφορήσεως που ελήφθησαν υπόψη κατά την έκδοση της οικείας πράξεως και, αφετέρου, την ανάγκη παροχής στον πολίτη της δυνατότητας να επωφεληθεί από τις προβλεπόμενες διαδικασίες» (88).

IV – Πρόταση

80.      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα ερωτήματα του Verwaltungsgericht Berlin (διοικητικού δικαστηρίου, Βερολίνο, Γερμανία) ως εξής:

1)      Όταν διοικητική αρχή κράτους μέλους εξετάζει αν υπήκοος τρίτης χώρας θεωρείται απειλή για τη δημόσια ασφάλεια δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/114/EΚ του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2004, σχετικά με τις προϋποθέσεις εισδοχής υπηκόων τρίτων χωρών με σκοπό τις σπουδές, την ανταλλαγή μαθητών, την άμισθη πρακτική άσκηση ή την εθελοντική υπηρεσία, πρέπει, στο πλαίσιο της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει,

–        να προσδιορίσει, να διευκρινίσει και να διερευνήσει πλήρως όλα τα σχετικά πραγματικά περιστατικά·

–        να παραθέσει συγκεκριμένα πληροφοριακά στοιχεία όσον αφορά τον λόγο για τον οποίο το συγκριμένο άτομο θεωρείται απειλή για τη δημόσια ασφάλεια και

–        να προβεί σε πλήρη στάθμιση όλων των αντικρουόμενων συμφερόντων.

Σε μια τέτοια περίπτωση, ο δικαστικός έλεγχος περιορίζεται στο αν έχουν τηρηθεί τα όρια της διακριτικής αυτής ευχέρειας.

2)      Κράτος μέλος δύναται βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/114 να αρνηθεί τη χορήγηση θεωρήσεως εισόδου σε υπήκοο τρίτης χώρας, κατέχουσα πανεπιστημιακό δίπλωμα χορηγηθέν από ίδρυμα, το οποίο σε κανονισμό του Συμβουλίου χαρακτηρίζεται ως οντότητα εμπλεκόμενη σε δραστηριότητες πυρηνικών και βαλλιστικών πυραύλων και περιλαμβάνεται μεταξύ των προσώπων και των οντοτήτων που παρέχουν στήριξη σε κυβέρνηση τρίτης χώρας, και σκοπεύουσα να διεξαγάγει έρευνα σε αυτό το κράτος μέλος, όταν οι αρχές αυτού του κράτους μέλους έχουν διαπιστώσει ότι υπάρχει κίνδυνος αυτή η υπήκοος τρίτης χώρας να χρησιμοποιήσει με καταχρηστικό τρόπο τις γνώσεις που θα αποκτήσει στο κράτος μέλος για σκοπούς που συνιστούν απειλή για την εξωτερική ή εσωτερική ασφάλειά του.


1 –      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2 – Οδηγία της 13ης Δεκεμβρίου 2004 σχετικά με τις προϋποθέσεις εισδοχής υπηκόων τρίτων χωρών με σκοπό τις σπουδές, την ανταλλαγή μαθητών, την άμισθη πρακτική άσκηση ή την εθελοντική υπηρεσία (ΕΕ 2004, L 375, σ. 12).


3 – Κανονισμός του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 2012, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού (EΕ) 961/2010 (ΕΕ 2012, L 88, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (EΕ) 2015/1328 του Συμβουλίου, της 31ης Ιουλίου 2015 (ΕΕ 2015, L 206, σ. 20).


4 – Εκτελεστικός κανονισμός της 7ης Νοεμβρίου 2014 για την εφαρμογή του κανονισμού 267/2012 (ΕΕ 2012, L 325, σ. 3).


5 – Από τεχνικής απόψεως, τα πρόσωπα και οι οντότητες που αναγράφονται στο παράρτημα αυτό πρέπει να παρεμβληθούν στον κατάλογο που παρατίθεται στο μέρος I του παραρτήματος IX του κανονισμού 267/2012.


