Language of document : ECLI:EU:T:2009:491

Υπόθεση T-195/08

Antwerpse Bouwwerken NV

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Δημόσιες συμβάσεις – Κοινοτική διαδικασία προσκλήσεως υποβολής προσφορών – Κατασκευή αίθουσας παραγωγής υλικών αναφοράς – Απόρριψη προσφοράς υποψηφίου – Προσφυγή ακυρώσεως – Έννομο συμφέρον – Παραδεκτό – Ερμηνεία όρου προβλεπόμενου στη συγγραφή υποχρεώσεων – Συμφωνία της προσφοράς προς τους προβλεπόμενους στη συγγραφή υποχρεώσεων όρους – Άσκηση του δικαιώματος υποβολής αιτήσεως για την παροχή διευκρινίσεων σχετικά με τις προσφορές – Αγωγή αποζημιώσεως»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Πράξεις δεκτικές προσφυγής – Έννοια – Πράξεις παράγουσες δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα – Προπαρασκευαστικές πράξεις – Δεν περιλαμβάνονται

(Άρθρο 230 ΕΚ)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως – Έννομο συμφέρον – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα

(Άρθρο 230, εδ. 4, ΕΚ)

3.      Συμβάσεις δημοσίων έργων και προμηθειών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων – Σύναψη συμβάσεως κατόπιν διαδικασίας προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών – Διακριτική ευχέρεια των οργάνων – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

4.      Συμβάσεις δημοσίων έργων και προμηθειών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων – Σύναψη συμβάσεως κατόπιν διαδικασίας προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών – Υποχρέωση θεσμικού οργάνου να ασκεί την ευχέρεια που διαθέτει να έρχεται σε επαφή με προσφέροντα μετά την αποσφράγιση των προσφορών – Προϋπόθεση

(Κανονισμός 2342/2002 της Επιτροπής, άρθρο 148 § 3)

5.      Συμβάσεις δημοσίων έργων και προμηθειών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων – Διαδικασία προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών

(Κανονισμός 1605/2002 του Συμβουλίου, άρθρο 89 § 1 και 100 § 2, εδ. 2· οδηγία 2004/18 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 2)

6.      Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Έλλειψη νομιμότητας – Ζημία – Αιτιώδης σύνδεσμος – Δεν πληρούται μία εκ των προϋποθέσεων – Απόρριψη της αγωγής αποζημιώσεως στο σύνολό της

(Άρθρο 288, εδ. 2, ΕΚ)

1.      Όταν πρόκειται για ενδιάμεσα μέτρα σκοπός των οποίων είναι η προετοιμασία της αποφάσεως που αφορά τη σύναψη δημοσίας συμβάσεως κατόπιν αξιολογήσεως των υποβληθεισών προσφορών, η οποία λαμβάνεται στο πλαίσιο εσωτερικής διαδικασίας περιλαμβάνουσας περισσότερα στάδια, οι εκθέσεις αξιολογήσεως δεν μπορούν να προσβληθούν αυτές καθαυτές με προσφυγή ακυρώσεως. Η προσφυγή αυτού του είδους μπορεί να βάλλει μόνον κατά του μέτρου που εκφράζει την οριστική θέση της Επιτροπής κατά το πέρας αυτής της εσωτερικής διαδικασίας.

(βλ. σκέψη 28)

2.      Η ασκούμενη από φυσικό ή νομικό πρόσωπο προσφυγή ακυρώσεως είναι παραδεκτή μόνο στον βαθμό που ο προσφεύγων έχει συμφέρον από την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως. Ένα τέτοιο συμφέρον προϋποθέτει ότι η ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως είναι ικανή αυτή καθαυτή να επαχθεί έννομες συνέπειες και ότι η προσφυγή μπορεί, ως εκ του αποτελέσματός της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε.

(βλ. σκέψη 33)

3.      Η Επιτροπή διαθέτει σημαντική εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να ληφθεί απόφαση συνάψεως δημοσίας συμβάσεως βάσει διαγωνισμού. Διαθέτει επίσης ευρεία εξουσία εκτιμήσεως για τον καθορισμό τόσο του περιεχομένου όσο και της εφαρμογής των κανόνων που ισχύουν ως προς τη σύναψη δημοσίας συμβάσεως βάσει διαγωνισμού. Εξάλλου, μολονότι η αναθέτουσα αρχή οφείλει να συντάσσει με ακρίβεια και σαφήνεια τους όρους μιας προσκλήσεως υποβολής προσφορών, δεν υποχρεούται, εντούτοις, να λαμβάνει υπόψη όλες τις περιπτώσεις που ενδέχεται να ανακύψουν στην πράξη, όσο σπάνιες κι αν είναι αυτές. Οι όροι που προβλέπονται στη συγγραφή υποχρεώσεων πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με το αντικείμενο, το σύστημα και το γράμμα τους. Σε περίπτωση αμφιβολίας, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να εκτιμήσει τη δυνατότητα εφαρμογής ενός τέτοιου όρου, εξετάζοντας κάθε περίπτωση χωριστά και λαμβάνοντας υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία. Δεδομένης της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως της Επιτροπής, ο δικαστικός έλεγχος πρέπει να περιορίζεται στον έλεγχο της τηρήσεως των κανόνων διαδικασίας και αιτιολογήσεως καθώς και στον έλεγχο της ουσιαστικής ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών, της ελλείψεως προδήλου πλάνης εκτιμήσεως και της καταχρήσεως εξουσίας. Στο πλαίσιο ενός τέτοιου ελέγχου, εναπόκειται στον κοινοτικό δικαστή να εκτιμήσει, μεταξύ άλλων, εάν είναι ορθή η εκ μέρους της Επιτροπής ως αναθέτουσας αρχής ερμηνεία ενός όρου που περιέχεται στη συγγραφή υποχρεώσεων.

