Language of document : ECLI:EU:F:2009:53

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

της 4ης Ιουνίου 2009 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Προσωπικό της Europol – Πρόσληψη – Διαδικασία επιλογής – Όροι πρόσληψης – Αποσπασμένος εθνικός εμπειρογνώμων – Άρθρο 6 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως του προσωπικού της Europol – Άρθρο 2, σημείο 4, της αποφάσεως του διευθυντή της Europol της 8ης Δεκεμβρίου 2006»

Στην υπόθεση F‑11/08,

με αντικείμενο προσφυγή βάσει του άρθρου 40, παράγραφος 3, της συμβάσεως για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (σύμβαση Europol) δυνάμει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και του άρθρου 93, παράγραφος 1, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως του προσωπικού της Europol,

Jörg Mölling, αποσπασμένος εθνικός εμπειρογνώμων στην Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία, κάτοικος Χάγης (Κάτω Χώρες), εκπροσωπούμενος αρχικώς από τον P. de Casparis, δικηγόρο, στη συνέχεια από τους P. De Casparis, N. D. Dane και W. J. Dammingh, δικηγόρους,

προσφεύγων,

κατά

Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (Europol), εκπροσωπούμενης από τους D. Neumann και D. El Khoury, επικουρούμενους από τους B. Wägenbaur και R. Van der Hout, δικηγόρους,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Van Raepenbusch, πρόεδρο, I. Boruta και H. Kanninen (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: R. Schiano, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 9ης Σεπτεμβρίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με το δικόγραφο της προσφυγής που κατέθεσε ηλεκτρονικά στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στις 22 Ιανουαρίου 2008 (η κατάθεση του πρωτοτύπου έλαβε χώρα στις 25 Ιανουαρίου 2008), ο J. Mölling ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως της Europol, της 10ης Οκτωβρίου 2007, με την οποία δεν του επιτρέπεται να συμμετάσχει στη διαδικασία επιλογής που διοργανώθηκε για να καλυφθεί, στις υπηρεσίες της Europol, θέση πρώτου αξιωματικού («first officer») στη μονάδα «Ναρκωτικά».

 Το νομικό πλαίσιο

2        To άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως του προσωπικού της Europol, όπως αυτός είναι εφαρμοστέος στη συγκεκριμένη περίπτωση (στο εξής: κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως), ορίζει τα εξής:

«Ο […] κανονισμός [υπηρεσιακής καταστάσεως] εφαρμόζεται στους υπαλλήλους τους προσλαμβανόμενους με σύμβαση από τη Europol. Το προσωπικό αυτό είναι:

–        υπάλληλοι της Europol, δηλαδή υπάλληλοι που προσλαμβάνονται μόνον κατόπιν επιλογής μεταξύ του προσωπικού των αρμοδίων εθνικών αρχών όπως ορίζονται στο άρθρο 2, παράγραφος 4, της συμβάσεως [για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας δυνάμει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση], και υπάλληλοι που μπορεί να προσληφθούν είτε κατόπιν επιλογής μεταξύ του προσωπικού αυτών των αρχών είτε εκτός αυτών των αρχών,

–        τοπικοί υπάλληλοι, [εφόσον αναφέρονται ρητώς στον κανονισμό υπηρεσιακής καταστάσεως].»

3        Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως ορίζει τα εξής:

«Θεωρείται “υπάλληλος της Europol” κατά την έννοια του […] κανονισμού [υπηρεσιακής καταστάσεως] ο υπάλληλος ο οποίος προσλαμβάνεται για να καταλάβει θέση που περιλαμβάνεται στον πίνακα θέσεων του [παραρτήματος] 1, εξαιρουμένων των θέσεων που προορίζονται για τους τοπικούς υπαλλήλους.

Για κάθε μία από αυτές τις θέσεις θα καθοριστεί αν μπορεί να πληρωθεί μόνο με προσωπικό προερχόμενο από τις αρμόδιες εθνικές αρχές όπως ορίζονται στο άρθρο 2, παράγραφος 4, της συμβάσεως [για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας δυνάμει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση] ή αν μπορεί επίσης να πληρωθεί με άλλο προσωπικό.

Στο προσωπικό που προσλαμβάνεται για θέση η οποία μπορεί να πληρωθεί μόνο με προσωπικό προερχόμενο από τις αρμόδιες αρχές, μπορεί να προσφερθεί μόνο σύμβαση ορισμένου χρόνου για τη θέση αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 6.»

4        Το παράρτημα 1 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως απαριθμεί τις θέσεις της Europol στην παράγραφο 1, που ορίζει ότι «[μ]ε την επιφύλαξη της παραγράφου 3, οι ακόλουθες θέσεις αποτελούν ειδικότερα θέσεις της Ευρωπόλ: […]». Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του παραρτήματος 1 ορίζει ότι «ο […] πίνακας [των θέσεων της Ευρωπόλ] δύναται να τροποποιηθεί με ομόφωνη απόφαση του διοικητικού συμβουλίου».

5        Κατά το άρθρο 6 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως:

«Οι υπάλληλοι της Europol είτε προσλαμβάνονται σε θέση η οποία μπορεί να πληρωθεί μόνο με προσωπικό προερχόμενο από τις αρμόδιες αρχές περί των οποίων το άρθρο 2, παράγραφος 4 της συμβάσεως [για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας δυνάμει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση] είτε προσλαμβάνονται σε θέση μη υποκείμενη σε αυτόν τον περιορισμό, προσλαμβάνονται αρχικά για ορισμένη χρονική περίοδο η οποία κυμαίνεται από ένα έως πέντε έτη.

Οι αρχικές συμβάσεις είναι δυνατόν να ανανεώνονται. Η μέγιστη συνολική διάρκεια των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, συμπεριλαμβανομένων των τυχόν περιόδων ανανεώσεως, ανέρχεται σε εννέα έτη.

Μόνον οι υπάλληλοι που έχουν προσληφθεί σε θέση μη προοριζόμενη μόνο για το προσωπικό το προερχόμενο από τις αρμόδιες αρχές, περί των οποίων το άρθρο 2, παράγραφος 4 της συμβάσεως [για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας δυνάμει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση] επιτρέπεται να προσλαμβάνονται με σύμβαση αορίστου χρόνου, αφού προηγουμένως υπηρετήσουν αδιαλείπτως επί δύο συμβάσεις ορισμένου χρόνου σε ικανοποιητικό επίπεδο υψηλού επιπέδου για μια ελάχιστη περίοδο έξι ετών.