6 –      Αγγλική απόδοση του νόμου αυτού είναι διαθέσιμη στο https://www.gesetze-im-internet.de/englisch_aufenthg/englisch_aufenthg.html#p0046.


7 – Βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, eco cosmetics και Raiffeisenbank St Georgen (C‑119/13 και C‑120/13, EU:C:2014:2144, σκέψη 33), και της 23ης Απριλίου 2015, Aykul (C‑260/13, EU:C:2015:257, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


8 – Βλ. Thym, D., «Legal framework for entry and border controls», στο Hailbronner, K., και Thym, D. (επιμ.), EU immigration and asylum law – a commentary, 2η έκδοση, C.H. Beck, Hart, Nomos, Μόναχο, Οξφόρδη, Baden-Baden 2016, σημείο 32.


9 – Βλ. Hailbronner, K. και Gogolin, J., «Aliens», στο Wolfrum, R. (επιμ.), Max Planck Encyclopedia of Public International Law, Oxford University Press, ηλεκτρονική έκδοση (http://opil.ouplaw.com/home/EPIL), σημείο 14.


10 – C‑84/12, EU:C:2013:232, σημείο 47.


11 – Βλ. Hailbronner, K., και Gogolin, J., όπ.π., σημεία 14 έως 22.


12 – Τούτο συνιστά πάγια νομολογία. Βλ. αποφάσεις του EΔΔΑ της 18ης Φεβρουαρίου 1991, αριθ. 12313/86, Moustaquim κατά Βελγίου, CE:ECHR:1991:0218JUD001231386, § 43, και της 26ης Ιουλίου 2005, αριθ. 38885/02, N. κατά Φινλανδίας, CE:ECHR:2005:0726JUD003888502, § 158.


13 – Τούτο συνιστά πάγια νομολογία με πρώτη την απόφαση του EΔΔΑ της 7ης Ιουλίου 1989, αριθ. 14038/88, Soering κατά Ηνωμένου Βασιλείου, CE:ECHR:1989:0707JUD001403888, § 91. Βλ., επίσης, απόφαση του ΕΔΔΑ της 15ης Νοεμβρίου 1996, αριθ. 22414/93, Chahal κατά Ηνωμένου Βασιλείου, CE:ECHR:1996:1115JUD002241493, §§ 73 και 74.


14 – Βλ. αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 21ης Δεκεμβρίου 2001, αριθ. 31465/96, Sen κατά Κάτω Χωρών, CE:ECHR:2001:1221JUD003146596, § 40· της 1ης Δεκεμβρίου 2005, αριθ. 60665/00, Tuquabo-Tekle κ.λπ. κατά Κάτω Χωρών, CE:ECHR:2005:1201JUD006066500, § 50, και της 14ης Ιουνίου 2011, αριθ. 38058/09, Osman κατά Δανίας, CE:ECHR:2011:0614JUD003805809, §§ 53 επ.


15 – Η υπογράμμιση δική μου.


16 – Κατά το οποίο, η εσωτερική αγορά περιλαμβάνει έναν χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα, μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων σύμφωνα με τις διατάξεις των Συνθηκών.


17 – Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι, άπαξ ο υπήκοος τρίτης χώρας γίνει δεκτός σε κράτος μέλος, αποκτά αυτομάτως δικαίωμα κινητικότητας. Πράγματι, οι οδηγίες που εκδόθηκαν βάσει του άρθρου 79 ΣΛΕΕ περιλαμβάνουν σημαντικούς περιορισμούς όσον αφορά την κινητικότητα στο εσωτερικό της ΕΕ. Βλ., για παράδειγμα, άρθρο 8 της οδηγίας 2004/114, το οποίο εξαρτά την κινητικότητα (άλλη μια φορά) από τις γενικές και ειδικές προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας αυτής.


