Language of document : ECLI:EU:T:2017:435

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 27ης Ιουνίου 2017 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Έκτακτοι υπάλληλοι – Σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου περιλαμβάνουσα ρήτρα καταγγελίας της συμβάσεως σε περίπτωση που το όνομα του εκτάκτου υπαλλήλου δεν περιληφθεί στον πίνακα επιτυχόντων του επόμενου γενικού διαγωνισμού – Καταγγελία της συμβάσεως κατ’ εφαρμογήν της ρήτρας καταγγελίας – Εκ νέου χαρακτηρισμός μιας συμβάσεως ορισμένου χρόνου ως συμβάσεως αορίστου χρόνου – Δεδικασμένο – Ρήτρα 5, παράγραφος 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στην υπόθεση T‑233/16 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τρίτο τμήμα) της 2ας Μαρτίου 2016, Ruiz Molina κατά ΓΕΕΑ (F‑60/15, EU:F:2016:28),

José Luis Ruiz Molina, κάτοικος San Juan de Alicante (Ισπανία), εκπροσωπούμενος από τους N. Lhoëst και S. Michiels, δικηγόρους,

αναιρεσείων,

όπου ο έτερος διάδικος είναι:

το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενο από την A. Lukošiūtė, επικουρούμενη από τον B. Wägenbaur, δικηγόρο,

καθού πρωτοδίκως,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (αναιρετικό τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Jaeger, Πρόεδρο, M. Prek (εισηγητή) και A. Dittrich, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (1)

1        Με την αίτηση αναιρέσεως που άσκησε δυνάμει του άρθρου 9 του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο αναιρεσείων, José Luis Ruiz Molina, ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τρίτο τμήμα) της 2ας Μαρτίου 2016, Ruiz Molina κατά ΓΕΕΑ (F‑60/15, EU:F:2016:28, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης απέρριψε το αίτημά του για την ακύρωση της αποφάσεως του προέδρου του EUIPO, της 4ης Ιουνίου 2014, περί καταγγελίας της συμβάσεώς του εκτάκτου υπαλλήλου μετά την πάροδο εξάμηνης προθεσμίας προειδοποιήσεως.

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 13 έως 29 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ως εξής:

«13      Ο προσφεύγων ανέλαβε καθήκοντα στο [EUIPO] στις 16 Ιουλίου 2001 και από τις 16 Ιουλίου 2002 προσελήφθη με σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου σύμφωνα με το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού (ΚΛΠ), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο εκείνο, για αρχική περίοδο τεσσάρων ετών, ήτοι μέχρι τις 15 Ιουλίου 2006.

[παραλειπόμενα]

15      Κατόπιν συμμετοχής του σε διαδικασία εσωτερικής επιλογής στον τομέα της “βιομηχανικής ιδιοκτησίας” και λαμβανομένης υπόψη της σειράς κατατάξεώς του, προτάθηκε στον προσφεύγοντα και αυτός αποδέχθηκε τροποποίηση της συμβάσεώς του εκτάκτου υπαλλήλου, με ισχύ από 1ης Ιουνίου 2005. Στο πλαίσιο αυτό, τα άρθρα 4 και 5 της εν λόγω συμβάσεως τροποποιήθηκαν υπό την έννοια ότι, σύμφωνα με το νέο άρθρο 4, η σύμβασή του μετατράπηκε στο εξής σε “σύμβαση […] αορίστου χρόνου περιλαμβάνουσα ρήτρα καταγγελίας της συμβάσεως”.

16      Το άρθρο 5 της συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου, όπως τροποποιήθηκε, όριζε τα εξής:

“Η παρούσα σύμβαση θα καταγγελθεί σύμφωνα με το άρθρο 47 του [ΚΛΠ] στην περίπτωση που [το όνομα] του εκτάκτου υπαλλήλου δεν περιληφθεί στον εφεδρικό πίνακα προσλήψεων του επόμενου γενικού διαγωνισμού της ομάδας καθηκόντων του με ειδίκευση στη βιομηχανική ιδιοκτησία που θα οργανωθεί από [την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού]. Η παρούσα σύμβαση λύεται επίσης σε περίπτωση που ο έκτακτος υπάλληλος δεν αποδεχθεί πρόταση του [EUIPO], αμέσως μετά τη δημοσίευση του εφεδρικού πίνακα προσλήψεων του εν λόγω διαγωνισμού, για την πρόσληψή του ως μονίμου υπαλλήλου της ομάδας καθηκόντων του.

