Language of document : ECLI:EU:C:2019:23

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 16ης Ιανουαρίου 2019 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Έλεγχος των πράξεων συγκεντρώσεως μεταξύ επιχειρήσεων – Εξαγορά της TNT Express από την UPS – Απόφαση της Επιτροπής με την οποία η συγκέντρωση κηρύσσεται ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά και τη λειτουργία της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ – Οικονομετρικό πρότυπο το οποίο κατήρτισε η Επιτροπή – Μη γνωστοποίηση των τροποποιήσεων του οικονομετρικού προτύπου – Προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας»

Στην υπόθεση C‑265/17 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 16 Μαΐου 2017,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους Θ. Χριστοφόρου, N. Khan, H. Leupold και A. Biolan,

αναιρεσείουσα,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

United Parcel Service, Inc., με έδρα την Ατλάντα, Γεωργία (Ηνωμένες Πολιτείες), εκπροσωπούμενη από τους A. Ryan, solicitor, F. Hoseinian, advokat, W. Knibbeler, S. A. Pliego και P. van den Berg, advocaten, και F. Roscam Abbing, advocate,

προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

FedEx Corp., με έδρα το Μέμφις, Τεννεσί (Ηνωμένες Πολιτείες), εκπροσωπούμενη από την F. Carlin, barrister, τον G. Bushell, solicitor, και την N. Niejahr, Rechtsanwältin,

παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, προεδρεύουσα του πρώτου τμήματος, A. Arabadjiev, E. Regan, C. G. Fernlund (εισηγητή) και S. Rodin, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 25ης Ιουλίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτηση αναιρέσεως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 7ης Μαρτίου 2017, United Parcel Service κατά Επιτροπής (T‑194/13, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2017:144), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση C(2013) 431 της Επιτροπής, της 30ής Ιανουαρίου 2013, με την οποία κηρύχθηκε συγκέντρωση ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά και τη λειτουργία της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (υπόθεση COMP/M.6570 – UPS/TNT Express) (στο εξής: επίδικη απόφαση).

 Το ιστορικό της διαφοράς

2        Από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η United Parcel Service Inc. (στο εξής: UPS) και η TNT Express NV (στο εξής: TNT) είναι δύο εταιρίες οι οποίες δραστηριοποιούνται στις αγορές των διεθνών υπηρεσιών ταχείας διανομής μικρών δεμάτων.

3        Στις 15 Ιουνίου 2012, η UPS κοινοποίησε στην Επιτροπή το σχέδιό της περί εξαγοράς της TNT, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ 2004, L 24, σ. 1).

4        Στις 30 Ιανουαρίου 2013, η Επιτροπή εξέδωσε την επίδικη απόφαση. Η Επιτροπή κήρυξε την κοινοποιηθείσα συγκέντρωση ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά και τη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, της 2ας Μαΐου 1992 (ΕΕ 1994, L 1, σ. 3), αφού διαπίστωσε ότι η εν λόγω συγκέντρωση συνιστούσε σημαντική παρακώλυση του αποτελεσματικού ανταγωνισμού στις αγορές των επίμαχων υπηρεσιών σε δεκαπέντε κράτη μέλη, ήτοι στη Βουλγαρία, στην Τσεχική Δημοκρατία, στη Δανία, στην Εσθονία, στη Λεττονία, στη Λιθουανία, στην Ουγγαρία, στη Μάλτα, στις Κάτω Χώρες, στην Πολωνία, στη Ρουμανία, στη Σλοβενία, στη Σλοβακία, στη Φινλανδία και στη Σουηδία.

 Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

5        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 Απριλίου 2013, η UPS άσκησε προσφυγή για την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως. Προς στήριξη της προσφυγής, η UPS προέβαλε, μεταξύ άλλων, λόγο ακυρώσεως περί προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας, με τον οποίο προσήπτε στην Επιτροπή ότι είχε εκδώσει την επίδικη απόφαση βάσει οικονομετρικού προτύπου το οποίο διέφερε από εκείνο που είχε αποτελέσει αντικείμενο της κατ’ αντιπαράθεση συζητήσεως κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

6        Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε τον λόγο αυτό και ακύρωσε την επίδικη απόφαση.

 Αιτήματα των διαδίκων

7        Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

–        να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο, και

–        να επιφυλαχθεί ως προς τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας.

8        Η UPS ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να κηρύξει την αίτηση αναιρέσεως απαράδεκτη και/ή αλυσιτελή, ή

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της, ή

–        επικουρικώς, να αποφανθεί οριστικώς επί της διαφοράς, διατηρώντας το διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και αντικαθιστώντας το σκεπτικό της, και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας και της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

 Επί του παραδεκτού

9        Προκαταρκτικώς, η UPS υποστηρίζει ότι, λόγω ορισμένων δικονομικών πλημμελειών, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και, εν πάση περιπτώσει, ως αλυσιτελής.

10      Πρώτον, η UPS υποστηρίζει ότι η Επιτροπή επικρίνει ορισμένες διαπιστώσεις επί των πραγματικών περιστατικών στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, χωρίς ωστόσο να επικαλεστεί παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών.