18 – Η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, δημιούργησε τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Παραλλήλως, υπήρξε μετατόπιση των ζητημάτων αυτών, που συνδέονταν στενά με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, από τον τρίτο πυλώνα (ΣΕΕ) στον πρώτο πυλώνα (ΣΕΚ). Συνεπώς, μέχρι τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβώνας, ο χώρος αυτός διεπόταν από περισσότερους του ενός πυλώνες, καθώς το ένα μέρος των διατάξεών του περιλαμβανόταν στη Συνθήκη ΕΚ και το άλλο μέρος στη Συνθήκη ΕΕ.


19 – Η διατύπωση αυτή εξαλείφθηκε μόνο μετά τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβώνας την 1η Δεκεμβρίου 2009.


20 – Κοινή μεταναστευτική πολιτική. Πρώην άρθρο 63, παράγραφοι 3 και 4, ΕΚ.


21 – Βλ. άρθρο 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/114. Η υπογράμμιση δική μου.


22 – Βλ. άρθρο 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/114. Η υπογράμμιση δική μου.


23 – Το προοίμιο μέτρου της Ένωσης μπορεί να διευκρινίζει το περιεχόμενό του, βλ. απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, Wallentin-Hermann (C‑549/07, EU:C:2008:771, σκέψη 17 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


24 – Βλ. αιτιολογική σκέψη 6 της οδηγίας 2004/114.


25 – Βλ. αιτιολογική σκέψη 7 της οδηγίας 2004/114.


26 – Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, σχετικά με τις προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών με σκοπό την έρευνα, τις σπουδές, την πρακτική άσκηση, την εθελοντική υπηρεσία, τις ανταλλαγές μαθητών ή τα εκπαιδευτικά προγράμματα και την απασχόληση των εσωτερικών άμισθων βοηθών (au pair) (αναδιατύπωση) (ΕΕ 2016, L 132, σ. 21).


27 – Οδηγία της 12ης Οκτωβρίου 2005 σχετικά με ειδική διαδικασία εισδοχής υπηκόων τρίτων χωρών για σκοπούς επιστημονικής έρευνας (ΕΕ 2005, L 289, σ. 15).


28 – Βλ. άρθρο 41 της οδηγίας 2016/801.


29 – Βλ. αιτιολογική σκέψη 3 της οδηγίας 2016/801.


30 – Βλ. αιτιολογική σκέψη 6 της οδηγίας 2016/801.


31 – Βλ. αιτιολογική σκέψη 7 της οδηγίας 2016/801.


32 – Βλ. αιτιολογική σκέψη 8 της οδηγίας 2016/801.


33 – Βλ. αιτιολογική σκέψη 11 της οδηγίας 2016/801.


34 – Βλ. αιτιολογική σκέψη 12 της οδηγίας 2016/801.


35 – Βλ. αιτιολογική σκέψη 14 της οδηγίας 2016/801.


36 – Απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2014 (C‑491/13, EU:C:2014:2187).


37 – Βλ. απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2014, Ben Alaya (C‑491/13, EU:C:2014:2187, σκέψη 16).


38 – Όπ.π., σκέψη 27.


39 – Όπ.π., σκέψη 33.


40 – Όπ.π.


41 – Όπ.π., σκέψη 35.


42 – Απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013 (C‑84/12, EU:C:2013:862).


43 – ΕΕ 2009, L 243, σ. 1.


44 – Απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2014 (C‑575/12, EU:C:2014:2155).


45 – ΕΕ 2006, L 105, σ. 1.


46 – Απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Koushkaki (C‑84/12, EU:C:2013:862, σκέψη 63).


47 – Βλ. απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, Air Baltic Corporation (C‑575/12, EU:C:2014:2155, σκέψη 62).


48 – Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2011, Gaydarov (C‑430/10, EU:C:2011:749, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


49 – Βλ. απόφαση της 22ας Μαΐου 2012, I. (C‑348/09, EU:C:2012:300, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


50 – Όπ.π.


