Language of document : ECLI:EU:C:2021:1019

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΡΑΝΤΟΥ

της 16ης Δεκεμβρίου 2021 (1)

Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C562/21 PPU και C563/21 PPU

X (C562/21 PPU)

Y (C563/21 PPU)

κατά

Openbaar Ministerie

[αιτήσεις του rechtbank Άμστερνταμ
(πλημμελειοδικείου Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Επείγουσα προδικαστική διαδικασία – Αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης – Απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ – Άρθρο 1, παράγραφος 3 – Παράδοση εκζητούμενων προσώπων στη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος – Λόγοι μη εκτέλεσης – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 47 – Δικαίωμα πρόσβασης σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο – Συστημικές ή γενικευμένες πλημμέλειες όσον αφορά την ανεξαρτησία της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος – Έλλειψη αποτελεσματικής δικαστικής προσφυγής για την αμφισβήτηση του κύρους του διορισμού δικαστών στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος – Σοβαρός κίνδυνος προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη του προσώπου για το οποίο εκδίδεται το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης – Κριτήρια ελέγχου της ανεξαρτησίας από τη δικαστική αρχή εκτέλεσης»






I.      Εισαγωγή

1.        Οι υπό κρίση αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως, τις οποίες υπέβαλε το rechtbank Amsterdam (πλημμελειοδικείο Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες), αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ (2), σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), και, ειδικότερα, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης (ΕΕΣ) μπορεί να αρνηθεί την παράδοση του εκζητούμενου προσώπου λόγω του κινδύνου προσβολής του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη ενώπιον ανεξάρτητου δικαστηρίου στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος (3).

2.        Το βασικό ζητούμενο στις υπό κρίση υποθέσεις είναι να διευκρινιστεί, υπό το πρίσμα των παραδοχών των αποφάσεων του Δικαστηρίου της 25ης Ιουλίου 2018, Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος) (4), και της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Openbaar Ministerie (Ανεξαρτησία της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος) (5), αν και σε ποιο βαθμό η ύπαρξη συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών αναφορικά με την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος μπορεί, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, να οδηγήσει τη δικαστική αρχή εκτέλεσης να μην επιτρέψει την παράδοση του εκζητούμενου προσώπου.

3.        Οι υποθέσεις αυτές ανάγονται στις πρόσφατες εξελίξεις και μεταρρυθμίσεις του πολωνικού δικαστικού συστήματος (στο εξής: αμφιλεγόμενες μεταρρυθμίσεις) (6), στο πλαίσιο των οποίων το Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι πλείονες εκ των διατάξεων που θέσπισε ο Πολωνός νομοθέτης δεν συνάδουν με το δίκαιο της Ένωσης (7) και ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας παρέβη από πολλές απόψεις τις υποχρεώσεις που υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης (8) (στο εξής, αδιακρίτως: νομολογία σχετικά με την ανεξαρτησία του πολωνικού δικαστικού συστήματος) (9). Σε αυτή τη συγκυρία, η πρόσφατη απόφαση του Trybunał Konstytucyjny (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Πολωνία) της 7ης Οκτωβρίου 2021 (K 3/21) (στο εξής: απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου), η οποία είναι μεταγενέστερη των αποφάσεων περί παραπομπής, δημιουργεί περαιτέρω προβλήματα στο αιτούν δικαστήριο (10).

4.        Αφού αναλύσω τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου, θα εξετάσω υπό ποιες προϋποθέσεις οι συστημικές ή γενικευμένες πλημμέλειες όσον αφορά την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος, και δη η παρέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας κατά τον διορισμό των δικαστών, ενδέχεται να επηρεάσουν την προσωπική κατάσταση των εκζητούμενων προσώπων μετά την παράδοσή τους και μπορούν, συνεπώς, να δικαιολογήσουν τη μη παράδοσή τους από τη δικαστική αρχή εκτέλεσης.

II.    Το νομικό πλαίσιο

Α.      Το δίκαιο της Ένωσης

1.      Η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση

5.        Το άρθρο 2 ΣΕΕ έχει ως εξής:

«Η Ένωση βασίζεται στις αξίες του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου, καθώς και του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες. Οι αξίες αυτές είναι κοινές στα κράτη μέλη εντός κοινωνίας που χαρακτηρίζεται από τον πλουραλισμό, την απαγόρευση των διακρίσεων, την ανοχή, τη δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη και την ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών.»

6.        Το άρθρο 7 ΣΕΕ ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Το Συμβούλιο δύναται, βάσει αιτιολογημένης προτάσεως του ενός τρίτου των κρατών μελών, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αποφασίζοντας με την πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων των μελών του και κατόπιν της έγκρισης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, να διαπιστώσει την ύπαρξη σαφούς κινδύνου σοβαρής παραβίασης από κράτος μέλος των αξιών του άρθρου 2. Το Συμβούλιο, προτού προβεί στη διαπίστωση αυτή, ακούει το εν λόγω κράτος μέλος και δύναται, αποφασίζοντας με την ίδια διαδικασία, να του απευθύνει συστάσεις.

Το Συμβούλιο επαληθεύει τακτικά ότι εξακολουθούν να ισχύουν οι λόγοι που οδήγησαν στη διαπίστωση αυτή.

2.      Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα μετά από πρόταση του ενός τρίτου των κρατών μελών ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και αφού λάβει την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, δύναται να διαπιστώσει την ύπαρξη σοβαρής και διαρκούς παραβίασης από κράτος μέλος των αξιών του άρθρου 2, αφού καλέσει το εν λόγω κράτος μέλος να υποβάλει τις παρατηρήσεις του.

3.      Εφόσον γίνει η αναφερόμενη στην παράγραφο 2 διαπίστωση, το Συμβούλιο δύναται να αποφασίζει, με ειδική πλειοψηφία, την αναστολή ορισμένων δικαιωμάτων τα οποία απορρέουν από την εφαρμογή των Συνθηκών ως προς το εν λόγω κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων ψήφου του αντιπροσώπου της κυβέρνησης αυτού του κράτους μέλους στο Συμβούλιο. Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Συμβούλιο λαμβάνει υπόψη τις πιθανές συνέπειες μιας τέτοιας αναστολής στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις φυσικών και νομικών προσώπων.

Οι υποχρεώσεις του εν λόγω κράτους μέλους, δυνάμει των Συνθηκών, εξακολουθούν, εντούτοις, να δεσμεύουν αυτό το κράτος μέλος.

4.      Το Συμβούλιο δύναται να αποφασίσει, εν συνεχεία, με ειδική πλειοψηφία, να μεταβάλει ή να ανακαλέσει μέτρα που έχουν ληφθεί σύμφωνα με την παράγραφο 3, ανάλογα με τις μεταβολές της καταστάσεως, η οποία οδήγησε στην επιβολή τους.

5.      Ο τρόπος ψηφοφορίας που, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, εφαρμόζεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και στο Συμβούλιο καθορίζεται στο άρθρο 354 [ΣΛΕΕ].»

7.        Το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης.»

2.      Ο Χάρτης

8.        Το άρθρο 47 του Χάρτη, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου», προβλέπει τα ακόλουθα:

«Κάθε πρόσωπο του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης, έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικασθεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και εντός εύλογης προθεσμίας, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως. Κάθε πρόσωπο έχει τη δυνατότητα να συμβουλεύεται δικηγόρο και να του αναθέτει την υπεράσπιση και εκπροσώπησή του.

[…]»

3.      Η απόφαση-πλαίσιο 2002/584

9.        Οι αιτιολογικές σκέψεις 5, 6, 10 και 12 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 έχουν ως εξής:

«(5)      Ο στόχος που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση, να αποτελέσει ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, συνεπάγεται την κατάργηση της έκδοσης μεταξύ κρατών μελών και την αντικατάστασή της από σύστημα παράδοσης μεταξύ δικαστικών αρχών. Εξάλλου, η εισαγωγή ενός νέου απλουστευμένου συστήματος παράδοσης προσώπων που έχουν καταδικαστεί ή είναι ύποπτα, προς το σκοπό της εκτέλεσης καταδικαστικών ποινικών αποφάσεων ή ποινικής δίωξης επιτρέπει να αρθούν η πολυπλοκότητα και το ενδεχόμενο καθυστερήσεων που είναι εγγενή στις ισχύουσες διαδικασίες έκδοσης. Οι κλασικές σχέσεις συνεργασίας που ισχύουν μέχρι σήμερα μεταξύ κρατών μελών θα πρέπει να δώσουν τη θέση τους σε σύστημα ελεύθερης κυκλοφορίας τόσο των προδικαστικών όσο και των οριστικών ποινικών αποφάσεων, σε ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.

(6)      Το [ΕΕΣ] το οποίο προβλέπει η παρούσα απόφαση-πλαίσιο αποτελεί την πρώτη περίπτωση συγκεκριμένης εφαρμογής, στον τομέα του ποινικού δικαίου, της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης που έχει χαρακτηρισθεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ως “ακρογωνιαίος λίθος” της δικαστικής συνεργασίας.

[…]

(10)      Ο μηχανισμός του [ΕΕΣ] βασίζεται σε υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών. Η εφαρμογή του εν λόγω μηχανισμού δύναται να ανασταλεί μόνον στην περίπτωση σοβαρής και διαρκούς παραβίασης από κράτος μέλος των αρχών που διατυπώνονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 [ΣΕΕ], η οποία διαπιστώνεται από το Συμβούλιο κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7 παράγραφος 1 της εν λόγω συνθήκης με τις συνέπειες που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου.

[…]

(12)      Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται από το άρθρο 6 [ΣΕΕ] και εκφράζονται στο [Χάρτη], ιδίως δε στο κεφάλαιο VI αυτού. Καμία από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαίσιο δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο ώστε να απαγορεύει την άρνηση παράδοσης προσώπου για το οποίο έχει εκδοθεί [ΕΕΣ] εφόσον αντικειμενικά στοιχεία δείχνουν ότι το [ΕΕΣ] εκδίδεται προς το σκοπό της δίωξης ή τιμωρίας προσώπου λόγω του φύλου, της φυλής, της θρησκείας, της εθνοτικής καταγωγής, της ιθαγένειας, της γλώσσας, των πολιτικών φρονημάτων ή του γενετήσιου προσανατολισμού [του] ή ότι η θέση του προσώπου αυτού μπορεί να επιδεινωθεί για οποιονδήποτε από τους προαναφερόμενους λόγους.»

10.      Το άρθρο 1 της αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμός και υποχρέωση εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης», έχει ως εξής:

«1.      Το [ΕΕΣ] είναι [απόφαση δικαστικής αρχής] η οποία εκδίδεται από κράτος μέλος προς το σκοπό της σύλληψης και της παράδοσης από άλλο κράτος μέλος προσώπου που καταζητείται για την άσκηση ποινικής δίωξης ή για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικών της ελευθερίας.

2.      Τα κράτη μέλη εκτελούν κάθε [ΕΕΣ] βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαίσιο.

3.      H παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως διατυπώνονται στο άρθρο 6 [ΣΕΕ].»

11.      Στα άρθρα 3, 4 και 4α της αποφάσεως-πλαισίου απαριθμούνται οι λόγοι υποχρεωτικής και προαιρετικής μη εκτέλεσης του ΕΕΣ.

12.      Το άρθρο 15 της αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Απόφαση για την παράδοση», προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.      Η δικαστική αρχή εκτέλεσης αποφασίζει, εντός των προθεσμιών και υπό τους όρους που καθορίζονται στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο, για την παράδοση του προσώπου.

2.      Εάν η δικαστική αρχή εκτέλεσης κρίνει ότι οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος δεν αρκούν ώστε να της επιτρέψουν να αποφασίσει για την παράδοση, ζητεί την κατεπείγουσα προσκόμιση των απαραίτητων συμπληρωματικών πληροφοριών, ιδίως σε σχέση με τα άρθρα 3 έως 5 και το άρθρο 8, και μπορεί να τάξει προθεσμία για την παραλαβή τους, λαμβάνοντας υπόψη της ότι είναι αναγκαίο να τηρηθούν οι προθεσμίες που ορίζονται στο άρθρο 17.

3.      Η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος μπορεί να διαβιβάζει οποτεδήποτε στη δικαστική αρχή εκτέλεσης κάθε επιπλέον χρήσιμη πληροφορία.»

Β.      Το ολλανδικό δίκαιο

13.      Ο Overleveringswet (νόμος περί παραδόσεως), της 29ης Απριλίου 2004 (11), όπως τροποποιήθηκε πρόσφατα με τον νόμο της 17ης Μαρτίου 2021 (12), μεταφέρει στο ολλανδικό δίκαιο την απόφαση-πλαίσιο 2002/584.

14.      Το άρθρο 1 του νόμου περί παραδόσεως έχει ως εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, νοούνται ως:

[…]

g)      δικαστήριο: το πλημμελειοδικείο Άμστερνταμ·

[…]».

15.      Το άρθρο 11 του νόμου αυτού προβλέπει στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:

«Δεν εκτελείται [ΕΕΣ] σε περιπτώσεις στις οποίες, κατά το δικαστήριο, συντρέχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι, μετά την παράδοσή του, το εκζητούμενο πρόσωπο διατρέχει πραγματικό κίνδυνο προσβολής των κατοχυρωμένων στον [Χάρτη] θεμελιωδών δικαιωμάτων του.»