[…]»

6        Το άρθρο 2, παράγραφος 4, της συμβάσεως για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας δυνάμει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, της 26ης Ιουλίου 1995, (ΕΕ C 316, σ. 2, στο εξής: σύμβαση Europol) ορίζει ως εξής τις αρμόδιες αρχές στις οποίες κάνει συγκεκριμένη αναφορά το άρθρο 6 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως:

«Αρμόδιες αρχές κατά την έννοια της παρούσας σύμβασης είναι οι υφιστάμενες σε όλα τα κράτη μέλη δημόσιες υπηρεσίες, εφόσον αυτές είναι, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, αρμόδιες για την πρόληψη και την καταπολέμηση της εγκληματικότητας.»

7        Το τρίτο κεφάλαιο του δεύτερου τίτλου του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, που τιτλοφορείται «Όροι προσλήψεως», περιέχει ένα άρθρο 24 με την ακόλουθη διατύπωση:

«1.      Η πρόσληψη προσωπικού της Europol πρέπει να εξασφαλίζει [στη Europol] τη συνεργασία υπαλλήλων που κατέχουν τα πιο υψηλά προσόντα ικανότητας, αποδόσεως και ακεραιότητας. Κατά την επιλογή του προσωπικού της Europol, πέραν των απαιτήσεων της καταλληλότητας των προσώπων και επαγγελματικών προσόντων, θα πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη επαρκούς εκπροσώπησης υπηκόων όλων των κρατών μελών και των επισήμων γλωσσών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Europol είναι προσηλωμένη στην πολιτική ίσων ευκαιριών.

2.      Ουδείς διορίζεται υπάλληλος της Europol αν δεν πληρούνται οι όροι του άρθρου 2, παράγραφος 1, και υπό τον όρο ότι:

α)      είναι υπήκοος ενός από τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και απολαύει των πολιτικών του δικαιωμάτων·

β)      έχει τακτοποιηθεί στρατολογικά κατά τη νομοθεσία περί στρατολογίας που εφαρμόζεται στην περίπτωσή του·

γ)      παρέχει τα εχέγγυα ήθους που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του·

δ)      πληροί τους όρους υγείας που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του, και

ε)      αποδεικνύει ότι διαθέτει βαθιά γνώση μιας από τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ικανοποιητική γνώση άλλης γλώσσας, στο μέτρο που είναι αναγκαίο για τα καθήκοντα που καλείται να ασκήσει.

[…]

4.      Οι διαδικασίες επιλογής που ακολουθούνται κατά την πρόσληψη υπαλλήλων της Europol εκτίθενται στο προσάρτημα 2 του […] κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.»

8        Κατά το άρθρο 5, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, «[β]άσει των προσόντων, της πείρας, των αναζητουμένων χαρακτηριστικών, και οιασδήποτε προεπιλογής προβλεπομένης στο άρθρο 24 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, η εξεταστική επιτροπή προβαίνει σε μια πρώτη διαλογή των αιτήσεων που παραλαμβάνει».

9        Η έκτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως του διευθυντή της Europol της 8ης Δεκεμβρίου 2006 περί της γενικής πολιτικής για την εφαρμογή του άρθρου 6 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως (στο εξής: απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2006) είναι διατυπωμένη ως εξής:

«Ο λόγος για τον οποίο προβλέπεται μέγιστη διάρκεια υπηρεσίας για όλο το προσωπικό της Europol που προσλαμβάνεται σε θέση [η οποία μπορεί να πληρωθεί μόνο με προσωπικό προερχόμενο από τις αρμόδιες εθνικές αρχές περί των οποίων το άρθρο 2, παράγραφος 4, της συμβάσεως Europol] επί τη βάσει δύο συμβάσεων ορισμένου χρόνου είναι ότι τα κράτη μέλη επιθυμούν τη διαδοχική ανανέωση αυτών των μελών του προσωπικού της Europol που θα πρέπει, επομένως, να επανενταχθούν στην υπηρεσία των αρμόδιων εθνικών αρχών (αρχή της διαδοχικής ανανεώσεως του προσωπικού) […]» («The reason for prescribing a maximum period of service for all Europol staff on bold posts under two fixed-term contracts is that the Member States want a rotation of such staff members who should subsequently be re-integrated into the service of their competent national authority (the rotation principle) […]»)

10      Στη δέκατη πέμπτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2006 αναφέρεται ότι «[β]άσει μιας εύλογης ερμηνείας του άρθρου 6 και του παραρτήματος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, η Europol μπορεί να θεωρεί ότι ένα πρώην μέλος του προσωπικού της Europol μπορεί να επιλεγεί υποβάλλοντας υποψηφιότητα για νέα θέση έπειτα από μια περίοδο απουσίας, πράγμα που εξασφαλίζει ότι όλοι οι υποψήφιοι για συγκεκριμένη θέση, είτε προέρχονται από το εσωτερικό του οργάνου είτε εκτός αυτού, τυγχάνουν ίσης μεταχειρίσεως και ότι κανένας υποψήφιος δεν μπορεί, ενδεχομένως, να επηρεάσει μια διαδικασία προσλήψεως («Based on a reasonable interpretation of Article 6 and Appendix 2 of the Staff Regulations, Europol is not prevented from considering a previous staff member as eligible to apply for a new post following a period of absence which ensures that all candidates for a particular post, internal or external, are in an equal position and that no candidate may have influenced a forthcoming recruitment campaign»).

11      Το άρθρο 1 της αποφάσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2006 περιέχει τους ακόλουθους ορισμούς σχετικά με ορισμένες εκφράσεις που περιέχονται στην εν λόγω απόφαση:

«[σημείο 1] Θέση της Europol: Κάθε θέση που περιλαμβάνεται ή προορίζεται να περιληφθεί στον πίνακα των θέσεων της Europol που περιέχεται στο παράρτημα 1 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, εξαιρουμένων του διευθυντή, των αναπληρωτών διευθυντών και των τοπικών υπαλλήλων, όπως προβλέπουν τα άρθρα 98 έως 100 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως [“Europol Post” Q Any post that is included or is intended to be included in the list of Europol posts set out in Appendix 1 of the Staff Regulations, with the exception of the Director, the Deputy Directors and local staff as provided for by Articles 98-100 of the Staff Regulations]·

[…]

[σημείο 6] “Αρμόδιες εθνικές αρχές”: κατά το άρθρο 2, παράγραφος 4, της συμβάσεως Europol, οι υφιστάμενες σε όλα τα κράτη μέλη δημόσιες υπηρεσίες, εφόσον αυτές είναι, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, αρμόδιες για την πρόληψη και την καταπολέμηση της εγκληματικότητας [“Competent Authority” Q In accordance with Article 2(4) of the Europol Convention, all public bodies existing in the Member States which are responsible under national law for preventing and combating criminal offences]·

[σημείο 7] “Θέση που εμφαίνεται με έντονους χαρακτήρες”: Κάθε θέση η οποία μπορεί να πληρωθεί μόνο με προσωπικό προερχόμενο από τις αρμόδιες αρχές [“Bold Post”: Any Europol post which can be filled only by staff engaged from a Competent Authority]·

[σημείο 8] “Θέση που δεν εμφαίνεται με έντονους χαρακτήρες”: Κάθε θέση η οποία μπορεί να πληρωθεί με προσωπικό που δεν είναι απαραίτητο να προέρχεται από τις αρμόδιες αρχές [“Non-bold Post”: Any Europol post which can be filled by staff that do not need to be engaged from a Competent Authority].»