Το [EUIPO] διατηρεί εξάλλου το δικαίωμα καταγγελίας της παρούσας συμβάσεως για κάθε άλλο λόγο που προβλέπεται από τα άρθρα 47 έως 50 του [ΚΛΠ], υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στα εν λόγω άρθρα.

Σε περίπτωση που οι προϋποθέσεις καταγγελίας πληρούνται, η παρούσα σύμβαση λύεται αυτοδικαίως κατά τη λήξη της προθεσμίας προειδοποιήσεως κατά την έννοια του άρθρου 47, στοιχείο, γʹ, υπό i, του [ΚΛΠ].”

[παραλειπόμενα]

18      Στις 19 Δεκεμβρίου 2007, ο διευθυντής του τμήματος ανθρωπίνων πόρων του [EUIPO] ενημέρωσε τον προσφεύγοντα ότι οι γενικοί διαγωνισμοί OHIM/AD/02/07 και OHIM/AST/02/07 περιλαμβάνονταν μεταξύ αυτών που καλύπτονταν από τη ρήτρα καταγγελίας του άρθρου 5 της συμβάσεώς του εκτάκτου υπαλλήλου, όπως τροποποιήθηκε την 1η Ιουνίου 2005.

19      Ο προσφεύγων συμμετείχε στον γενικό διαγωνισμό OHIM/AST/02/07, πλην όμως το [όνομά του] δεν περιελήφθη στον εφεδρικό πίνακα προσλήψεων. Η σύμβασή του καταγγέλθηκε με απόφαση της 12ης Μαρτίου 2009, με ισχύ από το βράδυ της 15ης Σεπτεμβρίου 2009 (στο εξής: απόφαση της 12ης Μαρτίου 2009).

20      Ο προσφεύγων υπέβαλε ένσταση κατά της αποφάσεως της 12ης Μαρτίου 2009. Δεδομένου ότι η ένστασή του απορρίφθηκε, ο προσφεύγων προσέβαλε την εν λόγω απόφαση στο πλαίσιο συλλογικής προσφυγής, ασκηθείσας από κοινού με άλλους δεκατρείς έκτακτους ή πρώην έκτακτους υπαλλήλους του [EUIPO], η οποία πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου με αριθμό υποθέσεως F‑102/09.

21      Επί της συλλογικής προσφυγής που πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως F‑102/09 εκδόθηκε η απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2011, Bennett κ.λπ. κατά ΓΕΕΑ (F‑102/09, EU:F:2011:138, στο εξής: απόφαση Bennett II). Με την απόφαση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, αφενός, ότι, παρά τη διατύπωση του άρθρου της 4, η σύμβαση του προσφεύγοντος, όπως τροποποιήθηκε από 1ης Ιουνίου 2005, δεν ήταν δυνατό να θεωρηθεί ως σύμβαση αορίστου χρόνου, η οποία χαρακτηρίζεται από τη σταθερότητα της απασχολήσεως (απόφαση Bennett II, σκέψη 86), και, αφετέρου, ότι η τροποποίηση που επήλθε την 1η Ιουνίου 2005 στη σύμβασή του εκτάκτου υπαλλήλου με την προσθήκη της ρήτρας καταγγελίας έπρεπε να θεωρηθεί ως μια πρώτη ανανέωση της συμβάσεώς του για ορισμένο χρόνο, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, του ΚΛΠ (απόφαση Bennett II, σκέψη 120). Με την ίδια απόφαση το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή καθόσον αφορούσε τον προσφεύγοντα και ως εκ τούτου δεν ακύρωσε την απόφαση της 12ης Μαρτίου 2009.

