Language of document : ECLI:EU:T:1997:209

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πέμπτο πενταμελές τμήμα)

της 18ης Δεκεμβρίου 1997(1)

«Προσφυγή ακυρώσεως — Ντάμπινγκ — Ασπαρτάμη — Δικαιώματα άμυνας —Κανονική αξία — Χώρα αναφοράς — Δίπλωμα ευρεσιτεχνίας — Ζημία»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T-159/94 και T-160/94,

Ajinomoto Co., Inc., εταιρία ιαπωνικού δικαίου, με έδρα το Τόκιο,εκπροσωπούμενη από τους Mario Siragusa, δικηγόρο Ρώμης, και Till Müller-Ibold,δικηγόρο Φρανκφούρτης επί του Μάιν, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τονδικηγόρο Marc Loesch, 11, rue Goethe,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T-159/94,

The NutraSweet Company, εταιρία δικαίου της Πολιτείας του Ιλινόι, με έδρα τοDeerfield, Ιλινόι (Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής), εκροσωπούμενη αρχικώς απότους Otto Grolig, Peter Bogaert και Koen Vanhaerents, κατόπιν από τους Grolig,Jean-François Bellis και Fabrizio Di Gianni, δικηγόρους Βρυξελλών, με αντίκλητοστο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Jacques Loesch, 11, rue Goethe,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T-160/94,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκροσωπουμένου από τον Erik Stein,νομικό σύμβουλο, και τον Guus Houttuin, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,επικουρούμενους από τους Hans-Jürgen Rabe και Georg M. Berrisch, δικηγόρουςΑμβούργου και Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον AlessandroMorbilli, γενικό διευθυντή της Διευθύνσεως Νομικών Υποθέσεων της ΕυρωπαϊκήςΤράπεζας Επενδύσεων, 100, boulevard Konrad Adenauer,

καθού,

υποστηριζομένου από την

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Eric L.White και Nicholas Khan, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, επικουρούμενους αρχικώςαπό τον Mark Cran, QC of Gray's Inn, κατόπιν από τον Fergus Randolph,barrister, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Carlos Gómez de la Cruz, μέλος τηςΝομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

παρεμβαίνουσα,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση ακυρώσεως του κανονισμού (ΕΟΚ) 1391/91 τουΣυμβουλίου, της 27ης Μαΐου 1991, για την επιβολή οριστικού δασμούαντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ασπαρτάμης, καταγωγής Ιαπωνίας και ΗνωμένωνΠολιτειών Αμερικής (ΕΕ L 134, σ. 1),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

(πέμπτο πενταμελές τμήμα),



συγκείμενο από τον R. García-Valdecasas, Πρόεδρο, τη V. Tiili, τους J. Azizi,R. M. Moura Ramos και M. Jaeger, δικαστές,

γραμματέας: A. Mair, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της προφορικής διαδικασίαςτης 17ης Απριλίου 1997,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Το ιστορικό της διαφοράς και η διαδικασία

Το προϊόν

  1. Η ασπαρτάμη, υποκατάστατο της ζάχαρης, είναι γλυκαντική ουσίαχρησιμοποιούμενη κυρίως στα προϊόντα διατροφής, αλλά έχει και επιτραπέζιαχρήση, για να γλυκαίνει παραδείγματος χάριν το τσάι ή τον καφέ. Η ασπαρτάμη,που αποτελεί συνδυασμό δύο αμινοξέων, ανακαλύφθηκε το 1965 από ένανερευνητή της αμερικανικής εταιρίας G. D. Searle & Co., η οποία κατέστη ενσυνεχεία The NutraSweet Company (στο εξής: NSC). Μετά την ανακάλυψη αυτή,η NSC απέκτησε διπλώματα ευρεσιτεχνίας για τη χρησιμοποίηση της ασπαρτάμηςστις Ηνωμένες Πολιτείες και σε διάφορα κράτη μέλη. Το δίπλωμα ευρεσιτεχνίαςτης έτυχε προστασίας στη Γερμανία μέχρι το 1986, στο Ηνωμένο Βασίλειο μέχριτο 1987 και σε άλλες χώρες της Κοινότητας μέχρι το 1988.

    Οι πρωταγωνιστές και η αγορά

  2. Κατά την περίοδο μεταξύ 1ης Ιανουαρίου και 31ης Δεκεμβρίου 1989, ηπροσφεύγουσα NSC ήταν ο μοναδικός παραγωγός ασπαρτάμης στις ΗνωμένεςΠολιτείες. Η NSC παρήγε επίσης ασπαρτάμη προοριζόμενη για πώληση εντός τηςΚοινότητας. Εξαιρέσει ορισμένων άμεσων πωλήσεων της NSC σε ανεξάρτητουςπελάτες εγκατεστημένους εντός της Κοινότητας ή στις Ηνωμένες Πολιτείες μεσκοπό την εξαγωγή προς την Κοινότητα, η ασπαρτάμη διανεμόταν εντός τηςΚοινότητας μέσω μιας θυγατρικής εταιρίας που ανήκε από κοινού στην NSC καιστην προσφεύγουσα Ajinomoto (στο εξής: Ajico), ήτοι της ελβετικής εταιρίαςNutraSweet AG (στο εξής: NSAG), που συστάθηκε το 1983 για να ανταποκριθείστη ζήτηση ασπαρτάμης στην Ευρώπη.

  3. Η Ajico ήταν ο μοναδικός παραγωγός ασπαρτάμης στην Ιαπωνία. Πωλούσε τηνασπαρτάμη της στην εσωτερική αγορά υπό το σήμα «Pal» και στην Κοινότητα υπότο σήμα «NutraSweet».

  4. Ο μοναδικός παραγωγός εντός της Κοινότητας ήταν η Holland SweetenerCompany Vof (στο εξής: κοινοτικός παραγωγός ή HSC). Η εταιρία αυτή είναιθυγατρική εταιρία ολλανδικού δικαίου ανήκουσα από κοινού στην DSMAspartaam BV, θυγατρική κατά 100 % της ολλανδικής εταιρίας χημικών DSMChemicals BV, και στην Toyo Soda Nederland BV, θυγατρική κατά 100 % τηςιαπωνικής εταιρίας χημικών Tosoh Corporation.

    Η διοικητική διαδικασία

  5. Τον Δεκέμβριο του 1989, η HSC υπέβαλε μια πρώτη καταγγελία σχετικά μεπρακτικές ντάμπινγκ. Η καταγγελία αυτή απορρίφθηκε από την Επιτροπή ωςανεπαρκής.

  6. Κατόπιν νέας καταγγελίας, υποβληθείσας από την HSC στις 2 Φεβρουαρίου 1990,και δυνάμει του κανονισμού (ΕΟΚ) 2423/88 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου1988, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής ΟικονομικήςΚοινότητας (EE L 209, σ. 1, στο εξής: βασικός κανονισμός), ο οποίος ήταν ο τότεισχύων κανονισμός, η Επιτροπή δημοσίευσε στις 3 Μαρτίου 1990 ανακοίνωση γιατην έναρξη διαδικασίας αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές ασπαρτάμηςκαταγωγής Ιαπωνίας και Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής (ΕΕ C 52, σ. 12).

  7. Οι προσφεύγουσες έλαβαν αντίγραφο της κοινοποιήσεως της κινήσεως τηςδιαδικασίας αυτής, καθώς το μη εμπιστευτικό τμήμα της καταγγελίας της HSC.Αυτό το μη εμπιστευτικό τμήμα περιείχε αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τις τιμέςπου χρησιμοποιούσαν οι Αμερικανοί και οι Ιάπωνες εξαγωγείς στις αντίστοιχεςεσωτερικές αγορές τους, την τιμή εξαγωγής, το περιθώριο ντάμπινγκ και τη ζημία.

  8. Στις 17 Απριλίου 1990, οι προσφεύγουσες απέστειλαν τις αναντήσεις τους στοερωτηματολόγιο της Επιτροπής, τονίζοντας τον εμπιστευτικό χαρακτήρα τους. Οιπροσφεύγουσες ζήτησαν να ακουστούν, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 5,του βασικού κανονισμού. Η προσφεύγουσα NSC ζήτησε περαιτέρω να λάβειγνώση, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 4, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού,όλων των πληροφοριακών στοιχείων που είχαν παρασχεθεί στην Επιτροπή και,ειδικότερα, των γραπτών παρατηρήσεων της HSC ή κάθε άλλου ενδιαφερόμενουμέρους. Ζήτησε επιπλέον να πληροφορηθεί, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 7,παράγραφος 4, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού, τα κύρια γεγονότα καιεκτιμήσεις βάσει των οποίων η Επιτροπή θα προετίθετο, ενδεχομένως, ναδιατυπώσει σύσταση για την επιβολή προσωρινών δασμών.

  9. Στις 25 Απριλίου 1990, η NSC και η NSAG υπέβαλαν παρατηρήσεις στηνΕπιτροπή. Η Ajico απηύθυνε στην Επιτροπή έγγραφο με το οποίο υιοθετούσε τιςπαρατηρήσεις που υπέβαλε η NSAG. Στα συνημμένα των παρατηρήσεων αυτώνπεριλαμβανόταν μια ανάλυση της εταιρίας παροχής συμβουλών McKinsey &Company, Inc. (στο εξής: McKinsey), με ημερομηνία 24 Απριλίου 1990, η οποίαπεριείχε μεταξύ άλλων εκτίμηση της διαρθρώσεως του κόστους παραγωγής τηςHSC. Μεταξύ των συνημμένων των παρατηρήσεων περιλαμβανόταν επίσης μιαμελέτη του γραφείου Landell Mills Commodities Studies, του Απριλίου 1990, ηοποία αφορούσε ουσιαστικά τα χαρακτηριστικά των διαφόρων γλυκαντικώνουσιών, τον ανταγωνισμό μεταξύ των γλυκαντικών ουσιών, ιδίως μεταξύ τηςασπαρτάμης και των λοιπών γλυκαντικών ουσιών, καθώς και την ανάπτυξη τηςβιομηχανίας των ουσιών αυτών.

  10. Οι υπάλληλοι της Επιτροπής προέβησαν σε επιθεώρηση των εγκαταστάσεων τηςAjico στην Ιαπωνία, στις 6 και 7 Ιουλίου 1990, και των εγκαταστάσεων της NSCστις Ηνωμένες Πολιτείες, στις 9 και 10 Ιουλίου 1990.

  11. Οι προσφεύγουσες, σε ημερομηνία που δεν προσδιορίστηκε αλλά πριν από τηνεπιβολή προσωρινών δασμών αντιντάμπινγκ, έλαβαν ένα μη εμπιστευτικό τμήματων απαντήσεων της καταγγέλλουσας στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής.

  12. Απαντώντας στο από 30 Αυγούστου 1990 έγγραφο της Επιτροπής, ο νομικόςσύμβουλος της NSC, με έγγραφο της 11ης Σεπτεμβρίου 1990, υποστήριξε εξονόματος της πελάτιδός του, της Ajico και της συνδεομένης με αυτές εταιρίαςNSAG ότι όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που περιλαμβάνονται στο εμπιστευτικόκείμενο των απαντήσεων στο ερωτηματολόγιο, των παρατηρήσεων και τωνπαραρτημάτων, αλλά όχι και στο μη εμπιστευτικό τμήμα, ήσαν άκρωςεμπιστευτικά. Όσον αφορά τα στοιχεία που αφορούν την τιμή πωλήσεως, τοέγγραφο διευκρίνιζε ότι μόνον οι εκάστοτε μειώσεις τιμών και τα επίπεδαυποτιμήσεως μπορούσαν να κοινολογηθούν, υπό την προϋπόθεση ότι εκφράζονταιως ποσοστό των μέσων σταθμισμένων τιμών που ισχύουν εντός της Κοινότηταςσυνολικά. Το έγγραφο αυτό διευκρίνιζε επίσης ότι τα στοιχεία σχετικά με τομέγεθος των πωλήσεων εντός της Κοινότητας (τόσο το συνολικό μέγεθος όσο καιτα μεγέθη της NSC, της NSAG και της Ajico) ήσαν εμπιστευτικά.

  13. Με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3421/90 της Επιτροπή, της 26ης Νοεμβρίου 1990, γιατην επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές απαρτάμηςκαταγωγής Ιαπωνίας και Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (ΕΕ L 330, σ. 16,στο εξής: κανονισμός της Επιτροπής), η Επιτροπή επέβαλε προσωρινό δασμόαντιντάμπινγκ 29,95 ECU ανά χιλιόγραμμο στις εισαγωγές ασπαρτάμηςκαταγωγής Ιαπωνίας και 27,55 ECU ανά χιλιόγραμμο στις εισαγωγές ασπαρτάμηςκαταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών.

  14. Με έγγραφο της 14ης Δεκεμβρίου 1990, η NSC, προκειμένου νασυστηματοποιήσει τις διαπραγματεύσεις σχετικά με ανάληψη υποχρεώσεων ωςπρος την τιμή, ζήτησε από την Επιτροπή να διευκρινίσει:

    α)    τον συντελεστή χρησιμοποιήσεως των παραγωγικών ικανοτήτων πουελήφθη υπόψη κατά τον υπολογισμό του κόστους που χρησίμευσε ως βάσηγια τον υπολογισμό της τιμής αυτής,

    β)    αν η τιμή αναφοράς ελάμβανε υπόψη το κόστος παραγωγής του κοινοτικούπαραγωγού σε περίπτωση αυξημένης χρησιμοποιήσεως των παραγωγικώνικανοτήτων, για παράδειμα σε περίπτωση παραγωγής 1000 τόνων,

    γ)    αν η τιμή αναφοράς περιελάμβανε μικρότερο ποσοστό των εξόδωνπωλήσεως, των γενικών εξόδων και των διοικητικών δαπανών για τουςσημαντικούς πελάτες και αν τα πραγματικά γενικά έξοδα είχανκαταλογιστεί στον πραγματικό κύκλο εργασιών,

    δ)    την περίοδο αποσβέσεως των εγκαταστάσεων του κοινοτικού παραγωγούπου έλαβε υπόψη η Επιτροπή,

    ε)    αν είχαν ληφθεί υπόψη οι καταβληθέντες τόκοι και, σε περίπτωσηκαταφατικής απαντήσεως, πώς είχαν υπολογιστεί,

    στ)    την περίοδο εντός της οποίας η Επιτροπή θεώρησε ότι ο κοινοτικόςπαραγωγός θα επιτύχει τη χρηματοοικονομική ισορροπία,

    ζ)    αν οι επιδοτήσεις που έλαβε ο κοινοτικός παραγωγός είχαν ληφθεί υπόψηκαι αν ήσαν συμβατές προς τη Συνθήκη ΕΚ,

    η)    το ποσοστό των γενικών εξόδων που περιέχονται στην τιμή αναφοράς καιτα οποία καταβλήθηκαν στη συνδεόμενη εταιρία DSM,

    θ)    αν η Επιτροπή είχε λάβει υπόψη το γεγονός ότι ο κοινοτικός παραγωγόςείχε τη δυνατότητα να ωφεληθεί από τις προσπάθειες αναπτύξεως τηςαγοράς τις οποίας κατέβαλε η NSAG.

  15. Στις 18 Δεκεμβρίου 1990, η Επιτροπή απάντησε χωριστά σε καθένα από ταεπίμαχα σημεία:

    α)    ο συντελεστής χρησιμοποιήσεως των παραγωγικών ικανοτήτων που ελήφθηυπόψη κατά τον υπολογισμό της τιμής αναφοράς ήταν εκείνος της πλήρουςπαραγωγικής ικανότητας,

    β)    η αναφερθείσα αύξηση της ικανότητας του κοινοτικού παραγωγού δεν είχεληφθεί υπόψη και η εξέλιξη αυτή ήταν άγνωστη στην Επιτροπή,

    γ)    τα έξοδα πωλήσεως, τα γενικά έξοδα και οι διοικητικές δαπάνες πουελήφθησαν υπόψη δεν αντανακλούσαν τις διαφορές μεγέθους των πελατώντους οποίους αφορούσαν,

    δ)    το εργοστάσιο του παραγωγού είχε δεκαετή περίοδο αποσβέσεως,

    ε)    η τιμή αναφοράς ελάμβανε υπόψη τους πράγματι καταβληθέντες τόκους,

    στ)    η περίοδος που ήταν αναγκαία για να επιτευχθεί η χρηματοοικονομικήισορροπία συνδεόταν άμεσα με τις ισχύουσες τιμές και με τις παραγόμενεςποσότητες, οι τιμές είχαν μειωθεί και η HSC δεν είχε επιτύχει την πλήρηεκμετάλλευση των παραγωγικών ικανοτήτων της,

    ζ)    για τον καθορισμό της τιμής αναφοράς είχαν ληφθεί υπόψη επιδοτήσειςκαταβληθείσες στον κοινοτικό παραγωγό,

    η)    η HSC είχε συμμετοχή στα γενικά έξοδα της DSM και δεν ήταν προς τοσυμφέρον του άλλου μετόχου της HSC να διογκώσει τεχνητά τα κόστηαυτά,

    θ)    η ερώτηση αυτή έχρηζε διευκρινίσεως.

  16. Με έγγραφο της 28ης Δεκεμβρίου 1990, οι προσφεύγουσες ζήτησαν από τηνΕπιτροπή να τις ενημερώσει σχετικά με τα κύρια γεγονότα και τις εκτιμήσεις πουχρησίμευσαν ως στήριγμα του κανονισμού της Επιτροπής, καθώς και,ενδεχομένως, τα κύρια γεγονότα και τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων προετίθετονα διατυπώσει σύσταση για την επιβολή οριστικών δασμών. Ειδικότερα, ζήτησανπληροφορίες σχετικά με τον υπολογισμό της κανονικής αξίας, της τιμής εξαγωγής,των προσαρμογών και του περιθωρίου ντάμπινγκ, σχετικά με την αξία τωνεισαγωγών οι οποίες είχαν ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό του μεγέθους τηςκοινοτικής αγοράς, τις τιμές που ελήφθησαν υπόψη για να καθοριστεί η μείωσητης τιμής και η υποτίμηση, καθώς και σχετικά με τη ζημία. Οι προσφεύγουσεςκάλεσαν επίσης την Επιτροπή να διευκρινίσει τα σημεία του από 14 Δεκεμβρίου1990 εγγράφου της NSC τα οποία δεν προσδιόρισε και τα οποία κατά τη γνώμητους θα έπρεπε να είχαν αναπτυχθεί περαιτέρω.

  17. Με έγγραφα της 6ης και της 30ής Δεκεμβρίου 1990, οι προσφεύγουσες υπέβαλανεγγράφως τα σχόλιά τους επί του κανονισμού της Επιτροπής.

  18. Η NSC, με τα σχόλιά της της 30ής Δεκεμβρίου 1990 και με έγγραφο της 14ηςΙανουαρίου 1991, επανέλαβε το αίτημά της να λάβει γνώση των στοιχείων πουδιαβίβασε η καταγγέλλουσα στην Επιτροπή, ειδικότερα με τις γραπτέςπαρατηρήσεις της επί του κανονισμού της Επιτροπής.

  19. Στις 16 Ιανουαρίου 1991, η Επιτροπή απάντησε ότι ο μη εμπιστευτικός φάκελοςείχε τεθεί στη διάθεση όλων των ενδιαφερομένων μερών από της ενάρξεως τηςδιαδικασίας.

  20. Στις 18 Ιανουαρίου 1991, η NSC εξέτασε τον μη εμπιστευτικό φάκελο και έλαβεγνώση του μη εμπιστευτικού τμήματος των παρατηρήσεων του κοινοτικούπαραγωγού επί του κανονισμού της Επιτροπής.

  21. Την 1η Φεβρουαρίου 1991, η NSC διαμαρτυρήθηκε ότι έλαβε γνώση μόλις στις24 Ιανουαρίου 1991 της από 13 Δεκεμβρίου 1989 μη εμπιστευτικής συνόψεως τηςαιτήσεως λήψεως μέτρων προστασίας που υπέβαλε η HSC, της από 9 Απριλίου1990 μη εμπιστευτικής συνόψεως των παρατηρήσεων που κατέθεσε η HSC και τηςαπό 28 Αυγούστου 1990 μη εμπιστευτικής συνόψεως ενός εγγράφου της HSC.Εξέφρασε επίσης τη δυσαρέσκειά της σχετικά με το ότι οι πληροφορίες πουπεριέχονταν στις συνόψεις αυτές ήσαν ανεπαρκείς.

  22. Με τηλεομοιοτυπία της 4ης Φεβρουαρίου 1991, η Επιτροπή απάντησε ότι είχεκινήσει τη διαδικασία βάσει καταγγελίας την οποία είχε διαβιβάσει στηνπροσφεύγουσα από την έναρξη ήδη της διαδικασίας και αναφέρθηκε στονκανονισμό της περί επιβολής προσωρινών δασμών όσον αφορά τα συμπεράσματάτης.

  23. Στις 5 Φεβρουαρίου 1991, οι εκπρόσωποι της NSC και οι υπάλληλοι τηςΕπιτροπής συναντήθηκαν για να συζητήσουν σχετικά με τον κανονισμό τηςΕπιτροπής.

  24. Στις 7 Φεβρουαρίου 1991, οι προσφεύγουσες πρότειναν αναλήψεις υποχρεώσεων.

  25. Στις 22 Μαρτίου 1991, η Επιτροπή απέστειλε έγγραφο κοινολογήσεως (disclosureletter) στις προσφεύγουσες. Στο έγγραφο αυτό εξέθετε τους λόγους για τουςοποίους προτίθετο να προτείνει την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ.

