Language of document : ECLI:EU:C:2014:278

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 30ής Απριλίου 2014 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική ασφάλιση – Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας – Κανονισμός (ΕΟΚ) 574/72 – Άρθρο 107, παράγραφοι 1 και 6 – Κανονισμός (ΕΚ) 987/2009 – Άρθρο 90 – Διακινούμενοι εργαζόμενοι – Μετατροπή των νομισμάτων – Συνυπολογισμός των οικογενειακών παροχών που λαμβάνονται στην Ελβετία κατά τον υπολογισμό, από κράτος μέλος, των επιδομάτων για συντηρούμενο τέκνο – Εξισωτικό συμπλήρωμα – Ημερομηνία που λαμβάνεται υπόψη για τη μετατροπή των ελβετικών οικογενειακών παροχών σε ευρώ»

Στην υπόθεση C‑250/13,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Finanzgericht Baden-Württemberg (Γερμανία) με απόφαση της 18ης Απριλίου 2013, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Μαΐου 2013, στο πλαίσιο της δίκης

Birgit Wagener

κατά

Bundesagentur für Arbeit – Familienkasse Villingen-Schwenningen,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Safjan, πρόεδρο τμήματος, J. Malenovský (εισηγητή) και A. Prechal, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η B. Wagener, εκπροσωπούμενη από τον B. Hertrich, Rechtsanwalt,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους F. Schatz και M. Van Hoof,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 107 του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72 του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 138), όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997 L 28, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1386/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουνίου 2001 (ΕΕ L 187, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 574/72), και του άρθρου 90 του κανονισμού (ΕΚ) 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ L 284, σ. 1).

2        Η αίτηση αυτή υπεβλήθη στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της B. Wagener και του Bundesagentur für Arbeit – Familienkasse Villingen-Schwenningen (Ομοσπονδιακός οργανισμός απασχολήσεως – Ταμείο οικογενειακών επιδομάτων του Villingen-Schwenningen, στο εξής: Familienkasse) σχετικά με τη χορήγηση επιδομάτων συντηρούμενου τέκνου στη Γερμανία.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το διεθνές δίκαιο

3        Η Συμφωνία για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου, που υπεγράφη στο Λουξεμβούργο στις 21 Ιουνίου 1999 (ΕΕ 2002, L 114, σ. 6, στο εξής: Συμφωνία για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων), τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουνίου 2002.

4        Το άρθρο 8 της Συμφωνίας αυτής ορίζει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη ρυθμίζουν, σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙ της εν λόγω Συμφωνίας, τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως.

5        Το άρθρο 1 του παραρτήματος ΙΙ της ίδιας Συμφωνίας, ως είχε αρχικώς, όριζε τα εξής:

«1.      Τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν να εφαρμόζουν μεταξύ τους, στον τομέα του συντονισμού των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, τις κοινοτικές πράξεις στις οποίες γίνεται αναφορά [όπως αυτές ίσχυαν την ημερομηνία υπογραφής της Συμφωνίας] [για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων] και όπως αυτές τροποποιήθηκαν από το τμήμα Α του παρόντος παραρτήματος […].

2. Ο όρος “κράτος(η) μέλος(η)” που εμφαίνεται στις πράξεις στις οποίες γίνεται αναφορά στο τμήμα Α του παρόντος παραρτήματος θεωρείται ότι υποδηλώνει, εκτός από τα κράτη που καλύπτονται από τις εν λόγω κοινοτικές πράξεις, και την Ελβετία.»

6        Το αρχικό κείμενο του τμήματος Α του παραρτήματος ΙΙ της Συμφωνίας για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων έκανε αναφορά στον κανονισμό (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 73), όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 307/1999 του Συμβουλίου, της 8ης Φεβρουαρίου 1999 (ΕΕ L 38, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 1408/71), και στον κανονισμό 574/72.

