Language of document : ECLI:EU:T:2014:1049

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 10ης Δεκεμβρίου 2014 (*)

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Γαλλική αγορά των αναλύσεων κλινικής βιολογίας — Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ — Ένωση επιχειρήσεων — Επαγγελματικός σύλλογος — Αντικείμενο του επιτόπιου ελέγχου και της έρευνας — Προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ — Παράβαση εξ αντικειμένου — Κατώτατη τιμή και παρεμπόδιση της αναπτύξεως ομίλων εργαστηρίων — Ενιαία και διαρκής παράβαση — Απόδειξη — Πραγματική πλάνη και πλάνη περί το δίκαιο — Ύψος του προστίμου — Σημείο 37 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων — Πλήρης δικαιοδοσία»

Στην υπόθεση T‑90/11,

Ordre national des pharmaciens (ONP), με έδρα το Παρίσι (Γαλλία),

Conseil national de l’Ordre des pharmaciens (CNOP), με έδρα το Παρίσι,

Conseil central de la section G de l’Ordre national des pharmaciens (CCG), με έδρα το Παρίσι,

εκπροσωπούμενοι από τους O. Saumon, L. Defalque, T. Bontinck και A. Guillerme, δικηγόρους,

προσφεύγοντες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την F. Castilla Contreras και τους C. Giolito, B. Mongin, και N. von Lingen,

καθής,

υποστηριζόμενης από τη

Labco, εκπροσωπούμενη από τους N. Κορογιαννάκη, M. Coppet και B. Dederichs, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως C(2010) 8952 τελικό της Επιτροπής, της 8ης Δεκεμβρίου 2010, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 [ΣΛΕΕ] (Υπόθεση COMP/39.510 — LABCO/ONP), και, επικουρικώς, αίτημα μειώσεως του προστίμου,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους G. Berardis, πρόεδρο, O. Czúcz (εισηγητή) και A. Popescu, δικαστές,

γραμματέας: C. Heeren, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Φεβρουαρίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς και προσβαλλόμενη απόφαση

1        Με την απόφαση C(2010) 8952 τελικό της Επιτροπής, της 8ης Δεκεμβρίου 2010, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 [ΣΛΕΕ] (Υπόθεση 39510 – LABCO/ONP) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι προσφεύγοντες Ordre national des pharmaciens (ONP) και τα όργανα λήψεως αποφάσεως του εν λόγω επαγγελματικού συλλόγου, ήτοι το Conseil national de l’Ordre des pharmaciens (CNOP) και το Conseil central de la Section G de l’Ordre national des pharmaciens (CCG) (στο εξής, από κοινού: Σύλλογος), παρέβησαν το άρθρο 101 ΣΛΕΕ, διά της εκδόσεως αποφάσεων με αντικείμενο, αφενός, την επιβολή κατώτατων τιμών στη γαλλική αγορά των αναλύσεων κλινικής βιολογίας και, αφετέρου, την επιβολή περιορισμών στην ανάπτυξη ομίλων εργαστηρίων στην αγορά αυτή (άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως), και τους επέβαλε πρόστιμο 5 εκατομμυρίων ευρώ, για την καταβολή του οποίου ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον (άρθρο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

2        Κατά τα περιγραφόμενα στις αιτιολογικές σκέψεις 44 και 45 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο ONP είναι γαλλικός επαγγελματικός σύλλογος στον οποίο το γαλλικό κράτος έχει αναθέσει τέσσερις βασικές αρμοδιότητες, οι οποίες οριοθετούν την αποστολή δημόσιας υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί. Ο ONP και τα προαναφερθέντα όργανά του διέπονται από τον γαλλικό κώδικα περί δημόσιας υγείας (στο εξής: CSP), στο άρθρο L 4231‑1 του οποίου διευκρινίζονται τα εξής:

«Ο [ONP] έχει ως σκοπό:

1)      να διασφαλίζει την τήρηση των επαγγελματικών καθηκόντων,

2)      να διασφαλίζει την υπεράσπιση της τιμής και της ανεξαρτησίας του επαγγέλματος,

3)      να μεριμνά για τη διασφάλιση υψηλού επαγγελματικού επιπέδου των φαρμακοποιών,

4)      να συμβάλλει στην ανάπτυξη της δημόσιας υγείας και της ποιότητας της περιθάλψεως, μεταξύ άλλων, της ασφάλειας των επαγγελματικών πράξεων.

Ο [ONP] έχει ως μέλη τους φαρμακοποιούς οι οποίοι ασκούν το επάγγελμά τους στη Γαλλία.»

3        Οι δραστηριότητες και οι αρμοδιότητες του ONP, ο κώδικας δεοντολογίας των φαρμακοποιών και η οργάνωση του ONP περιγράφονται στις αιτιολογικές σκέψεις 44 έως 62 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Από αυτές προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι ο ONP καταρτίζει και ενημερώνει το εθνικό μητρώο φαρμακοποιών (στο εξής: μητρώο), η δε εγγραφή σε αυτό αποτελεί νόμιμη προϋπόθεση για την άσκηση δραστηριότητας σχετικής με το επάγγελμα του φαρμακοποιού (άρθρα L 4221‑1, L 4232‑3 και L 4232‑16 του CSP).

4        Επίμαχη αγορά είναι αυτή των υπηρεσιών αναλύσεων κλινικής βιολογίας στη Γαλλία. Η αγορά περιγράφεται με τις αιτιολογικές σκέψεις 5 έως 38 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Όσον αφορά τους φορείς που δραστηριοποιούνται στην αγορά, με την προσβαλλόμενη απόφαση επισημαίνεται ότι στη Γαλλία η κλινική βιολογία ασκείται κυρίως από τους φαρμακοποιούς, γεγονός που εξηγεί τον καθοριστικό ρόλο του ONP, στον δε Ιατρικό Σύλλογο έχει ανατεθεί αντίστοιχη αποστολή όσον αφορά τους μικροβιολόγους (αιτιολογική σκέψη 11). Αναλύσεις κλινικής βιολογίας διενεργούνται μόνο στα εργαστήρια αναλύσεων κλινικής βιολογίας (αναφέρονται στο εξής και ως «εργαστήρια»), υπό την ευθύνη των διευθυντών τους και των αναπληρωτών τους (αιτιολογική σκέψη 12). Πρόκειται συνήθως για μικρά εργαστήρια (το 50 % εξ αυτών πραγματοποιεί κύκλο εργασιών μικρότερο του 1,5 εκατομμυρίου ευρώ και το 30 % λειτουργεί υπό μορφή ατομικής επιχειρήσεως), αν και στη Γαλλία δραστηριοποιούνται επίσης πλείονες όμιλοι εργαστηρίων (αιτιολογικές σκέψεις 13 και 14).

5        Στις αιτιολογικές σκέψεις 14 έως 17 της προσβαλλομένης αποφάσεως γίνεται λόγος για τον μεγαλύτερο όμιλο εργαστηρίων, την παρεμβαίνουσα Labco, ο οποίος είναι ευρωπαϊκός όμιλος εργαστηρίων δραστηριοποιούμενος ειδικότερα στη Γαλλία και στην Ισπανία, καθώς και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Άλλοι σημαντικοί όμιλοι εργαστηρίων που δραστηριοποιούνται στη Γαλλία είναι η Unilabs SA, η οποία επίσης δραστηριοποιείται σε πολλές χώρες εντός και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και η εταιρία συμμετοχών Générale de santé (αιτιολογικές σκέψεις 18 και 19). Υπάρχουν ακόμη δύο εξειδικευμένοι όμιλοι εργαστηρίων, οι Pasteur Cerba και Biomnis, οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες υψηλής τεχνικής εξειδικεύσεως, διαφορετικές από αυτές που παρέχουν τα λοιπά εργαστήρια (αιτιολογικές σκέψεις 20 έως 22).

6        Το ισχύον στη Γαλλία νομικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία των εργαστηρίων περιγράφεται με τις αιτιολογικές σκέψεις 63 έως 109 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

7        Η διαδικασία κινήθηκε μετά την υποβολή καταγγελίας στις 12 Οκτωβρίου 2007 από τη Labco, σχετικά με αποφάσεις του Συλλόγου σκοπός των οποίων ήταν η επιβράδυνση της αναπτύξεως της Labco και ο περιορισμός της δυνατότητάς της να ανταγωνίζεται άλλα εργαστήρια στην αγορά των αναλύσεων κλινικής βιολογίας, ανήκοντα σε πρόσωπα τα οποία εκλέγουν τους διοικούντες τον Σύλλογο (προσβαλλόμενη απόφαση, αιτιολογικές σκέψεις 110 και 111).

8        Στις 12 και 13 Νοεμβρίου 2008 διενεργήθηκε στις εγκαταστάσεις του Συλλόγου, καθώς και του εργαστηρίου Champagnat-Desmoulins-Philippakis επιτόπιος έλεγχος σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1). Αμφότερες οι αποφάσεις βάσει των οποίων διενεργήθηκαν οι επιτόπιοι έλεγχοι, μία εκ των οποίων ήταν η απόφαση C(2008) 6494 της Επιτροπής, της 29ης Οκτωβρίου 2008, στην υπόθεση COMP/39510, με την οποία διατασσόταν η διενέργεια επιτόπιου ελέγχου στον Σύλλογο (στο εξής: απόφαση περί διενέργειας επιτόπιου ελέγχου), προσβλήθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 26ης Οκτωβρίου 2010, T‑23/09, CNOP και CCG κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑5291, και διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Ιουνίου 2010, T‑24/09, Biocaps κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή).

9        Το 2009 η Επιτροπή απέστειλε αιτήσεις παροχής πληροφοριών στον Σύλλογο, καθώς και σε πέντε εταιρίες ασκήσεως ελεύθερου επαγγέλματος (στο εξής: SEL) που εκμεταλλεύονται εργαστήρια, στις οποίες οι αποδέκτες απάντησαν. Η ανακοίνωση αιτιάσεων εκδόθηκε στις 19 Οκτωβρίου 2009. Ο Σύλλογος απάντησε σε αυτήν στις 11 Ιανουαρίου 2010. Η ακρόαση πραγματοποιήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 2010. Η Επιτροπή απέστειλε συμπληρωματική αίτηση παροχής πληροφοριών στον Σύλλογο στις 26 Φεβρουαρίου 2010, ο οποίος απάντησε.

10      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή διαπιστώνει, κατ’ ουσίαν, ότι οι αποφάσεις του Συλλόγου αποτελούν αποφάσεις ενώσεως επιχειρήσεων, οι οποίες συγκαταλέγονται στους εξ αντικειμένου περιορισμούς του ανταγωνισμού και συνιστούν ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, η οποία άρχισε τουλάχιστον τον Οκτώβριο του 2003 και δεν έχει παύσει μετά την κοινοποίηση της ανακοινώσεως αιτιάσεων. Η συμπεριφορά που αποτελεί αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως συνίσταται στο σύνολο των αποφάσεων του Συλλόγου, οι οποίες εξυπηρετούν το οικονομικό συμφέρον της πλειονότητας των μελών του, και όχι το γενικό συμφέρον, και κατατείνουν στην επίτευξη δύο συμπληρωματικών και αδιάρρηκτα συνδεδεμένων μεταξύ τους σκοπών, ήτοι, αφενός, στην παρεμπόδιση της αναπτύξεως ομίλων εργαστηρίων και, αφετέρου, στην επιβολή κατώτατης τιμής στη γαλλική αγορά των αναλύσεων κλινικής βιολογίας.

11      Όσον αφορά τον υπολογισμό του προστίμου, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι, δεδομένου ότι η υπό κρίση υπόθεση αποτελεί την πρώτη περίπτωση, μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού 1/2003, κατά την οποία ενδέχεται να γίνει επίκληση της οικονομικής ευθύνης των μελών ενώσεως επιχειρήσεων προς εξασφάλιση της καταβολής μέρους του επιβληθέντος στην ένωση προστίμου, ότι ενδέχεται τα μέλη να μην έχουν πλήρη επίγνωση του περιεχομένου των επίμαχων διατάξεων του νόμου και ότι οι προσαπτόμενες στην ένωση συμπεριφορές δεν ήταν απόρρητες, εφάρμοσε το άρθρο 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, σημείο α΄, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές). Παρεξέκκλινε δηλαδή από τη γενική μέθοδο που περιγράφεται στις κατευθυντήριες γραμμές και επέβαλε στους ONP, CNOP και CCG πρόστιμο ύψους 5 εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο δεν υπερβαίνει το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών εκάστου μέλους που δραστηριοποιείται στην αγορά και για την καταβολή του οποίου ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον.

 Διαδικασία και αιτήματα

12      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Φεβρουαρίου 2011, ο Σύλλογος άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

13      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Ιουλίου 2011, οι Labco και Unilabs ζήτησαν να παρέμβουν προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής. Με διάταξη του προέδρου του τρίτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Νοεμβρίου 2011, έγιναν δεκτές οι αιτήσεις παρεμβάσεως αμφοτέρων των εταιριών. Στις 19 Δεκεμβρίου 2011 η Unilabs γνωστοποίησε με έγγραφό της στο Γενικό Δικαστήριο ότι αποσύρει το αίτημά της παρεμβάσεως, οπότε η δίκη έπαυσε ως προς αυτή με διάταξη του προέδρου του τρίτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Φεβρουαρίου 2012.

14      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο ένατο τμήμα, στο οποίο, κατά συνέπεια, ανατέθηκε η υπό κρίση υπόθεση.

15      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, απηύθυνε έγγραφες ερωτήσεις στους διαδίκους στις οποίες αυτοί απάντησαν εμπροθέσμως.

16      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 6ης Φεβρουαρίου 2014.

17      Ο Σύλλογος ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση,

–        επικουρικώς, να μειώσει το επιβληθέν πρόστιμο, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες ελαφρυντικές περιστάσεις και την ιδιαιτερότητά του ως ενώσεως επιχειρήσεων,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

18      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη Labco, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει τον Σύλλογο στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

19      O Σύλλογος προβάλλει, αφενός, αίτημα ακυρώσεως, προς στήριξη του οποίου αναπτύσσει εννέα λόγους, και, αφετέρου, επικουρικώς, αίτημα μειώσεως του προστίμου, προς στήριξη του οποίου αναπτύσσει έναν μόνο λόγο, σχετικά με πλάνη εκτιμήσεως και ερμηνείας κατά την εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφοι 2 και 4, του κανονισμού 1/2003 και του σημείου 37 των κατευθυντήριων γραμμών.

1.     Επί του αιτήματος ακυρώσεως

20      Προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως, ο Σύλλογος προβάλλει, κατ’ ουσίαν, εννέα λόγους.

21      Ο πρώτος αφορά εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ υπό το πρίσμα της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 19ης Φεβρουαρίου 2002, C‑309/99, Wouters κ.λπ. (Συλλογή 2002, σ. I‑1577, στο εξής: απόφαση Wouters).

22      Ο δεύτερος, ο τρίτος, ο τέταρτος, ο πέμπτος και ο έκτος λόγος αφορούν την παρεμπόδιση της αναπτύξεως ομίλων εργαστηρίων.

23      Ειδικότερα, ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος αφορούν τις υποχρεώσεις γνωστοποιήσεως που υπέχουν οι SEL. Ο δεύτερος λόγος αφορά, κατ’ ουσίαν, πλάνη εκτιμήσεως οφειλόμενη σε εσφαλμένη ερμηνεία της γαλλικής νομοθεσίας περί των αρμοδιοτήτων, αντιστοίχως, του νομάρχη και του CGG σχετικά με τις μεταβολές που επέρχονται σε υφιστάμενη SEL. Ο τρίτος λόγος αφορά εσφαλμένο προσδιορισμό του πεδίου εφαρμογής της προβλεπόμενης από τη γαλλική νομοθεσία υποχρεώσεως γνωστοποιήσεως και των αρμοδιοτήτων του CCG στο πλαίσιο του εκ των υστέρων ελέγχου των εταιρικών εγγράφων.

24      Ο τέταρτος και ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως αφορούν τα ισχύοντα σχετικά με τον σχηματισμό και τη μεταβολή του κεφαλαίου των SEL. Ο τέταρτος λόγος αφορά, κατ’ ουσίαν, παράλειψη συνεκτιμήσεως του ρόλου του CCG ως εγγυητή της επαγγελματικής ανεξαρτησίας του εταίρου σε σχέση με το κατώτατο ποσοστό συμμετοχής του στο κεφάλαιο των SEL. Ο πέμπτος λόγος αφορά, κατ’ ουσίαν, εσφαλμένη εκτίμηση της βουλήσεως του νομοθέτη όσον αφορά την αποψίλωση της κυριότητας επί των εταιρικών μεριδίων πέραν του ανωτάτου ορίου του 25 % και παράλειψη συνεκτιμήσεως του νομικού πλαισίου που διέπει την αποψίλωση της κυριότητας επί των εταιρικών μεριδίων των SEL.

25      O έκτος λόγος αφορά, κατ’ ουσίαν, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, καθόσον θεωρήθηκε ότι οι επιβληθείσες πειθαρχικές κυρώσεις ενίσχυσαν τις δυνητικές ή πραγματικές συνέπειες των επικρινόμενων αποφάσεων.

26      Ο έβδομος, ο όγδοος και ο ένατος λόγος αφορούν τις παρεμβάσεις στην τιμή αγοράς.

27      Ο έβδομος λόγος αφορά, κατ’ ουσίαν, υπέρβαση εξουσίας, λόγω μη τηρήσεως των ορίων της εντολής διενέργειας επιτόπιου ελέγχου. Ο όγδοος και ο ένατος λόγος, οι οποίοι προβάλλονται επικουρικώς, αφορούν, κατ’ ουσίαν, εσφαλμένη εκτίμηση του περιεχομένου του εφαρμοστέου νομικού πλαισίου και της βουλήσεως του νομοθέτη, όσον αφορά την έννοια και την εφαρμογή της πρακτικής των εκπτώσεων, και εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών με συνέπεια να υποπέσει η Επιτροπή σε πλάνη περί το δίκαιο.

28      Τέλος, με το υπόμνημα απαντήσεως, ο Σύλλογος αμφισβητεί και τις διαπιστώσεις της Επιτροπής σχετικά με την ύπαρξη ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως, πλην όμως η Επιτροπή αμφισβητεί το παραδεκτό του συγκεκριμένου λόγου.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ υπό το πρίσμα της αποφάσεως Wouters

29      Ο Σύλλογος προβάλλει ότι αποστολή του είναι να διασφαλίζει την ανεξαρτησία του επαγγέλματος, καθώς και να συμβάλλει στην ανάπτυξη της δημόσιας υγείας και την αναβάθμιση της ποιότητας της περίθαλψης, ιδίως δε της ασφάλειας των επαγγελματικών πράξεων, όπως επιβεβαιώθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 2010, C‑89/09, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 2010, σ. I‑12941). Κατά τον Σύλλογο, η Επιτροπή έπρεπε να δεχθεί ότι ο Σύλλογος ενεργεί, αφενός, ως δημόσια αρχή, οπότε δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, και, αφετέρου, ότι ακόμη και οι αποφάσεις που λαμβάνει ως ένωση επιχειρήσεων δικαιολογούνται από την ανάγκη προστασίας της δημόσιας υγείας.

30      Όσον αφορά τις συγκεκριμένες πρακτικές που του προσάπτονται, ο Σύλλογος επισημαίνει ότι η υποχρέωση που επιβλήθηκε στα εργαστήρια να γνωστοποιούν έγγραφα σχετικά με μεταβίβαση μετοχών, την αποψίλωση της κυριότητας επί των μετοχών και τις τροποποιήσεις του καταστατικού αποσκοπούσε στον έλεγχο της τηρήσεως της γαλλικής νομοθεσίας.

31      Όσον αφορά τις τροποποιήσεις του καταστατικού των SEL και τις μεταβολές των προσώπων των διοικούντων κατά τη διάρκεια του εταιρικού βίου, η αρμοδιότητα του CCG είναι δέσμια, καθώς η τελική απόφαση για τις μεταβολές αυτές εκδίδεται από τον νομάρχη, οπότε ο Σύλλογος ενεργεί ως δημόσια αρχή, κατά την έννοια της αποφάσεως Wouters, σκέψη 21 ανωτέρω. Το ίδιο ισχύει και για την υποχρέωση γνωστοποιήσεως που προβλέπει συναφώς o CSP, καθώς η υποχρέωση του CCG για εκ των υστέρων έλεγχο των συμβάσεων που συνάπτονται και οι παρεχόμενες πληροφορίες διαβιβάζονται στον νομάρχη, ο οποίος λαμβάνει την τελική απόφαση. Ο Σύλλογος προβάλλει επιπροσθέτως, με το υπόμνημα απαντήσεως και κατά το μέτρο που η Επιτροπή διατύπωσε αντίστοιχο επιχείρημα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ότι, εφόσον, όπως υποστήριξε η Επιτροπή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά τις αρμοδιότητες του νομάρχη και του CCG σχετικά με τις μεταβολές που επέρχονται κατά τη διάρκεια του βίου των SEL, είναι μόνον οι αποφάσεις περί εγγραφής στο μητρώο, η διαχείριση του εν λόγω καταλόγου εξαρτάται από εγκρίσεις.

32      Όσον αφορά τις αιτιάσεις περί πειθαρχικών διώξεων, οι οποίες διατυπώνονται σε βάρος του Συλλόγου με την προσβαλλόμενη απόφαση, ο Σύλλογος υποστηρίζει ότι η άσκηση πειθαρχικής εξουσίας αποτελεί προνόμιο δημόσιας εξουσίας.

33      Τέλος, ο Σύλλογος υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν διατύπωσε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, θέση επί της εφαρμογής της αποφάσεως Wouters, σκέψη 21 ανωτέρω, ως προς την πρακτική του σχετικά με την απαγόρευση των υπερβολικών εκπτώσεων. Επισημαίνει ότι η πρακτική αυτή επίσης δικαιολογείται από την προστασία της δημόσιας υγείας.

34      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη Labco, διατείνεται ότι ο Σύλλογος εξέδωσε αποφάσεις ως ένωση επιχειρήσεων που εμπίπτουν στο άρθρο 101 ΣΛΕΕ σε όλες τις σε βάρος του επισημανθείσες περιπτώσεις, διότι δεν ενήργησε ως δημόσια αρχή σε καμία από τις περιπτώσεις αυτές.

35      Συναφώς, τονίζεται ότι, με την απόφαση Wouters, σκέψη 21 ανωτέρω, το Δικαστήριο υπενθύμισε τις αρχές βάσει των οποίων διαπιστώνεται υπό ποιες περιστάσεις η δράση ενός επαγγελματικού συλλόγου μπορεί να χαρακτηριστεί ως απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων περιορίζουσα τον ανταγωνισμό κατά παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

36      Πρώτον, οι κανόνες περί ανταγωνισμού της ΣΛΕΕ δεν έχουν εφαρμογή σε δραστηριότητα η οποία, λόγω της φύσεώς της, των κανόνων στους οποίους υπόκειται και του αντικειμένου της, δεν εμπίπτει στη σφαίρα των οικονομικών συναλλαγών ή συνδέεται με την άσκηση δημοσίας εξουσίας (αποφάσεις του Δικαστηρίου Wouters, σκέψη 21 ανωτέρω, σκέψη 57, και της 28ης Φεβρουαρίου 2013, C‑1/12, Ordem dos Técnicos Oficiais de Contas, σκέψη 40).

37      Δεύτερον, δεν εμπίπτουν οπωσδήποτε στην απαγόρευση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ όλες οι αποφάσεις ενώσεως επιχειρήσεων που περιορίζουν την ελευθερία δράσεως των μερών ή ενός εξ αυτών. Συγκεκριμένα, για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής σε συγκεκριμένη περίπτωση, πρέπει πρώτον να ληφθούν υπόψη το γενικό πλαίσιο εντός του οποίου ελήφθη η απόφαση της συγκεκριμένης ενώσεως επιχειρήσεων ή αναπτύσσει τα αποτελέσματά της, και ιδίως οι σκοποί της, που συνίστανται εν προκειμένω στην παροχή των απαραίτητων εγγυήσεων στους τελικούς καταναλωτές των επίμαχων υπηρεσιών. Εν συνεχεία, πρέπει να εξεταστεί εάν τα εντεύθεν περιοριστικά του ανταγωνισμού αποτελέσματα είναι συνυφασμένα με την επιδίωξη των εν λόγω σκοπών (αποφάσεις του Δικαστηρίου Wouters, σκέψη 21 ανωτέρω, σκέψη 97, και της 18ης Ιουλίου 2013, C‑136/12, Consiglio nazionale dei geologi και Autorità garante della concorrenza e del mercato, σκέψη 53).

38      Από τη νομολογία αυτή συνάγεται ότι λόγοι γενικού συμφέροντος και, ειδικότερα, το συμφέρον για την εύρυθμη άσκηση ενός επαγγέλματος μπορούν να δικαιολογήσουν τη μη εφαρμογή του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ σε περιορισμούς του ανταγωνισμού οι οποίοι κρίνονται αναγκαίοι.

39      Εν προκειμένω, η Επιτροπή εξετάζει τη δυνατότητα εφαρμογής της αποφάσεως Wouters, σκέψη 21 ανωτέρω, με τις αιτιολογικές σκέψεις 684 έως 691 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Με τις εν λόγω αιτιολογικές σκέψεις απορρίπτει, μεταξύ άλλων, το επιχείρημα που προέβαλε ο Σύλλογος με την απάντηση στην ανακοίνωση αιτιάσεων, ότι οι εντοπισθέντες περιορισμοί επιβάλλονται για την προστασία της δημόσιας υγείας, η οποία συνιστά λόγο γενικού συμφέροντος που συνεπάγεται την εξαίρεση της συμπεριφοράς του από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Κατά την Επιτροπή, ο Σύλλογος ουσιαστικά θεωρεί ότι η αρχή της ανεξαρτησίας του βιολόγου αποτελεί μέσο για την επίτευξη του σκοπού της προστασίας της δημόσιας υγείας, υιοθετεί δε μια ευρεία και αμφισβητήσιμη ερμηνεία της αρχής αυτής, αποθαρρύνοντας, αφενός, συστηματικά τις εισροές κεφαλαίων από εξωτερικές πηγές στο επάγγελμα, ακόμη και όταν οι εισροές αυτές δεν επηρεάζουν την ελευθερία αποφάσεως του βιολόγου, και επιβάλλοντας, αφετέρου, επιπλέον περιορισμούς του ανταγωνισμού, πέραν αυτών που έχει επιβάλει ο Γάλλος νομοθέτης, παρά το γεγονός ότι ο Σύλλογος δεν διαθέτει κανονιστική αρμοδιότητα. Η Επιτροπή επικαλείται επίσης πρακτικές του Συλλόγου όσον αφορά τις τιμές, οι οποίες δεν αποσκοπούν στην υπεράσπιση του γενικού συμφέροντος ούτε στη διασφάλιση της ανεξαρτησίας του επαγγέλματος, αλλά στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων των φαρμακοποιών-βιολόγων που δραστηριοποιούνται στην αγορά των αναλύσεων κλινικής βιολογίας, σε βάρος του ανταγωνισμού και των ασθενών. Θεωρώντας ότι οι εντοπισθέντες περιορισμοί δεν είναι αναγκαίοι για την εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος, η Επιτροπή καταλήγει ότι δεν ισχύει εν προκειμένω η εξαίρεση που απορρέει από την προπαρατεθείσα απόφαση Wouters.

40      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, σε αντίθεση με τον επαγγελματικό σύλλογο που αποτέλεσε αντικείμενο της αποφάσεως Wouters, σκέψη 21 ανωτέρω, ο Σύλλογος δεν διαθέτει κανονιστικές αρμοδιότητες.

41      Πρέπει, επίσης, να διευκρινιστεί ότι, σε αντίθεση με την περίπτωση που αποτέλεσε αντικείμενο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση CNOP και CCG κατά Επιτροπής, σκέψη 8 ανωτέρω, δεν αμφισβητείται πλέον ότι ο Σύλλογος αποτελεί επαγγελματικό σύλλογο των φαρμακοποιών, ορισμένοι τουλάχιστον εκ των οποίων ασκούν οικονομική δραστηριότητα ως επιχειρηματίες (σκέψεις 70 έως 72 της αποφάσεως αυτής).

42      O Σύλλογος υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι οι πράξεις για τις οποίες του καταλογίζεται ευθύνη με την προσβαλλόμενη απόφαση και οι οποίες συνοψίζονται στη σκέψη 10 ανωτέρω είτε εκδόθηκαν στο πλαίσιο της ασκήσεως δημόσιας εξουσίας, οπότε δεν εμπίπτουν στην οικονομική σφαίρα και δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως αποφάσεις ενώσεως επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, είτε αποτελούν μεν αποφάσεις ενώσεως επιχειρήσεων κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, πλην όμως, μολονότι έχουν περιοριστικό χαρακτήρα και δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, εντούτοις είναι είτε συνυφασμένες με την επίτευξη θεμιτού σκοπού σχετιζόμενου με τις εγγυήσεις που παρέχονται στους καταναλωτές είτε αναγκαίες προς τούτο.

43      Παρά την επισημανθείσα από την Επιτροπή σύγχυση την οποία έχει δημιουργήσει σε ορισμένο βαθμό ο Σύλλογος με τα δικόγραφά του, από τη δικογραφία προκύπτει ότι ο Σύλλογος φρονεί ότι οι προσαπτόμενες σε αυτόν πρακτικές, μολονότι δεν αποτελούν κρατικά μέτρα, αλλά εμπίπτουν, ως αποφάσεις ενώσεως επιχειρήσεων, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, εντούτοις δεν απαγορεύονται. Συγκεκριμένα, τα περιοριστικά αποτελέσματά τους είναι αναγκαία για την επίτευξη θεμιτού σκοπού, ήτοι, εν προκειμένω, της προστασίας της δημόσιας υγείας, διά της εφαρμογής της αρχής του ανεξάρτητου φαρμακοποιού-βιολόγου. Η μόνη εξαίρεση έγκειται στην πρακτική σχετικά με τις τροποποιήσεις του καταστατικού των SEL, για τις οποίες ο Σύλλογος διατείνεται ότι ενεργούσε ως δημόσια αρχή υποκείμενη στον νομάρχη, ο οποίος λάμβανε την τελική απόφαση.

44      Για την πλειονότητα των επίμαχων πρακτικών, το κεντρικό ζήτημα βάσει του οποίου πρέπει να κριθεί εάν έχουν εν προκειμένω εφαρμογή οι αρχές που διατύπωσε το Δικαστήριο με την απόφαση Wouters, σκέψη 21 ανωτέρω, είναι, συνεπώς, το αν το Σύλλογος ενήργησε, όπως διατείνεται, εντός των ορίων του γαλλικού νομικού πλαισίου. Εφόσον δοθεί καταφατική απάντηση στο ερώτημα αυτό, η δραστηριότητα του Συλλόγου εντάσσεται στο πλαίσιο της εφαρμογής διατάξεων του νόμου και κατατείνει στην επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον νόμο σκοπού. Τούτο ισχύει τόσο ως προς τις ενέργειες με αντικείμενο την ανάπτυξη ομίλων εργαστηρίων όσο και για το ζήτημα των εκπτώσεων.

45      Ωστόσο, όσον αφορά την εφαρμογή εν προκειμένω των αρχών που διατύπωσε το Δικαστήριο με την απόφαση Wouters, σκέψη 21 ανωτέρω, επί των επίμαχων συμπεριφορών, μολονότι ο Σύλλογος χαρακτηρίζει τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως ως προκαταρκτικό σε σχέση με τους λοιπούς λόγους, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να απαντήσει σε αυτόν αφού εξετάσει τις αιτιάσεις που προβάλλει ο Σύλλογος στο πλαίσιο των λοιπών λόγων σχετικά με την ερμηνεία των εφαρμοστέων διατάξεων νόμου και των συγκεκριμένων πρακτικών του. Επομένως, η δυνατότητα εφαρμογής των αρχών που διατύπωσε το Δικαστήριο με την απόφαση Wouters, σκέψη 21 ανωτέρω, στην υπό κρίση περίπτωση θα κριθεί μετά την εξέταση των σχετικών με το αίτημα ακυρώσεως λόγων.

46      Ωστόσο, κρίνεται σκόπιμο να εξεταστεί καταρχάς το επιχείρημα που αντλεί ο Σύλλογος από την απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκέψη 29 ανωτέρω. Όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 695 και 696 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η εν λόγω απόφαση αφορά το εάν η γαλλική ρύθμιση σχετικά με τα εργαστήρια αναλύσεων κλινικής βιολογίας, η οποία εμπεριέχει περιορισμούς όσον αφορά την κατοχή κεφαλαίου από μη βιολόγους, είναι συμβατή με το άρθρο 49 ΣΛΕΕ περί ελευθερίας εγκαταστάσεως.

47      Με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο κανόνας που περιλαμβάνεται πλέον στο άρθρο R 6212-82 του CSP, κατά τον οποίο η συμμετοχή εταίρων οι οποίοι δεν ασκούν το επάγγελμα του βιολόγου στο κεφάλαιο των εργαστηρίων δεν μπορεί να υπερβαίνει το 25 %, δεν υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του σκοπού της προστασίας της δημόσιας υγείας (σκέψεις 80 έως 89). Με τη σκέψη 82 της αποφάσεως, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το κράτος μέλος, στο πλαίσιο του περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτει, μπορεί να κρίνει ότι υφίσταται στην πράξη κίνδυνος παραβάσεως των κανόνων που αποσκοπούν στη διασφάλιση της επαγγελματικής ανεξαρτησίας των βιολόγων, διότι ο μη βιολόγος δεν θα μετριάσει την επιδίωξη επιτεύξεως κέρδους στον ίδιο βαθμό με έναν ανεξάρτητο βιολόγο, ο δε βιολόγος που εργάζεται ως υπάλληλος SEL περιορισμένης ευθύνης, η οποία λειτουργεί εργαστήρια αναλύσεων κλινικής βιολογίας και της οποίας το κεφάλαιο κατέχεται κατά πλειοψηφία από πρόσωπα που δεν είναι βιολόγοι, δεν μπορεί ευχερώς να αντιταχθεί στις εντολές των εν λόγω προσώπων. Το Δικαστήριο έκρινε περαιτέρω, με την ίδια σκέψη, ότι δεν μπορεί ιδίως να αποκλειστεί το ενδεχόμενο τα προαναφερθέντα πρόσωπα είτε να μην προβαίνουν σε εξετάσεις λιγότερο αποδοτικές οικονομικά ή περισσότερο περίπλοκες στην πραγματοποίησή τους είτε να περιορίζουν την παροχή συμβουλών στους ασθενείς κατά τα στάδια πριν και μετά τη διενέργεια των αναλύσεων, τα οποία χαρακτηρίζουν την οργάνωση της κλινικής βιολογίας στη Γαλλία.

48      Μολονότι οι πράξεις για τις οποίες επιβλήθηκαν κυρώσεις με την προσβαλλόμενη απόφαση αποσκοπούσαν, όπως διατείνεται ο Σύλλογος, στη διασφάλιση της εφαρμογής κανόνων της ίδιας φύσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει, εντούτοις, με την αιτιολογική σκέψη 102 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι καμία από τις αιτιάσεις κατά του Συλλόγου δεν αφορά αποφάσεις του Συλλόγου σχετικές με την τήρηση του άρθρου R 6212‑82 του CSP. Το ζήτημα αυτό επίσης θα εξεταστεί διεξοδικότερα στο πλαίσιο των λόγων ακυρώσεως σχετικά με την ανάπτυξη ομίλων εργαστηρίων.

49      Εν πάση περιπτώσει, είναι ορθή η θέση της Επιτροπής ότι η προαναφερθείσα νομολογία δεν είναι αποφασιστικής σημασίας όσον αφορά το ζήτημα εάν οι προσαπτόμενες στον Σύλλογο συμπεριφορές συνιστούν παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 696 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η αναγνώριση της εξουσίας των κρατών μελών να θέτουν περιορισμούς στην ελευθερία εγκαταστάσεως εν ονόματι της προστασίας της δημόσιας υγείας δεν σημαίνει ότι επιτρέπεται σε ιδιώτες ή στα όργανα που τους εκπροσωπούν να μην εφαρμόζουν τους κανόνες της Συνθήκης περί ανταγωνισμού, επιβάλλοντας μη προβλεπόμενους από το κράτος περιορισμούς του ανταγωνισμού.

50      Το ζήτημα εάν η Επιτροπή εφάρμοσε ορθώς την απόφαση Wouters, σκέψη 21 ανωτέρω, και, συνεπώς, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως θα κριθεί εντέλει μετά την εξέταση των λόγων ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Επί των λόγων σχετικά με τη συμπεριφορά έναντι της αναπτύξεως ομίλων εργαστηρίων

51      Πριν την εξέταση των συγκεκριμένων αιτιάσεων που προβάλλει ο Σύλλογος σχετικά με την επίμαχη συμπεριφορά, είναι απαραίτητο να υπομνηστούν, καταρχάς, τα κύρια σημεία της προσβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με την εν λόγω συμπεριφορά και οι αρχές που διέπουν την απόδειξη και την έκταση του δικαστικού ελέγχου, καθώς και να εξεταστεί το περιεχόμενο των προβαλλομένων από τον Σύλλογο αιτιάσεων.

52      Η συμπεριφορά του Συλλόγου έναντι της αναπτύξεως ομίλων εργαστηρίων συνίσταται σε τέσσερις κατηγορίες αποφάσεων, οι οποίες περιγράφονται στην αιτιολογική σκέψη 127 της προσβαλλομένης αποφάσεως: πρόκειται, πρώτον, για τις αποφάσεις με τις οποίες απαγορεύεται η αποψίλωση της κυριότητας επί των εταιριών μεριδίων της SEL· δεύτερον, για τις αποφάσεις με τις οποίες επιβάλλεται η άμεση γνωστοποίηση των μεταβιβάσεων μετοχών· τρίτον, για τις αποφάσεις με τις οποίες καθίσταται υποχρεωτική η κατοχή ενός κατώτατου ποσοστού κεφαλαίου από τους φαρμακοποιούς-βιολόγους και, τέταρτον, για τις αποφάσεις με τις οποίες απαιτείται προηγούμενη έγκριση του Συλλόγου για κάθε τροποποίηση του καταστατικού ή διορισμό διευθυντή. Η εν λόγω συμπεριφορά εξετάζεται διεξοδικά στο κεφάλαιο 5.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως (αιτιολογικές σκέψεις 222 έως 494). Με τις αιτιολογικές σκέψεις 667 έως 676 συνοψίζονται οι συνέπειες της εν λόγω συμπεριφοράς ως εξής:

«[…]

(667) […] τα στοιχεία αποδεικνύουν εν προκειμένω ότι, όπως αναφέρεται υπό το κεφάλαιο 5.2, οι σχετικές με εργαστήρια που συνδέονται με ομίλους αποφάσεις αποσκοπούν στην επιβράδυνση και, ει δυνατόν, στην αποτροπή της αναπτύξεως των ομίλων αυτών και, συνεπώς, στη μείωση ή στον περιορισμό της παραγωγής, της τεχνικής αναπτύξεως και των επενδύσεων.

(668)Ο σκοπός αυτός αποτυπώνεται, μεταξύ άλλων, στα πρακτικά της συνεδριάσεως ενός οργάνου του ONP της 27ης Μαρτίου 2003[:] “Από αυστηρά νομική άποψη, είναι μάλλον αδύνατο να μην επιτραπεί η αποψίλωση της κυριότητας επί των μεριδίων ή των μετοχών μιας SEL […] το Συμβούλιο αποφασίζει να προβεί στην κατάρτιση διεξοδικής γνωμοδοτήσεως, κατόπιν της οποίας η αποψίλωση της κυριότητας από την οποία ωφελήθηκε η Stés Unilabs θα απορριφθεί για λόγους δεοντολογίας”. Αποτυπώνεται επίσης σε σχέδιο προεκλογικού φυλλαδίου του 2005 της διευθύνουσας το Section G ομάδας, όπου γίνεται λόγος για χρηματοοικονομικούς ομίλους: “Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, πετύχαμε τον στόχο μας, πρέπει να τους συντρίψουμε”.

(669) Οι επίμαχες αποφάσεις εμφανίζονται από τον Μάρτιο του 2003, όταν διαμορφώθηκε η γραμμή δράσεως του ONP για την ανάπτυξη “ενός νέους δόγματος”, για την “απόρριψη της αποψιλώσεως της κυριότητας από την οποία ωφελήθηκε η Stés Labco” και το αργότερο από τον Οκτώβριο του 2003, εν συνεχεία δε από το 2004 υπό μορφή ηλεκτρονικών επιστολών του ONP προς τα συνδεόμενα με τους ομίλους αυτούς εργαστήρια. Εξ όσων γνωρίζει η Επιτροπή, οι ενέργειες αυτές του ONP δεν έχουν έως σήμερα παύσει.

(670) Υπάρχουν πολλά στοιχεία που εμφαίνουν ότι ο περιορισμός του ανταγωνισμού τον οποίο επιδιώκει ο ONP με τις αποφάσεις της δεύτερης κατηγορίας υπακούει σε οικονομικές σκοπιμότητες. Ο ONP διαπίστωσε γρήγορα τον κίνδυνο ανταγωνισμού που συνεπάγεται για πολλά μικρά εργαστήρια που δραστηριοποιούνται η ανάπτυξη ομίλων εργαστηρίων και επικέντρωσε τις προσπάθειές του στον έλεγχο του κεφαλαίου. Στο πλαίσιο αυτό, ο ONP επέβαλε κυρώσεις για παραβάσεις υποχρεώσεων σχετιζόμενων με την κατοχή του κεφαλαίου και τη γνωστοποίηση εγγράφων σχετικών με τον εταιρικό βίο των SEL, με σκοπό την παρεμπόδιση ή/και την καθυστέρηση της αναπτύξεως των εν λόγω ομίλων.