  26. Το εν λόγω έγγραφο περιείχε τα ίδια πληροφοριακά στοιχεία με τον κανονισμότης Επιτροπής. Ωστόσο, αντίθετα προς αυτόν, ανέφερε αριθμητικά στοιχείασχετικά με τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ και τις ζημίες που υπέστηη NSAG κατά την πραγματοποίηση των πωλήσεών της εντός της Κοινότητας καιπεριείχε επίσης επιμερισμό σε δέκα στοιχεία του κόστους παραγωγής που είχεληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό της τιμής αναφοράς. Κάθε στοιχείο εκφραζότανσε ποσοστό του συνολικού κόστους, με απόκλιση 10 %.

  27. Το έγγραφο αυτό ανέφερε επίσης ότι η Επιτροπή είχε καθορίσει την κανονικήαξία της ιαπωνικής ασπαρτάμης βάσει των τιμών που ίσχυαν στην αγορά τωνΗνωμένων Πολιτειών, όχι πλέον λόγω ελλείψεως συνεργασίας εκ μέρους τηςAjico, όπως αναφέρεται στον κανονισμό της Επιτροπής, αλλά διότι δενπληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 2, παράγραφος 6, του βασικούκανονισμού για να χρησιμοποιηθούν οι τιμές της ιαπωνικής αγοράς.

  28. Τέλος, το εν λόγω έγγραφο περιείχε:

    • μια διευκρίνιση σχετικά με την απώλεια θέσεων εργασίας που θαπροκαλούσε η παύση της κοινοτικής παραγωγής,

    • ορισμένες εκτιμήσεις σχετικά με την επίπτωση των δασμών αντιντάμπινγκεπί της ζητήσεως,

    • τη διαβεβαίωση ότι τα κόστη παραγωγής της HSC που είχαν χρησιμεύσειγια τον υπολογισμό της τιμής αναφοράς είχαν αναθεωρηθεί προκειμένουνα αποκλεισθούν ορισμένα κόστη που δεν συνδέονται με πωλήσεις εντόςτης Κοινότητας,

    • τους λόγους για τους οποίους είχε γίνει δεκτό ένα περιθώριο κέρδους 8 %.



  29. Στις 25 Μαρτίου 1991, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΟΚ) 792/91 τουΣυμβουλίου, περί παρατάσεως του προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ που έχειεπιβληθεί στις εισαγωγές ασπαρτάμης, καταγωγής Ιαπωνίας και ΗνωμένωνΠολιτειών της Αμερικής (ΕΕ L 82, σ. 1).

  30. Στις 2 Απριλίου 1991, η NSC κάλεσε την Επιτροπή να εξετάσει δύο άλλεςδυνατότητες αναλήψεως υποχρεώσεων.

  31. Η NSC υπέβαλε αυθημερόν τις παρατηρήσεις της επί του εγγράφουκοινολογήσεως της 22ας Μαρτίου 1991 (βλ. ανωτέρω σκέψη 25), διαμαρτυρόμενηγια το ανεπαρκές των πληροφοριών που της είχαν κοινοποιηθεί σχετικά με ταστοιχεία που παρέσχε η HSC. Η NSC προσήψε επίσης στην Επιτροπή ότι δεν τηςκοινοποίησε σημαντικά αριθμητικά ή πραγματικά στοιχεία σχετικά με τοπεριθώριο ζημίας και ότι δεν της είχε κοινοποιήσει σχεδόν κανένα από ταστοιχεία που χρησιμοποίησε κατά τον καθορισμό της τιμής αναφοράς. Η NSCδιευκρίνισε ότι το σύστημα των αποκλίσεων που χρησιμοποιήθηκε για ναπροκύψει η διάρθρωση των διαφόρων ειδών κόστους της HSC δεν παρείχε καμίαένδειξη βάσει της οποίας να μπορούσε να διαφανεί ο τρόπος με τον οποίο είχευπολογιστεί το όριο ζημίας. Η Ajico υπέβαλε επίσης αυθημερόν τις γραπτέςπαρατηρήσεις της, συμμεριζόμενη επιπλέον τις παρατηρήσεις της NSC καιζητώντας να τύχει εμπιστευτικής μεταχειρίσεως.

  32. Στις 18 Απριλίου 1991, η Επιτροπή απάντησε στα έγγραφα αυτά τονίζοντας ότιείχε κοινολογήσει όλα τα στοιχεία τα οποία εδικαιούτο να κοινολογήσει.Διευκρίνισε επίσης ότι το κόστος εκκινήσεως της δραστηριότητας είχε αποκλειστείαπό τον υπολογισμό, εκτός από δύο στοιχεία που υπόκεινται σε απόσβεσησύμφωνα με την ολλανδική νομοθεσία, και ότι οι αμοιβές δικηγόρου είχαν επίσηςτελείως αποκλειστεί από τους υπολογισμούς. Η Επιτροπή τέλος αμφισβήτησε ότιη τιμή αναφοράς είχε διογκωθεί τεχνητά και τόνισε τη σχέση που υφίσταταιμεταξύ του κόστους, αφενός, και της ικανότητας εκμεταλλεύσεως και τουμεγέθους της εργοστασίου, αφετέρου.

  33. Με έγγραφο της 7ης Μαΐου 1991, η Επιτροπή εξέθεσε τους λόγους για τουςοποίους δεν μπορούσε να δεχθεί τις προτεινόμενες αναλήψεις υποχρεώσεων.

  34. Στις 15 Μαΐου 1991, η NSC υπέβαλε στο Συμβούλιο τις παρατηρήσεις της επί τουεγγράφου αυτού. Αμφισβήτησε τη συλλογιστική που ακολούθησε η Επιτροπή.

  35. Με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1391/91 του Συμβουλίου, της 27ης Μαΐου 1991, για τηνεπιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ασπαρτάμης, καταγωγήςΙαπωνίας και Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής (ΕΕ L 134, σ. 1, στο εξής:κανονισμός του Συμβουλίου ή προσβαλλόμενος κανονισμός), το Συμβούλιουπέβαλε οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ 27,21 ECU ανά χιλιόγραμμο επί τωνεισαγωγών ασπαρτάμης καταγωγής Ιαπωνίας και 25,15 ECU ανά χιλιόγραμμο επίτων εισαγωγών που προέρχονται από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Οκανονισμός αυτός καταργήθηκε εν συνεχεία με τον κανονισμό (EΚ) 1936/95 τουΣυμβουλίου, της 3ης Αυγούστου 1995 (ΕΕ L 186, σ. 8).

    Οι επίμαχοι κανονισμοί αντιντάμπινγκ

    1. Γενικά

  36. Οι επίμαχοι εν προκειμένω κανονισμοί αντιντάμπινγκ επιβάλλουν δασμόαντιντάμπινγκ υπολογιζόμενο βάσει της ζημίας και όχι σύμφωνα με το περιθώριοντάμπινγκ. Τα κοινοτικά όργανα διαπίστωσαν την ύπαρξη πρακτικών ντάμπινγκεκ μέρους του Αμερικανού και Ιάπωνα εξαγωγέα. Το περιθώριο ντάμπινγκυπολογίστηκε με σύγκριση της τιμής στην οποία ο Αμερικανός παραγωγόςπωλούσε την ασπαρτάμη στην αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών με την τιμή στηνοποία πωλούσε εντός της Κοινότητας (σημεία 12 έως 32 των αιτιολογικώνσκέψεων του κανονισμού της Επιτροπής και σημεία 8 έως 25 των αιτιολογικώνσκέψεων του κανονισμού του Συμβουλίου).

    2. Κανονισμός της Επιτροπής

  37. Κατά την εκτίμηση της ζημίας, η Επιτροπή αναφέρει ότι η κοινοτική αγοράασπαρτάμης αυξήθηκε κατά 215 % μεταξύ 1986 και 1989 (σημείο 34 τωναιτιολογικών σκέψεων του κανονισμού της Επιτροπής) και ότι, μολονότι ηεμφάνιση της HSC το 1988 είχε ως αποτέλεσμα ο Αμερικανός και ο Ιάπωναςεξαγωγέας να απολέσουν μερίδια της αγοράς, οι εισαγωγές από τις ΗνωμένεςΠολιτείες και την Ιαπωνία αυξήθηκαν ωστόσο σε απόλυτους αριθμούς (σημείο 37των αιτιολογικών σκέψεων). Επιπλέον, η ιαπωνική και η αμερικανική τιμή, πουήσαν ήδη χαμηλότερες από την τιμή του κοινοτικού παραγωγού το 1988,μειώθηκαν περαιτέρω (σημείο 39 των αιτιολογικών σκέψεων). Κατά την περίοδοέρευνας, οι τιμές του αμερικανικού και ιαπωνικού προϊόντος ήσαν χαμηλότερεςαπό τις τιμές του κοινοτικού παραγωγού (σημείο 40 των αιτιολογικών σκέψεων),αναγκάζοντάς τον να πωλεί σε τιμές κάτω του κόστους και εμποδίζοντάς τον νααυξήσει καταλλήλως την εκμετάλλευση των παραγωγικών ικανοτήτων του, πράγματο οποίο αύξησε το κόστος παραγωγής ενώ ταυτοχρόνως του προκάλεσεσημαντικές ζημίες (σημείο 45 των αιτιολογικών σκέψεων). Η πτώση των τιμώνεισαγωγής της NSAG συνέπεσε με την εμφάνιση του καταγγέλλοντος στηνκοινοτική αγορά (ίδιο σημείο). Λαμβανομένης υπόψη της εξελίξεως της κοινοτικήςαγοράς ασπαρτάμης, η οποία αναπτύχθηκε σημαντικά, δεν υπήρχε κανέναςπροφανής λόγος ώστε η NSAG, η οποία ακόμη και μετά το 1987 παρέμεινε οκατά πολύ σημαντικότερος προμηθευτής ασπαρτάμης στην αγορά της Κοινότητας,να μειώσει τις τιμές της σε επίπεδα μη καλύπτοντα πλέον το κόστος (σημείο 47των αιτιολογικών σκέψεων). Η απόφαση περί μειώσεως των τιμών σε επίπεδασυνεπαγόμενα ζημίες οφείλεται στην NSAG και στον Αμερικανό και τον Ιάπωναεξαγωγέα (σημείο 49 των αιτιολογικών σκέψεων). Από την έρευνα δεν προέκυψεκανένας άλλος παράγοντας που να έχει προκαλέσει σημαντική ζημία (σημείο 50των αιτιολογικών σκέψεων).

  38. Ο δασμός αντιντάμπινγκ επιβλήθηκε σε ύψος τέτοιο ώστε να καλύπτεται ηδιαφορά μεταξύ, αφενός, της ιαπωνικής και αμερικανικής τιμής και, αφετέρου, τηςκατώτατης τιμής που είναι αναγκαία για να μπορεί η κοινοτική βιομηχανία νακαλύπτει το κόστος της και να πραγματοποιεί εύλογο περιθώριο κέρδους (σημείο63 των αιτιολογικών σκέψεων). Αυτό το περιθώριο καθορίστηκε στο 8 % τουκύκλου εργασιών προ φόρων (σημείο 65 των αιτιολογικών σκέψεων). Η κατώτατητιμή, αποκαλούμενη «τιμή αναφοράς», συγκρίθηκε με τη μέση σταθμισμένη τιμήεισαγωγής στην Κοινότητα (ίδιο σημείο).

    3. Κανονισμός του Συμβουλίου

  39. Με τον κανονισμό του περί επιβολής οριστικού δασμού, το Συμβούλιοεπιβεβαιώνει ουσιαστικά τις εκτιμήσεις και τα συμπεράσματα της Επιτροπής.Όσον αφορά τον υπολογισμό της τιμής αναφοράς που χρησίμευσε για τονκαθορισμό της ζημίας, το Συμβούλιο διευκρινίζει τα εξής (σημείο 44 τωναιτιολογικών σκέψεων): «(...) η Επιτροπή πρέπει να λάβει υπόψη το γεγονός ότιορισμένες από τις πρώτες ύλες και τις υπηρεσίες αγοράστηκαν από συνδεόμενηεταιρία και ότι ορισμένα έξοδα δεν αφορούσαν τις πωλήσεις ασπαρτάμης στηνΚοινότητα. Τώρα έχουν περιληφθεί τα πραγματικά έξοδα έρευνας και ανάπτυξης,καθώς και τα άμεσα έξοδα πώλησης. Οι προσαρμογές αυτές οδηγούν σεχαμηλότερο κόστος παραγωγής ως βάση υπολογισμού του ποσοστού του δασμούπου είναι αναγκαίος για να καταργηθεί η ζημία». Για τον υπολογισμό εύλογουπεριθωρίου κέρδους, το Συμβούλιο λαμβάνει υπόψη τα εξής στοιχεία: το γεγονόςότι ο κοινοτικός παραγωγός μόλις ολοκλήρωσε την περίοδο εκκινήσεως, τηναβεβαιότητα όσον αφορά την εξέλιξη των μελλοντικών πωλήσεων και τηδυνατότητα ανάπτυξης υποκατάστατων προϊόντων τα οποία θα μπορούσαν νασυντομεύσουν τον κύκλο ζωής του σχετικού προϊόντος (σημείο 45 τωναιτιολογικών σκέψεων).

  40. Όσον αφορά τα δικαιώματα άμυνας των ενδιαφερομένων μερών, το Συμβούλιοτονίζει (σημείο 7 των αιτιολογικών σκέψεων) τα εξής:

    «Η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη όλες τις μελέτες και παρατηρήσεις σχετικά με τιςοποίες είχε υποβληθεί μη σημαντική και μη εμπιστευτική περίληψη, επειδή με τοντρόπο αυτό τα άλλα μέρη θα είχαν στερηθεί των δικαιωμάτων τους για άμυνα.»

    Η ένδικη διαδικασία

  41. Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 6Σεπτεμβρίου 1991, εκάστη των προσφευγουσών άσκησε προσφυγή κατά τουκανονισμού του Συμβουλίου.

  42. Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 6Φεβρουαρίου 1992, η Επιτροπή ζήτησε να παρέμβει προς στήριξη των αιτημάτωντου καθού. Η αίτηση αυτή έγινε δεκτή με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίουτης 18ης Μαρτίου 1992.

  43. Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 7Φεβρουαρίου 1992, η HSC, η Toyo Soda Nederland BV και η DSM AspartaamBV ζήτησαν να παρέμβουν προς στήριξη των αιτημάτων του καθού. Η αίτησηαυτή αποσύρθηκε στις 21 Ιανουαρίου 1993.

  44. Με διάταξη της 18ης Απριλίου 1994, το Δικαστήριο παρέπεμψε τις υπό κρίσηυποθέσεις ενώπιον του Πρωτοδικείου, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 4 τηςαποφάσεως 93/350/Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 1993,για την τροποποίηση της αποφάσεως 88/591/ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ, περίιδρύσεως Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 144, σ. 21), όπωςτροποποιήθηκε με την απόφαση 94/149/ΕΚΑΧ, EΚ του Συμβουλίου, της 7ηςΜαρτίου 1994 (ΕΕ L 66, σ. 29). Οι υποθέσεις πρωτοκολλήθηκαν στη Γραμματείατου Πρωτοδικείου αντιστοίχως υπό τους αριθμούς T-159/94 (Ajinomoto κατάΣυμβουλίου) και T-160/94 (NutraSweet κατά Συμβουλίου) και, στις 2 Ιουνίου 1994,η εκδίκασή τους ανατέθηκε στο πρώτο τμήμα. Δεδομένου ότι ο εισηγητής δικαστήςτοποθετήθηκε εν συνεχεία στο δεύτερο πενταμελές τμήμα, οι υποθέσειςανατέθηκαν κατά συνέπεια στο τμήμα αυτό.

  45. Κατόπιν της προσχωρήσεως της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας στιςΕυρωπαϊκές Κοινότητες, οι υποθέσεις ανατέθηκαν εκ νέου, στις 23 Ιανουαρίου1995, στο τρίτο πενταμελές τμήμα και ορίστηκε νέος εισηγητής δικαστής.Δεδομένου ότι ο δικαστής αυτός τοποθετήθηκε εν συνεχεία στο πέμπτοπενταμελές τμήμα, οι υποθέσεις ανατέθηκαν κατά συνέπεια στο τμήμα αυτό.

  46. Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (πέμπτο πενταμελέςτμήμα) κίνησε την προφορική διαδικασία. Κατ' εφαρμογήν του άρθρου 64 τουΚανονισμού Διαδικασίας, κάλεσε στις 22 Ιανουαρίου 1997 τους διαδίκους νααπαντήσουν εγγράφως σε διάφορες ερωτήσεις που αφορούν τον αιτιώδησύνδεσμο μεταξύ του ντάμπινγκ και της προβαλλομένης ζημίας. Οιπροσφεύγουσες εκλήθησαν επίσης να παράσχουν διευκρινίσεις όσον αφορά τονισχυρισμό τους ότι είχαν υποστεί προσβολή στα δικαιώματα άμυνας. Δεδομένουότι οι διευκρινίσεις αυτές ήσαν σημαντικές και έριχναν νέο φως στις υποθέσεις,το Πρωτοδικείο επέτρεψε στο καθού, με έγγραφο της 24ης Μαρτίου 1997, ναυποβάλει στις 9 Απριλίου 1997 παρατηρήσεις επί των διευκρινίσεων αυτών.

  47. Με διάταξη της 10ης Μαρτίου 1997, το Πρωτοδικείο (πέμπτο πενταμελές τμήμα)ένωσε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 50 του Κανονισμού Διαδικασίας, τις δύουποθέσεις προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινήςαποφάσεως.

  48. Οι διάδικοι αγόρευσαν και έδωσαν απαντήσεις στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείουκατά τη δημόσια συνεδρίαση της 17ης Απριλίου 1997.

    Αιτήματα των διαδίκων

  49. Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Πρωτοδικείο:

    • να ακυρώσει τον κανονισμό του Συμβουλίου στο σύνολό του ή,επικουρικώς, στο μέτρο που έχει εφαρμογή σε κάθε μία από αυτές,

    • να διατάξει την επιστροφή των προσωρινών και οριστικών δασμώναντιντάμπινγκ που εισπράχθηκαν δυνάμει του κανονισμού της Επιτροπήςκαι του κανονισμού του Συμβουλίου, καθώς και την αποδέσμευση κάθεσχετικής εγγυήσεως,

    • να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα,

    • να διατάξει οποιοδήποτε άλλο πρόσφορο κατά την κρίση του μέτρο.



  50. Το καθού ζητεί από το Πρωτοδικείο:

    • να απορρίψει τις προσφυγές,

    • να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.



  51. Η παρεμβαίνουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο να απορρίψει τις προσφυγές.

    Επί της ουσίας

    I — Συνθετική έκθεση των προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως

  52. Οι προσφεύγουσες προβάλλουν έξι κοινούς λόγους ακυρώσεως τουπροσβαλλομένου κανονισμού:

    • παράβαση ουσιωδών τύπων, καθώς και του άρθρου 7, παράγραφος 4,στοιχεία α΄ και β΄, του βασικού κανονισμού, καθόσον τα κοινοτικά όργαναδεν τους παρέσχον εμπροθέσμως επαρκή στοιχεία ώστε να έχουν τηδυνατότητα να υπερασπίσουν τα συμφέροντά τους,

    • παράβαση ουσιωδών τύπων, καθώς και των άρθρων 7, παράγραφος 4,στοιχείο β΄, και 8, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, καθόσον τακοινοτικά όργανα έλαβαν υπόψη στοιχεία που παρέσχε ο κοινοτικόςπαραγωγός, μολονότι τα στοιχεία αυτά δεν συνοψίζονταν σε μηεμπιστευτικό έγγραφο ούτε συνοδεύονταν από κατάλληλη έκθεση τωνλόγων για τους οποίους τα στοιχεία αυτά δεν μπορούσαν να συνοψισθούν,

    • παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού,καθόσον τα κοινοτικά όργανα καθόρισαν την κανονική αξία βάσει τωντιμών που ισχύουν στις Ηνωμένες Πολιτείες και προστατεύονται απόδίπλωμα ευρεσιτεχνίας,

    • παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 1, του άρθρου 4 και του άρθρου 13,παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, καθόσον τα κοινοτικά όργανααγνόησαν ή ερμήνευσαν εσφαλμένα τα ουσιώδη αποδεικτικά στοιχείαβάσει των οποίων προέκυπτε ότι ο κοινοτικός παραγωγός είχε υποστείσημαντική ζημία,

    • παράβαση των άρθρων 2, παράγραφος 1, και 4, παράγραφος 1, τουβασικού κανονισμού, καθόσον τα κοινοτικά όργανα δεν έλαβαν υπόψηάλλους παράγοντες που προκάλεσαν τη ζημία που υπέστη ο κοινοτικόςπαραγωγός,

    • παράβαση του άρθρου 13, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού,καθόσον τα κοινοτικά όργανα δεν υπολόγισαν ορθά το ύψος του δασμούπου ήταν αναγκαίος για την εξάλειψη της ζημίας.