12      Το άρθρο 2, σημείο 3, της αποφάσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2006 ορίζει ότι «[μ]ε την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 2, σημείο 4, οι υπάλληλοι της Europol μπορούν να συνάψουν μια μόνον αρχική σύμβαση με τη Europol» («Without prejudice to Article 2.4 below, only one First Contract shall be entered into with any individual»).

13      Κατά το άρθρο 2, σημείο 4, της αποφάσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2006, «[έ]πειτα από μια περίοδο 18 μηνών, κατά την οποία το πρώην μέλος του προσωπικού απομακρύνθηκε από κάθε θέση στη Europol, και έπειτα από νέα διαδικασία επιλογής, κάθε νέα σύμβαση εργασίας θα θεωρείται ως αρχική σύμβαση» («After a period of 18 months during which a former member of staff has been detached from any Europol post, and following a new selection procedure, any new Employment Contract shall be deemed to be a First Contract»).

14      Το άρθρο 40, παράγραφος 3, της συμβάσεως Europol προβλέπει ότι «[ο]ι διατάξεις για τα ένδικα μέσα που προβλέπονται στις ρυθμίσεις του καθεστώτος στο οποίο υπάγεται το έκτακτο και επικουρικό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εφαρμόζονται, κατ’ αναλογία, στο προσωπικό της Europol». Έτσι, οι διατάξεις των άρθρων 92 και 93 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως αντιστοιχούν σε αυτές που περιέχονται στα άρθρα 90 και 91 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στο έκτακτο και επικουρικό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, δυνάμει του άρθρου 117 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται στο Λοιπό Προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

 Ιστορικό της διαφοράς

15      Ο προσφεύγων, υπάλληλος της γερμανικής αστυνομίας, εισήλθε στην υπηρεσία της Europol την 1η Σεπτεμβρίου 1999, ως πρώτος αξιωματικός («first officer») στη μονάδα «Ναρκωτικά». Η σύμβασή του, που συνήφθη δυνάμει του άρθρου 6, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως του προσωπικού της Europol, όπως ίσχυε πριν την απόφαση του Συμβουλίου, της 4ης Δεκεμβρίου 2006, για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως του προσωπικού της Europol (EE C 311, σ. 1), έληξε στις 31 Αυγούστου 2005.

16      Την ημερομηνία αυτή, ο προσφεύγων επανεντάχθηκε στις υπηρεσίες της γερμανικής αστυνομίας, στις οποίες εργαζόταν ήδη πριν την 1η Σεπτεμβρίου 1999, οι οποίες τον απέσπασαν στη Europol από 1ης Σεπτεμβρίου 2005, με την ιδιότητα του αποσπασμένου εμπειρογνώμονα («seconded expert»). Η απόσπαση αυτή, η οποία αρχικώς έπρεπε να λήξει στις 28 Φεβρουαρίου 2007, παρατάθηκε μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου 2008, με τροποποίηση της συμβάσεως απόσπασης του προσφεύγοντος. Κατά τον προσφεύγοντα, από την αρχή της περιόδου της απόσπασής του, η Europol τον ενημέρωσε ότι, κατά τη λήξη της απόσπασης, θα μπορούσε να «επιστρέψει στη Europol ως υπάλληλος».

17      Στις 13 Ιουλίου 2007, η Europol δημοσίευσε προκήρυξη κενής θέσης, προκειμένου να καλύψει τη θέση του πρώτου αξιωματικού («first officer») στη μονάδα «Ναρκωτικά» (στο εξής: επίδικη θέση). Σύμφωνα με το σημείο 3.1 της προκηρύξεως κενής θέσης, με τον τίτλο «Γενικοί όροι (άρθρο 24 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως)», ο κάτοχος της επίδικης θέσης έπρεπε να «είναι μέλος των αρμόδιων εθνικών αρχών ενός από τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να απολαύει των πολιτικών του δικαιωμάτων (θέσεις που εμφαίνονται με έντονους χαρακτήρες)».

18      Ο προσφεύγων υπέβαλε υποψηφιότητα για την επίδικη θέση.

19      Η εξεταστική επιτροπή που προβλέπεται στο παράρτημα 2 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως προέβη σε μια πρώτη διαλογή των υποψηφίων, κατατάσσοντας τον προσφεύγοντα στην πρώτη θέση.

20      Στις 10 Οκτωβρίου 2007, ο προϊστάμενος της μονάδας «Ναρκωτικά» της Europol ενημέρωσε προφορικά τον προσφεύγοντα ότι η υποψηφιότητά του ήταν απαράδεκτη διότι δεν πληρούσε τους όρους του άρθρου 2, σημείο 4, της αποφάσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2006. Κατά την άποψη του προϊσταμένου της μονάδας «Ναρκωτικά», ο προσφεύγων, μετά τη λήξη της συμβάσεως που συνήψε με τη Europol για την περίοδο από 1ης Σεπτεμβρίου 1999 έως 31ης Αυγούστου 2005, δεν είχε απομακρυνθεί από κάθε θέση στη Europol επί 18 τουλάχιστον μήνες, όπως απαιτεί η εν λόγω διάταξη.

21      Στις 11 Οκτωβρίου 2007, ο προσφεύγων άσκησε διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως της Europol της 10ης Οκτωβρίου 2007, αμφισβητώντας την ερμηνεία του άρθρου 2, σημείο 4, της αποφάσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2006, στην οποία προέβη η Europol.

22      Η Europol, με απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2007, απέρριψε την ένσταση.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

23      Στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κάλεσε τους διαδίκους, σύμφωνα με το άρθρο 55, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, να προσκομίσουν ορισμένα έγγραφα.