22      Προηγουμένως, στο πλαίσιο άλλης συλλογικής προσφυγής που είχε πρωτοκολληθεί στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου με αριθμό υποθέσεως F‑19/08, στην οποία ο προσφεύγων είχε επίσης συμμετάσχει και επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 2ας Ιουλίου 2009, Bennett κ.λπ. κατά ΓΕΕΑ (F‑19/08, EU:F:2009:75, στο εξής: απόφαση Bennett I), το Γενικό Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε ότι οι διαγωνισμοί OHIM/AD/02/07 και OHIM/AST/02/07 είχαν οργανωθεί για την πρόσληψη, αντιστοίχως, μόλις τεσσάρων βοηθών και ενός μόνο διοικητικού υπαλλήλου, είχε κρίνει, με τη σκέψη 116 της εν λόγω αποφάσεως, τα εξής:

“[Π]ροτείνοντας σε 31 εκτάκτους υπαλλήλους, οι οποίοι είχαν συμμετάσχει επιτυχώς προς τούτο σε εσωτερικές διαδικασίες επιλογής, σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου αορίστου χρόνου, η οποία περιέχει ρήτρα καταγγελίας που εφαρμόζεται αποκλειστικά σε περίπτωση κατά την οποία οι ενδιαφερόμενοι δεν περιληφθούν σε εφεδρικό πίνακα προσλήψεων καταρτισθέντα κατόπιν γενικού διαγωνισμού με ειδίκευση στη βιομηχανική ιδιοκτησία, η οργάνωση του οποίου, για το 2007 ή το 2008, είχε ανακοινωθεί από τον ίδιο τον πρόεδρό του, το [EUIPO] δεσμεύτηκε με τον τρόπο αυτόν σαφώς να διατηρήσει μόνιμα τους ενδιαφερόμενους στην υπηρεσία του υπό την προϋπόθεση ότι θα περιληφθούν σε τέτοιου είδους εφεδρικό πίνακα. Υπό τις συνθήκες αυτές, περιορίζοντας συνολικά τον αριθμό των προς κάλυψη θέσεων σε πέντε μόνο, ενώ ο αριθμός των ενδιαφερομένων ανερχόταν σε [τριάντα ένα] και περιορίζοντας τον αριθμό των εγγραφομένων στους καταλόγους επιτυχόντων που καταρτίστηκαν κατόπιν των [διαγωνισμών OHIM/AD/02/07 και OHIM/AST/02/07], και μάλιστα γενικών, στον ακριβή αριθμό των προς πλήρωση θέσεων, το [EUIPO] περιορίζει ριζικώς και αντικειμενικώς τις πιθανότητες επιτυχίας των προσφευγόντων, στο σύνολό τους, να εκφύγουν της εφαρμογής της ρήτρας καταγγελίας και, κατά συνέπεια, καθιστά εν μέρει άνευ αντικειμένου τις συμβατικές υποχρεώσεις που ανέλαβε έναντι του εκτάκτου προσωπικού του.”

[παραλειπόμενα]

25      Μετά την έκδοση των αποφάσεων Bennett I και Bennett II, το [EUIPO] και ο προσφεύγων υπέγραψαν την 1η Δεκεμβρίου 2011 ένα “πρωτόκολλο επανένταξης” το οποίο προέβλεπε την “επανένταξη” του προσφεύγοντος στην υπηρεσία του στο πλαίσιο της συμβάσεώς του εκτάκτου υπαλλήλου, όπως αυτή τροποποιήθηκε την 1η Ιουνίου 2005, και σύμφωνα με το οποίο το άρθρο 5 της συμβάσεως παρέμεινε αμετάβλητο και το άρθρο 4 καταργήθηκε (στο εξής: “πρωτόκολλο επανένταξης”)· με το ίδιο αυτό πρωτόκολλο, το [EUIPO] προέβη πράγματι στην επανένταξη του προσφεύγοντος στην υπηρεσία του από την 1η Δεκεμβρίου 2011.