  53. Στην υπόθεση T-159/94, η προσφεύγουσα Ajinomoto προβάλλει επιπλέον τους δύοακόλουθους λόγους:

    • παράβαση ουσιωδών τύπων και του άρθρου 190 της Συνθήκης, καθόσοντα κοινοτικά όργανα, αφενός, δεν πληροφόρησαν εμπρόθεσμα τηνπροσφεύγουσα ότι θεωρούσαν τη συνεργασία της ανεπαρκή και, αφετέρου,δεν της παρέσχον την ευκαιρία να διατυπώσει συναφώς την άποψή της,

    • παράβαση του άρθρου 2, παράγραφοι 3 και 6, του βασικού κανονισμού,καθόσον τα κοινοτικά όργανα υπολόγισαν την κανονική αξία τηςιαπωνικής ασπαρτάμης βάσει των τιμών που ισχύουν στις ΗνωμένεςΠολιτείες.



  54. Στην υπόθεση T-160/94, η προσφεύγουσα NutraSweet προβάλλει, πλέον τωνπροαναφερθέντων κοινών λόγων ακυρώσεως, τους δύο ακόλουθους λόγους:

    • παράβαση ουσιωδών διαδικαστικών κανόνων, καθώς και του άρθρου 190της Συνθήκης, καθόσον το καθού παρέλειψε να αναφέρει τους λόγους γιατους οποίους απέρριψε τις αναλήψεις υποχρεώσεων που πρότεινε η NSC,

    • προσβολή των δικαιωμάτων που απορρέουν από το δίπλωμα ευρεσιτεχνίαςπου κατείχε η προσφεύγουσα στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθόσον ηκανονική αξία καθορίστηκε βάσει των τιμών που χρησιμοποιούσε ηπροσφεύγουσα στην εσωτερική αγορά της.



  55. Το Πρωτοδικείο θα εξετάσει καταρχάς τους λόγους ακυρώσεως που είναι κοινοίστις δύο υποθέσεις.

    II — Λόγοι ακυρώσεως κοινοί στις δύο υποθέσεις

  56. Το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι πρέπει να εξετάσει μαζί τους δύο πρώτους κοινούςλόγους.

    Επί των λόγων που αφορούν παράβαση ουσιωδών τύπων, καθώς και των άρθρων 7,παράγραφος 4, στοιχεία α΄ και β΄, και 8, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού

    A — Επιχειρήματα των διαδίκων

  57. Κατά τις προσφεύγουσες, τα κοινοτικά όργανα έχουν την υποχρέωση να πράττουνό,τι είναι ευλόγως δυνατό για να παρέχουν όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχείαστις επιχειρήσεις κατά των οποίων έχει κινηθεί διαδικασία αντιντάμπινγκ.

  58. Επομένως, τα κοινοτικά όργανα δεν μπορούν να οχυρώνονται πίσω από τοεπιχείρημα ότι οι αιτήσεις των προσφευγουσών δεν περιείχαν επαρκώςσυγκεκριμένες ερωτήσεις. Η άποψη του καθού επιχειρεί να προβάλει ότι ηδιαδικασία κατέληξε σε μια ατέλειωτη σειρά διαδοχικών ερωτήσεων που ήσανόλο και πιο λεπτομερείς.

  59. Το άρθρο 7, παράγραφος 4, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού θα στερούντανκάθε χρησιμότητας σε σχέση με την ίδια διάταξη, στοιχείο β΄, και θα εμποδιζότανη άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας των εμπλεκομένων επιχειρήσεων αν δενγινόταν δεκτό ότι η υποχρέωση πληροφορήσεως καλύπτει τα αποδεικτικά στοιχείαπου προσκομίζουν τρίτα μέρη προς στήριξη των ισχυρισμών τους, έστω και ανέχουν ελεγχθεί από τα κοινοτικά όργανα.

  60. Αυτή η υποχρέωση πληροφορήσεως που υπέχουν τα κοινοτικά όργαναπροϋπάρχει της επιβολής προσωρινών δασμών (απόφαση του Δικαστηρίου της27ης Ιουνίου 1991, C-49/88, Al-Jubail Fertilizer κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1991,σ. I-3187, σκέψη 15· άρθρο 6, παράγραφος 7, του κώδικα αντιντάμπινγκ τηςΓενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου, στο εξής: GATT). Κατά το παρελθόν,τα κοινοτικά όργανα έχουν επανειλημμένως κοινολογήσει ουσιώδη στοιχεία πριναπό την επιβολή τέτοιων δασμών, οπότε να δεσμεύονται ενδεχομένως από τηνπρακτική αυτή (απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Οκτωβρίου 1991, C-16/90,Nölle, Συλλογή 1991, σ. I-5163).

  61. Εν προκειμένω, τα κοινοτικά όργανα παρέβησαν το άρθρο 7, παράγραφος 4,στοιχεία α΄ και β΄, του βασικού κανονισμού και προσέβαλαν τα δικαιώματαάμυνας των προσφευγουσών, μη παρέχοντάς τους εμπροθέσμως επαρκή στοιχείαόσον αφορά, αφενός, τους ισχυρισμούς και τις αποδείξεις που προσκόμισε ηκαταγγέλλουσα και, αφετέρου, το υποστατό και την κρισιμότητα τωνπροβαλλομένων γεγονότων και τα αποδεικτικά στοιχεία που έγιναν δεκτά(απόφαση Al-Jubail Fertilizer κατά Συμβουλίου, παρατεθείσα στην προηγούμενησκέψη, σκέψη 17).

  62. Πριν από την επιβολή προσωρινών δασμών αντιντάμπινγκ, οι προσφεύγουσεςέλαβαν ανεπαρκή στοιχεία (κοινοποίηση της κινήσεως της διαδικασίας, σύνοψηκαταγγελίας, μη εμπιστευτικό τμήμα των απαντήσεων που έδωσε ο κοινοτικόςπαραγωγός στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής) ώστε να μπορούν να εκθέσουνεπωφελώς την άποψή τους όσον αφορά, πρώτον, τον υπολογισμό της τιμήςαναφοράς, δεύτερον, τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ και, τρίτον, τηφύση και την προέλευση της προβαλλομένης ζημίας. Τούτο δε μολονότιεπανειλημμένως επέστησαν την προσοχή της Επιτροπής στο ότι τα στοιχεία ήσανανεπαρκή (έγγραφα της 17ης Απριλίου 1990) και στο ότι ήταν αναγκαίο ναοργανωθεί μια ακρόαση (έγγραφα της 17ης Απριλίου, της 28ης Ιουνίου και της8ης Νοεμβρίου 1990).

  63. Μετά την έκδοση του κανονισμού της Επιτροπής, στις προσφεύγουσες δενπαρασχέθηκαν παρά ολίγα πρόσθετα στοιχεία, ειδικότερα όσον αφορά ταουσιώδη σημεία που είναι, στην υπό κρίση υπόθεση, η τιμή αναφοράς και ηπροβαλλόμενη ζημία.

  64. Όσον αφορά την τιμή αναφοράς, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι τα κοινοτικάόργανα θα μπορούσαν να παράσχουν λεπτομερέστερη ανάλυση των στοιχείων πουπεριλαμβάνονται σ' αυτήν, καθώς και μικρότερες αποκλίσεις, εφόσον η τιμή αυτήαναφοράς δεν υπολογίστηκε βάσει του πραγματικού κόστους της HSC αλλά βάσειτου υποθετικού κόστους σε περίπτωση πλήρους εκμεταλλεύσεως των παραγωγικώντης ικανοτήτων.

  65. Μολονότι η τιμή αναφοράς τροποποιήθηκε δύο φορές χωρίς να διατυπωθείκανένας σχετικός λόγος, τα κοινοτικά όργανα δεν παρέσχον την παραμικρήενδιαφέρουσα εξήγηση όσον αφορά τις βασικές παραδοχές και τις μεθόδους πουχρησιμοποιήθηκαν ιδίως για:

    • να καθοριστεί η παραγωγική ικανότητα του κοινοτικού παραγωγού και οσυντελεστής χρησιμοποιήσεως της ικανότητας αυτής,

    • να αποδειχθεί ότι ο κοινοτικός παραγωγός, μολονότι βαρυνόταν απόσημαντικά χρέη, θα μπορούσε να επιτύχει χρηματοοικονομική ισορροπίακαι να έχει κέρδος 8 % σε λιγότερο από 18 μήνες από την έναρξη τηςπαραγωγής,

    • να καταλογιστούν οι επιδοτήσεις που καταβλήθηκαν στον κοινοτικόπαραγωγό,

    • να υπολογιστεί η απόσβεση του εργοστασίου, των κτιρίων και τουεξοπλισμού που χρησιμοποιεί ο κοινοτικός παραγωγός και, ειδικότερα, ναγίνει δεκτή δεκαετής περίοδος αποσβέσεως,

    • να αποσβεστεί ή να αποκλειστεί το έκτακτο κόστος εκκίνησης τηςδραστηριότητας (μόνο μετά την πάροδο της προθεσμίας για την κατάθεσηπαρατηρήσεων πληροφορήθηκαν οι προσφεύγουσες, με έγγραφο της 18ηςΑπριλίου 1991, ότι το κόστος εκκίνησης της δραστηριότητας είχεαποκλειστεί από την τιμή αναφοράς εκτός από δύο στοιχεία, τα οποίαεξάλλου δεν διευκρινίστηκαν).



  66. Οι προσφεύγουσες προσάπτουν επίσης στα κοινοτικά όργανα ότι δενδιευκρίνισαν:

    • το είδος του κόστους χρηματοδοτήσεως που ελήφθη υπόψη και τηνκατανομή του,

    • τη σπουδαιότητα των δανείων σε σχέση με τα ίδια κεφάλαια,

    • τα στοιχεία των εξόδων πωλήσεως, των γενικών εξόδων και τωνδιοικητικών δαπανών, καθώς και τις επενδύσεις τις οποίες αφορούσε τοχρηματοοικονομικό κόστος, ενώ η σύνθεση των γενικών εξόδων, τωνδιοικητικών δαπανών και των αμέσων εξόδων πωλήσεως εξαρτάται απότο ακολουθούμενο σύστημα λογιστικής και την προοπτική με βάση τηνοποία πραγματοποιείται ο υπολογισμός,

    • την αναλογία των πρώτων υλών που αγοράστηκαν από συνδεόμενεςεταιρίες, πράγμα το οποίο αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για να καθοριστεί σεποιο βαθμό η τιμή αναφοράς είχε υπολογιστεί βάσει των τιμών της αγοράς,

    • σε ποιο βαθμό είχαν ληφθεί υπόψη οι δαπάνες αναπτύξεως της αγοράςπου πραγματοποίησε η NSAG, από τις οποίες είχε ωφεληθεί και οκοινοτικός παραγωγός,

    • το ποσοστό των γενικών εξόδων που καταβλήθηκαν από τον κοινοτικόπαραγωγό στη DSM.



  67. Τα κοινοτικά όργανα δεν εξήγησαν για ποιο λόγο μια πληρέστερη κοινολόγησητων μεθόδων της Επιτροπής μπορούσε να βλάψει τις επιχειρηματικές υποθέσειςτου κοινοτικού παραγωγού και, ειδικότερα, γιατί δεν μπόρεσαν ναχρησιμοποιηθούν μικρότερες αποκλίσεις και γιατί δεν μπορούσε να γνωστοποιηθείο επιμερισμός του χρηματοοικονομικού κόστους, τουλάχιστον υπό τη μορφήποσοτού επί τοις εκατό.

  68. Όσον αφορά τη ζημία που προκλήθηκε στον κοινοτικό παραγωγό, οιπροσφεύγουσες προσάπτουν στα κοινοτικά όργανα ότι δεν ανέφεραν επαρκώςκατά νόμο τη βάση του συμπεράσματός τους ότι από την έρευνα δεν προέκυψε ηύπαρξη κανενός άλλου παράγοντα ζημίας, πέραν των εισαγωγών πουαποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, ο οποίος να μπορεί να έχει συντελέσει στηνπρόκληση της ζημίας, μολονότι ο κοινοτικός παραγωγός άρχιζε νέα διείσδυση σεμια αγορά στην οποία επικρατούσε σκληρός ανταγωνισμός και όπου οι τιμέςείχαν αρχίσει να μειώνονται πολύ πριν από την εμφάνισή του και μολονότιβαρυνόταν με σημαντικά χρέη και το κόστος της παραγωγής του ήταν σχεδόνδιπλάσιο από εκείνο των προσφευγουσών.

  69. Επιπλέον, τα κοινοτικά όργανα δεν αποκάλυψαν τους λόγους για τους οποίουςσυσχέτισαν την πτώση των τιμών της ασπαρτάμης εντός της Κοινότητας με τηνέναρξη της παραγωγής του κοινοτικού παραγωγού, μολονότι τους είχανπροσκομιστεί αποδείξεις ότι οι τιμές μειώνονταν σταθερά από το 1983.

  70. Ομοίως, δεν αποκάλυψαν πού βασίζουν την άποψή τους ότι ο κοινοτικόςπαραγωγός είχε αποκτήσει σχετικά μικρό μερίδιο της αγοράς, ενώ από τη μηεμπιστευτική σύνοψη της καταγγελίας προέκυπτε ότι, 18 μήνες μετά την εκκίνησητης παραγωγής, ο κοινοτικός παραγωγός είχε κερδίσει σημαντικό μερίδιο τηςαγοράς.

  71. Τα κοινοτικά όργανα προσέβαλαν επίσης το δικαίωμα των προσφευγουσών γιανόμιμη εκτίμηση των αποδείξεων, το οποίο καθιερώθηκε με την απόφαση Nölle,που παρατίθεται ανωτέρω στη σκέψη 60.

  72. Οι προσφεύγουσες καταλήγουν ότι τα στοιχεία που τους κοινοποίησαν τακοινοτικά όργανα δεν τους επέτρεψαν να εντοπίσουν τα ενδεχόμενα σφάλματαπου υπάρχουν στην ανάλυση της Επιτροπής και να σχηματίσουν άποψη σχετικάμε τα δεδομένα στα οποία τα όργανα αυτά είχαν στηρίξει τα συμπεράσματά τους.

  73. Τα κοινοτικά όργανα δεν μπορούσαν να οχυρωθούν πίσω από την υποχρέωσητηρήσεως του απορρήτου των εμπιστευτικών στοιχείων, μέχρι σημείου νακαταστήσουν άνευ περιεχομένου το δικαίωμα πληροφορήσεως των εμπλεκομένωνεπιχειρήσεων (απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Μαρτίου 1985, 264/82, Timexκατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 849, σκέψη 29).

  74. Τα κοινοτικά όργανα, για να λύσουν τη σύγκρουση μεταξύ των δικαιωμάτων τουπροσώπου που υπόκειται σε διαδικασία έρευνας και του δικαιώματος τουκαταγγέλλοντος για διαφύλαξη του απορρήτου των επιχειρηματικών τουυποθέσεων και για να τηρήσουν τις αρχές που καθιερώθηκαν με τις αποφάσειςTimex κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, προπαρατεθείσα στην προηγούμενησκέψη, και Al-Jubail Fertilizer κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα ανωτέρω στησκέψη 60, όφειλαν να απαιτήσουν κατάλληλες μη εμπιστευτικές συνόψεις, στιςοποίες τα απόρρητα στοιχεία θα περιορίζονταν στο απολύτως ελάχιστο. Αν έναστοιχείο είναι σημαντικό για την άμυνα εκείνου κατά του οποίου στρέφεται ηέρευνα, τα κοινοτικά όργανα δεν μπορούν να το λάβουν υπόψη, παρά μόνον ανο καταγγέλλων δεχθεί να το δημοσιοποιήσει.

  75. Οι προσφεύγουσες αναφέρουν τη νομολογία, σύμφωνα με την οποία, στο δίκαιοτου ανταγωνισμού, η κοινοτική αρχή δεν μπορεί να κάνει δεκτά εις βάρος τηςεμπλεκομένης επιχειρήσεως γεγονότα, περιστάσεις ή έγγραφα τα οποία φρονείότι δεν μπορεί να κοινολογήσει, αν αυτή η άρνηση κοινολογήσεως επηρεάζει τηδυνατότητα της εν λόγω επιχειρήσεως να γνωστοποιήσει επωφελώς την άποψή τηςόσον αφορά το υποστατό ή τη σημασία των περιστάσεων αυτών, τα έγγραφα αυτάή και τα συμπεράσματα που συνάγει η Επιτροπή από αυτά (αποφάσεις τουΔικαστηρίου της 13ης Φεβρουαρίου 1979, 85/76, Hoffmann-La Roche κατάΕπιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 215, 224, της 25ης Οκτωβρίου 1983, 107/82,AEG κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 3151, 3192, και της 17ης Ιανουαρίου 1984,43/82 και 63/82, VBVB και VBBB κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 19 και 60).Για να έχουν όμως κάποιο νόημα οι κανόνες που τέθηκαν με τιςπροαναφερθείσες αποφάσεις Timex κατά Συμβουλίου και Επιτροπής και Al-JubailFertilizer κατά Συμβουλίου, είναι αναγκαίο η απαγόρευση αυτή να εφαρμόζεταικαι στο πλαίσιο μιας διαδικασίας αντιντάμπινγκ.

  76. Τα θεσμικά όργανα οφείλουν επίσης, όταν αντιτάσσουν το επιχείρημα τηςυποχρεώσεως τηρήσεως του απορρήτου, να εκθέτουν τους λόγους για τουςοποίους τα αιτούμενα στοιχεία είναι εμπιστευτικά και δεν μπορούν ναπεριληφθούν σε μη εμπιστευτικές συνόψεις.

  77. Εν προκειμένω, τα κοινοτικά όργανα στηρίχθηκαν κατ' ανάγκη σε ορισμένους ήκαι σε όλους τους ισχυρισμούς του κοινοτικού παραγωγού, έστω κατά τρόποέμμεσο, έχοντας κατευθύνει την έρευνα σύμφωνα με τα στοιχεία που αυτός τουςκοινοποίησε. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι ήταν αδύνατο, λόγω της υποχρεώσεωςεμπιστευτικού χειρισμού των στοιχείων, να παρασχεθεί επαρκής σύνοψη τωνγεγονότων και των περιστάσεων που προέβαλε ο κοινοτικός παραγωγός, τακοινοτικά όργανα θα έπρεπε να μη χρησιμοποιήσουν τα στοιχεία αυτά ή άλλαστοιχεία στηριζόμενα σ' αυτά για να βασίσουν την απόφασή τους.

  78. Εν πάση περιπτώσει, θα ήταν δυνατό να λυθεί η σύγκρουση μεταξύ τουδικαιώματος επί της προσβάσεως στον φάκελο και της υποχρεώσεως τηρήσεωςτου απορρήτου με προσφυγή σε μια διαδικασία όπως η αμερικανική«administration protective order» ή σε ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα για τησύνταξη μη εμπιστευτικής συνόψεως.

  79. Δεδομένου ότι δεν παρασχέθηκε στις προσφεύγουσες η δυνατότητα ναδιατυπώσουν λυσιτελώς την άποψή τους επί των αποδεικτικών στοιχείων πουπροσκόμισε η HSC, επί των οποίων στηρίζονται οι κανονισμοί της Επιτροπής καιτου Συμβουλίου, οι κανονισμοί αυτοί εκδόθηκαν κατά παράβαση ουσιωδώνδιαδικαστικών κανόνων του κοινοτικού δικαίου. Επομένως, τα άρθρα 1 και 2 τουκανονισμού του Συμβουλίου πρέπει να ακυρωθούν.

  80. Το καθού και η παρεμβαίνουσα ζητούν την απόρριψη των προβαλλομένων λόγων,υποστηρίζοντας κατ' ουσίαν ότι τα κοινοτικά όργανα εξεπλήρωσαν τιςυποχρεώσεις πληροφορήσεως που υπέχουν έναντι των προσφευγουσών,λαμβανομένου υπόψη, αφενός, ότι οι αιτήσεις πληροφορήσεως που υπέβαλαν οιπροσφεύγουσες ήσαν γενικού χαρακτήρα και, αφετέρου, ότι τα κοινοτικά όργαναέχουν την υποχρέωση να τηρούν απόρρητα τα εμπιστευτικά στοιχεία που αφορούντον κοινοτικό παραγωγό.

    B — Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

  81. Η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας αποτελεί θεμελιώδη αρχή τουκοινοτικού δικαίου. Στον τομέα της άμυνας κατά των εισαγωγών που αποτελούναντικείμενο ντάμπινγκ, τα δικαιώματα αυτά διευκρινίζονται στο άρθρο 7,παράγραφοι 1 και 4, του βασικού κανονισμού.

  82. Ειδικότερα, το άρθρο 7, παράγραφος 4, στοιχεία α΄ και β΄, ορίζει τα εξής:

    «α)    Ο καταγγέλλων και οι γνωστοί ως ενδιαφερόμενοι εισαγωγείς καιεξαγωγείς (...) μπορούν να λαμβάνουν γνώση όλων των πληροφοριών πουέχουν παρασχεθεί στην Επιτροπή (...) εφόσον οι πληροφορίες αυτές έχουνσχέση με την υπεράσπιση των συμφερόντων τους, δεν είναι εμπιστευτικέςκατά την έννοια του άρθρου 8 και χρησιμοποιούνται από την Επιτροπήστην έρευνα (...).

    β)    Οι εξαγωγείς και εισαγωγείς του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο τηςέρευνας (...) μπορούν να ζητούν να ενημερώνονται για τα κύρια γεγονότακαι τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων προβλέπεται να διατυπωθεί σύστασηγια την επιβολή οριστικών δασμών (...).»