24      Απαντώντας στην πρόσκληση προσκόμισης εγγράφων, ο προσφεύγων προσκόμισε συγκεκριμένα το αντίγραφο της συμβάσεως εργασίας που συνήψε με τη Europol για την περίοδο από 1ης Σεπτεμβρίου 1999 έως 31ης Αυγούστου 2005. Από την πλευρά της, η Europol προσκόμισε το αντίγραφο της προκηρύξεως κενής θέσης που αφορούσε την επίδικη θέση, έγγραφα που αφορούσαν δύο άλλους υποψήφιους στη διαδικασία επιλογής για την εν λόγω θέση, τους οποίους είχε αναφέρει ο προσφεύγων στο πλαίσιο του λόγου προσφυγής που στηρίζεται στην παραβίαση της «αρχής της ισότητας», καθώς και την περιγραφή καθηκόντων της θέσης του αποσπασμένου εμπειρογνώμονα στη μονάδα «Ναρκωτικά» («Job description for the Seconded Expert to the Drugs Unit»), που συνετάγη από τον προσφεύγοντα και εγκρίθηκε από τον προϊστάμενο της μονάδας «Ναρκωτικά» της Europol.

25      Ο προσφεύγων ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

–        να ακυρώσει την απόφαση της Europol, της 10ης Οκτωβρίου 2007, με την οποία δεν του επιτρέπεται να συμμετάσχει στη διαδικασία επιλογής για την κάλυψη της επίδικης θέσης·

–        να ακυρώσει την απόφαση με την οποία απορρίπτεται η διοικητική ένσταση της 23ης Οκτωβρίου 2007·

–        να καταδικάσει τη Europol στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένης της δικηγορικής αμοιβής.

26      Η Europol ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

 Επί του αντικειμένου της προσφυγής

27      Εκτός από την ακύρωση της αποφάσεως της Europol, της 10ης Οκτωβρίου 2007, με την οποία δεν του επιτρέπεται να συμμετάσχει στη διαδικασία επιλογής για την κάλυψη της επίδικης θέσης, ο προσφεύγων ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως της 23ης Οκτωβρίου 2007, με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική ένστασή του. Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι τα αιτήματα ακυρώσεως που στρέφονται ρητά κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως έχουν, στην περίπτωση που η απόφαση αυτή δεν έχει αυτοτελές περιεχόμενο, ως αποτέλεσμα να επιλαμβάνεται το Δικαστήριο της πράξεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η διοικητική ένσταση (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιανουαρίου 1989, 293/87, Vainker κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1989, σ. 23, σκέψη 8· απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Απριλίου 2006, T‑309/03, Camós Grau κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑1173, σκέψη 43· απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 4ης Σεπτεμβρίου 2008, F‑103/07, Duta κατά Δικαστηρίου, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 23, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου, υπόθεση T‑475/08 P).

28      Ο προσφεύγων έστρεψε τη διοικητική του ένσταση κατά της αποφάσεως της Europol της 10ης Οκτωβρίου 2007, με την οποία δεν του επιτρέπεται να συμμετάσχει στη διαδικασία επιλογής για την κάλυψη της επίδικης θέσης. Πρέπει, συνεπώς, να θεωρηθεί ότι η προσφυγή του προσφεύγοντος στρέφεται κατά της αποφάσεως αυτής.

 Σκεπτικό

29      Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων προβάλλει δύο λόγους αντλούμενους, αφενός, από εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 2, σημείο 4, της αποφάσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2006 και παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου και, αφετέρου, από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

30      Πρέπει να εξεταστεί πρώτα ο λόγος που αντλείται από την εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 2, σημείο 4, της αποφάσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2006 και την παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

31      Ο προσφεύγων υπενθυμίζει, κατ’ αρχάς, το περιεχόμενο του άρθρου 2, σημείο 4, της αποφάσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2006, σύμφωνα με το οποίο έπειτα από περίοδο 18 μηνών, κατά την οποία το πρώην μέλος του προσωπικού απομακρύνθηκε από κάθε θέση στη Europol («any Europol post»), και έπειτα από νέα διαδικασία επιλογής, κάθε σύμβαση εργασίας θεωρείται ως αρχική σύμβαση.

32      Ο προσφεύγων υποστηρίζει, στη συνέχεια, ότι, μετά τη σύμβασή του με τη Europol, η οποία έληξε στις 31 Αυγούστου 2005, εργάσθηκε στην υπηρεσία της Europol ως «αποσπασμένος εμπειρογνώμων». Η ιδιότητα όμως αυτή δεν περιλαμβάνεται στο παράρτημα 1 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως και, επομένως, ο προσφεύγων δεν έπρεπε να αποκλεισθεί από τη διαδικασία επιλογής για την επίδικη θέση λόγω του ότι δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 2, σημείο 4, της αποφάσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2006.

33      Ο προσφεύγων προσθέτει ότι η διάκριση στην οποία προβαίνει η Europol μεταξύ των εκφράσεων «Europol post» και «Europol Post», που γράφονται άλλοτε με πεζό και άλλοτε με κεφαλαίο αρχικό στοιχείο της λέξεως «post», δεν βρίσκει έρεισμα στην απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2006. Αν ήθελε υποτεθεί ότι υφίσταται εννοιολογική διάκριση, αυτή θα έπρεπε να καθίσταται σαφής στην εν λόγω απόφαση. Ο κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως, όπως και η απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2006, χρησιμοποιεί αδιακρίτως τις δύο αυτές εκφράσεις.

34      Τέλος, ο προσφεύγων επισημαίνει ότι εργάστηκε στην υπηρεσία της Europol επί έξι έτη, ενώ η προθεσμία μετά την πάροδο της οποίας πραγματοποιείται η «διαδοχική ανανέωση» του προσωπικού της Europol καθορίστηκε, εν τω μεταξύ, στα εννέα έτη.

35      Η Europol υπενθυμίζει, πρώτον, τον λόγο υπάρξεως του άρθρου 2, σημείο 4, της αποφάσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2006. Κατά την άποψη της Europol, το άρθρο 6 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως διέπει τις συμβάσεις των υπαλλήλων που καλύπτουν θέσεις που εμφαίνονται με έντονους χαρακτήρες («bold posts»), δηλαδή θέσεις που πληρώνονται αποκλειστικά με υπαλλήλους προερχόμενους από τις εθνικές διοικητικές υπηρεσίες της αστυνομίας και των τελωνείων οι οποίοι επανεντάσσονται, με τη λήξη της συμβάσεως που συνήψαν με τη Europol, στις αντίστοιχες διοικητικές υπηρεσίες. Δυνάμει του άρθρου 6 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, αυτές οι συμβάσεις έχουν, συνεπώς, περιορισμένη χρονική ισχύ, και για τον λόγο αυτόν το άρθρο 2, σημείο 4, της αποφάσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2006 προβλέπει ότι όποιος υπήρξε μέλος του προσωπικού της Europol δεν μπορεί να συνάψει εκ νέου σύμβαση με τη Europol παρά μόνο μετά την πάροδο μιας «περιόδου απουσίας» 18 μηνών.