(βλ. σκέψεις 49-53)

4.      Το άρθρο 148, παράγραφος 3, του κανονισμού 2342/2002 για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του δημοσιονομικού κανονισμού παρέχει στα θεσμικά όργανα την ευχέρεια να έρχονται με δική τους πρωτοβουλία σε επαφή με τον υποψήφιο στην περίπτωση που μια προσφορά χρήζει επεξηγήσεως ή αν πρόκειται για διόρθωση ουσιαστικών λαθών που παρεισέφρησαν κατά τη σύνταξη της προσφοράς. Επομένως, η διάταξη αυτή δεν έχει την έννοια ότι επιβάλλει στα θεσμικά όργανα, στις εξαιρετικές και περιορισμένες περιπτώσεις που ορίζει, την υποχρέωση να έρχονται σε επαφή με τους υποψηφίους.

Το αντίθετο θα μπορούσε να ισχύει μόνο στην περίπτωση που, βάσει των γενικών αρχών του δικαίου, η ευχέρεια αυτή θα μπορούσε να έχει ως επακόλουθο την υποχρέωση της Επιτροπής να έρχεται σε επαφή με τους υποψηφίους. Τούτο ισχύει, μεταξύ άλλων, όταν το κείμενο μιας προσφοράς είναι ασαφές και από τις περιστάσεις της υποθέσεως της οποίας επιλαμβάνεται η Επιτροπή προκύπτει ότι η ασάφεια μπορεί, πιθανώς, να εξηγηθεί με απλό τρόπο και να αρθεί εύκολα. Στην περίπτωση αυτή, η εκ μέρους της Επιτροπής απόρριψη μιας προσφοράς χωρίς να ασκήσει το δικαίωμά της να ζητήσει την παροχή διευκρινίσεων αντιβαίνει, κατ’ αρχήν, στην αρχή της χρηστής διοικήσεως. Η αναγνώριση, υπό τις περιστάσεις αυτές, της απόλυτης διακριτικής ευχέρειάς της θα ήταν αντίθετη προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

Επιπλέον, η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί οι πράξεις των θεσμικών οργάνων να μην υπερβαίνουν τα όρια του καταλλήλου και του αναγκαίου για την επίτευξη των σκοπών που νομίμως επιδιώκει η οικεία ρύθμιση, εξυπακουομένου ότι, οσάκις υφίσταται επιλογή μεταξύ περισσοτέρων καταλλήλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο καταναγκαστικό, τα δε προκύπτοντα μειονεκτήματα δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα προς τους επιδιωκομένους σκοπούς.

Εντούτοις, είναι εξίσου σημαντικό, χάριν της ασφάλειας δικαίου, να είναι η Επιτροπή σε θέση να γνωρίζει με ακρίβεια το περιεχόμενο της προσφοράς που υποβάλλεται στο πλαίσιο μιας διαδικασίας προσκλήσεως υποβολής προσφορών, καθώς και, μεταξύ άλλων, αν αυτή είναι σύμφωνη προς τους όρους που περιέχονται στη συγγραφή υποχρεώσεων. Έτσι, όταν μια προσφορά δεν είναι σαφής και η Επιτροπή δεν έχει τη δυνατότητα να διαπιστώσει, ταχέως και αποτελεσματικώς, σε τι πραγματικά αντιστοιχεί, το θεσμικό όργανο δεν έχει άλλη επιλογή από το να απορρίψει την προσφορά αυτή.

Εναπόκειται, τελικώς, στον κοινοτικό δικαστή να εκτιμήσει αν οι απαντήσεις ενός υποψηφίου σε αίτημα της αναθέτουσας αρχής για παροχή διευκρινίσεων συνιστούν διευκρινίσεις επί του περιεχομένου της προσφοράς του ή αν οι απαντήσεις του υπερβαίνουν το πλαίσιο αυτό τροποποιώντας το περιεχόμενο της προσφοράς αυτής υπό το πρίσμα των όρων που περιέχει η συγγραφή υποχρεώσεων.

(βλ. σκέψεις 54-59)

5.      Η αρχή της διαφάνειας, η οποία προβλέπεται τόσο στο άρθρο 89, παράγραφος 1, του κανονισμού 1605/2002 για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων όσο και στο άρθρο 2 της οδηγίας 2004/18 περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, πρέπει να συμβιβάζεται με την προστασία του δημοσίου συμφέροντος, των θεμιτών εμπορικών συμφερόντων δημόσιων ή ιδιωτικών επιχειρήσεων και τον θεμιτό ανταγωνισμό, που δικαιολογεί την προβλεπόμενη στο άρθρο 100, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του δημοσιονομικού κανονισμού δυνατότητα της αναθέτουσας αρχής να παραλείπει τη γνωστοποίηση ορισμένων στοιχείων σε απορριφθέντα υποψήφιο, όταν η παράλειψη αυτή είναι αναγκαία για τη διασφάλιση των απαιτήσεων αυτών.

(βλ. σκέψη 84)

6.      Η βασιμότητα μιας αγωγής αποζημιώσεως που ασκείται βάσει του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων, ήτοι του παράνομου χαρακτήρα της προσαπτόμενης στο θεσμικό όργανο συμπεριφοράς, του υποστατού της ζημίας και της υπάρξεως αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προβαλλόμενης συμπεριφοράς και της ζημίας της οποίας έγινε επίκληση. Αν δεν πληρούται μια από τις προϋποθέσεις αυτές, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, χωρίς να χρειάζεται να εξετασθούν οι λοιπές προϋποθέσεις.

(βλ. σκέψη 91)