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Οι κανονισμοί (ΕΟΚ) 1408/71 και 574/72

7        Σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1408/71, το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος κράτους μέλους (στο εξής: κράτος απασχολήσεως) υπόκειται, κατ’ αρχήν, στη νομοθεσία του κράτους αυτού. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 73 του εν λόγω κανονισμού, ο μισθωτός που υπάγεται στη νομοθεσία του κράτους αυτού δικαιούται, για τα μέλη της οικογένειάς του που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος (στο εξής: κράτος κατοικίας), τις οικογενειακές παροχές που προβλέπονται από τη νομοθεσία του κράτους απασχολήσεως, σαν να κατοικούσαν στο έδαφος του κράτους αυτού, με την επιφύλαξη των διατάξεων του παραρτήματος VΙ του ανωτέρω κανονισμού.

8        Το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 574/72 ορίζει τα ακόλουθα:

«Το δικαίωμα οικογενειακών παροχών ή επιδομάτων που οφείλονται κατά τη νομοθεσία κράτους μέλους, σύμφωνα με την οποία η κτήση αυτού του δικαιώματος παροχών ή επιδομάτων δεν εξαρτάται από όρους ασφαλίσεως, απασχόλησης ή μη μισθωτής δραστηριότητας, αναστέλλεται όταν, κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου και για το ίδιο μέλος της οικογένειας, οφείλονται παροχές είτε δυνάμει μόνο της εθνικής νομοθεσίας άλλου κράτους μέλος είτε κατ’ εφαρμογή των άρθρων 73, 74, 77 ή 78 του κανονισμού [1408/71], και τούτο μέχρι του ποσού των παροχών αυτών.»

9        Το άρθρο 107 του κανονισμού 574/72, το οποίο φέρει τον τίτλο «Μετατροπή των νομισμάτων», ορίζει τα εξής:

«1.      Για την εφαρμογή των ακόλουθων διατάξεων:

α)      κανονισμός [1408/71]: άρθρο 12, παράγραφοι 2, 3 και 4, άρθρο 14δ, παράγραφος 1, άρθρο 19, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, τελευταία περίοδος, άρθρο 22, παράγραφος 1, σημείο ii, τελευταία περίοδος, άρθρο 25, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, προτελευταία περίοδος, άρθρο 41, παράγραφος 1, στοιχεία γ΄ και δ΄, άρθρο 46, παράγραφος 4, άρθρο 46α, παράγραφος 3, άρθρο 50, άρθρο 52, στοιχείο β΄, τελευταία περίοδος, άρθρο 55, παράγραφος 1, σημείο ii, τελευταία περίοδος, άρθρο 70, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, άρθρο 71, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο ii, και στοιχείο β΄, σημείο ii, προτελευταία περίοδος·

β)      κανονισμός [574/72]: άρθρο 34, παράγραφοι 1, 4 και 5,

η τιμή μετατροπής σε ένα νόμισμα ποσών εκφραζομένων σε άλλο νόμισμα υπολογίζεται από την Επιτροπή και βασίζεται στο μηνιαίο μέσο όρο των τιμών συναλλάγματος των νομισμάτων που δημοσιεύονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς που καθορίζεται στην παράγραφο 2.

2.      Η περίοδος αναφοράς είναι:

–        ο μήνας Ιανουάριος για τις τιμές μετατροπής προς εφαρμογή από την 1η του επόμενου Απριλίου,

–        ο μήνας Απρίλιος για τις τιμές μετατροπής προς εφαρμογή από την 1η του επόμενου Ιουλίου,

–        ο μήνας Ιούλιος για τις τιμές μετατροπής προς εφαρμογή από την 1η του επόμενου Οκτωβρίου,

–        ο μήνας Οκτώβριος για τις τιμές μετατροπής προς εφαρμογή από την 1η του επόμενου Ιανουαρίου.

4.       Η διοικητική επιτροπή [για την κοινωνική ασφάλιση των διακινούμενων εργαζομένων] ορίζει, κατόπιν προτάσεως της επιτροπής λογαριασμών, την ημερομηνία που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό των τιμών μετατροπής προς εφαρμογή στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

5. Οι τιμές μετατροπής προς εφαρμογή στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά τη διάρκεια του προτελευταίου μήνα που προηγείται εκείνου από την πρώτη ημέρα του οποίου πρέπει να εφαρμόζονται.

6. Στις περιπτώσεις που δεν αναφέρονται στην παράγραφο 1, η μετατροπή πραγματοποιείται στην επίσημη τιμή συναλλάγματος της ημέρας πληρωμής, τόσο σε περίπτωση καταβολής παροχών, όσο και σε περίπτωση αποδόσεως.»