36      Δεύτερον, η Europol υποστηρίζει ότι ο λόγος που προβάλλει ο προσφεύγων είναι αβάσιμος, υπό το πρίσμα τόσο του γράμματος όσο και του σκοπού του άρθρου 2, σημείο 4, της αποφάσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2006.

37      Κατ’ αρχάς, το άρθρο 2, σημείο 4, της αποφάσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2006 προβλέπει δύο προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς. Ο προσφεύγων πληρούσε την πρώτη προϋπόθεση, δηλαδή την προϋπόθεση να έχει αποτελέσει μέλος του προσωπικού της Europol. Αντιθέτως, ο προσφεύγων «δεν είχε απομακρυνθεί από κάθε θέση στη Europol» επί 18 τουλάχιστον μήνες. Η Europol υποστηρίζει, συναφώς, ότι για να «έχει απομακρυνθεί από κάθε θέση στη Europol», κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 4, της αποφάσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2006, το πρώην μέλος του προσωπικού της δεν πρέπει να διατηρεί κανένα νομικό ή πραγματικό δεσμό με τη Europol.

38      Ακολούθως, η Europol υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με την έκτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2006, τα κράτη που μετέχουν στη σύμβαση Europol επιθυμούν τα μέλη του προσωπικού της Europol που καλύπτουν θέσεις που εμφαίνονται με έντονους χαρακτήρες να εργάζονται για περιορισμένο χρόνο στην υπηρεσία της Europol, ώστε να καθίσταται δυνατή η «διαδοχική ανανέωσή» τους και, συνεπώς, η επανένταξή τους στις εθνικές διοικητικές υπηρεσίες από τις οποίες προέρχονταν. Κατά την άποψη της Europol, η έκφραση «απομακρύνθηκε από κάθε θέση στη Europol», που χρησιμοποιείται στο άρθρο 2, σημείο 4, της αποφάσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2006, πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν.

39      Εξάλλου, σύμφωνα με τη δέκατη πέμπτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2006, ένα πρώην μέλος του προσωπικού της Europol δεν μπορεί να υποβάλει υποψηφιότητα για νέα θέση παρά μόνο μετά την πάροδο μιας «περιόδου απουσίας», πράγμα που εξασφαλίζει την ισότητα μεταξύ όλων των υποψηφίων.

40      Στην προκειμένη περίπτωση, την επομένη της λήξεως της εξαετούς συμβάσεώς του με τη Europol, ο προσφεύγων αποσπάσθηκε από το κράτος του στη Europol ως «αποσπασμένος εμπειρογνώμων». Με την ιδιότητα αυτή συνέχισε να εργάζεται για λογαριασμό και υπό την επίβλεψη της Europol.

41      Τέλος, η Europol υποστηρίζει ότι ο προσφεύγων φέρει το βάρος να αποδείξει ότι πληροί όλες τις προϋποθέσεις του άρθρου 2, σημείο 4, της αποφάσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2006. Ο προσφεύγων όμως περιορίζεται, κατ’ ουσίαν, στο να αρνείται τη διάκριση μεταξύ των εκφράσεων «Europol post» και «Europol Post» στις οποίες η λέξη «post» αναγράφεται άλλοτε με πεζό «p» και άλλοτε με κεφαλαίο «p».

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

42      Το άρθρο 2, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως ορίζει, κατ’ αρχάς, ότι «[θ]εωρείται “υπάλληλος της Europol” κατά την έννοια του […] κανονισμού [υπηρεσιακής καταστάσεως] ο υπάλληλος ο οποίος προσλαμβάνεται για να καταλάβει θέση που περιλαμβάνεται στον πίνακα θέσεων του [παραρτήματος] 1, εξαιρουμένων των θέσεων που προορίζονται για τους τοπικούς υπαλλήλους».

43      Το άρθρο 2, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως διακρίνει, ακολούθως, μεταξύ «[των θέσεων που] μπορ[ούν] να πληρωθ[ούν] μόνο με προσωπικό προερχόμενο από τις αρμόδιες εθνικές αρχές όπως ορίζονται στο άρθρο 2, παράγραφος 4, της συμβάσεως Europol [και των θέσεων που] μπορ[ούν] επίσης να πληρωθ[ούν] με άλλο προσωπικό».

44      Τέλος, από το άρθρο 2, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως προκύπτει ότι στο προσωπικό που προσλαμβάνεται για θέση η οποία μπορεί να πληρωθεί μόνο με προσωπικό προερχόμενο από τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 4, της συμβάσεως Europol μπορεί να προσφερθεί μόνο σύμβαση ορισμένου χρόνου για τη θέση αυτή. Η διάταξη αυτή παραπέμπει στο άρθρο 6 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως που ορίζει μέγιστη διάρκεια απασχόλησης για κάθε σύμβαση ορισμένου χρόνου. Η διάρκεια αυτή, ανερχόμενη σε εννέα έτη, ήταν έξι ετών πριν την τροποποίηση του άρθρου 6 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως με την απόφαση του Συμβουλίου της 4ης Δεκεμβρίου 2006 για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως του προσωπικού της Europol.

45      Στην προκειμένη περίπτωση, η θέση που κατείχε ο προσφεύγων από την 1η Σεπτεμβρίου 1999 έως την 31η Αυγούστου 2005 υπαγόταν στον χρονικό περιορισμό που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, πράγμα που οδήγησε τον προσφεύγοντα να εγκαταλείψει τη θέση του στις 31 Αυγούστου 2005.

46      Πρέπει όμως να επισημανθεί ότι ο κανόνας που προβλέπει μέγιστη διάρκεια της συμβάσεως εργασίας για τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως δεν στερεί από τη Europol τη δυνατότητα να συνάψει εκ νέου σύμβαση εργασίας με τα πρόσωπα αυτά, μετά την απομάκρυνσή τους επί 18 μήνες από κάθε θέση στη Europol. Πράγματι, το άρθρο 2, σημείο 4, της αποφάσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2006 ορίζει ότι «[έ]πειτα από μια περίοδο 18 μηνών, κατά την οποία το πρώην μέλος του προσωπικού απομακρύνθηκε από κάθε θέση στη Europol, και έπειτα από νέα διαδικασία επιλογής, κάθε νέα σύμβαση εργασίας θα θεωρείται ως αρχική σύμβαση».