[παραλειπόμενα]

27      Στις 28 Νοεμβρίου 2013, ο πρόεδρος του [EUIPO] ενημέρωσε τον προσφεύγοντα ότι, μετά τη δημοσίευση της προκηρύξεως του επίμαχου διαγωνισμού, “η ρήτρα [καταγγελίας που προβλέπεται στο άρθρο 5 της συμβάσεώς του εκτάκτου υπαλλήλου] θα θεωρ[ούνταν] [εφαρμοστέα] στην περίπτωση που το όνομά [του] δεν [περιλαμβανόταν] [στους] εφεδρικ[ούς] πίνακ[ες] προσλήψεων των […] γενικών διαγωνισμών [OHIM/AD/01/13 και OHIM/AST/02/13]”.

28      Ο προσφεύγων μετέσχε στον γενικό διαγωνισμό OHIM/AST/02/13 (στο εξής: επίμαχος διαγωνισμός), αλλά [το όνομά του] δεν περιελήφθη στον εφεδρικό πίνακα προσλήψεων. Η σύμβασή του εκτάκτου υπαλλήλου καταγγέλθηκε με απόφαση της 4ης Ιουνίου 2014, με έναρξη ισχύος κατά τη λήξη εξάμηνης προθεσμίας προειδοποιήσεως, αρξαμένης την ίδια ημέρα, ήτοι από τις 3 Δεκεμβρίου 2014 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

29      Στις 4 Σεπτεμβρίου 2014, ο προσφεύγων υπέβαλε ένσταση κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία ένσταση απορρίφθηκε στις 12 Ιανουαρίου 2015.»

 Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης και αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

3        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στις 22 Απριλίου 2015, ο αναιρεσείων άσκησε προσφυγή η οποία πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως F‑60/15, με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως του προέδρου του EUIPO, της 4ης Ιουνίου 2014, περί καταγγελίας της συμβάσεώς του εκτάκτου υπαλλήλου μετά την πάροδο εξάμηνης προθεσμίας προειδοποιήσεως.

4        Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης απέρριψε την προσφυγή και καταδίκασε τον αναιρεσείοντα, πέραν των δικαστικών του εξόδων, στο ήμισυ των δικαστικών εξόδων του EUIPO.

5        Καταρχάς, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπενθύμισε ότι «το πρωτόκολλο επανεντάξεως [το οποίο υπογράφηκε από το EUIPO και τον νυν αναιρεσείοντα την 1η Δεκεμβρίου 2011] προέβλεπε την επανένταξή του στην υπηρεσία του στο πλαίσιο της συμβάσεώς του εκτάκτου υπαλλήλου, όπως αυτή τροποποιήθηκε την 1η Ιουνίου 2005, στον βαθμό και στο κλιμάκιο που αυτός είχε κατά την ημερομηνία καταγγελίας της εν λόγω συμβάσεως, ήτοι το βράδυ της 15ης Σεπτεμβρίου 2009» και ότι, με το ίδιο αυτό πρωτόκολλο, το EUIPO «δεσμευόταν να ανασυστήσει τη σταδιοδρομία του προσφεύγοντος από την ίδια αυτή ημερομηνία και να του καταβάλει τη διαφορά μεταξύ αυτού που ο προσφεύγων θα είχε λάβει, μεταξύ της 16ης Σεπτεμβρίου 2009 και της 30ής Νοεμβρίου 2011, αν η σύμβασή του δεν είχε καταγγελθεί και αυτού που πράγματι έλαβε κατά την ίδια περίοδο». Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι, «υπό τις συνθήκες αυτές, όπως ρητώς προ[έκυπτε] από το άρθρο 1 [του εν λόγω πρωτοκόλλου], [έπρεπε] να γίνει δεκτό ότι η απόφαση της 12ης Μαρτίου 2009 [είχε] ανακληθεί με το εν λόγω πρωτόκολλο και ότι ο προσφεύγων [είχε] επανέλθει αναδρομικώς στα καθήκοντά του στο πλαίσιο της εκτελέσεως της συμβάσεώς του εκτάκτου υπαλλήλου, όπως αυτή τροποποιήθηκε την 1η Ιουνίου 2005, από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της αποφάσεως περί καταγγελίας, ήτοι από το βράδυ της 15ης Σεπτεμβρίου 2009». Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι «[κ]αθόσον η σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου, όπως αυτή τροποποιήθηκε την 1η Ιουνίου 2005, έπρεπε να ερμηνευθεί […] ως μια πρώτη ανανέωση της συμβάσεώς του εκτάκτου υπαλλήλου για ορισμένο χρόνο, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, του ΚΛΠ, ο προσφεύγων δεν [μπορούσε] να υποστηρίξει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση [δεν είχε λάβει υπόψη] τις διατάξεις του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ, με την αιτιολογία ότι [το πρωτόκολλο αυτό] συνιστούσε τη δεύτερη ανανέωση της συμβάσεώς του με το [EUIPO]» (αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σκέψη 39).