 Οι κανονισμοί (ΕΚ) 883/2004 και 987/2009

10      Ο κανονισμός 1408/71 αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ L 166, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ L 200, σ. 1). Ο κανονισμός 574/72 αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό 987/2009. Αυτοί οι νέοι κανονισμοί τέθηκαν σε ισχύ την 1η Μαΐου 2010, σύμφωνα με το άρθρο 91 του κανονισμού 883/2004 και το άρθρο 97 του κανονισμού 987/2009.

11      Μετά την έκδοση των κανονισμών αυτών, με την απόφαση 1/2012 της Μεικτής Επιτροπής που συστάθηκε βάσει της Συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου, για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, της 31ης Μαρτίου 2012, που αντικαθιστά το παράρτημα II της εν λόγω συμφωνίας για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης (ΕΕ L 103, σ. 51), θεσπίστηκε, από 1ης Απριλίου 2012, ημερομηνία κατά την οποία τέθηκε σε ισχύ, ένα νέο κείμενο του παραρτήματος αυτού. Το τμήμα Α του παραρτήματος, στη νέα του αυτή μορφή, κάνει αναφορά στους κανονισμούς 883/2004 και 987/2009 στη θέση των κανονισμών 1408/71 και 574/72.

12      Κατά το άρθρο 67 του κανονισμού 883/2004, ένα πρόσωπο δικαιούται οικογενειακές παροχές σύμφωνα με τη νομοθεσία του αρμόδιου κράτους μέλους και για τα μέλη της οικογένειάς του που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος.

13      Το άρθρο 68, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Στην περίπτωση σώρευσης δικαιωμάτων, οι οικογενειακές παροχές χορηγούνται σύμφωνα με τη νομοθεσία που θεωρείται ότι έχει προτεραιότητα σύμφωνα με την παράγραφο 1. Τα δικαιώματα στις οικογενειακές παροχές που οφείλονται δυνάμει της ή των συγκρουομένων νομοθεσιών, αναστέλλονται έως το ύψος του ποσού που προβλέπεται από την πρώτη νομοθεσία και παρέχονται, εφόσον απαιτείται, υπό μορφή εξισωτικού συμπληρώματος, για το τμήμα που υπερβαίνει το προαναφερόμενο ποσό. Ωστόσο, δεν χρειάζεται η πρόβλεψη του εξισωτικού αυτού συμπληρώματος για τέκνα τα οποία κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος, όταν το δικαίωμα στην εν λόγω παροχή βασίζεται αποκλειστικά στην κατοικία.»

14      Το άρθρο 87, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού περιλαμβάνει την ακόλουθη μεταβατική διάταξη η οποία, κατά το άρθρο 93 του κανονισμού 987/2009, εφαρμόζεται επίσης στις διεπόμενες από τον τελευταίο καταστάσεις:

«Δεν αποκτώνται δικαιώματα δυνάμει του παρόντος κανονισμού για την περίοδο πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του.»

15      Το άρθρο 90 του κανονισμού 987/2009 ορίζει τα εξής:

«Για την εφαρμογή των διατάξεων του […] κανονισμού [883/2004] και του κανονισμού [987/2009], η ισοτιμία μεταξύ δύο νομισμάτων είναι η ισοτιμία αναφοράς που δημοσιεύεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. H ημερομηνία που λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό της ισοτιμίας ορίζεται από τη διοικητική επιτροπή [για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως].»

16      Η επιτροπή αυτή εξέδωσε την απόφαση Η3, της 15ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με την ημερομηνία που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό των τιμών μετατροπής που αναφέρονται στο άρθρο 90 του κανονισμού 987/2009 (ΕΕ 2010, C 106, σ. 56).

 Το γερμανικό δίκαιο

17      Το άρθρο 62, παράγραφος 1, σημείο 1, του νόμου περί φορολογίας εισοδήματος (Einkommensteuergesetz) ορίζει τα εξής:

«Προκειμένου για τέκνα κατά το άρθρο 63, δικαιούται των οικογενειακών επιδομάτων δυνάμει του παρόντος νόμου, κάθε πρόσωπο:

1.      το οποίο κατοικεί ή έχει τον συνήθη τόπο διαμονής τους επί της εθνικής επικράτειας […]».