51 – «Εάν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής, ή εάν αίτηση για νόμιμη παραμονή έχει απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη ή δολία, ή εάν το συγκεκριμένο πρόσωπο αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια, τη δημόσια τάξη ή την εθνική ασφάλεια, τα κράτη μέλη μπορούν να μη χορηγούν χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχωρήσεως ή μπορούν να χορηγούν χρονικό διάστημα κάτω των επτά ημερών.»


52 – Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (ΕΕ 2008, L 348, σ. 98).


53 – Βλ. απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015, Zh. και Ο. (C‑544/13, EU:C:2015:377, σκέψη 48).


54 – Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ 2004, L 158, σ. 77), βλ. άρθρα 1, στοιχείο γʹ, 15, παράγραφος 1, 27, 28, 30, παράγραφος 2, 31, 32, παράγραφος 1, και 33, παράγραφος 2.


55 – Συναφώς, οι νομικές βάσεις της οδηγίας αυτής θα πρέπει να αναζητηθούν στα κεφάλαια περί ιθαγένειας (άρθρα 18 και 21 ΣΛΕΕ), ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων (άρθρο 46 ΣΛΕΕ), ελευθερίας εγκαταστάσεως (άρθρο 50 ΣΛΕΕ) και ελευθερίας παροχής υπηρεσιών (άρθρο 59 ΣΛΕΕ).


56 – Ελεύθερη κυκλοφορία των αγαθών (άρθρο 36 ΣΛΕΕ), ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων (άρθρο 45, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ), δικαίωμα εγκαταστάσεως (άρθρο 52, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ), ελευθερία παροχής υπηρεσιών (άρθρα 56, 61 και 52, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ), ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων (άρθρο 65, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ). Χρήση των όρων αυτών γίνεται επίσης στο άρθρο 202 ΣΛΕΕ, που αποτελεί τη νομική βάση για τις πράξεις της Ένωσης στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων από υπερπόντιες χώρες και εδάφη.


57 – Βλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2016, CS (C‑304/14, EU:C:2016:674, σκέψη 36), της οποίας προηγήθηκαν οι προτάσεις μου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Rendón Marín και CS (C‑165/14 και C‑304/14, EU:C:2016:75), βλ. σημεία 140 επ. των προτάσεών μου.


58 – Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2016, CS (C‑304/14, EU:C:2016:674, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Βλ., επίσης, προτάσεις μου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Rendón Marín και CS (C‑165/14 και C‑304/14, EU:C:2016:75, σημείο 170). Η υπόθεση CS αφορούσε την ιθαγένεια, αλλά η διατύπωση αυτή ανάγεται στις ελευθερίες της εσωτερικής αγοράς και χρησιμοποιείται στο πλαίσιο κάθε μιας από αυτές.


59 – Βλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2016, CS (C‑304/14, EU:C:2016:674, σκέψη 39).


60 – Βλ. απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2010, Tσακουρίδης (C‑145/09, EU:C:2010:708, σκέψεις 45 και 46).


61 – Βλ. απόφαση της 22ας Μαΐου 2012, I. (C‑348/09, EU:C:2012:300, σκέψη 28).


62 – Βλ. απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2002, Oteiza Olazabal (C‑100/01, EU:C:2002:712, σκέψεις 12 και 35).


63 – Βλ. άρθρο 32, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σημείο vi, του κώδικα θεωρήσεων.


64 – Σε αντίθεση με το δίκαιο της Ένωσης, το γερμανικό διοικητικό δίκαιο διακρίνει μεταξύ των όρων Beurteilungsspielraum και Ermessen. Ενώ ο πρώτος όρος αφορά τις ουσιαστικές προϋποθέσεις ενός κανόνα δικαίου, ο δεύτερος χρησιμοποιείται μόνον όσον αφορά τις έννομες συνέπειες άπαξ πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του κανόνα δικαίου («Rechtsfolgenseite»). Πάντως, η διάκριση αυτή είναι άνευ σημασίας στην παρούσα υπόθεση, δεδομένου ότι στο δίκαιο της Ένωσης δεν γίνεται τέτοιου είδους διάκριση, γι’ αυτό άλλωστε ο όρος «διακριτική ευχέρεια» αποδίδεται στη νομολογία του Δικαστηρίου άλλοτε ως «Beurteilungsspielraum» και άλλοτε ως «Ermessen».