16.      Το άρθρο 26 του εν λόγω νόμου ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Το δικαστήριο εξετάζει […] τη δυνατότητα παραδόσεως. […]»

17.      Το άρθρο 28 του ιδίου νόμου ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Το δικαστήριο αποφαίνεται επί της παραδόσεως το αργότερο εντός δεκατεσσάρων ημερών από την περάτωση της διαδικασίας ακρόασης των ενδιαφερομένων. Η απόφαση του δικαστηρίου είναι αιτιολογημένη.

2.      Αν διαπιστώσει […] ότι η παράδοση δεν μπορεί να επιτραπεί […], το δικαστήριο οφείλει να την αρνηθεί με την απόφασή του.

3.      Σε περιπτώσεις πλην των προβλεπομένων στην παράγραφο 2, το δικαστήριο επιτρέπει την παράδοση με την απόφασή του, εκτός εάν εκτιμά ότι το [ΕΕΣ] δεν πρέπει να εκτελεστεί, βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 1 […].»

III. Οι διαφορές των κύριων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα

Α.      Υπόθεση C-562/21 PPU

18.      Στις 6 Απριλίου 2021 εκδόθηκε ΕΕΣ από πολωνική δικαστική αρχή εις βάρος του Πολωνού υπηκόου Χ, με αντικείμενο τη σύλληψη και την παράδοσή του στην αρχή αυτή προς εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής που του είχε επιβληθεί, για τα εγκλήματα της εκβίασης και της απειλής βίας, με αμετάκλητη δικαστική απόφαση της 30ής Ιουνίου 2020.

19.      Ο ενδιαφερόμενος τέθηκε υπό προσωρινή κράτηση έως την έκδοση της αποφάσεως του rechtbank Amsterdam (πλημμελειοδικείου Άμστερνταμ), δηλαδή του αιτούντος δικαστηρίου, σχετικά με την παράδοσή του και δεν συγκατατέθηκε σε αυτήν.

20.      Το ως άνω δικαστήριο, ενώπιον του οποίου υποβλήθηκε αίτηση εκτέλεσης του ΕΕΣ, διαπίστωσε την ύπαρξη συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών όσον αφορά την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος, οι οποίες συνεπάγονται πραγματικό κίνδυνο προσβολής του δικαιώματος σε ανεξάρτητο δικαστήριο, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, παράγραφος 2, του Χάρτη ως στοιχείο του ουσιώδους περιεχομένου του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη.

21.      Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι, μολονότι υπήρχε η δυνατότητα, σε σχέση με εκζητούμενο πρόσωπο του οποίου ζητήθηκε η παράδοση προς εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής ή στερητικού της ελευθερίας μέτρου, να διευκρινιστεί, κατά τη διαδικασία παραδόσεως, ποιοι δικαστές του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος συμμετείχαν στη δίκη του, εντούτοις ο εκζητούμενος δεν μπορεί να προσβάλει αποτελεσματικώς, μετά την παράδοσή του, το κύρος του διορισμού δικαστή ή τη νομιμότητα της άσκησης από τον δικαστή των δικαιοδοτικών του καθηκόντων, λόγω της νομοθεσίας που τέθηκε σε ισχύ στις 14 Φεβρουαρίου 2020 (13).

22.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το rechtbank Amsterdam (πλημμελειοδικείο Άμστερνταμ) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Ποιο κριτήριο πρέπει να εφαρμόσει δικαστήριο το οποίο καλείται να αποφανθεί σχετικά με την εφαρμογή ΕΕΣ ενόψει της εκτέλεσης αμετάκλητης στερητικής της ελευθερίας ποινής ή αμετάκλητου στερητικού της ελευθερίας μέτρου, όταν εξετάζει αν, στο κράτος μέλος έκδοσης, προσεβλήθη το δικαίωμα σε δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως κατά τη δίκη που είχε ως αποτέλεσμα την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης εις βάρος του εκζητούμενου προσώπου, τη στιγμή που, στο εν λόγω κράτος μέλος, δεν υφίσταται αποτελεσματική δικαστική προσφυγή κατά ενδεχόμενης προσβολής του εν λόγω δικαιώματος;»

Β.      Υπόθεση C-563/21 PPU

23.      Κατά του Πολωνού υπηκόου Υ έχουν εκδοθεί από πολωνικές δικαστικές αρχές έξι ΕΕΣ, με αντικείμενο τη σύλληψη και την παράδοσή του σε αυτές. Δύο ΕΕΣ εκδόθηκαν με σκοπό την εκτέλεση στερητικών της ελευθερίας ποινών και τα υπόλοιπα τέσσερα ΕΕΣ εκδόθηκαν στο πλαίσιο της άσκησης ποινικής δίωξης για διάφορες αξιόποινες πράξεις, μεταξύ των οποίων και για απάτη. Η προδικαστική παραπομπή από το αιτούν δικαστήριο αφορά το ΕΕΣ που εκδόθηκε σε σχέση με το τελευταίο αδίκημα, στις 7 Απριλίου 2020.

24.      Ο ενδιαφερόμενος τέθηκε υπό προσωρινή κράτηση έως την έκδοση της αποφάσεως του rechtbank Amsterdam (πλημμελειοδικείου Άμστερνταμ), δηλαδή του αιτούντος δικαστηρίου, σχετικά με την παράδοσή του και δεν συγκατατέθηκε σε αυτήν.

25.      Το ως άνω δικαστήριο, ενώπιον του οποίου υποβλήθηκε αίτηση εκτέλεσης του ΕΕΣ, διαπίστωσε, όπως και στην υπόθεση C-562/21 PPU, την ύπαρξη συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών όσον αφορά την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος, οι οποίες συνεπάγονται πραγματικό κίνδυνο προσβολής του δικαιώματος σε ανεξάρτητο δικαστήριο, κατά την έννοια του άρθρου 47, παράγραφος 2, του Χάρτη (14).

26.      Επιπλέον, αφενός, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι δεν υπάρχει δυνατότητα, σε σχέση με εκζητούμενο πρόσωπο του οποίου ζητήθηκε η παράδοση για την άσκηση ποινικής δίωξης, να διευκρινιστεί, κατά τη διαδικασία παραδόσεως, ποιοι δικαστές του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος θα εξετάσουν την υπόθεσή του μετά την παράδοσή του, διότι οι υποθέσεις ανατίθενται τυχαία στους δικαστές του δικαστηρίου και, επομένως, ο εκζητούμενος αδυνατεί στην πράξη να επικαλεστεί, κατά τρόπο εξατομικευμένο, τις πλημμέλειες που έχουν τυχόν διαπραχθεί κατά τον διορισμό ενός ή περισσοτέρων δικαστών. Αφετέρου, το ίδιο δικαστήριο διαπίστωσε ότι το εκζητούμενο πρόσωπο δεν μπορεί να προσβάλει αποτελεσματικώς, μετά την παράδοσή του, το κύρος του διορισμού δικαστή ή τη νομιμότητα της άσκησης από τον δικαστή των δικαιοδοτικών του καθηκόντων, λόγω της νομοθεσίας που τέθηκε σε ισχύ στις 14 Φεβρουαρίου 2020 (15).

27.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το rechtbank Amsterdam (πλημμελειοδικείο Άμστερνταμ) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Πρέπει να εφαρμόζεται το κριτήριο που τέθηκε με την απόφαση [Minister for Justice and Equality] και επιβεβαιώθηκε με την απόφαση [Openbaar Ministerie] όταν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος το ενδιαφερόμενο πρόσωπο να δικαστεί από δικαστήριο το οποίο δεν έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως;

2)      Πρέπει να εφαρμόζεται το κριτήριο που τέθηκε με την απόφαση [Minister for Justice and Equality] και επιβεβαιώθηκε με την απόφαση [Openbaar Ministerie] όταν εκζητούμενο πρόσωπο το οποίο βάλλει κατά της παράδοσής του δεν πληροί το εν λόγω κριτήριο, καθότι δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί, κατά τον συγκεκριμένο χρόνο, η σύνθεση των δικαστηρίων από τα οποία θα δικαστεί, λόγω της τυχαίας ανάθεσης των υποθέσεων;

3)      Συνιστά η έλλειψη αποτελεσματικής προσφυγής για την αμφισβήτηση του κύρους του διορισμού των δικαστών στην Πολωνία, υπό συνθήκες στις οποίες προκύπτει ότι το εκζητούμενο πρόσωπο δεν μπορεί να αποδείξει, κατά τον συγκεκριμένο χρόνο, ότι τα δικαστήρια από τα οποία θα δικαστεί θα απαρτίζονται από μη εγκύρως διορισμένα πρόσωπα, προσβολή ουσιώδους στοιχείου του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, η οποία συνεπάγεται την υποχρέωση του κράτους μέλους εκτέλεσης να αρνηθεί την παράδοση του εκζητούμενου προσώπου;»

IV.    Η επείγουσα προδικαστική διαδικασία

28.      Το πρώτο τμήμα του Δικαστηρίου αποφάσισε, στις 30 Σεπτεμβρίου 2021, να δεχθεί το αίτημα του αιτούντος δικαστηρίου να εκδικαστούν οι δύο υπό κρίση υποθέσεις με την επείγουσα προδικαστική διαδικασία. Tο Δικαστήριο διαπίστωσε ειδικότερα, αφενός, ότι τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία αποφάσεως-πλαισίου που εμπίπτει στον τίτλο V του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ και, αφετέρου, ότι το αιτούν δικαστήριο είχε αναφέρει ότι οι X και Y τελούσαν υπό κράτηση στις Κάτω Χώρες έως την έκδοση των αποφάσεών του σχετικά με την παράδοσή τους.

29.      Το Δικαστήριο αποφάσισε επίσης να συνεκδικάσει τις υποθέσεις αυτές λόγω της συνάφειάς τους, προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

30.      Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν ο X, η Openbaar Ministerie (εισαγγελική αρχή, Κάτω Χώρες), η Ολλανδική και η Πολωνική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή. Η Openbaar Ministerie (εισαγγελική αρχή), η Ολλανδική, η Ιρλανδική και η Πολωνική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 16ης Νοεμβρίου 2021.

V.      Ανάλυση

31.      Με τα προδικαστικά ερωτήματα στις δύο υποθέσεις, τα οποία ενδείκνυται να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν, κατ’ εφαρμογήν των αρχών που απορρέουν από τις αποφάσεις Minister for Justice and Equality και Openbaar Ministerie, υποχρεούται να αρνηθεί την παράδοση του εκζητούμενου προσώπου στις ακόλουθες περιπτώσεις:

–        αφενός, σε περίπτωση ΕΕΣ εκδοθέντος για την εκτέλεση αμετάκλητης στερητικής της ελευθερίας ποινής ή αμετάκλητου στερητικού της ελευθερίας μέτρου, όταν, στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος, i) το δικαίωμα σε δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως προσβλήθηκε κατά τη δίκη η οποία είχε ως αποτέλεσμα την έκδοση της καταδικαστικής αποφάσεως και ii) δεν υφίσταται δικαστική προσφυγή κατά ενδεχόμενης προσβολής του συγκεκριμένου δικαιώματος (16

–        αφετέρου, σε περίπτωση ΕΕΣ εκδοθέντος για την άσκηση ποινικής δίωξης, όταν i) συντρέχει πραγματικός κίνδυνος, στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος, να δικαστεί ο εκζητούμενος από δικαστήριο το οποίο δεν έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως (17), ii) ο εκζητούμενος δεν μπορεί να γνωρίζει τη σύνθεση των δικαστηρίων ενώπιον των οποίων θα δικαστεί, επειδή οι υποθέσεις ανατίθενται τυχαία (18) και iii) δεν υφίσταται αποτελεσματική δικαστική προσφυγή για την αμφισβήτηση του κύρους του διορισμού των δικαστών (19).

32.      Θα ξεκινήσω υπενθυμίζοντας τις αρχές που απορρέουν από την απόφαση‑πλαίσιο 2002/584 και από τη σχετική νομολογία (Α), προτού απαντήσω, εν συνεχεία, στα προδικαστικά ερωτήματα (Β).

Α.      Επί των αρχών που απορρέουν από την απόφαση-πλαίσιο 2002/584 και από τη σχετική νομολογία

33.      Θα υπενθυμίσω αμέσως κατωτέρω τις αρχές τις οποίες θέτουν η απόφαση‑πλαίσιο 2002/584 και η νομολογία όσον αφορά τους λόγους μη εκτέλεσης ΕΕΣ που συνδέονται με τον κίνδυνο προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του εκζητούμενου προσώπου (1), καθώς και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τυχόν πλημμέλεια κατά τον διορισμό δικαστή μπορεί να υπονομεύσει το δικαίωμα των πολιτών σε δίκαιη δίκη (2).

1.      Οι λόγοι μη εκτέλεσης ΕΕΣ που συνδέονται με τον κίνδυνο προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του εκζητούμενου προσώπου

34.      Όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 5, 6, και 10 της αποφάσεως‑πλαισίου 2002/584, με τη θέσπιση του μηχανισμού του ΕΕΣ, ο οποίος συμβάλλει στην εξάλειψη της πολυπλοκότητας και της πιθανότητας καθυστερήσεων που είναι εγγενείς στις διαδικασίες έκδοσης, εξειδικεύεται στον τομέα του ποινικού δικαίου η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, η οποία έχει χαρακτηριστεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ως «ακρογωνιαίος λίθος» της δικαστικής συνεργασίας και βασίζεται σε υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών (20). Η εφαρμογή του μηχανισμού αυτού μπορεί να ανασταλεί μόνο σε περίπτωση σοβαρής και διαρκούς παραβίασης από κράτος μέλος των αρχών του άρθρου 6, παράγραφος 1, ΣΕΕ, η οποία διαπιστώνεται από το Συμβούλιο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 1, της ως άνω Συνθήκης, με τις συνέπειες που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου. Εν πάση περιπτώσει, στην αιτιολογική σκέψη 12 της αποφάσεως-πλαισίου διευκρινίζεται ότι η απόφαση-πλαίσιο σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται από το άρθρο 6 ΣΕΕ και κατοχυρώνονται στον Χάρτη (21).