  83. Αυτά τα δικαιώματα στην πληροφόρηση πρέπει να συμβιβάζονται με τηνυποχρέωση των κοινοτικών οργάνων να τηρούν το επιχειρηματικό απόρρητο. Ενπάση περιπτώσει, πρέπει να έχει παρασχεθεί στους ενδιαφερομένους, κατά τηδιάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, η δυνατότητα να γνωστοποιήσουνεπωφελώς την άποψή τους σχετικά με το υποστατό και το λυσιτελές τωνπροβαλλομένων γεγονότων και περιστάσεων και σχετικά με τα αποδεικτικάστοιχεία που χρησιμοποίησε η Επιτροπή προς στήριξη του ισχυρισμού της για τηνύπαρξη ντάμπινγκ και της εντεύθεν ζημίας (απόφαση Al-Jubail Fertilizer κατάΣυμβουλίου, που παρατέθηκε ανωτέρω στη σκέψη 60, σκέψη 17), το αργότεροκατά τη διαδικασία εκδόσεως του κανονισμού του Συμβουλίου (βλ. κατωτέρωσκέψη 87). Στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως στρεφομένης κατά κανονισμούαντιντάμπινγκ του Συμβουλίου, ο δικαστικός έλεγχος μπορεί να επεκταθεί σταστοιχεία του κανονισμού της Επιτροπής καθώς και στη σχετική διαδικασία, στομέτρο που ο κανονισμός του Συμβουλίου αναφέρεται σ' αυτά.

  84. Προτού εξεταστεί αν τα κοινοτικά όργανα στάθμισαν ορθώς τις επιταγές τηςτηρήσεως του απορρήτου και όσα επιβάλλει ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυναςκαι η τήρηση των άρθρων 7, παράγραφος 4, στοιχεία α΄ και β΄, και 8 του βασικούκανονισμού, πρέπει, αφενός, να διευκρινιστεί το πλαίσιο της υπό κρίσηυποθέσεως με την υπενθύμιση των ιδιομορφιών της σχετικής αγοράς και,αφετέρου, να συναχθούν οι συνέπειες των ιδιομορφιών αυτών.

    1. Επί των ιδιομορφιών της σχετικής αγοράς και των συνεπειών τους

  85. Κατά την περίοδο έρευνας, η αγορά της ασπαρτάμης παρουσίαζε εξαιρετικέςιδιομορφίες. Πρώτον, δεν υπήρχαν σε παγκόσμιο επίπεδο παρά μόνο μερικοίπρομηθευτές ασπαρτάμης: αφενός, οι δύο προσφεύγουσες, που ήσαν κατά πολύοι σημαντικότεροι και, αφετέρου, ο κοινοτικός παραγωγός HSC. Οιπροσφεύγουσες συνεργάζονταν πολύ στενά, πραγματοποιώντας σχεδόν όλες τιςπωλήσεις τους εντός της Κοινότητας μέσω της κοινής επιχειρήσεώς του NSAG.Δεύτερον, δεδομένου ότι η ασπαρτάμη που παράγεται από τους διάφορουςπαραγωγούς είναι ένα και το αυτό προϊόν, η άσκηση του ανταγωνισμούστηριζόταν βασικά στις τιμές.

  86. Από τις ιδιομορφίες αυτές προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες δεν μπορούσαν παράνα έχουν άριστη γνώση της αγοράς, η οποία τους επέτρεπε, από περιορισμέναπληροφοριακά στοιχεία, να συναγάγουν συμπεράσματα σχετικά με την κατάστασητου κοινοτικού παραγωγού, σε τέτοιο μάλιστα σημείο ώστε, λίγο μετά την έναρξητης έρευνας, διέθεταν μέσω της NSAG μια ανάλυση της McKinsey που εκτιμούσετα στοιχεία και τη διάρθρωση του κόστους παραγωγής της HSC (βλ. ανωτέρωσκέψη 9). Υπό τις συνθήκες αυτές, τα κοινοτικά όργανα όφειλαν να είναιιδιαίτερα προσεκτικά ώστε να μην κοινολογήσουν πληροφορίες που θα παρείχαντη δυνατότητα στις προσφεύγουσες να συναγάγουν ευαίσθητα από εμπορικήςαπόψεως στοιχεία, δυνάμενα να θέσουν σε κίνδυνο τον κοινοτικό παραγωγό.Εξάλλου, τόσο ο κοινοτικός παραγωγός όσο και οι προσφεύγουσες τόνισαν τονεμπιστευτικό χαρακτήρα των παρεχομένων στοιχείων.

    2. Επί της προβαλλομένης ανεπάρκειας των παρασχεθέντων στοιχείων πριν απότην επιβολή οριστικών δασμών

  87. Ακόμη και αν υποτεθεί, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, ότι η αρχή τουσεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας επιβάλλει την πληροφόρηση των εξαγωγέωνσχετικά με τα κύρια γεγονότα και εκτιμήσεις βάσει των οποίων εξετάζεται τοενδεχόμενο επιβολής προσωρινών δασμών, ο μη σεβασμός των δικαιωμάτωναυτών δεν μπορεί, αφεαυτού, να καταστήσει πλημμελή τον κανονισμό περίεπιβολής των οριστικών δασμών. Δεδομένου ότι ένας τέτοιος κανονισμός είναιδιαφορετικός από τον κανονισμό περί επιβολής προσωρινών δασμών, έστω καιαν συνδέεται με αυτόν μέχρι σημείου να τον υποκαθιστά υπό ορισμένεςπροϋποθέσεις (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 5ης Οκτωβρίου 1988, 56/85,Brother Industries κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 5655, σκέψη 6, και 294/86και 77/87, Technointorg κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, Συλλογή 1988, σ. 6077,σκέψη 12, και της 11ης Ιουλίου 1990, C-305/86 και C-160/87, NeotypeTechmashexport κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, σ. I-2945, σκέψη 13· διάταξητου Πρωτοδικείου της 10ης Ιουλίου 1996, T-208/95, Miwon κατά Επιτροπής,Συλλογή 1996, σ. II-635, σκέψη 20), το κύρος του πρέπει να εκτιμάται σε σχέσημε τους κανόνες που ισχύουν κατά την έκδοσή του. Εφόσον κατά τη διαδικασίαεκδόσεως κανονισμού επιβάλλοντος οριστικό δασμό διορθώθηκε ένα ελάττωμαπου είχε καταστήσει πλημμελή τη διαδικασία εκδόσεως του αντίστοιχουκανονισμού περί επιβολής προσωρινού δασμού, η έλλειψη νομιμότητας τουτελευταίου αυτού κανονισμού δεν συνεπάγεται την έλλειψη νομιμότητας τουκανονισμού περί επιβολής του οριστικού δασμού. Μόνο στην περίπτωση κατά τηνοποία δεν διορθώθηκε το ελάττωμα αυτό και ο κανονισμός περί επιβολήςοριστικού δασμού παραπέμπει στον κανονισμό περί θεσπίσεως προσωρινούδασμού, η έλλειψη νομιμότητας του δεύτερου συνεπάγεται την έλλειψηνομιμότητας του πρώτου.

  88. Κατά συνέπεια, εν προκειμένω, πρέπει να εξεταστεί αν τα δικαιώματα άμυναςτων εμπλεκομένων μερών έγιναν σεβαστά στο πλαίσιο της διαδικασίαςκαταρτίσεως του προσβαλλομένου κανονισμού, ο οποίος επέβαλε οριστικό δασμόκαι διέταξε την οριστική είσπραξη των προσωρινών δασμών.

    3. Επί της προβαλλομένης ανεπάρκειας των παρασχεθέντων (από την HSC)πληροφοριακών στοιχείων, από την άποψη του άρθρου 7, παράγραφος 4, στοιχείοα΄, του βασικού κανονισμού

  89. Το άρθρο 7, παράγραφος 4, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού προβλέπει ότιο καταγγέλλων και οι γνωστοί ως ενδιαφερόμενοι εισαγωγείς και εξαγωγείςμπορούν να λαμβάνουν γνώση όλων των πληροφοριών που έχουν παρασχεθείστην Επιτροπή από τα συμμετέχοντα στην έρευνα μέρη, εκτός από τα εσωτερικάέγγραφα που έχουν συνταχθεί από τις αρχές της Κοινότητας ή των κρατών μελώντης, εφόσον οι πληροφορίες αυτές, πρώτον, έχουν σχέση με την υπεράσπιση τωνσυμφερόντων τους, δεύτερον, δεν είναι εμπιστευτικές κατά την έννοια του άρθρου8, τρίτον, χρησιμοποιήθηκαν από την Επιτροπή στην έρευνα και, τέταρτον, έχειυποβληθεί σχετική έγγραφη αίτηση κοινοποιήσεως από το πρόσωπο που επιθυμείνα λάβει γνώση των πληροφοριών αυτών.

  90. Το άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του ίδιου κανονισμού ορίζει ότι τοΣυμβούλιο, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη, καθώς και οι υπάλληλοί τους, δενκοινολογούν τις πληροφορίες που συλλέγουν κατ' εφαρμογήν του παρόντοςκανονισμού και που, κατόπιν αιτήσεως του προσώπου που τις παρέχει, έχουνεμπιστευτικό χαρακτήρα, εκτός εάν υπάρχει ρητή εξουσιοδότηση εκ μέρους τουπροσώπου αυτού. Σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, κάθεαίτηση για εμπιστευτική μεταχείριση αναφέρει τους λόγους για τους οποίους ηπληροφορία είναι εμπιστευτική. Πρέπει επίσης να συνοδεύεται από μηεμπιστευτική περίληψη της πληροφορίας ή από έκθεση των λόγων για τουςοποίους η πληροφορία δεν μπορεί να δοθεί περιληπτικά. Το άρθρο 8,παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, προβλέπει ότι η πληροφορία μπορεί να μηλαμβάνεται υπόψη από τα κοινοτικά όργανα όταν ο παρέχων την πληροφορίααυτή δεν θέλει να υποβάλει μη εμπιστευτική περίληψη, μολονότι η πληροφορίααυτή μπορεί να συνοψιστεί. Ωστόσο, το άρθρο αυτό δεν υποχρεώνει τα κοινοτικάόργανα να μη τη λαμβάνουν υπόψη.

  91. Εν προκειμένω, η καταγγέλλουσα παρέσχε μη εμπιστευτικές περιλήψεις, τιςοποίες η Επιτροπή διαβίβασε στις προσφεύγουσες. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι,όπως ισχυρίζονται οι προσφεύγουσες, το περιεχόμενο των περιλήψεων αυτών ήτανανεπαρκές, τα κοινοτικά όργανα δεν ήσαν ωστόσο υποχρεωμένα, αλλ' είχαναπλώς το δικαίωμα να μη το λάβουν υπόψη. Ωστόσο, τα κοινοτικά όργανα είχαντην υποχρέωση να παράσχουν τη δυνατότητα στις προσφεύγουσες, κατά τηδιάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, να γνωστοποιήσουν επωφελώς την άποψήτους όσον αφορά το υποστατό και τη λυσιτέλεια των προβαλλομένων γεγονότωνκαι περιστάσεων και τα αποδεικτικά στοιχεία που έλαβε υπόψη της η Επιτροπήπρος στήριξη του ισχυρισμού της περί υπάρξεως πρακτικής ντάμπινγκ και ζημίας.Πρέπει επομένως να εξεταστεί αν τα κοινοτικά όργανα εκπλήρωσαν τηνυποχρέωση αυτή.

    4. Επί της προβαλλομένης ανεπάρκειας των παρασχεθέντων πληροφοριακώνστοιχείων, από την άποψη του άρθρου 7, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, του βασικούκανονισμού

    α) Προϋποθέσεις τις οποίες πρέπει να πληρούν οι αιτήσεις παροχής πληροφοριών

  92. Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 4, στοιχείο γ΄, σημείο i, του βασικού κανονισμού,οι αιτήσεις παροχής πληροφοριών που υποβάλλονται βάσει του ίδιου άρθρου,στοιχείο β΄, πρέπει να υποβάλλονται εγγράφως και να ορίζουν τα ειδικά σημείαως προς τα οποία ζητείται ενημέρωση.

  93. Το αν οι πληροφορίες που παρέσχον τα κοινοτικά όργανα είναι ή όχι επαρκείςπρέπει να εκτιμάται βάσει του βαθμού ειδικεύσεως των αιτουμένων πληροφοριών.

    β) Εξέταση των αιτήσεων παροχής πληροφοριών που υποβλήθηκαν στησυγκεκριμένη περίπτωση και των πληροφοριακών στοιχείων που παρασχέθηκαναπό τα κοινοτικά όργανα

    i) Γενικές αιτήσεις παροχής πληροφοριών

  94. Οι προσφεύγουσες διαμαρτυρήθηκαν επανειλημμένως ότι τα πληροφοριακάστοιχεία που τους είχαν κοινοποιηθεί ήσαν ανεπαρκή, περιοριζόμενες να ζητούνγενικώς να πληροφορηθούν για τα κύρια γεγονότα και τις εκτιμήσεις βάσει τωνοποίων η Επιτροπή προετίθετο να διατυπώσει σύσταση για την επιβολή δασμών(βλ. ανωτέρω σκέψεις 8, 16 και 31).

  95. Η Επιτροπή απάντησε σ' αυτές τις γενικές αιτήσεις παροχής πληροφοριών μεέγγραφο της 22ας Μαρτίου 1991 (βλ. ανωτέρω σκέψη 25). Δεδομένης τηςγενικότητας των αιτήσεων αυτών, το εν λόγω έγγραφο και τα παραρτήματά τουπληρούσαν τις προϋποθέσεις του άρθρου 7, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, τουβασικού κανονισμού. Περιείχαν πληροφορίες επαρκώς διεξοδικές ώστε ναπαρέχεται η δυνατότητα στις προσφεύγουσες να γνωστοποιούν επωφελώς τηνάποψή τους όσον αφορά το υποστατό και τη λυσιτέλεια των προβαλλομένωνγεγονότων και περιστάσεων και τα αποδεικτικά στοιχεία που έλαβε υπόψη ηΕπιτροπή προς στήριξη του ισχυρισμού της περί υπάρξεως πρακτικής ντάμπινγκκαι ζημίας.

    ii) Αιτήσεις παροχής πληροφοριών επί ειδικών σημείων

    Αιτιάσεις σχετικές με τις αιτήσεις παροχής πληροφοριών που υποβλήθηκαν μεέγγραφο της 14ης Δεκεμβρίου 1990

  96. Με έγγραφο της 14ης Δεκεμβρίου 1990, η NSC υπέβαλε επίσης συγκεκριμέναερωτήματα σχετικά με την τιμή αναφοράς. Εν συνεχεία, όχι μόνον η NSC, αλλάκαι η Ajico, η οποία ωστόσο δεν είχε ρητώς συμμετάσχει στην ενέργεια της NSC,αναφέρθηκαν στο έγγραφο αυτό καλώντας την Επιτροπή να διευκρινίσειενδεχομένως κάποιες από τις απαντήσεις της στο έγγραφο αυτό. Ωστόσο, κατάτη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, οι προσφεύγουσες δεν ανέφεραν ωςπρος τι ήσαν ανεπαρκή τα πληροφοριακά στοιχεία που παρέσχον τα κοινοτικάόργανα ούτε διευκρίνισαν τα συγκεκριμένα σημεία επί των οποίων θαεπιθυμούσαν πρόσθετη πληροφόρηση.

  97. Η Επιτροπή απάντησε σ' αυτές τις αιτήσεις παροχής πληροφοριών με έγγραφοτης 18ης Δεκεμβρίου 1990 (βλ. ανωτέρω σκέψη 15). Πρέπει να εξεταστεί αν οιαπαντήσεις που έδωσε η Επιτροπή ήσαν επαρκείς ώστε να δοθεί η δυνατότηταστις προσφεύγουσες να αμυνθούν αποτελεσματικά. Το Πρωτοδικείο θα εξετάσειτις απαντήσεις αυτές περιοριζόμενο στα σημεία για τα οποία έχουν διατυπωθείεπικρίσεις από τις προσφεύγουσες.

    • Συντελεστής χρησιμοποιήσεως των παραγωγικών ικανοτήτων (βλ. ανωτέρωσκέψη 65, πρώτη περίπτωση)



  98. Οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να προσάπτουν στα κοινοτικά όργανα ότι δενέδωσαν εξηγήσεις όσον αφορά τις βασικές παραδοχές και τις μεθόδους πουχρησιμοποιήθηκαν για να καθοριστούν οι παραγωγικές ικανότητες του κοινοτικούπαραγωγού, εφόσον δεν ζήτησαν πληροφοριακά στοιχεία επί του σημείου αυτού.Πράγματι, η αίτηση παροχής πληροφοριών που υπέβαλαν αφορούσε τονσυντελεστή της χρησιμοποιήσεως των παραγωγικών ικανοτήτων ο οποίος έγινεδεκτός για να καθοριστεί η τιμή αναφοράς. Επί του σημείου αυτού, οιπροσφεύγουσες δεν μπορούν να προσάπτουν στα κοινοτικά όργανα ότι δενδιευκρίνισαν αν ο συντελεστής αυτός αντιστοιχούσε στον πραγματικό συντελεστήπου παρατηρήθηκε κατά το τέλος της περιόδου έρευνας ή στον μέσο συντελεστήχρησιμοποιήσεως. Συγκεκριμένα, η NSC, με το έγγραφό της 14ης Δεκεμβρίου1990, ζήτησε το στοιχείο αυτό μόνον εφόσον, για λόγους εμπιστευτικότητας, δενθα μπορούσε να αναφερθεί κάποιο ποσοστό. Εφόσον η Επιτροπή διευκρίνισε ότιστηρίχθηκε στην παραδοχή πλήρους χρησιμοποιήσεως των παραγωγικώνικανοτήτων, δηλαδή σ' έναν συντελεστή 100 %, δεν όφειλε να απαντήσει στοερώτημα που τέθηκε επικουρικώς. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες δεν ζήτησανκαμία σχετική πρόσθετη διευκρίνιση κατά τη διάρκεια της διοικητικήςδιαδικασίας, πρέπει να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή απάντησε πλήρως στο ερώτημαπου έθεσε η NSC. Εξάλλου, δεδομένου ότι δεν αμφισβητείται ότι η Επιτροπήστηρίχθηκε στην παραδοχή μέγιστης χρησιμοποιήσεως των παραγωγικώνικανοτήτων που υπολογίστηκαν κατά το τέλος της περιόδου έρευνας, δηλαδή στηνπλέον ευνοϊκή για τις προσφεύγουσες παραδοχή, ενδεχόμενες πρόσθετεςπαρατηρήσεις εκ μέρους των προσφευγουσών δεν θα είχαν καμία επίπτωση στονσυντελεστή που έγινε δεκτός.

    • Η περίοδος που έγινε δεκτή για να επιτευχθεί η χρηματοοικονομική ισορροπίακαι να πραγματοποιηθεί ένα περιθώριο κέρδους 8 % (βλ. ανωτέρω σκέψη 65,δεύτερη περίπτωση)



  99. Πέραν της απαντήσεως την οποία έδωσε με το από 18 Δεκεμβρίου 1990 έγγραφότης (βλ. ανωτέρω σκέψη 15), η Επιτροπή ανέφερε με το έγγραφο κοινολογήσεωςτης 22ας Μαρτίου 1991 (βλ. ανωτέρω σκέψη 25) ότι ήταν σημαντικό οι δασμοί πουεπρόκειτο να επιβληθούν να καλύπτουν τη διαφορά μεταξύ της τιμής εξαγωγήςκαι της τιμής αναφοράς που συνίσταται στην κατώτατη τιμή που είναι αναγκαίαγια να μπορεί η κοινοτική βιομηχανία να καλύπτει το κόστος της και ναπραγματοποιεί ένα εύλογο περιθώριο κέρδους. Η Επιτροπή, προκειμένου ναεκτιμήσει αυτό το περιθώριο κέρδους, διευκρίνισε ότι είχε λάβει υπόψη, πρώτον,το γεγονός ότι ο κοινοτικός παραγωγός μόλις είχε ολοκληρώσει την περίοδοεκκινήσεως, δεύτερον, την αβεβαιότητα όσον αφορά την εξέλιξη των μελλοντικώνπωλήσεων, που θα μπορούσε να είναι ευνοϊκή όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες, πουθα μπορούσε επίσης όμως να είναι αρνητική, και, τρίτον, τη δυνατότηταανάπτυξης υποκατάστατων προϊόντων τα οποία θα μπορούσαν να συντομεύσουντον κύκλο ζωής της ασπαρτάμη.

  100. Τα στοιχεία αυτά περιέχουν επαρκείς ενδείξεις σχετικά με τα κύρια γεγονότα καιεκτιμήσεις όσον αφορά την εξεταζόμενη αίτηση παροχής πληροφοριών.

  101. Εξάλλου, με το από 2 Απριλίου 1991 έγγραφό της, η NSC διατύπωσε την άποψήτης επί του ζητήματος και ήταν επομένως σε θέση να ασκήσει πλήρως ταδικαιώματα άμυνας (βλ. ανωτέρω σκέψη 31).

    • Συνεκτίμηση των καταβληθεισών στον κοινοτικό παραγωγό επιδοτήσεων καισυμβατό τους προς τη Συνθήκη (βλ. ανωτέρω σκέψη 65, τρίτη περίπτωση)



  102. Με το από 18 Δεκεμβρίου 1990 έγγραφό της, η Επιτροπή ανέφερε ότι έλαβευπόψη τις επιδοτήσεις που καταβλήθηκαν στον κοινοτικό παραγωγό για νακαθορίσει την τιμή αναφοράς, χωρίς ωστόσο να αποφανθεί επί του συμβατού τουςπρος τη Συνθήκη.