(671) Προς τούτο, ο ONP καθιέρωσε, όπως προκύπτει από πολλά έγγραφα του φακέλου που παρατίθενται στο κεφάλαιο 5.2, όπως είναι τα σημειώματα με τίτλο “Κλινική βιολογία και χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις” ή “Κατάλογος καταγγελιών Labco από SEL”, τη συστηματική καταγραφή των σχετιζόμενων με ομίλους εργαστηρίων. Παράλληλα, ο ONP άρχισε κατά τρόπο εξίσου συστηματικό την άσκηση πειθαρχικών διώξεων κατά των εν λόγω εργαστηρίων και των φαρμακοποιών που ασκούσαν το επάγγελμά τους σε αυτά (βλ. κεφάλαιο 5). Κοινό χαρακτηριστικό όλων των εργαστηρίων και των φαρμακοποιών που αποτελούν αντικείμενο των εγγράφων και των αποφάσεων που αναφέρονται στο κεφάλαιο στο κεφάλαιο 5.2 είναι ότι ανήκουν σε ομίλους εργαστηρίων (ειδικότερα στους Labco, Unilabs και Confindex), οι οποίοι, κατά τον ONP, συνιστούν κίνδυνο ανταγωνισμού για την πλειονότητα των μελών του.

(672) Συγκεκριμένα, η συμμετοχή ομίλων στο κεφάλαιο εργαστηρίων τους παρέχει τη δυνατότητα να επενδύουν σε υψηλής αποδόσεως υλικοτεχνική υποδομή, προκειμένου να πραγματοποιούν οικονομίες κλίμακας, να αναπτύσσουν το εύρος των διαθέσιμων αναλύσεων και να παραδίδουν ταχύτερα τα αποτελέσματα, όπως αναφέρεται στο κεφάλαιο 2.2.2.2. Ο ONP, και ειδικότερα τα διοικητικά όργανα του Section G, δεν είναι δυνατόν να αγνοούν τα πλεονεκτήματα από πλευράς ποιότητας, ταχύτητας και παραγωγικότητας που συνεπάγεται η χρήση των πλέον σύγχρονων εργαστηριακών υλικών, δεδομένου μάλιστα ότι στο κεντρικό συμβούλιο του Section G μετέχουν δύο νοσοκομειακοί βιολόγοι.

(673) Αφετέρου, οι πειθαρχικές κυρώσεις που επέβαλε ο ONP στα εργαστήρια ενός εκ των ομίλων που αναφέρονται στις αποφάσεις του, μολονότι δικαιολογημένες από νομικής απόψεως, είναι αντικειμενικά δυσανάλογες, ιδίως σε σχέση με αυτές που έχουν επιβληθεί για μη τήρηση ενός προτύπου ποιότητας (το οποίο έχει καταστεί υποχρεωτικό από το 1994) από το ένα τρίτο περίπου των εργαστηρίων που δραστηριοποιούνται στην αγορά και σε σχέση με αυτές που επιβάλλει κατά κανόνα ο ONP κατά των SEL ή των φαρμακοποιών-βιολόγων για σοβαρούς λόγους σχετιζόμενους με τη δημόσια υγεία, όπως αναφέρεται στο κεφάλαιο 5.4.

(674) Τέλος, στο κεφάλαιο 5.2 αποδείχθηκε ότι οι δικαιολογίες που προέβαλε ο ONP για τις αποφάσεις του που αποσκοπούσαν στον περιορισμό της αναπτύξεως ομίλων εργαστηρίων στην αγορά αντιφάσκουν προς εκείνες που προέβαλε προς στήριξη των θέσεών του σχετικά με τα λεγόμενα εργαστήρια αναφοράς, τα οποία δεν ανταγωνίζονται ευθέως τη συντριπτική πλειονότητα των εργαστηρίων που δραστηριοποιούνται στην αγορά.

(675) Συγκεκριμένα, η υπεράσπιση της “ανεξαρτησίας των επαγγελματιών που ασκούν το επάγγελμα” μπορεί, κατά τον ONP, να στηριχθεί σε άλλα κριτήρια, σε περίπτωση που τα εργαστήρια στα οποία εργάζονται οι εν λόγω επαγγελματίες δεν ανταγωνίζονται εκείνα των οποίων τα οικονομικά συμφέρονται υπερασπίζεται ο ONP. Επιπλέον, η νομιμότητα των αμφισβητούμενων από τον ONP εταιρικών σχημάτων έχει επανειλημμένως επιβεβαιωθεί ρητώς από το γαλλικό κράτος. Εξάλλου, ο ONP δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι υπερασπίζεται τους επαγγελματίες, από τη στιγμή που το γαλλικό κράτος δεν έχει κρίνει απαραίτητο να επιβάλει περιορισμούς στις συναλλαγές που πραγματοποιούνται αποκλειστικά μεταξύ των επαγγελματιών [βιολόγων ή νομικών προσώπων που δραστηριοποιούνται στον κλάδο αυτόν (SEL)] για την προστασία της επαγγελματικής ανεξαρτησίας τους. Δεν μπορεί ο ONP, ο οποίος δεν διαθέτει κανονιστική αρμοδιότητα, να υποκαταστήσει τη νομοθετική εξουσία, επιβάλλοντας τέτοιους περιορισμούς.

(676) Επομένως, με τον περιορισμό των οικονομικών δραστηριοτήτων των επαγγελματιών που δραστηριοποιούνται στην αγορά ή με την παρεμπόδιση της επενδύσεως εξωτερικών κεφαλαίων στην αγορά, ο ONP αποσκοπεί στον περιορισμό ή στον έλεγχο της παραγωγής, της τεχνικής αναπτύξεως και των επενδύσεων.»

53      Όσον αφορά το σύστημα αποδείξεων, αποτελεί πάγια νομολογία ότι η Επιτροπή οφείλει να συλλέξει τα στοιχεία που αποδεικνύουν επαρκώς κατά νόμο την ύπαρξη περιστατικών που στοιχειοθετούν παράβαση (απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C‑185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑8417, σκέψη 58, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑44/02 OP, T‑54/02 OP, T‑56/02 OP, T‑60/02 OP και T‑61/02 OP, Dresdner Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3567, σκέψη 59).

54      Συνεπώς, είναι απαραίτητο να προσκομίσει η Επιτροπή συγκεκριμένα και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία που να θεμελιώνουν ακλόνητα την πεποίθηση ότι έχει διαπραχθεί η παράβαση (απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Μαρτίου 1984, 29/83 και 30/83, Compagnie royale asturienne des mines και Rheinzink κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 1679, σκέψη 20, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 2008, T‑54/03, Lafarge κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 55). Επομένως, οι προσκομισθείσες από την Επιτροπή αποδείξεις πρέπει να στηρίζουν πέραν πάσης εύλογης αμφιβολίας τη διαπίστωση περί υπάρξεως παραβάσεως (απόφαση Dresdner Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 53 ανωτέρω, σκέψεις 137 και 144).

55      Όσον αφορά τα αποδεικτικά μέσα διά των οποίων μπορεί να αποδειχθεί παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, στο δίκαιο της Ένωσης ισχύει η αρχή της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδείξεων (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 2004, T‑50/00, Dalmine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2395, σκέψη 72, και της 12ης Ιουλίου 2011, T‑112/07, Hitachi κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II‑3871, σκέψη 64).

56      Οι ενδείξεις τις οποίες επικαλείται η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση για να αποδείξει την παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ από επιχείρηση πρέπει να εκτιμώνται συνολικά και όχι μεμονωμένα (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 1972, 48/69, ICI κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 99, σκέψη 68, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 2008, T‑53/03, BPB κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑1333, σκέψη 185). Διαφορετικά αποδεικτικά στοιχεία ενδέχεται να αλληλοενισχύονται (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 2004, T‑67/00, T‑68/00, T‑71/00 και T‑78/00, JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2501, σκέψη 275).

57      Όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο αποφάσεως εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, αποτελεί πάγια νομολογία ότι το Γενικό Δικαστήριο, όταν επιλαμβάνεται προσφυγής ακυρώσεως κατά τέτοιας αποφάσεως, οφείλει να ασκεί εν γένει πλήρη έλεγχο ως προς το αν συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου αυτού (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 1985, 42/84, Remia κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 2545, σκέψη 34, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 26ης Οκτωβρίου 2000, T‑41/96, Bayer κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑3383, σκέψη 62). Συγκεκριμένα, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει ιδίως να εξακριβώσει όχι μόνο την ακρίβεια των προβληθέντων αποδεικτικών στοιχείων, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλά και να ελέγξει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση μιας περίπλοκης καταστάσεως και αν μπορούν να στηρίξουν τα συμπεράσματα που συνήχθησαν βάσει των δεδομένων αυτών (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Δεκεμβρίου 2011, C‑386/10 P, Χαλκόρ κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. I‑13085, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

58      Εν προκειμένω, από το κεφάλαιο 5.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως και από το απόσπασμα του κεφαλαίου 7 αυτής που παρατίθεται στη σκέψη 52 ανωτέρω, προκύπτει ότι η Επιτροπή παραθέτει έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη της διαπιστώσεώς της ότι υπάρχει παράβαση συνιστάμενη στις αποφάσεις που αποσκοπούν στην παρεμπόδιση της αναπτύξεως ομίλων εργαστηρίων, οι οποίες πρέπει να χαρακτηριστούν ως εμπόδια στην παραγωγή, την τεχνική ανάπτυξη και τις επενδύσεις στην επίμαχη αγορά, οπότε πρόκειται για πρόδηλη παράβαση του ευρωπαϊκού δικαίου του ανταγωνισμού (αιτιολογική σκέψη 755 σχετικά με τη σοβαρότητα της παραβάσεως).

59      Τα σημαντικά έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται η διαπίστωση αυτή παρατίθενται στο κεφάλαιο 5.2.1 της προσβαλλομένης αποφάσεως (αιτιολογικές σκέψεις 222 έως 237). Στο τμήμα αυτό της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή περιγράφει αυτό που η ίδια χαρακτηρίζει ως «προσχεδιασμένη στρατηγική» του Συλλόγου με σκοπό των παρεμπόδιση των ομίλων εργαστηρίων, στρατηγική την ύπαρξη της οποίας η Επιτροπή συνάγει από ένα σύνολο εγγράφων και πρακτικών.

60      Ο Σύλλογος δεν προβάλλει συγκεκριμένα επιχειρήματα ως προς το συγκεκριμένο τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ιδίως στο πλαίσιο του δεύτερου, του τρίτου, του τέταρτου και του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, οι οποίοι εξετάζονται κατωτέρω, ότι η Επιτροπή ερμήνευσε εσφαλμένα τη γαλλική νομοθεσία και τη βούληση του νομοθέτη, την οποία εκφράζουν οι αποφάσεις του Συλλόγου. Εξάλλου, ο Σύλλογος δεν προβάλλει επιχειρήματα ούτε ως προς το κεφάλαιο 5.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπου η Επιτροπή διατυπώνει την εκτίμηση ότι ο Σύλλογος επιφύλαξε ευνοϊκή μεταχείριση για τους εξειδικευμένους ομίλους εργαστηρίων, οι οποίοι ενεργούν ως υπεργολάβοι άλλων εργαστηρίων και, συνεπώς, δεν αποτελούν άμεσους ανταγωνιστές τους. Συγκεκριμένα, ο Σύλλογος δεν θεώρησε προβληματικό το γεγονός ότι οι φαρμακοποιοί-βιολόγοι που δραστηριοποιούνται στα συγκεκριμένα εργαστήρια κατείχαν μόνον το 15 % του κεφαλαίου, ενώ, αντιθέτως, απαιτούσε η συμμετοχή αυτή να ανέρχεται τουλάχιστον σε 50 % στην περίπτωση των ομίλων που λειτουργούν ανταγωνιστικά στην αγορά. Τέλος, στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, ο Σύλλογος δεν προβάλλει συγκεκριμένα επιχειρήματα ούτε ως προς το κεφάλαιο 5.5.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως (αιτιολογικές σκέψεις 537 έως 547), στο πλαίσιο του οποίου η Επιτροπή εκτιμά, αφενός, ότι οι διοικούντες τον Σύλλογο ανήγγειλαν τους αντίθετους προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σκοπούς του Συλλόγου ενόψει των εκλογών για την ανάδειξη των τακτικών οργάνων του, ιδίως στο πλαίσιο των εκλογικών προγραμμάτων τους ή σε δημοσιεύσεις στο δελτίο του Συλλόγου. Για παράδειγμα, στην αιτιολογική σκέψη 527 της προσβαλλομένης αποφάσεως γίνεται λόγος για την εκπεφρασμένη βούληση του προέδρου του CCG να «παρενοχλήσει τις καπιταλιστικές φιλοδοξίες των χρηματοοικονομικών ομίλων και την περιουσιακή στρατηγική ορισμένων βιολόγων». Στην ίδια αιτιολογική σκέψη, η Επιτροπή περιγράφει και τους αναγγελθέντες από τα όργανα του Συλλόγου οικονομικούς στόχους.

61      Ωστόσο, το γεγονός ότι η Επιτροπή τεκμηρίωσε, βάσει αποδείξεων, την ύπαρξη προμελετημένης συμπεριφοράς ή ακόμη και στρατηγικής των οργάνων διοικήσεως του Συλλόγου έναντι των ομίλων εργαστηρίων μπορεί να ληφθεί υπόψη για την εκτίμηση του συγκεκριμένου πλαισίου εντός του οποίου εντάσσονται οι πράξεις που συνίστανται στην υπεράσπιση και πιστή εφαρμογή συγκεκριμένης ερμηνείας του νόμου υπό περιστάσεις υπό τις οποίες θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να προκριθούν πλείονες ερμηνείες, πράγμα που, κατά την Επιτροπή, αποδεικνύει ότι η ερμηνεία του νόμου υπαγορεύεται από οικονομικού χαρακτήρα σκοπιμότητες. Συγκεκριμένα, μολονότι η πρόθεση των μερών δεν συνιστά στοιχείο αναγκαίο για τον προσδιορισμό του περιοριστικού χαρακτήρα των επίμαχων πράξεων (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Μαρτίου 2013, C-32/11, Allianz Hungária Biztosító κ.λπ., σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), εντούτοις η σημασία της εν προκειμένω δεν είναι αμελητέα, λαμβανομένων υπόψη των αρμοδιοτήτων που έχουν ανατεθεί στον Σύλλογο από τον νομοθέτη και φέρονται να αποτελούν το πλαίσιο της δράσεώς του.

62      Βάσει των εκτιμήσεων αυτών πρέπει να εξεταστεί εάν, όπως διατείνεται ο Σύλλογος, η Επιτροπή ερμήνευσε εσφαλμένα το εφαρμοστέο νομοθετικό πλαίσιο και να διαπιστωθεί εν τέλει (σκέψεις 343 έως 348 κατωτέρω) εάν είναι βάσιμη η θέση του Συλλόγου ότι, δεδομένης της αποφάσεως Wouters, σκέψη 21 ανωτέρω, δεν πρέπει να του επιβληθούν κυρώσεις στο πλαίσιο του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

63      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει τους λόγους σχετικά με τη σύνθεση και τη μεταβολή του κεφαλαίου των SEL (τέταρτος και πέμπτος λόγος) πριν τους λόγους σχετικά με τις υποχρεώσεις γνωστοποιήσεως που υπέχουν οι SEL κατά τη διάρκεια του βίου τους (δεύτερος και τρίτος λόγος) και να εξετάσει τον έκτο λόγο τελευταίο.

 Επί των λόγων σχετικά με τη σύνθεση και τη μεταβολή του κεφαλαίου των SEL

64      Ο τέταρτος και ο πέμπτος λόγος αφορούν τις συνέπειες που επήλθαν στη διάρθρωση των SEL από την εξέλιξη του νομοθετικού πλαισίου που τις διέπει προς την κατεύθυνση της συμμετοχής εξωτερικών χρηματοδοτών στο κεφάλαιό τους. Το νομικό πλαίσιο, του οποίου η ερμηνεία αποτελεί εν προκειμένω το επίμαχο ζήτημα, περιγράφεται με τις αιτιολογικές σκέψεις 91 έως 102 και 431 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως.

65      Το άρθρο 1 του νόμου 90-1258, της 31ης Δεκεμβρίου 1990, σχετικά με την υπό εταιρική μορφή άσκηση ελευθέρων επαγγελμάτων που διέπονται από ειδικό νομοθετικό ή κανονιστικό καθεστώς, ή επαγγελμάτων των οποίων η ονομασία τυγχάνει προστασίας, και με τις εταιρίες οικονομικής συμμετοχής που δραστηριοποιούνται στην άσκηση ελευθέρων επαγγελμάτων (JORF της 5ης Ιανουαρίου 1991, σ. 216), ορίζει ότι «για την άσκηση ελεύθερου επαγγέλματος υποκείμενου σε ειδικό νομοθετικό ή κανονιστικό καθεστώς ή επαγγελμάτων των οποίων η ονομασία τυγχάνει προστασίας, επιτρέπεται η σύσταση εταιριών περιορισμένης ευθύνης, ανωνύμων εταιριών ή ετερόρρυθμων κατά μετοχές εταιριών διεπόμενων από [τον εμπορικό κώδικα], με την επιφύλαξη των διατάξεων του τίτλου I του παρόντος νόμου.» Επομένως, για τη λειτουργία των εργαστηρίων μπορούν να συστήνονται SEL οι οποίες, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 91 της προσβαλλομένης αποφάσεως, έχουν τη δυνατότητα να λαμβάνουν τις συνήθεις μορφές εμπορικών εταιριών, όπως είναι οι ανώνυμες εταιρίες περιορισμένης ευθύνης (SELARL) και οι ανώνυμες εταιρίες (SELAFA). Είναι επίσης δυνατόν να συστήνονται ετερόρρυθμες εταιρίες κατά μετοχές (SELCA). Η δυνατότητα συστάσεως απλουστευμένων εταιριών κατά μετοχές (SELAS) θεσπίστηκε αργότερα.

66      Κατά το άρθρο 5, πρώτο εδάφιο, του νόμου 90‑1258, «[ποσοστό] άνω του ημίσεως του εταιρικού κεφαλαίου και των δικαιωμάτων ψήφου πρέπει να κατέχεται […] από επαγγελματίες που ασκούν το επάγγελμά τους στο πλαίσιο της εταιρίας».

67      Πρέπει ακόμη να υπομνηστεί το περιεχόμενο του άρθρου R 6212‑82 του CSP, το οποίο θεσπίστηκε με το διάταγμα 92‑545, της 17ης Ιουνίου 1992, σχετικά με τις εταιρίες ασκήσεως του ελεύθερου επαγγέλματος του διευθυντή και του βοηθού διευθυντή εργαστηρίων αναλύσεων κλινικής βιολογίας (JORF της 21ης Ιουνίου 1992, σ. 8106), το οποίο αποτελεί εκτελεστικό διάταγμα του νόμου 90‑1258. Η διάταξη αυτή αποτέλεσε αντικείμενο της αποφάσεως Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκέψη 29 ανωτέρω. Έχει ως εξής:

«Πρόσωπα τα οποία δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου […] του άρθρου 5 του νόμου 90-1258 δεν μπορούν να κατέχουν ποσοστό μεγαλύτερο του ενός τετάρτου του κεφαλαίου εταιρίας ασκήσεως ελεύθερου επαγγέλματος συσταθείσας από διευθυντές και αναπληρωτές διευθυντές εργαστηρίου αναλύσεων κλινικής βιολογίας […].

Εντούτοις, όταν η [SEL] έχει τη μορφή ετερόρρυθμης κατά μετοχές εταιρίας, το ποσοστό του κεφαλαίου που κατέχουν πρόσωπα διαφορετικά από εκείνα περί των οποίων γίνεται λόγος του άρθρου 5 του προαναφερθέντος νόμου της 31ης Δεκεμβρίου 1990 μπορεί να είναι μεγαλύτερο από εκείνο που ορίζει το προηγούμενο εδάφιο, αλλά μικρότερο του ημίσεως του εν λόγω κεφαλαίου.»

68      Με τον νόμο 2001‑1168, της 11ης Δεκεμβρίου 2001, περί επειγόντων μεταρρυθμιστικών μέτρων οικονομικού και πιστωτικού χαρακτήρα (JORF της 12ης Δεκεμβρίου 2001, σ. 19703, στο εξής: νόμος Murcef), διευρύνθηκε η δυνατότητα συμμετοχής εξωτερικών συνεταίρων στο κεφάλαιο των SEL, καθώς επιτράπηκε η αποσύνδεση των δικαιωμάτων κεφαλαίου από τα δικαιώματα ψήφου. Συγκεκριμένα, στον νόμο 90‑1258 προστέθηκε το άρθρο 5­1, το οποίο τέθηκε σε ισχύ στις 12 Δεκεμβρίου 2001. Το πρώτο εδάφιο του εν λόγω άρθρου 5-1 ορίζει ότι, «κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο του άρθρου 5, πλέον του ημίσεως του εταιρικού κεφαλαίου των [SEL] μπορεί να κατέχεται και από φυσικά ή νομικά πρόσωπα ασκούντα το επάγγελμα που συνιστά τον εταιρικό σκοπό [της εταιρίας]».

69      Το άρθρο 5-1 συμπληρώθηκε με τον νόμο 2005‑882, της 2ας Αυγούστου 2005, περί μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (JORF της 3ης Αυγούστου 2005, σ. 12639). Προστέθηκε τότε στο άρθρο 5-1 δεύτερο εδάφιο κατά το οποίο με διατάγματα του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να προβλέπεται, λαμβανομένων υπόψη των αναγκών εκάστου επαγγέλματος, εξαιρουμένων των νομικών και δικαστικών επαγγελμάτων, ότι το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση που η παρέκκλιση αυτή ενδέχεται να θίξει την άσκηση του συγκεκριμένου επαγγέλματος, τον σεβασμό της ανεξαρτησίας των προσώπων που το ασκούν ή των οικείων κανόνων δεοντολογίας.

70      Για την ερμηνεία των διατάξεων αυτών πρέπει ακόμη να ληφθούν υπόψη διάφορες υπουργικές εγκύκλιοι.

71      Πρώτον, στην εγκύκλιο DCIS n° 970019, της 29ης Ιανουαρίου 1997 (στο εξής: εγκύκλιος 970019), αναφέρεται ότι, «σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, ο διευθυντής εργαστηρίου μπορεί να συμμετέχει στο κεφάλαιο [SEL] με το κατώτατο ποσοστό».

72      Δεύτερον, η εγκύκλιος DGS/SQ 3 n° 98‑585, της 22ας Σεπτεμβρίου 1998 (στο εξής: εγκύκλιος 98‑585), έχει ως εξής: «ο ασκών επάγγελμα στον χώρο της υγείας δεν μπορεί να κατέχει μερίδια του κεφαλαίου [SEL] ως επικαρπωτής. Η επικαρπία επί κινητών αξιών εμπεριέχει δικαιώματα καρπώσεως (δικαίωμα σε μερίσματα, δικαίωμα υποκαταστάσεως του ψιλού κυρίου σε περίπτωση διανομής αποθεματικών ή αυξήσεως κεφαλαίου) και εξουσίες διαχειρίσεως (παράσταση σε τακτικές γενικές συνελεύσεις, άσκηση ορισμένων ενδίκων βοηθημάτων).»

73      Τρίτον, με την εγκύκλιο DHOS/05 n° 2005‑506, της 14ης Νοεμβρίου 2005 (στο εξής: εγκύκλιος 2005‑506), διευκρινίζεται ότι «[το] άρθρο 5‑1 του […] νόμου [90‑1258] προβλέπει εξαίρεση από την αρχή αυτή» και ότι «η διάταξη αυτή ισχύει για τις SELAFA, τις SELCA και τις SELAS, διότι στις εταιρίες αυτές είναι δυνατή η τροποποίηση της σχέσεως μεταξύ δικαιωμάτων ψήφου και δικαιωμάτων κεφαλαίου» και ότι «[η] διάταξη αυτή ισχύει και για τις εισφορές σε είδος σε SELARL.»

74      Επομένως, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα ίσχυαν οι εξής αρχές: αφενός, τα πρόσωπα που δεν ασκούσαν το επάγγελμα δεν μπορούσαν να κατέχουν ποσοστό μεγαλύτερο του ενός τετάρτου του κεφαλαίου των SEL εργαστηρίων (άρθρο R 6212‑82 του CSP) και, αφετέρου, οι επαγγελματίες που ασκούσαν το ίδιο επάγγελμα, αλλά δεν έχουν σχέση με τα εργαστήρια, μπορούσαν να κατέχουν πλέον του ημίσεως του κεφαλαίου των SEL εργαστηρίων (άρθρο 5‑1, πρώτο εδάφιο, του νόμου 90‑1258), υπό την προϋπόθεση ότι οι επαγγελματίες που εργάζονται στο εργαστήριο κατέχουν πλέον του ημίσεως των δικαιωμάτων ψήφου (άρθρο 5, πρώτο εδάφιο, του νόμου 90‑1258).

75      Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι οι όμιλοι εργαστηρίων έκαναν χρήση των δυνατοτήτων διευρύνσεως της συμμετοχής στο κεφάλαιο που παρέχονται από το άρθρο 5-1, πρώτο εδάφιο, του νόμου 90‑1258, όπως εισήχθη με τον νόμο Murcef, με δύο κατ’ ουσίαν τεχνικές.

76      Η πρώτη τεχνική συνίσταται στην αποσύνδεση των δικαιωμάτων ψήφου από την οικονομική συμμετοχή, διά της αποδόσεως, μέσω διπλών ή πολλαπλών δικαιωμάτων ψήφου, δικαιωμάτων ψήφου που δεν αντιστοιχούν αριθμητικά στα μερίδια κεφαλαίου που κατέχουν οι εταίροι των SEL. Η τεχνική αυτή αποτελεί αντικείμενο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως.

77      Η δεύτερη τεχνική συνίσταται στην αποψίλωση της κυριότητας επί των μετοχών, ήτοι, κατ’ ουσίαν, στη διάσπαση της κυριότητας μεταξύ επικαρπίας επί των τίτλων της SEL, η οποία παρέχει δικαίωμα ψήφου για τη διανομή των κερδών και δικαίωμα εισπράξεως μερισμάτων, και ψιλής κυριότητας (αιτιολογική σκέψη 239 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η τεχνική αυτή αποτελεί αντικείμενο του πέμπτου λόγου ακυρώσεως.

–       Επί του τέταρτου λόγου, σχετικά με παράλειψη συνεκτιμήσεως του ρόλου του CCG ως εγγυητή της επαγγελματικής ανεξαρτησίας του εταίρου σε σχέση με το κατώτατο ποσοστό συμμετοχής του στο κεφάλαιο των SEL

78      Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως προσβάλλεται το κεφάλαιο 5.2.2.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως (αιτιολογικές σκέψεις 373 έως 449), με τίτλο «Κατώτατο ποσοστό συμμετοχής των φαρμακοποιών στο κεφάλαιο των SEL», όπου η Επιτροπή διατυπώνει την εκτίμηση ότι, στο πλαίσιο του σχηματισμού ενώσεων SEL συνδεόμενων με ομίλους εργαστηρίων, ο Σύλλογος επιδίωξε να επιβάλει ως υποχρεωτική την κατοχή ενός κατώτατου ποσοστού επί του κεφαλαίου των SEL από φαρμακοποιούς ασκούντες τη δραστηριότητά τους στο πλαίσιο των εν λόγω SEL και ότι η απόφαση αυτή αποσκοπεί στην παρακώλυση του σχηματισμού τέτοιων ενώσεων και στην παρεμπόδιση της αναπτύξεως ομίλων εργαστηρίων. Δύο είναι οι μορφές δράσεως του Συλλόγου που εξετάζονται με την προσβαλλόμενη απόφαση. Αφενός, κατά την Επιτροπή, ο Σύλλογος υποστήριξε ότι, για λόγους δεοντολογίας, δεν ήταν δυνατόν ο αριθμός των δικαιωμάτων ψήφου των επαγγελματιών που ήταν εταίροι σε SELAS ή SELARL, χωρίς να ασκούν το ίδιο επάγγελμα, να είναι μικρότερος του αριθμού των μετοχών τους, πλην όμως όλες οι περιπτώσεις που επισήμανε η Επιτροπή αφορούσαν συναλλαγές μεταξύ επαγγελματιών, οπότε δεν ετίθετο ζήτημα επαγγελματικής ανεξαρτησίας (αιτιολογικές σκέψεις 374 και 375). Αφετέρου, ο Σύλλογος υπερασπίστηκε τη θέση ότι η κατοχή πολύ χαμηλού ποσοστού του κεφαλαίου από φαρμακοποιούς θα έθιγε τους κανόνες δεοντολογίας και, ιδίως, την επαγγελματική ανεξαρτησία του φαρμακοποιού, ενώ, κατά την Επιτροπή, η επαγγελματική ανεξαρτησία διασφαλίζεται με τις κείμενες διατάξεις της νομοθεσίας (αιτιολογική σκέψη 377). Η Επιτροπή παραθέτει πολλά παραδείγματα εφαρμογής των εν λόγω απόψεων στην πράξη (αιτιολογικές σκέψεις 378 έως 430).

79      Ο Σύλλογος υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι ο έλεγχος που ασκεί όσον αφορά την κατοχή ενός κατώτατου ποσοστού του εταιρικού κεφαλαίου από ελεύθερους επαγγελματίες εταίρους της SEL αποτελεί μέρος της αρμοδιότητάς του να εξασφαλίζει τον σεβασμό της επαγγελματικής ανεξαρτησίας του βιολόγου που ασκεί το οικείο επάγγελμα. Ο Σύλλογος φρονεί ότι, στο πλαίσιο αυτό, αντιτάχθηκε σε εταιρικά σχήματα όπως αυτά που χρησιμοποίησε η Labco, προκειμένου οι επαγγελματίες που ασκούν το επάγγελμά τους σε εργαστήριο να έχουν μεν την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου, αλλά συμβολική μόνο συμμετοχή στο κεφάλαιο, με συνέπεια να μην καρπώνονται τα πραγματοποιηθέντα κέρδη και να μην μετέχουν πραγματικά στη διοίκηση του εργαστηρίου. Μη έχοντας πρόσβαση στα μερίσματα, ο διευθυντής του εργαστηρίου θα έπρεπε να υποκύπτει στις απαιτήσεις του έχοντος τον έλεγχο μετόχου και να αμείβεται υπό τους όρους που αυτός καθορίζει, δηλαδή με μισθό και, ως εκ τούτου, ανάλογα με τις επιδόσεις του εργαστηρίου, με συνέπεια να πλήττεται η οικονομική ανεξαρτησία του. Η Επιτροπή υποστηρίζει, με την ανάλυσή της, ότι καταστρατηγήθηκε ο σκοπός του νόμου. Συναφώς, ο Σύλλογος επικαλείται επίσης τη συζήτηση στο Κοινοβούλιο ενόψει της ψηφίσεως του νόμου 2005‑882, με τον οποίο προστέθηκε το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 5‑1 του νόμου 90‑1258, υποστηρίζοντας ότι από τις συζητήσεις αυτές προκύπτει η ύπαρξη παρεκκλίσεων. Ο Σύλλογος προβάλλει ακόμη ότι η απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκέψη 29 ανωτέρω, επιβεβαιώνει την ανάλυσή του, όπως και η θέση που διαμόρφωσε ο Ιατρικός Σύλλογος σε ορισμένες περιπτώσεις.

80      Εξάλλου, κατά τον Σύλλογο, δεν είναι δυνατόν σε μια SELARL να διαχωριστεί η συμμετοχή στο κεφάλαιο από το δικαίωμα ψήφου, εκτός της περιπτώσεως των εισφορών σε είδος.

81      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη Labco, αμφισβητεί τα επιχειρήματα του Συλλόγου. Προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι η δυνατότητα διαχωρισμού των δικαιωμάτων κεφαλαίου από τα δικαιώματα ψήφου προβλέπεται στο άρθρο 5‑1 του νόμου 90‑1258 και επιβεβαιώνεται από την υπουργική απόφαση. Ο νόμος προβλέπει επίσης τον έλεγχο της λειτουργίας των SEL από ελεύθερους επαγγελματίες. Κατά την Επιτροπή, ο Σύλλογος δεν μπορούσε να εμποδίσει την εφαρμογή του εκδίδοντας αποφάσεις ενώσεως επιχειρήσεων, διότι ήταν υποχρεωμένος να ασκεί τις αρμοδιότητές του εντός του ισχύοντος νομικού πλαισίου.

82      Εξάλλου, η Labco τονίζει μετ’ επιτάσεως ότι η διάρθρωσή της ήταν απολύτως νόμιμη.

83      Ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως αφορά, κατ’ ουσίαν, την αντίθεση του Συλλόγου στα χρησιμοποιούμενα από τη Labco εταιρικά σχήματα, στο πλαίσιο των οποίων μια εταιρία holding αποκτά ποσοστό συμμετοχής όχι μεγαλύτερο του 25 % σε SEL εργαστηρίων, οι οποίες εν συνεχεία αποκτούν πλειοψηφικές συμμετοχές σε άλλες SEL, χωρίς, όμως, να κατέχουν την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου σε αυτές. Κατά συνέπεια, ο βιολόγος που ασκεί το επάγγελμά του στις τελευταίες κατέχει την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου, αλλά ενδέχεται να διαθέτει ελάχιστη μόνο συμμετοχή στο κεφάλαιο, πράγμα στο οποίο ο Σύλλογος αντιτίθεται.

84      Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει ο Σύλλογος, το άρθρο 5‑1, πρώτο εδάφιο, του νόμου 90‑1258, το οποίο προστέθηκε στο τέλος του 2001 με τον νόμο Murcef, δεν εμπεριείχε κατά τη διάρκεια της παραβάσεως (ήτοι από τις 14 Οκτωβρίου 2003 έως τις 21 Οκτωβρίου 2009) ασάφειες όσον αφορά τη νομιμότητα του εν λόγω εταιρικού σχήματος.

85      Συγκεκριμένα, από το άρθρο 5‑1, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω νόμου προκύπτει σαφώς ότι τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που δεν μετέχουν σε SEL μπορούν να κατέχουν την πλειοψηφία του κεφαλαίου, αλλά όχι των δικαιωμάτων ψήφου, υπό την προϋπόθεση ότι τα πρόσωπα αυτά ασκούν το επάγγελμα που αποτελεί αντικείμενο του εταιρικού σκοπού της συγκεκριμένης SEL. Ο διαχωρισμός του κεφαλαίου από τα δικαιώματα ψήφου είναι, συνεπώς, δυνατός, π.χ. προς όφελος τρίτων φαρμακοποιών βιολόγων ή της SEL που διαθέτει εργαστήριο, υπό την προϋπόθεση ότι αυτοί δεν κατέχουν την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου.

86      Η εξέλιξη αυτή περιγραφόταν, άλλωστε, προηγουμένως στην εγκύκλιο 970019, κατά την οποία ο διευθυντής του εργαστηρίου μπορεί να κατέχει ελάχιστο ποσοστό συμμετοχής στο κεφάλαιο της SEL, και στηρίζεται στην εγκύκλιο 2005‑506, κατά την οποία επιτρέπεται η μεταβολή της σχέσεως μεταξύ δικαιωμάτων ψήφου και κεφαλαίου στις SELAFA, SELCA και SELAS. Όπως προκύπτει από το γράμμα της τελευταίας εγκυκλίου, αυτή εκδόθηκε από τον Υπουργό Υγείας της Γαλλίας ειδικά προκειμένου να διευκρινιστούν στους νομάρχες οι βασικές αρχές που διέπουν μεταξύ άλλων την εφαρμογή του άρθρου 5‑1 του νόμου 90‑1258.

87      Συναφώς, η Επιτροπή ορθώς υποστηρίζει ότι το επιχείρημα που αντλεί ο Σύλλογος από την προστασία της επαγγελματικής ανεξαρτησίας, δεν έχει στο πλαίσιο αυτό καθοριστική σημασία.

88      Βεβαίως, η οικονομική ανεξαρτησία του φαρμακοποιού-βιολόγου κατοχυρώνεται ρητώς με το άρθρο R 4235‑18 του CSP, κατά το οποίο «ο φαρμακοποιός δεν υπόκειται σε οικονομικό, εμπορικό, τεχνικό ή ηθικό εξαναγκασμό οιασδήποτε φύσεως κατά την άσκηση του επαγγέλματός του, ιδίως κατά τη σύναψη συμφωνιών, συμβάσεων ή συμβατικών τροποποιήσεων επαγγελματικής φύσεως». Δεν αμφισβητείται ότι η εφαρμογή της διατάξεως αυτής εμπίπτει στις αρμοδιότητες του Συλλόγου.

89      Ωστόσο, η διάταξη αυτή δεν επιτρέπει στον Σύλλογο να αντιτάσσεται σε εταιρικά σχήματα που δεν παραβιάζουν τη νομοθεσία, ιδίως όσον αφορά την κατοχή του κεφαλαίου από τους φαρμακοποιούς-βιολόγους ή από εταιρίες εργαστηρίων, οι οποίοι επίσης υπόκεινται στους κανόνες δεοντολογίας, και όχι από τρίτους που δεν ασκούν το επάγγελμα, ως προς τους οποίους ισχύει ο κανόνας του άρθρου R 6212‑82 του CSP περί κατοχής ποσοστού μη υπερβαίνοντος το 25 % του κεφαλαίου ενός εργαστηρίου. Η απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκέψη 29 ανωτέρω, η οποία αφορά το κύρος της διατάξεως αυτής από την άποψη της ελευθερίας εγκαταστάσεως, δεν έχει καθοριστική σημασία ούτε ως προς το ζήτημα αυτό.

90      Είναι γεγονός ότι σε ορισμένα χωρία των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Γαλλία κατά Επιτροπής, σκέψη 29 ανωτέρω (Συλλογή 2009, σ. I‑12944), αλλά και της εν λόγω αποφάσεως γίνεται λόγος για τη δυνατότητα θεσπίσεως, όπως προβάλλει η Επιτροπή, ελαστικότερου συστήματος από την άποψη της ελευθερία εγκαταστάσεως, σε σχέση με το όριο του 25 % για την κατοχή κεφαλαίου SEL εργαστηρίων από μη βιολόγους, το οποίο θα συνίστατο στον διαχωρισμό των δικαιωμάτων ψήφου από τα οικονομικά δικαιώματα. Ωστόσο, είναι πρόδηλον ότι ένα τέτοιο σύστημα, το οποίο θα επέτρεπε ενδεχομένως σε πρόσωπα άσχετα με το επάγγελμα να κατέχουν ποσοστά συμμετοχής στο κεφάλαιο μεγαλύτερα του 25 % του κεφαλαίου υπό την προϋπόθεση ότι η πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου ανήκει σε ελεύθερους επαγγελματίες, δεν αντιστοιχεί σε αυτό που σκόπευε να δημιουργήσει ο γάλλος νομοθέτης διά της θεσπίσεως ελαστικότερων διατάξεων με τον νόμο Murcef και την προσθήκη του άρθρου 5‑1, πρώτο εδάφιο, του νόμου 90‑1258. Η τελευταία αυτή διάταξη, η οποία προβλέπει τη δυνατότητα αποκτήσεως πλειοψηφικής συμμετοχής στο κεφάλαιο από επαγγελματίες που δεν εργάζονται στη SEL, δεν εξετάστηκε στο πλαίσιο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκέψη 29 ανωτέρω. Το ενδεχόμενο να ασκούν οι κατέχοντες την πλειοψηφία του κεφαλαίου τρίτοι πίεση στους βιολόγους που ασκούν τη δραστηριότητά τους σε τέτοια εργαστήρια αναφέρεται στην εν λόγω απόφαση (σκέψη 85), όπως και στις προαναφερθείσες προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi (σημεία 212 και 213), απλώς και μόνο προς δικαιολόγηση του κανόνα περί απαγορεύσεως της κατοχής ποσοστού 25 % του κεφαλαίου από μη βιολόγους σε σχέση με ελαστικότερες σχετικές ρυθμίσεις.

91      Από την προηγηθείσα ανάλυση προκύπτει ότι, με την τροποποίηση του νόμου Murcef, ο γάλλος νομοθέτης εκτίμησε ότι η ανεξαρτησία του βιολόγου μπορεί να διασφαλιστεί επαρκώς από τη συνδυασμένη εφαρμογή δύο περιορισμών: τον περιορισμό της συμμετοχής των μη σχετιζόμενων με τη SEL προσώπων στο κεφάλαιό της σε 25 % κατ’ ανώτατο όριο και στην κατοχή της πλειοψηφίας των δικαιωμάτων ψήφου από πρόσωπα που ασκούν το επάγγελμά τους εντός της SEL. Συνεπώς, ο Σύλλογος όφειλε να ενεργήσει εντός των ορίων αυτών, η δε αρχή της επαγγελματικής ανεξαρτησίας, η οποία ορίζεται κατά τρόπο ευρύ στο άρθρο R 4235‑18 του CSP, δεν μπορεί να αποτελεί πρόσχημα για τον περιορισμό της προσβάσεως στο κεφάλαιο των SEL στο πλαίσιο σύμφωνων με τη νομοθεσία εταιρικών σχημάτων.

92      Εξάλλου, όπως επισημαίνεται με την αιτιολογική σκέψη 377 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο έλεγχος της λειτουργίας της SEL από επαγγελματίες και, συνεπώς, η επαγγελματική ανεξαρτησία τους διασφαλίζεται όχι μόνον από την κατοχή της πλειοψηφίας των δικαιωμάτων ψήφου κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 5 και 5‑1 του νόμου 90‑1258, αλλά και από άλλες διατάξεις του εν λόγω νόμου, οι οποίες προβλέπουν, μεταξύ άλλων, τη συμμετοχή, στα όργανα διοικήσεως, ενός κατώτατου αριθμού εταίρων που ασκούν το επάγγελμά τους εντός της εταιρίας, οι οποίοι μάλιστα είναι αποκλειστικά αρμόδιοι για την εξέταση ζητημάτων σχετικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες ασκείται το επάγγελμα.