18      Το άρθρο 65, παράγραφος 1, σημείο 2, του ίδιου νόμου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Λοιπά επιδόματα για τέκνα», ορίζει τα εξής:

«Τα επιδόματα για προστατευόμενο τέκνο δεν καταβάλλονται για τέκνο το οποίο λαμβάνει μία από τις ακόλουθες παροχές ή θα τις ελάμβανε εάν είχε υποβληθεί συναφής αίτηση:

[...]

2.      παροχές για τέκνο χορηγούμενες στην αλλοδαπή και παρεμφερείς με τα επιδόματα για προστατευόμενο τέκνο ή με μία από τις παροχές για τις οποίες γίνεται λόγος στο σημείο 1».

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

19      Το ζεύγος Wagener κατοικεί στη Γερμανία με τα τρία του τέκνα. Η B. Wagener δεν εργάζεται. Ο C. Wagener εργάζεται στην Ελβετία ως μισθωτός από την 1η Οκτωβρίου 2006. Λόγω της δραστηριότητάς του αυτής έλαβε οικογενειακά επιδόματα για τα τρία τέκνα του, καταβληθέντα σε ελβετικά φράγκα, για την περίοδο από τον Οκτώβριο του 2006 έως τον Νοέμβριο του 2011.

20      Κατά την ίδια χρονική περίοδο η B. Wagener έλαβε επίσης στη Γερμανία επιδόματα συντηρούμενου τέκνου. Το Familienkasse δεν είχε ενημερωθεί για την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας του C. Wagener στην Ελβετία και για τον λόγο αυτόν κατέβαλε πλήρη επιδόματα.

21      Το Familienkasse, όταν, τον Φεβρουάριο του 2012, πληροφορήθηκε την άσκηση της δραστηριότητας αυτής, ακύρωσε, με απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2012, τη χορήγηση των εν λόγω επιδομάτων, από τον Οκτώβριο του 2006 και εντεύθεν, και ζήτησε την επιστροφή των ποσών αυτών.

22      Κατόπιν αυτού, το Familienkasse θεώρησε ότι, δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 574/72, η B. Wagener εδικαιούτο να λάβει το λεγόμενο «εξισωτικό» επίδομα από το γερμανικό κράτος, ύψους ίσου με τη διαφορά μεταξύ του ύψους του γερμανικών επιδομάτων για συντηρούμενο τέκνο και των αντίστοιχων ελβετικών οικογενειακών επιδομάτων. Το Familienkasse κάλεσε την B. Wagener να υποβάλει σχετική αίτηση.

23      Κατόπιν, όμως, της ενημερώσεως σχετικά με το ακριβές ύψος των καταβληθέντων από την Ελβετία οικογενειακών επιδομάτων, το Familienkasse, με απόφασή του της 17ης Οκτωβρίου 2012, απέρριψε το αίτημα χορηγήσεως εξισωτικού συμπληρώματος οικογενειακού επιδόματος για το διάστημα από τον Οκτώβριο του 2006 έως τον Νοέμβριο του 2011, για τα δύο πρώτα τέκνα της B. Wagener, κρίνοντας ότι το ύψος των ελβετικών επιδομάτων ήταν ανώτερο του ύψους των γερμανικών. Για το τρίτο τέκνο, το Familienkasse χορήγησε στην B. Wagener εξισωτικό συμπλήρωμα οικογενειακού επιδόματος ύψους 39,42 ευρώ για την πενταετία αυτή.

24      Για τη μετατροπή του ποσού των ελβετικών οικογενειακών επιδομάτων σε ευρώ το Familienkasse έλαβε υπόψη την ισοτιμία που καθόρισε για το τέταρτο τρίμηνο του 2012 o Bundesagentur für Arbeit (Ομοσπονδιακός οργανισμός απασχολήσεως).

25      Η B. Wagener, με ένσταση που υπέβαλε στις 8 Νοεμβρίου 2012, αμφισβήτησε την ορθότητα της εφαρμογής της ισοτιμίας αυτής. Το Familienkasse, με απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2012, απέρριψε την ένσταση, διευκρινίζοντας ότι η εν λόγω μετατροπή είχε πραγματοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 107, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 574/72.