35.      Το διπλό αυτό «κέντρο βάρους» της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 αντανακλάται στο άρθρο της 1, το οποίο, στη μεν παράγραφο 2, ορίζει ότι τα κράτη μέλη εκτελούν κάθε ΕΕΣ βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου, στη δε παράγραφο 3, καθιστά σαφές ότι η απόφαση-πλαίσιο δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την αλλοίωση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών που κατοχυρώνονται στο άρθρο 6 ΣΕΕ.

36.      Επομένως, οι δικαστικές αρχές εκτέλεσης δεν μπορούν, κατ’ αρχήν, να αρνηθούν την εκτέλεση ΕΕΣ παρά μόνο για τους λόγους που απαριθμούνται εξαντλητικώς στα άρθρα 3 έως 4α της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 (22) ή, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, όταν συντρέχουν «εξαιρετικές περιστάσεις» οι οποίες, λόγω της σοβαρότητάς τους, επιβάλλουν τον περιορισμό των αρχών της αμοιβαίας αναγνώρισης και της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών, στις οποίες βασίζεται η δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις (23).

37.      Προκειμένου να διαπιστωθεί η συνδρομή τέτοιων εξαιρετικών περιστάσεων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η προσβολή ορισμένων θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στον Χάρτη, το Δικαστήριο καθιέρωσε, στην απόφαση Aranyosi και Căldăraru, την εξέταση σε δύο στάδια (στο εξής: εξέταση σε δύο στάδια ή εξέταση (24)):

–        κατά το πρώτο στάδιο, η δικαστική αρχή εκτέλεσης οφείλει να αξιολογήσει τον πραγματικό κίνδυνο προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων, λαμβανομένης υπόψη της γενικής κατάστασης που επικρατεί στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος·

–        κατά το δεύτερο στάδιο, η ίδια αρχή οφείλει να ελέγξει, συγκεκριμένα και με ακρίβεια, αν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος προσβολής θεμελιώδους δικαιώματος του εκζητούμενου προσώπου, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης (25).

38.      Εν συνεχεία, οι αρχές αυτές, και ιδίως η εξέταση σε δύο στάδια, εφαρμόστηκαν στην περίπτωση κατά την οποία, ενόψει της εκτέλεσης ενός ΕΕΣ, συντρέχει κίνδυνος προσβολής του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, λόγω των συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών του δικαστικού συστήματος του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος, εν προκειμένω της Δημοκρατίας της Πολωνίας, οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν την ανεξαρτησία των δικαστών και, επομένως, να στοιχειοθετήσουν προσβολή του δικαιώματος αυτού.

39.      Με την απόφαση Minister for Justice and Equality, η οποία αφορούσε ΕΕΣ που είχε εκδοθεί από τις πολωνικές δικαστικές αρχές για την άσκηση ποινικής δίωξης, το Δικαστήριο έκρινε ότι, ακόμη και όταν, κατόπιν του πρώτου σταδίου εξέτασης, η δικαστική αρχή εκτέλεσης έχει στη διάθεσή της στοιχεία, όπως παραδείγματος χάριν στοιχεία περιλαμβανόμενα σε αιτιολογημένη πρόταση της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, ΣΕΕ λόγω συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών όσον αφορά την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος, τα οποία συντείνουν στην απόδειξη της ύπαρξης πραγματικού κινδύνου προσβολής του ουσιώδους περιεχομένου του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη (26), η αρχή αυτή εξακολουθεί να υποχρεούται, στο πλαίσιο του δεύτερου σταδίου της εξέτασης, να διερευνήσει συγκεκριμένα και με ακρίβεια, εάν συντρέχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι ο ενδιαφερόμενος θα διατρέξει τέτοιο κίνδυνο σε περίπτωση παραδόσεώς του στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος (27). Στο πλαίσιο αυτό, η εν λόγω αρχή πρέπει να λαμβάνει υπόψη κριτήρια που αποτελούν τη βάση για την έκδοση του ΕΕΣ, όπως η προσωπική κατάσταση του ενδιαφερομένου, η φύση του αδικήματος για το οποίο διώκεται και το όλο πραγματικό πλαίσιο (στο εξής: κρίσιμα κριτήρια), καθώς και τις πληροφορίες τις οποίες παρέχει το κράτος μέλος που εξέδωσε το ένταλμα σύλληψης κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 (28).

40.      Στην απόφαση Openbaar Ministerie, η οποία αφορούσε ΕΕΣ που είχε εκδοθεί από τις πολωνικές δικαστικές αρχές για την άσκηση ποινικής δίωξης και για την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής, το Δικαστήριο έκρινε κατ’ αρχάς ότι η δικαστική αρχή εκτέλεσης, ακόμη και όταν έχει στη διάθεσή της στοιχεία που καταδεικνύουν την ύπαρξη συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών όσον αφορά την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος, οι οποίες είτε υφίσταντο κατά τον χρόνο έκδοσης του εντάλματος είτε ανέκυψαν μετά την έκδοση αυτή, δεν μπορεί να αρνηθεί να αναγνωρίσει στο δικαστήριο που εξέδωσε το ΕΕΣ την ιδιότητα της «δικαστικής αρχής έκδοσης», κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 (29). Στη συνέχεια, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η δικαστική αρχή εκτέλεσης, ακόμη και όταν διαπιστώνει την ύπαρξη των συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών για τις οποίες έγινε λόγος, υποχρεούται παρά ταύτα να προχωρήσει στο δεύτερο στάδιο της εξέτασης. Κατά το δεύτερο στάδιο, η ως άνω αρχή οφείλει να εκτιμήσει εάν υφίστανται σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι, σε περίπτωση παραδόσεώς του, το πρόσωπο εις βάρος του οποίου εκδόθηκε ΕΕΣ θα διατρέξει πραγματικό κίνδυνο προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη (30). Ειδικότερα, το Δικαστήριο παρέπεμψε στα κρίσιμα κριτήρια τα οποία διατυπώθηκαν στην απόφαση Minister for Justice and Equality (31), διευκρινίζοντας ότι η δικαστική αρχή εκτέλεσης μπορεί, εντός του όλου πραγματικού πλαισίου της έκδοσης του ΕΕΣ, να λαμβάνει υπόψη δηλώσεις δημοσίων αρχών οι οποίες θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη μεταχείριση που θα επιφυλαχθεί σε συγκεκριμένη ατομική περίπτωση (32).

41.      Κατ’ ουσίαν, με τις προαναφερθείσες αποφάσεις το Δικαστήριο έκρινε ότι, χωρίς να θίγεται η εφαρμογή της αρχής της παραδόσεως του εκζητούμενου προσώπου, η ύπαρξη πραγματικού κινδύνου να προσβληθεί, σε περίπτωση παραδόσεως του προσώπου αυτού στη δικαστική αρχή έκδοσης, το θεμελιώδες δικαίωμά του σε ανεξάρτητο δικαστήριο και, ως εκ τούτου, το ουσιώδες περιεχόμενο του θεμελιώδους δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, έχει ως συνέπεια ότι η δικαστική αρχή εκτέλεσης μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να μην εκτελέσει ΕΕΣ, βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 (33).

42.      Ο έλεγχος του ζητήματος αυτού, ο οποίος πραγματοποιείται μέσω της εξέτασης σε δύο στάδια, προϋποθέτει, κατ’ ουσίαν, μια γενική εκτίμηση της κατάστασης στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος, συνοδευόμενη από εξατομικευμένη εκτίμηση της περίπτωσης του ενδιαφερομένου, από την οποία να προκύπτει ότι ο τελευταίος εκτίθεται συγκεκριμένα σε πραγματικό κίνδυνο προσβολής των επίμαχων θεμελιωδών δικαιωμάτων.

2.      Οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες η πλημμέλεια κατά τον διορισμό δικαστή μπορεί να θίγει το δικαίωμα των πολιτών σε δίκαιη δίκη

43.      Δεδομένου ότι, κατά το αιτούν δικαστήριο, οι συστημικές ή γενικευμένες πλημμέλειες οι οποίες επηρεάζουν το θεμελιώδες δικαίωμα σε δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος αφορούν κυρίως πλημμέλεια κατά τον διορισμό των μελών της δικαστικής εξουσίας (34), θεωρώ σκόπιμο να εκθέσω ακολούθως εν συντομία τις αρχές τις οποίες έχει θέσει η νομολογία του Δικαστηρίου ως προς τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τυχόν πλημμέλεια κατά τον διορισμό δικαστή μπορεί να υπονομεύσει το δικαίωμα των πολιτών σε δίκαιη δίκη.

44.      Με την απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Επανεξέταση Simpson κατά Συμβουλίου και HG κατά Επιτροπής (35), το Δικαστήριο εξέφερε κρίση επί του ζητήματος των συνεπειών που είχε η πλημμέλεια κατά τη διαδικασία διορισμού δικαστή στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης επί του δικαιώματος των διαδίκων σε δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως.

45.      Στην απόφαση εκείνη το Δικαστήριο, μολονότι διαπίστωσε ότι, κατά τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το δικαίωμα κάθε προσώπου να εκδικάζεται η υπόθεσή του από «νομίμως [λειτουργούν]» δικαστήριο, υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, στο οποίο αντιστοιχεί το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη (36), καλύπτει, ως εκ της φύσεώς του, τη διαδικασία διορισμού των δικαστών (37), διευκρίνισε πάντως ότι τυχόν πλημμέλεια κατά τον διορισμό των δικαστών εντός του οικείου δικαστικού συστήματος συνεπάγεται παράβαση του άρθρου 47, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του Χάρτη, όταν είναι τέτοιας φύσεως και σοβαρότητας ώστε να δημιουργείται πραγματικός κίνδυνος να μπορούν άλλες εξουσίες, και δη η εκτελεστική, να ασκήσουν αδικαιολόγητη διακριτική εξουσία θέτοντας υπό διακινδύνευση την ακεραιότητα του αποτελέσματος στο οποίο οδηγεί η διαδικασία διορισμού και δημιουργώντας, ως εκ τούτου, εύλογη αμφιβολία στους πολίτες ως προς την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του οικείου δικαστή ή των οικείων δικαστών, όπερ συμβαίνει όταν πρόκειται για θεμελιώδεις κανόνες που συνδέονται άρρηκτα με την ίδρυση και τη λειτουργία του δικαστικού αυτού συστήματος (38).

46.      Στην προαναφερθείσα απόφαση, το Δικαστήριο διέκρινε μεταξύ, αφενός, της διαδικασίας διορισμού του συγκεκριμένου δικαστή στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης (δηλαδή της πρόσκλησης για υποβολή υποψηφιοτήτων), της οποίας η πλημμέλεια είχε διαπιστωθεί από το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και, αφετέρου, των θεμελιωδών κανόνων σχετικά με τον διορισμό των δικαστών στο εν λόγω δικαστήριο (ήτοι του άρθρου 257, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και του άρθρου 3 του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το γεγονός και μόνον ότι δεν εφαρμόστηκε ορθώς η διαδικασία διορισμού δεν αρκούσε για να αποδειχθεί ότι υπήρξε παράβαση θεμελιώδους κανόνα της διαδικασίας διορισμού των δικαστών στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης τέτοιας φύσεως και σοβαρότητας ώστε να δημιουργείται πραγματικός κίνδυνος να προβεί το Συμβούλιο σε κακή χρήση των εξουσιών του, θέτοντας υπό διακινδύνευση την ακεραιότητα του αποτελέσματος στο οποίο οδήγησε η διαδικασία διορισμού και δημιουργώντας, ως εκ τούτου, εύλογη αμφιβολία στους πολίτες ως προς την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του δικαστή που διορίστηκε στην επίμαχη θέση, ή και του τμήματος στο οποίο αυτός τοποθετήθηκε (39). Οι ίδιες αρχές εφαρμόστηκαν από το Δικαστήριο, σε σχέση με την κατάσταση του πολωνικού δικαστικού συστήματος, στην απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, W.Ż. (Τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου – Διορισμός) (40).

47.      Κατ’ ουσίαν, το συμπέρασμα που αντλείται από τη νομολογία αυτή είναι ότι πλημμέλειες κατά τον διορισμό ορισμένων δικαστών μπορούν να έχουν επιπτώσεις στη συγκεκριμένη κατάσταση των πολιτών όταν δημιουργούν κίνδυνο παρέμβασης της εκτελεστικής εξουσίας στην απονομή της δικαιοσύνης και προκαλούν, συνεπώς, αμφιβολία στους πολίτες ως προς την ανεξαρτησία και την αμεροληψία των ίδιων των δικαστών, καθώς και των δικαστηρίων στα οποία τοποθετούνται. Εκ των ανωτέρω συνάγω ότι, στο πλαίσιο του δεύτερου σταδίου της εξέτασης στις υποθέσεις των κύριων δικών, πρέπει να ελεγχθεί αν η περίπτωση των εκζητούμενων προσώπων, λαμβανομένων υπόψη των κρίσιμων κριτηρίων, παρουσιάζει, για την εκτελεστική εξουσία, ενδιαφέρον που να βαίνει πέραν των περιστάσεων των αδικημάτων τα οποία φέρονται ότι διέπραξαν και να τους εκθέτει σε κίνδυνο μεροληπτικής εξέτασης της υποθέσεώς τους, όπως θα εξηγήσω στη συνέχεια.