93      Επομένως, ο Σύλλογος δεν μπορεί να επικαλείται λυσιτελώς, ως προς το ζήτημα αυτό, ούτε τις κοινοβουλευτικές συζητήσεις επί του νόμου 2005‑882. Η Επιτροπή εξέτασε το επιχείρημα αυτό με τις αιτιολογικές σκέψεις 440 και 441 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Πρόκειται, συγκεκριμένα, για την άποψη που εξέφρασε ο Γάλλος βουλευτής Lang, με αφορμή πρόταση νόμου για την απαγόρευση της αποψιλώσεως της κυριότητας επί των εταιρικών μεριδίων, απαγόρευση η οποία, ωστόσο, δεν συμπεριλήφθηκε στον νόμο που τελικά θεσπίστηκε. Η άποψη ενός βουλευτή ότι το χρησιμοποιούμενο από τη Labco εταιρικό σχήμα της παρέχει τη δυνατότητα να αποκομίζει το σύνολο των κερδών και να καθορίζει τις αμοιβές των βιολόγων, κατ’ αντίθεση προς τα οριζόμενα από τον CSP, δεν μπορεί να αποτελέσει δικαιολογία για τις παρεμβάσεις του Συλλόγου σε περιπτώσεις σύμφωνων με τη νομοθεσία εταιρικών σχημάτων. Το ίδιο ισχύει και για τη μνημονευόμενη στην αιτιολογική σκέψη 441 της προσβαλλομένης αποφάσεως απάντηση του Υπουργού Υγείας σε κοινοβουλευτική ερώτηση. Κατ’ αναλογία, το γεγονός ότι το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 5‑1 του νόμου 90‑1258 προβλέπει τη δυνατότητα νομοθετήσεως διά διατάγματος δεν έχει καθοριστική σημασία, δεδομένου ότι δεν έχει εκδοθεί διάταγμα για τις περιπτώσεις αυτές.

94      Όσον αφορά περαιτέρω τη διαφωνία των διαδίκων σχετικά με το ειδικότερο ζήτημα του εάν, κατά τον χρόνο των επίμαχων περιστατικών, ήταν δυνατός ο διαχωρισμός των δικαιωμάτων κεφαλαίου από τα δικαιώματα ψήφου στις SELARL, ο Σύλλογος επικαλείται συναφώς το γενικό περιεχόμενο του άρθρου L 223‑28 του γαλλικού εμπορικού κώδικα (στο εξής: CDC) σχετικά με τις SARL. Στο άρθρο αυτό ορίζεται ότι έκαστος εταίρος έχει δικαίωμα να μετέχει στη λήψη των αποφάσεων και διαθέτει αριθμό ψήφων ίσο προς τον αριθμό των εταιρικών μεριδίων που διαθέτει.

95      Κατά τον Σύλλογο, η διάταξη αυτή εφαρμόζεται στις SELARL και, συνεπώς, αποκλείεται η προαναφερθείσα δυνατότητα διαχωρισμού στην περίπτωσή τους.

96      Συναφώς, με την απάντησή της στις έγγραφες ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι, με την εγκύκλιο 2005‑506, η γαλλική διοίκηση υιοθέτησε την άποψη ότι το άρθρο 5‑1 του νόμου 90‑1258 δεν ισχύει ως προς τις SELARL, εξαιρουμένων των περιπτώσεων των εισφορών σε είδος. Ωστόσο, η περίπτωση της εισφοράς σε είδος, ήτοι της εισφοράς από τον εταίρο των τεχνικών γνώσεών του, της εργασίας του ή των υπηρεσιών του προς όφελος της εταιρίας, δεν πρέπει να εξεταστεί διεξοδικότερα στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως.

97      Πάντως, ανεξαρτήτως του εάν αν η εγκύκλιος 2005‑506 απλώς αποτυπώνει την ισχύουσα νομοθεσία, όπως υποστήριξε ο Σύλλογος κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ή, αντιθέτως, η επίμαχη εγκύκλιος περιέχει contra legem ερμηνεία ως προς το ζήτημα αυτό, δεν αμφισβητείται ότι, έως την έκδοση της εγκυκλίου αυτής το 2005, οι εταιρίες μπορούσαν ασφαλώς να θεωρήσουν ως δεδομένο ότι το άρθρο 5‑1 του νόμου 90‑1258 υπερισχύει, ως lex specialis, των γενικών διατάξεων του εμπορικού κώδικα.

98      Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 388 της προσβαλλομένης αποφάσεως, με το άρθρο 1 του νόμου 90‑1258 διευκρινίζεται ότι οι SEL διέπονται από τις διατάξεις του Δεύτερου Βιβλίου του εμπορικού κώδικα, «με την επιφύλαξη των διατάξεων του τίτλου Ι του παρόντος νόμου». Το άρθρο 5‑1 εντάσσεται στον εν λόγω τίτλο Ι.

99      Εξάλλου, κανένα στοιχείο δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, με την καθιέρωση νέου συστήματος στο πλαίσιο του νόμου Murcef, ο νομοθέτης είχε τη βούληση να εισαγάγει δυσμενή διάκριση μεταξύ των διαφόρων εταιρικών μορφών SEL, δεδομένου ότι το κείμενο του άρθρου 5‑1 αφορά το κεφάλαιο των SEL χωρίς άλλες διευκρινίσεις και, συνεπώς, αφορά όλες τις μορφές SEL.

100    Υπό τις συνθήκες αυτές, ήταν ορθή η εκτίμηση της Επιτροπής ότι, έως το 2005, το νομικό πλαίσιο λειτουργίας των SELARL επιδέχονταν πλείονες ερμηνείες και ότι ο Σύλλογος ακολουθούσε συστηματικά την ερμηνεία που ήταν λιγότερο ευνοϊκή για το άνοιγμα της αγοράς στους ομίλους εργαστηρίων. Τούτο ισχύει παρά το γεγονός ότι το κείμενο της εγκυκλίου 2005‑506 δεν αποτυπώνεται επακριβώς στην αιτιολογική σκέψη 435 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθώς αναφέρεται ότι από το κείμενο αυτό προκύπτει ότι το άρθρο 5‑1 του νόμου 98‑1258 εφαρμόζεται αδιακρίτως στις SELARL. Συγκεκριμένα, εν πάση περιπτώσει, οι περιπτώσεις SELARL στις οποίες παρενέβη ο Σύλλογος, ιδίως εκείνες των SEL Laboratoire d’Isle (αιτιολογικές σκέψεις 378 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως) και Norden (αιτιολογική σκέψη 391 της προσβαλλομένης αποφάσεως) χρονολογούνται πριν το 2005, οπότε δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση η ανάλυση της Επιτροπής σχετικά με τον υπέρμετρο χαρακτήρα των παρεμβάσεων των Συλλόγου ως προς αυτές.

101    Η Επιτροπή παραθέτει, εξάλλου, πολλές άλλες παρεμβάσεις, οι οποίες δεν αφορούσαν SELARL.

102    Συναφώς, η ανάλυση με την οποία η Επιτροπή αμφισβητεί, μεταξύ άλλων, τις παρεμβάσεις του Συλλόγου όσον αφορά τις SELAS Laboratoire Central και Groupe biologic Lam, οι οποίες συνδέονται με τη Labco, ή τις SELAS JPBS, Exsel Bio και Labocentre, δεν αναιρείται από το επιχείρημα του Συλλόγου ότι, επειδή οι ελεύθεροι επαγγελματίες εταίροι κατείχαν χαμηλό ποσοστό του κεφαλαίου σε σχέση με το σύνολο των μετοχών, ήταν απαραίτητο να διασφαλιστεί η οικονομική ανεξαρτησία του φαρμακοποιού βιολόγου που ασκεί το επάγγελμά του έναντι των «εξωτερικών» εταίρων, οι οποίοι είχαν τον οικονομικό έλεγχο επί του εταιρικού σχήματος. Συγκεκριμένα, ο νόμος επέτρεπε ρητώς στους εταίρους που ασκούν το επάγγελμά τους στο εργαστήριο να διατηρούν μειωμένο ή ακόμη και εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό του κεφαλαίου, υπό την προϋπόθεση ότι διατηρούν την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου. Το ενδεχόμενο οι ελεύθεροι επαγγελματίες εταίροι να λάμβαναν αμοιβές μη συνδεόμενες με τα κέρδη δεν αναιρεί το συμπέρασμα αυτό. Ομοίως, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή, το γεγονός ότι ο Ιατρικός Σύλλογος είχε αντιρρήσεις σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ιατρός που ασκούσε το επάγγελμά του στο πλαίσιο SELAS κατείχε την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου, αλλά συμβολικό μόνον μέρος του κεφαλαίου δεν συνηγορεί υπέρ της νομιμότητας των πρακτικών του Συλλόγου.

103    Όσον αφορά, επαλλήλως, το επιχείρημα που προέβαλε ο Σύλλογος κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι έπρεπε να ελέγχεται εάν, στις SELAS, οι «εξωτερικοί» εταίροι είχαν αριθμό δικαιωμάτων ψήφου κατώτερο του αριθμού των μετοχών τους, πράγμα που δεν ήταν δυνατόν για τις συγκεκριμένες εταιρίες, διαπιστώνεται ότι το επιχείρημα αυτό, εκτός από ασαφές, είναι, εν πάση περιπτώσει, απορριπτέο για τους λόγους που παρατίθενται στις σκέψεις 98 και 99 ανωτέρω.

104    Τέλος, υπενθυμίζεται ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση παρατίθενται πλείονα έγγραφα από τα οποία προκύπτει ότι ο Σύλλογος γνώριζε ότι οι ελεύθεροι επαγγελματίες επενδυτές είχαν από νομικής απόψεως τη δυνατότητα να κατέχουν την πλειοψηφία του κεφαλαίου, υπό την προϋπόθεση ότι η πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου κατέχεται από επαγγελματίες που ασκούν το επάγγελμα εντός της SEL, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ο Σύλλογος επιδίωξε τροποποίηση του νόμου προβλέπουσα την κατοχή ενός κατώτατου ποσοστού του κεφαλαίου από τους εταίρους που ασκούν τη δραστηριότητά τους εντός της εταιρίας (βλ. τα αποδεικτικά στοιχεία που παρατίθενται στην υποσημείωση 523 και τις αιτιολογικές σκέψεις 442 έως 449 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Τα αποδεικτικά στοιχεία αυτά, τα οποία σχετίζονται με τα παρατιθέμενα μεταξύ άλλων στο κεφάλαιο 5.5 της προσβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με τον ανακοινωθέντα στόχο της αντιμετωπίσεως της εισόδου χρηματοοικονομικών ομίλων στο επάγγελμα, στηρίζουν τη θέση της Επιτροπής ότι οι παρεμβάσεις του Συλλόγου αποσκοπούν στην εφαρμογή του νόμου βάσει της προκρινόμενης από τον Σύλλογο ερμηνείας, κατά τρόπο συστηματικά δυσμενή για τους ομίλους. Συναφώς, μπορεί να αναφερθεί και το γεγονός ότι στα έγγραφα του Συλλόγου προς τις SELARL Laboratoire d’Isle και Norden γίνεται λόγος για επί της αρχής θέση του Συλλόγου κατά της αποψιλώσεως της κυριότητας επί των μετοχών (παρά το γεγονός ότι στις συγκεκριμένες περιπτώσεις δεν επρόκειτο, από τεχνικής απόψεως, για αποψίλωση υπό την αυστηρή του όρου έννοια), γεγονός που θα εξεταστεί κατωτέρω στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου ακυρώσεως.

105    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος.

–       Επί του πέμπτου λόγου, σχετικά, κατ’ ουσίαν, με εσφαλμένη εκτίμηση της βουλήσεως του νομοθέτη όσον αφορά την αποψίλωση της κυριότητας επί των εταιρικών μεριδίων πέραν του ανωτάτου ορίου του 25 % και παράλειψη συνεκτιμήσεως του νομικού πλαισίου που εφαρμόζεται στην αποψίλωση της κυριότητας επί των εταιρικών μεριδίων των SEL

106    Ο λόγος αυτός αφορά το κεφάλαιο 5.2.2.1 της προσβαλλομένης αποφάσεως (αιτιολογικές σκέψεις 239 έως 295), με τίτλο «Αποψίλωση της κυριότητας επί των εταιρικών μεριδίων της SEL», στο πλαίσιο του οποίου η Επιτροπή προσάπτει στον Σύλλογο ότι απαγόρευσε την αποψίλωση της κυριότητας επί των μετοχών των SEL. Με τις επίμαχες αποφάσεις του Συλλόγου, αφενός, υποδεικνυόταν στις SEL ή στους εταίρους/φαρμακοποιούς που ασκούσαν το επάγγελμά τους στο πλαίσιο των εν λόγω SEL να απαλείψουν από το καταστατικό κάθε μνεία σε αποψίλωση της κυριότητας ή να μην προβαίνουν σε αυτήν και, αφετέρου, κινούνταν πειθαρχικές διαδικασίας κατά των φαρμακοποιών-βιολόγων που δεν συμμορφώνονταν, με το πρόσχημα της παραβάσεως των κανόνων που διέπουν το επάγγελμα του φαρμακοποιού (αιτιολογικές σκέψεις 242 έως 244), ως παραδείγματα δε τέτοιων αποφάσεων η Επιτροπή αναφέρει τις περιπτώσεις της SELAFA Schaffner Jean Bart Mathieu Wallon (αιτιολογικές σκέψεις 248 έως 253) και της SELARL Labco Artois (αιτιολογικές σκέψεις 256 έως 258).

107    Ο Σύλλογος προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι το ανώτατο όριο του 25 % του κεφαλαίου που έχει οριστεί με το άρθρο R 6212‑82 του CSP για τρίτους οι οποίοι δεν ήταν ελεύθεροι επαγγελματίες ισχύει τόσο για τους τίτλους υπό πλήρη κυριότητα όσο και για τους τίτλους υπό ψιλή κυριότητα. Ο Σύλλογος υποστηρίζει ότι αντιτάχθηκε στην αποψίλωση της κυριότητας μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν διασφαλιζόταν, αφενός, ότι το ήμισυ των δικαιωμάτων ψήφου κατέχεται από ελεύθερους επαγγελματίες που ασκούν το επάγγελμά τους εντός της επιχειρήσεως και, αφετέρου, οι τρίτοι που δεν είναι ελεύθεροι επαγγελματίες λιγότερο από το ένα τέταρτο του εταιρικού κεφαλαίου. Οι περιπτώσεις της Unilabs, της SELAFA Schaffner Jean Bart Mathieu Wallon και της εταιρίας Biolabs Centre Labo αφορούσαν εταιρικά σχήματα τα οποία απορρίφθηκαν για τον λόγο αυτόν. Το CCG εξέτασε επίσης περιπτώσεις εταιριών στις οποίες είχε επιτραπεί η αποψίλωση της κυριότητας επί των εταιρικών μεριδίων εντός του επιβαλλόμενου από τον νόμο ορίου του 25 %.

108    Με το υπόμνημα απαντήσεως, ο Σύλλογος προβάλλει ότι η Επιτροπή συγχέει την τεχνική της αποψιλώσεως του δικαιώματος της κυριότητας με την τεχνική που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 5‑1 του νόμου 90‑1258. Επικαλείται επίσης απόφαση του διοικητικού εφετείου του Παρισιού (Γαλλία) της 31ης Μαρτίου 2011, η οποία επιβεβαιώνει απόφαση του διοικητικού πρωτοδικείου του Παρισιού της 12ης Μαΐου 2009 και την έλλειψη νομιμότητας του χρησιμοποιηθέντος από την Unilabs εταιρικού σχήματος.

109    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, σχετικά με την αποψίλωση της κυριότητας, ο Σύλλογος υιοθέτησε μια άποψη επί της αρχής, η οποία οδήγησε σε παρεμβάσεις σε περιπτώσεις αποψιλώσεως κυριότητας απολύτως σύννομες και, ιδίως, συμβατές με το άρθρο R 6212‑82 του CSP.

110    Όπως επισημάνθηκε με τη σκέψη 77 ανωτέρω, η τεχνική της αποψιλώσεως της κυριότητας συνίσταται στη διάσπαση της κυριότητας επί των τίτλων της SEL μεταξύ επικαρπίας, η οποία παρέχει δικαίωμα ψήφου για τη διανομή των κερδών και δικαίωμα εισπράξεως μερισμάτων, και ψιλής κυριότητας (αιτιολογική σκέψη 239 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

111    Τονίζεται, καταρχάς, ότι ο Σύλλογος ορθώς επισημαίνει ότι από τα δικόγραφα της Επιτροπής προκύπτει κάποια σύγχυση μεταξύ της τεχνικής του διαχωρισμού μεταξύ δικαιωμάτων ψήφου και χρηματοοικονομικής συμμετοχής και της τεχνικής της αποψιλώσεως της κυριότητας, καθώς, τόσο με το υπόμνημα αντικρούσεως όσο και στο υπόμνημα ανταπαντήσεως, η Επιτροπή κάνει λόγο για τον προβλεπόμενο από το άρθρο 5‑1 του νόμου 90‑1258 διαχωρισμό μεταξύ δικαιωμάτων ψήφου και κεφαλαιουχικών δικαιωμάτων για τις SELARL και για την περίπτωση των εργαστηρίων Isle και Norden, όπου μάλλον δεν τίθεται ζήτημα αποψιλώσεως της κυριότητας με τη στενή του όρου έννοια. Τα ζητήματα αυτά εξετάστηκαν, άλλωστε, στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως. Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι ο Σύλλογος συνέβαλε στη δημιουργία συγχύσεως ως προς το ζήτημα αυτό, καθώς ο ίδιος επικαλέστηκε την επί της αρχής αντίθεσή του στην τεχνική της αποψιλώσεως της κυριότητας σε έγγραφα που απέστειλε στα εν λόγω εργαστήρια, παρά το γεγονός ότι οι μεταβολές του καταστατικού τους αφορούσαν την πρακτική του διαχωρισμού (αιτιολογικές σκέψεις 380 και 392 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

112    Ωστόσο, η διαμάχη αυτή δεν έχει καθοριστική σημασία για την εξέταση του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως. Όπως τόνισε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αμφότερες οι τεχνικές μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να τεθεί σε εφαρμογή η παρεχόμενη από το άρθρο 5‑1 του νόμου 90‑1258 δυνατότητα εισφοράς περισσοτέρων εξωτερικών κεφαλαίων στις SEL.

113    Διαπιστώνεται ότι ο Σύλλογος δεν αμφισβητεί, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, τη δυνατότητα χρήσεως της τεχνικής αυτής στις SEL, πλην όμως υποστηρίζει ότι πρέπει να τηρούνται όλες οι εφαρμοστέες διατάξεις. Προβάλλει ότι η δράση του περιορίστηκε στη διασφάλιση της τηρήσεως των κανόνων που απορρέουν από τις διατάξεις αυτές, συμπεριλαμβανομένης, μεταξύ άλλων, εκείνης η οποία επιτάσσει, αφενός, η πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου να κατέχεται από εταίρους που ασκούν το επάγγελμά τους εντός της SEL και, αφετέρου, εκείνοι που δεν είναι ελεύθεροι επαγγελματίες να μην κατέχουν ποσοστό μεγαλύτερο του 25 % του κεφαλαίου (εκτός από την ειδική περίπτωση ετερόρρυθμων εταιριών κατά μετοχές, η οποία δεν ενδιαφέρει εν προκειμένω).

114    Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι η χρήση της τεχνικής της αποψιλώσεως της κυριότητας δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια τη μη τήρηση των ως άνω νόμιμων ορίων, για την ερμηνεία των οποίων δεν υπάρχει αμφιβολία, πλην όμως φρονεί ότι οι ενέργειες του Συλλόγου ουσιαστικά κατέτειναν στη γενική απαγόρευση της χρήσεως της τεχνικής αυτής.

115    Ο σκοπός του Συλλόγου να αντιτάσσεται απολύτως στην αποψίλωση της κυριότητας τεκμηριώνεται με τις αιτιολογικές σκέψεις 277 έως 287 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Για παράδειγμα, από αυτές προκύπτει ότι το CCG, μολονότι διαπιστώνει στις 27 Μαρτίου 2003 ότι, «[από] αυστηρά νομική άποψη, είναι μάλλον αδύνατο να αντιταχθούμε στην αποψίλωση της κυριότητας επί των μεριδίων ή των μετοχών μιας SEL», εντούτοις αποφασίζει «την κατάρτιση διεξοδικής γνωμοδοτήσεως, κατόπιν της οποίας η αποψίλωση της κυριότητας από την οποία ωφελήθηκε η Stés Unilabs θα απορριφθεί για λόγους δεοντολογίας» (αιτιολογική σκέψη 282). Ομοίως, σε εσωτερικό σημείωμα του Οκτωβρίου του 2003 γίνεται λόγος για επί της αρχής αντίρρηση των οργάνων του Συλλόγου «σε κάθε περίπτωση αποψιλώσεως της κυριότητας επί των εταιρικών μεριδίων σε εταιρίες συσταθείσες για τη λειτουργία φαρμακείου ή εργαστηρίου αναλύσεων κλινικής βιολογίας» (αιτιολογική σκέψη 284).

116    Προκύπτει επίσης ότι ο Σύλλογος δέχεται την αποψίλωση της κυριότητας μόνο στις ειδικές και μεταβατικού χαρακτήρα περιπτώσεις των συνταξιούχων μελών SEL ή κληρονόμων των επαγγελματιών που ασκούσαν το επάγγελμά τους στο πλαίσιο της εταιρίας. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο Σύλλογος διευκρίνισε ότι, σε τέτοιες περιπτώσεις, πρόκειται για καταστάσεις προσωρινού χαρακτήρα και ότι η επικαρπία συνενώνεται με την ψιλή κυριότητα, οπότε η πλήρης κυριότητα επί των μεριδίων βρίσκεται εκ νέου στα χέρια του διευθυντή του εργαστηρίου.

117    Κρίνεται ορθή η εκτίμηση της Επιτροπής ότι το εφαρμοστέο κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών νομικό πλαίσιο δεν θέτει τέτοιους περιορισμούς. Με το υπόμνημα απαντήσεως, ο Σύλλογος υποστηρίζει εξάλλου ότι οι παρεμβάσεις του στηρίζονται στον κανόνα ότι όσοι δεν είναι ελεύθεροι επαγγελματίες δεν επιτρέπεται να κατέχουν ποσοστό του κεφαλαίου μεγαλύτερο του 25 %.

118    Βεβαίως, όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 275 και 291 έως 295 της προσβαλλομένης αποφάσεως και όπως προέβαλε ο Σύλλογος ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, κατά τις κοινοβουλευτικές συζητήσεις το 2005 με αντικείμενο πρόταση τροποποιήσεως της εφαρμοστέας νομοθεσίας συζητήθηκε το ενδεχόμενο απαγορεύσεως της αποψιλώσεως της κυριότητας, ως μέσου καταστρατηγήσεως του νόμου. Πάντως, η υποστηριζόμενη από τον Σύλλογο πρόταση να είναι υποχρεωτική η πλήρης κυριότητα επί των μεριδίων των SEL, εκτός από τις περιπτώσεις συνταξιοδοτήσεως ή κληρονομίας, ουδέποτε έγινε δεκτή, οπότε, όπως προαναφέρθηκε στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως (βλ. σκέψη 93 ανωτέρω), ο Σύλλογος δεν μπορεί να επικαλεστεί λυσιτελώς το επιχείρημα αυτό. Απλώς επιβεβαιώνεται ότι ο νόμος ουδέποτε προέβλεπε τέτοιους περιορισμούς και ο Σύλλογος επιχείρησε την τροποποίησή του στο πλαίσιο μιας κατά τα άλλα καθ’ όλα νόμιμης εκστρατείας lobbying.

119    Ωστόσο, ο Σύλλογος λυσιτελώς προβάλλει ότι από την απόφαση του διοικητικού πρωτοδικείου του Παρισιού της 12ης Μαΐου 2009, όπως επιβεβαιώθηκε από την απόφαση του διοικητικού εφετείου της 31ης Μαρτίου 2011, την οποία επικαλείται ο Σύλλογος και εξετάστηκε με τις αιτιολογικές σκέψεις 269 και 270 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι το χρησιμοποιηθέν από την Unilabs εταιρικό σχήμα κρίθηκε παράνομο στο πλαίσιο προσφυγής κατά αποφάσεως του Συλλόγου για τη SEL Biolab Centre Labo. Το γαλλικό διοικητικό δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι το γεγονός ότι η εταιρία Unilabs France κατέχει το 25 % του κεφαλαίου της εν λόγω SEL και η εταιρία Unilabs το 75 % του εν λόγω κεφαλαίου ως επικαρπώτρια, ενώ αμφότερες οι εταιρίες δεν ασκούν τη συγκεκριμένη δραστηριότητα, συνιστά παραβίαση της απαγορεύσεως να κατέχουν οι εταίροι της SEL που δεν είναι ελεύθεροι επαγγελματίες ποσοστό μεγαλύτερο του 25 % των εταιρικών μεριδίων, καθώς το όριο αυτό ισχύει τόσο για τα μερίδια που κατέχονται υπό πλήρη κυριότητα όσο και για εκείνα που κατέχονται υπό επικαρπία.

120    Πάντως, μολονότι οι ως άνω δικαστικές αποφάσεις επιβεβαιώνουν τη θέση του Συλλόγου όσον αφορά το εταιρικό σχήμα της Unilabs, εντούτοις δεν αναιρούν τη συλλογιστική που αναπτύσσει η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση. Συγκεκριμένα, αφενός, η περίπτωση της SEL Biolab Centre Labo δεν αναφέρεται, στις αιτιολογικές σκέψεις 242 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως ως παράδειγμα συγκεκριμένης παρεμβάσεως του Συλλόγου, καθώς η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι η εν λόγω περίπτωση εμφαίνει το πρόβλημα της παραβάσεως του κανόνα ότι όσοι δεν είναι ελεύθεροι επαγγελματίες δεν επιτρέπεται να κατέχουν ποσοστό μεγαλύτερο από το 25 % του εταιρικού κεφαλαίου. Αφετέρου, στον βαθμό που η Επιτροπή επικαλείται, βεβαίως, έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία που εμφαίνουν τις απόψεις που διατυπώθηκαν στο εσωτερικό του Συλλόγου σχετικά με την αποψίλωση της κυριότητας όσον αφορά το εταιρικό σχήμα της Unilabs, τα στοιχεία αυτά χρησιμοποιούνται προκειμένου να αποδειχθεί όχι η ανησυχία για την τήρηση του κανόνα του 25 %, αλλά η επί της αρχής απόφαση για γενική απαγόρευση της τεχνικής της αποψιλώσεως της κυριότητας, με τις λίγες προαναφερθείσες εξαιρέσεις. Συγκεκριμένα, στον Σύλλογο προσάπτεται ακριβώς η υιοθέτηση αυτής της επί της αρχής θέσεως όσον αφορά την τεχνική της αποψιλώσεως της κυριότητας, ακόμη και ότι η εφαρμογή της δεν συνεπάγεται μη τήρηση του ορίου του 25 % όσον αφορά την κατοχή κεφαλαίου της SEL από πρόσωπα που δεν είναι ελεύθεροι επαγγελματίες.

121    H άποψη της Επιτροπής τεκμηριώνεται και από τη θέση που υιοθέτησε ο Σύλλογος έναντι της SELARL Labco Artois (αιτιολογικές σκέψεις 256 έως 258 της προσβαλλομένης αποφάσεως), από την οποία ο Σύλλογος απαίτησε να αφαιρέσει από τα καταστατικά κάθε αναφορά σε αποψίλωση κυριότητας, μετά την αδειοδότηση της εν λόγω SELARL από τον νομάρχη και χωρίς να γίνεται λόγος για κίνδυνο παραβάσεως του κανόνα του 25 %. Εξάλλου, ο Σύλλογος δεν προβάλλει κανένα επιχείρημα έναντι της αναλύσεως της Επιτροπής σχετικά με το εν λόγω εταιρικό σχήμα στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως.

122    Περαιτέρω, πρέπει ακόμη να εξεταστεί η παρέμβαση του Συλλόγου ως προς την SELAFA Schaffner Jean Bart Matthieu Wallon, η οποία επίσης παρατίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση.

123    Όσον αφορά τη SELAFA Schaffner Jean Bart Matthieu Wallon, ο Σύλλογος προβάλλει ότι η αντίθεση προς την προβλεπόμενη από το καταστατικό της SEL αποψίλωση της κυριότητας ήταν νόμιμη, παρά το γεγονός ότι, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 248 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αφορούσε μόνον το 5 % του εταιρικού κεφαλαίου, καθώς η ωφεληθείσα από την αποψίλωση της κυριότητας SARL είχε ήδη πλήρη κυριότητα επί του 25 % των τίτλων.

124    Συναφώς, τονίζεται ότι από το πρακτικό της έκτακτης γενικής συνελεύσεως της εν λόγω SEL το οποίο προσκόμισε ο Σύλλογος, δεν προκύπτει με σαφήνεια ότι η συγκεκριμένη SARL δεν δραστηριοποιούνταν στον κλάδο των εργαστηρίων, όπως διατείνεται ο Σύλλογος. Τούτο μπορεί ενδεχομένως να συναχθεί από το γεγονός ότι αναφέρεται απλώς ως SARL και όχι ως SELARL. Ωστόσο, η Επιτροπή προβάλλει ότι πρόκειται για εταιρία ανήκουσα σε ιατρούς βιολόγους. Η Labco υποστήριξε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι επρόκειτο για εταιρία την οποία διαχειριζόταν βιολόγος, όπως προκύπτει επίσης από τα προαναφερθέν πρακτικό, χωρίς ωστόσο να αντικρούει τη θέση του Συλλόγου ότι επρόκειτο για εμπορική εταιρία.

125    Δεν είναι, ωστόσο, απαραίτητο να διατυπωθεί κρίση όσον αφορά τη φύση της συγκεκριμένης εταιρίας, διότι από τα παρατεθέντα έγγραφα προκύπτει ότι ο Σύλλογος απαιτούσε επί της αρχής την απάλειψη από το καταστατικό κάθε αναφοράς σε αποψίλωση της κυριότητας, ανεξαρτήτως του κατεχόμενου ποσοστού του κεφαλαίου.

126    Συνεπώς, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ήταν ορθή η εκτίμηση της Επιτροπής ότι ο Σύλλογος είχε υιοθετήσει επί της αρχής, σχετικά με την αποψίλωση της κυριότητας, άποψη μη συμβατή με το ισχύον κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών νομικό πλαίσιο, με συνέπεια να αντιταχθεί σε εταιρικά σχήματα σύμφωνα με τον νόμο.

127    Ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει συνεπώς να απορριφθεί.

 Επί των λόγων ακυρώσεως σχετικά με τις υποχρεώσεις γνωστοποιήσεως των SEL κατά τη διάρκεια του εταιρικού βίου 

–       Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά, κατ’ ουσίαν, με πλάνη εκτιμήσεως οφειλόμενη σε εσφαλμένη ερμηνεία της γαλλικής νομοθεσίας περί των αρμοδιοτήτων, αντιστοίχως, του νομάρχη και του CGG σχετικά με τις μεταβολές που επέρχονται σε υφιστάμενη SEL

128    To κρίσιμο για την εξέταση του συγκεκριμένου λόγου ακυρώσεως μέρος της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι το κεφάλαιο 5.2.2.4 (ιδίως οι αιτιολογικές σκέψεις 450 επ.), με τίτλο «Έναρξη ισχύος των τροποποιήσεων του καταστατικού και των συμβάσεων για τις SEL».

129    Το νομικό πλαίσιο, του οποίου η ερμηνεία αμφισβητείται, περιγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις 63 έως 92 και 460 έως 467 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Αφορά δύο κατηγορίες υποχρεώσεων των SEL, αφενός, διοικητικής φύσεως, οι οποίες σχετίζονται με τις άδειες που πρέπει να εκδοθούν από τις γαλλικές αρχές και, αφετέρου, δεοντολογικής φύσεως, δηλαδή την εγγραφή στο μητρώο. Οι υποχρεώσεις αυτές προκύπτουν σε δύο διαφορετικά στάδια, ήτοι κατά τη σύσταση της SEL και κατά την τροποποίηση του καταστατικού της κατά τη διάρκεια του εταιρικού βίου.

130    Όπως διευκρινίστηκε προηγουμένως, με τον νόμο 90‑1258 επιτράπηκε η σύσταση SEL για τη λειτουργία ενός ή περισσοτέρων εργαστηρίων.

131    Όσον αφορά τη διοικητική πτυχή των υποχρεώσεων που υπέχουν οι νέες SEL, οι διάδικοι συμφωνούν ότι αυτές συστήνονται υπό την αναβλητική αίρεση της χορηγήσεως άδειας συστάσεως τους από τη δημόσια διοίκηση, δηλαδή από τον νομάρχη του τόπου της έδρας τους, όπως προκύπτει από το άρθρο R 6212‑75 του CSP, το οποίο προστέθηκε στις κανονιστικού χαρακτήρα διατάξεις του CSP σχετικά με τις SEL εργαστηρίων. Με το άρθρο R 6212‑77 του CSP διευκρινίζονται τα υποβαλλόμενα στο πλαίσιο αυτό στοιχεία, στα οποία συγκαταλέγονται το καταστατικό και μια βεβαίωση των εταίρων σχετικά με τη φύση των εισφορών τους και την κατανομή του εταιρικού κεφαλαίου.

132    Επισημαίνεται, ακόμη, ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο L 210‑6 του CDC, το οποίο εφαρμόζεται στις SEL, η μετατροπή της εταιρίας δεν συνεπάγεται τη δημιουργία νέου νομικού προσώπου.

133    Εξάλλου, κατά το πρώτο εδάφιο του άρθρου L 6211‑2 του CSP, ως ίσχυε έως τις 15 Ιανουαρίου 2010, το οποίο προστέθηκε στις σχετικές με τα εργαστήρια νομοθετικού χαρακτήρα διατάξεις του CSP, δεν επιτρέπεται η λειτουργία εργαστηρίου χωρίς διοικητική άδεια. Με το άρθρο R 3112‑88 του CSP διευκρινίζεται ότι η αίτηση χορηγήσεως διοικητικής άδειας περιλαμβάνει οπωσδήποτε έγγραφα που πιστοποιούν την εγγραφή των εταίρων στο μητρώο του Συλλόγου ή την υποβολή σχετικής αιτήσεως, καθώς και τις παρατηρήσεις του επαγγελματικού συλλόγου ο οποίος ελέγχει εάν τα εν λόγω έγγραφα είναι σύμφωνα με τους κανόνες δεοντολογίας.

134    Με το άρθρο R 6212‑78, το οποίο περιλαμβάνεται στις κανονιστικού χαρακτήρα διατάξεις του CSP σχετικά με τις SEL εργαστηρίων, διευκρινίζεται ότι οι αποφάσεις για την άδεια συστάσεως της εταιρίας και για την άδεια λειτουργίας του εργαστηρίου εκδίδονται ταυτόχρονα.

135    Από δεοντολογικής απόψεως, οι SEL που λειτουργούν ένα ή περισσότερα εργαστήρια υπέχουν υποχρέωση εγγραφής στο μητρώο του Συλλόγου, όπως προκύπτει από το άρθρο R 6212‑88 του CSP.

136    Όσον αφορά τις μεταβολές που επέρχονται κατά τη διάρκεια του εταιρικού βίου, το άρθρο L 6211-2, τέταρτο εδάφιο, του CSP ορίζει ότι «κάθε μεταβολή που επέρχεται μετά την απόφαση περί χορηγήσεως άδειας λειτουργίας του εργαστηρίου είτε στο πρόσωπο του διευθυντή ή του αναπληρωτή διευθυντή είτε στους όρους λειτουργίας πρέπει να γνωστοποιείται με σχετική δήλωση». Από το πέμπτο εδάφιο του άρθρου αυτού προκύπτει ότι η άδεια λειτουργίας αφαιρείται εφόσον δεν πληρούνται οι σχετικές νομοθετικές ή κανονιστικές προϋποθέσεις.

137    Συναφώς, με την προσβαλλόμενη απόφαση προσάπτεται στον Σύλλογο ότι επιδίωξε να καθυστερήσει την έναρξη ισχύος των τροποποιήσεων των καταστατικών και των συμβάσεων των SEL, υποστηρίζοντας ότι οι εν λόγω τροποποιήσεις τίθενται σε ισχύ μετά την έκδοση των τροποποιητικών νομαρχιακών αποφάσεων και τη συνακόλουθη διενέργεια των απαραίτητων εγγραφών και ζητώντας την προσθήκη στις πράξεις μετατροπής των SEL ρητών σχετικών διατάξεων (αιτιολογικές σκέψεις 450 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατά την Επιτροπή, η προβολή τέτοιων απαιτήσεων συνεπάγεται τεχνητή αύξηση του οικονομικού κινδύνου που συνδέεται με την πραγματοποίηση των μετατροπών αυτών. Η Επιτροπή παραθέτει πολλά σχετικά παραδείγματα, ιδίως στις αιτιολογικές σκέψεις 453 έως 459 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επιπλέον, στις αιτιολογικές σκέψεις 492 έως 494 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή περιγράφει την περίπτωση της SELAFA Aubert H, όπου οι ενέργειες του Συλλόγου είχαν ως αποτέλεσμα την αναστολή της λειτουργίας του εργαστηρίου. Όπως διευκρινίζεται με την αιτιολογική σκέψη 460 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εκτιμά ότι διοικητική άδεια απαιτείται μόνον κατά τη σύσταση SEL, σύσταση η οποία τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της χορηγήσεως σχετικής άδειας από τον νομάρχη, ενώ για τις μεταγενέστερες μεταβολές (π.χ. η μετατροπή SELARL σε SELAFA), οι οποίες δεν αφορούν τη σύσταση νέας SEL, υφίσταται μόνο υποχρέωση δηλώσεως των εν λόγω μεταβολών, η επέλευση των οποίων δεν τελεί υπό αναβλητική αίρεση.

138    Ο Σύλλογος υποστηρίζει ότι το πρώτο σφάλμα ερμηνείας του νομικού πλαισίου στο οποίο υπέπεσε η Επιτροπή συνίσταται στην εκτίμηση ότι η υποχρέωση γνωστοποιήσεως των τροποποιήσεων που επέρχονται κατά τη διάρκεια του εταιρικού βίου της SEL έχει δηλωτικό μόνο χαρακτήρα. Κατά τον Σύλλογο, για τις τροποποιήσεις αυτές απαιτείται έγκριση του νομάρχη, ενώ απλή δήλωση προβλέπεται μόνο για την άδεια λειτουργίας του εργαστηρίου και όχι για την έγκριση του νομάρχη.

139    Το δεύτερο σφάλμα ερμηνείας, λόγω του οποίου η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, αφορούσε τις αρμοδιότητες του νομάρχη και του CCG κατά τις καταστατικές μεταβολές που επέρχονται κατά τη διάρκεια του εταιρικού βίου της SEL. Κατά τον Σύλλογο, εφόσον η SEL υποχρεούται, για τις μεταβολές που επέρχονται, κατά τη διάρκεια του εταιρικού βίου της, να λάβει την έγκριση του νομάρχη, η παρέμβαση του CCG όσον αφορά την τροποποίηση της καταχωρίσεως στο μητρώο ενός διευθυντή και/ή μιας SEL εξαρτάται ευθέως από τις τροποποιήσεις των αδειών λειτουργίας και των αδειών συστάσεως που εκδίδει ο νομάρχης, οπότε ο Σύλλογος διαθέτει δέσμια αρμοδιότητα ως προς το ζήτημα αυτό.

140    Προς στήριξη της επιχειρηματολογίας του, ο Σύλλογος επικαλείται την ίσχυσασα κατά το χρονικό διάστημα που αφορούσε η έρευνα εγκύκλιο 98‑585, την οποία η Επιτροπή αναφέρει μόνο στην υποσημείωση 562 της προσβαλλομένης αποφάσεως και η οποία δεν καταργήθηκε από την εγκύκλιο 2005‑506, την οποία επικαλείται συναφώς η Επιτροπή. Επιπλέον, υποβάλλει πίνακα ο οποίος εμφαίνει ότι, είτε κατά τη σύσταση της SEL είτε κατά την τροποποίηση της διαρθρώσεώς της, οι ημερομηνίες των σχετικών διοικητικών αποφάσεων συμπίπτουν με τις ημερομηνίες καταχωρίσεως στο μητρώο. Ο Σύλλογος τονίζει ότι, κατ’ εφαρμογήν της εγκυκλίου 98‑585, οι νομάρχες εξέδιδαν συστηματικά τροποποιητικές της άδειας συστάσεως αποφάσεις. Επομένως, οι υπομνήσεις που απηύθυνε ο Σύλλογος προς τις SEL σχετικά με τις διαδικασίες εγκρίσεως δεν συνεπάγονταν αύξηση του οικονομικού κινδύνου, αλλά, αντιθέτως, εφιστούσαν την προσοχή των SEL έναντι του κινδύνου αφαιρέσεως της άδειας συστάσεως σε περίπτωση εντοπισμού παρατυπιών στις σχεδιαζόμενες μεταβολές.

141    Τέλος, ο Σύλλογος υπενθυμίζει ότι η διαδικασία χορηγήσεως άδειας συστάσεως και η διαδικασία τροποποιήσεώς της αποσκοπούσαν αποκλειστικά στην προστασία της δημόσιας υγείας, πρέπει δε να γίνει δεκτό ότι, στον συγκεκριμένο κλάδο, ο Σύλλογος ενεργεί ως δημόσια αρχή εκτός του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, διότι η αρμοδιότητά του καθορίζεται από τον νόμο και το κράτος διαθέτει την εξουσία εκδόσεως της τελικής αποφάσεως. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και όταν ένας επαγγελματικός σύλλογος ενεργεί ω ένωση επιχειρήσεων, οι περιοριστικές του ανταγωνισμού αποφάσεις του μπορούν να δικαιολογηθούν με την επίκληση του υπέρτερου συμφέροντος της προστασίας δημόσιας υγείας.