11      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 256 ΣΛΕΕ και το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται στα νομικά ζητήματα. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να προβαίνει στη διαπίστωση και εκτίμηση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών και να εκτιμά τα αποδεικτικά στοιχεία. Επομένως, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων δεν αποτελεί, εκτός αν συντρέχει περίπτωση παραμορφώσεώς τους, νομικό ζήτημα υποκείμενο, αυτό καθ’ εαυτό, στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου (απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Masco κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑614/13 P, EU:C:2017:63, σκέψη 35 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

12      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι νομικές πλημμέλειες τις οποίες επικαλείται η Επιτροπή προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως αφορούν την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου τήρηση δικονομικών κανόνων, όπως είναι η υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεών του και εκδόσεως αποφάσεως επί των λόγων και των επιχειρημάτων που προβάλλονται ενώπιόν του. Περαιτέρω, η Επιτροπή αμφισβητεί την ορθότητα του σκεπτικού βάσει του οποίου το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή όφειλε να είχε γνωστοποιήσει τις τροποποιήσεις που είχε επιφέρει στο οικονομετρικό πρότυπο κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, καθώς και τις έννομες συνέπειες της μη γνωστοποιήσεως επί του κύρους της επίδικης αποφάσεως. Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η UPS, οι αιτιάσεις που προβάλλει, με τον τρόπο αυτό, η Επιτροπή κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν αφορούν διαπιστώσεις επί των πραγματικών περιστατικών αλλά διάφορα νομικά σφάλματα στα οποία υπέπεσε, κατά την Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο.

13      Η UPS υποστηρίζει, δεύτερον, ότι η αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη διότι η Επιτροπή απλώς περιορίζεται, ιδίως στα δύο πρώτα σκέλη του πρώτου λόγου αναιρέσεως, σε επανάληψη της επιχειρηματολογίας την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, ειδικότερα, με τις σκέψεις 176, 181, 185, 186, 198 και 203 έως 209 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

14      Βεβαίως, μια αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη στον βαθμό που περιορίζεται στην επανάληψη των λόγων ακυρώσεως και των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν ήδη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, περιλαμβανομένων και εκείνων που στηρίζονταν σε πραγματικά περιστατικά τα οποία ρητώς απορρίφθηκαν από το δικαστήριο αυτό. Συγκεκριμένα, μια τέτοια αίτηση αναιρέσεως συνιστά στην πραγματικότητα απλώς και μόνον αίτηση επανεξετάσεως της προσφυγής που ασκήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, πράγμα που εκφεύγει της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας (απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2016, DTS Distribuidora de Televisión Digital κατά Επιτροπής, C‑449/14 P, EU:C:2016:848, σκέψη 28).

15      Αντιθέτως, αν ο αναιρεσείων αμφισβητεί την ερμηνεία ή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης από το Γενικό Δικαστήριο, τα νομικά ζητήματα που εξετάστηκαν πρωτοδίκως μπορούν να αποτελέσουν εκ νέου αντικείμενο συζητήσεως κατά την αναιρετική διαδικασία. Πράγματι, αν ο αναιρεσείων δεν μπορούσε να στηρίξει την αίτηση αναιρέσεως σε λόγους και επιχειρήματα που προέβαλε ήδη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η αναιρετική διαδικασία θα έχανε εν μέρει τη σημασία της (απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2016, DTS Distribuidora de Televisión Digital κατά Επιτροπής, C‑449/14 P, EU:C:2016:848, σκέψη 29).

16      Εν προκειμένω, αντιθέτως προς όσα προβάλλει η UPS, η Επιτροπή δεν περιορίζεται απλώς, με την αίτηση αναιρέσεως, σε επανάληψη της επιχειρηματολογίας που ανέπτυξε πρωτοδίκως. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή, ιδίως με τα δύο πρώτα σκέλη του πρώτου λόγου αναιρέσεως που προέβαλε, με τα οποία προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέλειψε να αποφανθεί επί ορισμένων επιχειρημάτων στα οποία στήριξε την άμυνά της, επικρίνει το σκεπτικό που υιοθέτησε το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

17      Τρίτον, η UPS υποστηρίζει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει εν πάση περιπτώσει να απορριφθεί ως αλυσιτελής διότι δεν μπορεί να επιφέρει αναπομπή της υποθέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου όπως ζητεί η Επιτροπή. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση αποδοχής της αιτήσεως αναιρέσεως, η UPS ζητεί από το Δικαστήριο να διατηρήσει, αντικαθιστώντας ορισμένα σημεία του σκεπτικού, την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως λόγω ελλιπούς αιτιολογίας και προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας εκ μέρους της Επιτροπής.

18      Συναφώς, αρκεί η επισήμανση ότι το εάν αίτηση αναιρέσεως είναι, εν όλω ή εν μέρει, αλυσιτελής δεν εμπίπτει στην εξέταση του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως, αλλά στην εξέταση της βασιμότητάς της.

19      Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η επιχειρηματολογία της UPS με την οποία αμφισβητείται το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως και ορισμένων εκ των λόγων αναιρέσεως.

 Επί της ουσίας

20      Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η Επιτροπή προβάλλει τέσσερις λόγους αναιρέσεως. Συνοπτικά, με τους λόγους αυτούς, των οποίων τα πολλαπλά σκέλη εν μέρει επικαλύπτονται, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε τρία νομικά σφάλματα. Τα δύο πρώτα σφάλματα αφορούν προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας καθώς και τις εξ αυτής απορρέουσες συνέπειες, και το τρίτο αφορά παράβαση της υποχρεώσεως που υπέχει το Γενικό Δικαστήριο να αιτιολογεί τις αποφάσεις του.