26      Στη συνέχεια, η B. Wagener άσκησε προσφυγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, υποστηρίζοντας, ιδίως, ότι η εν λόγω μετατροπή πρέπει να πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τους κανονισμούς 883/2004 και 987/2009, σε συνδυασμό με την απόφαση Η3.

27      Το αιτούν δικαστήριο φρονεί, αφενός, ότι οι κανονισμοί αυτοί εφαρμόζονται ως προς την Ελβετική Συνομοσπονδία μόνοΝ από 1ης Απριλίου 2012 και εντεύθεν. Αφετέρου, κάνει λόγο για έλλειψη ομοφωνίας στη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων σε σχέση με το ζήτημα της μετατροπής νομισμάτων για τον υπολογισμό του δικαιώματος λήψεως εξισωτικού συμπληρωματικού επιδόματος για συντηρούμενο τέκνο. Συγκεκριμένα, ενώ ορισμένα εθνικά δικαστήρια εφάρμοσαν το άρθρο 107, παράγραφος 6, του κανονισμού 574/72, άλλα, όπως το Finanzgericht München (φορολογικό δικαστήριο Μονάχου) στηρίχθηκαν στο άρθρο 107, παράγραφος 1, του ανωτέρω κανονισμού, παρόλο που στην εν λόγω διάταξη δεν γίνεται μνεία του άρθρου 10 του κανονισμού αυτού.

28      Κατά το τελευταίο αυτό δικαστήριο, το άρθρο 107, παράγραφος 6, του κανονισμού 574/72 δεν προσφέρεται για τη νομισματική μετατροπή των κοινωνικών επιδομάτων, στο πλαίσιο του υπολογισμού του εξισωτικού συμπληρώματος οικογενειακού επιδόματος δυνάμει του άρθρου 10 του κανονισμού αυτού, επειδή δεν διευκρινίζει την ημερομηνία κατά την οποία πρέπει να γίνει η μετατροπή. Επίσης, η εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 6, του εν λόγω κανονισμού θα καθιστούσε πολυπλοκότερα τα πρακτικά ζητήματα υπολογισμού εκ μέρους της αρμόδιας αρχής των παροχών που καταβάλλονται σε μεγάλο αριθμό δικαιούχων κατά τη διάρκεια μιας μακράς περιόδου, υποχρεώνοντας την αρχή αυτή να υπολογίζει το ύψος των αντίστοιχων παροχών βάσει της ημερομηνίας κάθε καταβολής σε κάθε δικαιούχο ατομικά. Κατά συνέπεια, υφίσταται κενό στο δίκαιο της Ένωσης, η πλήρωση του οποίου πρέπει να γίνει με την αναλογική εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού.

29      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Finanzgericht Baden-Württemberg αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Πρέπει η μετατροπή των ελβετικών οικογενειακών επιδομάτων από ελβετικά φράγκα σε ευρώ να στηρίζεται στο άρθρο 107, παράγραφος 1, του κανονισμού 574/72, στο άρθρο 107, παράγραφος 6, του κανονισμού 574/72 ή στο άρθρο 90 του κανονισμού 987/2009 σε συνδυασμό με την [απόφαση H3], σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, στην οποία γερμανικό ταμείο οικογενειακών επιδομάτων χορήγησε και (κατόπιν μετατροπής) κατέβαλε, την 17η Οκτωβρίου 2012, επίδομα τέκνων για την περίοδο από τον Οκτώβριο του 2006 έως τον Νοέμβριο του 2011 προς κάλυψη της διαφοράς ύψους των οικογενειακών επιδομάτων της Ελβετικής Συνομοσπονδίας δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 574/72;

2)      Εάν, κατά την απάντηση στο πρώτο ερώτημα, η μετατροπή πρέπει να γίνεται αποκλειστικά ή εν μέρει βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 6, του κανονισμού 574/72: κρίσιμος για τη μετατροπή είναι ο χρόνος κατά τον οποίο καταβλήθηκε η συνυπολογιζόμενη παροχή στην αλλοδαπή ή ο χρόνος καταβολής της αντίστοιχης παροχής στην ημεδαπή, από την οποία αφαιρέθηκε η καταβληθείσα στην αλλοδαπή παροχή;