Β.      Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

48.      Το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται οι υπό κρίση υποθέσεις είναι σχεδόν πανομοιότυπο με εκείνο που αφορούσαν οι αποφάσεις Minister for Justice and Equality και Openbaar Ministerie, καθώς και με εκείνο της εκκρεμούς υποθέσεως C-480/21, Minister for Justice and Equality (41). Το ζήτημα είναι η εκτέλεση ΕΕΣ που εκδόθηκε από τις πολωνικές δικαστικές αρχές για την άσκηση ποινικής δίωξης ή εκτέλεσης στερητικής της ελευθερίας ποινής. Όπως ήδη επισημάνθηκε, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, με τα προδικαστικά ερωτήματα, αν και με ποιον τρόπο πρέπει να εφαρμόσει το δεύτερο στάδιο της εξέτασης (42) στο ειδικό πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως.

1.      Επί του πρώτου σταδίου της εξέτασης

49.      Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, το πρώτο στάδιο της εξέτασης, το αιτούν δικαστήριο, χωρίς να υποβάλει σχετικό προδικαστικό ερώτημα, διαπιστώνει την ύπαρξη συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών όσον αφορά την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος, οι οποίες υφίσταντο κατά τον χρόνο έκδοσης του ΕΕΣ, εξακολουθούν να υφίστανται και επιδεινώνονται μάλιστα διαρκώς κατά τα τελευταία έτη. Το αιτούν δικαστήριο στηρίζει τη διαπίστωση αυτή κυρίως στο γεγονός ότι, δυνάμει του νόμου της 8ης Δεκεμβρίου 2017 (43), για την τροποποίηση του νόμου περί του KRS και ορισμένων άλλων νόμων, οι δικαστές διορίζονται πλέον κατόπιν προτάσεως του KRS, καθώς και στην αδυναμία του προσώπου το οποίο υπόκειται σε διαδικασία παραδόσεως να αμφισβητήσει αποτελεσματικώς το κύρος του διορισμού δικαστή ή τη νομιμότητα της άσκησης από τον δικαστή των δικαιοδοτικών του καθηκόντων δυνάμει της νομοθεσίας που τέθηκε σε ισχύ στις 14 Φεβρουαρίου 2020 (44).

50.      Χωρίς να θέλω να υπεισέλθω στις αρμοδιότητες του αιτούντος δικαστηρίου και υπό την επιφύλαξη του ελέγχου στον οποίο θα πρέπει αυτό να προβεί, εξετάζοντας κατά πόσον εξακολουθεί να ισχύει η ως άνω ανάλυση και πώς εξελίσσεται ενδεχομένως η κατάσταση σε εθνικό επίπεδο (45), μπορώ κατ’ αρχήν να συμφωνήσω, υπό το πρίσμα της νομολογίας σχετικά με την ανεξαρτησία του πολωνικού δικαστικού συστήματος, με τις διαπιστώσεις του αιτούντος δικαστηρίου (46).

2.      Επί του δεύτερου σταδίου της εξέτασης

51.      Όσον αφορά το δεύτερο στάδιο της εξέτασης, το Δικαστήριο καλείται να αποσαφηνίσει την εφαρμογή των κρίσιμων κριτηρίων στην περίπτωση, αφενός, της εκτέλεσης ΕΕΣ που εκδόθηκε για την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής ή στερητικού της ελευθερίας μέτρου και, αφετέρου, της εκτέλεσης ΕΕΣ που εκδόθηκε για την άσκηση ποινικής δίωξης (47).

52.      Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν οι συστημικές ή γενικευμένες πλημμέλειες όσον αφορά την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος, όταν συνεπάγονται ή ενδέχεται να συνεπάγονται συγκεκριμένες πλημμέλειες κατά τον διορισμό των δικαστών που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση σε βάρος του εκζητούμενου προσώπου ή που θα το δικάσουν μετά την παράδοσή του, μπορούν να επιφέρουν, εν προκειμένω, προσβολή του δικαιώματος του προσώπου αυτού για πρόσβαση σε ανεξάρτητο δικαστήριο, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του Χάρτη. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, η δικαστική αρχή εκτέλεσης οφείλει, δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, να μην εκτελέσει ΕΕΣ, ενώ, σε αντίθετη περίπτωση, θα πρέπει να προχωρήσει στην εκτέλεσή του (48).

53.      Αφενός, ως προς την εκτέλεση ΕΕΣ που εκδόθηκε για την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής ή στερητικού της ελευθερίας μέτρου, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι συντρέχει πραγματικός κίνδυνος ένας ή πλείονες δικαστές που διορίστηκαν κατόπιν των αμφιλεγόμενων μεταρρυθμίσεων (49) να συμμετείχαν στη δίκη του προσώπου εις βάρος του οποίου εκδόθηκε τέτοιο ΕΕΣ. Το δικαστήριο αυτό προσθέτει ότι ο ενδιαφερόμενος, καίτοι πρακτικώς είναι εφικτό να γνωρίζει ποιοι δικαστές του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος συμμετείχαν στη δίκη του, δεν μπορεί ωστόσο να αμφισβητήσει με αποτελεσματικό τρόπο το κύρος του διορισμού δικαστή ή τη νομιμότητα της άσκησης από τον δικαστή των δικαιοδοτικών καθηκόντων του, λόγω νομοθετικής τροποποίησης που επήλθε το 2020 στο πλαίσιο των αμφιλεγόμενων μεταρρυθμίσεων (50).

54.      Αφετέρου, ως προς την εκτέλεση ΕΕΣ που εκδόθηκε για την άσκηση ποινικής δίωξης, το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι ο εκζητούμενος δεν είναι σε θέση να γνωρίζει ποιοι δικαστές θα εξετάσουν την υπόθεσή του μετά την παράδοσή του, λόγω του μηχανισμού τυχαίας ανάθεσης των υποθέσεων στους δικαστές, ο οποίος επίσης θεσπίστηκε στο πλαίσιο των αμφιλεγόμενων μεταρρυθμίσεων.

55.      Επισημαίνω ότι, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, δύο είναι τα πιθανά ενδεχόμενα, ήτοι να είναι δυνατόν να αποκλειστεί η ύπαρξη πλημμελειών κατά τον διορισμό ενός ή περισσοτέρων δικαστών που δίκασαν ή θα δικάσουν την υπόθεση των εκζητούμενων προσώπων (α) και να υφίστανται πλημμέλειες ή πραγματικός κίνδυνος πλημμελειών κατά τον διορισμό τους (β). Στη δεύτερη αυτή περίπτωση, η οποία αποτελεί το αντικείμενο των προδικαστικών ερωτημάτων, πρέπει να διευκρινιστεί αν και σε ποιον βαθμό η ύπαρξη ή ο κίνδυνος τέτοιων πλημμελειών μπορεί να οδηγήσει τη δικαστική αρχή εκτέλεσης να αρνηθεί την εκτέλεση του ΕΕΣ. Τέλος, θεωρώ σκόπιμο να δώσω ορισμένες ενδείξεις όσον αφορά τις συνέπειες που μπορεί να έχει, επί της προαναφερθείσας εξέτασης, η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, η οποία, μολονότι εκδόθηκε μετά την υποβολή των υπό κρίση αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως, συνιστά στοιχείο που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη από το αιτούν δικαστήριο κατά την εκτίμησή του (γ).

α)      Επί της απουσίας πλημμελειών κατά τον διορισμό των      αρμόδιων εθνικών δικαστών

56.      Η δικαστική αρχή εκτέλεσης, βάσει της έρευνάς της και ενδεχομένως κατόπιν ανταλλαγής πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, ενδέχεται να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η δικαστική αρχή η οποία επέβαλε τη στερητική της ελευθερίας ποινή ή το στερητικό της ελευθερίας μέτρο εις βάρος του εκζητουμένου δεν συγκροτούνταν από δικαστές διορισμένους σύμφωνα με τους κανόνες που απορρέουν από τις αμφιλεγόμενες μεταρρυθμίσεις (51) ή ότι δεν συντρέχει συγκεκριμένος κίνδυνος το πρόσωπο του οποίου ζητείται η παράδοση στο πλαίσιο άσκησης ποινικής δίωξης να δικαστεί από δικαστική αρχή που θα συγκροτείται από δικαστές διορισμένους σύμφωνα με τους ως άνω κανόνες.

57.      Στις προαναφερθείσες περιπτώσεις, οι συστημικές ή γενικευμένες πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος δεν θα πρέπει να συνιστούν εμπόδιο στην παράδοση του ενδιαφερομένου στο εν λόγω κράτος μέλος, ελλείψει άλλων λόγων που να δικαιολογούν την άρνηση της παραδόσεως αυτής (52).

β)      Επί της ύπαρξης ή του συγκεκριμένου κινδύνου πλημμελειών κατά τον διορισμό των αρμόδιων εθνικών δικαστών

58.      Η δικαστική αρχή εκτέλεσης, πάντοτε βάσει της έρευνάς της και ενδεχομένως κατόπιν ανταλλαγής πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, ενδέχεται να διαπιστώσει ότι η δικαστική αρχή που επέβαλε τη στερητική της ελευθερίας ποινή ή το στερητικό της ελευθερίας μέτρο στην πράξη συγκροτούνταν από έναν ή περισσότερους δικαστές διορισμένους βάσει των κανόνων που θεσπίστηκαν με τις αμφιλεγόμενες μεταρρυθμίσεις ή ότι συντρέχει συγκεκριμένος κίνδυνος οι δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση εις βάρος του εκζητούμενου προσώπου ή οι οποίοι θα εξετάσουν την υπόθεση του προσώπου αυτού μετά την παράδοσή του να ανήκουν στην κατηγορία των δικαστών που διορίστηκαν σύμφωνα με τους ως άνω κανόνες. Χαρακτηριστικό των περιπτώσεων αυτών, οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο του πρώτου και του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C-563/21 PPU, είναι ότι η δικαστική αρχή εκτέλεσης αμφιβάλλει ως προς τις συνέπειες που έχει στην πράξη η (πραγματική ή πιθανολογούμενη) συμμετοχή πλημμελώς διορισμένων δικαστών ως προς τον σεβασμό του θεμελιώδους δικαιώματος του εκζητουμένου σε ανεξάρτητο δικαστήριο.

59.      Φρονώ ότι, υπό το πρίσμα της νομολογίας του Δικαστηρίου η οποία εξετάστηκε στα σημεία 37 έως 41 των παρουσών προτάσεων, η αμφιβολία αυτή δεν αρκεί, αυτή καθεαυτήν, για να στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη πραγματικού κινδύνου προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος του εκζητουμένου σε ανεξάρτητο δικαστήριο στο πλαίσιο του δεύτερου σταδίου της εξέτασης και, επομένως, για να δικαιολογήσει τυχόν άρνηση της δικαστικής αρχής εκτέλεσης να εκτελέσει το ΕΕΣ. Πράγματι, όπως και όταν διαπιστώνονται συστημικές ή γενικευμένες πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος, οι επιπτώσεις και μόνον των εν λόγω πλημμελειών σε αυτές καθεαυτές τις εθνικές διαδικασίες, είτε εκείνες που έχουν περατωθεί είτε τις μελλοντικές, έναντι του εκζητούμενου προσώπου, συνιστούν μεν λόγο για να επιδείξει η δικαστική αρχή εκτέλεσης αυξημένη επαγρύπνηση κατά την εκτίμηση των όλων περιστάσεων υπό τις οποίες εκδόθηκε το ΕΕΣ (53), πλην όμως δεν την απαλλάσσουν από την υποχρέωση εξέτασης των κρίσιμων κριτηρίων.

60.      Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζω ότι, στη νομολογία του σχετικά με την ανεξαρτησία του πολωνικού δικαστικού συστήματος, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί, κατ’ ουσίαν, ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας, μέσω των αμφιλεγόμενων μεταρρυθμίσεων, έχει επιτρέψει στην εκτελεστική εξουσία να παρεμβαίνει αποφασιστικώς στον διορισμό των δικαστών και στο πειθαρχικό καθεστώς τους. Επιπλέον, με τη νομολογία του Δικαστηρίου η οποία εξετάστηκε στο σημείο 45 των παρουσών προτάσεων έχει κριθεί ότι πλημμέλεια κατά τον διορισμό των δικαστών συνεπάγεται παράβαση του άρθρου 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, ιδίως όταν δημιουργεί τον κίνδυνο παρέμβασης της εκτελεστικής εξουσίας στην άσκηση της δικαστικής εξουσίας, παρέχοντας έτσι τη δυνατότητα στην εκτελεστική εξουσία να ασκήσει επιρροή επί της δικαστικής εξουσίας και πλήττοντας τη διάκριση των εξουσιών και, συνεπώς, την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας (54).