 Ως προς την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

21      Η Επιτροπή, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, όπως αναλύεται στο δεύτερο και στο τρίτο σκέλος του, αμφισβητεί το σημείο του σκεπτικού που εκτίθεται στη σκέψη 209 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με το οποίο «η Επιτροπή δεν δύναται να υποστηρίζει ότι δεν όφειλε να γνωστοποιήσει στην προσφεύγουσα το τελικό πρότυπο της οικονομετρικής αναλύσεως πριν από την έκδοση της [επίδικης] αποφάσεως».

22      Η Επιτροπή αρνείται την ύπαρξη τέτοιας υποχρεώσεως.

23      Πρώτον, η Επιτροπή εκτιμά ότι, μετά το στάδιο της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, δεν υποχρεούται να ανακοινώσει τις τυχόν μεταγενέστερες ενδιάμεσες εκτιμήσεις ως προς τα σημεία επί των οποίων στήριξε τις αιτιάσεις της, καθώς οι εκτιμήσεις αυτές είναι δυνατό να μεταβληθούν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Εν προκειμένω, οι σχέσεις μεταξύ του βαθμού συγκεντρώσεως και των τιμών αναλύθηκαν με βάση δεδομένα παρασχεθέντα από τις UPS και TNT. Η μεθοδολογία αξιολογήσεως των δεδομένων αυτών με τη χρήση οικονομετρικού προτύπου εξειδικεύθηκε λαμβανομένων υπόψη των επιχειρημάτων της UPS. Η θέση εν αμφιβόλω της εκ μέρους της Επιτροπής εκτιμήσεως των δεδομένων αυτών δεν εμπίπτει στα δικαιώματα άμυνας, αλλά συνδέεται με την ανάλυση της ορθότητας της επίδικης αποφάσεως.

24      Δεύτερον, η Επιτροπή αμφισβητεί τα σημεία του σκεπτικού που παρατίθενται στις σκέψεις 199 και 200 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως επί των οποίων στηρίχθηκε το Γενικό Δικαστήριο προκειμένου να αποφανθεί, με τη σκέψη 209 της αποφάσεως αυτής, ότι η Επιτροπή όφειλε να γνωστοποιήσει στην UPS την τελική μορφή του προτύπου πριν από την έκδοση της επίδικης αποφάσεως. Υποστηρίζει ότι η περιεχόμενη στη σκέψη 200 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως παραπομπή στην απόφαση της 10ης Ιουλίου 2008, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala (C‑413/06 P, EU:C:2008:392, σκέψη 61) είναι αλυσιτελής. Συγκεκριμένα, από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι, μολονότι η Επιτροπή δεν μπορεί να προβάλει με την τελική της απόφαση αιτιάσεις άλλες από εκείνες που γνωστοποίησε στις επιχειρήσεις, η ανακοίνωση των αιτιάσεων εξακολουθεί να είναι προσωρινή και επιδέχεται τροποποιήσεις, με μόνη υποχρέωση συναφώς την αιτιολόγηση της τελικής αποφάσεως.

25      Όσον αφορά την περιεχόμενη στη σκέψη 199 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως παραπομπή στην απόφαση της 9ης Μαρτίου 2015, Deutsche Börse κατά Επιτροπής (T‑175/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:148, σκέψη 247), η Επιτροπή εκτιμά ότι και αυτή είναι αλυσιτελής. Συγκεκριμένα, με την απόφαση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα περί προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας, με το σκεπτικό ότι η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να εμμείνει στις εκτιμήσεις που διατύπωσε με την ανακοίνωση αιτιάσεων ούτε να εξηγήσει, με την τελική απόφαση, τις τυχόν διαφορές σε σχέση με τις εκτιμήσεις της τις οποίες διατύπωσε με την ανακοίνωση αυτή.

26      Τρίτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσέγγιση την οποία ακολούθησε το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι συμβατή με την οικονομία και τις προθεσμίες του κανονισμού 139/2004. Το Γενικό Δικαστήριο αφήνει να εννοηθεί, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ότι η Επιτροπή οφείλει να ανακοινώνει στα κοινοποιούντα μέρη όλους τους εσωτερικούς προβληματισμούς της πριν από την έκδοση της αποφάσεώς της. Ωστόσο, κατά το άρθρο 17, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 802/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ 2004, L 133, σ. 1), το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο δεν καλύπτει και τα έγγραφα εσωτερικής χρήσεως της Επιτροπής. Μια τέτοια προσέγγιση, την οποία μάλιστα το Γενικό Δικαστήριο δεν περιόρισε στις οικονομετρικές αναλύσεις, θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη διαδικασία ελέγχου των συγκεντρώσεων, ως προς την οποία ισχύουν πολύ σύντομες προθεσμίες.

27      Η UPS αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

28      Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης η οποία έχει εφαρμογή όταν η διοίκηση προτίθεται να εκδώσει βλαπτική πράξη εις βάρος ενός προσώπου (απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2008, Sopropé, C‑349/07, EU:C:2008:746, σκέψη 36).

29      Όσον αφορά τις διαδικασίες ελέγχου των πράξεων συγκεντρώσεως, την αρχή αυτή θέτει το άρθρο 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 139/2004 καθώς και, κατά τρόπο πιο συγκεκριμένο, το άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 802/2004. Οι τελευταίες αυτές διατάξεις επιβάλλουν, μεταξύ άλλων, την έγγραφη ανακοίνωση των αντιρρήσεων της Επιτροπής προς τα κοινοποιούντα μέρη, με μνεία της προθεσμίας εντός της οποίας μπορούν να γνωστοποιήσουν εγγράφως την άποψή τους (απόφαση της 10ης Ιουλίου 2008, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, C‑413/06 P, EU:C:2008:392, σκέψη 62).

