Language of document : ECLI:EU:T:2013:308

Υπόθεση T‑93/11

Stichting Corporate Europe Observatory

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Πρόσβαση στα έγγραφα — Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 — Έγγραφα σχετικά με τις διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας της Ινδίας για τη σύναψη συμφωνίας ελεύθερων συναλλαγών — Άρνηση προσβάσεως — Εξαίρεση αφορώσα την προστασία του δημοσίου συμφέροντος στον τομέα των διεθνών σχέσεων — Έγγραφα που έχουν καταστεί κοινό κτήμα — Παραίτηση από τον περιορισμό της γνωστοποιήσεως των εγγράφων»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα)
της 7ης Ιουνίου 2013

1.      Όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Έγγραφα που έχουν καταστεί κοινό κτήμα — Έννοια

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 4, 9, 10 και 12 §§ 1 και 2· αποφάσεις του Συμβουλίου 98/552, άρθρο 3, και 1999/468)

2.      Όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα — Ευαίσθητα έγγραφα — Έννοια

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 4 § 1, στοιχείο α΄, και 9 § 1)

3.      Όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Παράλειψη θεσμικού οργάνου να απαντήσει σε αίτηση προσβάσεως — Αποτελέσματα — Σιωπηρή παραίτηση από κάθε περιορισμό στη γνωστοποίηση των εγγράφων που διαλαμβάνονται στην αίτηση προσβάσεως — Δεν υφίσταται

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 3)

4.      Όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Εξουσία εσωτερικής οργανώσεως των θεσμικών οργάνων — Οδηγός της Επιτροπής σχετικά με την πρόσβαση στα έγγραφα — Απλή υπηρεσιακή οδηγία στερούμενη εξωτερικών αποτελεσμάτων

5.      Όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα — Υποχρεωτικές εξαιρέσεις — Συνεκτίμηση του ειδικού συμφέροντος του αιτούντος την πρόσβαση — Αποκλείεται

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 1, στοιχείο α΄)

1.      Στο πλαίσιο διαδικασίας διαβουλεύσεως που κατέστη υποχρεωτική από το άρθρο 3 της αποφάσεως 98/552, σχετικά με την υλοποίηση εκ μέρους της Επιτροπής δραστηριοτήτων για τη στρατηγική πρόσβασης στην αγορά της Κοινότητας, η σύσταση ομάδων εργασίας για την εξέταση ειδικών ζητημάτων, η συμμετοχή τρίτων προσώπων ως εμπειρογνωμόνων και η σύνταξη πρακτικών ή εκθέσεων για τις συσκέψεις της συμβουλευτικής επιτροπής και των εν λόγω ομάδων σχετικά με την πρόσβαση στις αγορές συνεπάγεται ότι είναι αναγκαίο για την Επιτροπή να συντάξει και να απευθύνει έγγραφα στα μέλη της, καθώς και στις επαγγελματικές οργανώσεις και εταιρίες που παρεμβαίνουν με την ιδιότητα του εμπειρογνώμονα, πράγμα που καθιστά δυνατό να θεωρηθούν τα έγγραφα αυτά ως εσωτερικά έγγραφα κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής

Εφόσον οι παραλήπτες των εγγράφων που ζήτησε το πρόσωπο που υπέβαλε αίτηση προσβάσεως στα έγγραφα κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού είναι κράτη μέλη, επαγγελματικές οργανώσεις και εταιρίες που μετέσχον, ως εμπειρογνώμονες για αυτά τα κράτη και οργανώσεις, στις εργασίες της συμβουλευτικής επιτροπής και των ομάδων της εργασίας σχετικά με την πρόσβαση στις αγορές τρίτης χώρας, τούτο δε στο πλαίσιο συσκέψεων που δεν ήσαν ανοικτές στο κοινό, η συμμετοχή στη διαδικασία αυτή επικουρίας της Επιτροπής συνιστά ένα προκαθορισμένο κριτήριο διαφοροποιήσεως, η δε ιδιότητα του παραλήπτη των εγγράφων τα οποία αφορά η αίτηση προσβάσεως καθορίζεται από το αν πληρούται το κριτήριο αυτό. Τα κοινοποιηθέντα έγγραφα δεν κοινοποιήθηκαν για γενική ενημέρωση, αλλά στο πλαίσιο μιας περιορισμένης τεχνικής ανταλλαγής και με μοναδικό σκοπό να παρασχεθεί στο σύνολο των μετασχόντων η δυνατότητα να διαδραματίσουν τον ρόλο τους ως συμβούλων της Επιτροπής. Τέτοιου είδους γνωστοποίηση των εγγράφων από την Επιτροπή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι προοριζόταν ή μπορούσε να καταστήσει τα έγγραφα αυτά γνωστά στο κοινό, δηλαδή σε ένα απροσδιόριστο σύνολο προσώπων, θεωρούμενο γενικώς και αφηρημένως. Ομοίως δεν μπορεί να εξομοιωθεί με το κοινό το σύνολο που αποτελείται από τους εικαζόμενους παραλήπτες των ζητηθέντων εγγράφων, ήτοι τα μέλη των επαγγελματικών οργανώσεων που μετέσχον στις εργασίες της επιτροπής και των ομάδων εργασίας σχετικά με την πρόσβαση στις αγορές. Τα εν λόγω μέλη αντιπροσωπεύουν επίσης μια ειδική ομάδα προσώπων που ορίζεται με βάση ένα προκαθορισμένο κριτήριο, εν προκειμένω την ένταξη σε μια επαγγελματική οργάνωση της οποίας η εμπειρογνωμοσύνη απαιτείται στο πλαίσιο μιας διαδικασίας επικουρίας της Επιτροπής προκειμένου να καθοριστεί μια στρατηγική προσβάσεως στις αγορές τρίτης χώρας.