3)      Εάν, κατά την απάντηση στο πρώτο ερώτημα, η μετατροπή πρέπει να γίνεται αποκλειστικά ή εν μέρει βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 1, του κανονισμού 574/72: πώς πρέπει να προσδιορίζεται η περίοδος αναφοράς κατά το άρθρο 107, παράγραφοι 2 και 4, του κανονισμού 574/72 σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης; Σημασία για τη μετατροπή έχει ο χρόνος εγκρίσεως ή ο χρόνος καταβολής των συνυπολογιζόμενων οικογενειακών παροχών εκ μέρους του ελβετικού φορέα;

4)      Εάν, κατά την απάντηση στο πρώτο ερώτημα, η μετατροπή πρέπει να γίνεται αποκλειστικά ή εν μέρει βάσει του άρθρου 90, του κανονισμού 987/2009 σε συνδυασμό με την απόφαση H3 […]: σε ποια διάταξη (σημείο 2, σημείο 3, στοιχείο α΄, ή σημείο 3, στοιχείο β΄) της αποφάσεως H3 […] πρέπει να στηρίζεται και με ποιον τρόπο πρέπει να πραγματοποιείται η μετατροπή οικογενειακών παροχών, όταν η εθνική νομοθεσία αποκλείει την οικογενειακή παροχή στην ημεδαπή (άρθρο 65, παράγραφος 1, σημείο 2, του Einkommensteuergesetz) και η χορήγησή της στηρίζεται αποκλειστικώς στο δίκαιο της Ένωσης; Σημασία για τη μετατροπή έχει ο χρόνος εγκρίσεως ή καταβολής των συνυπολογιζόμενων οικογενειακών παροχών εκ μέρους του ελβετικού φορέα;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου ερωτήματος

30      Με το πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης η νομισματική μετατροπή των οικογενειακών επιδομάτων πρέπει να γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 107, παράγραφος 1, του κανονισμού 574/72 ή με το άρθρο 107, παράγραφος 6, του κανονισμού αυτού ή, ενδεχομένως, με το άρθρο 90 του κανονισμού 987/2009.

31      Από το άρθρο 1, παράγραφος 1, του παραρτήματος II της Συμφωνίας για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, σε συνδυασμό με την απόφαση 1/2012, προκύπτει, συναφώς, ότι στον τομέα του συντονισμού των παροχών που διέπεται από την εν λόγω συμφωνία οι κανονισμοί 1408/71 και 574/72 εφαρμόζονται για το διάστημα μεταξύ της 1ης Ιουνίου 2002 και 31ης Μαρτίου 2012. Οι κανονισμοί 883/2004 και 987/2009 εφαρμόζονται από την 1η Απριλίου 2012 και εντεύθεν.

32      Στην υπόθεση της κύριας δίκης, απόκειται στις γερμανικές αρχές να μετατρέψουν σε ευρώ οικογενειακές παροχές που καταβλήθηκαν από το Ελβετικό κράτος και αφορούν την περίοδο από τον Οκτώβριο του 2006 έως τον Νοέμβριο του 2011. Το δικαίωμα επί των παροχών αυτών διέπεται, επομένως, από τις διατάξεις των κανονισμών 1408/71 και 574/72 –και ειδικότερα από τα άρθρα 13, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, και 73 του κανονισμού 1408/71, καθώς και από το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 574/72– και όχι από τις διατάξεις των κανονισμών 883/2004 και 987/2009.

33      Υπό τα δεδομένα αυτά, η νομισματική μετατροπή των επίμαχων παροχών πρέπει να στηριχθεί στο άρθρο 107 του κανονισμού 574/72, το οποίο διέπει το ζήτημα της μετατροπής των παροχών στις οποίες αναφέρονται οι διατάξεις των κανονισμών 1408/71 και 574/72, και όχι στο άρθρο 90 του κανονισμού 987/2009, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο τελευταίο άρθρο, αυτό διέπει μόνο την εφαρμογή των διατάξεων των κανονισμών 883/2004 και 987/2009.