6        Εν συνεχεία, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπογράμμισε ότι «η συμφωνία-πλαίσιο [για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP στις 18 Μαρτίου 1999 και η οποία τέθηκε σε εφαρμογή με την οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999] δεν αφορ[ούσε] τις προϋποθέσεις καταγγελίας των συμβάσεων ορισμένου ή αορίστου χρόνου, αλλά τις προϋποθέσεις χρησιμοποιήσεως των εν λόγω συμβάσεων, σύμφωνα με τη ρήτρα 1, στοιχείο βʹ, της συμφωνίας-πλαισίου», και ότι «δεν ήταν δυνατή η απευθείας επίκληση της ρήτρας 5, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της [εν λόγω] συμφωνίας-πλαισίου κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία δεν είχε ούτε ως αντικείμενο ούτε ως αποτέλεσμα την ανανέωση της προσλήψεως του προσφεύγοντος από το [EUIPO] και η οποία [ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε] να είναι, αυτή καθεαυτή, αντίθετη προς τις διατάξεις της [εν λόγω] συμφωνίας-πλαισίου» (αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σκέψη 45).

7        Επιπροσθέτως, όσον αφορά τη φερόμενη έλλειψη νομιμότητας του πρωτοκόλλου επανεντάξεως που υπογράφηκε από το EUIPO και τον αναιρεσείοντα την 1η Δεκεμβρίου 2011 (στο εξής: πρωτόκολλο επανεντάξεως της 1ης Δεκεμβρίου 2011), καθόσον προβάλλεται ότι αυτό είναι αντίθετο προς τις διατάξεις της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP στις 18 Μαρτίου 1999 και η οποία τέθηκε σε εφαρμογή με την οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999 (ΕΕ 1999, L 175, σ. 43, στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο), το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπενθύμισε ότι με το επίμαχο πρωτόκολλο ο αναιρεσείων επανεντάχθηκε στην υπηρεσία του στο πλαίσιο της συμβάσεώς του εκτάκτου υπαλλήλου, όπως τροποποιήθηκε την 1η Ιουνίου 2005, και ότι «[η] τελευταία αυτή σύμβαση […] [έπρεπε] να ερμηνευθεί […] ως μια πρώτη ανανέωση της συμβάσεώς του εκτάκτου υπαλλήλου για ορισμένο χρόνο, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, του ΚΛΠ, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 8 του εν λόγω κανονισμού, οι οποίες [είχαν] ακριβώς ως σκοπό να περιορίσουν την προσφυγή σε διαδοχικές συμβάσεις εκτάκτου υπαλλήλου και περιλαμβάνοντ[αν] μεταξύ των μέτρων της ρήτρας 5, παράγραφος 1, της συμφωνίας-πλαισίου, τα οποία είναι ικανά να αποτρέψουν τις καταχρήσεις που συνεπάγεται η χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου» (αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σκέψη 46).