142    H Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη Labco, απορρίπτει τα επιχειρήματα αυτά. Εμμένει ότι η γνωστοποίηση των μεταβολών που επέρχονται κατά τη διάρκεια του εταιρικού βίου μιας SEL έχει αποκλειστικά δηλωτικό χαρακτήρα. Η Επιτροπή και η Labco προβάλλουν ακόμη ότι το κεφάλαιο 5.2.2.4 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν αφορά τις αρμοδιότητες του Συλλόγου κατά τη σχετική με τη χορήγηση των απαιτούμενων εγκρίσεων διοικητική διαδικασία, οι οποίες ήταν αρμοδιότητες συμβουλευτικού χαρακτήρα, αλλά τις αποφάσεις που είχε λάβει ο ίδιος ο Σύλλογος με απόλυτη αυτοτέλεια, όσον αφορά την καταχώριση των τροποποιήσεων του καταστατικού της SEL στο μητρώο. Η Επιτροπή αμφισβητεί την άποψη ότι η επίμαχη συμπεριφορά του Συλλόγου δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

143    Το Γενικό Δικαστήριο διευκρινίζει ότι η επιχειρηματολογία του Συλλόγου αφορά το εάν, αφενός, η προβλεπόμενη από το άρθρο L 6211‑2 του CSP γνωστοποίηση των μεταβολών που επέρχονται κατά τη διάρκεια του εταιρικού βίου της SEL έχει δηλωτικό απλώς χαρακτήρα και, αφετέρου, εάν η αρμοδιότητα του Συλλόγου όσον αφορά τις μεταβολές αυτές εξαρτάται από την αρμοδιότητα του νομάρχη ή εάν ο Σύλλογος μπορεί να ενεργήσει αυτοτελώς.

144    Ως προς το πρώτο από τα ζητήματα αυτά, διαπιστώνεται ότι στο κείμενο του άρθρου L 6211‑2 του CSP, το οποίο παρατίθεται στη σκέψη 136 ανωτέρω, η γνωστοποίηση μεταβολής του προσώπου του διευθυντή ή των όρων λειτουργίας, μεταγενέστερης της αποφάσεως περί χορηγήσεως άδειας λειτουργίας του εργαστηρίου, έχει δηλωτικό χαρακτήρα. Επομένως, δεν αναστέλλει την ισχύ των μεταβολών που επέρχονται στη SEL κατά τη διάρκεια του εταιρικού βίου της.

145    Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από την εγκύκλιο 2005‑506. Με την εγκύκλιο αυτή διευκρινίζονται ειδικά οι γενικές προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 5‑1 του νόμου 90‑1258. Όσον αφορά τη συμβατότητα του καταστατικού των εταιριών με τις σχετικές με τις SEL διατάξεις νομοθετικού και κανονιστικού χαρακτήρα, με την εγκύκλιο διευκρινίζεται ο τρόπος χειρισμού των περιπτώσεων ελλείψεως συμβατότητας από τους νομάρχες. Όσον αφορά την τροποποίηση του καταστατικού κατά τη διάρκεια του εταιρικού βίου της SEL, στην εγκύκλιο αναφέρονται τα εξής:

«Οι πληροφορίες αυτές σας γνωστοποιούνται με την προβλεπόμενη από το άρθρο L 6211‑2 του [CSP] δήλωση.

Σύμφωνα με το άρθρο R 6212‑79, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω κώδικα, εάν η εταιρία, αφού της έχετε παράσχει δυνατότητα υποβολής παρατηρήσεων […], δεν απαλείψει τις παράτυπες τροποποιήσεις, υποχρεούστε να αφαιρέσετε την άδεια της εταιρίας και την άδεια λειτουργίας των εργαστηρίων […]»

146    O Σύλλογος αντιτάσσει στην ανάλυση αυτή ότι η γνωστοποίηση έχει δηλωτικό χαρακτήρα μόνον όσον αφορά την αίτηση χορηγήσεως άδειας λειτουργίας του εργαστηρίου, καθώς σε περίπτωση μεταβολών η SEL υπέχει πάντα την υποχρέωση να λάβει νέα άδεια. Συναφώς, επικαλείται ειδικότερα την εγκύκλιο 98‑585.

147    Στην εγκύκλιο 98‑585 γίνεται πράγματι λόγος για υποχρέωση εκδόσεως νέας άδειας συστάσεως σε περίπτωση μεταβολών κατά τη λειτουργία της SEL. Συγκεκριμένα, όσον αφορά την καταχώριση της εταιρίας στο γαλλικό μητρώο εμπόρων και εταιριών, στην εγκύκλιο 98‑585 αναφέρεται ότι, «για τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις του καταστατικού της, […], η εταιρία πρέπει καταρχάς να ζητήσει έγκριση των τροποποιήσεων αυτών και εν συνεχεία να υποβάλει [προς καταχώριση στο μητρώο εμπόρων και εταιριών] το νέο καταστατικό μετά την έκδοση της εγκριτικής αποφάσεως».

148    Στο πλαίσιο αυτό, ο Σύλλογος επικαλείται επίσης το άρθρο R 6212‑76 του CSP. Με τη διάταξη αυτή διευκρινίζεται ότι η αίτηση χορηγήσεως άδειας συστάσεως για την εκμετάλλευση εργαστηρίου πρέπει να υποβάλλεται στον νομάρχη είτε ταυτόχρονα με την αίτηση χορηγήσεως άδειας λειτουργίας εργαστηρίου, όπως προβλέπει το πρώτο εδάφιο του άρθρου L 6211‑2 του CSP (βλ. σκέψη 133 ανωτέρω), σε περίπτωση δημιουργίας εργαστηρίου, είτε ταυτόχρονα με την τροποποιητική δήλωση, κατά την έννοια του τετάρτου εδαφίου του άρθρου L 6211‑2 του CSP (βλ. σκέψη 136 ανωτέρω), εφόσον το ή τα εργαστήρια που σκοπεύει να λειτουργήσει SEL ήδη υφίστανται.

149    Ερωτηθέντες από το Γενικό Δικαστήριο, εγγράφως και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, σχετικά με την ερμηνεία των δύο αυτών εγκυκλίων και το γεγονός ότι βρίσκονταν παράλληλα σε ισχύ, οι διάδικοι ενέμειναν στη διαφωνία τους ως προς το ζήτημα αυτό.

150    Κατέστη, ωστόσο, δυνατή η συναγωγή των εξής συμπερασμάτων.

151    Πρώτον, με την εγκύκλιο 2005/206, η οποία εκδόθηκε στις 14 Νοεμβρίου 2005 και τέθηκε αμέσως σε εφαρμογή, επιβεβαιώνεται ότι για τις επερχόμενες κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 5‑1 του νόμου 90‑1258 μεταβολές των SEL απαιτείται μόνον υποβολή δηλώσεως τόσο για τις σχετικές με τη SEL εγκριτικές αποφάσεις όσο και για την άδεια λειτουργίας του εργαστηρίου, καθώς στην εγκύκλιο αναφέρονται ρητώς τα δύο αυτά ζητήματα, όπως προκύπτει από το χωρίο που παρατίθεται στη σκέψη 145 ανωτέρω. Μόνον εάν διαπιστωθεί ότι οι τροποποιήσεις είναι αντίθετες στον νόμο μπορεί η διοίκηση, αφού ζητήσει από τη SEL να υποβάλει τις παρατηρήσεις, να αποσύρει την έγκρισή της, εφόσον αυτές δεν απαλειφθούν.

152    Δεύτερον, η ερμηνεία αυτή δεν προσκρούει σε καμία διάταξη νόμου. Το άρθρο R 6212‑76 του CSP αφορά τις νεοσύστατες SEL και όχι τη μετατροπή τους. Συγκεκριμένα, η προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή τροποποιητική δήλωση (βλ. σκέψη 148 ανωτέρω) αφορά την άδεια που χορηγείται αρχικώς σε μια SEL η οποία συστήνεται για την εκμετάλλευση ήδη υφιστάμενου εργαστηρίου. Επομένως, η συγκεκριμένη διάταξη δεν αφορά την τροποποίηση του εταιρικού σχήματος μιας SEL και, συνεπώς, δεν είναι δυνατόν να συναχθεί εξ αυτής ότι, μετά τη λήψη της αρχικής άδειας συστάσεως, απαιτείται εκ νέου έγκριση των μεταβολών του εταιρικού σχήματος.

153    Τρίτον, όσον αφορά το γεγονός ότι, ακόμη και μετά την έκδοση της εγκυκλίου 2005/206, οι νομάρχες συνέχισαν να εκδίδουν αποφάσεις τροποποιητικές της άδειας συστάσεως, βάσει της στηριζόμενης στην εγκύκλιο 98‑585 πρακτικής, η Επιτροπή ορθώς υποστηρίζει, απαντώντας σε έγγραφη ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, ότι τέτοια πρακτική δεν αναιρεί το ότι η γνωστοποίηση των μεταβολών που επέρχονται κατά τη διάρκεια του εταιρικού βίου των SEL έχει δηλωτικό χαρακτήρα: η πρακτική αυτή δεν προβλέπεται στον νόμο, αλλά εξηγείται από το συμφέρον της γνωστοποιήσεως ορισμένων μεταβολών στο κοινό. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή, σε ορισμένες από τις εν λόγω αποφάσεις γίνεται ρητώς λόγος για δηλωτικό χαρακτήρα της γνωστοποιήσεως των τροποποιήσεων, χωρίς να αναφέρεται ως νομική βάση το άρθρο R 6212‑75 του CSP, το οποίο αφορά την υποχρέωση της νέας SEL να λάβει άδεια συστάσεως υπό αναβλητική αίρεση.

154    Κατά συνέπεια, η αιτίαση του Συλλόγου ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα, επειδή θεώρησε ότι η γνωστοποίηση των μεταβολών της SEL έχει δηλωτικό χαρακτήρα, είναι σε κάθε περίπτωση απορριπτέα όσον αφορά το διάστημα μετά τις 14 Νοεμβρίου 2005, ημερομηνία εκδόσεως της εγκυκλίου 2005/206, η οποία τέθηκε αμέσως σε εφαρμογή, ήτοι κατά το χρονικό διάστημα στο οποίο εντοπίζεται η πλειονότητα των παραδειγμάτων παρεμβάσεως των οργάνων του Συλλόγου έναντι των SEL που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 450 έως 494 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

155    Όσον αφορά το διάστημα πριν την έκδοση της εγκυκλίου 2005/206, ήτοι από τις 14 Οκτωβρίου 2003 έως τις 14 Νοεμβρίου 2005, είναι μεν επικριτέα η απουσία αναφοράς της προσβαλλομένης αποφάσεως στις επιπτώσεις της εγκυκλίου 98‑585 στο πλαίσιο αυτό, πέραν της αναφοράς στην υποσημείωση 562 στο γεγονός ότι η εγκύκλιος περιέχει διαφορετική ερμηνεία του ισχύοντος πλαισίου, καθώς αναφέρει ότι «η εταιρία πρέπει καταρχάς να ζητήσει έγκριση των τροποποιήσεων αυτών», πλην όμως δεν προκύπτει ότι η ερμηνεία της γαλλικής νομοθεσίας από την Επιτροπή είναι εν προκειμένω εσφαλμένη.

156    Συγκεκριμένα, η εγκύκλιος 98‑585 προέβλεπε διαδικασία εγκρίσεως, ενώ ο νόμος όριζε ότι η γνωστοποίηση έχει δηλωτικό χαρακτήρα, οπότε η Επιτροπή ορθώς θέτει ζήτημα ορθής ερμηνείας του νομικού πλαισίου από την εγκύκλιο. Συναφώς, με τις αιτιολογικές σκέψεις 467 και 468 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή κάνει λόγο για έγγραφα προ του 2005, τα οποία αντικρούουν την ερμηνεία που απορρέει από την εν λόγω εγκύκλιο. Πρόκειται, μεταξύ άλλων, για έγγραφο του Ιουλίου του 2004 του διευθυντή υγειονομικών και κοινωνικών υποθέσεων του νομού της Essonne (Γαλλία) απευθυνόμενο σε δικηγορικό γραφείο, όπου γίνεται λόγος για υποχρέωση υποβολής απλής δηλώσεως σε περίπτωση μεταγενέστερης μεταβολής «του προσωπικού λειτουργίας», και για εσωτερικά έγγραφα του Συλλόγου, του Οκτωβρίου 2003 και του Ιουνίου 2004, τα οποία παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 468 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπου γίνεται λόγος για εκ των υστέρων έλεγχο για δηλωτικό σύστημα, όπως αυτό απορρέει από το άρθρο L 6211‑2 του CSP. Επισημαίνεται, επιπλέον, η επίκληση από τον Σύλλογο εγγράφου της 27ης Μαΐου 2004 προς τη Laboratoire d’Isle, το οποίο παρατίθεται στην υποσημείωση 555 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά το οποίο, «όσον αφορά τις αναβλητικές αιρέσεις, διευκρινίζουμε στους ενδιαφερομένους ότι αυτές δεν είναι υποχρεωτικές στην περίπτωση που μας απασχολεί, αλλά αποτελούν απλώς μέτρο προστασίας των βιολόγων έναντι των σχεδιαζόμενων μεταβολών».

157    Δεν αποδείχθηκε, συνεπώς, εσφαλμένη η ερμηνεία του νομικού πλαισίου από την Επιτροπή όσον αφορά τη θέση σε ισχύ των τροποποιήσεων του καταστατικού και των συμβάσεων των SEL.

158    Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι απορριπτέα η αιτίαση του Συλλόγου περί εσφαλμένης ερμηνείας της γαλλικής νομοθεσίας από την Επιτροπή στο κεφάλαιο 5.2.2.4 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

159    Ως προς το δεύτερο ζήτημα που θέτει ο Σύλλογος, όσον αφορά το ότι η αρμοδιότητά του εξαρτάται από αυτή του νομάρχη, η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι ο Σύλλογος είχε συμβουλευτική αρμοδιότητα στο πλαίσιο των εγκριτικών διαδικασιών ενώπιον του νομάρχη και ότι οι γνωστοποιήσεις προς τον Σύλλογο γίνονται προς διευκόλυνση της ασκήσεως της αρμοδιότητάς του.

160    Κατά τα λοιπά, το εάν, όπως διατείνεται ο Σύλλογος, η αρμοδιότητά του εξαρτάται από αυτή του νομάρχη και είναι, ως εκ τούτου, δέσμια όσον αφορά τις καταχωρίσεις στο μητρώο, πράγμα που κατά τον Σύλλογο αποδεικνύεται από τον υποβληθέντα με την προσφυγή πίνακα αντιστοιχίας των ημερομηνιών εκδόσεως των τροποποιητικών αποφάσεων και των τροποποιήσεων των καταχωρίσεων για ορισμένες SEL, δεν αποτελεί ζήτημα αποφασιστικής σημασίας σχετικά με τις αιτιάσεις που διατυπώνονται σε βάρος του Συλλόγου στο κεφάλαιο 5.2.2.4 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συναφώς, δεν έχει καθοριστική σημασία ούτε το αν οι ενέργειες του Συλλόγου σε περίπτωση καταχωρίσεως στο μητρώο περιορίζονται σε απλή συνεκτίμηση των αποφάσεων του νομάρχη και δεν συνεπάγονται αναβολή της ενάρξεως ισχύος των μεταβολών ή ακόμη και άρνηση της καταχωρίσεως, όπως επιχειρεί να αποδείξει ο Σύλλογος. Η άποψη αυτή αμφισβητείται, άλλωστε, από την Επιτροπή, η οποία επικαλείται με την προσβαλλόμενη απόφαση και ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου την περίπτωση της SELAFA Aubert H (αιτιολογικές σκέψεις 492 και 493).

161    Συγκεκριμένα, από το κείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, παρά τις επανειλημμένες ιδιαίτερα σαφείς αναφορές της σε «αποφάσεις» του Συλλόγου με σκοπό την υλοποίηση της «προηγούμενης εγκρίσεως» των μεταβολών των SEL, εντούτοις η Επιτροπή προσάπτει στον Σύλλογο, στο πλαίσιο του κεφαλαίου 5.2.2.4, αφενός, ότι, είτε ευθέως, με έγγραφα απευθυνόμενα προς τις SEL, είτε εμμέσως, διά των παρατηρήσεών του προς τον νομάρχη, αντίγραφο των οποίων κοινοποιούνταν στους ενδιαφερομένους (άρθρο R 6212‑77 του CSP), διατύπωνε τη θέση, αφενός, ότι οι μεταβολές της SEL μπορούν να τεθούν σε ισχύ μόνον μετά την έκδοση τροποποιητικής αποφάσεως του νομάρχη και τη συνακόλουθη καταχώριση στο μητρώο και, αφετέρου, ότι είναι συναφώς απαραίτητη η τροποποίηση των πράξεων μεταβολής των SEL.

162    Πάντως ανεξαρτήτως του αν και από ποιον «εγκρίνονταν» οι μεταβολές, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι οι ενέργειες του Συλλόγου δεν είναι σύμφωνες με το νομικό πλαίσιο, όπως αυτό ερμηνεύεται από την εγκύκλιο 2005/206 και, σε κάθε περίπτωση, συνιστούν υπέρβαση της αποκλειστικά συμβουλευτικής αρμοδιότητας την οποία διατείνεται ότι είχε. Επομένως, ο Σύλλογος δεν μπορεί, συναφώς, να επικαλεστεί λυσιτελώς τις αρχές της αποφάσεως Wouters, σκέψη 21 ανωτέρω.

163    Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος.

–       Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με εσφαλμένο προσδιορισμό του πεδίου εφαρμογής της προβλεπόμενης από τη γαλλική νομοθεσία υποχρεώσεως γνωστοποιήσεως και των αρμοδιοτήτων του CCG στο πλαίσιο του ελέγχου εκ των υστέρων των εταιρικών εγγράφων

164    Ο συγκεκριμένος λόγος αφορά το κεφάλαιο 5.2.2.2 (αιτιολογικές σκέψεις 296 επ.) της προσβαλλομένης αποφάσεως, με τίτλο «Γνωστοποίηση εγγράφων σχετικών με τις πωλήσεις μετοχών».

165    Αφορά την ερμηνεία του άρθρου L 4221‑19 του CSP, το οποίο προστέθηκε το 2005 στο νομοθετικού χαρακτήρα τμήμα του CSP, σχετικά με τους κανόνες για την άσκηση του επαγγέλματος του φαρμακοποιού. Κατά το πρώτο εδάφιο του λόγω άρθρου, «οι φαρμακοποιοί που ασκούν το επάγγελμα μέσω εταιρίας υποχρεούνται να κοινοποιούν στο συμβούλιο του συλλόγου τους, εκτός του καταστατικού της εταιρίας και των τροποποιήσεών του, τις συμβάσεις και τις τροποποιήσεις τους που αφορούν τη λειτουργία της και τις σχέσεις μεταξύ των εταίρων». Στο δεύτερο εδάφιο διευκρινίζεται ότι τα έγγραφα αυτά «πρέπει να κοινοποιούνται εντός μηνός από τη σύναψη της συμβάσεως ή της τροποποιήσεως».

166    Εφαρμογή έχουν επίσης τα άρθρα L 6221‑4 και L 6221‑5 του CSP, τα οποία προστέθηκαν στο νομοθετικού χαρακτήρα τμήμα του CSP και αφορούν ειδικά τις προϋποθέσεις ασκήσεως των καθηκόντων των διευθυντών των εργαστηρίων.

167    Κατά το πρώτο εδάφιο του άρθρου L 6221‑4 του CSP, οι διευθυντές των εργαστηρίων κοινοποιούν στο συμβούλιο του συλλόγου τους τις συμβάσεις και τις τροποποιήσεις που έχουν ως αντικείμενο την άσκηση του επαγγέλματός τους, καθώς και, σε περίπτωση που η υλικοτεχνική υποδομή και ο χώρος όπου ασκούν ή θα ασκήσουν το επάγγελμά τους δεν βρίσκονται στην κυριότητά τους, τις συμβάσεις ή τις τροποποιήσεις βάσει των οποίων εξασφαλίζεται η χρήση της υποδομής και του χώρου. Κατά το τέταρτο εδάφιο της διατάξεως αυτής, η κοινοποίηση πραγματοποιείται εντός μηνός από τη σύναψη της συμβάσεως ή της τροποποιήσεως.

168    Με το πρώτο εδάφιο του άρθρου L 6221‑5 του CSP διευκρινίζεται ότι το καταστατικό των εταιριών που συστήνονται για τη λειτουργία εργαστηρίου και οι τροποποιήσεις που επέρχονται στο καταστατικό αυτό κατά τη διάρκεια του εταιρικού βίου πρέπει να κοινοποιούνται, με μέριμνα του ή των διευθυντών, εντός μηνός από την υπογραφή τους στο συμβούλιο του συλλόγου στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το εργαστήριο και στο συμβούλιο του συλλόγου του οποίου είναι μέλη οι διευθυντές και οι αναπληρωτές διευθυντές.

169    Κατά το άρθρο L 6221‑8 του CSP, η παράλειψη κοινοποιήσεως ή η ψευδής κοινοποίηση των συμβάσεων, των τροποποιήσεων και των καταστατικών κατά τα άρθρα L 6221‑4 και L 6221‑5 του CSP συνιστά πειθαρχική παράβαση, η οποία επισύρει την επιβολή κυρώσεων.

170    Στο κεφάλαιο 5.2.2.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διατυπώνει, κατ’ ουσίαν, την εκτίμηση ότι, προκειμένου να εμποδίσει την ανάπτυξη ομίλων εργαστηρίων, και ειδικότερα της Labco, ο Σύλλογος ζήτησε επανειλημμένως, τουλάχιστον από τον Ιανουάριο του 2006 έως τον Μάρτιο του 2009, βάσει αποφάσεως της 18ης Ιανουαρίου 2006 (στο εξής: απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2006) επικαλούμενος δική του ερμηνεία του νόμου, τη γνωστοποίηση μεταβολών στη μετοχική σύνθεση των SEL του ομίλου (αιτιολογική σκέψη 296). Περαιτέρω, σε περίπτωση αρνήσεως ή εάν οι εν λόγω μεταβολές είχαν πραγματοποιηθεί πολλούς μήνες πριν την κοινοποίηση, ο Σύλλογος υπέβαλλε καταγγελία και κινούσε συστηματικά πειθαρχικές διαδικασίες κατά των οικείων SEL (αιτιολογική σκέψη 297). Η Επιτροπή προσάπτει επίσης στον Σύλλογο τη χρήση εντύπου αιτήσεως καταχωρίσεως στο μητρώο, με το οποίο ζητούνταν πληροφορίες σχετικά με τη συμμετοχή των SEL σε άλλες SEL εργαστηρίων, χωρίς τούτο να έχει έρεισμα στον νόμο (αιτιολογικές σκέψεις 355 έως 358).

171    Συναφώς, ο Σύλλογος προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή ερμήνευσε εσφαλμένα το πεδίο εφαρμογής της υποχρεώσεως γνωστοποιήσεως που υπέχουν οι SEL όσον αφορά τις μεταβολές της μετοχικής σύνθεσης, καθώς και τις σχετικές αρμοδιότητές του. Οι αιτιάσεις του αρθρώνονται σε δύο σκέλη.

172    Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, ο Σύλλογος προβάλλει ότι απαίτησή του για κοινοποίηση από τις SEL όλων των συμβάσεων σχετικά με τον τρόπο χρηματοδοτήσεώς και την κατοχή του εταιρικού κεφαλαίου, όπως αυτή διατυπώθηκε με την απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2006, στηρίζεται σε αυστηρή εφαρμογή του άρθρου L 4221‑19 του CSP, η οποία επιβεβαιώνεται από την εγκύκλιο 98‑558. Επικαλείται, επίσης, τα άρθρα L 6221‑4 και L 6221‑5 του CSP. Κατά τον Σύλλογο, ο νομοθέτης δεν καθιέρωσε διάκριση μεταξύ των διαφόρων μορφών SEL, οπότε η επίμαχη υποχρέωση κοινοποιήσεως έπρεπε να ισχύει και για τις μορφές SEL (SELAFA και SELAS) των οποίων τα καταστατικά δεν ορίζουν την κατανομή του κεφαλαίου. Επομένως, δεν ευσταθεί, από την άποψη αυτή, η εκτίμηση της Επιτροπής ότι ο Σύλλογος είχε καταστρώσει στρατηγική παρενοχλήσεως.

173    Στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους, ο Σύλλογος υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της τις αρμοδιότητες του CCG στο πλαίσιο του εκ των υστέρων ελέγχου των σχετικών με τις SEL και τα εργαστήρια εγγράφων, ούτε την υποχρέωσή του να υποβάλει παρατηρήσεις στον νομάρχη στο πλαίσιο των εγκριτικών διαδικασιών. Αμφισβητεί, εξάλλου, ότι επέβαλε νέες υποχρεώσεις διά του εντύπου της καταχωρίσεως. Τέλος, ο Σύλλογος υπενθυμίζει ότι η εκ μέρους του γνωστοποίηση εγγράφων εντάσσεται στο πλαίσιο της ασκήσεως της ανατεθείσας σε αυτόν δημόσιας εξουσίας.

174    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη Labco, φρονεί, ως προς το πρώτο σκέλος, ότι η απόφαση του Συλλόγου της 18ης Ιανουαρίου 2006 συνιστά υπέρβαση της ανατεθείσας σε αυτόν εξουσίας ή, τουλάχιστον, υπερβολικά αυστηρή ερμηνεία του νομικού πλαισίου. Εξάλλου, δεν τίθεται κανένα ζήτημα επαγγελματικής ανεξαρτησίας και η εν λόγω απόφαση είχε ως συνέπεια την επιβολή μέτρων εκφοβισμού. Ως προς το δεύτερο σκέλος, η απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2006, η θέσπιση του πιστοποιητικού συμμορφώσεως και εντύπου καταχωρίσεως εντάσσεται σε στρατηγική παρενοχλήσεως με σκοπό τον εντοπισμό των SEL που μετέχουν σε ομίλους και την παρεμπόδιση της αναπτύξεώς τους. Τέλος, η Επιτροπή αμφισβητεί ότι οι απαιτήσεις του Συλλόγου είναι απόρροια της δημόσιας εξουσίας που του έχει ανατεθεί.

175    Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι τα δύο αυτά σκέλη πρέπει να εξεταστούν από κοινού.

176    Πρώτον, επισημαίνεται καταρχάς ότι η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι, στο πλαίσιο της διαχειρίσεως του πίνακα, εναπόκειται στον Σύλλογο, και ιδίως στο CCG, να ελέγχουν ορισμένες πληροφορίες σχετικά με τη λειτουργία φαρμακείων και των SEL που καταχωρίζονται στον πίνακα. Δεν αμφισβητείται επίσης ότι στις αρμοδιότητες του Συλλόγου εμπίπτει και η μέριμνα για την εφαρμογή, αφενός, του άρθρου R 6212‑82 του CSP, σχετικά με τον κανόνα κατά τον οποίο πρόσωπα που δεν είναι ελεύθεροι επαγγελματίες δεν επιτρέπεται να κατέχουν ποσοστό μεγαλύτερο του 25 % του κεφαλαίου SEL εργαστηρίων, και, αφετέρου, τον κανόνα κατά τον οποίο ο βιολόγος που ασκεί το επάγγελμά του πρέπει να κατέχει την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου, όπως προκύπτει από τα άρθρα 5 και 5‑1 του νόμου 90‑1258.

177    Πρόκειται για εκ των υστέρων έλεγχο, όπως προκύπτει από τις εφαρμοστέες διατάξεις, με τις οποίες τίθεται προθεσμία, ενός μηνός κατά κανόνα, για τη γνωστοποίηση ορισμένων πληροφοριών στον Σύλλογο. Η σημασία των υποχρεώσεων γνωστοποιήσεως τονίζεται, ωστόσο, από το γεγονός ότι η μη τήρησή τους ενδέχεται να επισύρει την επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων, όπως προκύπτει από το άρθρο L 6221‑8 του CSP.

178    Δεύτερον, όσον αφορά τις γνωστοποιήσεις από τις SEL εργαστηρίων, σημασία έχει το άρθρο L 4221‑19 του CSP, καθώς, όπως διευκρίνισε ο Σύλλογος, οι SEL δεν υπήρχαν όταν θεσπίστηκαν τα άρθρα L 6221‑4 και L 6221‑5 του CSP. Αυτή άλλωστε είναι η κύρια διάταξη που επικαλείται ο Σύλλογος κατά τις παρεμβάσεις του έναντι των SEL στις περιπτώσεις που έχει καταγράψει η Επιτροπή στο πλαίσιο αυτό. Πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί η απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2006, την οποία εξέδωσε ο Σύλλογος μετά τη θέσπιση της εν λόγω διατάξεως νόμου. Μετά την υπόμνηση του περιεχομένου του άρθρου L 4221‑19, πρώτο εδάφιο, του CSP (βλ. σκέψη 165 ανωτέρω), παρατίθεται εν συνεχεία το κείμενο της διατάξεως αυτής:

«Επίσης, από 1ης Μαρτίου 2006, όλες οι σχετικές με την εταιρία πράξεις, οι οποίες αφορούν το καταστατικό, τη λειτουργία της εταιρίας και τις σχέσεις μεταξύ των εταίρων πρέπει να γνωστοποιούνται στο [CCG]. Η υποχρέωση αυτή αφορά ιδίως τις συμβάσεις σχετικά με τη χρηματοδότηση της εταιρίας και την κατοχή του εταιρικού κεφαλαίου, καθώς και τις συμφωνίες μεταξύ των εταίρων.

Σε περίπτωση οιασδήποτε μεταβολής στην εταιρία ασκήσεως ελεύθερου επαγγέλματος που λειτουργεί [εργαστήρια], οι φαρμακοποιοί-βιολόγοι που ασκούν τη δραστηριότητά τους μέσω αυτής υποχρεούνται να βεβαιώνουν εγγράφως ότι έχουν τηρήσει τις διατάξεις του άρθρου L 4221‑19 του [CSP]».

179    Όσον αφορά το εάν η ως άνω απόφαση του Συλλόγου εμπεριέχει διασταλτική ερμηνεία των όρων «συμβάσεις και τροποποιήσεις σχετικά με τη λειτουργία της ή τις σχέσεις μεταξύ των εταίρων» του άρθρου L 4221‑19 του CSP, με την αιτιολογική σκέψη 368 της προσβαλλομένης αποφάσεως διευκρινίζεται ότι οι συμβάσεις μεταξύ των εταίρων αφορούν συμφωνίες μεταξύ μετόχων ή εταίρων συμπληρωματικές του καταστατικού και αποσκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων των συμβαλλομένων και στον καθορισμό των υποχρεώσεών τους όσον αφορά την εταιρική διαχείριση ή την προστασία των μειοψηφικών μετόχων, και όχι συμβάσεις πωλήσεως μετοχών.

180    Είναι εύλογη η προτεινόμενη από την Επιτροπή ερμηνεία. Ο τρόπος χρηματοδοτήσεως της SEL και η κατοχή του κεφαλαίου της, στα οποία αναφέρεται η απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2006, αποτελούν διαφορετικής τάξεως πληροφορίες, πέραν των όρων λειτουργίας της SEL ή των σχέσεων μεταξύ των εταίρων.

181    Εξάλλου, ούτε τα έγγραφα σχετικά με τις κινήσεις κεφαλαίων ως προς τη SEL καλύπτονται οπωσδήποτε από τους όρους «συμβάσεις και τροποποιήσεις που έχουν ως αντικείμενο την άσκηση του επαγγέλματός τους» του άρθρου L 6221‑4 του CSP, εκτός εάν στους όρους αυτούς δοθεί ερμηνεία τόσο ευρεία ώστε να καλύπτει κάθε έννομη πράξη σχετικής με τους διευθυντές των εργαστηρίων.

182    Επιπλέον, το άρθρο L 6221‑5 του CSP δεν στηρίζει κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο την προτεινόμενη από τον Σύλλογο ερμηνεία, κατά την οποία οι υποχρεώσεις γνωστοποιήσεως καλύπτουν και τις μεταβιβάσεις μετοχών. Η διάταξη αυτή αφορά την υποχρέωση γνωστοποιήσεως, από τα διευθυντικά στελέχη στο συμβούλιο του Συλλόγου, του καταστατικού των SEL και των τροποποιήσεων που επέρχονται κατά τη διάρκεια του εταιρικού βίου εντός μηνός από την υπογραφή τους. Ωστόσο, συναφώς, η Επιτροπή προβάλλει ειδικότερα, χωρίς ο Σύλλογος να την αντικρούσει, ότι η κατανομή των μετοχών δεν καταγράφεται στα καταστατικά των SELAFA και SELAS που αποτέλεσαν αντικείμενο των αιτήσεων παροχής πληροφοριών στις οποίες αναφέρεται η Επιτροπή.

183    Ο Σύλλογος προβάλλει, ωστόσο, ότι ο νομοθέτης δεν θέλησε να διακρίνει μεταξύ των διαφόρων εταιρικών μορφών SEL. Διαπιστώνεται, όμως, ότι τούτο δεν αποτελεί επαρκή λόγο ώστε ο Σύλλογος να επιβάλει στις SEL υποχρεώσεις τις οποίες ο νόμος δεν προβλέπει.

184    Επομένως, από τις διατάξεις που επικαλείται συναφώς ο Σύλλογος δεν προκύπτει υποχρέωση γνωστοποιήσεως των μεταβιβάσεων μετοχών SEL.

185     Τρίτον, είναι γεγονός ότι η επιβληθείσα στις SEL ευρεία υποχρέωση σχετικά με τα πιστοποιητικά, όπως αυτή καθορίζεται με το δεύτερο εδάφιο του αποσπάσματος της αποφάσεως της 18ης Ιανουαρίου 2006 που παρατίθεται στη σκέψη 178 ανωτέρω, αποτελεί προσθήκη στο σχετικό νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο λόγω της οποίας καθίσταται περισσότερο επιβαρυντική η υποχρέωση γνωστοποιήσεως που υπέχουν οι SEL. Το ίδιο ισχύει και για το έντυπο καταχωρίσεως που απέστειλε μετά το 2008 ο Σύλλογος σε όλες τις καταχωρισμένες στον πίνακα του Ιατρικού Συλλόγου SEL στις οποίες ασκούν το επάγγελμά τους φαρμακοποιοί βιολόγοι, ενόψει της ισχύουσας από τον Φεβρουάριο του 2008 νέας υποχρεώσεως καταχωρίσεως σε αμφότερους τους πίνακες για τις εν λόγω SEL. Όπως επισημαίνει η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 356 της προσβαλλομένης αποφάσεως, με το εν λόγω έντυπο ζητούνται πληροφορίες σχετικά με τις συμμετοχές της SEL σε άλλες SEL εργαστηρίων. Συναφώς, στην επισήμανση του Συλλόγου ότι παλαιότερα υπήρχαν άλλα έντυπα, η Επιτροπή ορθώς αντιτάσσει ότι η συγκεκριμένη απαίτηση παροχής πληροφοριών διά του εντύπου για το οποίο γίνεται λόγος στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίζεται σε καμία διάταξη νόμου, έχει ευρύτατη εφαρμογή και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τον εντοπισμό των εργαστηρίων που ανήκουν σε ομίλους λόγω αμοιβαίων συμμετοχών.

186    Τέταρτον, είναι σημαντικό να υπομνηστεί ότι οι αιτιάσεις της Επιτροπής όσον αφορά την επίμαχη συμπεριφορά του Συλλόγου πρέπει να ερμηνευθούν υπό το πρίσμα των προθέσεων που αποδίδει η Επιτροπή στον Σύλλογο. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν αρνείται ότι το νομικό πλαίσιο επιδέχεται ερμηνεία. Πρέπει, ωστόσο, να λυθούν υπόψη τα έγγραφα που παρατίθενται στο κεφάλαιο 5.5 της προσβαλλομένης αποφάσεως, από τα οποία προκύπτει η ύπαρξη στρατηγικής για την παρεμπόδιση της διεισδύσεως ομίλων εργαστηρίων στην αγορά, καθώς και η πρόδηλη στοχοποίηση της Labco και των SEL που ανήκαν στον συγκεκριμένο όμιλο. Επί παραδείγματι, το παρατιθέμενο στην αιτιολογική σκέψη 556 της προσβαλλομένης αποφάσεως έγγραφο που απέστειλε ο πρόεδρος του Συλλόγου στον πρόεδρο του Ιατρικού Συλλόγου τον Δεκέμβριο του 2004 είναι ενδεικτικό ως προς το ζήτημα αυτό. Συγκεκριμένα, εφιστάται η προσοχή του Ιατρικού Συλλόγου ιδίως στο γεγονός ότι δέχθηκε την εγγραφή εταιριών του ομίλου Labco χωρίς να διατυπώσει επιφυλάξεις ως προς τα υποβληθέντα έγγραφα και αναφέρεται ότι «η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να συνεχιστεί». Εξάλλου, η Επιτροπή παραθέτει στις αιτιολογικές σκέψεις 305 έως 351 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως πολλά παραδείγματα σχετικά, αφενός, με επανειλημμένες αιτήσεις παροχής πληροφοριών για μεταβολές όσον αφορά την κατοχή του κεφαλαίου των SEL, πολλές από τις οποίες ανήκαν στον όμιλο Labco, με επίκληση του άρθρου L 4221‑19 του CSP, αιτήσεις οι οποίες μπορούσαν να εκληφθούν ως απειλή επιβολής πειθαρχικών κυρώσεων, και, αφετέρου, με την επιβολή τέτοιων κυρώσεων στην πράξη σε πολλές περιπτώσεις (βλ., π.χ. για την περίπτωση της SELAS Laboratoire du Littoral, τις αιτιολογικές σκέψεις 310 έως 316 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

187    Πέμπτον, όσον αφορά τη θέση του Συλλόγου ότι το άρθρο L 4221‑19 του CSP πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα της εγκυκλίου 98‑558, όπου αναφέρεται ότι στην αίτηση εγκρίσεως πρέπει να καταγράφεται επακριβώς η κατανομή του κεφαλαίου μεταξύ των εταίρων που είναι ελεύθεροι επαγγελματίες, ελεύθερων επαγγελματιών που δεν είναι εταίροι, πρώην εταίρων, διαδόχων των εταίρων και εταίρων που δεν είναι ελεύθεροι επαγγελματίες, χωρίς να γίνεται διάκριση μεταξύ εγγράφων που πρέπει να κοινοποιούνται στον επαγγελματικό σύλλογο, ο οποίος πρέπει να γνωμοδοτήσει, και στον νομάρχη, η Επιτροπή ορθώς υποστηρίζει ότι το επιχείρημα αυτό δεν δικαιολογεί ορισμένες παρεμβάσεις του Συλλόγου σε SEL του ομίλου Labco. Συγκεκριμένα, αφενός, οι παρεμβάσεις αυτές αφορούσαν τροποποιήσεις της διαρθρώσεως υφιστάμενων SEL, μεταγενέστερες της εγκυκλίου 2005‑506, οι οποίες επιβεβαιώνουν, όπως προαναφέρθηκε στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, μόνον την ύπαρξη υποχρεώσεως γνωστοποιήσεως τέτοιων τροποποιήσεων. Αφετέρου, σε κάθε περίπτωση, ο Σύλλογος παρενέβη επανειλημμένως, ζητώντας πληροφορίες και, ενδεχομένως, επιβάλλοντας πειθαρχικές κυρώσεις σε SEL εκτός του πλαισίου των εγκριτικών διαδικασιών ή ακόμη και μετά τη χορήγηση της εγκρίσεως.

188    Έκτον, πρέπει να εξεταστεί εάν ορισμένες αιτήσεις παροχής πληροφοριών δικαιολογούνται παρά ταύτα στο πλαίσιο της υπομνησθείσας στις σκέψεις 176 και 177 ανωτέρω αρμοδιότητας του Συλλόγου για εκ των υστέρων έλεγχο.

189    Επί παραδείγματι, όσον αφορά τη SEL Littoral/Charrière Levy (αιτιολογική σκέψη 362 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η οποία ανήκε στον όμιλο Labco και στην οποία είχε εισέλθει ως νέος εταίρος νομικό πρόσωπο, ο Σύλλογος ζήτησε ονομαστικό κατάλογο των εταίρων του εν λόγω προσώπου, καθώς και τα καταστατικά τους.

190    Συναφώς, όσον αφορά την ανάγκη ελέγχου της τηρήσεως του κανόνα περί κατοχής ποσοστού όχι μεγαλύτερου του 25 % από εταίρους που δεν είναι ελεύθεροι επαγγελματίας, είναι ορθή η επισήμανση της Επιτροπής ότι ο Σύλλογος επέμενε να του γνωστοποιούνται πληροφορίες σχετικά με την κατοχή κεφαλαίου της SEL και σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ήταν πρόδηλο ότι το κρίσιμο ζήτημα ήταν οι σχέσεις μεταξύ ελεύθερων επαγγελματιών. Επιπλέον, η προβαλλόμενη από τον Σύλλογο ερμηνεία του νομοθετικού και του κανονιστικού πλαισίου, κατά την οποία πρέπει να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία των βιολόγων που ασκούν το επάγγελμά τους στις SEL έναντι τρίτων ελεύθερων επαγγελματιών, αποτέλεσε ενδεχομένως τη βάση για τις αιτήσεις παροχής πληροφοριών σχετικά με τη μετοχική σύνθεση της SEL εργαστηρίων που ήταν μέτοχοι της SEL όπου επήλθαν οι μεταβολές. Όπως, όμως, επισημάνθηκε στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, η ερμηνεία αυτή δεν είναι συμβατή με το άνοιγμα που επιδιώκεται με τις εισαχθείσες από τον νόμο Murcef τροποποιήσεις (βλ. σκέψη 91 ανωτέρω).

