Language of document : ECLI:EU:F:2010:121

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 30ής Σεπτεμβρίου 2010

Υπόθεση F-43/09

Carlo van Heuckelom

κατά

Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (Ευρωπόλ)

«Υπαλληλική υπόθεση — Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως του προσωπικού της Ευρωπόλ — Άρθρο 29 — Μισθολογική προαγωγή βάσει των εκθέσεων αξιολογήσεως — Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας της αποφάσεως περί καθορισμού της σχετικής με τους βαθμούς και τα κλιμάκια πολιτικής — Αρμοδιότητες του διευθυντή και του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπόλ — Εξουσία εκτιμήσεως του διευθυντή της Ευρωπόλ — Όρια»

Αντικείμενο:      Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 40, παράγραφος 3, της συμβάσεως για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας δυνάμει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση της 26ης Ιουλίου 1995 (σύμβαση Ευρωπόλ) και του άρθρου 93, παράγραφος 1, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως του προσωπικού της Ευρωπόλ, με την οποία ο C. van Heuckelom ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως του διευθυντή της Ευρωπόλ, της 14ης Ιουλίου 2008, περί μισθολογικής προαγωγής του κατά ένα μόνο κλιμάκιο από 1ης Απριλίου 2008, καθώς και την ακύρωση της αποφάσεως της 19ης Ιανουαρίου 2009, περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεώς του κατά της ως άνω διοικητικής αποφάσεως.

Απόφαση:       Απορρίπτει την προσφυγή. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

1.      Προσφυγή ακυρώσεως — Έννομο συμφέρον — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα

(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ)

2.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Προηγούμενη διοικητική ένσταση — Συμφωνία διοικητικής ενστάσεως και προσφυγής — Ταυτότητα αντικειμένου και αιτίας — Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας σχετιζόμενη με άλλη νομική αιτία σε σχέση με αυτή για την οποία υποβλήθηκε η διοικητική ένσταση — Παραδεκτό

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

3.      Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπόλ — Προαγωγή κατά κλιμάκιο ανά διετία

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως του προσωπικού της Ευρωπόλ, άρθρα 28 και 29)

4.      Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπόλ — Προαγωγή κατά κλιμάκιο ανά διετία

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως του προσωπικού της Ευρωπόλ, άρθρο 29)

1.      Η ασκούμενη από φυσικό ή νομικό πρόσωπο προσφυγή ακυρώσεως είναι παραδεκτή μόνο στον βαθμό που ο προσφεύγων αντλεί συμφέρον από την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως. Ένα τέτοιο συμφέρον προϋποθέτει ότι η ακύρωση της πράξεως είναι ικανή, αφ’ εαυτής, να παραγάγει έννομες συνέπειες, ή, με άλλη διατύπωση, ότι η προσφυγή μπορεί, εκ του αποτελέσματός της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε.

(βλ. σκέψη 31)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 24 Ιουνίου 1986, 53/85, AKZO Chemie και AKZO Chemie UK κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 1965, σκέψη 21

ΓΔΕΕ: 14 Σεπτεμβρίου 1995, T‑480/93 και T‑483/93, Antillean Rice Mills κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑2305, σκέψεις 59 και 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 20 Ιουνίου 2001, T‑188/99, Euroalliages κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑1757, σκέψη 26· 28 Σεπτεμβρίου 2004, T‑310/00, MCI κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑3253, σκέψη 44

2.      Ο κανόνας περί συμφωνίας διοικητικής ενστάσεως και προσφυγής επιτάσσει, κατ’ ουσίαν, να υπάρχει ταυτότητα αντικειμένου και αιτίας της διοικητικής ενστάσεως και της προσφυγής. Η απαίτηση αυτή πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο διασταλτικό. Επομένως, ο εν λόγω κανόνας μπορεί να εφαρμόζεται μόνο σε περίπτωση που η προσφυγή τροποποιεί το αντικείμενο της διοικητικής ενστάσεως ή την αιτία για την οποία ασκείται, η δε έννοια της «αιτίας» πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο ελαστικό. Βάσει της ερμηνείας αυτής, και δεδομένου ότι πρόκειται για ακυρωτικά αιτήματα, πρέπει να νοείται ως «αιτία της διαφοράς» η αμφισβήτηση από τον προσφεύγοντα της εσωτερικής νομιμότητας της προσβαλλομένης πράξεως ή, εναλλακτικώς, η αμφισβήτηση της εξωτερικής νομιμότητάς της.