61.      Εκτιμώ, επομένως, ότι οι επιπτώσεις των συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών στην ιδιαίτερη κατάσταση των εκζητούμενων προσώπων πρέπει να αξιολογούνται σε συνάρτηση με τη φύση των πλημμελειών που διαπιστώνονται. Εν προκειμένω, δεδομένου ότι οι πλημμέλειες που διαπιστώθηκαν αφορούν την παρέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας στην άσκηση της δικαστικής εξουσίας, τίθεται το ζήτημα κατά πόσον η παρέμβαση αυτή δύναται να επηρεάσει την εξέταση των υποθέσεων των εκζητούμενων προσώπων.

62.      Εναπόκειται, επομένως, στο αιτούν δικαστήριο, βάσει των στοιχείων που προσκόμισε ο εκζητούμενος και των πληροφοριών που ενδεχομένως ελήφθησαν από τις αρχές του κράτους μέλους έκδοσης του ΕΕΣ κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, να ελέγξει αν η έλλειψη ανεξαρτησίας των πολωνικών δικαστηρίων, η οποία οφείλεται σε παρέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας στην άσκηση της δικαστικής εξουσίας, μπορεί να θίξει το δικαίωμα των εκζητούμενων προσώπων σε ανεξάρτητο δικαστήριο, λαμβανομένων υπόψη των κρίσιμων κριτηρίων, καθώς επίσης και των ενδεχόμενων εξελίξεων ως προς το ισχύον νομοθετικό και δικαστικό πλαίσιο στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος (55).

63.      Ως εκ τούτου, τα κρίσιμα κριτήρια πρέπει να εφαρμοστούν, εν προκειμένω, υπό το πρίσμα της πιθανής παρέμβασης της εκτελεστικής εξουσίας στις υποθέσεις των εκζητουμένων. Ειδικότερα, κατ’ εφαρμογήν των κριτηρίων αυτών, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει, κατ’ αρχάς, να εκτιμήσει αν λόγω της προσωπικής κατάστασης των εκζητούμενων προσώπων συντρέχει κίνδυνος να δικαστούν βάσει στοιχείων άλλων πλην εκείνων που έχουν σημασία για την εξέταση της φερόμενης ως παράνομης συμπεριφοράς τους, όπως η πιθανή συμμετοχή τους στην πολιτική ζωή ή το ότι ανήκουν σε κάποια από τις κατηγορίες, μειονότητες ή κοινωνικές ομάδες οι οποίες είναι ιδιαιτέρως εκτεθειμένες στις παρεμβάσεις της εκτελεστικής εξουσίας, λαμβανομένων υπόψη των πολιτικών που ακολουθεί η τελευταία. Εν συνεχεία, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να ελέγξει αν η φύση των αξιόποινων πράξεων για τις οποίες διώκονται οι εκζητούμενοι μπορεί να ενέχει τον κίνδυνο να μη δικαστούν αυτοί κατά τρόπο ανεξάρτητο (56). Τέλος, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να κρίνει αν η ύπαρξη τέτοιου κινδύνου μπορεί να προκύπτει από το πραγματικό πλαίσιο στο οποίο βασίζεται το ΕΕΣ, λαμβανομένων υπόψη τυχόν δηλώσεων των δημόσιων αρχών οι οποίες ενδέχεται να επηρεάσουν τη μεταχείριση που θα επιφυλαχθεί σε συγκεκριμένη περίπτωση.

64.      Επιπλέον, στο πλαίσιο της προηγηθείσας ανάλυσης, το αιτούν δικαστήριο μπορεί να κληθεί να εξετάσει αν η νομοθεσία του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος διασφαλίζει στους εκζητούμενους αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα ή μέσο το οποίο να τους παρέχει τη δυνατότητα να εγείρουν ενδεχόμενη πλημμέλεια κατά τον διορισμό του ή των οικείων δικαστών (βλ. σημείο 53 των παρουσών προτάσεων), ζήτημα που αποτελεί το αντικείμενο του μοναδικού προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C-562/21 PPU και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C-563/21 PPU (57).

65.      Όσον αφορά το εύρος της ανάλυσης στην οποία θα πρέπει να προβεί η δικαστική αρχή εκτέλεσης, εκτιμώ ότι ο εκζητούμενος οφείλει να προσκομίσει στο αιτούν δικαστήριο τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει, εκ πρώτης όψεως, συγκεκριμένος κίνδυνος, βάσει των κριτηρίων που υπομνήσθηκαν στο σημείο 63 των παρουσών προτάσεων, να δικαστεί η υπόθεσή του κατά τρόπο μη ανεξάρτητο. Μολονότι δεν απαιτείται πλήρης απόδειξη, δεν αρκεί πάντως η επίκληση γενικώς του κινδύνου να έχουν οι συστημικές ή γενικευμένες πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος επιπτώσεις στην υπόθεσή του, δεδομένου ότι η εκτίμηση αυτή εξακολουθεί να εμπίπτει στο πρώτο στάδιο της εξέτασης. Είμαι της γνώμης ότι ο εκζητούμενος υποχρεούται, αφενός, να παράσχει στοιχεία από τα οποία να προκύπτει είτε ότι οι δικαστές που συμμετείχαν ή είναι πιθανόν να συμμετάσχουν στη δίκη καταλέγονται μεταξύ των δικαστών που διορίστηκαν βάσει των αμφιλεγόμενων μεταρρυθμίσεων είτε ότι η ίδια η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος δεν είναι ανεξάρτητη έναντι της εκτελεστικής εξουσίας και, αφετέρου, να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι μια τέτοια κατάσταση ενδέχεται να έχει αρνητικές επιπτώσεις στη δική του υπόθεση, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών περιστάσεων που αφορούν την προσωπική του κατάσταση, τη φύση των αξιόποινων πράξεων και το πραγματικό πλαίσιο το οποίο αποτελεί τη βάση του ΕΕΣ (58). Φρονώ ότι τέτοια στοιχεία αρκούν κατά κανόνα για να οδηγήσουν τη δικαστική αρχή εκτέλεσης να αρνηθεί την παράδοση του εκζητουμένου, εκτός εάν η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος παράσχει η ίδια συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις ή δεσμεύσεις σχετικές με τη μεταχείριση που θα του επιφυλαχθεί μετά την παράδοσή του, ικανές να άρουν οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς τους κινδύνους τους οποίους αυτός επικαλείται.

γ)      Επί των συνεπειών της αποφάσεως του Συνταγματικού Δικαστηρίου

66.      Η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, μολονότι εκδόθηκε μετά την υποβολή των υπό κρίση αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως, αποτελεί, ως κοινώς γνωστό γεγονός, στοιχείο το οποίο το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη όταν θα εκδώσει την απόφασή του.

67.      Καίτοι το σκεπτικό της ως άνω αποφάσεως δεν είναι ακόμη διαθέσιμο, από το διατακτικό της προκύπτει ότι το Trybunał Konstytucyjny (Συνταγματικό Δικαστήριο) θέτει εν αμφιβόλω την ίδια την εφαρμογή ορισμένων θεμελιωδών διατάξεων της Συνθήκης ΕΕ στην Πολωνία, καθώς και τον πρωταρχικό ρόλο του Δικαστηρίου ως εγγυητή της τήρησης του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των Συνθηκών, σύμφωνα με τα όσα ορίζει το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ, περιλαμβανομένου του αμφιλεγόμενου ζητήματος της ανεξαρτησίας των δικαστικών αρχών, η οποία αποτελεί ένα από τα θεμελιώδη γνωρίσματα του κράτους δικαίου όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 ΣΕΕ (59). Αντιθέτως προς τις διαβεβαιώσεις που παρέσχε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ο εκπρόσωπος της Πολωνικής Κυβερνήσεως, φαίνεται ότι η εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης από τα εθνικά δικαστήρια δεν υπόκειται σε κανέναν έλεγχο στις έννομες εκείνες καταστάσεις σε σχέση με τις οποίες το Trybunał Konstytucyjny (Συνταγματικό Δικαστήριο) εκτιμά ότι επιβάλλεται μια συγκεκριμένη ερμηνεία βάσει του πολωνικού Συντάγματος.

68.      Εκ πρώτης όψεως, η εν λόγω απόφαση αποτελεί έκφραση, στο ανώτατο συνταγματικό επίπεδο, μιας δικαστικής πολιτικής η οποία θέτει εν αμφιβόλω την εφαρμογή των θεμελιωδών αρχών και αξιών της Ένωσης (60) από το κράτος μέλος αυτό, μολονότι η συμμετοχή του στην Ένωση δεν φαίνεται, παρά ταύτα, να αμφισβητείται (61).

69.      Ασφαλώς, πριν συναχθεί από την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου οποιοδήποτε συμπέρασμα για την υπό κρίση υπόθεση, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να επιδείξει ιδιαίτερη φειδώ, λαμβανομένου υπόψη του ότι οι επιπτώσεις της αποφάσεως αυτής θα πρέπει να ελεγχθούν μέσω προσεκτικής ανάλυσης της αιτιολογίας της και του συγκεκριμένου τρόπου εφαρμογής της (62) και δεδομένου επίσης ότι πρόκειται για μια κατάσταση που εξελίσσεται διαρκώς (63). Ειδικότερα, αν διαπιστωθεί ότι, de facto, η έκδοση της ως άνω αποφάσεως συνεπάγεται εφεξής αδυναμία εκτέλεσης όλων των ΕΕΣ που εκδίδονται από το εν λόγω κράτος μέλος, τούτο θα είχε ως αποτέλεσμα την ατιμωρησία πολλών ποινικών αδικημάτων, όπερ θα έθιγε τα δικαιώματα των θυμάτων τους, και θα ισοδυναμούσε με αποκήρυξη του επαγγελματικού έργου των δικαστών εκείνων της Δημοκρατίας της Πολωνίας οι οποίοι πασχίζουν να κάνουν χρήση των μηχανισμών δικαστικής συνεργασίας που προβλέπονται στο δίκαιο της Ένωσης (64). Τούτο θα συνιστούσε, από μόνο του, στέρηση δικαστικής προστασίας και θα μπορούσε να επιφέρει σοβαρές συνέπειες, ακόμη και πέραν του πεδίου εφαρμογής της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 και της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις (65).

70.      Φρονώ ότι μια τέτοια προσέγγιση μπορεί να υπονομεύσει την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης και της δικαστικής συνεργασίας μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών καθώς και μεταξύ αυτών και του Δικαστηρίου, οι οποίες αποτελούν τα θεμέλια του συστήματος του ΕΕΣ. Πράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση, δεν αντιλαμβάνομαι πώς θα ήταν δυνατόν να διασφαλιστεί ο υψηλός βαθμός αμοιβαίας εμπιστοσύνης και αναγνώρισης, στον οποίο βασίζεται το καθεστώς του ΕΕΣ.

71.      Βεβαίως, η ερμηνεία που φαίνεται να προκύπτει από το διατακτικό της αποφάσεως του Συνταγματικού Δικαστηρίου είναι ικανή να δημιουργήσει αμφιβολίες ως προς το αν πολίτης εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί απόφαση πολωνικής δικαστικής αρχής μπορεί, όπως έχει επί του παρόντος η κατάσταση, να στηριχθεί στις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου της Ένωσης για να θεραπεύσει ενδεχόμενες ασυμβατότητες της εθνικής νομοθεσίας προς το δίκαιο της Ένωσης, περιλαμβανομένων των συνταγματικών του κανόνων. Στις υποθέσεις των κύριων δικών, η προαναφερθείσα απόφαση μπορεί να έχει ως συνέπεια, μεταξύ άλλων, την αδυναμία να αρθεί, διά της εφαρμογής των αρχών της υπεροχής και της άμεσης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, η έλλειψη, στην εθνική νομοθεσία, αποτελεσματικής δικαστικής προσφυγής η οποία να καθιστά δυνατή την προστασία των ατόμων, περιλαμβανομένων των προσώπων που υπόκεινται σε διαδικασία παραδόσεως, από τυχόν προσβολές του δικαιώματός τους σε δίκαιη δίκη (66).

72.      Ως εκ τούτου, οι συνέπειες της αποφάσεως του Συνταγματικού Δικαστηρίου θα μπορούσαν να διαδραματίσουν ρόλο, όχι απλώς αφηρημένα, αλλά κατά την ανάλυση των συγκεκριμένων κινδύνων που διατρέχουν οι εκζητούμενοι, μετά την παράδοσή τους, να υποστούν προσβολή του δικαιώματός τους σε δίκαιη δίκη, ιδίως δε στον βαθμό που η απόφαση συνιστά εμπόδιο στο να θεραπευθεί η έλλειψη μέσου έννομης προστασίας (αιτήσεως εξαιρέσεως, αιτήσεως αναιρέσεως κ.λπ.) για την προσβολή του τυχόν πλημμελούς διορισμού των δικαστών που εμπλέκονται στις διαδικασίες στις οποίες θα υποβληθούν οι εκζητούμενοι, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει (67), εφόσον οι τελευταίοι προσκομίσουν σχετικά στοιχεία.