  103. Οι προσφεύγουσες δεν ανέφεραν τον λόγο για τον οποίο το ενδεχομένωςασύμβατο των επιδοτήσεων που καταβλήθηκαν στον κοινοτικό παραγωγό θαμπορούσε να οδηγήσει σε λιγότερο υψηλό δασμό αντιντάμπινγκ.

  104. Επομένως, η μη ρητή ενημέρωση της Επιτροπής επί του σημείου αυτού δενσυνιστά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού και δενμπορεί να έχει ως συνέπεια την ακύρωση του προσβαλλομένου κανονισμού.

    • Ποσοστό των γενικών εξόδων που περιλαμβάνονται στην τιμή αναφοράς καιπου καταβλήθηκαν στη συνδεόμενη εταιρία DSM (βλ. ανωτέρω σκέψη 66, έκτηπερίπτωση)



  105. Στην από 18 Δεκεμβρίου 1990 απάντησή της, η Επιτροπή περιορίστηκε ναεπιβεβαιώσει ότι η HSC είχε συμμετάσχει στα γενικά έξοδα της DSM και ναυποστηρίξει ότι δεν ήταν προς το συμφέρον του άλλου μετόχου της HSC ναδιογκώσει τεχνητά τα έξοδα αυτά.

  106. Μολονότι η απάντηση που έδωσε η Επιτροπή δεν απαντά σαφώς στο υποβληθένερώτημα, επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση ότι η κοινολόγηση του ποσοστού δενθα είχε επιτρέψει στην NSC να υπερασπίσει καλύτερα τα συμφέροντά της.Πράγματι, η πληροφορία αυτή δεν θα της είχε δώσει τη δυνατότητα να αποφανθείεπί του ευλόγου ή μη των γενικών εξόδων, εκτός και αν κοινολογούνταν και οιλεπτομέρειες των εξόδων αυτών. Τα γενικά έξοδα όμως του κοινοτικούπαραγωγού, που αποτελούν ένα από τα στοιχεία του κόστους παραγωγής, είναιεμπιστευτικά στοιχεία τα οποία δεν μπορούσαν να της διαβιβαστούν (βλ. απόφασητου Δικαστηρίου της 5ης Οκτωβρίου 1988, 250/85, Brother Industries κατάΣυμβουλίου, Συλλογή 1988, σ. 5683, σκέψη 34). Κατά συνέπεια, καλώς η Επιτροπήδεν παρέσχε περισσότερες πληροφορίες επί του συγκεκριμένου σημείου.

    • Οι προσπάθειες προαγωγής τις οποίες κατέβαλε η NSAG (βλ. ανωτέρω σκέψη66, πέμπτη περίπτωση)



  107. Στο ερώτημα αν είχε ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η HSC είχε επωφεληθεί απότις προσπάθειες αναπτύξεως της αγοράς που κατέβαλε η NSAG, η Επιτροπήαπάντησε με το από 18 Δεκεμβρίου 1990 έγγραφό της ότι η αίτηση αυτή τηςφαινόταν ασαφής και ζήτησε διευκρινίσεις από την NSC. Δεδομένου ότι αυτή δεντης παρέσχε τις διευκρινίσεις αυτές, δεν μπορεί να προσαφθεί στα κοινοτικάόργανα ότι δεν απάντησαν πιο διεξοδικά στο ερώτημα αυτό.

    Οι αιτιάσεις σχετικά με άλλα ειδικά σημεία

    • Λεπτομερής σύνθεση της τιμής αναφοράς



  108. Πρέπει εκ προοιμίου να τονιστεί ότι η τιμή αναφοράς που χρησίμευσε για τονκαθορισμό του ύψους του δασμού υπολογίστηκε σε μεγάλο βαθμό βάσει τουκόστους παραγωγής του κοινοτικού παραγωγού. Αυτά όμως τα στοιχεία είναιεμπιστευτικά (απόφαση Brother Industries κατά Συμβουλίου, παρατεθείσαανωτέρω στη σκέψη 106, σκέψη 34).

  109. Κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, οι προσφεύγουσεςδιαμαρτυρήθηκαν απλώς για το ότι η διάρθρωση των διαφόρων ειδών κόστουςπου περιλαμβάνονται στην τιμή αναφοράς, όπως αυτή προκύπτει από τοπαράρτημα 3 του εγγράφου της Επιτροπής της 22ας Μαρτίου 1991 (βλ. ανωτέρωσκέψη 25), περιείχε ανεπαρκείς πληροφορίες όσον αφορά τα στοιχεία της τιμήςαναφοράς. Αυτή η γενική μομφή και η παρατήρηση ότι η Επιτροπή δεν είχεκοινολογήσει σημαντικά αριθμητικά ή πραγματικά στοιχεία όσον αφορά τοπεριθώριο ζημίας (βλ. ανωτέρω σκέψη 31) δεν επέτρεπαν στα κοινοτικά όργανανα προσδιορίσουν τη φύση των μη εμπιστευτικών πληροφοριών οι οποίες θα είχανδώσει τη δυνατότητα στις προσφεύγουσες να υπερασπίσουν καλύτερα τασυμφέροντά τους. Δεδομένων των ιδιομορφιών της αγοράς, του ότι οιπροσφεύγουσες γνώριζαν την αγορά αυτή και τον Ευρωπαίο ανταγωνιστή τους(βλ. ανωτέρω σκέψεις 85 και 86), καθώς και του εξαιρετικά ευαίσθητουχαρακτήρα των στοιχείων της τιμής αναφοράς όσον αφορά την εμπιστευτικότητα,τα κοινοτικά όργανα όφειλαν να απόσχουν από την κοινολόγηση πληροφοριακώνστοιχείων τα οποία θα είχαν επιτρέψει στις προσφεύγουσες να υπολογίσουν μεσχετικά μεγάλη ακρίβεια τα στοιχεία, τη διάρθρωση και, τελικώς, το ύψος τουκόστους του κοινοτικού παραγωγού. Δεδομένου ότι τα στοιχεία αυτά είναιεμπιστευτικά (απόφαση Brother Industries κατά Συμβουλίου, παρατεθείσαανωτέρω στην σκέψη 106, σκέψη 34), μόνον γνωρίζοντας τα συγκεκριμέναστοιχεία για τα οποία οι προσφεύγουσες επιθυμούσαν να ενημερωθούνδιεξοδικότερα ή, τουλάχιστον, το πλαίσιο εντός του οποίου οι προσφεύγουσεςεπιθυμούσαν να λάβουν και να αξιοποιήσουν αυτές τις πρόσθετες πληροφορίες,θα μπορούσαν τα κοινοτικά όργανα να εκτιμήσουν τη δυνατότητα κοινολογήσεωςπερισσοτέρων πληροφοριών σχετικά με την τιμή αναφοράς, τηρώντας ταυτοχρόνωςτις προϋποθέσεις εμπιστευτικότητας που επιβάλλονται εν προκειμένω.

  110. Οι προσφεύγουσες, μη έχοντας επιτρέψει στα κοινοτικά όργανα να εκτιμήσουντη δυνατότητα αυτή, δεν μπορούν να τους προσάπτουν ότι δεν τους παρέσχονλεπτομερέστερη ανάλυση της τιμής αναφοράς από εκείνη που περιεχόταν στοπαράρτημα 3 του εγγράφου της Επιτροπής της 22ας Μαρτίου 1991 (βλ. ανωτέρωσκέψη 25). Ειδικότερα, δεδομένου ότι δεν ζήτησαν ειδική πληροφόρηση σχετικάμε τα είδη του κόστους χρηματοδοτήσεως που ελήφθησαν υπόψη και τηνκατανομή τους ούτε σχετικά με τη σημασία των δανείων σε σχέση με τα ίδιακεφάλαια, δεν μπορούν να προσάπτουν στα κοινοτικά όργανα ότι δενδιευκρίνισαν τα στοιχεία αυτά.

  111. Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Timex κατά Συμβουλίου καιΕπιτροπής (παρατεθείσα ανωτέρω στη σκέψη 73), την οποία επικαλούνται οιπροσφεύγουσες, τα κοινοτικά όργανα είχαν περιοριστεί στην κοινολόγηση τωνστοιχείων βάσει των οποίων είχε υπολογιστεί η τιμή αναφοράς, χωρίς καμίααριθμητική ένδειξη. Αντιστρόφως, στην υπό κρίση υπόθεση, τα κοινοτικά όργανακοινολόγησαν τα στοιχεία του κόστους που ελήφθησαν υπόψη για τον υπολογισμότης τιμής αναφοράς, παρέχοντας αριθμητική ένδειξη συνιστάμενη στο ποσοστόεκάστου των στοιχείων αυτών στο συνολικό κόστος, με προσέγγιση 10 %.Λαμβανομένων υπόψη των αιτήσεων εμπιστευτικής μεταχειρίσεως που υπέβαλεο κοινοτικός παραγωγός, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα πληροφοριακά στοιχείασχετικά με τη σύνθεση της τιμής αναφοράς που ανακοινώθηκαν εν προκειμένωστις προσφεύγουσες ήσαν επαρκή.

  112. Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Al-Jubail Fertilizer κατάΣυμβουλίου (παρατεθείσα ανωτέρω στη σκέψη 60), την οποία επίσης επικαλούνταιοι προσφεύγουσες, το καθού δεν αμφισβητούσε ότι τα κοινοτικά όργανα ήσαν σεθέση να γνωστοποιήσουν στην προσφεύγουσα εταιρία χρήσιμες πληροφορίες γιατην άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας, δεδομένου ότι βεβαίωνε ότι η Επιτροπή τηςείχε διαβιβάσει τέτοια στοιχεία με σχετικό έγγραφο. Ωστόσο, ο προσβαλλόμενοςκανονισμός ακυρώθηκε, διότι το καθού δεν απέδειξε την παραλαβή του εγγράφουαυτού εκ μέρους της προσφεύγουσας. Εν προκειμένω, αντιθέτως, το καθού υποστηρίζει ότι η υποχρέωση τηρήσεως του απορρήτου που υπέχουν τα κοινοτικάόργανα τα εμπόδισε να διαβιβάσουν ορισμένες επίμαχες πληροφορίες.

  113. Τέλος με την απόφαση Nölle (παρατεθείσα ανωτέρω στη σκέψη 60), το Δικαστήριο έκρινε ανίσχυρο τον επίδικο κανονισμό, όχι λόγω προσβολής τωνδικαιωμάτων άμυνας, αλλά για τον λόγο ότι η κανονική αξία δεν είχε καθοριστεί«με τρόπο κατάλληλο και μη στερούμενο λογικής», υπό την έννοια του άρθρου2, παράγραφος 5, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού. Το ζήτημα αν, στο πλαίσιοτων εφαρμοστέων εν προκειμένω διατάξεων, τα κοινοτικά όργανα δενυπερέβησαν την εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτουν κατά τον καθορισμό τηςκανονικής αξίας θα εξεταστεί στο πλαίσιο του επομένου λόγου ακυρώσεως πουαφορά την παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού.

    • Συνεκτίμηση στην τιμή αναφοράς ορισμένων μορφών κόστους εκκινήσεως τηςδραστηριότητας του κοινοτικού παραγωγού και απόσβεση (βλ. ανωτέρω σκέψη 65,τέταρτη και πέμπτη περίπτωση)



  114. Με τις παρατηρήσεις τους της 2ας Απριλίου 1991 (βλ. ανωτέρω σκέψη 31), η NSCκαι η NSAG υποστήριξαν ότι η HSC χρειάστηκε να αντιμετωπίσει σημαντικάέξοδα και δυσχέρειες εκκινήσεως και ότι το κόστος εκκινήσεως του εργοστασίουδεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη κατά τον υπολογισμό της τιμής αναφοράς.Υποστήριξαν επίσης ότι οι αμοιβές δικηγόρου τις οποίες κατέβαλε η HSC για τιςδίκες στις οποίες τις ενέπλεξε δεν μπορούσαν να θεωρηθούν κόστος παραγωγήςκαι ότι τουλάχιστον έπρεπε να κατανεμηθούν διαχρονικά. Αντιθέτως, δεν ζήτησανκαμία διευκρίνιση όσον αφορά τις βασικές παραδοχές και τις μεθόδους πουχρησιμοποιήθηκαν για να καταλογιστεί το κόστος εκκινήσεως της δραστηριότηταςστον υπολογισμό της τιμής αναφοράς (ιδίως όσον αφορά τις μεθόδουςαποσβέσεως και τους λόγους για τους οποίους τα κοινοτικά όργανα είχαν δεχθείπερίοδο αποσβέσεως δέκα ετών) ούτε όσον αφορά τα δύο στοιχεία των εξόδωνεκκινήσεως που είχαν ληφθεί υπόψη.

  115. Με έγγραφο της 18ης Απριλίου 1991 (βλ. ανωτέρω σκέψη 32), η Επιτροπήανέφερε ότι, εκτός από δύο στοιχεία που αποσβέστηκαν σύμφωνα με τουςισχύοντες στο ολλανδικό δίκαιο κανόνες, τα έξοδα εκκινήσεως είχαν αποκλειστείαπό τον υπολογισμό, συμπεριλαμβανομενων των αμοιβών δικηγόρου.

  116. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι παρατηρήσεις της NSC και της NSAG της 2αςΑπριλίου 1991 επείχαν θέση αιτήσεως παροχής πληροφοριών υπό την έννοια τουάρθρου 7, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού, το έγγραφο τηςΕπιτροπής της 18ης Απριλίου 1991 έδωσε πλήρη απάντηση στην αίτηση αυτή.

    • Πρώτες ύλες αγορασθείσες από συνδεόμενες επιχειρήσεις (βλ. ανωτέρω σκέψη66, τέταρτη περίπτωση)



  117. Οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να προσάπτουν στα κοινοτικά όργανα ότι δεντους παρέσχον πληροφορίες σχετικά με το τμήμα των πρώτων υλών που αγόρασεο κοινοτικός παραγωγός από συνδεδεμένους προμηθευτές, διότι δεν υπέβαλανκαμία αίτηση παροχής πληροφοριών επί του συγκεκριμένου σημείου.

    γ) Συμπέρασμα

  118. Από τα προεκτεθέντα, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των εξαιρετικών ιδιομορφιώντης αγοράς (βλ. ανωτέρω σκέψεις 85 και 86) και του ότι οι προσφεύγουσες είχανεξαιρετική γνώση της αγοράς και η γνώση αυτή τους παρείχε τη δυνατότητα ναζητήσουν, ενδεχομένως, τις απαιτούμενες σχετικές διευκρινίσεις, προκύπτει ότι τακοινοτικά όργανα εξεπλήρωσαν τις υποχρεώσεις πληροφορήσεως που απορρέουναπό το άρθρο 7, παράγραφος 4, στοιχεία α΄ και β΄, του βασικού κανονισμού.

  119. Επομένως, ο λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Επί του λόγου που αφορά παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 3, του βασικούκανονισμού

    Επιχειρήματα των διαδίκων

  120. Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το καθού υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνηεκτιμήσεως, παρέλειψε να λάβει υπόψη ουσιώδη στοιχεία και παρέβη τη Συνθήκηκαι τον βασικό κανονισμό, συγκρίνοντας τις τιμές που ισχύουν στην εσωτερικήαγορά των Ηνωμένων Πολιτειών με τις τιμές που ισχύουν στην κοινοτική αγοράπροκειμένου να καθορίσει την κανονική αξία.

  121. Κατά τις προσφεύγουσες, οι τιμές που ίσχυαν στην αγορά των ΗνωμένωνΠολιτειών δεν επέτρεπαν έγκυρη σύγκριση κατά την έννοια του άρθρου 2,παράγραφος 3, στοιχεία α΄ και β΄, του βασικού κανονισμού και δεν προέκυπταναπό συνήθεις εμπορικές πράξεις. Συγκεκριμένα, αντίθετα προς την κοινοτικήαγορά που είναι πλήρως ανταγωνιστική, η αμερικανική αγορά ήταν μονοπωλιακήλόγω του διπλώματος ευρεσιτεχνίας που προστάτευε την ασπαρτάμη. Στηνπερίπτωση όμως μιας μη ανταγωνιστικής αγοράς, τα κοινοτικά όργανα οφείλουννα υπολογίζουν το ντάμπινγκ βάσει κατασκευασμένης αξίας. Δεν επιτρέπεται ησύγκριση των τιμών που ισχύουν σε δύο αγορές με διαφορετική διάρθρωση,πράγμα το οποίο έχει εξάλλου αναγνωρίσει το Δικαστήριο με την απόφασηBrother Industries κατά Συμβουλίου, που παρατέθηκε ανωτέρω στη σκέψη 106.Από την απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση που αποκαλείται «Αχλάδια σεσιρόπι καταγωγής Αυστραλίας» προκύπτει επίσης ότι το κριτήριο τουανταγωνισμού είναι ουσιαστικό. Το δίκαιο των Ηνωμένων Πολιτειών τηςΑμερικής αναγνωρίζει και αυτό ότι δεν πρέπει να συγκρίνονται τιμές χωρίς ναλαμβάνονται υπόψη τα αποτελέσματα της προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας(υπόθεση Lightweight Polyester Filament Fabric from Japan, 49 Fed. Reg. 472,1984· υπόθεση Generic Cephalexin Capsules from Canada, 53 Fed. Reg. 47562,1988).

  122. Το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας παρέχει στον κάτοχό του το δικαίωμα να αυξάνει τηντιμή κατά ένα ποσό που συνιστά ανταμοιβή για την ανακάλυψή του. Οκαθορισμός της κανονικής αξίας με βάση τις τιμές που ισχύουν στο πλαίσιοπροστασίας βάσει διπλώματος ευρεσιτεχνίας πλήττει τον εφευρέτη που ασκεί τοδικαίωμά του επί του διπλώματος ευρεσιτεχνίας, μολονότι ούτε το κοινοτικόδίκαιο ούτε η GATT επιβάλλουν στον κάτοχο διπλώματος ευρεσιτεχνίας ναπαραιτείται από το δικαίωμα αυτό για να εξαγάγει. Το να επιβάλλεται στονκάτοχο διπλώματος ευρεσιτεχνίας να πωλεί εντός της Κοινότητας σε τιμή ανώτερηαπό εκείνη της αγοράς συνιστά διάκριση εις βάρος των αλλοδαπών κατόχωνδιπλώματος ευρεσιτεχνίας και παρέχει αθέμιτο πλεονέκτημα στους κοινοτικούςπαραγωγούς.

  123. Τέλος, το καθού παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως (άρθρο 190 τηςΣυνθήκης), μη αναφέροντας τους λόγους για τους οποίους θεωρούσε ότι οι τιμέςπου τυγχάνουν της προστασίας του διπλώματος ευρεσιτεχνίας ήσαν συγκρίσιμεςμε τις τιμές εξαγωγής προς την Κοινότητα.

  124. Το καθού ζητεί την απόρριψη τη λόγου αυτού. Αμφισβητεί το ότι η κανονική αξίακαθορίστηκε κατά τρόπο παράνομο, δεδομένου ότι υπολογίστηκε βάσει τιμών πουπροκύπτουν από τις συνήθεις δυνάμεις της αγοράς και επιτρέπουν έγκυρησύγκριση.

  125. Η παρεμβαίνουσα προσθέτει ότι δεν υφίσταται κανένας λόγος για τον οποίο ηκανονική αξία δεν πρέπει να βασίζεται σε τιμές επηρεαζόμενες από διπλώματαευρεσιτεχνίας, εφόσον οι τιμές αυτές αντανακλούν την πραγματική κατάσταση τηςαγοράς στη χώρα από την οποία πραγματοποιείται η εξαγωγή.

    Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

  126. Το κείμενο του κανονισμού δεν εξαρτά την επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ απόκανέναν άλλο λόγο πέραν της ζημιογόνου διαφοροποιήσεως των τιμών πουισχύουν στην εσωτερική αγορά (εν προκειμένω, στην αγορά των ΗνωμένωνΠολιτειών), αφενός, και στην αγορά εξαγωγής (εν προκειμένω, στην κοινοτικήαγορά), αφετέρου.

  127. Αυτά καθεαυτά τα κριτήρια της διαρθρώσεως της αγοράς ή του βαθμούανταγωνισμού δεν είναι καθοριστικά για να επιλεχθεί η μέθοδος τηςκατασκευασμένης κανονικής αξίας αντί για τη μέθοδο της κανονικής αξίας πουστηρίζεται σε πραγματικές τιμές, εφόσον οι τιμές αυτές προκύπτουν από τιςδυνάμεις της αγοράς. Πράγματι, όπως η Επιτροπή ανέφερε στον κανονισμό της(σημείο 16 των αιτιολογικών σκέψεων, το οποίο επιβεβαιώθηκε με το σημείο 8των αιτιολογικών σκέψεων του κανονισμού του Συμβουλίου), οι «διαφορές στηνελαστικότητα των τιμών μεταξύ της αμερικανικής και της κοινοτικής αγοράς»αποτελούν «προϋπόθεση για τη διαφοροποίηση των τιμών» και, αν έπρεπε ναληφθούν υπόψη, «δεν θα ήταν δυνατό να επιβληθεί δασμός για την άσκησηπρακτικών ντάμπινγκ». Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι οιτιμές που χρησιμοποιήθηκαν για να καθοριστεί η κανονική αξία δεν προέκυπταναπό τις δυνάμεις της αγοράς ή δεν αντανακλούσαν την πραγματική κατάστασηστην αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών, δεν υφίστατο κανένας λόγος νακατασκευαστεί η κανονική αξία αντί να βασιστεί στις πράγματι καταβαλλόμενεςτιμές στην αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών.