8        Τέλος, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπογράμμισε ότι «καθόσον η απόφαση περί καταγγελίας της συμβάσεως του προσφεύγοντος με το [EUIPO] δεν είχε ακυρωθεί από το Γενικό Δικαστήριο, η επανένταξη του προσφεύγοντος δυνάμει του πρωτοκόλλου επανεντάξεως [της 1ης Δεκεμβρίου 2011] [είχε] πραγματοποι[ηθεί] μονομερώς από τη διοίκηση» και ότι «[η] επανένταξη αυτή του προσφεύγοντος στην υπηρεσία του εντός του [EUIPO], ενώ η σχέση εργασίας είχε διακοπεί για περισσότερα από δύο έτη, δεν [μπορούσε] να θεωρηθεί ως καταχρηστική, κατά την έννοια της ρήτρας 1, στοιχείο βʹ, της συμφωνίας‑πλαισίου» (αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σκέψη 46).

 Διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και αιτήματα των διαδίκων

9        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 12 Μαΐου 2016, ο νυν αναιρεσείων άσκησε την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως.

[παραλειπόμενα]

17      Ο αναιρεσείων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

–        συνακόλουθα, να δεχθεί τα αιτήματα που προέβαλε ο αναιρεσείων πρωτοδίκως, ακυρώνοντας την απόφαση του προέδρου του EUIPO, της 4ης Ιουνίου 2014, περί καταγγελίας της συμβάσεώς του εκτάκτου υπαλλήλου μετά την πάροδο εξάμηνης προθεσμίας προειδοποιήσεως·

–        να καταδικάσει το EUIPO στο σύνολο των δικαστικών εξόδων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

18      Το EUIPO ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως·

–        επικουρικώς, να δεχθεί τα αιτήματα που αυτό υπέβαλε πρωτοδίκως·

–        να καταδικάσει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

[παραλειπόμενα]

 Επί του πρώτου και του δεύτερου λόγου αναιρέσεως που αντλούνται, αντίστοιχα, από παράβαση του άρθρου 8 του ΚΛΠ και από παράβαση του δεδικασμένου της αποφάσεως της 15ης Σεπτεμβρίου 2011, Bennett κ.λπ. κατά ΓΕΕΑ (F102/09, EU:F:2011:138)

21      Οι δύο πρώτοι λόγοι αναιρέσεως που προβάλλει ο αναιρεσείων αντλούνται, αντίστοιχα, από παράβαση του άρθρου 8 του ΚΛΠ και από παράβαση του δεδικασμένου της αποφάσεως της 15ης Σεπτεμβρίου 2011, Bennett κ.λπ. κατά ΓΕΕΑ (F‑102/09, EU:F:2011:138).

[παραλειπόμενα]

24      Οι δύο πρώτοι λόγοι αναιρέσεως επιβάλλουν να εξετασθεί, αφενός, εάν το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπέπεσε σε πλάνη καθόσον έκρινε ότι η απόφαση περί καταγγελίας της 12ης Μαρτίου 2009 είχε ανακληθεί και, αφετέρου, εάν εκτίμησε ορθώς τις έννομες συνέπειες της εν λόγω ανακλήσεως.

25      Κατά πρώτον, πρέπει να εξετασθεί το ζήτημα εάν η ανάκληση της αποφάσεως περί καταγγελίας της 12ης Μαρτίου 2009 ήταν νομικώς δυνατή.

26      Πρώτον, από τη νομολογία προκύπτει ότι η αναδρομική ανάκληση νόμιμης διοικητικής πράξεως με την οποία έχουν παρασχεθεί δικαιώματα ή ανάλογα πλεονεκτήματα αντίκειται στις γενικές αρχές του δικαίου (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 22ας Σεπτεμβρίου 1983, Verli-Wallace κατά Επιτροπής, 159/82, EU:C:1983:242, σκέψη 8, και της 5ης Δεκεμβρίου 2000, Gooch κατά Επιτροπής, T‑197/99, EU:T:2000:282, σκέψη 52).