Όσον αφορά τις ενστάσεις ελλείψεως νομιμότητας, ακόμη και όταν αφορούν άλλη νομική αιτία από αυτή της διοικητικής ενστάσεως, το απαράδεκτο της προσβολής τους λόγω μη τηρήσεως του κανόνα της ταυτότητας του αντικειμένου διοικητικής προσφυγής και ενστάσεως θα διαρρήγνυε την ισορροπία μεταξύ της διαφυλάξεως των δικονομικών δικαιωμάτων του υπαλλήλου και του σκοπού της προ της ασκήσεως της προσφυγής διοικητικής διαδικασίας και θα συνιστούσε δυσανάλογη και αδικαιολόγητη κύρωση εις βάρος του υπαλλήλου. Πράγματι, λόγω της ουσιαστικά νομικής φύσεως της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας, καθώς και της συλλογιστικής που παρωθεί τον ενδιαφερόμενο να αναζητήσει και να προβάλει μια τέτοια ένσταση, δεν μπορεί να απαιτείται από τον υπάλληλο ή το μέλος του λοιπού προσωπικού που ασκεί τη διοικητική ένσταση, και που δεν διαθέτει κατ’ ανάγκην τις εξειδικευμένες νομικές γνώσεις, να διατυπώνει μια τέτοια ένσταση κατά το προ της ασκήσεως της προσφυγής στάδιο, και δη επί ποινή απαραδέκτου στη συνέχεια. Τούτο δε κατά μείζονα λόγο αφού η προβολή της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας κατά το προ της προσφυγής στάδιο πολύ σπάνια μπορεί να οδηγήσει στη δικαίωση του ασκήσαντος τη διοικητική ένσταση κατά το στάδιο αυτό, διότι είναι απίθανο η διοίκηση να επιλέξει να απόσχει από την εφαρμογή μιας ισχύουσας διατάξεως, η οποία ενδεχομένως παραβιάζει κάποιον κανόνα υπέρτερης τυπικής ισχύος, με μόνο σκοπό να καταστεί δυνατή η εξωδικαστική επίλυση της διαφοράς.

(βλ. σκέψεις 43 και 44)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 1 Ιουλίου 2010, F‑45/07, Mandt κατά Κοινοβουλίου, σκέψεις 109, 115 και 119 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία και σκέψη 121

3.      Το ισχύον στην Ευρωπόλ σύστημα καθορισμού των βαθμών και των κλιμακίων προβλέπει δύο διακριτές διαδικασίες: αφενός, τη βαθμολόγηση, η οποία διέπεται από το άρθρο 28 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως του προσωπικού της Ευρωπόλ και εμπίπτει στην αρμοδιότητα του βαθμολογητή, και, αφετέρου, η μισθολογική προαγωγή με κλιμάκιο, που διέπεται από το άρθρο 29 του εν λόγω Κανονισμού και εμπίπτει στην αρμοδιότητα του διευθυντή της Ευρωπόλ.