191    Ομοίως, ούτε η αρμοδιότητα ελέγχου της κατοχής της πλειοψηφίας των δικαιωμάτων ψήφου στη SEL από φαρμακοποιό-βιολόγο μπορεί να δικαιολογήσει όλες τις αιτήσεις παροχής πληροφοριών σχετικά με την κατοχή κεφαλαίου και τη μετοχική σύνθεση SEL, καθώς η τήρηση του κανόνα αυτού μπορεί να διαπιστωθεί βάσει πληροφοριών σχετικών με την κατανομή των δικαιωμάτων ψήφου μεταξύ των μετόχων και την ταυτότητα των μετόχων, πληροφοριών οι οποίες είναι λιγότερο εκτεταμένες από αυτές που απαιτούνται στο πλαίσιο της υποχρεώσεως γνωστοποιήσεως των μεταβιβάσεων μετοχών, υπό την απειλή πειθαρχικών κυρώσεων.

192    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι δεν είναι εσφαλμένη η ανάλυση της Επιτροπής, κατά την οποία, έναντι ενός νομοθετικού πλαισίου το οποίο αναμφισβήτητα επιδέχεται ερμηνεία, ο Σύλλογος δεν τήρησε τα όρια της εκ του νόμου απορρέουσας εξουσίας του, σφετεριζόμενος ορισμένες κανονιστικές αρμοδιότητες και επιβάλλοντας βαρύτερες υποχρεώσεις στις SEL οι οποίες σκόπευαν να κάνουν χρήση των εκ του νόμου δυνατοτήτων συμμετοχής τρίτων στο κεφάλαιό τους, ιδίως εάν ορισμένες ενέργειες του Συλλόγου ερμηνευθούν υπό το πρίσμα της τεκμηριωθείσας με την προσβαλλόμενη απόφαση στρατηγικής ιδίως έναντι της Labco.

193    Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει κατά συνέπεια να απορριφθεί.

 Επί του έκτου λόγου, σχετικά, κατ’ ουσίαν, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, καθόσον θεωρήθηκε ότι οι επιβληθείσες πειθαρχικές κυρώσεις ενίσχυσαν τις δυνητικές ή πραγματικές συνέπειες των επικρινόμενων αποφάσεων

194    Ο Σύλλογος υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, μολονότι δηλώνει ότι δεν συμπεριέλαβε τις πειθαρχικές κυρώσεις στις εναντίον του αιτιάσεις, εντούτοις διατυπώνει την εκτίμηση ότι η άσκηση πειθαρχικών διώξεων και η επιβολή κυρώσεων ενισχύουν τις δυνητικές ή πραγματικές συνέπειες των επικρινόμενων αποφάσεων, με συνέπεια να θεωρείται ότι τα επικρινόμενα μέτρα αφορούν και την κίνηση πειθαρχικών διαδικασιών και την επιβολή κυρώσεων. Υπενθυμίζει, συναφώς, ότι η άσκηση πειθαρχικής εξουσίας αποτελεί μέρος της ασκούμενης δημόσιας εξουσίας και δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου του ανταγωνισμού, πράγμα που η Επιτροπή άλλωστε δεν αμφισβητεί. Πάντως, η θέση που διατυπώνει η Επιτροπή ότι η κίνηση πειθαρχικών διώξεων και η αυστηρότητα των επιβληθεισών κυρώσεων ενισχύουν τα αντίθετα προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αποτελέσματα της συμπεριφοράς του Συλλόγου είναι αντιφατική και συνιστά εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, προσκρούει δε στην απόφαση της αποφάσεως Wouters, σκέψη 21 ανωτέρω.

195    Η Επιτροπή προβάλλει ότι ο συγκεκριμένος λόγος είναι αλυσιτελής, διότι δεν προσάπτεται στον Σύλλογο η επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων. Διευκρινίζει, ωστόσο, ότι η επιβολή κυρώσεων δεν πρέπει να συγχέεται με την απειλή κυρώσεων (ή την υπόμνηση των σχετικών εξουσιών του Συλλόγου) και την υποβολή καταγγελιών, οι οποίες αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος του συνολικού σχεδίου και συνέβαλαν στην αποτελεσματικότητα του σχεδίου του Συλλόγου. Η Επιτροπή φρονεί ότι δεν κρίνει τις πειθαρχικές αποφάσεις, πλην όμως έχει το δικαίωμα να επισημάνει με την προσβαλλόμενη απόφαση όλες τις πτυχές του εφαρμοσθέντος σχεδίου.

196    Η Labco υποστηρίζει επίσης ότι ο Σύλλογος έκανε χρήση της δυνατότητας επιβολής πειθαρχικών κυρώσεων ως μέσου ασκήσεως πιέσεως και προς εξασφάλιση της αποτελεσματικότητας του συνολικού σχεδίου.

197    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως αναφέρεται στη σκέψη 57 της αποφάσεως Wouters, σκέψη 21 ανωτέρω, δραστηριότητα η οποία, λόγω της φύσεώς της, των κανόνων στους οποίους υπόκειται και του αντικειμένου της, δεν εμπίπτει στη σφαίρα των οικονομικών συναλλαγών (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Φεβρουαρίου 1993, C‑159/91 και C‑160/91, Poucet και Pistre, Συλλογή 1993, σ. I‑637, σκέψεις 18 και 19, σχετικά με τη διαχείριση της δημόσιας υπηρεσίας κοινωνικής ασφαλίσεως) ή συνδέεται με την άσκηση δημοσίας εξουσίας (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 19ης Ιανουαρίου 1994, C‑364/92, SAT Fluggesellschaft, Συλλογή 1994, σ. I‑43, σκέψη 30, σχετικά με τον έλεγχο και την αστυνόμευση του εναερίου χώρου, και της 18ης Μαρτίου 1997, C‑343/95, Diego Calì & Figli, Συλλογή 1997, σ. I‑1547, σκέψεις 22 και 23, σχετικά με την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος από τη ρύπανση) δεν εμπίπτει στους κανόνες περί ανταγωνισμού της Συνθήκης.

198    Ο Σύλλογος φρονεί ότι οι ενέργειες των πειθαρχικών τμημάτων του συνδέονται με την άσκηση δημόσιας εξουσίας κατά την έννοια της νομολογίας αυτής και δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, οπότε δεν ευσταθεί η εκτίμηση της Επιτροπής ότι η άσκηση πειθαρχικής εξουσίας από τον Σύλλογο ενισχύει τις δυνητικές ή πραγματικές συνέπειες των αποφάσεών του.

199    Με την αιτιολογική σκέψη 514 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή καταλήγει ότι «η επίμαχη εν προκειμένω συμπεριφορά συνίσταται από ένα σύνολο αποφάσεων του Συλλόγου, με τις οποίες επιδιώκεται να υποχρεωθούν οι επιχειρήσεις να ακολουθούν συγκεκριμένη πολιτική στην αγορά, η συμπεριφορά δε αυτή περιλαμβάνει και την υποβολή καταγγελιών από μέλη της διοικήσεως του Συλλόγου κατά φαρμακείων ή SEL». Ωστόσο, στην αιτιολογική σκέψη 515 η Επιτροπή αναφέρει επιπλέον ότι, «αντιθέτως, η κίνηση πειθαρχικών διαδικασιών από τον Σύλλογο και η ενδεχόμενη επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων δεν συγκαταλέγονται στις αιτιάσεις». Με την αιτιολογική σκέψη 516, η Επιτροπή διευκρινίζει, πάντως, ότι οι πειθαρχικές εξουσίες που έχουν ανατεθεί από το κράτος στον Σύλλογο μπορούν να ενισχύσουν τις δυνητικές ή πραγματικές συνέπειες των αποφάσεών του, έστω και αν δεν μεταβάλλονται τα συστατικά στοιχεία της παραβάσεως. Η Επιτροπή διαπιστώνει, επικουρικώς (αιτιολογικές σκέψεις 517 έως 520), ότι, σε όλες τις υποθέσεις με αντικείμενο την αποψίλωση της κυριότητας επί των μεριδίων, την κατοχή του κεφαλαίου ή τροποποιήσεις του καταστατικού, το πειθαρχικό τμήμα του Section G του Συλλόγου επιβάλλει συστηματικά απαγόρευση λειτουργίας του φαρμακείου είτε μεγάλης είτε μικρότερης διάρκειας.

200    Η Επιτροπή επανέρχεται στο ζήτημα των πειθαρχικών αποφάσεων στο κεφάλαιο 6 της προσβαλλομένης αποφάσεως (αιτιολογικές σκέψεις 579 έως 584), επαναλαμβάνοντας ότι δεν συμπεριέλαβε τη διεξαγωγή πειθαρχικών διαδικασιών από τα όργανα του Συλλόγου στις προσαπτόμενες συμπεριφορές, αλλά διαπίστωσε, παραθέτοντας εν συνεχεία ορισμένα παραδείγματα, ότι οι πειθαρχικές κυρώσεις μπορούσαν να ενισχύσουν τις δυνητικές ή πραγματικές συνέπειες των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορών που αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση.

201    Εξάλλου, από την αιτιολογική σκέψη 583 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία, ο Σύλλογος είχε προβάλει ότι το άρθρο 101 ΣΛΕΕ δεν έχει εφαρμογή ως προς τις αποφάσεις των πειθαρχικών τμημάτων του. Η Επιτροπή απάντησε στο επιχείρημα αυτό με την αιτιολογική σκέψη 584, υποστηρίζοντας ότι το ζήτημα της φύσεως των πειθαρχικών εξουσιών του Συλλόγου μπορεί να μείνει ανοικτό, καθώς δεν έχει συμπεριλάβει τις πειθαρχικές αποφάσεις στις αιτιάσεις της.

202    Τέλος, στην αιτιολογική σκέψη 761 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αναφέρεται στη συμπεριφορά των οργάνων του Συλλόγου, στο πλαίσιο της αναλύσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως, επισημαίνοντας ότι η συστηματική κίνηση πειθαρχικών διαδικασιών, διά της υποβολής καταγγελιών κατά των επιχειρήσεων που συνδέονταν με ομίλους εργαστηρίων, με σκοπό την ενίσχυση των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αποτελεσμάτων αποφάσεών του, αποτελεί περίσταση που επιτείνει τη σοβαρότητα της επίμαχης παραβάσεως.

203    Μολονότι οι διεξοδικές αναλύσεις που περιέχει η προσβαλλόμενη απόφαση σχετικά με την άσκηση της πειθαρχικής εξουσίας από τον Σύλλογο δεν είναι, όπως ορθώς επισημαίνει ο Σύλλογος, απολύτως σαφείς, εντούτοις από το κεφάλαιο 5 της εν λόγω αποφάσεως σχετικά με «[τη] συμπεριφορά που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας», προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν συμπεριέλαβε την άσκηση πειθαρχικής εξουσίας από τον Σύλλογο στις περιοριστικές του ανταγωνισμού πρακτικές που του προσάπτει (βλ. ιδίως την αιτιολογική σκέψη 515 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το περιεχόμενο της οποίας παρατίθεται στη σκέψη 199 ανωτέρω). Η θέση αυτή της Επιτροπής επαναλαμβάνεται στο κεφάλαιο 6, ιδίως στις αιτιολογικές σκέψεις 579 έως 584 της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. σκέψη 200 ανωτέρω).

204    Αντιθέτως προς ό,τι προβάλλει ο Σύλλογος, η θέση αυτή της Επιτροπής δεν έρχεται σε αντίθεση προς τη νομολογία Wouters ούτε συνιστά πλημμελή εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

205    Τούτο θα συνέβαινε εάν η Επιτροπή είχε διαπιστώσει παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού για συμπεριφορά μη εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Πάντως, το γεγονός ότι η Επιτροπή επικαλείται ορισμένες πρακτικές ως αποδεικτικά στοιχεία για τον χαρακτηρισμό συμπεριφορών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως δεν συνιστά πλημμελή εφαρμογή της αποφάσεως Wouters, σκέψη 21 ανωτέρω, ή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, διότι η άσκηση πειθαρχικής εξουσίας από τον Σύλλογο, δηλαδή οι αποφάσεις που λαμβάνονται στο πλαίσιο αυτό, δεν θεωρείται ότι περιορίζει τον ανταγωνισμό κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

206    Ειδικότερα, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή διαχώρισε την άσκηση της πειθαρχικής εξουσίας από τις ευθείες ή έμμεσες απειλές ασκήσεώς της ή από την υποβολή καταγγελιών, για τις οποίες γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 761 της προσβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με τη σοβαρότητα της παραβάσεως και οι οποίες αποτελούν στοιχεία ενισχύοντα την υλοποίηση του συνολικού σχεδίου που εντόπισε η Επιτροπή. Πάντως, όσον αφορά την υποβολή καταγγελιών, η Επιτροπή ορθώς επισημαίνει ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο R 4234‑1 του CSP, δυνατότητα υποβολής καταγγελίας έχουν πλείονα πρόσωπα. Συγκεκριμένα, κατά την παράγραφο 1 της διατάξεως αυτής, η πειθαρχική διαδικασία κατά φαρμακοποιού μπορεί να κινηθεί από ορισμένους υπουργούς ή στελέχη της διοικήσεως με αρμοδιότητες σχετικές με τον κλάδο των φαρμακείων, καθώς και από τον νομάρχη, από ορισμένα μέλη της διοικήσεως του Συλλόγου, από άλλον φαρμακοποιό ή από ιδιώτη. Δεν μπορεί, συνεπώς, να γίνει δεκτή η θέση του Συλλόγου ότι η υποβολή καταγγελίας συμπεριλαμβάνεται στην άσκηση πειθαρχικής εξουσίας.

207    Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν, υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν είναι απαραίτητο να κριθεί οριστικά το ζήτημα εάν η πειθαρχική εξουσία του Συλλόγου περιλαμβάνεται στην άσκηση δημόσιας εξουσίας, οπότε δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, πρέπει ακόμη να διευκρινιστεί ότι η άσκηση δημόσιας εξουσίας δεν παρέχει απόλυτη προστασία κατά οποιασδήποτε αιτιάσεως για περιορισμό του ανταγωνισμού, διότι η προδήλως πλημμελής άσκηση της εξουσίας αυτής συνιστά ενδεχομένως κατάχρηση εξουσίας.

208    Ο έκτος λόγος πρέπει, επομένως, να απορριφθεί.

 Επί των σχετικών με τις τιμές λόγων ακυρώσεως

 Επί του έβδομου λόγου, σχετικά, κατ’ ουσίαν, με υπέρβαση εξουσίας, λόγω μη τηρήσεως των ορίων της εντολής διενέργειας επιτόπιου ελέγχου

209    Ο Σύλλογος υποστηρίζει ότι στην καταγγελία της Labco από την οποία ξεκίνησε η έρευνα δεν υπήρχε αναφορά σε ζήτημα κατώτατης τιμής, αλλά μόνο στην υποτιθέμενη βούλησή του να εμποδίσει την ανάπτυξη της Labco και να περιορίσει τη δυνατότητά της να ανταγωνίζεται άλλα εργαστήρια στην αγορά των αναλύσεων κλινικής βιολογίας. Ομοίως, στην απόφαση περί διενέργειας επιτόπιου ελέγχου, στο έγγραφο της Επιτροπής της 19ης Νοεμβρίου 2008 και στην αίτηση παροχής πληροφοριών της 3ης Φεβρουαρίου 2009 δεν υπάρχει αναφορά σε πρακτικές σχετικά με τις τιμές, στη δε αίτηση παροχής πληροφοριών δεν γίνεται καμία αναφορά σε διεύρυνση του πλαισίου της έρευνας ως προς το ζήτημα αυτό. Η αίτηση παροχής πληροφοριών της 18ης Ιουνίου 2009 περιλάμβανε αιτήματα γνωστοποιήσεως εγγράφων σχετικών με τις εκπτώσεις, χωρίς συγκεκριμένες διευκρινίσεις. Ο Σύλλογος προβάλλει ότι πληροφορήθηκε για πρώτη φορά κατά το στάδιο της ανακοινώσεως αιτιάσεων ότι το αντικείμενο της έρευνας επεκτάθηκε από τον επιτόπιο έλεγχο και μετά στη σχετική με τις τιμές και τις εκπτώσεις συμπεριφορά. Πάντως, κατά τον Σύλλογο, μολονότι η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να χαρακτηρίζει με απόλυτη ακρίβεια τις φερόμενες παραβάσεις που αποτελούν αντικείμενο της έρευνας σύμφωνα με την απόφαση περί διενέργειας επιτόπιου ελέγχου, εντούτοις, κατά τη σχετική με το άρθρο 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003 νομολογία, υποχρεούται να παραθέτει με σαφήνεια τις περιπτώσεις που σκοπεύει να ελέγξει, πράγμα που δεν συνέβη εν προκειμένω όσον αφορά τις τιμές

210    Ο Σύλλογος προβάλλει ακόμη ότι αποκλείεται, κατά την εκτίμησή του, να είναι σύμφωνη με τη νομολογία η ευρύτατη περιγραφή του αντικειμένου της έρευνας ως «διερεύνηση παραβάσεων στον τομέα της κλινικής βιολογίας». Εξάλλου, ούτε η χρήση του επιρρήματος «ιδίως» στο άρθρο 1 της αποφάσεως περί διενέργειας επιτόπιου ελέγχου ικανοποιεί την απαίτηση περί ακρίβειας.

211    Ο Σύλλογος παραδέχεται ότι η Επιτροπή μπορεί να κινήσει διαδικασία έρευνας, προκειμένου να εξετάσει την ακρίβεια των πληροφοριών που έχουν παρεμπιπτόντως περιέλθει σε γνώση της ή να συμπληρώσει τις πληροφορίες αυτές, καθώς και ότι τίποτα δεν την εμποδίζει να κινήσει νέα έρευνα βάσει των ως άνω πληροφοριών. Ωστόσο, ο Σύλλογος προβάλλει ότι η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματά του άμυνας εν προκειμένω, διότι χρησιμοποίησε πληροφορίες συλλεγείσες στο πλαίσιο επιτόπιου ελέγχου για σκοπούς άλλους από αυτούς που αναφέρονται στην απόφαση περί διενέργειας επιτόπιου ελέγχου. Κατά τον Σύλλογο, όλα τα έγγραφα που συλλέχθηκαν κατά τον επιτόπιο έλεγχο με σκοπό να αποδειχθεί συμφωνία επί των τιμών δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά στοιχεία και η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί ως προς το ζήτημα αυτό.

212    O Σύλλογος προβάλλει επιπλέον ότι το ζήτημα αυτό δεν επιλύθηκε με την απόφαση CNOP και CCG κατά Επιτροπής, σκέψη 8 ανωτέρω, διότι ο λόγος που είχε προβληθεί συναφώς στο πλαίσιο εκείνης της δίκης είχε απορριφθεί ως απαράδεκτος λόγω εκπροθέσμου.

213    Η Επιτροπή αμφισβητεί ότι υπερέβη τις εξουσίες της και υποστηρίζει ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που συλλέχθηκαν κατά τον επιτόπιο έλεγχο καθώς και οι απαντήσεις προς τις αιτήσεις παροχής πληροφοριών.

214    Το κεντρικό ζήτημα στο πλαίσιο του συγκεκριμένου λόγου είναι εάν η Επιτροπή μπορούσε να διαπιστώσει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, βάσει των εγγράφων του φακέλου της υποθέσεως, την ύπαρξη παραβάσεως συνιστάμενης στην επιβολή κατώτατης τιμής διά της απαγορεύσεως των εκπτώσεων, δεδομένου ότι τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία συγκεντρώθηκαν κατόπιν καταγγελίας και της εκδόσεως αποφάσεως περί διενέργειας επιτόπιου ελέγχου, αντικείμενο των οποίων ήταν, κατά τον Σύλλογο, αποκλειστικά οι περιοριστικές πρακτικές έναντι της αναπτύξεως ομίλων εργαστηρίων. Επομένως, ο υπό κρίση λόγος αφορά τις συνθήκες υπό τις οποίες διενήργησε η Επιτροπή την προκαταρκτική εξέταση μετά την καταγγελία της Labco της 12ης Οκτωβρίου 2007 και την έναρξη της έρευνας στις 22 Οκτωβρίου 2007. Τα σημαντικότερα στάδια της εν λόγω προκαταρκτικής εξετάσεως είναι ο επιτόπιος έλεγχος της 12ης και της 13ης Νοεμβρίου 2008, ο οποίος διενεργήθηκε βάσει της αποφάσεως περί επιτόπιου ελέγχου, καθώς και οι αιτήσεις παροχής πληροφοριών που εστάλησαν κατόπιν στον Σύλλογο.

215    Ο λόγος ακυρώσεως συνίσταται, κατ’ ουσίαν, σε δύο αιτιάσεις. Η πρώτη αφορά το ζήτημα εάν το αντικείμενο και ο σκοπός του επιτόπιου ελέγχου, τα οποία η Επιτροπή υποχρεούται να προσδιορίζει με την απόφαση περί διενέργειας επιτόπιου ελέγχου σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003, καθορίστηκαν κατά τρόπο υπερβολικά ευρύ, υπό το πρίσμα των αποδεικτικών στοιχείων που είχε τότε στη διάθεσή της η Επιτροπή από την καταγγελία της Labco. Η δεύτερη αιτίαση αφορά, αφενός, το εάν τα κατασχεθέντα κατά τους επιτόπιους ελέγχους έγγραφα σχετικά με τις εκπτώσεις αποσπάστηκαν διά προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας του Συλλόγου, δεδομένου ότι φέρονται να μην εμπίπτουν ούτε στο αντικείμενο ούτε στον σκοπό των ελέγχων, όπως αυτά έχουν καθοριστεί με την απόφαση περί διενέργειας επιτόπιου ελέγχου και, αφετέρου, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες δύναται η Επιτροπή να διευρύνει το πεδίο μιας ήδη διεξαγόμενης έρευνας ή υποχρεούται να κινήσει νέα έρευνα.

–       Επί της πρώτης αιτιάσεως

216    Κατά το μέρος που αφορά παρατυπία κατά τη συλλογή σχετικών με τις εκπτώσεις αποδεικτικών στοιχείων, οφειλόμενη στην έλλειψη σχετικών με το ζήτημα αυτό ενδείξεων στην καταγγελία, η αιτίαση αφορά, στην πραγματικότητα, το εάν, βάσει των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003, το οποίο επιτάσσει να αναφέρεται στην απόφαση περί διενέργειας επιτόπιου ελέγχου το αντικείμενο και ο σκοπός του, η εν λόγω απόφαση ήταν αυθαίρετη, επειδή η Επιτροπή δεν διέθετε αρκούντως σοβαρές ενδείξεις ώστε να αποφασίσει τη διενέργεια ελέγχου και ως προς το ζήτημα των εκπτώσεων.

217    Υπενθυμίζεται, ωστόσο, ότι το Γενικό Δικαστήριο έχει εξετάσει τη νομιμότητα της αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου με την απόφαση CNOP και CCG κατά Επιτροπής, σκέψη 8 ανωτέρω. Η συγκεκριμένη αιτίαση στηρίζεται σε πραγματικά στοιχεία τα οποία είχαν στη διάθεσή τους οι προσφεύγοντες όταν εκδικαζόταν η υπόθεση εκείνη. Συγκεκριμένα, η καταγγελία της Labco κοινοποιήθηκε στον Σύλλογο στις 10 Μαρτίου 2008 και αυτός απάντησε στις 15 Απριλίου 2008, δηλαδή πολύ πριν τη διενέργεια του επιτόπιου ελέγχου στις 12 και 13 Νοεμβρίου 2008, οπότε η αιτίαση περί αναντιστοιχίας μεταξύ της αποφάσεως περί διενέργειας επιτόπιου ελέγχου και των ενδείξεων που απορρέουν από την καταγγελία μπορούσε να προβληθεί με την προσφυγή στην υπόθεση T‑23/09. Εν πάση περιπτώσει, κατά το μέρος που δεν αφορά ζήτημα σχετικό με τη νομιμότητα της αποφάσεως περί διενέργειας επιτόπιου ελέγχου, το οποίο έχει εξεταστεί από το Γενικό Δικαστήριο και καλύπτεται πλέον από το δεδικασμένο ως προς τους συγκεκριμένους διαδίκους, η επίμαχη αιτίαση δεν μπορεί πλέον να προβληθεί χωρίς παραβίαση των προθεσμιών του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

218    Επομένως, η εν λόγω αιτίαση είναι απαράδεκτη.

–       Επί της δεύτερης αιτιάσεως

219    Επισημαίνεται, πρώτον, ότι η αιτίαση αυτή σχετίζεται με την εφαρμογή της νομολογίας σχετικά με την υποχρέωση αιτιολογήσεως, η οποία απορρέει από το άρθρο 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003, κατά την οποία με την απόφαση περί διενέργειας επιτόπιου ελέγχου προσδιορίζονται «το αντικείμενο και ο σκοπός του ελέγχου» για την προστασία των δικαιωμάτων άμυνας των επιχειρήσεων που εμπλέκονται κατά το συγκεκριμένο στάδιο της έρευνας.

220    Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι, με την απόφαση CNOP και CCG κατά Επιτροπής, σκέψη 8 ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε την απόφαση περί διενέργειας επιτόπιου ελέγχου επαρκώς κατά νόμον αιτιολογημένη. Με τη σκέψη 34 της εν λόγω αποφάσεώς του, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι μπορούσε να προσδιοριστεί, βάσει της αιτιολογίας της αποφάσεως, ο σκοπός και το αντικείμενο του επιτόπιου ελέγχου. Εν πάση περιπτώσει, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 217 ανωτέρω, σχετικά με τον χαρακτηρισμό της αποφάσεως περί διενέργειας επιτόπιου ελέγχου ως αυθαίρετης, ακόμη και αν το δεδικασμένο δεν καλύπτει την αιτίαση περί ελλείψεως αιτιολογίας της αποφάσεως περί διενέργειας επιτόπιου ελέγχου, η εν λόγω αιτίαση δεν μπορεί να προβληθεί, καθώς έχουν παρέλθει οι προθεσμίες του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

221    Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι, εν προκειμένω, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή προσδιόρισε, σύμφωνα με τη νομολογία, με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια, τις υπόνοιες που σκοπεύει να διερευνήσει, ήτοι το αντικείμενο και τα στοιχεία του ελέγχου (βλ., συναφώς, σχετικά με τον κανονισμό 17, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 17ης Οκτωβρίου 1989, 85/87, Dow Benelux κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 3137, σκέψη 10, της 21ης Σεπτεμβρίου 1989, 46/87 και 227/88, Hoechst κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 2859, σκέψη 41, και της 22ας Οκτωβρίου 2002, C‑94/00, Roquette Frères, Συλλογή 2002, σ. I‑9011, σκέψη 48).

222    Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί το επιχείρημα του Συλλόγου ότι, κατ’ ουσίαν, τα σχετικά με τις εκπτώσεις αποδεικτικά στοιχείαs δεν είχαν σχέση με το αντικείμενο του επιτόπιου ελέγχου και, ως εκ τούτου, έχουν συλλεγεί παρανόμως. Κατά συνέπεια, δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως αποδείξεις. Ο Σύλλογος προβάλλει επιπλέον ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να στηριχθεί στα στοιχεία αυτά ούτε για να τους απευθύνει την αίτηση παροχής πληροφοριών της 18ης Ιουνίου 2009, αλλά έπρεπε να κινήσει νέα έρευνα σχετικά με τις εκπτώσεις.

223    Συναφώς, είναι απορριπτέο το επιχείρημα της Επιτροπής ότι ο Σύλλογος δεν προέβαλε ούτε με την απάντησή του στην αίτηση παροχής πληροφοριών της 18ης Ιουνίου 2009 ούτε με την απάντησή του στην ανακοίνωση αιτιάσεων ότι το ζήτημα των εκπτώσεων είναι καινοφανές ή ότι δεν εμπίπτει στο πεδίο του επιτόπιου ελέγχου. Συγκεκριμένα, η ρητή ή σιωπηρή αναγνώριση πραγματικών ή νομικών στοιχείων από μια επιχείρηση κατά την ενώπιον της Επιτροπής διοικητική διαδικασία, μολονότι ενδέχεται να συνιστά συμπληρωματικό αποδεικτικό στοιχείο στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του βασίμου ένδικης προσφυγής, δεν συνεπάγεται εντούτοις περιορισμό αυτού καθ’ εαυτό του δικαιώματος που έχει φυσικό ή νομικό πρόσωπο να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Ιουλίου 2010, C‑407/08 P, Knauf Gips κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. I‑6375, σκέψη 90).

224    Επί της ουσίας, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή συγκέντρωσε αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τις εκπτώσεις σε διάφορα στάδια της προκαταρκτικής έρευνας. Η Επιτροπή προβάλλει, χωρίς ο Σύλλογος να την αντικρούσει συναφώς, ότι κατά τον επιτόπιο έλεγχο κατέσχεσε πέντε έγγραφα σχετικά με τις εκπτώσεις. Εξάλλου, η Επιτροπή ζήτησε πληροφορίες σχετικά με την πολιτική του Συλλόγου με τη δεύτερη αίτηση παροχής πληροφοριών της 18ης Ιουνίου 2009, η οποία περιείχε ορισμένες ερωτήσεις επί του ζητήματος των εκπτώσεων, ζητώντας μεταξύ άλλων από τον Σύλλογο να υποβάλει αντίγραφο ορισμένων εγγράφων τα οποία είχαν αποσταλεί από το CCG και περιείχαν αιτήσεις παροχής πληροφοριών σχετικά με χορηγηθείσες από ορισμένα εργαστήρια εκπτώσεις τιμών. Επιπλέον, το σχετικό με τη διαπίστωση της παραβάσεως μέρος της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά το μέρος που αφορά τις εκπτώσεις (αιτιολογικές σκέψεις 133 επ.), στηρίζεται και σε πρακτικά συνεδριάσεων του CCG, αντίγραφα των οποίων παρασχέθηκαν κατόπιν της απευθυνόμενης στον Σύλλογο αιτήσεως παροχής πληροφοριών της 3ης Φεβρουαρίου 2009, καθώς και αιτήσεων παροχής πληροφοριών απευθυνόμενων στα εργαστήρια.

225    Ωστόσο, το κύριο ζήτημα που τίθεται στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτιάσεως είναι το εάν είναι εύλογη η παραδοχή ότι το αντικείμενο του επιτόπιου ελέγχου, όπως προσδιορίζεται με την απόφαση περί διενέργειας επιτόπιου ελέγχου, καλύπτει και τη συμπεριφορά του Συλλόγου στο ζήτημα των εκπτώσεων.

226    Συναφώς, στην πρώτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως περί διενέργειας επιτόπιου ελέγχου αναφέρεται ότι «[η] Επιτροπή διαθέτει πληροφορίες κατά τις οποίες υπάρχουν, τουλάχιστον από το 2003, συμφωνίες και/ή εναρμονισμένες πρακτικές μεταξύ των φαρμακοποιών στη Γαλλία στο πλαίσιο του [Συλλόγου] και/ή αποφάσεις του [Συλλόγου] και/ή του [CNOP] και/ή του [CCG …] με αντικείμενο και/ή ως αποτέλεσμα να παρακωλύουν, περιορίζουν ή νοθεύουν τον ανταγωνισμό εντός της κοινής αγοράς, μεταξύ άλλων, της αγοράς παροχής υπηρεσιών μικροβιολογικών αναλύσεων» και ότι «[η] συμπεριφορά αυτή εκδηλώθηκε, μεταξύ άλλων, υπό τη μορφή αποφάσεων με σκοπό τη μη πρόσβαση φαρμακοποιών και/ή νομικών προσώπων στην αγορά παροχής υπηρεσιών μικροβιολογικών αναλύσεων, τον περιορισμό της δραστηριότητάς τους στην αγορά αυτή ή τον αποκλεισμό τους από την εν λόγω αγορά».

227    Ομοίως, κατά το πρώτο εδάφιο του άρθρου 1 της αποφάσεως περί διενέργειας επιτόπιου, «[ο Σύλλογος], το [CNOP] και το [CCG] υποβάλλονται υποχρεωτικώς σε έλεγχο που αφορά τη συμμετοχή τους σε συμφωνίες και/ή εναρμονισμένες πρακτικές και/ή στην ενδεχόμενη εφαρμογή συμφωνιών και/ή εναρμονισμένων πρακτικών μεταξύ φαρμακοποιών στη Γαλλία στο πλαίσιο του [Συλλόγου] καθώς και στις εκδηλώσεις των εν λόγω συμφωνιών και/ή εναρμονισμένων πρακτικών υπό τη μορφή αποφάσεων αντίθετων προς τις διατάξεις του άρθρου 81 [ΕΚ] και/ή του άρθρου 82 [ΕΚ], μεταξύ άλλων, στην αγορά παροχής υπηρεσιών μικροβιολογικών αναλύσεων» και ότι «[η] συμπεριφορά αυτή εκδηλώθηκε, μεταξύ άλλων, υπό τη μορφή αποφάσεων με σκοπό τη μη πρόσβαση των φαρμακοποιών και/ή των νομικών προσώπων στην αγορά παροχής υπηρεσιών μικροβιολογικών αναλύσεων, τον περιορισμό της δραστηριότητάς τους στην αγορά αυτή ή τον αποκλεισμό τους από την εν λόγω αγορά».

228    Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει ο Σύλλογος, η περιγραφή αυτή δεν καλύπτει μόνον τη συμπεριφορά του έναντι ειδικά της αναπτύξεως ομίλων εργαστηρίων από την άποψη της διαρθρώσεώς τους. Μπορεί, βέβαια, να συναχθεί ότι η έρευνα αφορά ειδικότερα τις πρακτικές αυτές. Τούτο συμβαίνει ιδίως εάν ληφθεί υπόψη η τέταρτη αιτιολογική σκέψη, κατά την οποία «[η] Επιτροπή διαθέτει πληροφορίες κατά τις οποίες εκδηλώθηκαν συμφωνίες και/ή εναρμονισμένες πρακτικές μεταξύ των φαρμακοποιών στη Γαλλία στο πλαίσιο του [Συλλόγου] όσον αφορά τους φαρμακοποιούς και/ή τα νομικά πρόσωπα που επιθυμούν να παράσχουν υπηρεσίες μικροβιολογικών αναλύσεων υπό τη μορφή αποφάσεων περί μη εγγραφής τους στα μητρώα του τμήματος G, μη ενημερώσεως της εγγραφής τους στα μητρώα και/ή απαγορεύσεως της ασκήσεως της δραστηριότητάς τους με σκοπό και/ή με αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού στην αγορά παροχής υπηρεσιών μικροβιολογικών αναλύσεων», καθώς οι πρακτικές του Συλλόγου σχετικά με την εγγραφή στο μητρώο συνδέονται στενά με το ζήτημα της διαρθρώσεως των ομίλων εργαστηρίων, όπως προκύπτει από την εξέταση του δεύτερου, του τρίτου, του τέταρτου, του πέμπτου και του έκτου λόγου ανωτέρω.

229    Ωστόσο, η αναφορά, στην πρώτη αιτιολογική σκέψη και στο άρθρο 1 του διατακτικού της αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου, σε αποφάσεις του Συλλόγου και των οργάνων του οι οποίες αποσκοπούσαν στον περιορισμό της δραστηριότητας φαρμακοποιών και/ή νομικών προσώπων στην αγορά των υπηρεσιών αναλύσεων κλινικής βιολογίας λογικά σημαίνει ότι ο έλεγχος περιλαμβάνει όλες τις πρακτικές που οδηγούν σε αυτό το αποτέλεσμα, και όχι μόνον τις πρακτικές που σχετίζονται με την εγγραφή στο μητρώο. Συγκεκριμένα, είναι εύστοχη η επισήμανση της Επιτροπής ότι, δεδομένης της αυστηρής ρυθμίσεως του συγκεκριμένου κλάδου, η τιμή αποτελεί αναμφισβήτητα ουσιώδες στοιχείο ως προς το οποίο οι παράγοντες της αγοράς μπορούσαν να διαφοροποιηθούν.

230    Το επιχείρημα του Συλλόγου ότι το συγκεκριμένο αντικείμενο είναι «παντελώς άσχετο με την αιτίαση περί εκπτώσεως» είναι συνεπώς απορριπτέο.

231    Ως προς το επιχείρημα του Συλλόγου ότι η χρήση του επιρρήματος «ιδίως» στην πρώτη αιτιολογική σκέψη και στο άρθρο 1 του διατακτικού της αποφάσεως περί διενέργειας επιτόπιου ελέγχου δεν ικανοποιεί την απαίτηση περί ακρίβειας που απορρέει από τη νομολογία, το επιχείρημα αυτό αφορά το ζήτημα της επάρκειας της αιτιολογίας της αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου, επί του οποίου το Γενικό Δικαστήριο έχει αποφανθεί με την απόφαση CNOP και CCG κατά Επιτροπής, σκέψη 8 ανωτέρω, όπως υπενθυμίζεται με τις σκέψεις 220 και 221 ανωτέρω. Μπορεί, ωστόσο, εκ νέου να επισημανθεί, επαλλήλως, ότι, όπως παραδέχεται ο Σύλλογος, η Επιτροπή, μολονότι υποχρεούται να προσδιορίσει με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια τις υπόνοιες που σκοπεύει να διερευνήσει, εντούτοις δεν είναι υποχρεωμένη να προβεί στον ακριβή νομικό χαρακτηρισμό των υπό διερεύνηση παραβάσεων. Η Επιτροπή υποχρεούται μόνο να περιγράψει τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της εικαζόμενης παραβάσεως, καθώς δεν διαθέτει ακόμη ακριβή στοιχεία για να προβεί σε εξειδικευμένη νομική αξιολόγηση, αλλά πρέπει προηγουμένως να ελέγξει την ορθότητα των υπονοιών της και να διερευνήσει την έκταση των γεγονότων (βλ., συναφώς, απόφαση Roquette Frères, σκέψη 221 ανωτέρω, σκέψη 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

232    Συναφώς, η Επιτροπή ορθώς επισημαίνει ότι, κατά το στάδιο της εκδόσεως της αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου, δεν διέθετε τα απαιτούμενα στοιχεία, ώστε να διακρίνει τις διάφορες πτυχές της αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφοράς του Συλλόγου στην αγορά των υπηρεσιών αναλύσεων κλινικής βιολογίας. Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν αναφέρθηκε μεν στην αντίθεση του Συλλόγου στις εκπτώσεις, αλλά δεν επικεντρώθηκε ούτε στην αντίθεση του Συλλόγου στην αποψίλωση της κυριότητας επί των μετοχών των SEL ή στο ζήτημα του κατώτατου ποσοστού συμμετοχής του βιολόγου στο κεφάλαιο των SEL. Βεβαίως, είναι προφανές ότι, σε σχέση με την πρακτική έναντι των εκπτώσεων, οι δύο αυτές πρακτικές του Συλλόγου προσεγγίζουν περισσότερο το ζήτημα της εγγραφής στο μητρώο, το οποίο αναφέρεται ρητώς στην απόφαση περί διενέργειας επιτόπιου ελέγχου, πλην όμως τούτο δεν αρκεί για να εξαιρεθούν από το αντικείμενο του επιτόπιου ελέγχου άλλες πρακτικές του Συλλόγου οι οποίες είχαν ως σκοπό τον περιορισμό της δραστηριότητας φαρμακοποιών και/ή νομικών προσώπων στην ίδια αγορά.

233    Επιπλέον, η Επιτροπή ορθώς επισημαίνει ότι οι σχετικές με τις εκπτώσεις ενέργειες του Συλλόγου, μολονότι αφορούσαν ακόμη και εργαστήρια ή SEL που δεν ανήκαν σε ομίλους εργαστηρίων, εντούτοις στόχευαν και τους εν λόγω ομίλους, οι οποίοι είχαν αναμφισβήτητα περισσότερες δυνατότητες πραγματοποιήσεως οικονομιών κλίμακος και μπορούσαν ενδεχομένως να παρέχουν εκπτώσεις.

234    Από την προηγηθείσα ανάλυση προκύπτει ότι το αντικείμενο της αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου μπορούσε ευλόγως να περιλαμβάνει τη συμπεριφορά του Συλλόγου στο ζήτημα των εκπτώσεων, οπότε είναι νόμιμες οι αποδείξεις που στηρίζονται στα συλλεγέντα κατά τον επιτόπιο έλεγχο στοιχεία. Το ίδιο ισχύει και για τα στοιχεία που συνελέγησαν κατόπιν των αιτήσεων παροχής πληροφοριών της 3ης Φεβρουαρίου και της 16ης Ιουνίου 2009, στον βαθμό που αυτές στηρίζονται ευθέως ή εμμέσως στα προαναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία που συνελέγησαν κατά τον επιτόπιο έλεγχο.

235    Κατά συνέπεια, τρίτον, δεν είναι απαραίτητο να εξεταστούν περαιτέρω οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες υποχρεούται η Επιτροπή να κινήσει νέα έρευνα για να εξετάσει συγκεκριμένη μορφή παραβάσεως ή μπορεί να διευρύνει το πεδίο ήδη διεξαγόμενης έρευνας. Το ζήτημα αυτό αφορά την εφαρμογή της νομολογίας κατά την οποία, μολονότι, καταρχήν, οι πληροφορίες που συλλέγονται κατά τη διάρκεια των ελέγχων δεν δύνανται να χρησιμοποιηθούν για σκοπούς άλλους εκτός από αυτούς που αναφέρονται στην απόφαση περί διενεργείας ελέγχου, εντούτοις δεν απαγορεύεται στην Επιτροπή να κινεί διαδικασία έρευνας, προκειμένου να ελέγξει την ακρίβεια ή να συμπληρώσει στοιχεία που περιήλθαν παρεμπιπτόντως στη γνώση της κατά τη διάρκεια προγενέστερου ελέγχου, στην περίπτωση που από τα στοιχεία αυτά καταφαίνεται η ύπαρξη ενεργειών αντίθετων προς τους κανόνες περί ανταγωνισμού της Συνθήκης (βλ., συναφώς, απόφαση Dow Benelux κατά Επιτροπής, σκέψη 221 ανωτέρω, σκέψεις 18 και 19).