30      Οι διατάξεις αυτές συμπληρώνονται από τις διατάξεις σχετικά με το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο, το οποίο συνιστά απόρροια της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας (απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψη 68). Στο πλαίσιο αυτό, από το άρθρο 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 139/2004 και από το άρθρο 17 του κανονισμού 802/2004 προκύπτει ότι η πρόσβαση στον φάκελο είναι ελεύθερη για τα άμεσα ενδιαφερόμενα μέρη, μετά από την ανακοίνωση των αιτιάσεων, υπό την επιφύλαξη, μεταξύ άλλων, του εννόμου συμφέροντος των επιχειρήσεων να τηρείται το επαγγελματικό τους απόρρητο, καθόσον η πρόσβαση αυτή στα έγγραφα δεν καλύπτει ούτε τις εμπιστευτικές πληροφορίες ούτε τα έγγραφα εσωτερικής χρήσεως της Επιτροπής ή των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών.

31      Ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας πριν από την έκδοση αποφάσεως περί ελέγχου συγκεντρώσεων επιβάλλει, επομένως, να δίνεται στα κοινοποιούντα μέρη η ευχέρεια να γνωστοποιήσουν λυσιτελώς την άποψή τους σχετικά με τον πραγματικό και κρίσιμο χαρακτήρα του συνόλου των στοιχείων επί των οποίων η Επιτροπή σκοπεύει να στηρίξει την απόφασή της (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2013, Sabou, C‑276/12, EU:C:2013:678, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

32      Όσον αφορά τα οικονομετρικά πρότυπα που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο διαδικασιών ελέγχου των πράξεων συγκεντρώσεως, είναι σημαντικό να υπομνησθεί ότι η αναγκαία στον τομέα αυτό ανάλυση των προοπτικών εξελίξεως μιας αγοράς συνίσταται στο να εξεταστεί κατά ποιον τρόπο η συγκέντρωση θα μπορούσε να μεταβάλει τους παράγοντες που καθορίζουν την κατάσταση του ανταγωνισμού στις θιγόμενες αγορές. Μια τέτοια ανάλυση απαιτεί να εικάσει κανείς τις διάφορες σχέσεις αιτίου και αποτελέσματος, προκειμένου να επιλέξει εκείνες που είναι οι πιο πιθανές (απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2005, Επιτροπή κατά Tetra Laval, C‑12/03 P, EU:C:2005:87, σκέψεις 42 και 43).

33      Προς τον σκοπό αυτό, η χρησιμοποίηση οικονομετρικών προτύπων διευκολύνει την κατανόηση της σχεδιαζόμενης πράξεως εντοπίζοντας και, ενδεχομένως, προσδιορίζοντας ποσοτικώς ορισμένα από τα αποτελέσματά της, και συμβάλλει με τον τρόπο αυτό στην ποιότητα των αποφάσεων της Επιτροπής. Απαιτείται, επομένως, όταν η Επιτροπή προτίθεται να στηρίξει την απόφασή της σε τέτοια πρότυπα, τα κοινοποιούντα μέρη να είναι σε θέση να γνωστοποιήσουν τις παρατηρήσεις τους επ’ αυτών.

34      Η ανακοίνωση των προτύπων αυτών και των μεθοδολογικών επιλογών στις οποίες στηρίζεται η επεξεργασία τους είναι κατά μείζονα λόγο επιβεβλημένη καθόσον συμβάλλει, όπως ανέφερε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 43 των προτάσεών της, στο να αποκτήσει δίκαιο χαρακτήρα η διαδικασία, σύμφωνα με την αρχή της χρηστής διοικήσεως, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

35      Η Επιτροπή υποστηρίζει, ωστόσο, ότι δεν οφείλει να ανακοινώνει όλες τις τροποποιήσεις που επέρχονται σε πρότυπο το οποίο έχει επεξεργαστεί σε συνεργασία με τα μέρη που μετέχουν στη συγκέντρωση και επί του οποίου στηρίζονται οι ανακοινωθείσες αιτιάσεις. Η Επιτροπή τονίζει ότι, κατά το στάδιο αυτό, οι αιτιάσεις μπορούν να εξελιχθούν ενώ οι τροποποιήσεις που επέρχονται στα πρότυπα μπορούν να εξομοιωθούν με έγγραφα εσωτερικής χρήσεως τα οποία δεν καλύπτονται από το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο.

36      Βεβαίως, η ανακοίνωση των αιτιάσεων, λόγω της φύσεώς της, είναι προσωρινή και ενδέχεται να τροποποιηθεί κατά την αξιολόγηση στην οποία προβαίνει στη συνέχεια η Επιτροπή βάσει των παρατηρήσεων που τα μέρη τής υπέβαλαν ως απάντηση καθώς και βάσει άλλων διαπιστώσεων ως προς τα πραγματικά περιστατικά (απόφαση της 10ης Ιουλίου 2008, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, C‑413/06 P, EU:C:2008:392, σκέψη 63). Λόγω αυτού του προσωρινού χαρακτήρα, η ανακοίνωση των αιτιάσεων ουδόλως εμποδίζει την Επιτροπή να τροποποιήσει την άποψή της υπέρ των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων, χωρίς να υποχρεούται να εξηγεί τις ενδεχόμενες διαφορές σε σχέση με τις προσωρινές εκτιμήσεις της οι οποίες περιέχονται στην ανακοίνωση αυτή (απόφαση της 10ης Ιουλίου 2008, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, C‑413/06 P, EU:C:2008:392, σκέψεις 63 έως 65).