27      Δεύτερον, προκειμένου περί παράνομων διοικητικών πράξεων, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, από τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου απορρέει ότι, καταρχήν, η διοίκηση μπορεί να ανακαλεί αναδρομικώς ευνοϊκές διοικητικές πράξεις που έχουν εκδοθεί παρανόμως (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 20ής Νοεμβρίου 2002, Lagardère και Canal+ κατά Επιτροπής, T‑251/00, EU:T:2002:278, σκέψεις 138 έως 140, και της 15ης Απριλίου 2011, IPK International κατά Επιτροπής, T‑297/05, EU:T:2011:185, σκέψη 118), αλλά ότι η αναδρομική ανάκληση πράξεως που δημιούργησε δικαιώματα υπέρ του αποδέκτη της υπόκειται, γενικώς, σε πολύ αυστηρές προϋποθέσεις (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 9ης Μαρτίου 1978, Herpels κατά Επιτροπής, 54/77, EU:C:1978:45 σκέψη 38). Συγκεκριμένα, μολονότι πρέπει να αναγνωρίζεται σε κάθε θεσμικό όργανο της Ένωσης, το οποίο διαπιστώνει ότι η πράξη που μόλις εξέδωσε φέρει το στίγμα της παρανομίας, το δικαίωμα να ανακαλεί αναδρομικώς την πράξη αυτή εντός ευλόγου χρόνου, το δικαίωμα αυτό μπορεί να περιορίζεται από την ανάγκη σεβασμού της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του έλκοντος δικαίωμα από την πράξη ο οποίος στηρίχθηκε στη νομιμότητα της πράξεως αυτής (αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 1987, Consorzio Cooperative d’Abruzzo κατά Επιτροπής, 15/85, EU:C:1987:111, σκέψεις 12 έως 17, της 20ής Ιουνίου 1991, Cargill κατά Επιτροπής, C‑248/89, EU:C:1991:264, σκέψη 20, και της 17ης Απριλίου 1997, de Compte κατά Κοινοβουλίου, C‑90/95 P, EU:C:1997:198, σκέψη 35). Μια τέτοια απόφαση προϋποθέτει επίσης ότι δεν παραβιάζεται η αρχή της ασφάλειας δικαίου (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 5ης Μαρτίου 2003, Ineichen κατά Επιτροπής, T‑293/01, EU:T:2003:55, σκέψη 91).

28      Τρίτον, από την απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2010, Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής (C‑362/09 P, EU:C:2010:783, σκέψη 59), προκύπτει ότι οι αυστηρές προϋποθέσεις που προβλέπονται από τις αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 1978, Herpels κατά Επιτροπής (54/77, EU:C:1978:45), της 26ης Φεβρουαρίου 1987, Consorzio Cooperative d’Abruzzo κατά Επιτροπής (15/85, EU:C:1987:111), και της 17ης Απριλίου 1997, de Compte κατά Κοινοβουλίου (C‑90/95 P, EU:C:1997:198), υπό τις οποίες είναι δυνατή η αναδρομική ανάκληση νόμιμης διοικητικής πράξεως που έχει δημιουργήσει δικαιώματα, δεν έχουν εφαρμογή στην περίπτωση που η οικεία πράξη δεν συνιστά, έναντι του παραλήπτη της, πράξη δημιουργούσα δικαιώματα, αλλά πράξη βλαπτική για αυτόν.

29      Υπό το πρίσμα της νομολογίας αυτής, το Γενικό Δικαστήριο φρονεί ότι τίποτε δεν εμποδίζει την ανάκληση νόμιμης ή παράνομης διοικητικής πράξεως η οποία συνιστά, έναντι του αποδέκτη της, πράξη κατά βάση βλαπτική γι’ αυτόν και η οποία δευτερευόντως δημιουργεί δικαιώματα υπέρ αυτού, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θίγεται η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του εν λόγω αποδέκτη και ότι δεν παραβιάζεται η αρχή της ασφάλειας δικαίου.

30      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η απόφαση περί καταγγελίας της 12ης Μαρτίου 2009 συνιστά κατά βάση πράξη βλαπτική για τον αναιρεσείοντα και δευτερευόντως πράξη δημιουργούσα δικαιώματα υπέρ αυτού.