236    Κατά το μέτρο που το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι οι συλλεγείσες κατά τον επιτόπιο έλεγχο πληροφορίες για τις πρακτικές του Συλλόγου σχετικά με τις τιμές εντάσσονται στο αντικείμενο της έρευνας, όπως αυτό έχει καθοριστεί με την απόφαση περί διενέργειας επιτόπιου ελέγχου, η Επιτροπή, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει ο Σύλλογος, δεν ήταν υποχρεωμένη να κινήσει νέα έρευνα ως προς τις πρακτικές αυτές.

237    Τέλος, κατά τα λοιπά, τονίζεται ότι, όπως προέβαλε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, από την προσφυγή προκύπτει ότι ο Σύλλογος σχημάτισε την εντύπωση ότι, κατά τη δεύτερη αίτηση παροχής πληροφοριών της 18ης Ιουνίου 2009 και οπωσδήποτε κατά τη δεύτερη ανακοίνωση αιτιάσεων, η Επιτροπή συμπεριέλαβε στην έρευνα αιτιάσεις σχετικές με την πρακτική του όσον αφορά τις εκπτώσεις. Δεν μπορεί, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι δεν του δόθηκε κατά τη διοικητική διαδικασία η δυνατότητα να διατυπώσει λυσιτελώς την άποψή του επί των πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων που παρατέθηκαν συναφώς από την Επιτροπή.

238    Επομένως, η δεύτερη αιτίαση κρίνεται απορριπτέα, όπως και ο έβδομος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Επί του όγδοου λόγου, ο οποίος προβάλλεται επικουρικώς και αφορά, κατ’ ουσίαν, εσφαλμένη εκτίμηση του περιεχομένου του εφαρμοστέου νομικού πλαισίου και της βουλήσεως του νομοθέτη

239    Ο λόγος αυτός αφορά κυρίως το κεφάλαιο 5.1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, με τίτλο «Παρέμβαση στις τιμές της αγοράς», στο πλαίσιο του οποίου η Επιτροπή περιγράφει την παραβατική συμπεριφορά του Συλλόγου ως ένα σύνολο αποφάσεων με σκοπό την επιβολή κατώτατης τιμής στην αγορά, διά τοποθετήσεων και παρεμβάσεων σχετικά με συναφθείσες από εργαστήρια συμβάσεις συνεργασίας ή συμφωνίες οι οποίες προέβλεπαν εκπτώσεις (αιτιολογική σκέψη 133 έως 221).

240    Αφορά, πιο συγκεκριμένα, την ερμηνεία του άρθρου L 6211‑6 του CSP και, ειδικότερα, την έννοια του όρου «έκπτωση».

241    Το άρθρο L 6211-6 του CSP έχει ως εξής:

«Με την επιφύλαξη συμβάσεων ή συμφωνιών με συστήματα ή οργανισμούς ασφαλίσεως υγείας ή οργανισμούς παροχής υπηρεσιών υγείας, δημόσιους ή ιδιωτικούς, και με την επιφύλαξη των [συμβάσεων συνεργασίας μεταξύ εργαστηρίων] του άρθρου L 6211‑5, τα φυσικά πρόσωπα, οι εταιρίες και οι οργανισμοί που λειτουργούν εργαστήριο αναλύσεων κλινικής βιολογίας δεν επιτρέπεται να χορηγούν σε τρίτους εκπτώσεις οποιασδήποτε μορφής για τις αναλύσεις ή εξετάσεις που πραγματοποιούν.

Δεν επιτρέπεται η σύναψη συμφωνιών ή συμβάσεων διά των οποίων καταβάλλονται σε τρίτους το σύνολο ή μέρος των εσόδων από τη δραστηριότητα του εργαστηρίου αναλύσεων κλινικής βιολογίας.»

242    Όπως διευκρινίζεται με την αιτιολογική σκέψη 106 της προσβαλλομένης αποφάσεως, με τη νομοθετική πράξη 2010‑49 της 13ης Ιανουαρίου 2010, η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 16 Ιανουαρίου 2010, απαγορεύθηκε ανεξαιρέτως η χορήγηση εκπτώσεων από τα εργαστήρια. Συγκεκριμένα, το πρώτο εδάφιο του άρθρου L 6211‑6 του CSP αντικαταστάθηκε από διάταξη κατά την οποία «τα εργαστήρια κλινικής βιολογίας τιμολογούν τις εξετάσεις κλινικής βιολογίας που πραγματοποιούν με το τιμολόγιο που έχει οριστεί για τις πράξεις κλινικής βιολογίας». 

243    Ο Σύλλογος υποστηρίζει ότι η Επιτροπή ερμήνευσε εσφαλμένα το άρθρο L 6211‑6 του CSP, καθώς θεώρησε ότι, πριν την έναρξη ισχύος της νομοθετικής πράξεως 2010‑49, η διάταξη αυτή επέτρεπε στα εργαστήρια να χορηγούν ελεύθερα εκπτώσεις επί των τιμών των υπηρεσιών αναλύσεων κλινικής βιολογίας, των οποίων το κόστος καλύπτεται από τρίτους, υπό την προϋπόθεση ότι οι εκπτώσεις αυτές είχαν καθοριστεί με συμφωνίες ή συμβάσεις συνεργασίας μεταξύ εργαστηρίων ή με νοσηλευτικά ιδρύματα. Κατά τον Σύλλογο, η διάταξη αυτή επιβάλλει μια επί της αρχής απαγόρευση των μειώσεων των τιμών, όπως επιβεβαιώνεται από τις προπαρασκευαστικές κοινοβουλευτικές εργασίες ενόψει της ψηφίσεως του νόμου 75‑626, της 11ης Ιουλίου 1975, σχετικά με τα εργαστήρια αναλύσεων κλινικής βιολογίας και τους διευθυντές και αναπληρωτές διευθυντές τους, με τον οποίον προστέθηκε στον CSP το άρθρο L 6211‑6, ιδίως δε από την έκθεση που καταρτίστηκε εξ ονόματος της επιτροπής πολιτιστικών, οικογενειακών και κοινωνικών υποθέσεων επί του σχεδίου νόμου (αριθ. 750) σχετικά με τα εργαστήρια αναλύσεων κλινικής βιολογίας από τον βουλευτή κ. Bichat, έκθεση η οποία είναι συνημμένη στα πρακτικά της συνεδριάσεως της γαλλικής εθνοσυνελεύσεως της 10ης Απριλίου 1975 (στο εξής: έκθεση Bichat).

244    Περαιτέρω, ο Σύλλογος προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν προσδιόρισε με την προσβαλλόμενη απόφαση την έννοια του όρου «έκπτωση», αλλά αρκέστηκε, με την αιτιολογική σκέψη 207 αυτής, στη δήλωση ότι πρόκειται «αναμφισβήτητα για εμπορικής φύσεως χειρονομία». Κατά τον Σύλλογο, δεν πρόκειται για εμπορικής φύσεως χειρονομία. Οι εξαιρέσεις από την απαγόρευση των εκπτώσεων αφορούν είτε καταμερισμό των αμοιβών μεταξύ εργαστηρίων είτε ποσά που καταβάλλονται έναντι υπηρεσιών που παρασχέθηκαν από αντισυμβαλλόμενο.

245    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα του Συλλόγου.

246    Συναφώς, από την αιτιολογική σκέψη 136 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή θεωρεί ότι από το άρθρο L 6211‑6 του CSP, και ιδίως από το πρώτο εδάφιό του, συνάγεται ότι ο φορέας με τον οποίο το εργαστήριο υπογράφει σύμβαση ή συμφωνία, είτε πρόκειται για ταμείο ασφαλίσεως υγείας, είτε για δημόσιο ή ιδιωτικό νοσοκομείο, είτε για άλλο εργαστήριο, μπορεί να επιλέξει την καλύτερη τιμή από δύο προτάσεις εργαστηρίων για παροχή υπηρεσιών ίδιας ποιότητας και, επομένως, να πληρώσει τιμή χαμηλότερη από την ανώτατη που προβλέπει ο νόμος, δηλαδή το επίσημο τιμολόγιο ασφαλιστικών καλύψεων, που ονομάζεται και κατάλογος παροχών. Η Επιτροπή εκτιμά, συνεπώς, ότι, στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο L 6211‑6, πρώτο εδάφιο, του CSP, του οποίου το περιεχόμενο υπενθυμίζεται στη σκέψη 241 ανωτέρω, ήτοι στο πλαίσιο συμβάσεων συνεργασίας μεταξύ εργαστηρίων και στο πλαίσιο συμφωνιών μεταξύ εργαστηρίων και οργανισμών ασφαλίσεως υγείας ή δημόσιων ή ιδιωτικών νοσοκομείων, μπορεί να ισχύει, υπό μορφή εμπορικής φύσεως χειρονομίας, έκπτωση από τις τιμές αποδόσεως δαπανών που προβλέπει ο κατάλογος παροχών.

247    Διαπιστώνεται ότι η ως άνω ερμηνεία δεν προσκρούει στο γράμμα της διατάξεως αυτής.

248    Ο Σύλλογος φρονεί, ωστόσο, ότι, στην πραγματικότητα, δύο μόνον είναι τα επιτρεπτά ενδεχόμενα στο πλαίσιο του άρθρου L 6211‑6 του CSP: αφενός, καταμερισμός αμοιβών μεταξύ εργαστηρίων, λόγω καταμερισμού εργασιών στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσιών κλινικής βιολογίας ή, αφετέρου, καταβολή χρηματικών ποσών προβλεπόμενων σε συμβάσεις μεταξύ εργαστηρίων και οργανισμών παροχής υπηρεσιών υγείας, για υπηρεσίες παρασχεθείσες από τους εν λόγω οργανισμούς. Αποκλείεται να πρόκειται για εμπορικής φύσεως χειρονομία.

249    Η πρώτη ερμηνεία που προτείνει ο Σύλλογος, κατά την οποία ο όρος «έκπτωση» του άρθρου L 6211‑6, πρώτο εδάφιο, του CSP έχει την έννοια του καταμερισμού αμοιβών στο πλαίσιο συμβάσεων συνεργασίας μεταξύ εργαστηρίων, στηρίζεται στις κοινοβουλευτικές εργασίες ενόψει της ψηφίσεως του συγκεκριμένου άρθρου, κατά τα περιγραφόμενα στην έκθεση Bichat. Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι, όπως προβάλλει η Επιτροπή, αφενός, το γράμμα του άρθρου L 6211‑6, πρώτο εδάφιο, του CSP είναι σαφές και, αφετέρου, με την έκθεση Bichat προτείνεται ερμηνεία της διατάξεως η οποία δεν αντιστοιχεί στο τελικό κείμενό της. Μολονότι στην εν λόγω έκθεση αναφέρεται ότι «απαγορεύονται ρητώς οι χορηγούμενες σε τρίτους εκπτώσεις, εκτός εάν πρόκειται για δικαιολογημένη περίπτωση εισπράξεως από φαρμακοποιό ή άλλο εργαστήριο», το ψηφισθέν κείμενο του άρθρου L 6221‑6 του CSP δεν έχει τέτοιο περιεχόμενο.

250    Κατά συνέπεια, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει ο Σύλλογος, από την έκθεση Bichat δεν μπορεί να συναχθεί ότι, στην περίπτωση των συμβάσεων συνεργασίας μεταξύ εργαστηρίων, η οποία αποτελεί ρητώς προβλεπόμενη στο άρθρο L 6211‑6, πρώτο εδάφιο, του CSP εξαίρεση, αποκλείεται να υπάρχει εμπορικής φύσεως χειρονομία μεταξύ των εν λόγω εργαστηρίων, πέραν της κατανομής της προβλεπόμενης από τον κατάλογο παροχών αμοιβής.

251    Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι αντικείμενο του άρθρου L 6211‑6, πρώτο εδάφιο, του CSP, όσον αφορά τις συμβάσεις συνεργασίας μεταξύ εργαστηρίων, είναι οι διευθετήσεις σχετικά με τον τρόπο κατανομής της τελικής τιμής που χρεώνεται στον πελάτη, ήτοι τον τρόπο κατανομής της αμοιβής. Η Επιτροπή επικρίνει τον τρόπο με τον οποίο ο Σύλλογος παρεμβαίνει στο πλαίσιο αυτό, ζήτημα που εξετάζεται με τον ένατο λόγο ακυρώσεως. Ομοίως, όσον αφορά την παράλειψη της Επιτροπής να λάβει υπόψη της το γεγονός ότι ο Σύλλογος εν τέλει γνωμοδότησε θετικά όσον αφορά τις εν λόγω συμβάσεις, το επιχείρημα αυτό δεν ασκεί επιρροή για την εκτίμηση του συγκεκριμένου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά το εάν η Επιτροπή ερμήνευσε ορθώς τον νόμο.

252    Συνεπώς, δεν αποδείχθηκε ότι η Επιτροπή ερμήνευσε εσφαλμένα το άρθρο L 6211-6 του CSP όσον αφορά τις συμβάσεις συνεργασίας μεταξύ εργαστηρίων.

253    Όσον αφορά τη δεύτερη προτεινόμενη από τον Σύλλογο ερμηνεία, κατά την οποία, στο πλαίσιο των συμβάσεων μεταξύ εργαστηρίων και οργανισμών παροχής υπηρεσιών υγείας, ο όρος «έκπτωση» αναφέρεται οπωσδήποτε σε μείωση της τιμής στην οποία προβαίνει το εργαστήριο, σε σχέση με την τιμή του καταλόγου παροχών, ως αντάλλαγμα για υπηρεσία που παρασχέθηκε από τον αντισυμβαλλόμενο οργανισμό παροχής υπηρεσιών υγείας, η Επιτροπή εξέτασε και απέρριψε το επιχείρημα αυτό με τις αιτιολογικές σκέψεις 199 έως 212 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

254    Από τα επιχειρήματα που προέβαλε συναφώς ο Σύλλογος ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή ερμήνευσε εσφαλμένα το εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο.

255    Πρώτον, ο Σύλλογος επικαλείται γαλλική νομολογία σχετικά με την ερμηνεία των νομοθετικών κειμένων που αφορούν το ιατρικό επάγγελμα.

256    Συγκεκριμένα, οι αποφάσεις του γαλλικού ακυρωτικού δικαστηρίου των οποίων έγινε επίκληση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αφορούν την εφαρμογή του άρθρου L 4113‑5 του CSP, κατά το οποίο «απαγορεύεται στα πρόσωπα που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις ασκήσεως του επαγγέλματος να λαμβάνουν, βάσει συμφωνίας, μέρος ή το σύνολο της αμοιβής ή των ωφελημάτων από την επαγγελματική δραστηριότητα προσώπου που ασκεί κάποιο από τα επαγγέλματα που διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος βιβλίου». Όπως επισημαίνει ο Σύλλογος, με τη νομολογία αυτή, στην οποία περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων η απόφαση του γαλλικού ακυρωτικού δικαστηρίου της 21ης Νοεμβρίου 2006, διευκρινίζεται ότι η αμοιβή καταβάλλεται υπό τη διττή προϋπόθεση ότι, αφενός, αποτελεί αντιπαροχή για παροχές παρασχεθείσες από τον αντίστοιχο οργανισμό, οι οποίες αντιστοιχούν ως εκ της φύσεώς τους και του κόστους τους σε υπηρεσία παρασχεθείσα στους ιατρούς, και, αφετέρου, ότι το κόστος όλων ή ορισμένων από τις παροχές αυτές δεν καλύπτεται από οργανισμό κοινωνικής ασφαλίσεως. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις αποφάσεις του ακυρωτικού δικαστηρίου, καθώς και τις λοιπές αποφάσεις που επικαλείται ο Σύλλογος, απαγορεύεται, στο πλαίσιο διαφορών με αντικείμενο χρηματικά ποσά που καταβάλλονται βάσει του άρθρου L 4113‑5 του CSP, η καταβολή οποιασδήποτε αμοιβής δεν αντιστοιχεί σε πραγματική παροχή υπηρεσίας σε ιατρούς, διότι από τη διάταξη αυτή, η οποία προστατεύει την αμοιβή για την ιατρική δραστηριότητα, προκύπτει ότι το ποσό της αμοιβής πρέπει οπωσδήποτε να αντιστοιχεί, ως εκ της φύσεως και του κόστους της παροχής, σε υπηρεσία παρασχεθείσα στον ιατρό.

257    Το άρθρο L 4113‑5 του CSP εντάσσεται στο πρώτο βιβλίο του τέταρτου μέρους, με τίτλο «Επαγγέλματα υγείας», του νομοθετικής φύσεως μέρους του CSP σχετικά με τα ιατρικά επαγγέλματα, προκύπτει δε από το άρθρο L 4113‑1 ότι στα επαγγέλματα αυτά περιλαμβάνονται αυτά του ιατρού, του οδοντιάτρου και της μαίας, ενώ το επάγγελμα του φαρμακοποιού διέπεται από τις διατάξεις του βιβλίου II του CSP, με τίτλο «Επαγγέλματα φαρμακευτικής».

258    Βεβαίως, όπως επισήμανε ο Σύλλογος στο πλαίσιο της απαντήσεώς τους σε έγγραφη ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, η διατύπωση του άρθρου L 4113‑5 του CSP είναι όμοια με εκείνη του δευτέρου εδαφίου του άρθρου L 6211‑6 του CSP, πράγμα που η Επιτροπή δεν φαίνεται να λαμβάνει υπόψη της με την προσβαλλόμενη απόφαση, προκειμένου να αντικρούσει την προαναφερθείσα νομολογία. Ωστόσο, το εν λόγω δεύτερο εδάφιο αφορά προδήλως το ειδικό ζήτημα της οικονομικής ανεξαρτησίας των προσώπων που λειτουργούν εργαστήρια, όπως το άρθρο L 4113‑5 του CSP αφορά αντιστοίχως την οικονομική ανεξαρτησία του ιατρού. Ωστόσο, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το ζήτημα αυτό συμπίπτει οπωσδήποτε με το ζήτημα της δυνατότητας χορηγήσεως εκπτώσεων στο πλαίσιο ειδικών συμβάσεων, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της συνυπάρξεως του πρώτου εδαφίου, το οποίο αφορά τις εκπτώσεις, και του δεύτερου εδαφίου του άρθρου L 6211‑6 του CSP, οπότε, κατά τον νομοθέτη, οι εκπτώσεις δεν υπονομεύουν απαραίτητα την εν λόγω οικονομική ανεξαρτησία. Διαπιστώνεται, εξάλλου, ότι ο Σύλλογος εν γένει δεν αναφέρεται στο ζήτημα της οικονομικής ανεξαρτησίας των προσώπων που λειτουργούν εργαστήρια (βλ. σκέψη 261 επ. κατωτέρω).

259    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες το άρθρο L 4113‑5 του CSP επιτρέπει την καταβολή αμοιβών πρέπει να εφαρμόζονται και κατά τον καθορισμό των περιστάσεων υπό τις οποίες επιτρέπονται οι εκπτώσεις κατά το άρθρο L 6211‑6 CSP.

260    Εξάλλου, η Επιτροπή ορθώς επισημαίνει ορισμένες αντιφάσεις στη σχετική επιχειρηματολογία του Συλλόγου. Αφενός, εάν τα ποσά που εισπράττονται για την παροχή υπηρεσίας πρέπει να αντιστοιχούν απολύτως στην αξία της εν λόγω υπηρεσίας, ο Σύλλογος δεν θα έπρεπε να προβλέπει την κατ’ αποκοπήν μείωση 10 % (βλ. και σκέψη 263 κατωτέρω). Αφετέρου, με την ερμηνεία αυτή δεν λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι ο ανταγωνισμός ως προς τις τιμές επιτρέπεται στο πλαίσιο της ιατρικής της εργασίας, για την οποία δεν προβλέπεται απόδοση δαπανών από την κοινωνική ασφάλιση, όπως επισημαίνεται με την προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς αντίκρουση εκ μέρους του Συλλόγου. Τέλος, η περίπτωση που επισημαίνεται με την αιτιολογική σκέψη 151 της προσβαλλομένης αποφάσεως αφορά έκπτωση χορηγηθείσα με σύμβαση μεταξύ εργαστηρίου και δημόσιου νοσοκομείου, την οποία ο Σύλλογος αποδέχθηκε, μολονότι ήταν πρόδηλο ότι δεν επρόκειτο για αμοιβή έναντι παρασχεθείσας υπηρεσίας.

261    Δεύτερον, με το πρώτο εδάφιο του άρθρου R 4235‑75 του CSP, το οποίο περιλαμβάνεται στο σχετικό με τους κανόνες δεοντολογίας τμήμα με τις διατάξεις που εφαρμόζονται για τους φαρμακοποιούς βιολόγους, διευκρινίζεται ότι «ο φαρμακοποιός-βιολόγος δεν πρέπει να μειώνει τις αμοιβές του, με σκοπό την άσκηση αθέμιτου ανταγωνισμού ή σε βάρος της ποιότητας των υπηρεσιών του» και ότι, «σε περίπτωση συμβάσεως συνεργασίας μεταξύ εργαστηρίων, οι αμοιβές για τη μεταφορά των μικροβιολογικών δειγμάτων πρέπει να καθορίζονται κατά τρόπο δίκαιο και εύλογο».

262    Επομένως, στη διάταξη αυτή προβλέπεται η δυνατότητα καθορισμού διαφορετικής τιμής από την οριζόμενη στον κατάλογο παροχών, υπό την προϋπόθεση ότι δεν πρόκειται για αθέμιτο ανταγωνισμό, δεν θίγεται η ποιότητα της περίθαλψης και, επιπλέον, όσον αφορά τις συμβάσεις συνεργασίας μεταξύ εργαστηρίων, οι τιμές αυτές καθορίζονται «κατά τρόπο δίκαιο και εύλογο».

263    Ωστόσο, όπως επισημαίνει η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 141 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο Σύλλογος αποφάσισε, πριν τον Ιανουάριο του 2010, να θεσπίσει ως γενικό κανόνα τον καθορισμό κατώτατης τιμής, επιβάλλοντας ως ανώτατο όριο των εκπτώσεων το 10 %, χωρίς να απαιτούνται αποδεικτικά στοιχεία για αθέμιτο ανταγωνισμό ή υποβάθμιση της ποιότητας της περιθάλψεως. Συναφώς, στην αιτιολογική σκέψη 141 της προσβαλλομένης αποφάσεως παρατίθεται απόφαση του CCG της 14ης Σεπτεμβρίου 2005, με την οποία «το συμβούλιο επιβεβαιώνει τις παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν με την προηγηθείσα αλληλογραφία, δηλαδή ότι οι εκπτώσεις πρέπει να καθορίζονται κατά τρόπο δίκαιο και εύλογο και ότι η χορήγηση εκπτώσεως μεγαλύτερης του 10 % δεν τιμά το επάγγελμά μας» και επισημαίνεται ότι «δεν πρέπει να υπάρχουν καταχρήσεις όσον αφορά τις εκπτώσεις».

264    Βεβαίως, αναφορά σε ανώτατο όριο 10 % γίνεται και σε διατάξεις που διέπουν το ιατρικό επάγγελμα, όπως είναι το καταργηθέν στις 31 Μαρτίου 2011 άρθρο R 6141‑35 του CSP, το οποίο επέτρεπε την καταβολή χρηματικών ποσών σε νοσοκομείο έναντι της παροχής υπηρεσιών για λογαριασμό γενικών ιατρών. Ωστόσο, ερωτηθείς από το Γενικό Δικαστήριο ειδικά για το ζήτημα αυτό στο πλαίσιο έγγραφων ερωτήσεων και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο Σύλλογος δεν παρέθεσε καμία νομοθετική ή κανονιστική διάταξη αφορώσα, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, ειδικά τους φαρμακοποιούς ή τους φαρμακοποιούς-βιολόγους, η οποία να προβλέπει τέτοιο ανώτατο όριο του 10 %.

265    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να θεωρηθεί αβάσιμη η εκτίμηση της Επιτροπής ότι η αναφορά σε ανώτατο όριο εκπτώσεως ή μειώσεως της τιμής 10 % για τους φαρμακοποιούς-βιολόγους συνιστά διασταλτική εφαρμογή των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων που ισχύουν για τους φαρμακοποιούς-βιολόγους.

266    Τρίτον, τα σημεία 156 έως 158 της γνωμοδοτήσεως 10-A-01 της γαλλικής Αρχής Ανταγωνισμού, της 5ης Ιανουαρίου 2010, σχετικά με σχέδιο νομοθετικής πράξεως για την οργάνωση της κλινικής βιολογίας, με την οποία διατύπωσε τη γνώμη της σχετικά με την αιτιολογία που επικαλέστηκε ο Γάλλος νομοθέτης για την απαγόρευση της δυνατότητας χορηγήσεως εκπτώσεως διά της νομοθετικής πράξεως 2010‑49, έχουν ως εξής:

«156      [Η προτεινόμενη διάταξη] απαγορεύει κάθε έκπτωση σε σχέση με τις τιμές του καταλόγου παροχών για τις πράξεις κλινικής βιολογίας, εξαιρουμένων των ειδικών περιπτώσεων των συμβάσεων συνεργασίας.

157      Η διάταξη αυτή περιορίζει την υφιστάμενη σήμερα ελευθερία καθορισμού των τιμών. Συγκεκριμένα, το άρθρο L 6211‑6 [του CSP] απαγορεύει τις εκπτώσεις, «[με] την επιφύλαξη συμβάσεων ή συμφωνιών με συστήματα ή οργανισμούς ασφαλίσεως υγείας ή οργανισμούς παροχής υπηρεσιών υγείας, δημόσιους ή ιδιωτικούς».

158      Επομένως, οι οικονομικές σχέσεις μεταξύ των εργαστηρίων κλινικών αναλύσεων και των οργανισμών παροχής υπηρεσιών υγείας, δημόσιων ή ιδιωτικών, δεν είναι προκαθορισμένες από τον τους καταλόγους παροχών και από τους τιμοκαταλόγους αποδόσεως δαπανών σε ασφαλισμένους, οι οποίοι ορίζουν τις ανώτατες τιμές, και, συνεπώς, οι εν λόγω σχέσεις διέπονται, εντός του προαναφερθέντος ανωτάτου ορίου, από τις γενικές διατάξεις σχετικά με την ελευθερία καθορισμού των τιμών, οι οποίες σήμερα περιλαμβάνονται στο άρθρο L 410‑2, πρώτο εδάφιο, του εμπορικού κώδικα.»

267    Επομένως, και οι παρατηρήσεις αυτές της γαλλικής Αρχής Ανταγωνισμού στηρίζουν την ερμηνεία κατά την οποία, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, τα εργαστήρια διέθεταν περιθώριο διαπραγματεύσεως όσον αφορά τη χορήγηση εκπτώσεως, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου L 6211‑6 του CSP.

268    Τέταρτον, η έκδοση της νομοθετικής πράξεως 2010‑49 και η απόλυτη απαγόρευση μειώσεως των τιμών που καθορίζονται από τον κατάλογο παροχών για τις εξετάσεις κλινικής βιολογίας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω απόλυτη απαγόρευση δεν ίσχυε υπό το καθεστώς του άρθρου L 6211‑6 του CSP.

269    Τέλος, το γεγονός ότι σε ορισμένα έγγραφα από τον φάκελο της Επιτροπής γίνεται λόγος για χρηματικά ποσά που καταβάλλονται έναντι παροχής υπηρεσιών δεν αποδεικνύει ότι αυτή είναι η μοναδική δυνατή ερμηνεία του εν λόγω όρου στο πλαίσιο του άρθρου L 6211‑6 του CSP ούτε ότι, κατά τη διάταξη αυτή, πρέπει να υπάρχει οπωσδήποτε αντιστοιχία μεταξύ της αξίας της εκπτώσεως και της αξίας της παρεχόμενης υπηρεσίας.

270    Επομένως, συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο Σύλλογος προβαίνει σε μεροληπτική ερμηνεία του ισχύσαντος έως το 2010 άρθρου L 6211‑6 του CSP, στον βαθμό που η διάταξη αυτή επέτρεπε σε ορισμένο βαθμό τον ανταγωνισμό ως προς τις τιμές, όχι μόνο σε περιπτώσεις καταμερισμού των αμοιβών ή σε περιπτώσεις κατά τις οποίες τα χρηματικά ποσά αντιστοιχούν οπωσδήποτε στην αξία της υπηρεσίας που έχει παρασχεθεί ως αντάλλαγμα.

271    Τέλος, εν πάση περιπτώσει, διευκρινίζεται ότι, ακόμη και εάν έπρεπε να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή ερμήνευσε εσφαλμένα τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο L 6211‑6 του CSP, τούτο δεν σημαίνει ότι θα κρίνονταν θεμιτές οι παρεμβάσεις του Συλλόγου όσον αφορά το ύψος των ποσοστών που προβλέπονται στις ειδικές συμφωνίες που συνάπτονται από τα εργαστήρια. Τα λοιπά επιχειρήματα που προβάλλει ο Σύλλογος προς δικαιολόγηση των παρεμβάσεων αυτών εξετάζονται στο πλαίσιο του ένατου λόγου ακυρώσεως και, ειδικότερα, στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του λόγου αυτού, με τις σκέψεις 279 επ. κατωτέρω.

272    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο όγδοος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του ένατου λόγου, ο οποίος προβάλλεται επικουρικώς και αφορά, κατ’ ουσίαν, εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών με συνέπεια να υποπέσει η Επιτροπή σε πλάνη περί το δίκαιο

273    Ο λόγος αυτός αφορά, όπως και ο όγδοος (βλ. σκέψη 239 ανωτέρω), το κεφάλαιο 5.1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, με τίτλο «Παρέμβαση στις τιμές της αγοράς», στο πλαίσιο του οποίου η πολιτική του Συλλόγου για την επιβολή ανώτατου ορίου εκπτώσεων επί τιμών που καθορίζονται από το κράτος εξετάζεται αναλυτικά με τις αιτιολογικές σκέψεις 133 έως 221. Κατ’ ουσίαν, όμως, αντικείμενο του συγκεκριμένου λόγου είναι εάν η Επιτροπή έχει αποδείξει επαρκώς κατά νόμο τη συγκεκριμένη πτυχή της παραβάσεως.

274    Στις αιτιολογικές σκέψεις 662 έως 666 της προσβαλλομένης αποφάσεως διατυπώνονται τα συμπεράσματα που συνάγονται από τις διαπιστώσεις του κεφαλαίου 5. Οι εν λόγω σκέψεις έχουν ως εξής:

«[…]

(662) Όσον αφορά τις αποφάσεις του ONP για την επιβολή [κατώτατης] τιμής στην αγορά, στο κεφάλαιο 5.1 αποδείχθηκε ότι η πρώτη εξ αυτών, του Δεκεμβρίου του 2003, είχε ως αντικείμενο τον καθορισμό “ορισμένων κανόνων σχετικά με τους οικονομικούς όρους που πρέπει να περιλαμβάνονται στις συμβάσεις συνεργασίας”.

(663) Από τα στοιχεία του φακέλου διαπιστώνεται εξάλλου ότι από τον Σεπτέμβριο του 2004 έως τον Σεπτέμβριο του 2007 ο ONP επιχείρησε να επιβάλει με εντεινόμενη επιμονή [κατώτατη] τιμή στην αγορά, με το αιτιολογικό ότι κάθε απόκλιση από την κατώτατη αυτή τιμή “δεν τιμά το επάγγελμα και συνιστά ενδεχομένως αντισυναδελφική συμπεριφορά” […]

(664)Αποσκοπώντας στην επιβολή [κατώτατης] τιμής στην αγορά, ο ONP απέστειλε έγγραφα σε πολυάριθμα εργαστήρια τα οποία είχαν γνωστοποιήσει, όπως υποχρεούνταν κατά νόμο, συμβάσεις συνεργασίας με άλλα εργαστήρια ή με νοσηλευτικά ιδρύματα, οι οποίες προέβλεπαν εκπτώσεις που θεωρήθηκαν υπερβολικές από τον ONP. Σε όλα τα έγγραφα αυτά, ο ONP αναφέρεται ρητώς στον κώδικα δεοντολογίας και, συνεπώς, εμμέσως, στην εξουσία του επιβολής πειθαρχικών κυρώσεων. Σε πολλές περιπτώσεις, ο ONP κοινοποιούσε αντίγραφα των εγγράφων αυτών ακόμη και σε αποκεντρωμένες κρατικές υπηρεσίες.

(665) Με τις παρατηρήσεις του επί της ανακοινώσεως αιτιάσεων, ο ONP ορθώς υπενθυμίζει ότι δεν κίνησε πειθαρχική διαδικασία όσον αφορά τις εκπτώσεις για πειθαρχική παράβαση του άρθρου R 4235-75 του CSP. Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία, η επιβολή αντιποίνων δεν αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τη διαπίστωση συμπεριφοράς κατατείνουσας στον καθορισμό των τιμών της αγοράς. Το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ρητώς χαρακτηρίζει ως περιοριστικές του ανταγωνισμού τις “αποφάσεως ενώσεως επιχειρήσεων” που συνιστούν “άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών”.

(666) Επομένως, το ότι οι συγκεκριμένες εκφάνσεις της παραβάσεως είχαν αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σκοπό δεν τίθεται εν αμφιβόλω, δεδομένου μάλιστα ότι ο σκοπός αυτός διατυπώθηκε επίσημα στις 14 Σεπτεμβρίου 2005 με απόφαση του ONP, όπου αναφέρεται ότι “η χορήγηση εκπτώσεως μεγαλύτερης του 10 % δεν τιμά το επάγγελμά μας. Δεν πρέπει να υπάρχουν καταχρήσεις όσον αφορά τις εκπτώσεις”.»

275    Τα επιχειρήματα του Συλλόγου έναντι της αναλύσεως που αναπτύσσεται με την προσβαλλόμενη απόφαση κατατάσσονται σε δύο σκέλη.

276    Στο πλαίσιο του πρώτου, ο Σύλλογος χαρακτηρίζει εσφαλμένη την εκτίμηση της Επιτροπής ότι ο Σύλλογος επιχείρησε συστηματικά, προς προστασία των συμφερόντων των μικρών εργαστηρίων, να επιβάλει κατώτατη τιμή στην αγορά των υπηρεσιών αναλύσεως κλινικής βιολογίας.

277    Στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους, ο Σύλλογος υποστηρίζει ότι η Επιτροπή κακώς δέχθηκε ότι η πρακτική του ως προς τις εκπτώσεις δεν εμπίπτει στις εκ του νόμου αρμοδιότητές του, αλλά εξυπηρετεί σκοπούς αντίθετους προς τους κανόνες του ανταγωνισμού.

278    Ενδείκνυται να εξετασθεί, καταρχάς, το δεύτερο σκέλος.

–       Επί του δεύτερου σκέλους

279    Ο Σύλλογος υποστηρίζει ότι η Επιτροπή κακώς δέχθηκε ότι η πρακτική του ως προς τις εκπτώσεις δεν εμπίπτει στις εκ του νόμου αρμοδιότητές του, αλλά εξυπηρετεί σκοπούς αντίθετους προς τους κανόνες του ανταγωνισμού. Κατά τον Σύλλογο, σε όλες τις περιπτώσεις που επισήμανε η Επιτροπή η συμπεριφορά του αποσκοπούσε στην τήρηση των κανόνων δεοντολογίας και τον σεβασμό της αρχής της επαγγελματικής ανεξαρτησίας, προς διαφύλαξη της ποιότητας των παρεχόμενων από τους φαρμακοποιούς-βιολόγους υπηρεσιών, στο πλαίσιο εκ των υστέρων ελέγχου που αποτελεί μέρος της εποπτικής αρμοδιότητάς του. Ο Σύλλογος δεν είχε επί της αρχής αντιρρήσεις κατά των εκπτώσεων, αλλά διατύπωνε παρατηρήσεις οσάκις υπήρχε ο κίνδυνος οι εκπτώσεις αυτές να θίξουν τα δημόσια οικονομικά, την ποιότητα των παρεχομένων υπηρεσιών ή την ανεξαρτησία του ασκούντος επάγγελμα στον κλάδο της υγείας. Υπενθυμίζει τις εκ του νόμου αρμοδιότητές του, οι οποίες καθορίζονται με το άρθρο L 4231‑1 CSP (διασφάλιση της τηρήσεως των επαγγελματικών καθηκόντων και της επαγγελματικής ανεξαρτησίας, συμβολή στην ανάπτυξη της δημόσιας υγείας και της ποιότητας της περιθάλψεως) και το άρθρο R 4235‑75 του CSP (μέριμνα ώστε ο φαρμακοποιός-βιολόγος να μην μειώνει τις αμοιβές του, με σκοπό την άσκηση αθέμιτου ανταγωνισμού ή σε βάρος της ποιότητας των υπηρεσιών του). Επικαλείται επίσης την έκθεση και το άρθρο L 162‑13‑2 του γαλλικού κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως.

280    Ο Σύλλογος υποστηρίζει, εξάλλου, ότι η τιμή που καθορίζεται με τον κατάλογο παροχών είναι μια τιμή εξισορροπημένη και έχει διαμορφωθεί κατόπιν διαπραγματεύσεων με το κράτος, λαμβανομένου υπόψη του πραγματικού κόστους της αναλύσεως, της αμοιβής για την αντίστοιχη υπηρεσία περιθάλψεως και την προστασία του δημοσίου χρήματος, και δεν αποτελεί τιμή αγοράς. Κατά τον Σύλλογο, γίνεται εν γένει δεκτό ότι υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ της ποιότητας των υπηρεσιών που παρέχονται στους ασθενείς και του τρόπου της αμοιβής. Επικαλείται, συναφώς, την απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Δεκεμβρίου 2006, C‑94/04 και C‑202/04, Cipolla κ.λπ. (Συλλογή 2006, σ. I‑11421, σκέψη 67). Συνεπώς, δεδομένου ότι ο νομοθέτης του έχει αναθέσει να μεριμνά για την τήρηση των κανόνων δεοντολογίας, όπως είναι το άρθρο R 4235‑75 του CSP, το οποίο αφορά ειδικά τους φαρμακοποιούς-βιολόγους, είναι εύλογο να ανησυχεί ότι η χορήγηση υπερβολικών εκπτώσεων (οι οποίες στις περισσότερες περιπτώσεις υπερβαίνουν το 30 % και φτάνουν έως το 50 %) αποτελεί ενδεχομένως ένδειξη πρακτικών ντάμπινγκ.

281    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα του Συλλόγου.

282    Διαπιστώνεται ότι η επιχειρηματολογία του Συλλόγου κατά την οποία η δράση του συνίσταται αποκλειστικά στην εφαρμογή του νόμου συμπίπτει με την επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του όγδοου λόγου, αλλά, στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους του ένατου λόγου, ο Σύλλογος επικαλείται ειδικά την υποχρέωσή του να μεριμνά για την τήρηση των άρθρων L 4231‑1 και R 4235‑75 του CSP.

283    Καταρχάς, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα που αντλείται από την έκθεση Bichat για τον λόγο που παρατίθεται στις σκέψεις 249 και 250 ανωτέρω.

284    Το περιεχόμενο του άρθρου L 4231‑1 του CSP παρατίθεται στη σκέψη 2 ανωτέρω. Επομένως, στις αρμοδιότητες του Συλλόγου περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η υποχρέωση διασφαλίσεως της τηρήσεως των επαγγελματικών καθηκόντων, η υπεράσπιση της τιμής και της ανεξαρτησίας του επαγγέλματος, η διασφάλιση υψηλού επαγγελματικού επιπέδου των φαρμακοποιών, και η συμβολή στην ανάπτυξη της δημόσιας υγείας και της ποιότητας της περιθάλψεως, μεταξύ άλλων, της ασφάλειας των επαγγελματικών πράξεων.

285    Το περιεχόμενο του άρθρου R 4235‑75 του CSP εξετάστηκε στο πλαίσιο του όγδοου λόγου ακυρώσεως. Υπενθυμίζεται ότι στο πρώτο εδάφιο του άρθρου αυτού διευκρινίζεται ότι «ο φαρμακοποιός-βιολόγος δεν πρέπει να μειώνει τις αμοιβές του, με σκοπό την άσκηση αθέμιτου ανταγωνισμού ή σε βάρος της ποιότητας των υπηρεσιών του» και ότι, «σε περίπτωση συμβάσεως συνεργασίας μεταξύ εργαστηρίων, οι αμοιβές για τη μεταφορά μικροβιολογικών δειγμάτων πρέπει να καθορίζονται κατά τρόπο δίκαιο και εύλογο».

286    Ο Σύλλογος υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, στο πλαίσιο της προσαπτόμενης σε αυτόν πρακτικής όσον αφορά τις εκπτώσεις, εφαρμόζει απλώς τον νόμο, υπενθυμίζοντας ότι ορισμένες εκπτώσεις ήταν υπερβολικές ή ασυνήθεις, στον βαθμό που η συστηματική χορήγηση υψηλών εκπτώσεων επηρεάζει την ποιότητα της περιθάλψεως, θίγει την ανεξαρτησία των επαγγελματιών του κλάδου της υγείας και συνεπάγεται κίνδυνο καταχρήσεως δημοσίου χρήματος. Υπενθυμίζει ότι υποχρεούται επίσης να μεριμνά ώστε η αμοιβή του φαρμακοποιού-βιολόγου να μη μειώνεται για λόγους αθέμιτου ανταγωνισμού. Επομένως, η συμπεριφορά του δεν εμπίπτει στο άρθρο 101 ΣΛΕΕ.