47      Το επίδικο ζήτημα στην παρούσα υπόθεση είναι το κατά πόσον η θέση που κατείχε ο προσφεύγων από την 1η Σεπτεμβρίου 1999, με αρχικά προβλεπόμενη διάρκεια 18 μηνών, που παρατάθηκε στη συνέχεια μέχρι την 28η Φεβρουαρίου 2008, ήταν θέση που απέκλειε, σύμφωνα με το άρθρο 2, σημείο 4, της αποφάσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2006, την επιλογή του προσφεύγοντα για την επίδικη θέση.

48      Η Europol δεν υποστηρίζει ότι ο προσφεύγων, ως εμπειρογνώμων αποσπασμένος στη Europol μεταξύ της 1ης Σεπτεμβρίου 2005 και της 28ης Φεβρουαρίου 2008, κατείχε θέση αναφερόμενη στο παράρτημα 1 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως. Υποστηρίζει όμως ότι το άρθρο 2, σημείο 4, της αποφάσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2006, όταν αναφέρεται σε «κάθε θέση στη Europol» («any Europol post»), δεν περιορίζει τις θέσεις της Europol σε αυτές που αναφέρονται στο παράρτημα 1 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως. Προς στήριξη της απόψεως αυτής, η Europol είχε επισημάνει, στην απόφαση με την οποία απέρριψε τη διοικητική ένσταση που υπέβαλε ο προσφεύγων, ότι το γράμμα του άρθρου 2, σημείο 4, της αποφάσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2006 δεν αναφέρεται στον ορισμό της έκφρασης «Europol Post», που προβλέπεται στο άρθρο 1, σημείο 1, της εν λόγω αποφάσεως. Κατά την άποψη της Europol, το γεγονός ότι η λέξη «post» που χρησιμοποιείται στο άρθρο 2, σημείο 4, της αποφάσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2006 δεν γράφεται με κεφαλαίο «p», όπως συμβαίνει στο άρθρο 1, σημείο 1, της εν λόγω αποφάσεως, σημαίνει, πράγματι, ότι η έκφραση «Europol post» αφορά κάθε θέση στο πλαίσιο της Europol και όχι μόνον αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 1, σημείο 1, της αποφάσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2006.

49      Με την προσφυγή του, ο προσφεύγων αρνείται αυτό το επιχείρημα της Europol, η οποία δεν αντέδρασε, με το υπόμνημα αντικρούσεως, σε αυτή την ένσταση του προσφεύγοντα. Απαντώντας όμως σε ερώτηση που έθεσε ο εισηγητής δικαστής κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Europol διευκρίνισε ότι εμμένει τελικώς στο επιχείρημά της σχετικά με τις συνέπειες που πρέπει να συναχθούν από τη χρήση της λέξεως «post» με πεζό «p» στο άρθρο 2, σημείο 4, της αποφάσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2006.

50      Η Europol υποστηρίζει, εξάλλου, ότι το γράμμα του άρθρου 2, σημείο 4, της αποφάσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2006 επιβεβαιώνει την ερμηνεία που υιοθετεί σχετικά με τις διατάξεις του άρθρου αυτού, εφόσον η διάταξη αυτή αναφέρεται σε κάθε θέση της Europol («detached from any Europol post»), πράγμα που αποδεικνύει ότι το εν λόγω άρθρο 2, σημείο 4, απαιτεί όχι μόνον την απουσία κάθε νομικού δεσμού, αλλά επίσης και την απουσία πραγματικού δεσμού μεταξύ της Europol και του πρώην μέλους του προσωπικού.

51      Τέλος, η Europol υποστηρίζει ότι η γραμματική ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 2, σημείο 4, της αποφάσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2006, στην οποία προβαίνει, ενισχύεται από την ανάλυση του σκοπού που επιδιώκουν οι διατάξεις αυτές.

52      Πρέπει, κατ’ αρχάς, να εξεταστεί κατά πόσο μια γραμματική ερμηνεία του άρθρου 2, σημείο 4, της αποφάσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2006 επιβεβαιώνει τη βασιμότητα της απόψεως της Europol.

53      Όσον αφορά, αφενός, το ζήτημα του κατά πόσον, στην έκφραση «Europol post», πρέπει να αποδοθεί διαφορετική έννοια στη λέξη «post», αναλόγως του αν γράφεται με κεφαλαίο «p» ή με πεζό «p», πρέπει να επισημανθεί, πρώτον, ότι, στο άρθρο 1 της αποφάσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2006, όλοι οι όροι, των οποίων το άρθρο αυτό περιέχει τους ορισμούς, αρχίζουν με κεφαλαίο γράμμα.

54      Δεύτερον, από την ανάγνωση της αποφάσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2006 προκύπτει ότι, στο σύνολο των διατάξεων της αποφάσεως αυτής (άρθρο 1, σημείο 7, άρθρο 1, σημείο 8, άρθρο 5, σημείο 5, άρθρο 5, σημείο 5.1, άρθρο 5, σημείο 5.2) και όχι μόνο στο άρθρο 2, σημείο 4, η έκφραση «Europol post» γράφεται με πεζό «p» στη λέξη «post», ενώ ο όρος αυτός δεν έχει, προφανώς, σε όλες αυτές τις διατάξεις διαφορετικό περιεχόμενο από αυτό που ορίζεται στο άρθρο 1, σημείο 1, της αποφάσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2006, διαφορετικά θα στερείτο περιεχομένου ο ορισμός της έκφρασης «Europol Post» που προβλέπει το άρθρο αυτό. Έτσι, η ίδια η απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2006 δεν καθιερώνει συστηματική διάκριση μεταξύ των εκφράσεων «Europol Post» και «Europol post», αναλόγως του αν η λέξη «post» γράφεται με κεφαλαίο «p»ή με πεζό «p».

55      Τρίτον, πρέπει να επισημανθεί ότι το παράρτημα 1 στο αγγλικό κείμενο του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως χρησιμοποιεί τη λέξη «post» με πεζό «p», τόσο στον τίτλο όσο και στο σώμα του κειμένου.

56      Τέλος, εάν ο συντάκτης της αποφάσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2006 σκόπευε να θεσπίσει διάκριση μεταξύ των εκφράσεων «Europol post» και «Europol Post», η ορθή σύνταξη νομοθετικών κειμένων θα επέβαλλε αυτό να φαίνεται σαφώς στην απόφαση, πράγμα που δεν συνέβη.