  128. Τέλος, ο προσβαλλόμενος κανονισμός ουδόλως στέρησε την προσφεύγουσα NSCαπό το αμερικανικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας της, δεδομένου ότι δεν προσέβαλε τοδικαίωμά της να αποκλείει κάθε τρίτο πρόσωπο από την παραγωγή και τηνεμπορία της ασπαρτάμης στις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι τη λήξη του εν λόγωδιπλώματος ευρεσιτεχνίας ούτε το δικαίωμά της να μεγιστοποιεί τις τιμές της στηναγορά αυτή. Συναφώς, το μονοπώλιο παραγωγής και εμπορίας που παρέχει τοδίπλωμα ευρεσιτεχνίας επιτρέπει στον κάτοχό του να ανακτά τα έξοδα έρευναςκαι αναπτύξεως που κατέβαλε όχι μόνο για σχέδια που στέφθηκαν με επιτυχία,αλλά και για σχέδια που απέτυχαν. Το στοιχείο αυτό συνιστά πρόσθετοοικονομικό λόγο ώστε ο καθορισμός της κανονικής αξίας να στηρίζεται στις τιμέςπου ισχύουν στο πλαίσιο διπλώματος ευρεσιτεχνίας.

  129. Επομένως, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι τα κοινοτικά όργανα πλανήθηκανπερί το δίκαιο ή πλανήθηκαν προδήλως περί την εκτίμηση των πραγματικώνπεριστατικών καθορίζοντας την κανονική αξία της εισαγομένης ασπαρτάμης μεβάση τις τιμές που ισχύουν στις Ηνωμένες Πολιτείες υπό την προστασία ενόςδιπλώματος ευρεσιτεχνίας.

  130. Ως προς την αιτίαση που αφορά ανεπαρκή αιτιολόγηση της επιλογής των τιμώναυτών ως βάσεως της κανονικής αξίας, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, κατά πάγιανομολογία, από την αιτιολογία που απαιτείται βάσει του άρθρου 190 της Συνθήκηςπρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική τηςκοινοτικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, έτσι ώστε να παρέχεταιη δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που οδήγησανστη λήψη του μέτρου για να είναι σε θέση να υπερασπίσουν τα δικαιώματά τουςκαι στον κοινοτικό δικαστή να ασκήσει τον έλεγχό του (αποφάσεις τουΔικαστηρίου της 26ης Ιουνίου 1986, 203/85, Nicolet Instrument, Συλλογή 1986,σ. 2049, σκέψη 10, της 7ης Μαΐου 1987, 240/84, NTN Toyo Bearing κ.λπ. κατάΣυμβουλίου, Συλλογή 1987, σ. 1809, σκέψη 31, και 255/84, Nachi Fujikoshi κατάΣυμβουλίου, Συλλογή 1987, σ. 1861, σκέψη 39).

  131. Εν προκειμένω, ο προσβαλλόμενος κανονισμός επιβεβαιώνει (σημείο 8 τωναιτιολογικών σκέψεων) τα σημεία 12 έως 19 των αιτιολογικών σκέψεων τουκανονισμού της Επιτροπής.

  132. Στο σημείο 18 όμως των αιτιολογικών σκέψεων του τελευταίου αυτού κανονισμού,η Επιτροπή αναφέρει, όσον αφορά το επιχείρημα ότι οι αμερικανικές τιμές δενήσαν πράγματι συγκρίσιμες λόγω της προστασίας βιομηχανικής ιδιοκτησίας τηνοποία απολάμβανε η ασπαρτάμη στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα εξής:

    «Η Επιτροπή δεν θεωρεί δικαιολογημένο αυτό το επιχείρημα. Το κοινοτικό καιτο διεθνές δίκαιο καταδικάζουν τις ζημιογόνες διακρίσεις των τιμών ανεξάρτητααπό τους λόγους και τα κίνητρα που οδήγησαν σε αυτές τις διακρίσεις. Ταδιπλώματα ευρεσιτεχνίας στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής από μόνα τουςδεν καθορίζουν τα εγχώρια επίπεδα των τιμών. Αν ο εξαγωγέας χρησιμοποιεί τηθέση ως κάτοχος διπλώματος ευρεσιτεχνίας για να επιβάλει υψηλότερες τιμέςστην εγχώρια αγορά από ό,τι για τις εξαγωγές του, η πρακτική αυτή απορρέειαπό την ελεύθερη επιχειρηματική του απόφαση. Δεν υπάρχει λόγος να μηνεφαμοστούν οι κανόνες αντιντάμπινγκ σ' αυτήν τη διαφοροποίηση των τιμών στονβαθμό που προκαλεί σημαντική ζημία στην κοινοτική βιομηχανία.»

  133. Τα στοιχεία αυτά ήσαν επαρκή για να μπορέσουν οι ενδιαφερόμενοι ναγνωρίζουν την αιτιολόγηση του ληφθέντος μέτρου προκειμένου να υπερασπίσουντα δικαιώματά τους και ο κοινοτικός δικαστής να ασκήσει τον έλεγχό του.Συνεπώς, ο κανονισμός είναι επαρκώς αιτιολογημένος όσον αφορά τοεξεταζόμενο σημείο.

  134. Επομένως, ο λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Επί των λόγων που αφορούν παράβαση της Συνθήκης και των άρθρων 2, παράγραφος 1,4 και 13 του βασικού κανονισμού και εσφαλμένο υπολογισμό του δασμού αντιντάμπινγκ

    Επιχειρήματα των διαδίκων

  135. Πρώτον, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι τα κοινοτικά όργανα, αφενός,πλανήθηκαν προδήλως κατά την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων πουπροσκόμισαν οι προσφεύγουσες και, αφετέρου, παρέβησαν τις διατάξεις τουκώδικα αντιντάμπινγκ της GATT και του βασικού κανονισμού που αφορούν τηδιαπίστωση της ζημίας.

  136. Κατά τις προσφεύγουσες, από αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία προέκυπτε ότι οκοινοτικός παραγωγός δεν είχε υποστεί σημαντική ζημία και ότι τα αποτελέσματάτου ήσαν τόσο καλά όσο μπορούσε ευλόγως να αναμένει. Η HSC δεν μπορούσεευλόγως να αναμένει την πραγματοποίηση κερδών, ακόμη λιγότερο κέρδους 8 %,ένα έτος μετά την εκκίνηση της παραγωγής της.

  137. Συγκεκριμένα, κατά την έναρξη της έρευνας, ο κοινοτικός παραγωγός είχεαρχίσει την παραγωγή του μόλις προ έξι μηνών και εξακολουθούσε συνεπώς ναείναι σε περίοδο εκκινήσεως. Ως νεοαφιχθείς στην αγορά, χρειάστηκε νααντιμετωπίσει πολυάριθμα εμπόδια, όπως είναι η τεχνολογική υπεροχή τωνπροσφευγουσών, η έλλειψη οικονομιών κλίμακας κατά την περίοδο εκκινήσεωςκαι μια περίοδος εκμαθήσεως. Ήταν αναποτελεσματικός, ακόμη και αν ληφθείυπόψη η σχετικά σε μικρό βαθμό εκμετάλλευση των παραγωγικών ικανοτήτων. Τοκόστος του ήταν εξαιρετικά υψηλό (βλ. σημείο 49 των αιτιολογικών σκέψεων τουκανονισμού της Επιτροπής, που κάνει λόγο για σημαντικά έξοδα έναρξης τωνδραστηριοτήτων του). Ειδικότερα τα χρηματοοικονομικά έξοδά τουαντιπροσώπευαν μεταξύ 5 και 15 % του κόστους του, από αυτό δε μπορούσε νατεκμαρθεί σημαντική δανειακή επιβάρυνση.

  138. Οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι ο κοινοτικός παραγωγός ασκούσε επιχειρηματικήδραστηριότητα σε μια αγορά που χαρακτηριζόταν από πτώση των τιμών τηςασπαρτάμης, την οποία είχαν προκαλέσει οι δυνάμεις της αγοράς. Οανταγωνισμός στην κοινοτική αγορά διαφόρων άλλων έντονων γλυκαντικώνουσιών μικρού κόστους, ο οποίος οφειλόταν στην έλλειψη σημαντικώνκανονιστικών περιορισμών και στο ότι τους καταναλωτές της Κοινότητας τουςαπασχολούν λιγότερο τα αποτελέσματα που έχουν στην υγεία τα προϊόντα αυτάαπ' ό,τι τους Αμερικανούς ή Ιάπωνες καταναλωτές, είχε ως αποτέλεσμα σημαντικήπτώση των τιμών από το 1983, ήτοι πέντε έτη πριν από την εκκίνηση τηςπαραγωγής της HSC.

  139. Παρά τις συνθήκες αυτές, περιήλθε στον κοινοτικό παραγωγό ένα σημαντικόμερίδιο των πωλήσεως ασπαρτάμης. Δεν αποδείχθηκε ότι, αν οι τιμές ήσανυψηλότερες, η μείωση της ζητήσεως που θα επακολουθούσε δεν θα ακύρωνε κάθεαύξηση των εσόδων ούτε, κατά μείζονα λόγο, ότι θα είχε λυθεί το πρόβλημα τηςανεπαρκούς χρησιμοποιήσεως των παραγωγικών ικανοτήτων της HSC. Επιπλέον,δεδομένης της προσεχούς λήξεως του διπλώματος ευρεσιτεχνίας της NSC, ήσανευνοϊκές οι προοπτικές του κοινοτικού παραγωγού να επεκτείνει τις πωλήσεις τουστην αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών, που είναι ιδιαίτερα κερδοφόρος, και ναωφεληθεί από αυξημένες οικονομίες κλίμακας.

  140. Από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες, ιδίως από τημελέτη της εταιρίας McKinsey (βλ. ανωτέρω σκέψη 9), προκύπτει ότι έναςνεοαφιχθείς επιχειρηματίας σε μια αναπτυσσόμενη αγορά δεν μπορεί να αναμένειότι θα επιτύχει χρηματοοικονομική ισορροπία κατά τα πρώτα έτη τηςδραστηριότητας. Είναι απατηλή η προσδοκία ότι είναι δυνατό να κατακτηθούνπελάτες από εδραιωμένους παραγωγούς χωρίς σημαντική μείωση των τιμών.Εξάλλου, ένας ανταγωνιστής που επιχειρεί να μεγεθύνει το μερίδιο της αγοράςπου κατέχει μειώνοντας τις τιμές διατρέχει τον κίνδυνο να ενισχύσει την πτωτικήτάση των τιμών και να αποκτήσει απλώς και μόνο ένα συμβολικό μερίδιο τηςαγοράς, δεδομένου μάλιστα ότι οι τιμές ήσαν ήδη χαμηλές λόγω τουανταγωνισμού των υποκατάστατων προϊόντων.

  141. Με το υπόμνημα απαντήσεως, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στα κοινοτικάόργανα ότι δεν ανέφεραν τους λόγους για τους οποίους η HSC έπρεπε ναεπιτύχει ένα υψηλότερο επίπεδο εκμεταλλεύσεως των παραγωγικών τηςικανοτήτων ή έπρεπε να είναι αμέσως σε θέση να πωλεί όλη την ασπαρτάμη τηνοποία μπορούσε να παραγάγει.

  142. Δεύτερον, οι προσφεύγουσες προσθέτουν ότι η Επιτροπή υποστήριξε εσφαλμέναότι οι επίδικες εισαγωγές ήσαν η αιτία της προβαλλομένης ζημίας και, ειδικότερα,ότι «η μείωση των τιμών εξαγωγής της NSAG συνέπεσε με την εμφάνιση τουκαταγγέλλοντα στην κοινοτική αγορά» (σημείο 45 των αιτιολογικών σκέψεων τουκανονισμού της Επιτροπής).

  143. Επιπλέον, η εκτίμηση ότι ο ανταγωνισμός εντάθηκε μετά τη λήξη των διπλωμάτωνευρεσιτεχνίας εντός της Κοινότητας, μεταξύ 1986 και 1988 (σημείο 54 τωναιτιολογικών σκέψεων του κανονισμού της Επιτροπής), δεν συμβιβάζεται με τοσυμπέρασμα ότι οι επίδικες εισαγωγές αποτελούν την αιτία της πτώσεως τωντιμών. Στην αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών, αντιθέτως, η αύξηση της ζητήσεως,η απαγόρευση των κυκλαμικών αλάτων, οι συστάσεις που αποσκοπούν νααποτρέψουν την κατανάλωση της ζαχαρίνης και το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας τηςNSC ευνόησαν μια άνοδο των τιμών.

  144. Τα κοινοτικά όργανα έλαβαν υπόψη, κατά το παρελθόν, παράγοντες παρόμοιουςμε αυτούς της υπό κρίση υποθέσεως, ιδίως τον ενδοκοινοτικό ανταγωνισμό και τοπολύ υψηλό κόστος των κοινοτικών παραγωγών, και κατέληξαν στην έλλειψηαιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των επίμαχων εισαγωγών και της ζημίας που υπέστηη κοινοτική παραγωγή [απόφαση 86/344/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 17ης Ιουλίου1986, για την περάτωση της διαδικασίας αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγέςτσιμέντων Portland καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Πολωνίας ήΓιουγκοσλαβίας (ΕΕ L 202, σ. 43, σημείο 24 των αιτιολογικών σκέψεων).

  145. Τρίτον, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στα κοινοτικά όργανα ότι παρέβησαν τοάρθρο 13, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού υπερεκτιμώντας το ύψος τουδασμού αντιντάμπινγκ που είναι αναγκαίος για την εξάλειψη της προβαλλομένηςζημίας. Συγκεκριμένα, ο δασμός αυτός καθορίστηκε βάσει μιας τιμής αναφοράς,για τον υπολογισμό της οποίας τα κοινοτικά όργανα έλαβαν υπόψη το κόστος τουκοινοτικού παραγωγού. Δεδομένου ότι το κόστος αυτό είναι υπερβολικό, η τιμήαναφοράς έπρεπε να είχε υπολογιστεί με βάση το κόστος ενός από τουςεξαγωγείς ή το κόστος ενός παραγωγού παρόμοιου κλάδου ή, επικουρικώς, ναήταν ίση με την τιμή που ισχύει εντός της Κοινότητας, ή, ακόμη και αν υποτεθείότι υπήρξε υποτίμηση, να είναι ίση προς την τιμή που ισχύει εντός της Κοινότηταςπροσαυξημένη κατά τη διαπιστωθείσα υποτίμηση, σύμφωνα με αυτό που είχανπράξει τα κοινοτικά όργανα σε άλλες υποθέσεις [βλ., για παράδειμα, κανονισμός(ΕΟΚ) 3232/89 της Επιτροπής, της 24ης Οκτωβρίου 1989, για την επιβολήπροσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές εγχρώμων συσκευών λήψεωςγια την τηλεόραση με μικρή οθόνη καταγωγής Δημοκρατίας της Κορέας (EEL 314, σ. 1)· κανονισμός (ΕΟΚ) 129/91 της Επιτροπής, της 11ης Ιανουαρίου 1991,για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές εγχρώμωνσυσκευών λήψεως για την τηλεόραση με μικρή οθόνη, καταγωγής Χονγκ Κονγκκαι λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (EE L 14, σ. 31)]. Σε ορισμένες υποθέσεις, τακοινοτικά όργανα είχαν μάλιστα λάβει υπόψη το κόστος του παραγωγού με τιςκαλύτερες επιδόσεις.

  146. Ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι από μόνες τους οι εισαγωγές προκάλεσαν τηνπροβαλλόμενη ζημία, η τιμή αναφοράς είναι παρ' όλ' αυτά εσφαλμένη. Δεδομένουότι το κόστος παραγωγής που έλαβαν υπόψη τους τα κοινοτικά όργανα είναι τόσουπερβολικό, δεν μπορεί παρά να οφείλεται σε σφάλμα υπολογισμού.

  147. Το καθού και η παρεμβαίνουσα ζητούν την απόρριψη των λόγων αυτών. Τονίζουνκατ' ουσίαν ότι καθόρισαν τη ζημία, διαπίστωσαν την ύπαρξη αιτιώδουςσυνδέσμου μεταξύ της ζημίας και των εισαγωγών που αποτελούσαν αντικείμενοντάμπινγκ και υπολόγισαν τον δασμό αντιντάμπινγκ λαμβάνοντας δεόντως υπόψητο γεγονός ότι ο κοινοτικός παραγωγός ήταν νεοαφιχθείς στην αγορά και ότι ηαποτελεσματικότητά του ήταν συνεπώς μικρότερη από εκείνη τωνπροσφευγουσών. Περαιτέρω, αμφισβητούν ότι ο ανταγωνισμός άλλωνγλυκαντικών ουσιών υπήρξε έντονος στο επίπεδο των τιμών και ότι η ζημία θαμπορούσε να οφείλεται στο στοιχείο αυτό.

    Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

  148. Ο καθορισμός της ζημίας και της υπάρξεως αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ αυτήςκαι των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ προϋποθέτει τηνεκτίμηση περίπλοκων οικονομικών ζητημάτων. Κατά την εκτίμηση αυτή, τακοινοτικά όργανα διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως (βλ., για παράδειγμα, τηναπόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Μαΐου 1991, C-69/89, Nakajima κατάΣυμβουλίου, Συλλογή 1991, σ. I-2069, σκέψη 86, και την απόφαση τουΠρωτοδικείου της 28ης Σεπτεμβρίου 1995, T-164/94, Ferchimex κατά Συμβουλίου,Συλλογή 1995, σ. II-2681, σκέψεις 111 και 131).

  149. Στον προσβαλλόμενο κανονισμό (σημείο 26 των αιτιολογικών σκέψεων), το καθούδιευκρίνισε τα εξής:

    «(...) για να καθοριστεί κατά πόσο η εν λόγω κοινοτική βιομηχανία υπέστησοβαρή ζημία, ελήφθησαν υπόψη οι εξής παράγοντες:

    Ο [κοινοτικός] παραγωγός άρχισε να πωλεί το 1988 και κατέλαβε σχετικά μικρότμήμα της κοινοτικής αγοράς, στην οποία ακόμη επικρατούν οι Αμερικανοί καιοι Ιάπωνες παραγωγοί/εξαγωγείς. Αυτή η διείσδυση της αγοράς εμποδίστηκε απότους Αμερικανούς ανταγωνιστές με μια δραματική πτώση των τιμών, η οποίαπροκάλεσε σημαντικές απώλεις στην κοινοτική βιομηχανία και την εμπόδισε νααυξήσει τη χρησιμοποίηση της παραγωγικής της ικανότητας, πράγμα το οποίο θατην είχε διευκολύνει να επωφεληθεί των οικονομιών κλίμακας. Κατά το τέλος τηςπεριόδου έρευνας, οι απώλειες έφθασαν σε ύψος το οποίο απειλούσε άμεσα τηβιωσιμότητα την βιομηχανίας.»

  150. Ως προς την προβαλλόμενη αναποτελεσματικότητα του κοινοτικού παραγωγού,πρέπει να υπενθυμιστεί ότι το γεγονός ότι ένας κοινοτικός παραγωγόςαντιμετωπίζει δυσχέρειες, έστω και αν οφείλονται και σε άλλες πλην τουντάμπινγκ αιτίες, δεν συνιστά λόγο για να στερηθεί ο παραγωγός αυτός κάθεπροστασίας κατά της ζημίας που προκαλείται από το ντάμπινγκ (αποφάσεις τουΔικαστηρίου της 5ης Οκτωβρίου 1988, Brother Industries κατά Συμβουλίου, πουπαρατέθηκε ανωτέρω στο σκέψη 106, σκέψη 42, και 277/85 και 300/85, Canonκ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1988, σ. 5731, σκέψη 63).

  151. Επιπλέον, κατά την περίοδο έρευνας, ο κοινοτικός παραγωγός βρισκόταν ακόμηστη φάση της εκκινήσεως. Από ένα έγγραφο που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες,απαντώντας στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου της 22ας Ιανουαρίου 1997,προκύπτει ότι το κόστος παραγωγής τους κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων ετώνπαραγωγής τους ήταν περισσότερο από δύο φορές υψηλότερο από το κόστοςπαραγωγής κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας. Επομένως, ακόμη και ανυποτεθεί ότι, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, το κόστος παραγωγής τουςήταν κατά προσέγγιση δύο φορές χαμηλότερο από εκείνο του κοινοτικούπαραγωγού κατά την περίοδο έρευνας, τα κοινοτικά όργανα δεν υπερέβησαν τηνεξουσία εκτιμήσεως που διαθέτουν στηριζόμενα στο κόστους του κοινοτικούπαραγωγού για να καθορίσουν την τιμή αναφοράς κάτω από την οποία πρέπει ναθεωρηθεί ότι ο παραγωγός αυτός υφίσταται ζημία.