31      Επισημαίνεται, επίσης, ότι ο αναιρεσείων, με την υπογραφή του πρωτοκόλλου επανεντάξεως της 1ης Δεκεμβρίου 2011, συναίνεσε στην ανάκληση της αποφάσεως περί καταγγελίας της 12ης Μαρτίου 2009 και ότι, κατά συνέπεια, η επίμαχη ανάκληση πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και την αρχή της ασφάλειας δικαίου που υπομνήσθηκαν με την νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 27 ανωτέρω. Συναφώς, το άρθρο 1 του εν λόγω πρωτοκόλλου αναφέρει, κατά τρόπο σαφή, ότι η εν λόγω απόφαση ανακαλείται.

32      Επομένως, ορθώς το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε, με τη σκέψη 39 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η απόφαση περί καταγγελίας της 12ης Μαρτίου 2009 ανακλήθηκε με το πρωτόκολλο επανεντάξεως της 1ης Δεκεμβρίου 2011.

33      Κατά δεύτερον, δεδομένου ότι η ανάκληση της αποφάσεως περί καταγγελίας της 12ης Μαρτίου 2009 ήταν νομικώς δυνατή, πρέπει να εξετασθεί αν το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εκτίμηση των εννόμων συνεπειών της εν λόγω ανακλήσεως.

34      Πρώτον, επισημαίνεται ότι από τη στιγμή που ανακλήθηκε, η απόφαση περί καταγγελίας της 12ης Μαρτίου 2009 θεωρείται ως μηδέποτε υπάρξασα. Επομένως, ορθώς το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε, με τη σκέψη 39 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο αναιρεσείων επανήλθε αναδρομικώς, από τις 15 Σεπτεμβρίου 2009, στα καθήκοντά του στο πλαίσιο της εκτελέσεως της συμβάσεώς του εκτάκτου υπαλλήλου, όπως τροποποιήθηκε την 1η Ιουνίου 2005. Οι διατάξεις του πρωτοκόλλου επανεντάξεως της 1ης Δεκεμβρίου 2011 απλώς συγκεκριμενοποιούν συναφώς την επανένταξη του αναιρεσείοντος στην υπηρεσία, στη θέση την οποία αυτός κατείχε πριν από τις 15 Σεπτεμβρίου 2009.

35      Δεύτερον, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε, με τη σκέψη 39 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου του αναιρεσείοντος, όπως τροποποιήθηκε με τη συμφωνία της 1ης Ιουνίου 2005, έπρεπε να ερμηνευθεί ως μια πρώτη ανανέωση της συμβάσεώς του εκτάκτου υπαλλήλου για ορισμένο χρόνο, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, του ΚΛΠ, και απέρριψε την άποψη κατά την οποία το πρωτόκολλο επανεντάξεως της 1ης Δεκεμβρίου 2011 συνιστούσε τη δεύτερη ανανέωση της εν λόγω συμβάσεως.

36      Η συλλογιστική αυτή του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης δεν ενέχει πλάνη περί το δίκαιο. Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνεται στη σκέψη 33 ανωτέρω, η ανάκληση της αποφάσεως περί καταγγελίας της 12ης Μαρτίου 2009, η οποία συγκεκριμενοποιήθηκε με το πρωτόκολλο επανεντάξεως της 1ης Δεκεμβρίου 2011, είχε ως αποτέλεσμα να θέσει τον αναιρεσείοντα στην κατάσταση στην οποία βρισκόταν πριν από τις 15 Σεπτεμβρίου 2009 και όχι να τον τοποθετήσει σε θέση την οποία αυτός δεν κατείχε πριν την ανωτέρω ημερομηνία ούτε, επομένως, να επιφέρει μια δεύτερη ανανέωση της ορισμένου χρόνου συμβάσεώς του.

[παραλειπόμενα]

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (αναιρετικό τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Ο José Luis Ruiz Molina φέρει τα δικαστικά έξοδά του καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO).

Jaeger

Prek

Dittrich

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 27 Ιουνίου 2017.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.


1      Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.