34      Προκειμένου να κριθεί ποια παράγραφος του άρθρου 107 του κανονισμού 574/72 είναι εφαρμοστέα στην υπόθεση της κύριας δίκης, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 107, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού καθορίζει τους όρους μετατροπής των νομισμάτων αποκλειστικά και μόνο για τις ανάγκες εφαρμογής των διατάξεων στις οποίες το άρθρο αυτό κάνει ρητή αναφορά (βλ., συναφώς, απόφαση Grisvard και Kreitz, C-201/91, EU:C:1992:368, σκέψεις 23 και 25).

35      Το άρθρο 107, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού δεν κάνει, όμως, αναφορά ούτε στο άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1408/71 ούτε στο άρθρο 73 του κανονισμού αυτού ούτε στο άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 574/72. Επομένως, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στην υπόθεση της κύριας δίκης.

36      Δεδομένου ότι το άρθρο 107, παράγραφος 6, του κανονισμού 574/72, σύμφωνα με το γράμμα του, εφαρμόζεται στις περιπτώσεις τις οποίες δεν αφορά το άρθρο 107, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, η διάταξη αυτή πρέπει να εφαρμοσθεί στη επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης νομισματική μετατροπή των παροχών.

37      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα ότι το άρθρο 107, παράγραφος 6, του εν λόγω κανονισμού δεν διευκολύνει τις διαδικασίες νομισματικής προσαρμογής παροχών για τον υπολογισμό του εξισωτικού συμπληρωματικού οικογενειακού επιδόματος του άρθρου 10 του κανονισμού αυτού.

38      Πράγματι, δεδομένου ότι η διατύπωση του άρθρου 107 του κανονισμού 574/72 είναι σαφής όσον αφορά τη σχέση μεταξύ των παραγράφων 1 και 6 αυτού, τα επιχειρήματα που στηρίζονται στη μεγαλύτερη ευκολία εφαρμογής της μεθόδου η οποία αναφέρεται στο άρθρο 107, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού δεν μπορούν να αναιρέσουν μια τέτοια διατύπωση (βλ., συναφώς, απόφαση Grisvard και Kreitz, EU:C:1992:368, σκέψεις 23 και 25).

39      Εξάλλου, η ύπαρξη πιθανών ερωτημάτων σχετικά με την ημερομηνία νομισματικής μετατροπής δυνάμει του άρθρου 107, παράγραφος 6, του εν λόγω κανονισμού δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη μη εφαρμογή της συγκεκριμένης διατάξεως. Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά πρέπει, αντιθέτως, να απορρέει από την ερμηνεία της επίμαχης διατάξεως.

40      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, η νομισματική μετατροπή των οικογενειακών επιδομάτων πρέπει να γίνεται βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 6, του κανονισμού 574/72.

 Επί του δεύτερου ερωτήματος

41      Με το δεύτερο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 107, παράγραφος 6, του κανονισμού 574/72 έχει την έννοια ότι η νομισματική μετατροπή οικογενειακών επιδομάτων, όπως τα επίμαχα στην κύρια δίκη, για τον υπολογισμό του εξισωτικού συμπληρωματικού οικογενειακού επιδόματος δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού αυτού πρέπει να γίνεται με την επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία της ημέρας καταβολής των παροχών από το κράτος απασχολήσεως ή ότι η μετατροπή αυτή πρέπει να γίνεται με τη συναλλαγματική ισοτιμία της ημέρας καταβολής του εν λόγω συμπληρώματος από το κράτος κατοικίας.

42      Το άρθρο 107, παράγραφος 6, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει συναφώς ότι, σε περίπτωση καταβολής παροχών, η μετατροπή πραγματοποιείται στην επίσημη τιμή συναλλάγματος της ημέρας πληρωμής.

43      Εξάλλου, από τα άρθρα 13, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, και 73 του κανονισμού 1408/71, σε συνδυασμό με το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 574/72, προκύπτει ότι ο εργαζόμενος δικαιούται το σύνολο των οικογενειακών παροχών που προβλέπονται από τη νομοθεσία του κράτους απασχολήσεως, ενώ το δικαίωμα στις οικογενειακές παροχές που προβλέπονται από τη νομοθεσία του κράτους κατοικίας αναστέλλεται μέχρι του ποσού των πρώτων παροχών.