73.      Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν αποκλείω το ενδεχόμενο, ενόσω παραμένει η παρούσα κατάσταση και εφόσον ο εκζητούμενος αποδείξει, αφενός, την ύπαρξη συγκεκριμένου κινδύνου, βάσει των κρίσιμων κριτηρίων, να εξεταστεί μεροληπτικά η υπόθεσή του λόγω της προσωπικής του κατάστασης και, αφετέρου, την αδυναμία να επικαλεστεί την πλημμελή σύνθεση των δικαστηρίων που είναι αρμόδια για τις διαδικασίες στις οποίες θα υποβληθεί, να υποχρεωθεί το αιτούν δικαστήριο να αρνηθεί την εκτέλεση των επίμαχων ΕΕΣ, παρά τις δυσμενείς συνέπειες μιας τέτοιας άρνησης ως προς τον επιδιωκόμενο από το ΕΕΣ σκοπό της καταπολέμησης της ατιμωρησίας των εκζητούμενων προσώπων που βρίσκονται εντός διαφορετικού κράτους μέλους από εκείνο στο οποίο φέρονται ότι τέλεσαν αξιόποινες πράξεις. Στο δικαστήριο αυτό εναπόκειται να εκτιμήσει κατά πόσον η άρνηση αυτή είναι αναγκαία, υπό το πρίσμα τόσο των κρίσιμων κριτηρίων που εκτέθηκαν λεπτομερώς στα σημεία 61 έως 64 των παρουσών προτάσεων όσο και των ενδεχόμενων συνεπειών της αποφάσεως του Συνταγματικού Δικαστηρίου, λαμβάνοντας επίσης υπόψη ότι πρόκειται για μια διαρκώς εξελισσόμενη κατάσταση.

74.      Υπό τις συνθήκες αυτές, προτείνω να δοθεί στα προδικαστικά ερωτήματα η απάντηση ότι το άρθρο 1, παράγραφοι 2 και 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 έχει την έννοια ότι, όταν δικαστική αρχή εκτέλεσης η οποία καλείται να αποφασίσει για την παράδοση προσώπου σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ΕΕΣ προς εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής ή προς άσκηση ποινικής δίωξης, έχει στη διάθεσή της στοιχεία που κατατείνουν στην ύπαρξη πραγματικού κινδύνου προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, λόγω συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών όσον αφορά την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος, η αρχή αυτή οφείλει να ελέγξει, συγκεκριμένα και με ακρίβεια, αν, υπό το πρίσμα της προσωπικής κατάστασης του ενδιαφερομένου, της φύσεως της αξιόποινης πράξεως για την οποία διώκεται και του πραγματικού πλαισίου που αποτελεί τη βάση του ΕΕΣ, καθώς και λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριών τις οποίες έχει παράσχει το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου, συντρέχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι ο ενδιαφερόμενος διατρέχει τέτοιο κίνδυνο σε περίπτωση παραδόσεως στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος.

75.      Πάντως, το ενδεχόμενο να συντρέχει πραγματικός κίνδυνος, μετά την παράδοση, να δικαστεί ο ενδιαφερόμενος από δικαστήριο το οποίο δεν έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, ή να μην είναι δυνατόν να προσδιοριστεί η σύνθεση των δικαστηρίων ενώπιον των οποίων αυτός θα δικαστεί, όπως και η έλλειψη αποτελεσματικής προσφυγής για την προσβολή του κύρους του διορισμού των οικείων δικαστών, δεν απαλλάσσουν το αιτούν δικαστήριο από την υποχρέωση να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερθέντα κριτήρια, τον συγκεκριμένο κίνδυνο προσβολής του δικαιώματος του ενδιαφερομένου σε δίκαιη δίκη.

76.      Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο, υπό το πρίσμα των κριτηρίων αυτών αλλά και της εξέλιξης της κατάστασης του δικαστικού συστήματος στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος, να ελέγξει αν ο εκζητούμενος, μετά την παράδοσή του, διατρέχει τον κίνδυνο να θιγεί το δικαίωμά του σε δίκαιη δίκη από παρέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας στα αρμόδια δικαστήρια, λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη έλλειψη αποτελεσματικής δικαστικής προσφυγής η οποία να καθιστά δυνατή την αμφισβήτηση του πλημμελούς διορισμού του ή των δικαστών που εξέτασαν ή είναι αρμόδιοι να εξετάσουν την υπόθεση του εκζητουμένου, καθώς και την κρατούσα συνταγματική νομολογία η οποία, αμφισβητώντας την υπεροχή του δικαίου της Ένωσης, συνιστά εμπόδιο στη θεραπεία της έλλειψης αυτής.

VI.    Πρόταση

77.      Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το rechtbank Amsterdam (πλημμελειοδικείο Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες) ως εξής:

–        Το άρθρο 1, παράγραφοι 2 και 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, έχει την έννοια ότι, όταν δικαστική αρχή εκτέλεσης η οποία καλείται να αποφασίσει για την παράδοση προσώπου σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης (ΕΕΣ) προς εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής ή προς άσκηση ποινικής δίωξης, έχει στη διάθεσή της στοιχεία που κατατείνουν στην ύπαρξη πραγματικού κινδύνου προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λόγω συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών όσον αφορά την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος, η αρχή αυτή οφείλει να ελέγξει, συγκεκριμένα και με ακρίβεια, αν, υπό το πρίσμα της προσωπικής κατάστασης του ενδιαφερομένου, της φύσεως της αξιόποινης πράξεως για την οποία διώκεται και του πραγματικού πλαισίου που αποτελεί τη βάση του ΕΕΣ, καθώς και λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριών τις οποίες έχει παράσχει το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου, συντρέχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι ο ενδιαφερόμενος διατρέχει τέτοιο κίνδυνο σε περίπτωση παραδόσεως στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος.

–        Πάντως, το ενδεχόμενο να συντρέχει πραγματικός κίνδυνος, μετά την παράδοση, να δικαστεί ο ενδιαφερόμενος από δικαστήριο το οποίο δεν έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, ή να μην είναι δυνατόν να προσδιοριστεί η σύνθεση των δικαστηρίων ενώπιον των οποίων αυτός θα δικαστεί, όπως και η έλλειψη αποτελεσματικής προσφυγής για την προσβολή του κύρους του διορισμού των οικείων δικαστών, δεν απαλλάσσουν το αιτούν δικαστήριο από την υποχρέωση να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερθέντα κριτήρια, τον συγκεκριμένο κίνδυνο προσβολής του δικαιώματος του ενδιαφερομένου σε δίκαιη δίκη.

–        Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο, υπό το πρίσμα των κριτηρίων αυτών αλλά και της εξέλιξης της κατάστασης του δικαστικού συστήματος στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος, να ελέγξει αν ο εκζητούμενος, μετά την παράδοσή του, διατρέχει τον κίνδυνο να θιγεί το δικαίωμά του σε δίκαιη δίκη από παρέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας στα αρμόδια δικαστήρια, λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη έλλειψη αποτελεσματικής δικαστικής προσφυγής η οποία να καθιστά δυνατή την αμφισβήτηση του πλημμελούς διορισμού του ή των δικαστών που εξέτασαν ή είναι αρμόδιοι να εξετάσουν την υπόθεση του εκζητουμένου, καθώς και την κρατούσα συνταγματική νομολογία η οποία, αμφισβητώντας την υπεροχή του δικαίου της Ένωσης, συνιστά εμπόδιο στη θεραπεία της έλλειψης αυτής.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ 2002, L 190, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 81, σ. 24) (στο εξής: απόφαση-πλαίσιο 2002/584).


3      Τα προδικαστικά ερωτήματα που υποβλήθηκαν στην υπό κρίση υπόθεση είναι, κατ’ ουσίαν, πανομοιότυπα με τα ερωτήματα που διατύπωσε το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο, Ιρλανδία) στην εκκρεμή υπόθεση Minister for Justice and Equality (C-480/21), στην οποία εφαρμόζεται η συνήθης, και όχι η επείγουσα, προδικαστική διαδικασία.


4      C-216/18 PPU (στο εξής: απόφαση Minister for Justice and Equality, EU:C:2018:586).


5      C-354/20 PPU και C-412/20 PPU (στο εξής: απόφαση Openbaar Ministerie, EU:C:2020:1033).


6      Οι μεταρρυθμίσεις αυτές, οι οποίες αφορούν τα συνταγματικά και τα τακτικά δικαστήρια, το Krajowa Rada Sądownictwa (Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο, Πολωνία, στο εξής: KRS) και την εισαγγελική αρχή, ενίσχυσαν την επιρροή της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης και, κατά συνέπεια, περιόρισαν την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας. Αναφέρομαι, μεταξύ άλλων, στις τροποποιήσεις οι οποίες επήλθαν το 2018 στον ustawa o Sądzie Najwyższym (νόμο περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου) και τις οποίες αφορούσε η απόφαση της 24ης Ιουνίου 2019, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C-619/18, EU:C:2019:531), στις τροποποιήσεις οι οποίες επήλθαν το 2019 στον ustawa – Prawo o ustroju sądów powszechnych (νόμο περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων) και στον νόμο περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, καθώς και στις τροποποιήσεις οι οποίες επήλθαν το 2017 στον ustawa o Krajowej Radzie Sądownictwa (νόμο περί του KRS) και τις οποίες αφορούσε η απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών) (C-791/19, EU:C:2021:596). Επιπλέον, στο πλαίσιο εκκρεμούς διαδικασίας προσφυγής λόγω παραβάσεως στην υπόθεση C-204/21, Επιτροπή κατά Πολωνίας, οι διατάξεις για την τροποποίηση του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων, του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ορισμένων άλλων νόμων αποτέλεσαν το αντικείμενο, πρώτον, της διατάξεως της Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας, (C-204/21 R, στο εξής: διάταξη της 14ης Ιουλίου 2021, EU:C:2021:593), με την οποία διατάχθηκε η αναστολή της εφαρμογής των οικείων εθνικών διατάξεων, δεύτερον, της διατάξεως της Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 6ης Οκτωβρίου 2021, Πολωνία κατά Επιτροπής (C-204/21 R-RAP, EU:C:2021:834), με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα ανακλήσεως της διατάξεως της 14ης Ιουλίου 2021, καθώς και, τρίτον, της διατάξεως του Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 27ης Οκτωβρίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας (C-204/21 R, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2021:877), με την οποία επιβλήθηκε στη Δημοκρατία της Πολωνίας χρηματική ποινή έως ότου συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη διάταξη της 14ης Ιουλίου 2021 ή, άλλως, έως την έκδοση της αποφάσεως με την οποία θα περατωθεί η δίκη στην υπόθεση C-204/21. Το ζήτημα της ανεξαρτησίας των πολωνικών δικαστηρίων αποτελεί επίσης αντικείμενο των εκκρεμών προδικαστικών παραπομπών στις υποθέσεις C-181/21 (G) και C-269/21 (BC και DC). Από την πλευρά του, το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει, ειδικότερα, στον ustawa o zmianie ustawy o Krajowej Radzie Sądownictwa oraz niektórych innych ustaw (νόμο για την τροποποίηση του νόμου περί του KRS και ορισμένων άλλων νόμων), της 8ης Δεκεμβρίου 2017 (Dz. U. 2018, σημείο 3), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ το 2018 και αφορά τον ρόλο του KRS στον διορισμό των μελών της πολωνικής δικαστικής εξουσίας, δεδομένου ότι το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο, Πολωνία) διαπίστωσε, με ψήφισμα της 23ης Ιανουαρίου 2020 (BSA I-4110-1/20), ότι, δυνάμει της νομοθεσίας που τέθηκε σε ισχύ το 2018, το KRS δεν είναι ανεξάρτητο όργανο, αλλά υπάγεται απευθείας στις πολιτικές αρχές.


7      Βλ. αποφάσεις της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C-585/18, C-624/18 και C-625/18, EU:C:2019:982), της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny (C-558/18 και C-563/18, EU:C:2020:234), της 2ας Μαρτίου 2021, A.B. κ.λπ. (Διορισμός δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο – Προσφυγές) (C-824/18, EU:C:2021:153), της 6ης Οκτωβρίου 2021, W.Ż. (Τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου – Διορισμός) (C‑487/19, EU:C:2021:798), και της 16ης Νοεμβρίου 2021, Prokuratura Rejonowa w Mińsku Mazowieckim κ.λπ. (C-748/19 έως C-754/19, EU:C:2021:931).


8      Αποφάσεις της 24ης Ιουνίου 2019, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C-619/18, EU:C:2019:531), της 5ης Νοεμβρίου 2019, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία των τακτικών δικαστηρίων) (C-192/18, EU:C:2019:924), και της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών) (C-791/19, EU:C:2021:596). Άλλη μία, η τέταρτη, διαδικασία προσφυγής λόγω παραβάσεως κατά της Δημοκρατίας της Πολωνίας σχετικά με το νέο πειθαρχικό καθεστώς είναι επί του παρόντος εκκρεμής (υπόθεση C-204/21, Επιτροπή κατά Πολωνίας, βλ. διατάξεις που μνημονεύονται στην υποσημείωση 6 των παρουσών προτάσεων).