65 – Βλ. άρθρο 27, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2004/38, η οποία θεωρείται ότι κωδικοποιεί την προγενέστερη νομολογία του Δικαστηρίου όσον αφορά τις εκ της Συνθήκης ελευθερίες.


66 – Βλ. άρθρο 27, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38.


67 – Όπ.π.


68 – Παρόμοιο επιχείρημα προβάλλεται στη νομική βιβλιογραφία από τους Hailbronner, K., και Thym, D., «Constitutional framework and principles for interpretation», στο Hailbronner, K. και Thym, D. (επιμ.), EU immigration and asylum law – a commentary, 2η έκδοση, C.H. Beck, Hart, Nomos, Μόναχο, Οξφόρδη, Baden-Baden 2016, σημείο 20.


69 – Η οδηγία 2004/38 φέρει ημερομηνία 29 Απριλίου 2004, ενώ η οδηγία 2004/114 εκδόθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2004.


70 – Στο σχέδιο του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, υπό τον τίτλο «γενικές προϋποθέσεις», όσον αφορά τις προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής και στο σχέδιο του άρθρου 15, παράγραφος 2, υπό τον τίτλο «ανάκληση της άδειας». Βλ. πρόταση της Επιτροπής για οδηγία του Συμβουλίου σχετικά με τις προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών με σκοπό τις σπουδές, την επαγγελματική κατάρτιση ή την εθελοντική υπηρεσία, COM(2002) 548 τελικό, σ. 26 και 30 αντιστοίχως.


71 – Τούτο έγινε κατόπιν προτάσεως εκ μέρους της αρμόδιας ομάδας εργασίας του Συμβουλίου. Βλ. «Outcome of proceedings, Working Party on Migration and Expulsion – Proposal for a Council Directive on the conditions of entry and residence of third-country nationals for the purposes of studies, vocational training or voluntary service», Βρυξέλλες, 28.11.2003, 1513/03 MIGR 103, σ. 9.


72 – Η άποψη αυτή υποστηρίζεται επίσης από τους Hailbronner, K., και Gies, S., «Council Directive 2004/114/EC of 13 December 2004 on the conditions of admission of third-country nationals for the purposes of studies, pupil exchange, unremunerated training or voluntary service», στο Hailbronner, K., και Thym, D. (επιμ.), EU immigration and asylum law – a commentary, 2η έκδοση, C.H. Beck, Hart, Nomos, Μόναχο, Οξφόρδη, Baden-Baden 2016, άρθρο 6, σημείο 7. Η αντίθετη άποψη στη νομική βιβλιογραφία υποστηρίζει ότι ούτε στο κείμενο ούτε στο προοίμιο της οδηγίας 2004/114 υπάρχει παραπομπή προς το άρθρο 72 ΣΛΕΕ, πράγμα που συνεπάγεται, κατά την άποψη αυτή, ότι «μια στενή ερμηνεία της περί δημοσίας τάξεως εξαιρέσεως θα ενίσχυε τον σκοπό του νομοθέτη να προσελκύει σπουδαστές στην ΕΕ», βλ. Peers, S., στο Peers, S, Guild, E., Acosta Arcarazo, D., Groenendijk, K., Moreno-Lax, V. (επιμ.), EU Immigration and Asylum Law (Text and Commentary): Second Revised Edition, Volume 2: EU Immigration Law, Martinus Nijhoff Publishers, Leiden, Boστώνη 2012, κεφάλαιο 7, σ. 202.


73 – Επιπλέον, χαρακτηρίζεται ως τέτοια οντότητα στο τμήμα Ι, σημείο 161, του παραρτήματος του εκτελεστικού κανονισμού 1202/2014.