37      Εντούτοις, εκ των ανωτέρω δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή μπορεί να τροποποιήσει μετά την ανακοίνωση των αιτιάσεων την ουσία του οικονομετρικού προτύπου επί του οποίου προτίθεται να στηρίξει τις αντιρρήσεις της χωρίς να ανακοινώσει την τροποποίηση αυτή στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις και χωρίς να τους παράσχει τη δυνατότητα να εκθέσουν συναφώς τις απόψεις τους. Μια τέτοια ερμηνεία θα ήταν, συγκεκριμένα, αντίθετη στην αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και στις διατάξεις του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 139/2004, οι οποίες, αφενός, επιβάλλουν στην Επιτροπή την υποχρέωση να στηρίζει τις αποφάσεις της μόνο στις αντιρρήσεις ως προς τις οποίες οι ενδιαφερόμενοι είχαν τη δυνατότητα να εκθέσουν τις απόψεις τους και, αφετέρου, προβλέπουν ελεύθερο δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο τουλάχιστον για τα άμεσα ενδιαφερόμενα μέρη. Αποκλείεται επίσης ο χαρακτηρισμός των στοιχείων αυτών ως εγγράφων εσωτερικής χρήσεως υπό την έννοια του άρθρου 17 του κανονισμού 802/2004.

38      Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι η επιτακτική ανάγκη ταχύτητας που χαρακτηρίζει τη γενική οικονομία του κανονισμού 139/2004 επιβάλλει στην Επιτροπή την τήρηση αυστηρών προθεσμιών για την έκδοση της τελικής αποφάσεως (απόφαση της 10ης Ιουλίου 2008, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, C‑413/06 P, EU:C:2008:392, σκέψη 49). Η Επιτροπή υποχρεούται να συνδυάσει αυτήν την επιτακτική ανάγκη ταχύτητας με τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας.

39      Εν προκειμένω, αφού εξέθεσε με ακρίβεια, στις σκέψεις 199 και 200 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τις απαιτήσεις που απορρέουν από την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε διάφορες διαπιστώσεις περί τα πράγματα οι οποίες δεν αμφισβητήθηκαν από την Επιτροπή με την αίτηση αναιρέσεως.

40      Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στις σκέψεις 201 και 211 έως 213 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή είχε στηριχθεί στην τελική μορφή του οικονομετρικού προτύπου προκειμένου να προσδιορίσει τον αριθμό των κρατών μελών στο έδαφος των οποίων η σχεδιαζόμενη πράξη συγκεντρώσεως επρόκειτο να επιφέρει σημαντική παρακώλυση του αποτελεσματικού ανταγωνισμού.

41      Στη σκέψη 202 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο ανέφερε ότι η τελική μορφή του οικονομετρικού προτύπου είχε υιοθετηθεί στις 21 Νοεμβρίου 2012, ήτοι περισσότερο από δύο μήνες πριν από την έκδοση της επίδικης αποφάσεως και, στη σκέψη 203, ότι η Επιτροπή δεν είχε γνωστοποιήσει αυτήν την τελική μορφή στην UPS. Στις σκέψεις 205 έως 208 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι περιεχόμενες στην εν λόγω τελική μορφή τροποποιήσεις σε σχέση με τα πρότυπα που είχαν συζητηθεί στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας δεν ήταν αμελητέες.

42      Περαιτέρω, όπως ανέφερε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 61 των προτάσεών της, η Επιτροπή δεν προσκόμισε στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ποιοι ήσαν οι συγκεκριμένοι λόγοι στους οποίους οφειλόταν η πρακτική αδυναμία της να θέσει, κατά τον χρόνο εκείνο, στην UPS μία σύντομη προθεσμία απαντήσεως προκειμένου η επιχείρηση αυτή να τύχει ακροάσεως όσον αφορά την εν λόγω τελική μορφή του προτύπου.

43      Ως εκ τούτου, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, το Γενικό Δικαστήριο, δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο διαπιστώνοντας, στη σκέψη 209 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «η Επιτροπή δεν δύναται να υποστηρίζει ότι δεν όφειλε να γνωστοποιήσει στην προσφεύγουσα το τελικό πρότυπο της οικονομετρικής αναλύσεως πριν από την έκδοση της [επίδικης] αποφάσεως».

44      Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, όπως αναλύεται στο δεύτερο και στο τρίτο σκέλος του, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί των συνεπειών που επιφέρει η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

45      Η Επιτροπή αμφισβητεί, με το πρώτο και το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως και με το πρώτο και το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, την ορθότητα της εκτιμήσεως του Γενικού Δικαστηρίου, η οποία εκτίθεται στη σκέψη 210 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία «υπήρξε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας, οπότε επιβάλλεται η ακύρωση της [επίδικης] αποφάσεως, στον βαθμό που η προσφεύγουσα απέδειξε επαρκώς όχι ότι, ελλείψει αυτής της διαδικαστικής πλημμέλειας, η [επίδικη] απόφαση θα είχε διαφορετικό περιεχόμενο, αλλά ότι θα μπορούσε να είχε την έστω και περιορισμένη δυνατότητα να διασφαλίσει καλύτερα την άμυνά της (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2011, Solvay κατά Επιτροπής, C‑109/10 P, EU:C:2011:686, σκέψη 57)».