57      Όσον αφορά, αφετέρου, το επιχείρημα, σύμφωνα με το οποίο η χρήση της λέξεως «any», στο πλαίσιο της έκφρασης «any Europol post» που χρησιμοποιείται στο άρθρο 2, σημείο 4, της αποφάσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2006 αποδεικνύει ότι η εν λόγω έκφραση καλύπτει όλους τους τύπους εργασιακής σχέσης και όχι μόνον τις θέσεις που αναφέρονται στο παράρτημα 1 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το επιχείρημα αυτό δεν είναι πειστικό. Πράγματι, η έκφραση αυτή θα μπορούσε επίσης να νοηθεί ως καλύπτουσα οποιαδήποτε θέση κατά την έννοια του ορισμού της έκφρασης «Europol Post» που προβλέπει το άρθρο 1, σημείο 1, της αποφάσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2006. Πρέπει, συναφώς, να επισημανθεί ότι η έκφραση «Europol Post» ορίζεται στο άρθρο 1, σημείο 1, της αποφάσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2006 ως «any post» που περιέχεται στον πίνακα του παραρτήματος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως. Επιπλέον, οι διατάξεις του άρθρου 1, σημεία 7 και 8, της αποφάσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2006 χρησιμοποιούν την έκφραση «any Europol post», ενώ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι διατάξεις αυτές αφορούν αποκλειστικά τις θέσεις που ορίζονται στο άρθρο 1, σημείο 1, της εν λόγω αποφάσεως.

58      Κατόπιν όλων των ανωτέρω, η γραμματική ερμηνεία του άρθρου 2, σημείο 4, της αποφάσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2006 δεν επιτρέπει να αποδοθεί στην έκφραση «Europol post» περιεχόμενο διαφορετικό από αυτό της έκφρασης «Europol Post» που ορίζεται στο άρθρο 1, σημείο 1, της εν λόγω αποφάσεως και, συνεπώς, να επιβεβαιωθεί η άποψη της Europol, σύμφωνα με την οποία η έκφραση «any Europol post» καλύπτει επίσης και άλλες θέσεις εκτός από αυτές που αναφέρονται στο παράρτημα 1 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.

59      Εν προκειμένω πρέπει να θεωρηθεί ότι ο προσφεύγων, κατέχοντας, για την περίοδο από την 1η Σεπτεμβρίου 2005 έως την 28η Φεβρουαρίου 2008, θέση εμπειρογνώμονα αποσπασμένου στη Europol, που δεν περιλαμβάνεται στον πίνακα του παραρτήματος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, «απομακρύνθηκε από κάθε θέση στη Europol», κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 4, της αποφάσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2006.

60      Πράγματι, είναι βέβαιο ότι ουδεμία σύμβαση συνήφθη μεταξύ του προσφεύγοντος και της Europol για την περίοδο από την 1η Σεπτεμβρίου 2005 έως την 28η Φεβρουαρίου 2008. Η απόσπαση του προσφεύγοντος, ως εμπειρογνώμονος, στη Europol είναι απόρροια συμφωνίας που συνήφθη μεταξύ της Europol και του «Polizeipräsident in Berlin» και καθορίζει το καθεστώς, τα καθήκοντα, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του προσφεύγοντος. Εξάλλου, πρέπει να παρατηρηθεί ότι ούτε ο κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως ούτε οι αποφάσεις της Europol τις οποίες προσκόμισε στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης προβλέπουν διατάξεις που αφορούν τους αποσπασμένους εμπειρογνώμονες. Από τις διαπιστώσεις αυτές προκύπτει ότι ο προσφεύγων, ως αποσπασμένος εμπειρογνώμων, ήταν Γερμανός αστυνομικός υπάλληλος, που είχε τεθεί στη διάθεση της Europol από τη γερμανική αστυνομία στο πλαίσιο και με τους όρους που προβλέπονται στη συμφωνία.

61      Απομένει ακόμη να εξεταστεί κατά πόσον οι περιστάσεις που επικαλέστηκε η Europol μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση το συμπέρασμα αυτό.

62      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι ένας από τους σκοπούς που επιδιώκεται με τον καθορισμό μέγιστης διάρκειας υπηρεσίας, που προβλέπεται στο άρθρο 6 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, είναι, σύμφωνα με την έκτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2006, να εξασφαλιστεί η «διαδοχική ανανέωση» του προσωπικού, με την υποχρέωση των προσώπων που συμπλήρωσαν τη μέγιστη διάρκεια υπηρεσίας στη Europol να επανενταχθούν στις υπηρεσίες της εθνικής αρχής του κράτους τους.

63      Στην προκειμένη όμως περίπτωση, η Europol προσκόμισε ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης το έγγραφο «Job Description for the Seconded Expert to the Drugs Unit», με ημερομηνία 19 Ιουλίου 2006, που συνέταξε ο προσφεύγων και ενέκρινε ο προϊστάμενος της μονάδας «Ναρκωτικά» της Europol, από το οποίο προκύπτει ότι ο προσφεύγων όφειλε να συμμετέχει ενεργά στις τακτικές εργασίες της μονάδας αυτής, ότι όφειλε επίσης, σε ορισμένες περιπτώσεις, να εκπροσωπεί τη Europol και ότι ήταν υποχρεωμένος να αντικαθιστά τον προϊστάμενο της μονάδας «Ναρκωτικά» κατά την απουσία του. Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι στο εν λόγω έγγραφο αναφέρεται ότι «[μ]ε την ιδιότητα του αποσπασμένου εμπειρογνώμονα και στο πλαίσιο των καθηκόντων του επιτηρεί και συντονίζει τις λειτουργικές δραστηριότητες των διαφόρων τμημάτων της μονάδας “Ναρκωτικά”, εγκρίνει και επιτρέπει τη διανομή, σε εξωτερικούς συνεργάτες, των υπηρεσιακών εγγράφων, εκθέσεων και λοιπών, δίνει συνεντεύξεις στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και συμβουλεύει τον προϊστάμενο της μονάδας “Ναρκωτικά” για ζητήματα πολιτικής. Ο προϊστάμενος της μονάδας “Ναρκωτικά” και ο αποσπασμένος εμπειρογνώμων συσκέπτονται σε καθημερινή βάση» («[i]n his capacity as Seconded Expert and his special tasking, he supervises and co-ordinates the operational activities in the various Sections of the Drugs Unit, approves and authorises the distribution, to external partners, of operational documents, reports and other products, gives interviews to the media and advises the Head of the Drugs Unit on policy matters[; d]aily meetings between the Head of the Drugs Unit and the Seconded Expert take place»).