74 – Βλ. απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2014, Ben Alaya (C‑491/13, EU:C:2014:2187, σκέψη 33).


75 – Όπ.π.


76 – Βλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Koushkaki (C‑84/12, EU:C:2013:862, σκέψεις 60, 61, 63 και διατακτικό). Η υπογράμμιση δική μου.


77 – Όπ.π., σκέψη 60.


78 – Έστω και αν πρέπει να γίνει δεκτό ότι το ίδιο εμπόδιο υπάρχει όσον αφορά τους κανόνες περί ελεύθερης κυκλοφορίας, όπου το κράτος μέλος δεν μπορεί να επιβάλει περιορισμούς στην ελεύθερη κυκλοφορία ως κύρωση για συμπεριφορές που εκδηλώθηκαν, αλλά μόνον για συμπεριφορές που υπάρχει υπόνοια ότι θα εκδηλωθούν στο μέλλον.


79 – Κατά την εύστοχη διατύπωση των Hailbronner, K., και Gies, S., «Council Directive 2004/114/EC of 13 December 2004 on the conditions of admission of third-country nationals for the purposes of studies, pupil exchange, unremunerated training or voluntary service», στο Hailbronner, K., και Thym, D. (επιμ.), EU immigration and asylum law – a commentary, 2η έκδοση, C.H. Beck, Hart, Nomos, Μόναχο, Οξφόρδη, Baden-Baden 2016, άρθρο 5, σημείο 15.


80 – Κατά το άρθρο 27, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, κάθε μέτρο που λαμβάνεται από τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεμελιώνεται αποκλειστικώς στην προσωπική συμπεριφορά του συγκεκριμένου προσώπου. Η προσωπική αυτή συμπεριφορά θα πρέπει να συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας. Αιτιολογίες που δεν συνδέονται με τα στοιχεία της υποθέσεως ή στηρίζονται σε εκτιμήσεις γενικής προλήψεως δεν γίνονται αποδεκτές.


81 –      «[...] με αποτέλεσμα η διοικητική κρίση να υπόκειται μόνο σε περιορισμένο δικαστικό έλεγχο».


82 – Βλ. σχέδιο άρθρου 20, παράγραφος 3, της προτάσεως της Επιτροπής για οδηγία του Συμβουλίου σχετικά με τις προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών με σκοπό τις σπουδές, την επαγγελματική κατάρτιση ή την εθελοντική υπηρεσία, COM(2002) 548 τελικό, σ. 40.


83 – Βλ. Hailbronner, K., και Gies, S., «Council Directive 2004/114/EC of 13 December 2004 on the conditions of admission of third-country nationals for the purposes of studies, pupil exchange, unremunerated training or voluntary service», στο Hailbronner, K., και Thym, D. (επιμ.), EU immigration and asylum law – a commentary, 2η έκδοση, C.H. Beck, Hart, Nomos, Μόναχο, Οξφόρδη, Baden-Baden 2016, άρθρα 18 έως 21, σημείο 8.


84 –      Ειδικότερα, σε σύγκριση με άλλες εθνικές έννομες τάξεις, βλ. von Danwitz, Th., Europäisches Verwaltungsrecht, Springer, Βερολίνο, Χαϊδελβέργη, 2008, σ. 589 επ.


85 – Είτε ως «Beurteilungsspielraum» είτε ως «Ermessen». Βλ., επίσης, von Danwitz, Th., όπ.π.


86 – Απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2008 (C‑402/05 P και C‑415/05 P, EU:C:2008:461).


87 – Βλ. απόφαση ΕΔΔΑ της 15ης Νοεμβρίου 1996, αριθ. 22414/93, Chahal κατά Ηνωμένου Βασιλείου, CE:ECHR:1996:1115JUD002241493, § 131.


88 – Βλ. απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑402/05 P και C‑415/05 P, EU:C:2008:461, σκέψη 344).