46      Πρώτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εφαρμόζοντας στη συγκεκριμένη περίπτωση το νομολογιακό κριτήριο που απορρέει από τη σκέψη 57 της αποφάσεως της 25ης Οκτωβρίου 2011, Solvay κατά Επιτροπής (C‑109/10 P, EU:C:2011:686).

47      Ενώ το κριτήριο αυτό αφορά μόνον τα αποτελέσματα που πρέπει να αντλούνται από την παράλειψη γνωστοποιήσεως απαλλακτικού εγγράφου, το επίμαχο οικονομετρικό πρότυπο δεν αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο αλλά εργαλείο διά του οποίου η Επιτροπή μπορεί να εκτιμήσει τις πιθανές συνέπειες της συγκεντρώσεως επί των τιμών. Ακόμη και αν επρόκειτο για αποδεικτικό στοιχείο, το πρότυπο αυτό θα αποτελούσε απλώς ένα εν δυνάμει απαλλακτικό στοιχείο. Το γεγονός και μόνον ότι με βάση το πρότυπο μειώθηκε από 29 σε 15 ο αριθμός των εθνικών αγορών στις οποίες η συγκέντρωση θα μπορούσε να επιφέρει σημαντική παρακώλυση του αποτελεσματικού ανταγωνισμού δεν αρκεί εν προκειμένω. Επιπλέον, το γεγονός ότι ένας από τους παράγοντες που δέχθηκε η Επιτροπή ήταν δυσμενέστερος στην ανακοίνωση των αιτιάσεων σε σχέση με την τελική απόφαση δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι τα χρήσιμα για την εκτίμηση των παραγόντων αυτών αποδεικτικά στοιχεία κατέστησαν, κατά το στάδιο της εν λόγω αποφάσεως, απαλλακτικά στοιχεία.

48      Η Επιτροπή συνάγει εκ των ανωτέρω ότι το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να εφαρμόσει τον απορρέοντα από την απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (C-204/00 P, C-205/00 P, C-211/00 P, C-213/00 P, C-217/00 P και C-219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψεις 72 και 73) κανόνα περί προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας λόγω μη γνωστοποιήσεως των ενοχοποιητικών εγγράφων, σύμφωνα με τον οποίο η απάλειψη, ως αποδεικτικού στοιχείου, μη κοινοποιηθέντος ενοχοποιητικού εγγράφου μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως μόνον εφόσον ελλείπει κάθε άλλη έγγραφη απόδειξη της οποίας οι εμπλεκόμενοι έλαβαν γνώση κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

49      Δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν ενδεχομένως υπήρξε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της UPS, η προσβολή αυτή δεν μπορούσε, εν πάση περιπτώσει, να επιφέρει την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως, αντιθέτως προς ό,τι έκρινε το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 222 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

50      Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι με την επιχειρηματολογία της υποστήριξε πρωτοδίκως ότι αρκεί η διαπίστωση σημαντικής παρακωλύσεως του αποτελεσματικού ανταγωνισμού σε μία μόνον αγορά για να κηρυχθεί πράξη συγκεντρώσεως ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά. Εν προκειμένω, στη Δανία και στις Κάτω Χώρες, η σχεδιαζόμενη συγκέντρωση θα επέφερε ταυτοχρόνως σημαντική παρακώλυση του αποτελεσματικού ανταγωνισμού και αρνητική καθαρή επίπτωση επί των τιμών. Επομένως, τουλάχιστον για τις δύο αυτές αγορές, οποιοδήποτε σφάλμα όσον αφορά το οικονομετρικό πρότυπο σχετικά με το επίπεδο τιμών δεν θα είχε συνέπειες, καθώς η διαπίστωση της παρακωλύσεως του ανταγωνισμού στηριζόταν σε άλλους παράγοντες. Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, η Επιτροπή εκτιμά ότι το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να απορρίψει τον λόγο ακυρώσεως που αντλείτο από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας ως αλυσιτελή.

51      Τέλος, κατά την Επιτροπή, η UPS δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι, εάν γνώριζε την τελική μορφή του οικονομετρικού προτύπου, θα ήταν σε θέση να προτείνει διορθωτικά μέτρα.

52      Η UPS αμφισβητεί την ορθότητα της επιχειρηματολογίας της Επιτροπής.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

53      Όπως τονίστηκε με τις σκέψεις 32 έως 34 της παρούσας αποφάσεως, τα οικονομετρικά πρότυπα είναι, εκ της φύσεως και της λειτουργίας τους, ποσοτικά εργαλεία χρήσιμα για την ανάλυση από την Επιτροπή των προοπτικών εξελίξεως της αγοράς στο πλαίσιο των διαδικασιών ελέγχου των συγκεντρώσεων. Οι μεθοδολογικές βάσεις επί των οποίων στηρίζονται τα πρότυπα αυτά πρέπει να είναι κατά το δυνατόν αντικειμενικές ώστε να μην προδικάζεται η έκβαση της αναλύσεως αυτής υπό την μία ή την άλλη έννοια. Τα στοιχεία αυτά συμβάλλουν, επομένως, στην ενίσχυση της αμεροληψίας και της ποιότητας των αποφάσεων της Επιτροπής, από τις οποίες εξαρτάται εν τέλει η εμπιστοσύνη του κοινού και των επιχειρήσεων στη νομιμότητα της διαδικασίας ελέγχου των συγκεντρώσεων στην Ένωση.