Κατά το άρθρο 29, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως του προσωπικού της Ευρωπόλ, οι αποφάσεις του διευθυντή της Ευρωπόλ σχετικά με τις ετήσιες μισθολογικές προαγωγές του προσωπικού της Ευρωπόλ λαμβάνονται βάσει μιας «αξιολογήσεως», στο πλαίσιο της οποίας συνεκτιμάται η απόδοση εκάστου υπαλλήλου. Επομένως, το άρθρο 29, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως του προσωπικού της Ευρωπόλ, εφόσον ορίζει ότι «οι λεπτομέρειες της διαδικασίας αξιολογήσεως καθορίζονται από το διοικητικό συμβούλιο», παραπέμπει στη διαδικασία βάσει της οποίας αξιολογούνται και βαθμολογούνται οι επιδόσεις των υπαλλήλων της Ευρωπόλ. Κατά συνέπεια, το διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπόλ δεν υποχρεούται να καθορίζει τις λεπτομέρειες της διαδικασίας της μισθολογικής προαγωγής.

(βλ. σκέψεις 48 έως 50)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 22 Μαρτίου 2006, T‑209/02 και T‑210/04, Mausolf κατά Ευρωπόλ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑79 και II‑A‑2‑335, σκέψη 37

4.      Κατά το άρθρο 29 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως του προσωπικού της Ευρωπόλ, ο διευθυντής δύναται, βάσει αξιολογήσεως, να χορηγεί δύο το πολύ κλιμάκια ανά διετία, λαμβάνοντας υπόψη την επίδοση του υπαλλήλου. Για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο διευθυντής της Ευρωπόλ διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, όπως αυτή που διαθέτει η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κατά την εφαρμογή άρθρου 45 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως του προσωπικού της Ευρωπόλ.

Με το άρθρο 5, παράγραφος 1, της αποφάσεως του διευθυντή περί της πολιτικής καθορισμού των βαθμών και των κλιμακίων του προσωπικού της Ευρωπόλ καθορίζονται τα κριτήρια χορηγήσεως κλιμακίου. Βάσει των δύο τελευταίων ετήσιων αξιολογήσεων, ο διευθυντής χορηγεί δύο κλιμάκια στους υπαλλήλους που παγίως ή συχνά υπερβαίνουν τις αναμενόμενες επιδόσεις, δεν χορηγεί κλιμάκιο σε εκείνους που εν μέρει ή εξ ολοκλήρου δεν επιτυγχάνουν τις αναμενόμενες επιδόσεις και χορηγεί ένα κλιμάκιο σε όλους τους υπόλοιπους υπαλλήλους.

Από το εν λόγω άρθρο 5, παράγραφος 1, προκύπτει ότι ο διευθυντής χορηγεί δύο κλιμάκια μόνο σε περίπτωση που ο υπάλληλος έχει ιδιαίτερα εξαιρετικές επιδόσεις, χωρίς να αρκείται στην επίτευξη των αναμενομένων, καθ’ όλη τη διετία αναφοράς. Τα κριτήρια αυτά, τα οποία είναι βεβαίως ιδιαίτερα αυστηρά, επιβραβεύουν τη διάρκεια της προσπάθειας. Πρέπει να γίνει δεκτό ότι η πολιτική της παρακινήσεως των υπαλλήλων να εντείνουν τις προσπάθειές τους υπερβάσεως των αναμενομένων επιδόσεων, πολιτική την οποία καθόρισε ο διευθυντής της Ευρωπόλ στο πλαίσιο της εξουσίας εκτιμήσεως που αντλεί από το άρθρο 29 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως του προσωπικού της Ευρωπόλ, είναι προς το συμφέρον της υπηρεσίας.

Εφόσον ο διευθυντής δεν διαθέτει εξουσία εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή του άρθρου 5, παράγραφος 1, της προαναφερθείσας αποφάσεως, αλλά πρέπει να τηρεί αυστηρά τα κριτήρια της εν λόγω διατάξεως, ο δια των κριτηρίων αυτών περιορισμό της εξουσίας του όσον αφορά τις μισθολογικές προαγωγές του παρέχει τη δυνατότητα να μεριμνά ώστε οι υποψηφιότητες να εξετάζονται με επιμέλεια, αντικειμενικότητα και τηρουμένης της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

(βλ. σκέψεις 59 και 61 έως 63)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: Mausolf κατά Ευρωπόλ, προπαρατεθείσα, σκέψη 67