44      Επομένως, όταν το ύψος των οικογενειακών παροχών που προβλέπονται από τη νομοθεσία του κράτους απασχολήσεως υπερβαίνει το ύψος των παροχών που προβλέπονται από τη νομοθεσία του κράτους κατοικίας, το δικαίωμα του εργαζομένου επί των δεύτερων παροχών αναστέλλεται στο σύνολό του. Ο εργαζόμενος δεν λαμβάνει κανένα ποσό από το κράτος κατοικίας.

45      Δεδομένου ότι το γράμμα του άρθρου 107, παράγραφος 6, του κανονισμού 574/72 συνδέει κατά τρόπο ανεπιφύλακτο τη μετατροπή με την επίσημη τιμή συναλλάγματος της ημέρας της «πληρωμής», πρέπει να θεωρηθεί ότι αναφέρεται στη μετατροπή των παροχών που καταβάλλονται από το κράτος απασχολήσεως, στο μέτρο που η καταβολή αυτή πραγματοποιείται σε κάθε περίπτωση, ενώ η καταβολή των παροχών που προβλέπονται από το κράτος κατοικίας πραγματοποιείται μόνον υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις και είναι, επομένως, υποθετική και αβέβαιη.

46      Εξάλλου, η ερμηνεία αυτή διασφαλίζει την πρακτική αποτελεσματικότητα των κανόνων κατά της σωρεύσεως των παροχών, όπως η διάταξη του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 574/72, οι οποίοι σκοπούν να διασφαλίσουν ότι ο δικαιούχος παροχών που καταβάλλονται από περισσότερα κράτη μέλη λαμβάνει παροχές συνολικού ύψους ίσου με το ποσό της ευνοϊκότερης παροχής που δικαιούται βάσει της νομοθεσίας ενός εκ των κρατών αυτών (βλ., συναφώς, απόφαση Romano, 98/80, EU:C:1981:104, σκέψη 24).

47      Πράγματι, πρέπει να επισημανθεί ότι, σε υπόθεση όπως αυτή της κύριας δίκης, ο δικαιούχος των οικογενειακών παροχών που καταβάλλονται από το κράτος απασχολήσεως κατοικεί στο κράτος μέλος το οποίο χορηγεί το εξισωτικό συμπλήρωμα οικογενειακών παροχών, με αποτέλεσμα οι παροχές που καταβάλλονται από το κράτος απασχολήσεως να μεταφέρονται στο κράτος κατοικίας. Μόνο μετά την καταβολή των παροχών αυτών από το κράτος απασχολήσεως και τη μετατροπή του ποσού αυτού στο νόμισμα του κράτους κατοικίας μπορεί ο δικαιούχος να λάβει το εν λόγω συμπλήρωμα στο δεύτερο κράτος, σε περίπτωση που το μετατραπέν ποσό υπολείπεται του ύψους της αντίστοιχης παροχής που οφείλεται βάσει της νομοθεσίας του κράτους κατοικίας.

48      Κατόπιν των ανωτέρω, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 107, παράγραφος 6, του κανονισμού 574/72 έχει την έννοια ότι η νομισματική μετατροπή οικογενειακών επιδομάτων όπως τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης, για τον υπολογισμό του εξισωτικού συμπληρωματικού οικογενειακού επιδόματος δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού αυτού, πρέπει να γίνεται με την επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία της ημέρας της πληρωμής των παροχών αυτών από το κράτος απασχολήσεως.

 Επί του τρίτου και του τέταρτου ερωτήματος

49      Κατόπιν της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, παρέλκει η εξέταση του τρίτου και του τέταρτου ερωτήματος.

 Επί των δικαστικών εξόδων

50      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, η νομισματική μετατροπή των οικογενειακών επιδομάτων πρέπει να γίνεται βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 6, του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72 του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97, του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1386/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουνίου 2001.

2)      Το άρθρο 107, παράγραφος 6, του κανονισμού 574/72, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό 118/97, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό 1386/2001, έχει την έννοια ότι η νομισματική μετατροπή οικογενειακών επιδομάτων όπως τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης, για τον υπολογισμό του εξισωτικού συμπληρωματικού οικογενειακού επιδόματος δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού αυτού, πρέπει να γίνεται με την επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία της ημέρας της πληρωμής των παροχών αυτών από το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου ο εργαζόμενος ασκεί μισθωτή δραστηριότητα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.