  152. Όσον αφορά τον ανταγωνισμό υποκατάστατων γλυκαντικών ουσιών μικρότερουκόστους, από το σημείο 31 των αιτιολογικών σκέψεων του προσβαλλομένουκανονισμού συνάγεται ότι το καθού θεώρησε ότι η παρουσία στην αγορά άλλωνέντονων γλυκαντικών ουσιών δεν επηρέαζε σημαντικά την τιμή της ασπαρτάμηςκαι ότι δεν οφειλόταν στην παρουσία αυτή η πτώση των τιμών από τότε που οκοινοτικός παραγωγός αποφάσισε να εισέλθει στην αγορά. Το καθού, με τιςαπαντήσεις του στις ερωτήσεις που υπέβαλε το Πρωτοδικείο στις 22 Ιανουαρίου1997 και κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, διευκρίνισε ότι ο ανταγωνισμός τωνάλλων γλυκαντικών ουσιών ήταν περιορισμένος λόγω των ειδικών ιδιοτήτων τηςασπαρτάμης και ιδιαίτερα της γεύσης της.

  153. Δεδομένων των γευστικών πλεονεκτημάτων της ασπαρτάμης, το συμπέρασμα τουκαθού ότι η ασπαρτάμη δεν είχε σημαντικά επηρεαστεί από την παρουσία στηναγορά άλλων έντονων γλυκαντικών ουσιών χαμηλότερης τιμής είναι εύλογο,λαμβανομένων υπόψη των ακόλουθων στοιχείων που συνάγονται από τηδικογραφία, ιδίως των πινάκων που περιέχονται στην έκθεση που συνέταξε τονΜάρτιο του 1997 η εταιρία παροχής συμβουλών LMC International, κατόπιναιτήσεως των προσφευγουσών, προκειμένου να δοθεί απάντηση στις ερωτήσειςτου Πρωτοδικείου της 22ας Ιανουαρίου 1997. Πρώτον, η ασπαρτάμη κατόρθωσενα επιβληθεί στην αγορά, μολονότι ήταν ακριβότερη από άλλες γλυκαντικέςουσίες. Δεύτερον, οι χρήστες γλυκαντικών ουσιών δεν περιορίζονται στην αγοράτων λιγότερο ακριβών από αυτές, δεδομένου εξάλλου ότι η ζήτηση ασπαρτάμηςεντός της Κοινότητας αυξήθηκε μετά την επιβολή των δασμών αντιντάμπινγκ.Τρίτον, το τμήμα του κόστους μιας έντονης γλυκαντικής ουσίας στο συνολικόκόστος του τελικού προϊόντος είναι οριακό.

  154. Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι επίσης εύλογο ένας παραγωγός ασπαρτάμης, ακόμηκαι αν είναι αρχάριος στην αγορά, να είναι σε θέση να πραγματοποιήσει κέρδος8 % σε χρονικό διάστημα 18 μηνών, τόσο μάλλον που το ποσοστό αυτόυπολογίστηκε με βάση πλασματικό κόστος παραγωγής, που καθορίστηκε σύμφωναμε την παραδοχή της πλήρους εκμεταλλεύσεως των παραγωγικών ικανοτήτων. Τοεύλογο του συμπεράσματος αυτού ενισχύεται από την εκτίμηση ότι ήταν δυνατόνα αναμένεται ευνοϊκή υποδοχή εκ μέρους των χρηστών, ενόψει της αφίξεως ενόςνέου επιχειρηματία σε μια μονοπωλιακή αγορά.

  155. Όσον αφορά την πτώση των τιμών της ασπαρτάμης εντός της Κοινότητας, οιπροσφεύγουσες δεν αντέκρουσαν την εξήγηση, που παρέσχε το καθού με τιςαπαντήσεις του στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου της 22ας Ιανουαρίου 1997,σύμφωνα με την οποία η μείωση του κόστους μπορούσε να εξηγήσει την πτώσητων τιμών μεταξύ 1983 και 1987, αλλ' όχι και τη μεταγενέστερη πτώση. Οιπροσφεύγουσες δεν αντέκρουσαν ούτε τον ισχυρισμό του καθού ότι η απόκλισημεταξύ της πτώσης των τιμών και της πτώσης του κόστους παραγωγής τουςαυξήθηκε από το 1986, καθόσον η πρώτη ήταν ταχύτερη σε σχέση με τη δεύτερη.

  156. Αν ο ισχυρισμός ότι «η μείωση των τιμών εξαγωγής της NSAG συνέπεσε με τηνεμφάνιση του καταγγέλλοντα στην κοινοτική αγορά» (σημείο 45 των αιτιολογικώνσκέψεων του κανονισμού της Επιτροπής και σημείο 30 των αιτιολογικών σκέψεωντου κανονισμού του Συμβουλίου) είναι ίσως λίγο απόλυτος, η άποψη ότι «ηαπόφαση του να μειώσει τις τιμές σε επίπεδα στα οποία έχει απώλειες σαφώςοφείλεται στην NSAG και στους Αμερικανούς και Ιάπωνες εξαγωγείς και, οιεπιπτώσεις αυτής της πολιτικής τιμών δεν μπορεί να αποδοθούν στις δυσκολίεςπου αντιμετώπισε η HSC κατά τις παραγωγικές δραστηριότητές της» (σημείο 49των αιτιολογικών σκέψεων του κανονισμού της Επιτροπής και σημείο 33 τωναιτιολογικών σκέψεων του κανονισμού του Συμβουλίου) είναι αντιθέτως απολύτωςεύλογη.

  157. Οι προσφεύγουσες δεν αρνούνται ότι ο διευθύνων σύμβουλος της NSC δήλωσετο 1989 (βλ. άρθρο της ολλανδικής εφημερίδας De Financiλle Telegraaf της 2αςΣεπτεμβρίου 1989, που επισυνάπτεται στο υπόμνημα αντικρούσεως) τα εξής:«Maar de prijs is geen punt. Wij zullen zonodig onder de prijs van iedereconcurrent duiken. Dat kunnen we ons veroorloven omdat wij meer dan iederander hebben kunnen investeren in efficiency, daartoe in staat gesteld door deruime middelen waarover wij dank zij ons patent konden beschikken.» («Οι τιμέςδεν αποτελούν πρόβλημα. Εν ανάγκη μπορούμε να έχουμε τη χαμηλότερη τιμήαπό κάθε ανταγωνιστή διότι μπορούμε να επενδύσουμε περισσότερο απόοποιονδήποτε και να αυξήσουμε την αποτελεσματικότητα, χάρη στα σημαντικάχρηματοδοτικά μέσα που μας εγγυάται το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας»). Οιπροσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι πράγματι προέβησαν σε υποτίμηση (σημείο40 των αιτιολογικών σκέψεων του κανονισμού της Επιτροπής και σημείο 26 τωναιτιολογικών σκέψεων του κανονισμού του Συμβουλίου), αύξησαν τις εξαγωγέςπρος την Κοινότητα σε απόλυτους αριθμούς (σημείο 37 των αιτιολογικών σκέψεωντου κανονισμού της Επιτροπής και σημείο 26 των αιτιολογικών σκέψεων τουκανονισμού του Συμβουλίου) και μείωσαν σημαντικά τις τιμές τους (σημείο 39 τωναιτιολογικών σκέψεων του κανονισμού της Επιτροπής και σημεία 26 και 31 τωναιτιολογικών σκέψεων του κανονισμού του Συμβουλίου).

  158. Επομένως, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι το καθού υπερέβη την εξουσίαεκτιμήσεως που διαθέτει, θεωρώντας ότι ο κοινοτικός παραγωγός είχε υποστείζημία και ότι η ζημία αυτή οφειλόταν στις εισαγωγές που αποτελούσαναντικείμενο ντάμπινγκ.

  159. Το ύψος του δασμού που επιβλήθηκε εν προκειμένω ισοδυναμεί με τη διαφοράμεταξύ της τιμής αναφοράς, δηλαδή της κατώτατης τιμής στην οποία πρέπει ναεισάγεται η ασπαρτάμη στην Κοινότητα για να μην προκαλεί ζημία στην κοινοτικήπαραγωγή και της τιμής εξαγωγής. Από τα συμπεράσματα που συνήχθησαν στιςσκέψεις 150 έως 158 προκύπτει ότι δεν αποδείχθηκε ότι τα κοινοτικά όργαναστηρίχθηκαν σε ακατάλληλα στοιχεία για να δικαιολογήσουν το ύψος του δασμούπου είναι αναγκαίος για την εξάλειψη της ζημίας. Όσον αφορά ενδεχόμενοσφάλμα υπολογισμού, οι προσφεύγουσες συνάγουν την ύπαρξή του από τογεγονός ότι το κόστος που ελήφθη υπόψη για τον καθορισμό της τιμής αναφοράςείναι περισσότερο από δύο φορές ανώτερο από το δικό τους κόστος. Από τησκέψη 151 προκύπτει ότι είναι εύλογο το να είναι το κόστος παραγωγής ενόςπαραγωγού ασπαρτάμης στη φάση της εκκινήσεως περισσότερο από δύο φορέςυψηλότερο από το κόστος ενός έμπειρου παραγωγού. Ωστόσο, το γεγονός αυτόδεν αποτελεί επαρκή απόδειξη σφάλματος υπολογισμού της τιμής αναφοράς ούτεέστω ένδειξη ενός τέτοιου σφάλματος.

  160. Τέλος, ο ισχυρισμός που αφορά ανεπαρκή αιτιολόγηση του συμπεράσματος ότιη HSC θα μπορούσε να επιτύχει υψηλότερο επίπεδο εκμεταλλεύσεως τωνπαραγωγικών της ικανοτήτων προβλήθηκε το πρώτον με το υπόμνημααπαντήσεως. Είναι συνεπώς εκπρόθεσμος και ως εκ τούτου απαράδεκτος.Επομένως παρέλκει η εξέτασή του.

  161. Από τα προεκτεθέντα στοιχεία προκύπτει ότι οι εξετασθέντες λόγοι πρέπει νααπορριφθούν.

    III — Λόγοι ακυρώσεως που προβλήθηκαν μόνο στην υπόθεση T-159/94

    Επί του λόγου που αφορά παράβαση ουσιωδών τύπων και του άρθρου 190 της Συνθήκης

    Επιχειρήματα των διαδίκων

  162. Η προσφεύγουσα Ajico προσάπτει στα κοινοτικά όργανα ότι προσέβαλαν ταδικαιώματα άμυνας (απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Οκτωβρίου 1974, 17/74,Transocean Marine Paint κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1974, σ. 441, σκέψη 15),καθώς και ότι παρέβησαν τη σύσταση της GATT, σχετικά με την καλύτερηδιαθέσιμη πληροφόρηση, υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 8, πουθεσπίστηκε στις 8 Μαΐου 1984 από την επιτροπή της GATT σχετικά με τιςπρακτικές αντιντάμπινγκ (GATT, BISD, 31ο Συμπλήρωμα, σ. 283). Η εκτίμηση τηςΕπιτροπής ότι η προσφεύγουσα αυτή συνεργάστηκε ανεπαρκώς οδήγησε στηνάρνηση του οργάνου να στηριχθεί στις πληροφορίες που της παρέσχε ηεπιχείρηση και να λάβει ως κανονική αξία τις τιμές που ισχύουν στην αγορά τωνΗνωμένων Πολιτειών, με συνέπεια την επιβολή υπέρογκων δασμών. Η εκτίμησηαυτή και η συνακόλουθη απόφαση επηρέασαν συνεπώς σημαντικά τα συμφέροντατης προσφεύγουσας. Η προσφεύγουσα όμως δεν ενημερώθηκε σχετικώς πριν απότη δημοσίευση του κανονισμού της Επιτροπής και, συνεπώς, στερήθηκε τηςδυνατότητας να υποβάλει σχετικές παρατηρήσεις.

  163. Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα συνεργάστηκε όσο καλύτερα μπορούσε στοπλαίσιο των ελέγχων και της έρευνας. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή θέλησε ναελέγξει τις ποσότητες που πωλούνται στην ιαπωνική αγορά, καθώς και το κόστοςπαρασκευής. Όσον αφορά τις πωλήσεις της στην ιαπωνική αγορά, ηπροσφεύγουσα προσκόμισε, πρώτον, τα στατιστικά στοιχεία σχετικά με τιςαποστολές από το εργοστάσιο, δεύτερον, τα τιμολόγια όλων των πωλήσεών της(δύο εκατομμύρια τετρακόσιες χιλιάδες τιμολόγια), συμπεριλαμβανομένωνεκείνων που αφορούν την ασπαρτάμη, και, τρίτον, τα μηνιαία και περιοδικάτιμολόγια όλων των πωλήσεών της κατά πελάτη, σε μικροφίλμ,συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τις πωλήσεις ασπαρτάμης. Όσοναφορά το κόστος παραγωγής της, προσκόμισε το σύνολο των εγγράφων πουαφορά το κόστος παραγωγής σχετικά με τις δύο περιόδους του φορολογικού έτουςτης Ajico (από της 1ης Οκτωβρίου 1988 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 1989), οι οποίεςκάλυπταν τα τρία τέταρτα της περιόδου έρευνας. Κατά την επί τόπου επιθεώρηση,ήσαν επίσης διαθέσιμα πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με το κόστος παραγωγήςτης κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων μηνών του 1989, χωρίς να γίνεταιωστόσο διάκριση μεταξύ των διαφόρων προϊόντων, δεδομένου ότι δεν είχε τονχρόνο να υπολογίσει ειδικά το κόστος παραγωγής της ασπαρτάμης. Αποτελείωστόσο συνηθισμένη πρακτική, όταν η περίοδος έρευνας και το φορολογικό έτοςτης οικείας επιχειρήσεως δεν συμπίπτουν χρονικά, να καθορίζονται τα αριθμητικάστοιχεία με προβολή από τα διαθέσιμα δεδομένα [κανονισμός (ΕΟΚ) 112/90 τουΣυμβουλίου, της 16ης Ιανουαρίου 1990, για την επιβολή του οριστικού δασμούαντιντάμπινγκ στις εισαγωγές συσκευών αναπαραγωγής του ήχου με σύστημαοπτικής ανάγνωσης με ακτίνες λέιζερ καταγωγής Ιαπωνίας και Δημοκρατίας τηςΚορέας και για την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού (EE L 13, σ. 21)·κανονισμός (ΕΟΚ) 2054/91 της Επιτροπής, της 11ης Ιουλίου 1991, περί επιβολήςπροσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές διυδροστρεπτομυκίνης (ΕΕL 187, σ. 23)· κανονισμός (ΕΟΚ) 729/92 του Συμβουλίου, της 16ης Μαρτίου 1992,για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένου τύπουθερμικού χαρτιού καταγωγής Ιαπωνίας και για την οριστική είσπραξη τουπροσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ (ΕΕ L 81, σ. 1)].

  164. Το καθού και η προσφεύγουσα ζητούν την απόρριψη του λόγου αυτού, φρονώνταςκατ' ουσίαν ότι είναι αλυσιτελής, διότι, στον προσβαλλόμενο κανονισμό, η νομικήβάση για τον προσδιορισμό της κανονικής αξίας δεν είναι το άρθρο 7,παράγραφος 7, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού, που επιτρέπει στα κοινοτικάόργανα να στηρίζονται στα διαθέσιμα στοιχεία σε περίπτωση ανεπαρκούςσυνεργασίας του ενδιαφερόμενου μέρους, αλλά το άρθρο 2, παράγραφος 6, τουίδιου κανονισμού.

    Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

  165. Ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας,καθόσον η προσφεύγουσα δεν είχε τη δυνατότητα να προβάλει την άποψή τηςσχετικά με την εκτίμηση της Επιτροπής ότι είχε ανεπαρκώς συνεργαστεί.

  166. Στον προσβαλλόμενο κανονισμό όμως η κανονική αξία δεν καθορίστηκε κατ'εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 7, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού, πουεπιτρέπει στα κοινοτικά όργανα να στηρίζονται στα διαθέσιμα στοιχεία σεπερίπτωση ανεπαρκούς συνεργασίας του ενδιαφερομένου μέρους, αλλά με βάσητο άρθρο 2, παράγραφος 6, του εν λόγω κανονισμού.

  167. Επομένως, η δυνατότητα της προσφεύγουσας να εκθέσει την άποψή της σχετικάμε την επίδικη εκτίμηση δεν άσκησε καμία επιρροή στον προσβαλλόμενοκανονισμό. Συνεπώς, ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα κοινοτικά όργανα στέρησαντην προσφεύγουσα από τη δυνατότητα αυτή, ζήτημα το οποίο δεν είναιαπαραίτητο να κριθεί, η συμπεριφορά αυτή ουδόλως μετέβαλε τα συμπεράσματατου Συμβουλίου, όπως περιέχονται στον προσβαλλόμενο κανονισμό.

  168. Επομένως, ο λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Επί του λόγου ακυρώσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 6, του βασικούκανονισμού

    Επιχειρήματα των διαδίκων

  169. Η προσφεύγουσα Ajico υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 6,του βασικού κανονισμού και της GATT, τα κοινοτικά όργανα πρέπει νακαθορίζουν την κανονική αξία βάσει μια συγκρίσιμης τιμής.

  170. Εν προκειμένω, η τιμή πωλήσεως της ασπαρτάμης στις Ηνωμένες Πολιτείες δενήταν συγκρίσιμη, λόγω του διπλώματος ευρεσιτεχνίας του οποίου είναι κάτοχοςη NSC στην αγορά αυτή. Επιπλέον, δεδομένου ότι το δίπλωμα ευρεσιτεχνίαςαπαγόρευε στην προσφεύγουσα να πωλεί ασπαρτάμη σε τρίτους στις ΗνωμένεςΠολιτείες, οι τιμές που χρησιμοποιούσε δεν μπορούσαν να επηρεάσουν τις τιμέςτης NSC στην ίδια χώρα ούτε να επηρεαστούν από αυτές, αλλά αποτελούσαν τησυνισταμένη των δυνάμεων της ιαπωνικής αγοράς. Δεν είναι συνεπώς λογικό ναεπωμίζεται η προσφεύγουσα τις συνέπειες της ιδιαίτερης οικονομικής και νομικήςκαταστάσεως στις Ηνωμένες Πολιτείες.

  171. Δεδομένου ότι η καταβλητέα τιμή στην αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών δεν ήτανσυγκρίσιμη, έπρεπε να καθοριστεί η κανονική αξία βάσει της τιμής στη χώρακαταγωγής.

  172. Η λύση αυτή ήταν η επιβεβλημένη, τόσο μάλλον που η ασπαρτάμη πουαποστελλόταν από την Ιαπωνία απλώς διαμετακομιζόταν μέσω των ΗνωμένωνΠολιτειών. Η έννοια της διαμετακομίσεως, που αναφέρεται στο άρθρο 2,παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού, καλύπτει τις περιπτώσεις κατά τις οποίεςοι αποστολές προς μια ενδιάμεση χώρα δεν ασκούν καμία επιρροή στις συνθήκεςτης αγοράς της ενδιάμεσης χώρας, ούτε υφίστανται την επιρροή των συνθηκώναυτών.

  173. Αυτό ακριβώς όμως συνέβαινε εν προκειμένω, καθόσον η αποστελλόμενη από τηνΙαπωνία ασπαρτάμη δεν προοριζόταν για μεταπώληση στις Ηνωμένες Πολιτείες,αλλ' αποκλειστικά για να παράσχει τη δυνατότητα στην NSC να τύχει τηςαμερικανικής νομοθεσίας σχετικά με την επιστροφή των εισαγωγικών δασμών.Ούτε όμως η συμμετοχή της προσφεύγουσας στο κεφάλαιο της κοινήςεπιχειρήσεως NSAG της παρείχε τη δυνατότητα να ασκήσει επιρροή στις τιμές,δεδομένου ότι υφίστατο το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας που κάλυπτε την αμερικανικήαγορά. Η ασπαρτάμη που πωλήθηκε από την προσφεύγουσα στην NSC με σκοπότη μεταπώληση στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχει καμία σχέση με τις αποστολέςασπαρτάμης με προορισμό τη μεταπώληση εντός της Κοινότητας. Οι αποστολέςαυτές όχι μόνο καταχωρίστηκαν χωριστά, αλλά τιμολογήθηκαν επίσης μεδιαφορετική τιμή. Η Ajico διατήρησε τον έλεγχο επί των αποστολών αυτών μετάτην παράδοσή τους στην NSC, διότι αυτή είχε συμβατική υποχρέωση να τιςμεταπωλήσει αμέσως στην Deutsche Ajinomoto GmbH, εμπορική επιχείρησηθυγατρική της προσφεύγουσας στην Ευρώπη, η οποία όφειλε κατόπιν να τιςμεταβιβάσει στην NSAG. Τέλος, μολονότι αληθεύει ότι ποσότητα ασπαρτάμηςκαταγωγής Ιαπωνίας συσκευάστηκε εκ νέου σε μεγαλύτερα δοχεία ήμετασχηματίστηκε σε κόκκους για να διευκολυνθεί η διακίνηση, αυτό δεν αφοράπαρά ένα πολύ μικρό ποσοστό της αποσταλείσας ασπαρτάμης, ήτοι αντιστοίχως1,4 και 7 %. Επιπλέον, η πρακτική αυτή περιορίστηκε στην περίοδο μεταξύΝοεμβρίου 1988 και Δεκεμβρίου 1989, η οποία αντιστοιχεί σχεδόν ακριβώς στηνπερίοδο έρευνας, και μόνο για να ικανοποιήσει αιτήματα πελατών της Κοινότητας,που διατυπώθηκαν μετά την αναχώρηση των φορτίων από την Ιαπωνία.