54      Λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών αυτών, ένα οικονομετρικό πρότυπο δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ενοχοποιητικό ή απαλλακτικό έγγραφο ανάλογα με τα αποτελέσματα στα οποία καταλήγει και ανάλογα με την επακόλουθη χρήση του προκειμένου να θεμελιωθούν ή να απορριφθούν αντιρρήσεις αφορώσες πράξη συγκεντρώσεως. Όσον αφορά τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας, το ζήτημα εάν η μη γνωστοποίηση στους μετέχοντες σε συγκέντρωση οικονομετρικού προτύπου δικαιολογεί την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής δεν εξαρτάται από τον προηγούμενο χαρακτηρισμό του προτύπου αυτού ως ενοχοποιητικού ή απαλλακτικού εγγράφου, όπως κατ’ ουσίαν επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 40 των προτάσεών της.

55      Λαμβανομένης υπόψη της σημασίας των οικονομετρικών προτύπων για την ανάλυση των προοπτικών εξελίξεως των συνεπειών μιας συγκεντρώσεως, αν ετίθετο τόσο ψηλά ο πήχης των απαιτήσεων ως προς την απόδειξη προκειμένου να ακυρωθεί απόφαση λόγω προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας απορρέουσας, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, από τη μη γνωστοποίηση των μεθοδολογικών επιλογών, ιδίως όσον αφορά τις εγγενείς στα πρότυπα αυτά στατιστικές τεχνικές, όπως κατ’ ουσίαν υποστηρίζει η Επιτροπή, τούτο θα ήταν αντίθετο προς τον σκοπό ενθαρρύνσεως της Επιτροπής να ενεργεί με διαφάνεια κατά την κατάρτιση των οικονομετρικών προτύπων που χρησιμοποιούνται στις διαδικασίες ελέγχου των συγκεντρώσεων και θα έθιγε την αποτελεσματικότητα του επακόλουθου δικαστικού ελέγχου των αποφάσεών της.

56      Από τα στοιχεία αυτά απορρέει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, με τη σκέψη 210 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «υπήρξε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας, οπότε επιβάλλεται η ακύρωση της [επίδικης] αποφάσεως, στον βαθμό που η προσφεύγουσα απέδειξε επαρκώς όχι ότι, ελλείψει αυτής της διαδικαστικής πλημμέλειας, η [επίδικη] απόφαση θα είχε διαφορετικό περιεχόμενο, αλλά ότι θα μπορούσε να είχε την έστω και περιορισμένη δυνατότητα να διασφαλίσει καλύτερα την άμυνά της (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2011, Solvay κατά Επιτροπής, C‑109/10 P, EU:C:2011:686, σκέψη 57)».

57      Κατά συνέπεια, και αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε να κρίνει αλυσιτελή τον στηριζόμενο σε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας λόγο ακυρώσεως τον οποίο προέβαλε η UPS πρωτοδίκως λόγω του ότι, όσον αφορά τη δανική και την ολλανδική αγορά, η Επιτροπή διαπίστωσε την ύπαρξη σημαντικής παρακωλύσεως του αποτελεσματικού ανταγωνισμού ανεξαρτήτως οποιασδήποτε συνεκτιμήσεως του οικονομετρικού προτύπου.

58      Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί το πρώτο και το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως καθώς και το πρώτο και το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως.

 Επί της παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

59      Πρώτον, η Επιτροπή, με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως και με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, βάλλει κατά της σκέψεως 198 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η οποία έχει ως εξής:

«Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του, σχετικά με τις πιθανές συνέπειες της συγκεντρώσεως για τις τιμές, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως απαιτεί να εξακριβωθεί αν τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας επηρεάσθηκαν από τις συνθήκες υπό τις οποίες η επίμαχη οικονομετρική ανάλυση στηρίχθηκε σε οικονομετρικό πρότυπο διαφορετικό από εκείνο που αποτέλεσε αντικείμενο της κατ’ αντιπαράθεση συζητήσεως κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.»

60      Κατά την άποψη της Επιτροπής, το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε, επομένως, να αποφανθεί επί της επιχειρηματολογίας της που συνοψίζεται στη σκέψη 181 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με την οποία υποστήριζε ότι, καθόσον η ανακοίνωση των αιτιάσεων έχει απλώς προσωρινό χαρακτήρα, μπορούσε να αναθεωρήσει ή να προσθέσει στοιχεία σε μεταγενέστερο χρόνο, υπό τον όρο ότι η απόφαση θα περιελάμβανε τις ίδιες αιτιάσεις με εκείνες που είχαν ήδη ανακοινωθεί στα μέρη. Η μη συνεκτίμηση, με ορθό από νομικής απόψεως τρόπο, του συνόλου των επιχειρημάτων που προέβαλαν οι διάδικοι πρωτοδίκως συνιστά, ωστόσο, πλάνη περί το δίκαιο (απόφαση της 2ας Απριλίου 2009, France Télécom κατά Επιτροπής, C‑202/07 P, EU:C:2009:214, σκέψη 41). Μην παρέχοντας οποιαδήποτε εξήγηση ως προς τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαίο να απαντήσει στο βασικό επιχείρημα της Επιτροπής, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Mitteldeutsche Flughafen και Flughafen Leipzig-Halle κατά Επιτροπής, C‑288/11 P, EU:C:2012:821, σκέψη 83).