64      Εξάλλου, η Europol υποστήριξε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι ο προσφεύγων εκτελούσε τα ίδια ακριβώς καθήκοντα με την ιδιότητα του πρώτου αξιωματικού («first officer») στη μονάδα «Ναρκωτικά» όπως και με την ιδιότητα του αποσπασμένου εμπειρογνώμονα. Ουδεμία μεταβολή καθηκόντων έλαβε χώρα και ο προσφεύγων παρέμεινε ο αναπληρωτής προϊστάμενος («deputy head») της μονάδας αυτής. Η Europol επεσήμανε επίσης ότι ο προσφεύγων δεν εργάσθηκε στο Βερολίνο μετά τη λήξη της συμβάσεώς του στις 31 Αυγούστου 2005.

65      Κατά την επ’ ακροατηρίου πάντοτε συζήτηση, η Europol εξήγησε ότι, κατά τη λήξη της συμβάσεως του προσφεύγοντος, στις 31 Αυγούστου 2005, εκτιμήσεις πρακτικής φύσεως την οδήγησαν να εξακολουθήσει να απασχολεί τον προσφεύγοντα στην υπηρεσία της υπό διαφορετικό καθεστώς.

66      Ο προσφεύγων δεν αμφισβητεί ότι το έγγραφο «Job Description for the Seconded Expert to the Drugs Uni» αντικατοπτρίζει ορθά τα καθήκοντα που του είχαν ανατεθεί. Ο εκπρόσωπος όμως του προσφεύγοντος δήλωσε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι δεν είχε «την εντύπωση ότι επρόκειτο για δραστηριότητες ή εργασίες πανομοιότυπες [με αυτές που είχε ασκήσει ο προσφεύγων ως πρώτος αξιωματικός (“first officer”)]· εάν συνέβαινε αυτό, [ο προσφεύγων δεν θα είχε] θεωρήσει αναγκαίο να προβεί σε νέα περιγραφή καθηκόντων». Εξάλλου, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι, ως αποσπασμένος εμπειρογνώμων, δεν θα είχε το δικαίωμα να ασκεί τα καθήκοντα του αναπληρωτή προϊσταμένου («deputy head») της μονάδας «Ναρκωτικά», δεδομένου ότι τα καθήκοντα αυτά δεν μπορούν να ασκηθούν παρά μόνον από μέλος του προσωπικού της Europol.

67      Από την εξέταση του νομικού και πραγματικού καθεστώτος του προσφεύγοντος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του αποσπασμένου εμπειρογνώμονος προκύπτει ότι, έστω και αν ο προσφεύγων επανεντάχθηκε τυπικά στη γερμανική αστυνομία την 1η Σεπτεμβρίου 2005, στην πραγματικότητα συνέχισε να ασκεί, κατ’ ουσίαν, τα ίδια καθήκοντα που ασκούσε προηγουμένως, υπό διαφορετικό νομικό καθεστώς. Ο προσφεύγων δεν απέδειξε, εξάλλου, ως προς τι είχε αλλάξει ουσιωδώς η εργασία του μετά την 1η Σεπτεμβρίου 2005.

68      Πρέπει όμως να επισημανθεί ότι η ίδια η Europol, αφενός μεν, απαίτησε την απομάκρυνση του προσφεύγοντα από τη θέση του στις 31 Αυγούστου 2005, ώστε να τηρηθεί το όριο διάρκειας της συμβάσεως και των ανανεώσεών της που επιβάλλει το άρθρο 6 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως. Αφετέρου δε, η Europol δέχθηκε να συνεχίσει ο προσφεύγων να εργάζεται στην υπηρεσία της ως αποσπασμένος εμπειρογνώμων, πράγμα που, στην πραγματικότητα, εξασφάλισε συνέχεια στην άσκηση, στο πλαίσιο της Europol, των καθηκόντων του προσφεύγοντος, ο οποίος έτσι δεν χρειάστηκε να επανενταχθεί πραγματικά στις υπηρεσίες των εθνικών του αρχών.

69      Υπό τις συνθήκες αυτές, η Europol δεν δύναται εγκύρως να στηριχθεί στις περιστάσεις που αναφέρονται στις σκέψεις 63 έως 65 της παρούσας αποφάσεως για να υποστηρίξει μια ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 2, σημείο 4, της αποφάσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2006 που θα ήταν αντίθετη στη σαφή και μονοσήμαντη διατύπωσή τους. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, σε περίπτωση μη υπάρξεως προπαρασκευαστικών εργασιών που να εκφράζουν σαφώς την πρόθεση των συντακτών μιας διατάξεως, δεν μπορεί κανείς να στηριχτεί παρά μόνο στο περιεχόμενο της διατάξεως όπως διατυπώθηκε και να της αποδώσει την έννοια που προκύπτει από τη γραμματική και λογική ερμηνεία της (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Ιουνίου 1961, 15/60, Simon κατά Δικαστηρίου, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 607· απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 14ης Δεκεμβρίου 2006, F‑10/06, André κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑1‑183 και II‑A‑1‑755, σκέψη 44). Έτσι, η ερμηνεία που προκύπτει από το γράμμα ενός νομοθετήματος δεν μπορεί να υποκατασταθεί από ερμηνεία που στηρίζεται σε εκτιμήσεις πραγματικής φύσεως αντλούμενες από μια συγκεκριμένη περίπτωση.

70      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο λόγος που αντλείται από την εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 2, σημείο 4, της αποφάσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2006 πρέπει να γίνει δεκτός. Κατά συνέπεια, πρέπει να ακυρωθεί η απόφαση της Europol της 10ης Οκτωβρίου 2007, χωρίς να χρειάζεται να εξετασθούν οι υπόλοιποι λόγοι ακυρώσεως που επικαλείται ο προσφεύγων.

 Επί των δικαστικών εξόδων

71      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

72      Δεδομένου ότι η Europol ηττήθηκε και ο προσφεύγων είχε υποβάλει αίτημα να καταδικαστεί η καθής στα δικαστικά έξοδα, πρέπει να καταδικαστεί η Europol στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (Europol), της 10ηςΟκτωβρίου 2007, με την οποία δεν επιτρέπεται στον J. Mölling να συμμετάσχει στη διαδικασία επιλογής που διοργανώθηκε για να καλυφθεί θέση πρώτου αξιωματικού («first officer») στη μονάδα «Ναρκωτικά» της Europol.

2)      Καταδικάζει τη Europol στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Van Raepenbusch

Boruta

Kanninen

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 4 Ιουνίου 2009.

Η Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

      H. Kanninen

Τα κείμενα της παρούσας αποφάσεως καθώς και των παρατιθέμενων σ’ αυτή αποφάσεων των κοινοτικών δικαστηρίων που δεν έχουν δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή διατίθενται στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου www.curia.europa.eu


* Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.