  174. Ωστόσο, δεδομένου, αφενός, ότι το μέγεθος των πωλήσεων στην αγορά της χώραςκαταγωγής δεν έφθανε το 5 % των πωλήσεων που πραγματοποιούνταν στηνκοινοτική αγορά και, αφετέρου, ότι το άρθρο 2, παράγραφος 6, του βασικούκανονισμού δεν αποκλείει την κατασκευή της κανονικής αξίας κατ' εφαρμογήντου άρθρου 2, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού, η αξία αυτή θα έπρεπε νακατασκευαστεί με βάση το κόστος παρασκευής της προσφεύγουσας προσαυξημένοκατά ένα εύλογο κέρδος. Όπως εκτέθηκε στο πλαίσιο του προηγουμένου λόγουακυρώσεως, η Επιτροπή ήταν σε θέση να εξακριβώσει το κόστος παρασκευής τηςπροσφεύγουσας.

  175. Κατά το καθού και την παρεμβαίνουσα, δεν πληρούνταν εν προκειμένω οιπροϋποθέσεις για να καθοριστεί η κανονική αξία βάσει της συγκρίσιμης πράγματικαταβληθείσας ή καταβλητέας τιμής στη χώρα καταγωγής (εν προκειμένω στηνΙαπωνία), κατ' εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού,ιδίως διότι η ασπαρτάμη δεν είχε απλώς διαμετακομιστεί μέσω της χώραςεξαγωγής (εν προκειμένω των Ηνωμένων Πολιτειών) κατά τη διάρκεια τηςπεριόδου έρευνας. Το καθού προσθέτει ότι, αντιθέτως, πληρούνταν οιπροϋποθέσεις προς καθορισμό της κανονικής αξίας βάσει της πράγματικαταβληθείσας ή καταβλητέας τιμής στη χώρα εξαγωγής, διότι η τιμή αυτή ήτανσυγκρίσιμη. Κατά συνέπεια, το καθού και η παρεμβαίνουσα, ζητούν την απόρριψητου λόγου ακυρώσεως.

    Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

  176. Το άρθρο 2, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού ορίζει τα εξής:

    «Όταν ένα προϊόν δεν εισάγεται αμέσως από τη χώρα καταγωγής αλλά εξάγεταιπρος την Κοινότητα από μία ενδιάμεση χώρα, η κανονική αξία είναι η συγκρίσιμηπληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή του ομοειδούς προϊόντος στην εσωτερική αγορά είτετης χώρας εξαγωγής είτε της χώρας καταγωγής. Η τελευταία αυτή βάση μπορείνα είναι η κατάλληλη, μεταξύ άλλων, αν το προϊόν διαμετακομίζεται μέσω τηςχώρας εξαγωγής ή αν τέτοια προϊόντα δεν κατασκευάζονται στη χώρα εξαγωγήςή αν δεν υπάρχει συγκρίσιμη τιμή για τα προϊόντα αυτά στη χώρα εξαγωγής.»

  177. Δεν αμφισβητείται ότι η ασπαρτάμη που πωλήθηκε από την προσφεύγουσα Ajicoδεν είχε εισαχθεί στην Κοινότητα απευθείας από τη χώρα καταγωγής (τηνΙαπωνία), αλλά από μια ενδιάμεση χώρα (τις Ηνωμένες Πολιτείες).

  178. Στην περίπτωση αυτή, το άρθρο 2, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμούπαρέχει στα κοινοτικά όργανα ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως για να λαμβάνουνυπόψη είτε την καταβληθείσα ή καταβλητέα τιμή στην αγορά της χώρας εξαγωγήςείτε την καταβληθείσα ή καταβλητέα τιμή στην αγορά της χώρας καταγωγής,εφόσον η τιμή που λαμβάνεται υπόψη είναι συγκρίσιμη.

  179. Εν προκειμένω, τα κοινοτικά όργανα καθόρισαν την κανονική αξία βάσει τηςκαταβληθείσας ή καταβλητέας τιμής στην εσωτερική αγορά της χώρας εξαγωγής(την αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών).

  180. Η προσφεύγουσα, περιοριζόμενη να υποστηρίξει ότι η τιμή αυτή δεν μπορούσενα ληφθεί υπόψη για τον λόγο ότι στη σχετική αγορά υφίστατο δίπλωμαευρεσιτεχνίας για το σχετικό προϊόν, δεν απέδειξε ότι η εν λόγω τιμή δεν ήτανσυγκρίσιμη (βλ. σκέψεις 126 έως 129 ανωτέρω).

  181. Επιπλέον, δεν πληρούνταν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις βάσει των οποίων θαμπορούσαν τα κοινοτικά όργανα να λάβουν υπόψη τις τιμές της χώρας καταγωγής(εν προκειμένω της Ιαπωνίας). Συγκεκριμένα, η ιαπωνική ασπαρτάμη δενδιαμετακομίστηκε απλώς μέσω των Ηνωμένων Πολιτειών, διότι, αφενός,πωλήθηκε πράγματι σε έναν Αμερικανό επιχειρηματία και, αφετέρου, υπέστη ενμέρει μετασχηματισμό και συσκευάστηκε εκ νέου.

  182. Επομένως, καλώς τα κοινοτικά όργανα καθόρισαν την κανονική αξία βάσει τηςκαταβληθείσας ή καταβλητέας τιμής στην αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών.

  183. Κατά συνέπεια, ο παρών λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    IV — Λόγοι ακυρώσεως που προβλήθηκαν μόνο στην υπόθεση T-160/94

    Επί του λόγου που αφορά παράβαση ουσιωδών διαδικαστικών κανόνων και του άρθρου190 της Συνθήκης

    Επιχειρήματα των διαδίκων

  184. Η προσφεύγουσα NSC προσάπτει στο καθού ότι περιορίστηκε, με τον κανονισμότου, να παρατηρήσει ότι η Επιτροπή είχε απορρίψει τις αναλήψεις υποχρεώσεωνπου προέτεινε η προσφεύγουσα, χωρίς να αναφέρει τους λόγους της δικής τουαποφάσεως να απορρίψει αυτές τις αναλήψεις υποχρεώσεων. Από τον συνδυασμόόμως των αποφάσεων του Δικαστηρίου, αφενός, της 7ης Μαΐου 1987, NTN ToyoBearing κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Nachi Fujikoschi κατά Συμβουλίου,παρατεθείσα ανωτέρω στη σκέψη 130, και 256/84, Koyo Seiko κατά Συμβουλίου(Συλλογή 1987, σ. 1899), και, αφετέρου, της 14ης Μαρτίου 1990, C-156/87,Gestetner Holdings κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 1990, σ. I-781),προκύπτει ότι η τελική απόφαση περί απορρίψεως μιας προτάσεως αναλήψεωςυποχρεώσεων, η οποία επηρεάζει σημαντικά τα συμφέροντα της προσφεύγουσας,είναι της αρμοδιότητας του Συμβουλίου. Το καθού έπρεπε να αιτιολογήσει τηναπόφασή του επί του σημείου αυτού, για να παράσχει τη δυνατότητα στονκοινοτικό δικαστή να ασκήσει τον έλεγχό του. Παραλείποντας τη σχετικήαιτιολόγηση, το καθού προσέβαλε τα θεμελιώδη δικαιώματα άμυνας.

  185. Επιπλέον, το καθού δεν απάντησε ούτε στα επιχειρήματα που ανέπτυξε ηπροσφεύγουσα με το έγγραφό της της 15ης Μαΐου 1991, προκειμένου νααμφισβητήσει τους λόγους που προέβαλε η Επιτροπή για να απορρίψει τιςαναλήψεις υποχρεώσεων. Ως εκ τούτου παρέβη το άρθρο 190 της Συνθήκης καιπροσέβαλε τα θεμελιώδη δικαιώματα άμυνας. Κατά συνέπεια, τα άρθρα 1 και 2του επίδικου κανονισμού πρέπει να ακυρωθούν.

  186. Το καθού και η παρεμβαίνουσα ζητούν την απόρριψη του λόγου αυτού, διότι ηπροσφεύγουσα είχε λάβει έκθεση στην οποία διευκρινίζονταν επαρκώς κατά νόμοοι λόγοι της απορρίψεως της αναλήψεως υποχρεώσεων.

    Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

  187. Το σημείο 49 των αιτιολογικών σκέψεων του προσβαλλομένου κανονισμούαναφέρει τα εξής:

    «(...) Μετά από διαβουλεύσεις, η Επιτροπή δεν έκρινε τις προσφορές αυτέςαποδεκτές. Η Επιτροπή γνωστοποίησε στους παραγωγούς/εξαγωγείς τους λόγουςτης απόφασης αυτής.»

  188. Η παραπομπή αυτή στους λόγους που ανέφερε η Επιτροπή έχει την έννοια ότι τοκαθού ενστερνίστηκε τους λόγους αυτούς.

  189. Οι λόγοι αυτοί όμως γνωστοποιήθηκαν στην προσφεύγουσα με έγγραφο τηςΕπιτροπής της 7ης Μαΐου 1991 (βλ. ανωτέρω σκέψη 33). Από το έγγραφο αυτόπροκύπτει κατ' ουσίαν ότι οι προταθείσες αναλήψεις υποχρεώσεων ήσαναπαράδεκτες, λόγω των περιορισμών του ανταγωνισμού που θα προκαλούσανστην πολύ ολιγοπωλιακή αγορά της ασπαρτάμης. Το έγγραφο διευκρινίζει επίσηςότι οι εν λόγω αναλήψεις υποχρεώσεων θα είχαν αναγκάσει τον ένα από τουςκύριους παραγωγούς να καθορίσει τις τιμές τους κατά τρόπο προβλέψιμο για τονάλλο παραγωγό.

  190. Από αυτούς τους λεπτομερείς λόγους προκύπτει, κατά τρόπο σαφή και μηδιφορούμενο, η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής και παρέχεται η δυνατότηταστο Πρωτοδικείο να ασκήσει τον έλεγχό του. Επιπλέον, από το έγγραφο τηςπροσφεύγουσας της 15ης Μαΐου 1991 προκύπτει ότι αυτή πράγματι κατανόησετους λόγους της απορρίψεως των προτάσεων αναλήψεως υποχρεώσεων,δεδομένου ότι τους αμφισβήτησε (βλ. ανωτέρω σκέψη 34). Κατά συνέπεια, πρέπεινα θεωρηθεί ότι αιτιολογήθηκε επαρκώς η απόρριψη των προταθεισώναναλήψεων υποχρεώσεων (βλ. τη νομολογία που παρατέθηκε ανωτέρω στησκέψη 130).

  191. Εν πάση περιπτώσει, το καθού μπορούσε να περιοριστεί να αναφερθεί στηνεκτίμηση της Επιτροπής, εφόσον η αποδοχή των προτάσεων αναλήψεωςυποχρεώσεων εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής (διάταξηMiwon κατά Επιτροπής, παρατεθείσα ανωτέρω στη σκέψη 87, σκέψη 27).

  192. Κατά συνέπεια, ο λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Επί του λόγου που αφορά προσβολή των δικαιωμάτων που απορρέουν από το δίπλωμαευρεσιτεχνίας το οποίο κατείχε η προσφεύγουσα στις Ηνωμένες Πολιτείες

    Επιχειρήματα των διαδίκων

  193. Η προσφεύγουσα NSC υποστηρίζει ότι τα κοινοτικά όργανα, καθορίζοντας τηνκανονική αξία βάσει των τιμών που ίσχυαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, τηνανάγκασαν εμμέσως να παραιτηθεί από τη δυνατότητα που είχε ναμεγιστοποιήσει τις τιμές της στην αγορά της χώρας αυτής. Ως εκ τούτου, τακοινοτικά όργανα της αφαίρεσαν παράνομα και χωρίς αποζημίωση τα δικαιώματαπου αντλούσε από το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας της. Οι γενικές αρχές όμως τουκοινοτικού δικαίου εξαρτούν κάθε απαλλοτρίωση από αποζημίωση (προτάσεις τουγενικού εισαγγελέα F. Capotorti στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε ηαπόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 1979, 44/79, Hauer, Συλλογήτόμος 1979/ΙΙ, σ. 749, 764, 773, σημείο 7).

  194. Επικουρικώς, ακόμη και αν η απόφαση των κοινοτικών οργάνων δενισοδυναμούσε με τέτοια απαλλοτρίωση, έθιξε εν πάση περιπτώσει δυσανάλογατην ελεύθερη άσκηση των εκ του διπλώματος ευρεσιτεχνίας δικαιωμάτων τηςπροσφεύγουσας. Τα κοινοτικά όργανα μπορούσαν να στηριχθούν σε τιμέςεξαγωγής προς τρίτες χώρες ή ακόμη, όπως πρότεινε η προσφεύγουσα, στηνκατασκευασθείσα αξία. Η εφαρμογή των μεθόδων αυτών θα συνεπαγότανλιγότερα εμπόδια όσον αφορά τη δυνατότητα της προσφεύγουσας να τύχειπριμοδοτήσεως στην αμερικανική αγορά λόγω του διπλώματος ευρεσιτεχνίας.

  195. Το καθού απορρίπτει την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας, τονίζοντας κατ'ουσίαν ότι, εν προκειμένω, ήταν υποχρεωμένο να καθορίσει την κανονική αξίαβάσει της καταβληθείσας ή καταβλητέας τιμής στην αγορά των ΗνωμένωνΠολιτειών. Η παρεμβαίνουσα φρονεί ότι, αν με τον λόγο ακυρώσεως επιχειρείταινα αναγνωριστεί ότι τα κοινοτικά όργανα προσέβαλαν τα δικαιώματαβιομηχανικής ιδιοκτησίας που η προσφεύγουσα αντλούσε από τη νομοθεσία τωνΗνωμένων Πολιτειών ή ότι τα αφαίρεσαν παράνομα, το Πρωτοδικείο είναιαναρμόδιο. Αμφότεροι ζητούν την απόρριψη του λόγου αυτού.

    Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

  196. Η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι εμποδίστηκε να ασκήσει τα δικαιώματα πουαντλούσε από το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας της. Συγκεκριμένα, περιορίστηκε ναυποστηρίξει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός την εμπόδιζε να μεγιστοποιήσειτις τιμές της στην αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι ταδικαιώματα που αντλούσε από το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας της στις ΗνωμένεςΠολιτείες περιελάμβαναν το δικαίωμα μεγιστοποιήσεως των τιμών της στην αγοράτης χώρας αυτής, ο ισχυρισμός αυτός δεν στηρίζεται στα πραγματικά περιστατικά.Συγκεκριμένα, κανένα από τα επίδικα μέτρα αντιντάμπινγκ δεν περιόρισε τιςδυνατότητες της NSC να χρησιμοποιεί τις τιμές που επιθυμεί στην αγορά αυτή.

  197. Επομένως, ο λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Επί των δικαστικών εξόδων

  198. Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείςδιάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα.Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν και το καθού ζήτησε νακαταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, πρέπει να καταδικαστούν οι προσφεύγουσεςστα δικαστικά έξοδα, τόσο τα δικά τους όσο και του καθού. Το άρθρο 87,παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει ότι τα όργανα πουπαρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Πρέπει επομένως νααποφασιστεί ότι η παρεμβαίνουσα θα φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πέμπτο πενταμελές τμήμα)



    αποφασίζει:

    1. Απορρίπτει την προσφυγή.

    2. Οι προσφεύγουσες θα φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα, καθώς και ταέξοδα του Συμβουλίου.

    3. Η Επιτροπή θα φέρει τα δικαστικά της έξοδα.



García-ValdecasasTiili
Azizi

Moura Ramos

Jaeger

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 18Δεκεμβρίου 1997.

Ο Γραμματέας

Ο Πρόεδρος

H. Jung

J. Azizi

Περιεχόμενα
Το ιστορικό της διαφοράς και η διαδικασία

II - 2

    Το προϊόν

II - 2

    Οι πρωταγωνιστές και η αγορά

II - 3

    Η διοικητική διαδικασία

II - 3

    Οι επίμαχοι κανονισμοί αντιντάμπινγκ

II - 9

        1. Γενικά

II - 9

        2. Κανονισμός της Επιτροπής

II - 10

        3. Κανονισμός του Συμβουλίου

II - 10

    Η ένδικη διαδικασία

II - 11

Αιτήματα των διαδίκων

II - 12

Επί της ουσίας

II - 13

    I — Συνθετική έκθεση των προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως

II - 13

    II — Λόγοι ακυρώσεως κοινοί στις δύο υποθέσεις

II - 14

        Επί των λόγων που αφορούν παράβαση ουσιωδών τύπων, καθώς και τωνάρθρων 7, παράγραφος 4, στοιχεία α΄ και β΄, και 8, παράγραφος 4, τουβασικού κανονισμού

II - 14

            A — Επιχειρήματα των διαδίκων

II - 14

            B — Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

II - 19

                1. Επί των ιδιομορφιών της σχετικής αγοράς και των συνεπειών τους

II - 20

                2. Επί της προβαλλομένης ανεπάρκειας των παρασχεθέντων στοιχείωνπριν από την επιβολή οριστικών δασμών

II - 21

                3. Επί της προβαλλομένης ανεπάρκειας των παρασχεθέντων (από τηνHSC) πληροφοριακών στοιχείων, από την άποψη του άρθρου 7,παράγραφος 4, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού

II - 22

                4. Επί της προβαλλομένης ανεπάρκειας των παρασχεθέντωνπληροφοριακών στοιχείων, από την άποψη του άρθρου 7,παράγραφος 4, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού

II - 23

                α) Προϋποθέσεις τις οποίες πρέπει να πληρούν οι αιτήσεις παροχήςπληροφοριών

II - 23

                i) Γενικές αιτήσεις παροχής πληροφοριών

II - 23

                ii) Αιτήσεις παροχής πληροφοριών επί ειδικών σημείων

II - 23

                Αιτιάσεις σχετικές με τις αιτήσεις παροχής πληροφοριών πουυποβλήθηκαν με έγγραφο της 14ης Δεκεμβρίου 1990

II - 23

                — Συντελεστής χρησιμοποιήσεως των παραγωγικών ικανοτήτων (βλ.ανωτέρω σκέψη 65, πρώτη περίπτωση)

II - 24

                — Η περίοδος που έγινε δεκτή για να επιτευχθεί η χρηματοοικονομικήισορροπία και να πραγματοποιηθεί ένα περιθώριο κέρδους 8 %(βλ. ανωτέρω σκέψη 65, δεύτερη περίπτωση)

II - 25

                — Συνεκτίμηση των καταβληθεισών στον κοινοτικό παραγωγόεπιδοτήσεων και συμβατό τους προς τη Συνθήκη (βλ. ανωτέρωσκέψη 65, τρίτη περίπτωση)

II - 25

                — Ποσοστό των γενικών εξόδων που περιλαμβάνονται στην τιμήαναφοράς και που καταβλήθηκαν στη συνδεόμενη εταιρία DSM(βλ. ανωτέρω σκέψη 66, έκτη περίπτωση)

II - 25

                — Οι προσπάθειες προαγωγής τις οποίες κατέβαλε η NSAG (βλ.ανωτέρω σκέψη 66, πέμπτη περίπτωση)

II - 26

                Οι αιτιάσεις σχετικά με άλλα ειδικά σημεία

II - 26

                — Λεπτομερής σύνθεση της τιμής αναφοράς

II - 26

                — Συνεκτίμηση στην τιμή αναφοράς ορισμένων μορφών κόστουςεκκινήσεως της δραστηριότητας του κοινοτικού παραγωγού καιαπόσβεση (βλ. ανωτέρω σκέψη 65, τέταρτη και πέμπτηπερίπτωση)

II - 28

                — Πρώτες ύλες αγορασθείσες από συνδεόμενες επιχειρήσεις (βλ.ανωτέρω σκέψη 66, τέταρτη περίπτωση)

II - 29

                γ) Συμπέρασμα

II - 29

        Επί του λόγου που αφορά παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 3, του βασικούκανονισμού

II - 29

            Επιχειρήματα των διαδίκων

II - 29

            Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

II - 30

        Επί των λόγων που αφορούν παράβαση της Συνθήκης και των άρθρων 2,παράγραφος 1, 4 και 13 του βασικού κανονισμού και εσφαλμένουπολογισμό του δασμού αντιντάμπινγκ

II - 32

            Επιχειρήματα των διαδίκων

II - 32

            Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

II - 35

    III — Λόγοι ακυρώσεως που προβλήθηκαν μόνο στην υπόθεση T-159/94

II - 38

        Επί του λόγου που αφορά παράβαση ουσιωδών τύπων και του άρθρου 190 τηςΣυνθήκης

II - 38

            Επιχειρήματα των διαδίκων

II - 38

            Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

II - 40

        Επί του λόγου ακυρώσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος6, του βασικού κανονισμού

II - 40

            Επιχειρήματα των διαδίκων

II - 40

            Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

II - 42

    IV — Λόγοι ακυρώσεως που προβλήθηκαν μόνο στην υπόθεση T-160/94

II - 43

        Επί του λόγου που αφορά παράβαση ουσιωδών διαδικαστικών κανόνων και τουάρθρου 190 της Συνθήκης

II - 43

            Επιχειρήματα των διαδίκων

II - 43

            Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

II - 44

        Επί του λόγου που αφορά προσβολή των δικαιωμάτων που απορρέουν από τοδίπλωμα ευρεσιτεχνίας το οποίο κατείχε η προσφεύγουσα στις ΗνωμένεςΠολιτείες

II - 44

            Επιχειρήματα των διαδίκων

II - 44

            Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

II - 45

Επί των δικαστικών εξόδων

II - 45


1: Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

Συλλογή