61      Δεύτερον, η Επιτροπή, με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέλειψε να λάβει υπόψη την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε πρωτοδίκως με τις απαντήσεις της στις ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Απριλίου 2016, σύμφωνα με την οποία η χρησιμοποίηση στο οικονομετρικό πρότυπο μιας συνεχούς μεταβλητής στο στάδιο της προβλέψεως είναι όχι απλώς δικαιολογημένη, αλλά περαιτέρω «προκύπτει κατά τρόπο αυτονόητο» από τη μεθοδολογία που πρότεινε η UPS όσον αφορά το στάδιο της αξιολογήσεως. Δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση περιέχει αιτιολογία, έστω και έμμεση, ως προς το σημείο αυτό, οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τα επιχειρήματα της Επιτροπής.

62      Τρίτον, με το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως και με το τρίτο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 198 έως 222 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, παρέλειψε να απαντήσει στην επιχειρηματολογία της ότι ο στηριζόμενος σε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας λόγος ακυρώσεως τον οποίο προέβαλε η UPS ήταν αλυσιτελής διότι η διαπίστωση σημαντικής παρακωλύσεως του αποτελεσματικού ανταγωνισμού στη δανική και στην ολλανδική αγορά δεν στηριζόταν αποκλειστικώς στα αποτελέσματα του οικονομετρικού προτύπου. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ενέχει αντίφαση διότι ακυρώνει την επίδικη απόφαση λόγω προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας ενώ έχει παράλληλα διαπιστωθεί, στις σκέψεις 217 και 218 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι με βάση την τελική μορφή του οικονομετρικού προτύπου, αφενός, «κατέστη δυνατό, τουλάχιστον για ορισμένα κράτη, να παύσουν να ισχύουν οι ποιοτικές πληροφορίες τις οποίες έλαβε υπόψη η Επιτροπή» και, αφετέρου, κατέστη δυνατό στην Επιτροπή να μειώσει τον αριθμό των κρατών στα οποία η πράξη συγκεντρώσεως θα επέφερε σημαντική παρακώλυση του αποτελεσματικού ανταγωνισμού.

63      Η UPS αμφισβητεί την ορθότητα της επιχειρηματολογίας της Επιτροπής.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

64      Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση, η οποία προβάλλεται με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως και με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, αρκεί η διαπίστωση ότι, με το σκεπτικό που περιέχεται στις σκέψεις 198 έως 209 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εμμέσως πλην σαφώς απάντησε στην επιχειρηματολογία της Επιτροπής η οποία συνοψίζεται στη σκέψη 181 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Επομένως, αυτή η πρώτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

65      Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση, η οποία προβάλλεται με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, υπενθυμίζεται ότι, με το σκεπτικό που εκτίθεται στις σκέψεις 198 έως 208 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο αιτιολόγησε κατά νόμον την περιεχόμενη στη σκέψη 209 της αποφάσεως αυτής εκτίμησή του, σύμφωνα με την οποία «η Επιτροπή δεν δύναται να υποστηρίζει ότι δεν όφειλε να γνωστοποιήσει στην προσφεύγουσα το τελικό πρότυπο της οικονομετρικής αναλύσεως πριν από την έκδοση της [επίδικης] αποφάσεως».

66      Το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, ειδικότερα, με τη σκέψη 205 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι οι τροποποιήσεις που επέφερε η Επιτροπή στο οικονομετρικό πρότυπο δεν ήταν αμελητέες. Το Γενικό Δικαστήριο ανέφερε επίσης στη σκέψη 207 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι «η Επιτροπή [είχε στηριχθεί] σε διακριτή μεταβλητή στο στάδιο της εκτιμήσεως και σε συνεχή μεταβλητή στο στάδιο της προβλέψεως» και έκρινε, με τη σκέψη 208 της αποφάσεως αυτής, ότι «καίτοι η χρησιμοποίηση μιας διακριτής μεταβλητής [είχε συζητηθεί] επανειλημμένως κατά τη διοικητική διαδικασία, δεν [προέκυπτε] από τη δικογραφία ότι το ίδιο [συνέβαινε] και στην περίπτωση της εφαρμογής διαφορετικών μεταβλητών στα διάφορα στάδια που απαρτίζουν την οικονομετρική ανάλυση».

67      Με το σκεπτικό αυτό, το Γενικό Δικαστήριο αιτιολόγησε κατά νόμον την απόφασή του και απέρριψε εμμέσως πλην σαφώς την επιχειρηματολογία με την οποία η Επιτροπή προέβαλε ότι η UPS ήταν «αυτονόητα» σε θέση να εντοπίσει τις τροποποιήσεις που είχαν επέλθει στο οικονομετρικό πρότυπο. Επομένως, η δεύτερη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

68      Όσον αφορά την τρίτη αιτίαση, η οποία προβάλλεται με το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως καθώς και με το τρίτο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, αρκεί η διαπίστωση ότι η επιχειρηματολογία αυτή στηρίζεται στην παραδοχή ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, με τη σκέψη 210 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η διαπιστωθείσα προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας επέσυρε την ακύρωση «στον βαθμό που η προσφεύγουσα απέδειξε επαρκώς όχι ότι, ελλείψει αυτής της διαδικαστικής πλημμέλειας, η [επίδικη] απόφαση θα είχε διαφορετικό περιεχόμενο, αλλά ότι θα μπορούσε να είχε την έστω και περιορισμένη δυνατότητα να διασφαλίσει καλύτερα την άμυνά της». Για τους λόγους, ωστόσο, που εκτέθηκαν προηγουμένως στις σκέψεις 53 έως 58 της παρούσας αποφάσεως, η παραδοχή αυτή είναι εσφαλμένη. Ως εκ τούτου η τρίτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

69      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

70      Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η UPS ζήτησε την καταδίκη της Επιτροπής και η τελευταία ηττήθηκε, η Επιτροπή πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.