287    Συναφώς, είναι γεγονός ότι η περιγραφόμενη με την προσβαλλόμενη απόφαση πολιτική του Συλλόγου όσον αφορά τις τιμές δεν είναι άσχετη με την αρμοδιότητά του ως θεματοφύλακα των δεοντολογικών καθηκόντων των φαρμακοποιών-βιολόγων, πράγμα που δέχεται και η Επιτροπή, καθώς αναφέρει, στην αιτιολογική σκέψη 174 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η εποπτεία της τηρήσεως των κανόνων δεοντολογίας όσον αφορά τις τιμές που χρεώνουν οι φαρμακοποιοί εμπίπτει στις εκ του νόμου αρμοδιότητες του Συλλόγου.

288    Εξάλλου, οι μνημονευόμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση παρεμβάσεις του Συλλόγου αφορούν συχνά τη χορήγηση σημαντικών εκπτώσεων, οι οποίες ενίοτε ανέρχονται στο 30 % ή ακόμη και στο 50 % της τιμής που ορίζεται στον κατάλογο παροχών για μια εξέταση κλινικής βιολογίας. Οι παρεμβάσεις αυτές αφορούν συμβάσεις οι οποίες είχαν γνωστοποιηθεί στον Σύλλογο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου L 6221‑5 του CSP, το οποίο υποχρεώνει τις SEL που λειτουργούν εργαστήρια να του κοινοποιούν «συμβάσεις και τροποποιήσεις συμβάσεων που έχουν συναφθεί από τις εταιρίες αυτές και έχουν ως αντικείμενο την εξασφάλιση της χρήσεως της υλικοτεχνικής υποδομής ή του χώρου που απαιτούνται για τη λειτουργία του εργαστηρίου», διατάξεις οι οποίες κατέστησαν αυστηρότερες από τον Αύγουστο του 2005 με το άρθρο L 4221‑19 του CSP, το οποίο επιτάσσει τη γνωστοποίηση των εν λόγω συμβάσεων εντός μηνός από τη σύναψή τους.

289    Ωστόσο, η Επιτροπή εξηγεί διεξοδικά, με τις αιτιολογικές σκέψεις 175 έως 221 της προσβαλλομένης αποφάσεως, για ποιον λόγο θεωρεί ότι η δράση του Συλλόγου ως προς το ζήτημα αυτό είναι απόρροια της ερμηνείας του νόμου με οικονομικά κριτήρια και όχι αυστηρής ερμηνείας του.

290    Διαπιστώνεται ότι κανένα από τα επιχειρήματα που προβάλλει ο Σύλλογος δεν αναιρεί τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι η προσαπτόμενη σε αυτόν συμπεριφορά δεν συνιστά απλώς εφαρμογή του νόμου. Συγκεκριμένα, ο Σύλλογος υπερέβη επανειλημμένα τα όρια της εκ του νόμου αρμοδιότητάς του, προκειμένου να επιβάλλει τη δική του οικονομικού χαρακτήρα ερμηνεία του νόμου.

291    Πρώτον, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, από τα αποσπάσματα των εγγράφων και των πρακτικών που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 142 έως 164 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν προκύπτει ότι, κατά τις παρεμβάσεις του σχετικά με τις συναπτόμενες από τα εργαστήρια συμβάσεις, ο Σύλλογος επικαλείται την ποιότητα της περιθάλψεως, την ανεξαρτησία του επαγγελματία του κλάδου της υγείας ή τον κίνδυνο καταχρήσεως δημοσίου χρήματος. Εξάλλου, ο Σύλλογος δεν προσκόμισε κανένα έγγραφο προς στήριξη της σχετικής επιχειρηματολογίας του.

292    Όσον αφορά τη σχέση μεταξύ των εκπτώσεων και της ποιότητας της περιθάλψεως, η Επιτροπή προβάλλει, χωρίς ο Σύλλογος να την αντικρούσει επ’ αυτού, ότι ο Σύλλογος ουδέποτε απέδειξε ότι οι χορηγηθείσες εκπτώσεις επηρέασαν την ποιότητα των παρεχομένων από συγκεκριμένο εργαστήριο υπηρεσιών. Εξάλλου, όπως επισημαίνεται με την αιτιολογική σκέψη 218 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο ίδιος ο Σύλλογος τονίζει ότι ο έλεγχος της ποιότητας εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του γαλλικού Υπουργείου Υγείας.

293    Όσον αφορά την απόφαση Cipolla κ.λπ., σκέψη 280 ανωτέρω, το Δικαστήριο όντως επισήμανε, με τη σκέψη 67 αυτής, ότι δεν είναι δυνατό να αποκλεισθεί εκ των προτέρων ότι η επιβολή κατώτατης τιμής δεν μπορεί να αποτρέψει τους δικηγόρους, σ’ ένα πλαίσιο όπως αυτό της ιταλικής αγοράς, η οποία είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστική, από το να αποδυθούν σε ανταγωνισμό δυνάμενο να καταλήξει στην προσφορά παροχής υπηρεσιών με πολύ χαμηλή αμοιβή, με τον κίνδυνο να υποβαθμισθεί η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Πάντως, εκτός του ότι η εν λόγω απόφαση αφορά την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, αντικείμενό της είναι η παροχή υπηρεσιών σε ένα πλαίσιο ασύμμετρης πληροφόρησης μεταξύ του πελάτη-καταναλωτή και του παρέχοντος την υπηρεσία, σε αντίθεση με τις περιπτώσεις που αποτελούν αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως και αφορούν σχέσεις μεταξύ επαγγελματιών του κλάδου. Συνεπώς, η απόφαση δεν ασκεί καθοριστική επιρροή υπέρ της θέσεως του Συλλόγου.

294    Όσον αφορά το ενδεχόμενο καταχρήσεως δημόσιων πόρων, ο Σύλλογος επικαλείται ιδίως το άρθρο L 162‑13‑2 του γαλλικού κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως, κατά το οποίο οι διευθυντές των εργαστηρίων υποχρεούνται να διενεργούν εργαστηριακές αναλύσεις και εξετάσεις με τον πλέον οικονομικό τρόπο, εκτελώντας τις συνταγές με ακρίβεια. Διαπιστώνεται, όμως, ότι στα έγγραφα του Συλλόγου δεν υπάρχει καμία μνεία σε ενδεχόμενο καταχρήσεως δημοσίων πόρων. Εξάλλου, η Επιτροπή ορθώς επισημαίνει, αφενός, ότι οι εκπτώσεις που χορηγούνται σε δημόσια νοσοκομεία ή σε νοσοκομεία ελεγχόμενα από την κοινωνική ασφάλιση είναι οπωσδήποτε επωφελείς για το Δημόσιο Ταμείο. Αφετέρου, είναι εύλογη η θέση της ότι, εάν υπάρχουν περιπτώσεις καταχρήσεως, στο πλαίσιο συμφωνιών μεταξύ εργαστηρίων και ιδιωτικών νοσοκομείων, υπό την έννοια ότι στα εν λόγω νοσοκομεία χορηγούνται μεν εκπτώσεις, αλλά τους καταβάλλεται η καθορισμένη με τον κατάλογο παροχών τιμή, πρόκειται για ρυθμιστική ανωμαλία, η οποία πρέπει να θεραπευθεί με άλλο τρόπο και όχι με παρέμβαση του Συλλόγου σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ο νόμος επιτρέπει τις εκπτώσεις. Τονίζεται, εξάλλου, ότι, όπως επισημαίνει κατ’ ουσίαν η Επιτροπή (αιτιολογική σκέψη 197 της προσβαλλομένης αποφάσεως), εφόσον ο Σύλλογος εκτιμούσε ότι οι απάτες οφείλονται στις εκπτώσεις καθεαυτές, θα έπρεπε να ενεργήσει και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι εκπτώσεις δεν υπερβαίνουν το 10 %.

295    Όσον αφορά τα περί σχέσεως μεταξύ της χορηγήσεως ιδιαίτερα υψηλών εκπτώσεων και της επαγγελματικής ανεξαρτησίας του φαρμακοποιού-βιολόγου, θεματοφύλακας της οποίας είναι ο Σύλλογος, ο Σύλλογος διατυπώνει επιχειρήματα τα οποία δεν στηρίζονται σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο που να εξηγεί τη σχέση μεταξύ των δύο αυτών πτυχών, η οποία δεν είναι προφανής.

296    Δεύτερον, στα αποσπάσματα των εγγράφων που παραθέτει η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται συστηματικά ότι οι εκπτώσεις πρέπει να καθορίζονται «κατά τρόπο δίκαιο και εύλογο» και ότι η χορήγηση μεγάλων εκπτώσεων (που συχνά κυμαίνονται μεταξύ 30 και 50 %), «δεν τιμά το επάγγελμα» ή «συνιστά ενδεχομένως αντισυναδελφική συμπεριφορά».

297    Όπως, όμως, επισημαίνει η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 179 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η επίκληση του άρθρου R 4235‑75 του CSP, κατά το οποίο οι αμοιβές πρέπει να καθορίζονται «κατά τρόπο δίκαιο και εύλογο», αφορά μόνον τις συμβάσεις μεταξύ εργαστηρίων, ιδίως τις «αμοιβές για μεταφορά μικροβιολογικών δειγμάτων», και όχι συμβάσεις μεταξύ εργαστηρίου και έτερου οργανισμού, αν και ο Σύλλογος έχει επανειλημμένως επικαλεστεί τη συγκεκριμένη διάταξη στο πλαίσιο τέτοιων συμβάσεων.

298    Περαιτέρω, με τις αιτιολογικές σκέψεις 175 έως 179 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διατυπώνει τη θέση, χωρίς ο Σύλλογος να την αντικρούσει ειδικά επ’ αυτού, ότι η απαίτηση για καθορισμό των αμοιβών «κατά τρόπο δίκαιο και εύλογο» αφορά τον κίνδυνο καθορισμού υπερβολικά υψηλών αμοιβών, διά της συγκρίσεως της εφαρμοστέας στους φαρμακοποιούς-βιολόγους νομοθεσίας με τις διατάξεις νόμου που διέπουν άλλα επαγγέλματα του κλάδου της υγείας.

299    Τρίτον, όσον αφορά την αρμοδιότητα του Συλλόγου να αποτρέπει τον κίνδυνο του αθέμιτου ανταγωνισμού, η Επιτροπή ορθώς επισημαίνει ότι οι σχετικές αναφορές του Συλλόγου είναι ασαφείς. Συγκεκριμένα, ο κίνδυνος αυτός δεν μπορεί να απορρέει αποκλειστικά από το ύψος της εκπτώσεως, λαμβανομένου ιδίως υπόψη ότι οι εκθέσεις τις οποίες επικαλείται ο ίδιος ο Σύλλογος, και συγκεκριμένα, αφενός, η έκθεση σχετικά με σχέδιο μεταρρυθμίσεως της κλινικής βιολογίας, η οποία υποβλήθηκε στο γαλλικό Υπουργείο Υγείας, Νεότητας, Αθλητισμού και Σωματείων από τον Μ. Ballereau στις 23 Σεπτεμβρίου 2008, και, αφετέρου, η έκθεση 2006 045 του Απριλίου του 2006, η οποία υποβλήθηκε από τις F. Lalande, C. Yeni και I. Laconde, μέλη της γαλλικής γενικής επιθεωρήσεως κοινωνικών υποθέσεων (IGAS), εμφαίνουν ότι οι τιμές στη Γαλλία είναι υψηλότερες από αυτές που ισχύουν σε άλλα κράτη μέλη. Η διαπίστωση αυτή ισχύει παρά την ορθή επισήμανση του Συλλόγου ότι στη δεύτερη έκθεση διατυπώνονται αναλυτικότερα συμπεράσματα και γίνεται δεκτό ότι δεν είναι δυνατόν να συγκριθούν οι τιμές για τις αναλύσεις κλινικής βιολογίας στη Γαλλία, οι οποίες περιλαμβάνουν πλείονα στάδια και είναι, ως εκ τούτου, πολυπλοκότερες, με τις τιμές που εν γένει ισχύουν στις λοιπές χώρες της Ένωσης. Συγκεκριμένα, η διαπίστωση της Επιτροπής ότι τα εργαστήρια έχουν το περιθώριο να χορηγούν εκπτώσεις, χωρίς να κατηγορηθούν ότι λειτουργούν επί ζημία, στηρίζεται επίσης, όπως επισημαίνεται με την αιτιολογική σκέψη 186 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στις απαντήσεις πολλών φαρμακοποιών στα ερωτηματολόγια της Επιτροπής, οι οποίοι δήλωσαν ότι καλύπτουν ευχερώς τα έξοδά τους.

300    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το δεύτερο σκέλος του ένατου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί του πρώτου σκέλους

301    Πρώτον, κατά τον Σύλλογο, οι εντοπισθείσες παρεμβάσεις της Επιτροπής όσον αφορά τις εκπτώσεις ήταν περιορισμένες, δεδομένου ότι, κατά το διάστημα που αποτέλεσε αντικείμενο της έρευνας, ήτοι από τον Δεκέμβριο του 2003 έως το τέλος του 2008, δηλαδή για περισσότερα από πέντε έτη, η Επιτροπή εντόπισε 18 μόνον έγγραφα, τα οποία στην πραγματικότητα αφορούσαν 14 συμβάσεις και 3 αιτήσεις παροχής πληροφοριών. Δεδομένου ότι στη Γαλλία λειτουργούν 4 270 εργαστήρια, πρόκειται για το 0,3 % των εργαστηρίων σε διάστημα πέντε ετών.

302    Δεύτερον, η Επιτροπή κακώς δέχθηκε, με την αιτιολογική σκέψη 185 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι σκοπός του Συλλόγου όσον αφορά τις εκπτώσεις είναι η προστασία των μικρών εργαστηρίων, διά συστηματικών επιθέσεων κατά ομίλων, διότι από τα 18 έγγραφα τα 11 αφορούσαν μικρά εργαστήρια, 3 μόνον απευθύνονταν σε SEL ανήκουσες σε τοπικό δίκτυο, 1 αφορούσε εξειδικευμένο εργαστήριο και 3 ομίλους εργαστηρίων. Επομένως, είναι πρόδηλον ότι σκοπός του Συλλόγου όσον αφορά τις εκπτώσεις δεν ήταν η συστηματική επίθεση σε ομίλους εργαστηρίων αλλά η προστασία της δημόσιας υγείας διά της τηρήσεως της αρχής της επαγγελματικής ανεξαρτησίας του φαρμακοποιού-βιολόγου, ώστε να προστατευθεί η ποιότητα των πράξεων κλινικής βιολογίας.

303    Τρίτον, η ανάλυση της πρακτικής του όσον αφορά τις επίμαχες συμβάσεις δεν επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα της Επιτροπής. Με τις αιτιολογικές σκέψεις 161 και 162 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή τού αντιτάσσει συμφωνίες μεταξύ δύο εργαστηρίων σχετικά με κατανομή αμοιβών, για τις οποίες το CCG είχε γνωμοδοτήσει θετικά. Περαιτέρω, με τις αιτιολογικές σκέψεις 159, 163 και 164 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή τού αντιτάσσει συμφωνίες μεταξύ εργαστηρίων και ιδιωτικών οργανισμών παροχής υπηρεσιών υγείας, οι οποίες αποτελούν συμβάσεις αποκλειστικότητας ή συμβάσεις απασχολήσεως ιατρού, στο πλαίσιο των οποίων επιτρέπεται η καταβολή χρηματικών ποσών, αλλά η τιμή δεν καθορίζεται ελεύθερα, καθώς περιλαμβάνεται στον σχετικό με τις πράξεις κλινικής βιολογίας κατάλογο παροχών. Οι παρεμβάσεις του CCG στις περιπτώσεις καταβολής χρηματικών ποσών χαμηλότερων κατά 15 έως 48 % από την καθοριζόμενη με τον κατάλογο παροχών τιμή εμπίπτουν στην εκ του νόμου αρμοδιότητά του επιβολής της τηρήσεως των κανόνων δεοντολογίας, εξαιτίας του κινδύνου απώλειας κρατικών πόρων. Οι λοιπές συμφωνίες που παραθέτει η Επιτροπή είναι συμφωνίες με δημόσιους οργανισμούς παροχής υπηρεσιών υγείας (αιτιολογικές σκέψεις 147 έως 151 και 153 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και με οργανισμούς ασφαλίσεως υγείας (αιτιολογικές σκέψεις 144, 145 και 152 της προσβαλλομένης αποφάσεως) προέβλεπαν εκπτώσεις οι οποίες δεν ήταν προς όφελος των ασθενών και δεν εξασφάλιζαν υψηλή ποιότητα περιθάλψεως, αλλ’ αποτελούν ενδείξεις αθέμιτου ανταγωνισμού. Το CCG διατύπωσε τις παρατηρήσεις του επί των συμβάσεων αυτών στο πλαίσιο εκ των υστέρων ελέγχου, υπενθυμίζοντας τις αρχές του άρθρου R 4235‑75 του CSP, χωρίς όμως να αποστείλει έγγραφα με «επιθετικό» χαρακτήρα και χωρίς να κάνει χρήση της πειθαρχικής εξουσίας του.

304    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα του Συλλόγου, υπενθυμίζοντας, κατ’ ουσίαν, ότι η παράβαση του Συλλόγου όσον αφορά τις εκπτώσεις αποτελεί παράβαση εξ αντικειμένου.

305    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, οι έννοιες «συμφωνία», «αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων» και «εναρμονισμένη πρακτική» καταλαμβάνουν, από υποκειμενική έποψη, μορφές συμπαιγνίας της ίδιας φύσεως, οι οποίες διακρίνονται μόνον ως προς την ένταση και τις μορφές υπό τις οποίες αυτές εκδηλώνονται (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Ιουνίου 2009, C‑8/08, T‑Mobile Netherlands κ.λπ., Συλλογή 2009, σ. I‑4529, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

306    Εξάλλου, προκειμένου να κριθεί ο αντίθετος προς τους κανόνες του ανταγωνισμού χαρακτήρας των ως άνω μορφών συμπαιγνίας, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ιδίως το περιεχόμενο των διατάξεων στις οποίες στηρίζονται, οι σκοποί τους οποίους αντικειμενικά επιδιώκουν, καθώς και το οικονομικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται (βλ., συναφώς, απόφαση T‑Mobile Netherlands κ.λπ., σκέψη 305 ανωτέρω, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

307    Περαιτέρω, η νομολογία διευκρινίζει ότι η διάκριση μεταξύ «παραβάσεων εξ αντικειμένου» και «παραβάσεων εξ αποτελέσματος» εξηγείται από το ότι ορισμένες μορφές συμπράξεως μεταξύ επιχειρήσεων μπορούν να θεωρηθούν, ως εκ της φύσεώς τους, ως θίγουσες την ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού (αποφάσεις T‑Mobile Netherlands κ.λπ., σκέψη 305 ανωτέρω, σκέψη 29, και Allianz Hungária Biztosító κ.λπ., σκέψη 61 ανωτέρω, σκέψη 35).

308    Συνεπώς, δεν αμφισβητείται ότι ορισμένες μορφές συμπαιγνίας, όπως αυτές που οδηγούν σε οριζόντιο καθορισμό των τιμών από συμπράξεις, ενδέχεται να έχουν τέτοιες επιπτώσεις όσον αφορά ειδικότερα τις τιμές, την ποσότητα ή την ποιότητα των προϊόντων και των υπηρεσιών, ώστε γίνεται δεκτό ότι, για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, δεν είναι απαραίτητο να αποδειχθεί ότι προκαλούν συγκεκριμένες επιπτώσεις στην αγορά (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Ιανουαρίου 1985, 123/83, Clair, Συλλογή 1985, σ. 391, σκέψη 22).

309    Αντιθέτως, εάν από την ανάλυση μιας συγκεκριμένης μορφής συνεργασίας μεταξύ επιχειρήσεων δεν προκύψει ότι αυτή είναι αρκούντως επιζήμια για τον ανταγωνισμό, πρέπει να εξεταστούν τα αποτελέσματά της, για την επιβολή δε της απαγορεύσεως πρέπει να συντρέχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι πράγματι ο ανταγωνισμός είτε παρεμποδίστηκε, είτε περιορίστηκε, είτε νοθεύτηκε αισθητά (απόφαση Allianz Hungária Biztosító κ.λπ., σκέψη 61 ανωτέρω, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

310    Για να διαπιστωθεί εάν μια συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων ή μια απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων είναι αρκούντως επιζήμια ώστε να θεωρείται «εξ αντικειμένου» περιορισμός του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη το περιεχόμενο των διατάξεών της, οι σκοποί τους οποίους επιδιώκει, καθώς και το οικονομικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται. Κατά την εκτίμηση του ανωτέρω πλαισίου, πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη η φύση των επηρεαζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών καθώς και οι πραγματικές συνθήκες της λειτουργίας και της διαρθρώσεως της οικείας αγοράς ή των οικείων αγορών (βλ., συναφώς, απόφαση Allianz Hungária Biztosító κ.λπ., σκέψη 61 ανωτέρω, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

311    Εν προκειμένω, υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι, όπως πρόεκυψε από την εξέταση του όγδοου λόγου ακυρώσεως, ήταν ορθή η εκτίμηση της Επιτροπής ότι η πρακτική του Συλλόγου όσον αφορά τις εκπτώσεις ήταν απόρροια διασταλτικής ερμηνείας του εφαρμοστέου νομοθετικού πλαισίου, οπότε η Επιτροπή καλώς θεώρησε ότι εμπίπτει στο άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

312    Περαιτέρω, από το κεφάλαιο 5.1 της προσβαλλομένης αποφάσεως και από το απόσπασμα του κεφαλαίου 7 που παρατίθεται στη σκέψη 274 ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή παραθέτει έγγραφες αποδείξεις προς στήριξη της διαπιστώσεώς της περί εξ αντικειμένου παραβάσεως, συνιστάμενης σε οριζόντια συμφωνία επί των τιμών, έστω και αν στην αιτιολογική σκέψη 754 σχετικά με τη σοβαρότητα της παραβάσεως παραδέχεται ότι δεν πρόκειται για συνήθη περίπτωση.

313    Συγκεκριμένα, η παράβαση αυτή άρχισε, κατά την Επιτροπή, με την αναφερόμενη ιδίως στις αιτιολογικές σκέψεις 139 και 662 της προσβαλλομένης αποφάσεως απόφαση του CCG της 11ης Δεκεμβρίου 2003, για «τον καθορισμό ορισμένων κανόνων σχετικά με τους οικονομικούς όρους που πρέπει να περιλαμβάνονται στις συμβάσεις συνεργασίας που συνάπτονται μεταξύ εργαστηρίων». Συναφώς, είναι ορθή η εκτίμηση της Επιτροπής ότι η λήψη αποφάσεων ως προς το ζήτημα αυτό δεν συγκαταλέγεται στις αρμοδιότητες που έχουν ανατεθεί στον Σύλλογο από το γαλλικό κράτος.

314    Η Επιτροπή αναφέρεται επίσης σε πρακτικό συνεδριάσεως του CCG της 15ης Απριλίου 2004, από το οποίο προκύπτει ότι το CCG αποφάσισε, «προτού αποφασίσει επί των διαφόρων συμβάσεων και συμφωνιών», να ζητήσει πληροφορίες από ορισμένους εξειδικευμένους οργανισμούς σχετικά με τη μέση συνολική αποδοτικότητα των εργαστηρίων κλινικής βιολογίας.

315    Άλλο σημαντικό έγγραφο είναι το πρακτικό συνεδριάσεως του CCG της 14ης Σεπτεμβρίου 2005, για το οποίο γίνεται λόγος στις αιτιολογικές σκέψεις 141 και 666, καθώς και στο πλαίσιο του όγδοου λόγου ακυρώσεως (βλ. σκέψη 263 ανωτέρω). Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, κατά τη συνεδρίαση αυτή, ο Σύλλογος επισημοποίησε την πολιτική του. Όπως επισημαίνεται με την προσβαλλόμενη απόφαση, στο πρακτικό αυτό αναφέρεται, σχετικά με σύμβαση μεταξύ εργαστηρίου και πανεπιστημιακού νοσοκομείου, ότι «το συμβούλιο επιβεβαιώνει τις παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν με την προηγηθείσα αλληλογραφία, δηλαδή ότι οι εκπτώσεις πρέπει να καθορίζονται κατά τρόπο δίκαιο και εύλογο και ότι η χορήγηση εκπτώσεως μεγαλύτερης του 10 % δεν τιμά το επάγγελμά μας» και επισημαίνεται ότι «δεν πρέπει να υπάρχουν καταχρήσεις όσον αφορά τις εκπτώσεις»».

316    Διαπιστώνεται ότι, πέραν του γενικού επιχειρήματος ότι η συμπεριφορά του εντάσσεται στο πλαίσιο της εφαρμογής του νόμου, ο Σύλλογος δεν προβάλλει επιχειρήματα σχετικά με τα εν λόγω πρακτικά και την εκτίμηση ότι από αυτά συνάγεται η απόφασή του να παρεμβαίνει στο ζήτημα των όρων των συμβάσεων συνεργασίας ή των εκπτώσεων που χορηγούνται σε πελάτες εργαστηρίων. Πρόκειται, ωστόσο, για σημαντικά έγγραφα στην αλληλουχία των αποδείξεων που έχει συγκεντρώσει η Επιτροπή, κατά κύριο λόγο διότι από αυτά συνάγεται η απόφαση των οργάνων του Συλλόγου να αντιτάσσεται στις εκπτώσεις ορισμένου ύψους.

317    Εξάλλου, προς στήριξη της διαπιστώσεώς της περί της υπάρξεως πρακτικής για την επιβολή κατώτατων τιμών (ή ανωτάτου ορίου εκπτώσεων), η Επιτροπή επικαλείται ένα σύνολο εγγράφων τα οποία καταρτίστηκαν μεταξύ 2004 και 2008. Κατόπιν αιτήματος του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή προσκόμισε αντίγραφα πολλών από τα έγγραφα αυτά, τα οποία απευθύνονται σε εργαστήρια, καθώς και πολλών πρακτικών εσωτερικών συνεδριάσεων του Συλλόγου, όπου αναφέρεται επανειλημμένως ότι οι εκπτώσεις που υπερβαίνουν το 10 % δεν τιμούν το επάγγελμα και συνιστούν ενδεχομένως αντισυναδελφική συμπεριφορά.

318    Περαιτέρω, στην αιτιολογική σκέψη 146 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επικαλείται την αλληλογραφία του Συλλόγου με τη SEL Eimer, στο πλαίσιο της οποίας ο Σύλλογος εκφράζει την ανησυχία του για το ύψος των εκπτώσεων που έχουν χορηγηθεί και για τις οποίες η γαλλική Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού, Καταναλωτών και Καταπολεμήσεως της Απάτης (DGCCRF), στην οποία είχε προσφύγει ο Σύλλογος, είχε διατυπώσει το 2009 την εκτίμηση ότι η αποστολή των συγκεκριμένων εγγράφων «έχει ενδεχομένως ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της εμπορικής ελευθερίας των επιχειρήσεων, διότι παρακινεί τις εν λόγω επιχειρήσεις να ακολουθήσουν συγκεκριμένη πολιτική ως προς τις τιμές, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το πραγματικό κόστος.»

319    Η ανάλυση της Επιτροπής επιβεβαιώνεται και από άλλα έγγραφα που παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση, όσον αφορά περιπτώσεις όπως αυτές για τις οποίες γίνεται λόγος στις αιτιολογικές σκέψεις 150 και 160 της προσβαλλομένης αποφάσεως και οι οποίες αφορούσαν εκπτώσεις χαμηλότερες του 10 %, χωρίς να υπάρξει αντίδραση του Συλλόγου .

320    Επιπλέον, ο Σύλλογος δεν προβάλλει επιχειρήματα ούτε όσον αφορά την αλληλογραφία μεταξύ αυτού και των εργαστηρίων, για την οποία γίνεται λόγος στις αιτιολογικές σκέψεις 155 έως 158 της προσβαλλομένης αποφάσεως, με αντικείμενο τις παρεμβάσεις στην περίπτωση συμβάσεων σχετικών με αναλύσεις κλινικής βιολογίας που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της ιατρικής της εργασίας. Ωστόσο, όπως υπενθυμίζει η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 155 της προσβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς ο Σύλλογος να την αντικρούσει επ’ αυτού, οι αναλύσεις αυτές δεν καλύπτονται από τους οργανισμούς ασφαλίσεως υγείας, οπότε οι τιμές τους καθορίζονται ελεύθερα και οι σχετικές διαπραγματεύσεις διέπονται από τις γενικές διατάξεις του CDC περί ελεύθερου καθορισμού των τιμών.

321    Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρθηκαν στις σκέψεις 313 έως 320 ανωτέρω επιβεβαιώνουν την ύπαρξη αποφάσεως ενώσεως επιχειρήσεων, η οποία αποτελεί οριζόντια συμφωνία έμμεσου καθορισμού των τιμών, διά του καθορισμού του ανώτατου ορίου επιτρεπόμενων εκπτώσεων, ήτοι 10 %, σε σχέση με τις συμβατικές τιμές αποδόσεως δαπανών, παρά το γεγονός ότι έως το 2010 ο νόμος επέτρεπε στα εργαστήρια να ορίζουν χαμηλότερες τιμές.

322    Επομένως, δεδομένου του οικονομικού και νομικού πλαισίου που περιγράφεται με την προσβαλλόμενη απόφαση, το οποίο συνίσταται στην ύπαρξη ρυθμιζόμενης και προστατευόμενης αγοράς των υπηρεσιών αναλύσεων κλινικής βιολογίας, με περιορισμένη δυνατότητα ανταγωνισμού ως προς τις τιμές, μέσω εκπτώσεων για τις αναλύσεις που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της ιατρικής της εργασίας, μεταξύ εργαστηρίων και νοσοκομειακών ιδρυμάτων ή οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως, η Επιτροπή ορθώς διαπίστωσε ότι οι προσαπτόμενες στον Σύλλογο αποφάσεις και πρακτικές, οι οποίες τεκμηριώνονται με την προσβαλλόμενη απόφαση, αποσκοπούσαν στον καθορισμό των τιμών της αγοράς, οπότε είχαν αναμφισβήτητα αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού. Επομένως, βάσει της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 308 ανωτέρω, η Επιτροπή μπορούσε να τις χαρακτηρίσει ως αντίθετες προς το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ χωρίς να αποδείξει ότι προκάλεσαν συγκεκριμένες επιπτώσεις στην αγορά.

323    Εξάλλου, πρέπει ακόμη να διευκρινιστεί ότι, με τις αιτιολογικές σκέψεις 703 έως 706 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εκτίμησε ότι δεν συντρέχουν οι εξαιρέσεις του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, διότι ο Σύλλογος δεν έχει προσκομίσει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει τη συνδρομή των εξαιρέσεων αυτών. Επιπλέον, η Επιτροπή επισημαίνει, επικουρικώς, ότι οι λεγόμενοι «κατάφωροι» περιορισμοί δεν δημιουργούν αντικειμενικά οικονομικά πλεονεκτήματα και δεν ωφελούν τους καταναλωτές, και ότι, σε κάθε περίπτωση, κανένα στοιχείο δεν εμφαίνει ότι εν προκειμένω πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Η σχετική με το ζήτημα αυτό ανάλυση στην οποία προβαίνει η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής.

324    Βάσει των προεκτεθέντων, το επιχείρημα του Συλλόγου περί αριθμητικής ανεπάρκειας των εγγράφων που παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι αποφασιστικής σημασίας για την αμφισβήτηση της διαπιστώσεως ότι ο Σύλλογος ακολούθησε πρακτικές ιδιαίτερα βλαπτικές για τον ανταγωνισμό, εντός του περιθωρίου που επέτρεπε μια κατά τα άλλα περιοριστική νομοθεσία.

325    Είναι αληθές ότι εντοπίστηκαν 18 μόνον έγγραφα για διάστημα πέντε ετών. Ωστόσο, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 221 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο περιορισμένος αριθμός των εγγράφων μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι ο Σύλλογος επέβαλε την πειθαρχία.

326    Ομοίως, στο ίδιο πλαίσιο, δεν είναι σημαντικό το γεγονός που επικαλείται ο Σύλλογος, ότι τα επίμαχα έγγραφα αφορούσαν επίσης, αν όχι κυρίως, τα μικρά εργαστήρια (11 από τα 18 έγγραφα κατά τον Σύλλογο). Μολονότι η απάντηση της Επιτροπής στο εν λόγω επιχείρημα, ότι το γεγονός αυτό αποδεικνύει ασυνέπεια στην πολιτική του Συλλόγου, δεν είναι πραγματικά πειστική, επισημαίνεται ότι η πολιτική που ακολούθησε ο Σύλλογος έναντι των εργαστηρίων με σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού ως προς τις τιμές χαρακτηρίζεται ως αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, ανεξαρτήτως του αν στρέφεται κατά των μικρών ή των μεγάλων εργαστηρίων.

327    Κατά τα λοιπά, το επιχείρημα του Συλλόγου ότι ο σκοπός του, όσον αφορά τις εκπτώσεις, ήταν η προστασία της δημόσιας υγείας, διά της τηρήσεως της αρχής της επαγγελματικής ανεξαρτησίας του φαρμακοποιού-βιολόγου, και όχι των μικρών εργαστηρίων, από την εξέταση του όγδοου λόγου ακυρώσεως και του δεύτερου σκέλους του ένατου λόγου ακυρώσεως ανωτέρω προκύπτει ότι η δράση του Συλλόγου όσον αφορά τις εκπτώσεις συνίσταται στη διασταλτική ερμηνεία του νομικού πλαισίου. Δεδομένου, όμως, ότι ο Σύλλογος δεν διαθέτει κανονιστική αρμοδιότητα ως προς το ζήτημα αυτό, ήταν υποχρεωμένος να ενεργήσει αυστηρά εντός του νομικού πλαισίου. Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι ο Σύλλογος επιδίωκε θεμιτό σκοπό δεν αποκλείει να έχει η σχετική με τις εκπτώσεις πολιτική του ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Νοεμβρίου 2008, C‑209/07, Beef Industry Development Society και Barry Brothers, Συλλογή 2008, σ. I‑8637, σκέψεις 19 έως 21), πράγμα που εν προκειμένω έχει αναμφισβήτητα αποδειχθεί.

328    Περαιτέρω, το γεγονός ότι ο Σύλλογος γνωμοδότησε εν τέλει θετικά σε ορισμένες περιπτώσεις καταμερισμού αμοιβών δεν αναιρεί τον παράνομο χαρακτήρα της αρχικής παρεμβάσεώς του, η οποία αποτελεί εφαρμογή μιας περιοριστικής του ανταγωνισμού αποφάσεως.

329    Ομοίως, όσον αφορά το εάν ο όρος «έγγραφα επιθετικού χαρακτήρα» που χρησιμοποίησε η Επιτροπή είναι υπερβολικός, από τα παραδείγματα που παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι, σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις, ο Σύλλογος, μετά την παροχή διευκρινίσεων από συγκεκριμένο εργαστήριο σχετικά με χορηγηθείσες εκπτώσεις, ενέμεινε στην άποψή του (βλ. παραδείγματα που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 150 και 159 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εξάλλου, το αν εστάλησαν ή όχι έγγραφα επιθετικού χαρακτήρα, ή ακόμη το αν απαιτήθηκε ρητώς η τροποποίηση των συμβάσεων δεν αποτελούν ζητήματα καθοριστικής σημασίας όσον αφορά το αν υπήρξε εξ αντικειμένου παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

330    Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά το εάν ο Σύλλογος απείλησε να χρησιμοποιήσει την πειθαρχική εξουσία του προς αντιμετώπιση τυχόν κατά την εκτίμησή του παρεκκλίσεων. Διευκρινίζεται, ωστόσο, ότι, βάσει των αποδείξεων που εξετάστηκαν προηγουμένως, ο Σύλλογος αναφέρθηκε, έστω εμμέσως, στη χρήση της εν λόγω εξουσίας, καθώς έκανε λόγο για ενδεχομένως αντισυναδελφικές πρακτικές.

331    Τέλος, όσον αφορά το γεγονός ότι ορισμένες παρεμβάσεις του Συλλόγου στόχευαν συμφωνίες οι οποίες ενδεχομένως περιείχαν πράξεις αθέμιτου ανταγωνισμού, το επιχείρημα αυτό εξετάστηκε στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως. Επισημάνθηκε, συναφώς, ότι το επιχείρημα αυτό είναι ασαφές, διότι δεν προσκομίστηκε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει την ύπαρξη πρακτικών αθέμιτου ανταγωνισμού.

332    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το πρώτο σκέλος του ένατου λόγου ακυρώσεως είναι απορριπτέο, όπως και ο ένατος λόγος στο σύνολό του.

 Επί της αμφισβητήσεως του ενιαίου και διαρκούς χαρακτήρα της παραβάσεως

333    Κατά την Επιτροπή, ο Σύλλογος αμφισβητεί για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως τον ενιαίο και διαρκή χαρακτήρα της παραβάσεως, προβάλλοντας έτσι απαράδεκτο νέο λόγο. Εξάλλου, κατά την Επιτροπή, ο Σύλλογος δεν προβάλλει κανένα επιχείρημα προς στήριξη του συγκεκριμένου λόγου, ο οποίος είναι και από την άποψη αυτή απαράδεκτος.

334    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο πρέπει να αναφέρει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιλαμβάνει συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση, ενώ απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης, εκτός και αν οι ισχυρισμοί αυτοί στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Ωστόσο, ο ισχυρισμός που αποτελεί ανάπτυξη ισχυρισμού ο οποίος είχε προβληθεί προηγουμένως, άμεσα ή έμμεσα, με το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο και συνδέεται στενά με τον ισχυρισμό αυτόν πρέπει να κρίνεται παραδεκτός (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 26ης Ιουνίου 2008, T‑94/98, Alferink κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑1125, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

335    Εν προκειμένω, ο Σύλλογος αμφισβητεί, με το υπόμνημα απαντήσεως, την ύπαρξη συνολικού σχεδίου το οποίο «συνιστά ενιαία και διαρκή παράβαση». Κατά τον Σύλλογο πρόκειται για νομικό κατασκεύασμα το οποίο δεν έχει έρεισμα στα πραγματικά περιστατικά.

336    Πρέπει να εξεταστεί εάν πρόκειται για νέο λόγο, στον βαθμό που από την επιχειρηματολογία αυτή μπορεί να συναχθεί αμφισβήτηση του ενιαίου και διαρκούς χαρακτήρα της παραβάσεως.

337    Συναφώς, υπάρχουν στην προσφυγή δύο σημεία όπου γίνεται εμμέσως αναφορά σε συνολικό σχέδιο, το οποίο αποτελεί βασικό στοιχείo της αναλύσεως της Επιτροπής σχετικά με την ύπαρξη ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως.

338    Αφενός, στο πλαίσιο του έβδομου λόγου ακυρώσεως, όπως αυτός διατυπώνεται στην προσφυγή, ο Σύλλογος προβάλλει ότι η Επιτροπή υπερέβη τα όρια της εντολής διενέργειας επιτόπιου ελέγχου, καθώς κατέσχεσε, κατά τον επιτόπιο έλεγχο, έγγραφα σχετικά με τις τιμές, γεγονός που συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας. Ο Σύλλογος προβάλλει επιπλέον, με το υπόμνημα απαντήσεως, ότι η Επιτροπή επιχείρησε να συνδέσει τεχνητά και εκ των υστέρων το ζήτημα της αναπτύξεως ομίλων εργαστηρίων και το ζήτημα των εκπτώσεων, προκειμένου να δικαιολογήσει τη χρήση των αποδείξεων που συνέλεξε κατά τον επιτόπιο έλεγχο, επικαλούμενη την ύπαρξη συνολικού σχεδίου.

339    Αφετέρου, ο Σύλλογος αμφισβητεί, στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του ένατου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος προβάλλεται με την προσφυγή, την εκτίμηση της Επιτροπής ότι κύριος σκοπός του, όσον αφορά τις εκπτώσεις, ήταν οι όμιλοι, δεδομένου του μεγάλου αριθμού μικρών εργαστηρίων που αποτελούσαν αντικείμενο των εγγράφων που επικαλείται η Επιτροπή.

340    Ο ένατος λόγος ακυρώσεως που αναπτύσσεται με την προσφυγή αφορά το εάν η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμο την ύπαρξη παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ όσον αφορά την πολιτική του Συλλόγου για τις εκπτώσεις. Η αναφορά του Συλλόγου στον μεγάλο αριθμό των μικρών εργαστηρίων που αποτελούν αντικείμενο των εγγράφων αυτών αποσκοπεί μόνο στο να υποστηριχθεί, στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, ότι ήταν εσφαλμένη η εκτίμηση της Επιτροπής ότι ο Σύλλογος επιχείρησε συστηματικά να επιβάλει κατώτατη τιμή στην αγορά των υπηρεσιών αναλύσεως κλινικής βιολογίας, προκειμένου να προστατέψει τα συμφέροντα των μικρών εργαστηρίων.

341    Διαπιστώνεται ότι στην προσφυγή δεν υπάρχει έμμεση έστω αμφισβήτηση, εκ μέρους του Συλλόγου, του ενιαίου και διαρκούς χαρακτήρα της παραβάσεως, ούτε στην επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται προς στήριξη του έβδομου λόγου ούτε στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του ένατου λόγου

342    Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίον επιχειρείται αμφισβήτηση του ενιαίου και διαρκούς χαρακτήρα της παραβάσεως προβάλλεται για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως και δεν μπορεί να θεωρηθεί ανάπτυξη προηγουμένως προβληθέντος λόγου. Πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί ως απαράδεκτος λόγω εκπροθέσμου.

 Συμπέρασμα επί της εφαρμογής της νομολογίας Wouters και των λόγων που προβλήθηκαν προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως

343    Κατά το στάδιο αυτό της εξετάσεως, απαιτείται να διαπιστωθεί εάν η νομολογία Wouters έχει εν προκειμένω εφαρμογή.