9      Εξάλλου, ακριβώς λόγω της κατάστασης αυτής, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε, στις 20 Δεκεμβρίου 2017, αιτιολογημένη πρόταση βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, ΣΕΕ, όσον αφορά το κράτος δικαίου στην Πολωνία [πρόταση αποφάσεως του Συμβουλίου για τη διαπίστωση της ύπαρξης σαφούς κινδύνου σοβαρής παραβίασης του κράτους δικαίου από τη Δημοκρατία της Πολωνίας, COM(2017) 835 final], επί της οποίας το Συμβούλιο δεν έχει τοποθετηθεί ακόμη. Πιο πρόσφατα, η Επιτροπή εξέφρασε σοβαρές ανησυχίες στην έκθεση που εκπόνησε το 2021 για το κράτος δικαίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση [COM(2021) 700 final] – Κεφάλαιο σχετικά με την κατάσταση του κράτους δικαίου στην Πολωνία, [SWD(2021) 722 final]. Επιπλέον, στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης, εκδόθηκε αναφορικά με την κατάσταση αυτή το ψήφισμα 2316 (2020) της Κοινοβουλευτικής Συνελεύσεως του Συμβουλίου της Ευρώπης, σχετικά με τη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών στην Πολωνία, της 28ης Ιανουαρίου 2020, καθώς και η γνώμη υπ’ αριθ. 977/2020 της ευρωπαϊκής επιτροπής για τη δημοκρατία μέσω του δικαίου (στο εξής: επιτροπή της Βενετίας), της 22ας Ιουνίου 2020, ως προς τις τροποποιήσεις του νόμου περί των τακτικών δικαστηρίων, του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ορισμένων άλλων νόμων στην Πολωνία [CDL-AD (2020)017]. Επισημαίνω επίσης ότι η γενική συνέλευση του Ευρωπαϊκού Δικτύου Δικαστικών Συμβουλίων (RECJ), η οποία πραγματοποιήθηκε στο Βίλνιους (Λιθουανία) στις 28 Οκτωβρίου 2021, αποφάσισε να αποβάλει το KRS από το RECJ.


10      Με την απόφαση αυτή, της οποίας διαθέσιμο είναι επί του παρόντος μόνον το διατακτικό, το Trybunał Konstytucyjny (Συνταγματικό Δικαστήριο) έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι ορισμένες θεμελιώδεις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης (ήτοι, το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, ΣΕΕ, το άρθρο 2 ΣΕΕ, το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ και το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ), ιδίως στον βαθμό που επιβεβαιώνουν την αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, αντιβαίνουν σε ορισμένες θεμελιώδεις διατάξεις του πολωνικού Συντάγματος, και, κατά συνέπεια, δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να κάνει χρήση της σχετικής αρμοδιότητάς του και να ελέγξει απευθείας τη συνταγματικότητα των αποφάσεων του Δικαστηρίου, καθώς και να διαπιστώσει ότι δεν έχουν εφαρμογή στην πολωνική έννομη τάξη.


11      Stb. 2004, αριθ. 195.


12      Stb. 2021, αριθ. 155.


13      Πρόκειται για ρυθμίσεις οι οποίες τροποποιούν τη νομοθεσία που διέπει τη δικαστική εξουσία, όπως ο ustawa o zmianie ustawy – Prawo o ustroju sądów powszechnych, ustawy o Sądzie Najwyższym oraz niektórych innych ustaw (νόμος για την τροποποίηση του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων, του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ορισμένων άλλων νόμων), της 20ής Δεκεμβρίου 2019 (Dz. U. 2020, σημείο 190). Βάσει της νομοθεσίας αυτής δεν επιτρέπεται στα πολωνικά δικαστήρια να εξετάσουν μέσο ένδικης προστασίας στηριζόμενο στον διορισμό δικαστή ή στη νομιμότητα της άσκησης των δικαιοδοτικών του καθηκόντων. Πρβλ. γνώμη υπ’ αριθ. 977/2020 της επιτροπής της Βενετίας.


14      Βλ. σημείο 20 των παρουσών προτάσεων.


15      Βλ. υποσημείωση 13 των παρουσών προτάσεων.


16      Μοναδικό ερώτημα στην υπόθεση C-562/21 PPU.


17      Πρώτο ερώτημα στην υπόθεση C-563/21 PPU.


18      Δεύτερο ερώτημα στην υπόθεση C-563/21 PPU.


19      Τρίτο ερώτημα στην υπόθεση C-563/21 PPU.


20      Το Δικαστήριο έχει κρίνει, στη νομολογία του, ότι σκοπός του μηχανισμού του ΕΕΣ είναι, μεταξύ άλλων, να μη μένει ατιμώρητος ο εκζητούμενος που βρίσκεται σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο φέρεται ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη (βλ. απόφαση Openbaar Ministerie, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


21      Το Δικαστήριο έχει πάντως διευκρινίσει ότι, εφόσον η εκτέλεση του ΕΕΣ συνιστά τον κανόνα, η μη εκτέλεση έχει προβλεφθεί ως εξαίρεση, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται στενά [βλ. αποφάσεις Minister for Justice and Equality (σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και Openbaar Ministerie (σκέψη 37)].


22      Επιπλέον, η εκτέλεση του ΕΕΣ μπορεί να εξαρτάται από μία μόνον εκ των προϋποθέσεων που απαριθμούνται περιοριστικώς στο άρθρο 5 της αποφάσεως-πλαισίου.


23      Πρβλ. γνωμοδότηση 2/13 (Προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ), της 18ης Δεκεμβρίου 2014 (EU:C:2014:2454, σκέψη 191), και απόφαση της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru (C-404/15 και C-659/15 PPU, στο εξής: απόφαση Aranyosi και Căldăraru, EU:C:2016:198, σκέψη 82). Βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Campos Sánchez-Bordona στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις L και P (Ανεξαρτησία της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος) (C-354/20 PPU και C-412/20 PPU, EU:C:2020:925, σημείο 39).


24      Βλ. απόφαση Aranyosi και Căldăraru (σκέψεις 88, 89, 92 και 94).


25      Στην υπόθεση εκείνη επρόκειτο για πραγματικό κίνδυνο απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης των κρατουμένων στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος, υπό το πρίσμα του βαθμού προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων τον οποίο εγγυάται το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, το άρθρο 4 του Χάρτη.


26      Ειδικότερα, η έλλειψη ανεξαρτησίας των δικαστηρίων του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος λόγω συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών που χαρακτηρίζουν το δικαστικό του σύστημα [απόφαση Minister for Justice and Equality (σκέψεις 61 έως 67)] συνεπάγεται προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματος σε ανεξάρτητο δικαστήριο και, κατά συνέπεια, του ουσιώδους περιεχομένου του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη [απόφαση Minister for Justice and Equality (σκέψη 75)].


27      Το Δικαστήριο αποφάνθηκε επ’ αυτού ότι μόνον αν υπάρχει απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου με την οποία διαπιστώνεται, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 7, παράγραφος 2, ΣΕΕ, σοβαρή και διαρκής παραβίαση, στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος, των αρχών που εξαγγέλλονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, όπως οι αρχές οι οποίες είναι σύμφυτες με το κράτος δικαίου, και αναστέλλεται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο η εφαρμογή της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 όσον αφορά το ως άνω κράτος μέλος, υποχρεούται η δικαστική αρχή εκτέλεσης να αρνηθεί αυτομάτως την εκτέλεση κάθε ΕΕΣ εκδοθέντος από το επίμαχο κράτος μέλος, χωρίς να οφείλει να προβεί σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου που διατρέχει το εκζητούμενο πρόσωπο, σε σχέση με την προσβολή του ουσιώδους περιεχομένου του θεμελιώδους δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη [βλ. απόφαση Minister for Justice and Equality (σκέψη 72), καθώς και αιτιολογική σκέψη 10 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584].


28      Βλ. απόφαση Minister for Justice and Equality (σκέψη 79).


29      Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως εκείνης, η δικαστική αρχή εκτέλεσης δεν μπορούσε να αρνηθεί να αναγνωρίσει την ιδιότητα της δικαστικής αρχής έκδοσης κατά την έννοια της προαναφερθείσας διατάξεως σε οποιονδήποτε δικαστή και οποιοδήποτε δικαστήριο του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος ενεργεί, ως εκ της φύσεώς του, με πλήρη ανεξαρτησία από την εκτελεστική εξουσία, και ότι η ύπαρξη των πλημμελειών για τις οποίες είχε γίνει λόγος δεν επηρέαζε κατ’ ανάγκην κάθε απόφαση που θα εκδιδόταν από τα δικαστήρια του κράτους μέλους αυτού σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση (απόφαση Openbaar Ministerie, σκέψεις 41 και 42).


30      Βλ. απόφαση Openbaar Ministerie (σκέψη 60).


31      Απόφαση Minister for Justice and Equality (σκέψη 79). Βλ. σημείο 39 των παρουσών προτάσεων.


32      Βλ. απόφαση Openbaar Ministerie (σκέψη 61).


33      Βλ. αποφάσεις Minister for Justice and Equality (σκέψη 59) και Openbaar Ministerie (σκέψη 61). Επισημαίνω ότι, ενώ στην πρώτη απόφαση το Δικαστήριο έκρινε ότι η επίμαχη κατάσταση επιτρέπει κατ’ εξαίρεση στη δικαστική αρχή εκτέλεσης την άρνηση εκτέλεσης του ΕΕΣ, στη δεύτερη απόφαση το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, η δικαστική αρχή εκτέλεσης οφείλει να μην εκτελέσει το ΕΕΣ.


34      Το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται στον διορισμό των δικαστών κατόπιν προτάσεως του KRS, δυνάμει των διατάξεων του νόμου της 8ης Δεκεμβρίου 2017, για την τροποποίηση του νόμου περί του KRS και ορισμένων άλλων νόμων.


35      C‑542/18 RX‑II και C‑543/18 RX‑II (στο εξής: απόφαση Επανεξέταση Simpson, EU:C:2020:232).


36      Βλ. επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ΕΕ 2007, C 303, σ. 17).


37      Απόφαση Επανεξέταση Simpson (σκέψη 74). Βλ. αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 1ης Δεκεμβρίου 2020, Guðmundur Andri Ástráðsson κατά Ισλανδίας (CE:ECHR:2020:1201JUD002637418, § 226 έως 228), και της 22ας Ιουλίου 2021, Reczkowicz κατά Πολωνίας (CE:ECHR:2021:0722JUD004344719, § 218).


38      Απόφαση Επανεξέταση Simpson (σκέψη 75).


39      Απόφαση Επανεξέταση Simpson (σκέψη 79).


40      C-487/19 (EU:C:2021:798, σκέψη 130).


41      Η υπόθεση εκείνη αφορά επίσης ΕΕΣ τα οποία εκδόθηκαν από τις πολωνικές δικαστικές αρχές για την άσκηση ποινικής δίωξης και για την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής. Στην προδικαστική παραπομπή, το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) επισήμανε, αφενός, ότι δεν είναι σε θέση να γνωρίζει τη σύνθεση του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου θα πρέπει να παραστούν οι ενδιαφερόμενοι, λόγω του τυχαίου συστήματος ανάθεσης των υποθέσεων, και, αφετέρου, ότι οι ενδιαφερόμενοι αυτοί δεν θα μπορούν να προσβάλουν ενδίκως τη σύνθεση του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου θα παραστούν, ακόμη και αν θεωρήσουν ότι είναι πλημμελής. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατά συνέπεια, αν οι συστημικές ή γενικευμένες πλημμέλειες του πολωνικού δικαστικού συστήματος είναι τέτοιας κλίμακας ώστε να συνεπάγονται, αυτές καθεαυτές, προσβολή του ουσιώδους περιεχομένου του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, όπερ, κατ’ ουσίαν, θα το απάλλασσε από το δεύτερο στάδιο της εξέτασης.


42      Βλ. σημεία 37 έως 40 των παρουσών προτάσεων.


43      Βλ. υποσημείωση 6 των παρουσών προτάσεων.


44      Βλ. υποσημείωση 13 των παρουσών προτάσεων.


45      Ειδικότερα, διαπιστώνω μετά λύπης ότι, μετά την υποβολή των υπό κρίση αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως, η κατάσταση εξελίσσεται κατά τρόπο ιδιαίτερα ανησυχητικό, αν ληφθεί υπόψη η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου.


46      Πράγματι, το Δικαστήριο έχει κρίνει, με τη σχετική νομολογία του, ότι πλείονες πτυχές των μεταρρυθμίσεων του πολωνικού δικαστικού συστήματος αντιβαίνουν προς το θεμελιώδες δικαίωμα σε δίκαιη δίκη λόγω της έλλειψης ανεξαρτησίας ορισμένων δικαστηρίων του κράτους μέλους αυτού. Βλ., μεταξύ άλλων, την πρόσφατη απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, W.Ż. (Τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου – Διορισμός) (C-487/19, EU:C:2021:798).


47      Βλ. σημείο 31 των παρουσών προτάσεων.


48      Επισημαίνω ότι τυχόν άρνηση εκτέλεσης ΕΕΣ δεν επηρεάζει, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα, εφόσον το επιτρέπει το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης, να ασκηθεί εις βάρος του προσώπου κατά του οποίου εκδόθηκε το ΕΕΣ δίωξη στο κράτος μέλος εκτέλεσης για τις ίδιες πράξεις με εκείνες στις οποίες βασίζεται το ΕΕΣ ή τη δυνατότητα να δεσμευθεί το κράτος μέλος αυτό ότι θα εκτελεσθεί στο έδαφός του η ποινή ή το μέτρο ασφαλείας για το οποίο εκδόθηκε το ΕΕΣ. Εξάλλου, μια τέτοια δυνατότητα προβλέπεται στο άρθρο 4, σημεία 2 και 6, της αποφάσεως‑πλαισίου 2002/584 ως ένας από τους λόγους προαιρετικής μη εκτέλεσης του ΕΕΣ.


49      Το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται, ειδικότερα, στο γεγονός ότι δυνάμει του νόμου της 8ης Δεκεμβρίου 2017, για την τροποποίηση του νόμου περί του KRS και ορισμένων άλλων νόμων, οι δικαστές διορίζονται κατόπιν προτάσεως του KRS.


50      Βλ. σημείο 21 των παρουσών προτάσεων.