Περαιτέρω, οι διατυπώσεις σχετικά με την παροχή «άμεσης» προσβάσεως στα έγγραφα ή με το ότι η πρόσβαση στα έγγραφα αυτά πρέπει να είναι «εύκολη», που χρησιμοποιούνται στα άρθρα 10 και 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001 και οι οποίες χαρακτηρίζουν καταστάσεις στις οποίες το δικαίωμα προσβάσεως του «κοινού» διασφαλίζεται ενεργά από τα θεσμικά όργανα, δεν καλύπτουν, προφανώς, την επιλεκτική πρόσβαση που υιοθέτησε η Επιτροπή με την κοινοποίηση των εγγράφων.

(βλ. σκέψεις 31-33, 35-37, 39, 40, 42-44)

2.      Ο χαρακτηρισμός ενός εγγράφου ως ευαίσθητου, , κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, καίτοι το υποβάλλει σε ειδική μεταχείριση, δεν μπορεί, αυτός και μόνον, να δικαιολογήσει την εφαρμογή των λόγων αρνήσεως που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού. Όταν ένα τέτοιο έγγραφο αποτελεί αντικείμενο αιτήσεως προσβάσεως, η ζημία που προκαλείται από τη γνωστοποίησή του εκτιμάται όπως και για κάθε άλλο έγγραφο, ήτοι, καταρχήν, με βάση συγκεκριμένη εξέταση του περιεχομένου του. Συνακόλουθα, το γεγονός ότι στα αιτηθέντα έγγραφα δεν περιλαμβάνεται κάποια από τις ενδείξεις που διαλαμβάνονται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού δεν αρκεί για να αποκλειστεί η εφαρμογή των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 4 του κανονισμού αυτού, καθόσον άλλως η διάταξη αυτή θα στερούνταν πρακτικής αποτελεσματικότητας και θα θίγονταν τα συμφέροντα που αυτή προστατεύει.

(βλ. σκέψεις 52, 53)

3.      Έννομες συνέπειες από την παράλειψη θεσμικού οργάνου μπορούν, καταρχήν, να συναχθούν μόνον αν προβλέπονται ρητώς από το δίκαιο της Ένωσης. Στον τομέα της προσβάσεως στα έγγραφα, η σιωπή ενός θεσμικού οργάνου λαμβάνεται αποκλειστικά υπόψη στο άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, όσον αφορά την επεξεργασία των επιβεβαιωτικών αιτήσεων. Καίτοι δεν μπορεί συνεπώς να συναχθεί από μια απλή παράλειψη της Επιτροπής σιωπηρή παραίτηση από κάθε περιορισμό στη γνωστοποίηση των εγγράφων που διαλαμβάνονται σε αίτηση προσβάσεως, το συμπέρασμα θα ήταν διαφορετικό αν υπήρχε ρητή σχετική αναφορά προερχόμενη από το θεσμικό αυτό όργανο. Συναφώς, μια άδεια κοινοποιήσεως δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ρητή παραίτηση από κάθε περιορισμό στη γνωστοποίηση του εγγράφου ή των πληροφοριών που αυτό περιέχει, πράγμα που θα αποτελούσε τη μοναδική διαπίστωση βάσει της οποίας θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι το επίμαχο έγγραφο έχει πράγματι καταστεί κοινό κτήμα και ότι σε αυτό έχει πλέον πρόσβαση κάθε ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή επιχείρηση.

(βλ σκέψεις 57, 58, 60, 63)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 72, 73, 75-77)

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 85)