344    Από την προηγηθείσα εξέταση του δεύτερου και του τρίτου λόγου προκύπτει ότι όσον αφορά τις υποχρεώσεις γνωστοποιήσεως των SEL η πρακτική του Συλλόγου συνίσταται, αφενός, στην αδικαιολόγητη απαίτησή του να εξαρτάται η έναρξη ισχύος των μεταβολών που επέρχονται στις SEL κατά τη διάρκεια του εταιρικού βίου από αναβλητική αίρεση και την αντίστοιχη τροποποίηση των εταιρικών εγγράφων ορισμένων εταιριών και, αφετέρου, σε μη προβλεπόμενα από τον νόμο αιτήματα παροχής πληροφοριών υπό την απειλή κυρώσεων, ιδίως έναντι των SEL του ομίλου Labco, τις οποίες τα όργανα διοικήσεως του Συλλόγου είχαν χαρακτηρίσει ως απειλή.

345    Οι πράξεις αυτές βαίνουν πέραν των ορίων της συμβουλευτικής αρμοδιότητας του Συλλόγου στο πλαίσιο των εγκριτικών διαδικασιών ενώπιον του νομάρχη και δεν δικαιολογούνται από το γεγονός ότι, για τη διαχείριση του μητρώου, ο Σύλλογος λαμβάνει υπόψη τις αποφάσεις του νομάρχη, διότι η διαχείριση του μητρώου διέπεται από δικές του διατάξεις. Συνεπώς, δεν ευσταθεί η θέση του Συλλόγου ότι, στο πλαίσιο αυτό, ενεργεί ως απλή προέκταση της εξουσίας του νομάρχη. Εξάλλου, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή, ο Σύλλογος δεν διαθέτει κανονιστική αρμοδιότητα.

346    Επιπλέον, από την εξέταση του τρίτου λόγου ακυρώσεως προκύπτει ότι η αυστηρή ερμηνεία των κανόνων που ακολουθεί ο Σύλλογος όσον αφορά τις αιτήσεις παροχής πληροφοριών σχετικά με τις μεταβιβάσεις μετοχών των SEL δεν δικαιολογείται βάσει της αρμοδιότητάς του για εκ των υστέρων έλεγχο της εφαρμογής των διατάξεων του νόμου. Συνεπώς, δεν μπορεί να αποκλειστεί η εφαρμογή του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ σε σχέση με την επίμαχη συμπεριφορά, με το επιχείρημα ότι τα περιοριστικά του ανταγωνισμού αποτελέσματά της είναι αναγκαία για την ομαλή άσκηση του επαγγέλματος, όπως αυτό έχει ρυθμιστεί από τον νόμο, όπως έγινε δεκτό σχετικά με ορισμένους κανόνες του δικηγορικού συλλόγου με τις σκέψεις 109 και 110 της αποφάσεως Wouters, σκέψη 21 ανωτέρω.

347    Επιπλέον, αυτά ισχύουν και για την πρακτική του Συλλόγου όσον αφορά την ανάπτυξη ομίλων εργαστηρίων, η οποία αποτέλεσε αντικείμενο του τέταρτου και του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, ή την πρακτική του όσον αφορά τις εκπτώσεις. Ο Σύλλογος υποχρεούται, βεβαίως, να διασφαλίζει την τήρηση των υποχρεώσεων δεοντολογίας στο πλαίσιο των εκ του νόμου αρμοδιοτήτων του, στις οποίες περιλαμβάνεται η προάσπιση της ανεξαρτησίας του φαρμακοποιού-βιολόγου και η ανάπτυξη της δημόσιας υγείας. Ωστόσο, η δράση του οριοθετείται από το πλαίσιο που έχει καθοριστεί από τον νομοθέτη και τις διοικητικές αρχές, καθώς ο Σύλλογος δεν διαθέτει κανονιστική εξουσία. Επομένως, όταν αυτός ενεργεί βάσει ερμηνείας αντίθετης προς το γράμμα των κείμενων διατάξεων ή ακόμη όταν υιοθετεί ακόμη πιο περιοριστική ερμηνεία στο πλαίσιο ορισμένης στρατηγικής, δεν είναι δυνατόν να εξαιρεθούν οι πρακτικές του από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, με το επιχείρημα ότι οι πρακτικές αυτές είναι απαραίτητες για την επιδίωξη θεμιτού σκοπού. Η Επιτροπή ορθώς δέχθηκε, συναφώς, ότι δεν μπορεί ένα όργανο που εκπροσωπεί ιδιώτες να διευρύνει το πεδίο της παρεχόμενης από τον νόμο προστασίας, προκειμένου να διαφυλάξει τα συμφέροντα μιας ομάδας, παρά το γεγονός ότι ο νομοθέτης έχει οριοθετήσει την παρεχόμενη προστασία και έχει επιτρέψει σε ορισμένο βαθμό τον ανταγωνισμό.

348    Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό, βάσει των αρχών που απορρέουν από την απόφαση Wouters, σκέψη 21 ανωτέρω, ότι οι περιοριστικές του ανταγωνισμού πρακτικές του Συλλόγου, οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν εμπίπτουν στην απαγόρευση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

349    Συνεπώς, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως κρίνεται απορριπτέος.

350    Κατά συνέπεια, το αίτημα ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

2.     Επί του επικουρικού αιτήματος μειώσεως του προστίμου

351    Υπενθυμίζεται ότι ο έλεγχος νομιμότητας των αποφάσεων που λαμβάνει η Επιτροπή συμπληρώνεται από την πλήρη δικαιοδοσία που αναγνωρίζεται στον δικαστή της Ένωσης με το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003, συμφώνως προς το άρθρο 261 ΣΛΕΕ. Η εν λόγω πλήρης δικαιοδοσία παρέχει στον δικαστή την εξουσία, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας της κυρώσεως, να υποκαθιστά την Επιτροπή προβαίνοντας στη δική του εκτίμηση και, κατά συνέπεια, να εξαλείφει, να μειώνει ή να αυξάνει το πρόστιμο ή τη χρηματική ποινή που επιβλήθηκαν.

352    Απόκειται, συνεπώς, στο Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας του, να εκτιμήσει εάν, κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεώς του, το πρόστιμο που επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες αντιστοιχεί στη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως (βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, T‑343/06, Shell Petroleum κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2012, σ. 478, σκέψη 117 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

353    Σημειωτέον, ωστόσο, ότι η άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας δεν ισοδυναμεί με αυτεπάγγελτο έλεγχο και ότι η διαδικασία ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης διεξάγεται κατ’ αντιμωλία (απόφαση Χαλκόρ κατά Επιτροπής, σκέψη 57 ανωτέρω, σκέψη 64).

354    Εν προκειμένω, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 11 ανωτέρω, η Επιτροπή εφάρμοσε το σημείο 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων. Η εν λόγω διάταξη προβλέπει τα εξής:

«Παρότι οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές παραθέτουν τη γενική μεθοδολογία για τον υπολογισμό των προστίμων, οι ιδιαιτερότητες μιας ορισμένης υπόθεσης ή η ανάγκη διασφάλισης του αποτρεπτικού χαρακτήρα του προστίμου μπορεί να δικαιολογούν απόκλιση από τη μεθοδολογία αυτή ή από τα όρια που καθορίζονται στο σημείο 21.»

355    Κατά συνέπεια, με την αιτιολογική σκέψη 769 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή καθόρισε το πρόστιμο σε 5 εκατομμύρια ευρώ κατά τρόπο αφηρημένο, έστω και αν παραθέτει τις παραμέτρους που έλαβε υπόψη της για τον καθορισμό του. Ο προσδιορισμός του ύψους του προστίμου περιγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις 746 έως 772 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Από αυτές συνάγεται ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη της ότι πρόκειται για πολύ σοβαρή παράβαση, καθώς αφορά μια σημαντική αγορά, ότι η υπό κρίση υπόθεση είναι η πρώτη επί της οποίας μπορεί να εφαρμοστεί το άρθρο 23, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003 και ότι ενδέχεται τα μέλη του Συλλόγου να μην είχαν πλήρη επίγνωση του περιεχομένου των εφαρμοστέων διατάξεων. Η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη της ότι η επίμαχη συμπεριφορά δεν καλυπτόταν από μυστικότητα. Όσον αφορά τη διάρκειας της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η παράβαση διάρκεσε έξι έτη, πλην όμως αποδείχθηκε ότι οι δύο από τις εκφάνσεις της παραβατικής συμπεριφοράς διάρκεσαν 2 έτη και 11 μήνες. Τέλος, η Επιτροπή απέρριψε τις ελαφρυντικές περιστάσεις που επικαλέστηκε ο Σύλλογος.

356    Το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει, καταρχάς, ότι ο Σύλλογος δεν αμφισβητεί τον καθορισμό του προστίμου κατά τρόπο αφηρημένο. Συναφώς, μολονότι θα ήταν επιθυμητό να συμπληρώσει η Επιτροπή την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως με αριθμητικά στοιχεία, ώστε να καταστεί δυνατή η στάθμιση των παραμέτρων που συνεκτιμήθηκαν κατά τον καθορισμό του προστίμου, εντούτοις η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι ελλιπώς αιτιολογημένη, δεδομένου ότι η Επιτροπή προσδιόρισε τα στοιχεία βάσει των οποίων εκτίμησε τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Οκτωβρίου 2002, C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑8375, σκέψεις 463 έως 464 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

357    Πάντως, ο Σύλλογος, μολονότι δεν αμφισβήτησε με την προσφυγή του την εφαρμογή του σημείου 37 των κατευθυντήριων γραμμών στην περίπτωσή του, εντούτοις ζητεί τη μείωσή τους για πλείονες λόγους.

358    Πρώτον, κατά τον Σύλλογο, θα έπρεπε να εξεταστεί εν προκειμένω το ενδεχόμενο να μην επιβληθεί πρόστιμο, σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Επιπλέον, εφόσον αποφασιζόταν η επιβολή προστίμου, αυτό θα έπρεπε να είναι συμβολικό, διότι θα επρόκειτο για μέτρο αρκούντως αποτρεπτικό και εύλογο, δεδομένου ότι πρόκειται για σύλλογο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, στον οποίο έχει ανατεθεί η εκτέλεση δημόσιας υπηρεσίας. Ο Σύλλογος υπενθυμίζει ότι το αποτρεπτικό αποτέλεσμα του προστίμου έχει εξουδετερωθεί μετά την έκδοση της νομοθετικής πράξεως 2010‑49 όσον αφορά τις εκπτώσεις. Τέλος, η Επιτροπή έπρεπε να επιφυλάξει στον Σύλλογο μεταχείριση ανάλογη προς εκείνη που επιφύλαξε στη Βελγική Ένωση Αρχιτεκτόνων με την απόφασή της της 24ης Ιουνίου 2004 (υπόθεση COMP/A.38549 – Βελγική Ένωση Αρχιτεκτόνων), στον οποίον επιβλήθηκε πρόστιμο ύψους 100 000 ευρώ για οριζόντια συμφωνία επί των τιμών.

359    Συναφώς, μολονότι το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, κατά το οποίο η επιβολή προστίμου αποτελεί ευχέρεια της Επιτροπής και σε καμία περίπτωση λογική και αυτοδίκαιη συνέπεια της διαπιστώσεως παραβάσεως, παρέχει στην Επιτροπή τη διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει εάν θα επιβάλει πρόστιμο, σε περίπτωση που διαπιστώσει παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, δεν κρίνεται εν προκειμένω επιβεβλημένη η επιβολή συμβολικού προστίμου ούτε βέβαια η μη επιβολή προστίμου.

360    Όσον αφορά το πρόστιμο των 100 000 ευρώ που επιβλήθηκε στη Βελγική Ένωση Αρχιτεκτόνων, επειδή υποχρέωσε τα μέλη του να χρεώνουν κατώτατη τιμή, υπενθυμίζεται ότι οι προγενέστερες αποφάσεις της Επιτροπής δεν αποτελούν νομικό πλαίσιο για τα πρόστιμα στον τομέα του ανταγωνισμού, οι δε αποφάσεις σχετικά με άλλες υποθέσεις έχουν μόνον ενδεικτικό χαρακτήρα όσον αφορά την ενδεχόμενη ύπαρξη δυσμενούς διακρίσεως, δεδομένου ότι είναι ελάχιστα πιθανό να είναι πανομοιότυπες οι ιδιαίτερες περιστάσεις των υποθέσεων εκείνων, όπως είναι οι σχετικές αγορές, τα σχετικά προϊόντα, οι σχετικές επιχειρήσεις και οι σχετικές περίοδοι (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Οκτωβρίου 2008, T‑73/04, Carbone-Lorraine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2661, σκέψη 92 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

361    Εξάλλου, με την εν λόγω απόφαση, η Επιτροπή είχε αρχικώς ορίσει το βασικό ποσό του προστίμου σε 4 500 000 ευρώ, αλλά το μείωσε σε 100 000 ευρώ, συνεκτιμώντας το γεγονός ότι, όταν επιβλήθηκε το πρόστιμο αυτό το 2004, η Επιτροπή είχε μόλις αρχίσει να εξετάζει το ζήτημα του ανταγωνισμού στον τομέα των ελεύθερων επαγγελμάτων. Πάντως, κατά τον χρόνο διαπράξεως των παραβάσεων από τον Σύλλογο, η Επιτροπή είχε ήδη δημοσιεύσει έκθεση σχετική με τον ανταγωνισμό στον τομέα των ελεύθερων επαγγελμάτων, η οποία περιείχε συστάσεις προς τα κράτη μέλη ως προς το ζήτημα αυτό. Ένα άλλο στοιχείο που διαφοροποιεί τις δύο υποθέσεις έγκειται στο γεγονός ότι η Βελγική Ένωση Αρχιτεκτόνων μετέβαλε την πρακτική της αμέσως μετά την έναρξη της διαδικασίας από την Επιτροπή.

362    Όσον αφορά το ότι ο αποτρεπτικός χαρακτήρας του επιβληθέντος προστίμου έχει εν προκειμένω εξουδετερωθεί, εξαιτίας της νομοθετικής μεταβολής που επήλθε το 2010, δηλαδή την έκδοση της νομοθετικής πράξεως 2010‑49 με την οποία απαγορεύθηκαν όλες ανεξαιρέτως οι εκπτώσεις (βλ. σκέψη 242 ανωτέρω), τονίζεται ότι ο αποτρεπτικός χαρακτήρας αφορά κυρίως τυχόν μελλοντικές παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού, οι οποίες δεν αφορούν απαραιτήτως παραβάσεις της ίδιας μορφής με αυτές που αποτελούν αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως. Εξάλλου, η πρακτική του Συλλόγου όσον αφορά τις εκπτώσεις αφορά μία μόνον πτυχή της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως για την οποία επιβλήθηκαν κυρώσεις με την προσβαλλόμενη απόφαση. Συνεπώς, το επιχείρημα αυτό είναι αλυσιτελές.

363    Ομοίως, το γεγονός ότι ο Σύλλογος δεν έχει κερδοσκοπικό χαρακτήρα και εκτελεί δημόσια υπηρεσία δεν αποκλείει το ενδεχόμενο, κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας αυτής, να ευνοεί ορισμένα ιδιωτικά συμφέροντα, οπότε ούτε το επιχείρημα αυτό μπορεί να δικαιολογήσει τη μη επιβολή προστίμου ή την επιβολή συμβολικού προστίμου. Το επιχείρημα του Συλλόγου ότι θα ήταν αδιανόητο να μη συμμορφωθεί ένας επαγγελματικός σύλλογος συσταθείς εκ του νόμου τις εντολές ενός ευρωπαϊκού θεσμικού οργάνου αποτελεί εικασία και δεν μπορεί να ληφθεί συναφώς υπόψη.

364    Δεύτερον, ο Σύλλογος προβάλλει, με το υπόμνημα απαντήσεως, ότι από το υπόμνημα αντικρούσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει υπόψη της δύο στοιχεία για τη μείωση του προστίμου, και συγκεκριμένα, αφενός, την αυθόρμητη συνεργασία του όσον αφορά τις τιμές στο πλαίσιο της απαντήσεώς του στην αίτηση παροχής πληροφοριών βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 και, αφετέρου, την υπέρβαση της εντολής διενέργειας του επιτόπιου ελέγχου, η οποία συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων του άμυνας. Το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη του ιδίως τη δεύτερη διαδικαστική πλημμέλεια, ακόμη και εάν κρίνει ότι αυτή δεν συνεπάγεται την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

365    Τα επιχειρήματα αυτά κρίνονται απορριπτέα, χωρίς να είναι απαραίτητο να εξεταστεί το επιχείρημα της Επιτροπής ότι είναι απαράδεκτα, ως εκπρόθεσμα, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 48, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας,. Συγκεκριμένα, από την προηγηθείσα εξέταση των επιχειρημάτων που προβληθήκαν προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν υπερέβη την εντολή διενέργειας επιτόπιου ελέγχου ούτε προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας του Συλλόγου. Όσον αφορά το επιχείρημα περί αυθόρμητης συνεργασίας του Συλλόγου με την απάντησή του της 10ης Φεβρουαρίου 2009 στην αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής της 3ης Φεβρουαρίου 2009, η Επιτροπή ορθώς υποστηρίζει ότι η σχετική με τις τιμές πτυχή της παραβάσεως δεν εντοπίστηκε ούτε από ομολογία ούτε από αυθόρμητη δήλωση του Συλλόγου, καθώς απέστειλε την αίτηση παροχής επιπλέον πληροφοριών όσον αφορά τις σχετικές με τις εκπτώσεις πρακτικές στηριζόμενη σε πληροφορίες που είχε ήδη στην κατοχή της, ιδίως από τα πρακτικά των συνεδριάσεων των οργάνων του Συλλόγου.

366    Τρίτον, ο Σύλλογος επικαλείται ορισμένες ειδικές περιστάσεις που θα δικαιολογούσαν μείωση του προστίμου.

367    Ο Σύλλογος υποστηρίζει ότι έπρεπε να ληφθούν υπόψη υπέρ του ελαφρυντικές περιστάσεις, δεδομένου ότι η πρακτική του ως προς τις εκπτώσεις είχε αμελητέες επιπτώσεις, ότι δεν είχε την πρόθεση να ευνοήσει τα μικρά εργαστήρια, ότι η πρακτική του όσον αφορά την ανάπτυξη ομίλων εργαστηρίων αποσκοπούσε στην προστασία της ανεξαρτησίας του φαρμακοποιού και ήταν σύμφωνη με τον νόμο, ότι οι επίμαχες πρακτικές είχαν δημόσιο χαρακτήρα και ότι η εγγραφή των μελών του είναι υποχρεωτική.

368    Πρώτον, όσον αφορά τον δημόσιο χαρακτήρα των επίμαχων πρακτικών, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη της το στοιχείο αυτό, με την αιτιολογική σκέψη 756 της προσβαλλομένης αποφάσεως, επισημαίνοντας ότι δεν θεωρεί τη συμπεριφορά του Συλλόγου ως ιδιαίτερα σοβαρή.

369    Ομοίως, όσον αφορά την υποχρεωτική εγγραφή στον Σύλλογο, η Επιτροπή αναφέρει, στην αιτιολογική σκέψη 757 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι έλαβε υπόψη της το στοιχείο αυτό στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειάς της κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, λόγω του ενδεχομένου να καταλογιστεί ευθύνη σε επιχειρήσεις για πράξεις του Συλλόγου, ανεξαρτήτως του βαθμού της πραγματικής εμπλοκής τους. Συγκεκριμένα, είναι πρόδηλο ότι ο βαθμός της εμπλοκής των μελών του Συλλόγου ενδέχεται να διαφέρει και, όπως επισημάνθηκε με την αιτιολογική σκέψη 754 της προσβαλλομένης αποφάσεως, είναι πιθανό ο Σύλλογος να επέβαλε ορισμένες αποφάσεις στα μέλη του, παρά τη βούλησή τους.

370    Τα στοιχεία αυτά, ωστόσο, πρέπει να σταθμιστούν με άλλα χαρακτηριστικά της παραβάσεως. Συγκεκριμένα, η σχετική με τις εκπτώσεις πρακτική αποτελεί οριζόντια συμφωνία ως προς τις τιμές, η οποία συγκαταλέγεται στους πλέον σοβαρούς περιορισμούς του ανταγωνισμού. Όσον αφορά τις αποφάσεις που αποσκοπούσαν στην παρεμπόδιση της αναπτύξεως ομίλων εργαστηρίων, πρόκειται για εμπόδια στην παραγωγή, την τεχνική ανάπτυξη και τις επενδύσεις στην αγορά, οι οποίες θα μπορούσαν να καθυστερήσουν την είσοδο διεθνών ομίλων στη γαλλική αγορά και να δημιουργήσουν φραγμούς στην εσωτερική αγορά, όπως υπενθυμίζει η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 755 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Δεδομένης της διάρκειας της παραβάσεως (βλ. σκέψη 355 ανωτέρω), καθώς και του μεγέθους της επηρεαζόμενης αγοράς, της οποίας η αξία εκτιμάται σε 4,4 δισεκατομμύρια ευρώ το 2008 (αιτιολογική σκέψη 759 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και του σοβαρού αντικτύπου της δράσεως του Συλλόγου, καθώς το μερίδιο αγοράς των εγγεγραμμένων στο μητρώο του φαρμακοποιιών-βιολόγων ανέρχεται στο 95 % των παρεχομένων υπηρεσιών αναλύσεως κλινικής βιολογίας, η Επιτροπή εκτίμησε ότι οι προβληθείσες περιστάσεις δεν αναιρούν τον χαρακτηρισμό της παραβάσεως ως σοβαρής.

371    Δεύτερον, όσον αφορά το γεγονός ότι η σχετική με τις εκπτώσεις παράβαση είχε περιορισμένες επιπτώσεις και ότι η αντίστοιχη πρακτική δεν αποσκοπούσε στην προστασία των μικρών εργαστηρίων, υπενθυμίζεται ότι οι επιπτώσεις μιας αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πρακτικής δεν αποτελεί αποφασιστικό κριτήριο για τον καθορισμό του εύλογου ύψους του προστίμου και ότι άλλα στοιχεία, όπως αυτό της προθέσεως, ενδέχεται να έχουν μεγαλύτερη σημασία από εκείνα που σχετίζονται με τις επιπτώσεις, κυρίως όταν πρόκειται για εγγενώς σοβαρές παραβάσεις όπως είναι ο καθορισμός των τιμών και η κατανομή των αγορών (βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Ιουλίου 2011, T‑138/07, Schindler Holding κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II‑4819, σκέψη 222 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

372    Πάντως, από την προηγηθείσα εξέταση των αιτημάτων ακυρώσεως, προκύπτει ότι η Επιτροπή διαθέτει έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία εμφαίνουν την πρόθεση των οργάνων διοικήσεως του Συλλόγου, αφενός, να εμποδίσουν την ανάπτυξη ορισμένων μορφών ομίλων εργαστηρίων και, αφετέρου, να αντιταχθούν στις εκπτώσεις που υπερβαίνουν το 10 %, επιδιώξεις οι οποίες δεν έχουν έρεισμα στον νόμο και, συνεπώς, δεν μπορούν να δικαιολογηθούν με την επίκληση της προστασίας της ανεξαρτησίας του φαρμακοποιού-βιολόγου ή ακόμη και της δημόσιας υγείας.

373    Εξάλλου, όπως προκύπτει από την προηγηθείσα εξέταση του πρώτου σκέλους του ένατου λόγου ακυρώσεως, ο Σύλλογος δεν μπόρεσε να ανατρέψει τη διαπίστωση της Επιτροπής περί εφαρμογής των σχετικών με τις εκπτώσεις πρακτικών, διαπίστωση την οποία η Επιτροπή υπενθυμίζει στην αιτιολογική σκέψη 761 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

374    Επομένως, η Επιτροπή ορθώς θεώρησε ότι τα στοιχεία αυτά έχουν περιορισμένη σημασία κατά τον προσδιορισμό του ύψους του προστίμου.

375    Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι επρόκειτο απλώς για ερμηνεία του νόμου, ο Σύλλογος δεν παρέθεσε επιχειρήματα ικανά να οδηγήσουν σε συμπέρασμα διαφορετικό από αυτό στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή, ότι η ερμηνεία που ακολούθησε ο Σύλλογος είναι αντίθετη προς το γράμμα του νόμου και εντάσσεται σε λογική περιορισμού του ανταγωνισμού όσον φορά τις περισσότερες από τις πτυχές της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως που του προσάπτεται. Η Επιτροπή καλώς θεώρησε, με την αιτιολογική σκέψη 768 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν πρέπει να αναγνωριστεί η συνδρομή ελαφρυντικής περιστάσεως όσον αφορά τα επιχειρήματα του Συλλόγου περί συμπεριφοράς επιτρεπόμενης ή ακόμη και ενθαρρυνόμενης από τις δημόσιες αρχές ή από τη νομοθεσία.

376    Ωστόσο, το συμπέρασμα αυτό μετριάζεται όσον αφορά τις αιτιάσεις που διατυπώνονται με την προσβαλλόμενη απόφαση (αιτιολογικές σκέψεις 450 επ.) σχετικά με την έναρξη ισχύος των τροποποιήσεων των καταστατικών και των συμβάσεων των SEL.

377    Συγκεκριμένα, μολονότι από την εξέταση του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, με τις σκέψεις 128 έως 157 ανωτέρω, προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως, λόγω εσφαλμένης ερμηνείας της γαλλικής νομοθεσίας όσον αφορά την έναρξη ισχύος των τροποποιήσεων των καταστατικών και των συμβάσεων των SEL κατά τη διάρκεια του εταιρικού βίου, εντούτοις κρίθηκε, με τη σκέψη 155 ανωτέρω, επικριτέα η απουσία αναφοράς της προσβαλλομένης αποφάσεως στις επιπτώσεις της εγκυκλίου 98-585 στο πλαίσιο αυτό, πλην της αναφοράς στην υποσημείωση 562 στο γεγονός ότι η εγκύκλιος περιέχει διαφορετική ερμηνεία του ισχύοντος πλαισίου, καθώς αναφέρει ότι «η εταιρία πρέπει καταρχάς να ζητήσει έγκριση των τροποποιήσεων αυτών».

378    Συγκεκριμένα, μολονότι η εγκύκλιος αυτή και η συνακόλουθη πρακτική των νομαρχών να εκδίδουν εγκριτικές των τροποποιήσεων αποφάσεις δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση τη βασιμότητα της αναλύσεως της Επιτροπής, πρόκειται εντούτοις για περιστάσεις οι οποίες ενδεχομένως επηρέασαν την προσαπτόμενη στον Σύλλογο πρακτική. Ανεξαρτήτως του ζητήματος της νομιμότητας της εγκυκλίου 98‑585 ως προς το ζήτημα αυτό και της πρακτικής των νομαρχών, τόσο η εγκύκλιος όσο και η εν λόγω πρακτική αποτελούν ενδεχομένως εξήγηση για την άποψη του Συλλόγου περί διττού συστήματος: τροποποίηση της άδειας λειτουργίας του εργαστηρίων με το δηλωτικό σύστημα, αλλά και απαίτηση για τροποποίηση της άδειας συστάσεως της SEL με ανασταλτικό χαρακτήρα. Ωστόσο, το εν λόγω διττό σύστημα δεν εξετάζεται με την προσβαλλόμενη απόφαση.

379    Επομένως, λαμβανομένου επίσης υπόψη ότι από τις αιτιολογικές σκέψεις 453 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι πολλές από τις προσαπτόμενες στον Σύλλογο αποφάσεις του σχετικά με τις SEL είναι προγενέστερες της εγκυκλίου 2005/206, πρέπει εν προκειμένω να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή κακώς δεν έλαβε υπόψη της τη συνδρομή ελαφρυντικής περίστασης ως προς τη συγκεκριμένη πτυχή της παραβάσεως για μέρος της διάρκειάς της, δηλαδή έως την έκδοση της εγκυκλίου 2005/206 στις 14 Νοεμβρίου 2005.

380    Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτή η αιτίαση περί μη συνεκτιμήσεως από την Επιτροπή ορισμένων ελαφρυντικών περιστάσεων κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου. Οι συνέπειες της διαπιστώσεως αυτής όσον αφορά το ύψος του προστίμου εξετάζονται στη συνέχεια.

381    Διαπιστώνεται ότι η ελαφρυντική περίσταση για την οποία έγινε λόγος στις σκέψεις 376 έως 379 ανωτέρω αφορά μία μόνον από τις τέσσερις κατηγορίες αποφάσεων για τις οποίες καταλογίζεται ευθύνη στον Σύλλογο, σχετικά με την πρακτική του που συνίσταται στην παρεμπόδιση της αναπτύξεως ομίλων εργαστηρίων. Επίσης, αφορά μέρος μόνον του χρονικού διαστήματος εντός του οποίου εκδόθηκαν οι αποφάσεις της συγκεκριμένης κατηγορίας (από το τέλος του 2003 έως το 2005). Η Επιτροπή διαθέτει, πάντως, αποδείξεις για άλλες αποφάσεις σχετικές με την ανάπτυξη ομίλων εργαστηρίων για το διάστημα πριν το 2005.

382    Βάσει των περιστάσεων αυτών, το συγκεκριμένο σφάλμα μπορεί να οδηγήσει σε μικρή μόνο μείωση του προστίμου. Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει, συνεπώς, ότι η μείωση του προστίμου κατά 250 000 ευρώ είναι εύλογη, λαμβανομένου υπόψη του συγκεκριμένου σφάλματος, και ορίζει το επιβληθέν στον Σύλλογο πρόστιμο σε 4 750 000 ευρώ.

383    Τέλος, μένει να εξεταστούν τα επιχειρήματα του Συλλόγου σχετικά με τον δυσανάλογο ή απρόσφορο χαρακτήρα του προστίμου, λαμβανομένου υπόψη ότι ο Σύλλογος έχει περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες, με συνέπεια να απειλείται η εύρυθμη λειτουργία του. Το ζήτημα αυτό πρέπει να εξεταστεί βάσει του νέου υπολογισμού του προστίμου.

384    Όπως αναφέρει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 743 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το γεγονός ότι η μέθοδος υπολογισμού του προστίμου δεν προβλέπει τη συνεκτίμηση της περιορισμένης οικονομικής δυνατότητας του Συλλόγου δεν είναι αποφασιστικής σημασίας, δεδομένου ότι το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 επιτρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο κύκλος εργασιών εκάστου μέλους το οποίο δραστηριοποιείται στην επηρεαζόμενη από την παράβαση αγορά.

385    Από την αιτιολογική σκέψη 744 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή επέβαλε το πρόστιμο βάσει του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Το τρίτο εδάφιο της διατάξεως αυτής προβλέπει ότι, όταν η παράβαση που διέπραξε η ένωση επιχειρήσεων συνδέεται με τις δραστηριότητες των μελών της, το πρόστιμο δεν υπερβαίνει το 10 % του αθροίσματος του συνολικού κύκλου εργασιών κάθε μέλους που συμμετέχει ενεργά στην αγορά η οποία επηρεάζεται από την παράβαση που διέπραξε η ένωση. Είναι απαραίτητο να εξεταστεί, όπως προβλέπει το τρίτο εδάφιο της διατάξεως αυτής, εάν το ύψος του προστίμου είναι, μετά τον νέο υπολογισμό, υπερβολικό.

386    Εξάλλου, κατά το άρθρο 23, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003, «[σε] περίπτωση που επιβάλλεται πρόστιμο σε ένωση επιχειρήσεων, λαμβανομένου υπόψη του κύκλου εργασιών των μελών της και η ένωση δεν είναι αξιόχρεη, η ένωση είναι υποχρεωμένη να ζητήσει συνεισφορές από τα μέλη της προκειμένου να καλύψει το ποσό του προστίμου».

387    Διαπιστώνεται ότι η συλλογιστική που αναπτύσσει η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνει ειδικώς εκτίμηση της δυνατότητας συνεισφοράς των μελών του Συλλόγου. Συγκεκριμένα, στις αιτιολογικές σκέψεις 746 έως 751, η Επιτροπή επισημαίνει ότι πρόκειται για νέα διάταξη, η οποία θεσπίστηκε για πρώτη φορά με τον κανονισμό 1/2003, καθώς και ότι ο Σύλλογος έχει τη δυνατότητα, προκειμένου να καταβάλει το πρόστιμο, να ζητήσει τη συνεισφορά των μελών του, παρά το γεγονός ότι ενδέχεται να διαφέρει ο βαθμός του ελέγχου που τα μέλη αυτά άσκησαν στις αποφάσεις των οργάνων διοικήσεως του Συλλόγου. Η Επιτροπή δικαιολογεί έτσι το ότι δεν ακολούθησε εν προκειμένω την προβλεπόμενη από τις κατευθυντήριες γραμμές μέθοδο υπολογισμού, ο δε Σύλλογος δεν αμφισβητεί ότι η εφαρμογή του σημείου 37 των κατευθυντήριων γραμμών είναι γι’ αυτόν ευνοϊκότερη απ’ ό,τι η εφαρμογή της γενικής μεθόδου που προβλέπεται στις κατευθυντήριες γραμμές, όπως επισημαίνει η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 751 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

388    Όσον αφορά τον χρηματοοικονομικό αντίκτυπο του προστίμου, ο Σύλλογος δεν αμφισβητεί τα οικονομικά στοιχεία που χρησιμοποίησε η Επιτροπή. Από την αιτιολογική σκέψη 771 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το 95 % των αμοιβών που χρέωσαν τα ιδιωτικά εργαστήρια αναλύσεων κλινικής βιολογίας το 2008 στη Γαλλία αντιστοιχούσε στο ποσό των 4,2 δισεκατομμυρίων ευρώ (και όχι σε «4 205 033 εκατομμυρίων ευρώ» που αναφέρεται, προφανώς λόγω λάθους κατά την πληκτρολόγηση), χωρίς να υπάρχουν τότε διαθέσιμα πιο πρόσφατα στοιχεία. Εξάλλου, από την εν λόγω αιτιολογική σκέψη 771 προκύπτει επίσης ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη της το ποσοστό του 95 % της συνολικής αξίας των αμοιβών, εξαιρώντας τον κύκλο εργασιών των εργαστηρίων τα οποία ανήκουν σε έναν μόνο ιατρό-βιολόγο και αντιπροσωπεύουν το 5 % περίπου του συνόλου των ιδιωτικών εργαστηρίων. Τα αριθμητικά αυτά στοιχεία επιβεβαιώνονται από τις αιτιολογικές σκέψεις 23 και 759 της προσβαλλομένης αποφάσεως όπου αναφέρεται, για τον καθορισμό του μεγέθους της αγοράς, ότι ο κύκλος εργασιών των ιδιωτικών εργαστηρίων το 2008 ανήλθε σε 4,4 δισεκατομμύρια ευρώ.

389    Το Γενικό Δικαστήριο δεν διαθέτει άλλα στοιχεία σχετικά με τον κύκλο εργασιών που πραγματοποιούν τα ιδιωτικά εργαστήρια αναλύσεων κλινικής βιολογίας στην οικεία αγορά, πέραν αυτών που παρατίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Σημειωτέον, ωστόσο, ότι δεν υποστηρίχθηκε ότι τα προαναφερθέντα στοιχεία σχετικά με τον προαναφερθέντα κύκλο εργασιών ενδέχεται να μην ισχύουν πλέον. Εν πάση περιπτώσει, μπορεί ευλόγως να γίνει δεκτό ότι δεν υπερτιμάται η αξία της συγκεκριμένης αγοράς κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου.

390    Πάντως, το ποσό του επιβληθέντος προστίμου, κατόπιν της μειώσεώς του από το Γενικό Δικαστήριο, αντιστοιχεί σε ποσοστό λίγο μεγαλύτερο του 1 % του προαναφερθέντος κύκλου εργασιών. Συνεπώς, δεν κρίνεται υπερβολικό.

391    Εξάλλου, βάσει των στοιχείων της δικογραφίας, δεν προκύπτει ότι το πρόστιμο, κατόπιν του νέου υπολογισμού του, θα μπορούσε πλήξει τη βιωσιμότητα των μελών του Section G που δραστηριοποιούνται στην οικεία αγορά, εάν αυτά κληθούν να συνεισφέρουν στο μέλλον.

392    Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να ακυρωθεί το άρθρο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως και να μειωθεί το επιβληθέν πρόστιμο σε 4,75 εκατομμυρίων ευρώ, ποσό το οποίο το Γενικό Δικαστήριο, ασκώντας την πλήρη δικαιοδοσία του, κρίνει εύλογο δεδομένων των περιστάσεων της υποθέσεως και, ιδίως, των περιστάσεων που σχετίζονται με τη διαπιστωθείσα από την Επιτροπή σοβαρότητα και διάρκεια της παραβάσεως, καθώς και των πόρων που διαθέτει ο Σύλλογος, και να απορριφθεί η προσφυγή κατά τα λοιπά.

 Επί των δικαστικών εξόδων

393    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων.

394    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ο παρεμβαίνων θα φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

395    Εν προκειμένω, έγινε δεκτή μία μόνον αιτίαση, προβληθείσα προς στήριξη του επικουρικού αιτήματος για μείωση του επιβληθέντος στον Σύλλογο προστίμου, το οποίο, ως εκ τούτου, μειώθηκε. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει, κατά δίκαιη εκτίμηση των περιστάσεων της υποθέσεως, ότι η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και το ένα δέκατο των εξόδων του Συλλόγου, ο οποίος φέρει τα εννέα δέκατα των εξόδων του.

396    Η Labco φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Το πρόστιμο που επιβλήθηκε στον Ordre national des pharmaciens (ONP), στο Conseil national de l’Ordre national des pharmaciens (CNOP) και στο Conseil central de la section G de l’Ordre national des pharmaciens (CCG) με το άρθρο 3 της αποφάσεως C(2010) 8952 τελικό της Επιτροπής, της 8ης Δεκεμβρίου 2010, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 [ΣΛΕΕ] (Υπόθεση COMP/39.510 — LABCO/ONP), για την καταβολή του οποίου ευθύνονται οι προσφεύγοντες εις ολόκληρον, ορίζεται σε 4,75 εκατομμύρια ευρώ.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της και το ένα δέκατο των εξόδων των ONP, CNOP και CCG.

4)      Οι ONP, CNOP και CCG φέρουν τα εννέα δέκατα των δικαστικών εξόδων τους.

5)      Η Labco φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Berardis

Czúcz

Popescu

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 10 Δεκεμβρίου 2014.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς και προσβαλλόμενη απόφαση

Διαδικασία και αιτήματα

Σκεπτικό

1.  Επί του αιτήματος ακυρώσεως

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ υπό το πρίσμα της αποφάσεως Wouters

Επί των λόγων σχετικά με τη συμπεριφορά έναντι της αναπτύξεως ομίλων εργαστηρίων

Επί των λόγων σχετικά με τη σύνθεση και τη μεταβολή του κεφαλαίου των SEL

–  Επί του τέταρτου λόγου, σχετικά με παράλειψη συνεκτιμήσεως του ρόλου του CCG ως εγγυητή της επαγγελματικής ανεξαρτησίας του εταίρου σε σχέση με το κατώτατο ποσοστό συμμετοχής του στο κεφάλαιο των SEL

–  Επί του πέμπτου λόγου, σχετικά, κατ’ ουσίαν, με εσφαλμένη εκτίμηση της βουλήσεως του νομοθέτη όσον αφορά την αποψίλωση της κυριότητας επί των εταιρικών μεριδίων πέραν του ανωτάτου ορίου του 25 % και παράλειψη συνεκτιμήσεως του νομικού πλαισίου που εφαρμόζεται στην αποψίλωση της κυριότητας επί των εταιρικών μεριδίων των SEL

Επί των λόγων ακυρώσεως σχετικά με τις υποχρεώσεις γνωστοποιήσεως των SEL κατά τη διάρκεια του εταιρικού βίου

–  Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά, κατ’ ουσίαν, με πλάνη εκτιμήσεως οφειλόμενη σε εσφαλμένη ερμηνεία της γαλλικής νομοθεσίας περί των αρμοδιοτήτων, αντιστοίχως, του νομάρχη και του CGG σχετικά με τις μεταβολές που επέρχονται σε υφιστάμενη SEL

–  Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με εσφαλμένο προσδιορισμό του πεδίου εφαρμογής της προβλεπόμενης από τη γαλλική νομοθεσία υποχρεώσεως γνωστοποιήσεως και των αρμοδιοτήτων του CCG στο πλαίσιο του ελέγχου εκ των υστέρων των εταιρικών εγγράφων

Επί του έκτου λόγου, σχετικά, κατ’ ουσίαν, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, καθόσον θεωρήθηκε ότι οι επιβληθείσες πειθαρχικές κυρώσεις ενίσχυσαν τις δυνητικές ή πραγματικές συνέπειες των επικρινόμενων αποφάσεων

Επί των σχετικών με τις τιμές λόγων ακυρώσεως

Επί του έβδομου λόγου, σχετικά, κατ’ ουσίαν, με υπέρβαση εξουσίας, λόγω μη τηρήσεως των ορίων της εντολής διενέργειας επιτόπιου ελέγχου

–  Επί της πρώτης αιτιάσεως

–  Επί της δεύτερης αιτιάσεως

Επί του όγδοου λόγου, ο οποίος προβάλλεται επικουρικώς και αφορά, κατ’ ουσίαν, εσφαλμένη εκτίμηση του περιεχομένου του εφαρμοστέου νομικού πλαισίου και της βουλήσεως του νομοθέτη

Επί του ένατου λόγου, ο οποίος προβάλλεται επικουρικώς και αφορά, κατ’ ουσίαν, εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών με συνέπεια να υποπέσει η Επιτροπή σε πλάνη περί το δίκαιο

–  Επί του δεύτερου σκέλους

–  Επί του πρώτου σκέλους

Επί της αμφισβητήσεως του ενιαίου και διαρκούς χαρακτήρα της παραβάσεως

Συμπέρασμα επί της εφαρμογής της νομολογίας Wouters και των λόγων που προβλήθηκαν προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως

2.  Επί του επικουρικού αιτήματος μειώσεως του προστίμου

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.