51      Επ’ αυτού, δεν συμφωνώ με το επιχείρημα του X ότι, ακόμη και σε μια τέτοια περίπτωση, αφενός, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο, σε δεδομένη στιγμή μετά την παράδοση, να αχθούν ενώπιον δικαστηρίου ένδικες διαφορές ή αιτήσεις σχετικές με την εκτέλεση στερητικών της ελευθερίας ποινών, όπως αιτήσεις αναθεώρησης της καταδικαστικής αποφάσεως, αποφυλάκισης υπό όρους, αναστολής της ποινής ή απονομής χάριτος, και, αφετέρου, είναι εσφαλμένη η παραδοχή ότι υφίσταται αμετάκλητη δικαστική απόφαση, ισχυρισμό τον οποίο επιθυμεί να προβάλλει δικαστικώς. Τούτο διότι εκτιμώ ότι η δικαστική αρχή εκτέλεσης δεν υποχρεούται να εξετάζει, κατά τρόπο γενικό και υποθετικό, το δικαστικό σύστημα του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος, προκειμένου να αποτρέψει, σε κάθε μεταγενέστερο και επακόλουθο στάδιο της υποθέσεως, την έκθεση του εκζητουμένου σε πιθανό κίνδυνο να μην εκδικαστεί η υπόθεσή του κατά τρόπο ανεξάρτητο.


52      Διευκρινίζω ότι το συμπέρασμα αυτό συνδέεται με το ζήτημα των επιπτώσεων που έχουν σε συγκεκριμένες περιπτώσεις οι συστημικές ή γενικευμένες πλημμέλειες του συστήματος του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος για τις οποίες κάνει λόγο το αιτούν δικαστήριο, ήτοι οι σχετικές με την έλλειψη ανεξαρτησίας των δικαστηρίων λόγω πλημμελειών κατά τον διορισμό πλειόνων δικαστών. Δεν αφορά τις ενδεχόμενες συνέπειες που έχουν, στις ίδιες περιπτώσεις, άλλες συστημικές ή γενικευμένες πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος, όπως εκείνες που άπτονται του πειθαρχικού καθεστώτος των δικαστών [βλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών) (C-791/19, EU:C:2021:596)]. Σε μια τέτοια περίπτωση, εφόσον ο εκζητούμενος προσκομίσει στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να εγείρουν συγκεκριμένες αμφιβολίες ως προς τις επιπτώσεις των συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών του πειθαρχικού καθεστώτος των δικαστών στην κατάστασή του, η δικαστική αρχή εκτέλεσης οφείλει να ελέγξει, ενδεχομένως βάσει πληροφοριών που θα έχει προσκομίσει το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, αν, λαμβανομένων υπόψη των κρίσιμων κριτηρίων, υφίστανται λόγοι για να θεωρηθεί ότι η ύπαρξη ή ο κίνδυνος πειθαρχικών διαδικασιών μπορεί να επηρέασε την καταδικαστική απόφαση ή την απόφαση για την άσκηση ποινικής δίωξης, στην οποία στηρίζεται το ΕΕΣ. Από τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δεν προκύπτει όμως να έχει τεθεί το ζήτημα αυτό στις υποθέσεις των κύριων δικών.


53      Βλ., όσον αφορά την επιδείνωση των συστημικών και γενικευμένων πλημμελειών, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Campos Sánchez-Bordona στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις L και P (Ανεξαρτησία της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος) (C-354/20 PPU και C‑412/20 PPU, EU:C:2020:925, σημείο 76) και απόφαση Openbaar Ministerie (σκέψη 60).


54      Απεναντίας, η εκτίμηση θα ήταν διαφορετική εάν οι πλημμέλειες αυτές αφορούσαν διαφορετική πτυχή, όπως τους κανόνες για τα προσόντα των δικαστών που διορίζονται ή για τη διάρκεια της θητείας τους [πρβλ. απόφαση Επανεξέταση Simpson (σκέψεις 77 έως 81)].


55      Παραπέμπω, μεταξύ άλλων, στη διάταξη της 14ης Ιουλίου 2021, με την οποία η Δημοκρατία της Πολωνίας υποχρεώθηκε να αναστείλει την εφαρμογή πλειόνων διατάξεων του εθνικού δικαίου που σχετίζονται με την ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έως την έκδοση της αποφάσεως που θα περατώνει τη δίκη στην υπόθεση C‑204/21, καθώς και στη διάταξη του Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 27ης Οκτωβρίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας (C-204/21 R, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2021:877), με την οποία επιβλήθηκε στη Δημοκρατία της Πολωνίας χρηματική ποινή προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο να καθυστερήσει περαιτέρω το κράτος μέλος τη συμμόρφωσή του προς την εν λόγω διάταξη. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο εκπρόσωπος της Δημοκρατίας της Πολωνίας διευκρίνισε ότι η εφαρμογή του επίμαχου νόμου ανεστάλη κατόπιν της διατάξεως της Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 2021, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει.


56      Δεδομένου ότι οι αξιόποινες πράξεις στις οποίες αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο αντιστοιχούν σε εγκλήματα του κοινού δικαίου –και όχι, για παράδειγμα, σε αδικήματα σε σχέση με τα οποία οι ενδιαφερόμενοι θα μπορούσαν να ανησυχούν για παρέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας–, είμαι της γνώμης ότι εκ πρώτης όψεως δεν πιθανολογείται, εν προκειμένω, η φύση των αξιόποινων αυτών πράξεων να ενέχει, αυτή καθεαυτήν και υπό την επιφύλαξη της συγκεκριμένης εκτίμησης του δικαστηρίου αυτού, πραγματικό κίνδυνο να μη δικαστούν οι ενδιαφερόμενοι κατά τρόπο ανεξάρτητο.


57      Το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει, ειδικότερα, στη νομοθεσία που τέθηκε σε ισχύ στις 14 Φεβρουαρίου 2020 (βλ. σημείο 21 των παρουσών προτάσεων). Στο δικαστήριο αυτό εναπόκειται να ελέγξει αν οι αμφιλεγόμενες διατάξεις της νομοθεσίας θα ισχύουν κατά το χρονικό σημείο της παραδόσεως των εκζητούμενων προσώπων, λαμβανομένων υπόψη των διευκρινίσεων που παρέσχε ο εκπρόσωπος της Δημοκρατίας της Πολωνίας κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση (βλ. υποσημείωση 56 των παρουσών προτάσεων).


58      Στο πλαίσιο αυτό, μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να είναι χρήσιμο για τον εκζητούμενο να αποδείξει ότι ήγειρε, στο μέτρο του δυνατού, το ζήτημα ενώπιον των αρμόδιων οργάνων του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος, εξαντλώντας ιδίως τα μέσα έννομης προστασίας τα οποία προβλέπονται από το δίκαιο του κράτους μέλους αυτού, και ότι επέδειξε επιμέλεια, μεταξύ άλλων, σε σχέση με την παράστασή του στη δίκη ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου του εν λόγω κράτους μέλους.


59      Βλ. υποσημείωση 10 των παρουσών προτάσεων.


60      Πράγματι, αντιθέτως προς ορισμένες αποφάσεις των συνταγματικών δικαστηρίων άλλων κρατών μελών, η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου δεν αναφέρεται απλώς στο ενδεχόμενο ελέγχου του ζητήματος κατά πόσον οι αποφάσεις του Δικαστηρίου παράγουν αποτέλεσμα ultra vires, αλλά θέτει εν αμφιβόλω τα ειδικά δομικά χαρακτηριστικά της φύσης του δικαίου της Ένωσης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η αρχή της υπεροχής [βλ., μεταξύ άλλων, γνωμοδότηση 2/13 (Προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ), της 18ης Δεκεμβρίου 2014, EU:C:2014:2454, σημείο 166].


61      Ειδικότερα, θεωρώ ότι η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου δεν είναι δυνατόν να υποκαταστήσει τη γνωστοποίηση κατά την έννοια του άρθρου 50 ΣΕΕ, λαμβανομένης υπόψη της αποφάσεως της 10ης Δεκεμβρίου 2018, Wightman κ.λπ. (C-621/18, EU:C:2018:999) [πρβλ., μεταξύ άλλων, Repasi, R., «Poland’s withdrawal from the “Community of Law” is no withdrawal from the EU», 15 Οκτωβρίου 2021 (https://eulawlive.com), καθώς και Curti Gialdino, C., «In cammino verso la Polexit? Prime considerazioni sulla sentenza del Tribunale costituzionale polacco del 7 ottobre 2021» (https://www.federalismi.it)· για την αντίθετη άποψη, βλ., μεταξύ άλλων, Hofmann, H., «Sealed, Stamped and Delivered. The Publication of the Polish Constitutional Court’s Judgment on EU Law Primacy as Notification of Intent to Withdraw under Art. 50 TEU?», σε Verfassungsblog, 13 Οκτωβρίου 2021]. Εξάλλου, η Πολωνική Κυβέρνηση, μέχρι σήμερα, φαίνεται να αρνείται οποιαδήποτε πρόθεση αποχώρησης (βλ., μεταξύ άλλων, «Letter from Prime Minister Mateusz Morawiecki to the Heads of Governments and the Presidents of the European Council, the European Commission and the European Parliament on relations between national law and European law», της 18ης Οκτωβρίου 2021, διαθέσιμο στον ιστότοπο της Πολωνικής Κυβερνήσεως, https://www.gov.pl/web/primeminister/letter-from-prime-minister-mateusz-morawiecki-to-the-heads-of-governments-and-the-presidents-of-the-european-council-the-european-commission-and-the-european-parliament-on-relations-between-national-law-and-european-law).


62      Υπενθυμίζω, εξάλλου, ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έθεσε εν αμφιβόλω τον ίδιο τον χαρακτηρισμό του Trybunał Konstytucyjny (Συνταγματικού Δικαστηρίου) ως «νομίμως λειτουργούντος» δικαστηρίου, κατόπιν του πλημμελούς διορισμού ορισμένων εκ των μελών του (βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 7ης Αυγούστου 2021, Xero Flor w Polsce sp. z o.o. κατά Πολωνίας, CE:ECHR:2021:0507JUD000490718) και της αμφισβήτησης της νομιμότητας της αποφάσεως του Συνταγματικού Δικαστηρίου από πρώην δικαστές του ιδίου δικαστηρίου [βλ. «Statement of retired Judges of the Constitutional Tribunal» της 10ης Οκτωβρίου 2021 (http://themis-sedziowie.eu)].


63      Για παράδειγμα, η Επιτροπή δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να ασκήσει ενώπιον του Δικαστηρίου προσφυγή λόγω παραβάσεως (βλ. δήλωση της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ursula von der Leyen, 21/5163, Στρασβούργο, 8 Οκτωβρίου 2021). Επιπλέον, η αναγνωριστική φύση της αποφάσεως του Συνταγματικού Δικαστηρίου, με την οποία αυτό απάντησε σε ερωτήσεις τις οποίες υπέβαλε η Κυβέρνηση, έδωσε λαβή για πολύ επικριτικά σχόλια λόγω του ενδεχομένου να αποτελεί η προαναφερθείσα δικαστική απόφαση προϊόν κυβερνητικών χειρισμών. Ορισμένοι θεωρητικοί του δικαίου κάνουν λόγο για «στερεότυπη απάντηση» σε ερωτήματα τα οποία απηύθυνε η Πολωνική Κυβέρνηση με σκοπό να προκληθεί νομική κρίση [Atik, J., και Groussot, X., «Constitutional attack or political feint? – Poland’s resort to lawfare in Case K 3/21», 18 Οκτωβρίου 2021 (https://eulawlive.com)].


64      Πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Campos Sánchez-Bordona στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις L και P (Ανεξαρτησία της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος) [C‑354/20 PPU και C-412/20 PPU, EU:C:2020:925 (σημεία 50 έως 52)].


65      Αναφέρομαι ιδίως στον τομέα της συνεργασίας σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, για παράδειγμα στην αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων μέσω μέτρων εφαρμογής της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.


66      Με άλλα λόγια, σε μια τέτοια περίπτωση, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να είναι κατά κανόνα σε θέση να μην εφαρμόσει οποιαδήποτε αντίθετη διάταξη του εθνικού δικαίου και να εξασφαλίσει στο πρόσωπο το οποίο υπόκειται σε διαδικασία παραδόσεως τη δυνατότητα να προβάλει τα δικαιώματα που εγγυάται η Ένωση και ιδίως ο Χάρτης. Είναι προφανές ότι, σε αντίθετη περίπτωση, η ομοιόμορφη και αποτελεσματική εφαρμογή του μηχανισμού του ΕΕΣ στο έδαφος της Ένωσης πλήττεται σοβαρά, με συνέπεια οι δικαστικές αρχές εκτέλεσης των άλλων κρατών μελών να διατηρούν επιφυλάξεις ως προς την ανεξαρτησία των πολωνικών δικαστηρίων και να αντιτάσσονται όλο και συχνότερα στην εκτέλεση ΕΕΣ που εκδίδονται από το εν λόγω κράτος μέλος.


67      Κατά το αιτούν δικαστήριο, τούτο συμβαίνει κατά τα φαινόμενα κατόπιν της νομοθεσίας που τέθηκε σε ισχύ στις 14 Φεβρουαρίου 2020, η οποία ωστόσο φαίνεται να έχει ανασταλεί, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του εκπροσώπου της Δημοκρατίας της Πολωνίας κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση (βλ. υποσημείωση 56 των παρουσών προτάσεων), όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει.