Language of document : ECLI:EU:C:2005:542

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 13ης Σεπτεμβρίου 2005 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως – Άρθρα 29 ΕΕ, 31, στοιχείο ε΄, ΕΕ, 34 ΕΕ και 47 ΕΕ – Απόφαση-πλαίσιο 2003/80/ΔΕΥ – Προστασία του περιβάλλοντος – Ποινικές κυρώσεις – Αρμοδιότητα της Κοινότητας – Νομική Βάση – Άρθρο 175 ΕΚ»

Στην υπόθεση C-176/03,

με αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 35 ΕΕ, ασκηθείσα στις 15 Απριλίου 2003,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους M. Petite, J.-F. Pasquier και W. Bogensberger, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από:

το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τους G. Garzón Clariana, H. Duintjer Tebbens και A. Baas, καθώς και από την Gómez-Leal, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

παρεμβαίνον,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπουμένου από τους J.-C. Piris και J. Schutte, καθώς και από την K. Michoel, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθού,

υποστηριζομένου από:

το Βασίλειο της Δανίας, εκπροσωπούμενο από τον J. Molde,

την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τους W.‑D. Plessing και A. Dittrich,

την Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τις E.‑Μ. Μαμούνα και Μ. Τασσοπούλου, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

το Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από την N. Díaz Abad, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

τη Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους G. de Bergues, F. Alabrune και E. Puisais,

την Ιρλανδία, εκπροσωπούμενη από τον D. O’Hagan, επικουρούμενο από τους P. Gallagher και E. Fitzsimons, SC, καθώς και από τον E. Regan, BL, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενο από τις H. G. Sevenster και C. Wissels,

την Πορτογαλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους L. Fernandes και A. Fraga Pires,

τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, εκπροσωπούμενη από την A. Guimaraes-Purokoski, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

το Βασίλειο της Σουηδίας, εκπροσωπούμενο από τον A. Kruse, καθώς και από τις K. Wistrand και A. Falk,

το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο από την C. Jackson, επικουρούμενη από τον R. Plender, QC,

παρεμβαίνοντες,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, P. Jann, C. W. A. Timmermans, A. Rosas, R. Silva de Lapuerta και A. Borg Barthet, προέδρους τμήματος, M R. Schintgen (εισηγητή), N. Colneric, S. von Bahr, J. N. Cunha Rodrigues, Γ. Αρέστη, Μ. Ilešič και J. Malenovský, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer

γραμματέας: K. Sztranc, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 5ης Απριλίου 2005,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που διατύπωσε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 26ης Μαΐου 2005,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή της, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο να ακυρώσει την απόφαση-πλαίσιο 2003/80/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 2003, σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος μέσω του ποινικού δικαίου (ΕΕ L 29, σ. 55, στο εξής: απόφαση-πλαίσιο).

 Το νομικό πλαίσιο και το ιστορικό της διαφοράς

2        Στις 27 Ιανουαρίου 2003, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως εξέδωσε, με πρωτοβουλία του Βασιλείου της Δανίας, την απόφαση-πλαίσιο.

3        Η απόφαση-πλαίσιο, στηριζόμενη στον τίτλο VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδίως δε στα άρθρα 29 ΕΕ, 31, στοιχείο ε΄, ΕΕ και 34, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, ΕΕ, όπως ίσχυαν πριν από την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης της Νίκαιας, αποτελεί, όπως προκύπτει από τις τρεις πρώτες αιτιολογικές σκέψεις της, το μέσο με το οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση προτίθεται να αντιδράσει συντονισμένα στην ανησυχητική αύξηση των αδικημάτων κατά του περιβάλλοντος.

4        Η απόφαση-πλαίσιο ορίζει ορισμένα αδικήματα κατά του περιβάλλοντος, για τα οποία τα κράτη μέλη καλούνται να προβλέψουν κυρώσεις ποινικής φύσεως.

5        Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 2 της αποφάσεως-πλαίσιο, που τιτλοφορείται «αδικήματα εκ προθέσεως»:

«Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να θεωρούνται ως ποινικά αδικήματα βάσει του εσωτερικού δικαίου του:

α)       η απόρριψη, εκπομπή ή εισαγωγή στην ατμόσφαιρα, στο έδαφος ή στα ύδατα ποσότητας ουσιών ή ιονιζουσών ακτινοβολιών που προξενεί θάνατο ή σοβαρές σωματικές βλάβες σε οιοδήποτε πρόσωπο·

β)       η παράνομη απόρριψη, εκπομπή ή εισαγωγή στην ατμόσφαιρα, στο έδαφος ή στα ύδατα ποσότητας ουσιών ή ιονιζουσών ακτινοβολιών που προξενεί ή ενδέχεται να προξενήσει διαρκή ή ουσιώδη υποβάθμισή τους ή θάνατο ή σοβαρές σωματικές βλάβες σε πρόσωπο, ή ουσιώδη ζημία σε προστατευόμενα μνημεία ή άλλα αντικείμενα, αγαθά, ζώα ή φυτά·

γ)       η παράνομη διάθεση, επεξεργασία, αποθήκευση, μεταφορά, εξαγωγή ή εισαγωγή αποβλήτων, περιλαμβανομένων των επικίνδυνων αποβλήτων, που προξενεί ή ενδέχεται να προξενήσει θάνατο ή σοβαρές σωματικές βλάβες σε πρόσωπο ή ουσιώδη ζημία στην ποιότητα του αέρα, του εδάφους, των υδάτων, σε ζώα ή φυτά·

δ)       η παράνομη λειτουργία εργοστασίου στο οποίο αναπτύσσεται επικίνδυνη δραστηριότητα και η οποία, στον εκτός εργοστασίου χώρο, προξενεί ή ενδέχεται να προξενήσει θάνατο ή σοβαρές σωματικές βλάβες σε πρόσωπο ή ουσιώδη ζημία στην ποιότητα του αέρα, του εδάφους, των υδάτων, σε ζώα ή φυτά·

ε)       η παράνομη παρασκευή, επεξεργασία, αποθήκευση, χρήση, μεταφορά, εξαγωγή ή εισαγωγή πυρηνικών υλικών ή άλλων επικίνδυνων ραδιενεργών ουσιών που προξενεί ή ενδέχεται να προξενήσει θάνατο ή σοβαρές σωματικές βλάβες σε πρόσωπο ή ουσιώδη ζημία στην ποιότητα του αέρα, του εδάφους, των υδάτων, σε ζώα ή φυτά·

στ)       η παράνομη κατοχή, σύλληψη, βλάβη, θανάτωση ή εμπορία προστατευόμενων ειδών της άγριας χλωρίδας και πανίδας ή μερών αυτών, τουλάχιστον όπου απειλείται αφανισμός τους όπως ορίζεται από το εθνικό δίκαιο·

ζ)       η παράνομη εμπορία ουσιών που καταστρέφουν τη στιβάδα του όζοντος,

εφόσον διαπράττονται εκ προθέσεως.»

6        Το άρθρο 3 της αποφάσεως-πλαίσιο, που τιτλοφορείται «αδικήματα εξ αμελείας», ορίζει τα εξής:

«Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να θεωρούνται ποινικά αδικήματα βάσει του εσωτερικού δικαίου του τα αδικήματα του άρθρου 2 όταν αυτά διαπράττονται εξ αμελείας ή, τουλάχιστον, εκ βαρείας αμελείας.»

7        Το άρθρο 4 της αποφάσεως-πλαίσιο προβλέπει ότι κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε η συμμετοχή ή η ηθική αυτουργία στις πράξεις του άρθρου 2 της αποφάσεως αυτής να θεωρούνται αξιόποινες πράξεις.

8        Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαίσιο προβλέπει ότι οι θεσπιζόμενες κατά τα ανωτέρω ποινικές κυρώσεις πρέπει να είναι «ουσιαστικές, αναλογικές και αποτρεπτικές» και ότι, μεταξύ αυτών, πρέπει να περιλαμβάνεται, «στις σοβαρότερες τουλάχιστον περιπτώσεις, [η στέρηση] της προσωπικής ελευθερίας, η οποία δυνατόν να καταλήγει σε έκδοση». Η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου προσθέτει ότι, παράλληλα με τις εν λόγω κυρώσεις, «είναι δυνατόν να επιβάλλονται ή να λαμβάνονται άλλες κυρώσεις και μέτρα».

9        Το άρθρο 6 της αποφάσεως-πλαίσιο ρυθμίζει την ευθύνη, εκ πράξεως ή εκ παραλείψεως, των νομικών προσώπων και το άρθρο 7 της ίδιας αποφάσεως ορίζει τις κυρώσεις που πρέπει να τους επιβάλλονται, «συμπεριλαμβανομένων των ποινικών ή μη ποινικών προστίμων και ενδεχομένως άλλων κυρώσεων».

10      Τέλος, το άρθρο 8 της αποφάσεως-πλαίσιο αφορά τη δικαιοδοσία και το άρθρο 9 προβλέπει τη δίωξη που ασκεί ένα κράτος μέλος το οποίο δεν εκδίδει τους υπηκόους του.

11      Η Επιτροπή εξέφρασε στα διάφορα όργανα του Συμβουλίου τη διαφωνία της όσον αφορά τη νομική βάση που αυτό χρησιμοποίησε για να επιβάλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση προβλέψεως ποινικών κυρώσεων κατά των προσώπων που διαπράττουν αδικήματα κατά του περιβάλλοντος. Η Επιτροπή φρονεί, συγκεκριμένα, ότι ορθή συναφώς νομική βάση αποτελεί το άρθρο 175, παράγραφος 1, ΕΚ και είχε εξάλλου υποβάλει, στις 15 Μαρτίου 2001, πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος μέσω του ποινικού δικαίου (ΕΕ C 180, σ. 238, στο εξής: πρόταση οδηγίας), η οποία στηριζόταν στο εν λόγω άρθρο και απαριθμούσε στο παράρτημά της τις πράξεις κοινοτικού δικαίου τις οποίες αφορούσαν οι συνιστώσες αδικήματα δραστηριότητες που απαριθμούνταν στο άρθρο 3 της προτάσεως αυτής.

12      Στις 9 Απριλίου 2002, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διατύπωσε τη γνώμη του τόσο επί της προτάσεως οδηγίας, σε πρώτη ανάγνωση, όσο και επί του σχεδίου της αποφάσεως-πλαίσιο.

13      Το Κοινοβούλιο συμφώνησε με την προσέγγιση που πρότεινε η Επιτροπή όσον αφορά το εύρος των κοινοτικών αρμοδιοτήτων, κάλεσε δε το Συμβούλιο να καταστήσει την απόφαση-πλαίσιο ένα συμπληρωματικό μέσο της εκδοθησομένης οδηγίας, σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος μέσω του ποινικού δικαίου, για τις πτυχές και μόνον της δικαστικής συνεργασίας και να απόσχει από την έκδοση της αποφάσεως-πλαίσιο πριν την υιοθέτηση της προτάσεως οδηγίας [βλ. τα κείμενα που ψήφισε το Κοινοβούλιο στις 9 Απριλίου 2002 και τα οποία φέρουν τους αριθμούς A5‑0099/2002 (πρώτη ανάγνωση) και A5‑0080/2002].

14      Το Συμβούλιο δεν ενέκρινε την πρόταση οδηγίας, αλλά η πέμπτη και η έβδομη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως-πλαίσιο έχουν ως εξής:

«(5)      Το Συμβούλιο θεωρεί ότι είναι σκόπιμο να εισαχθούν στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο ορισμένες ουσιαστικές διατάξεις της προτεινόμενης οδηγίας, ιδίως αυτές που ορίζουν τις πράξεις οι οποίες δέον να θωρούνται αξιόποινες στο πλαίσιο του εσωτερικού δικαίου των κρατών μελών.

[…]

(7)       Το Συμβούλιο εξέτασε τη σχετική πρόταση, συμπέρανε όμως ότι η απαιτούμενη για την έγκρισή της από το Συμβούλιο πλειοψηφία δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί. Η πλειοψηφία κρίνει ότι η πρόταση υπερβαίνει τα όρια των εξουσιών που παρέχει στην Κοινότητα η Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ότι οι επιδιωκόμενοι στόχοι είναι εφικτοί με τη θέσπιση απόφασης-πλαίσιο βασισμένης στον τίτλο VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Περαιτέρω, το Συμβούλιο θεωρεί ότι η παρούσα απόφαση-πλαίσιο, βάσει του άρθρου 34 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, συνιστά μια ενδεδειγμένη πράξη για να επιβληθεί στα κράτη μέλη η υποχρέωση να προβλέψουν ποινικές κυρώσεις. Ο χαρακτήρας της τροποποιημένης πρότασης που υπέβαλε η Επιτροπή δεν είναι τέτοιος που να επιτρέψει στο Συμβούλιο να αλλάξει εν προκειμένω τη θέση του.»

15      Η Επιτροπή προσάρτησε την ακόλουθη δήλωση στο πρακτικό της συνεδριάσεως του Συμβουλίου κατά την οποία εγκρίθηκε η απόφαση-πλαίσιο:

«Η Επιτροπή θεωρεί ότι το σχέδιο απόφασης δεν είναι το κατάλληλο νομικό μέσο βάσει του οποίου θα μπορούν τα κράτη μέλη να επιβάλλουν κυρώσεις ποινικού χαρακτήρα σε εθνικό επίπεδο στην περίπτωση αδικημάτων κατά του περιβάλλοντος.

Η Επιτροπή, όπως πλειστάκις επεσήμανε στα όργανα του Συμβουλίου, θεωρεί ότι στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων που της απονέμονται για την επίτευξη των στόχων του άρθρου 2 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η Κοινότητα έχει αρμοδιότητα να απαιτεί από τα κράτη μέλη να επιβάλλουν κυρώσεις σε εθνικό επίπεδο –συμπεριλαμβανομένων, ενδεχομένως, ποινικών κυρώσεων– όταν αυτό είναι αναγκαίο για την επίτευξη κοινοτικού στόχου.

Αυτό ισχύει και για περιβαλλοντικά θέματα, τα οποία αποτελούν αντικείμενο του τίτλου ΧΙΧ της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

Επιπλέον, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η πρότασή της σχετικά με οδηγία για την προστασία του περιβάλλοντος μέσω του ποινικού δικαίου δεν εξετάστηκε κατάλληλα δυνάμει της διαδικασίας συναπόφασης.

Εάν το Συμβούλιο εκδώσει την απόφαση-πλαίσιο παρά την κοινοτική αυτή αρμοδιότητα, η Επιτροπή επιφυλάσσεται όλων των δικαιωμάτων που της απονέμει η Συνθήκη.»

 Επί της προσφυγής

16      Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, επετράπη στο Βασίλειο της Δανίας, στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, στην Ελληνική Δημοκρατία, στο Βασίλειο της Ισπανίας, στη Γαλλική Δημοκρατία, στην Ιρλανδία, στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών, στην Πορτογαλική Δημοκρατία, στη Δημοκρατία της Φιλανδίας, στο Βασίλειο της Σουηδίας και στο Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, αφενός, και στο Κοινοβούλιο, αφετέρου, να παρέμβουν προς στήριξη των αιτημάτων του Συμβουλίου και της Επιτροπής αντιστοίχως.

17      Με διάταξη της 17ης Μαρτίου 2004, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου απέρριψε την αίτηση παρεμβάσεως προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

18      Η Επιτροπή αμφισβητεί την εκ μέρους του Συμβουλίου επιλογή του άρθρου 34 ΕΕ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 29 ΕΕ και 31, στοιχείο ε΄, ΕΕ, ως νομική βάση των άρθρων 1 έως 7 της αποφάσεως-πλαίσιο. Φρονεί ότι ο σκοπός και το περιεχόμενο της ως άνω αποφάσεως-πλαίσιο εμπίπτουν στις κοινοτικές αρμοδιότητες στον τομέα του περιβάλλοντος, όπως αυτές προβλέπονται στα άρθρα 3, παράγραφος 1, στοιχείο λ΄, ΕΚ και 174 ΕΚ έως 176 ΕΚ.

19      Η Επιτροπή, χωρίς να διεκδικεί για τον κοινοτικό νομοθέτη μια γενική αρμοδιότητα στον τομέα του ποινικού δικαίου, φρονεί ότι ο νομοθέτης αυτός είναι αρμόδιος, βάσει του άρθρου 175 ΕΚ, να επιβάλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέπουν ποινικές κυρώσεις σε περιπτώσεις παραβάσεως της κοινοτικής ρυθμίσεως περί της προστασίας του περιβάλλοντος, εφόσον θεωρεί ότι τούτο αποτελεί αναγκαίο μέσο για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της ρυθμίσεως αυτής. Η εναρμόνιση των εθνικών ποινικών νομοθεσιών, ειδικότερα των στοιχείων των αντικειμενικών υποστάσεων των αδικημάτων κατά του περιβάλλοντος για τα οποία προβλέπονται ποινικές κυρώσεις, θεωρείται μέσο στην υπηρεσία της εν λόγω κοινοτικής πολιτικής.

20      Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι δεν υφίσταται προηγούμενο στον τομέα αυτό. Επικαλείται ωστόσο, προς στήριξη της θέσεώς της, τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το καθήκον πίστεως, καθώς και τις αρχές της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 2ας Φεβρουαρίου 1977, 50/76, Amsterdam Bulb, Συλλογή τόμος 1977, σ. 59, σκέψη 33, και της 8ης Ιουλίου 1999, C‑186/98, Nunes και de Matos, Συλλογή 1999, σ. I‑4883, σκέψεις 12 και 14, καθώς και τη διάταξη της 13ης Ιουλίου 1990, C‑2/88 ΙΜΜ, Zwartveld κ.λπ., Συλλογή 1990, σ. I-3365, σκέψη 17).

21      Ομοίως, πολλοί κανονισμοί που εκδόθηκαν στον τομέα της πολιτικής αλιείας ή των μεταφορών επιβάλλουν την υποχρέωση στα κράτη μέλη να λαμβάνουν μέτρα ποινικού χαρακτήρα ή θέτουν όρια στα είδη των κυρώσεων που τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν. Η Επιτροπή αναφέρει, ειδικότερα, δύο κοινοτικές πράξεις που προβλέπουν την υποχρέωση των κρατών μελών να θεσπίζουν κυρώσεις ποινικής οπωσδήποτε φύσεως, έστω και αν ο χαρακτηρισμός αυτός δεν χρησιμοποιήθηκε ρητώς [βλ. άρθρο 14 της οδηγίας 91/308/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Ιουνίου 1991, για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (ΕΕ L 166, σ. 77), και άρθρα 1 έως 3 της οδηγίας 2002/90/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2002, για τον ορισμό της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου, διέλευσης και διαμονής (ΕΕ L 328, σ. 17)].

22      Επιπλέον, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η απόφαση-πλαίσιο πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να ακυρωθεί εν μέρει, για τον λόγο ότι τα άρθρα της 5, παράγραφος 2, 6 και 7 αφήνουν στα κράτη μέλη την ελευθερία να προβλέπουν επίσης και άλλες κυρώσεις πλην των ποινικών, ακόμη και να επιλέγουν μεταξύ των ποινικών και άλλων κυρώσεων, πράγμα το οποίο εμπίπτει αναμφισβήτητα στην κοινοτική αρμοδιότητα.

23      Ωστόσο, η Επιτροπή δεν υποστηρίζει ότι το σύνολο της αποφάσεως-πλαίσιο θα έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο οδηγίας. Δεν αμφισβητεί, ειδικότερα, ότι ο τίτλος VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί την κατάλληλη νομική βάση για τις διατάξεις της αποφάσεως αυτής που αφορούν τη δικαιοδοσία, την έκδοση και τις ποινικές διώξεις που ασκούνται κατά των αυτουργών των αδικημάτων. Ωστόσο, δεδομένου ότι οι διατάξεις αυτές δεν μπορούν να έχουν αυτοτελή ύπαρξη, είναι υποχρεωμένη να ζητήσει την ακύρωση της αποφάσεως-πλαίσιο στο σύνολό της.

24      Περαιτέρω, η Επιτροπή προβάλλει μια αιτίαση αντλούμενη από καταστρατήγηση διαδικασίας. Συναφώς, στηρίζεται στην πέμπτη και στην έβδομη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως-πλαίσιο, από τις οποίες προκύπτει ότι η επιλογή πράξεως στηριζόμενης στον τίτλο VI της Συνθήκης είναι απόρροια σκοπιμότητας, καθόσον η πρόταση οδηγίας δεν συγκέντρωσε την απαιτούμενη πλειοψηφία για την έγκρισή της λόγω της αρνήσεως της πλειονότητας των κρατών μελών να αναγνωρίσουν στην Κοινότητα την αναγκαία αρμοδιότητα για να επιβάλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέψουν ποινικές κυρώσεις για τα αδικήματα κατά του περιβάλλοντος.

25      Το Κοινοβούλιο συμμερίζεται την επιχειρηματολογία της Επιτροπής. Φρονεί ειδικότερα ότι το Συμβούλιο συγχέει την αρμοδιότητα εγκρίσεως της προτάσεως οδηγίας, που κατέχει η Κοινότητα, με μια αρμοδιότητα, την οποία η Κοινότητα δεν διεκδικεί, για τη θέσπιση της αποφάσεως-πλαίσιο στο σύνολό της. Τα στοιχεία που το Συμβούλιο προβάλλει προς στήριξη της θέσεώς του αποτελούν, στην πραγματικότητα, εκτιμήσεις σκοπιμότητας όσον αφορά την επιλογή να επιβάλλονται ή όχι αποκλειστικά ποινικές κυρώσεις, εκτιμήσεις που θα έπρεπε να διατυπωθούν στο πλαίσιο της βάσει των άρθρων 175 ΕΚ και 251 ΕΚ νομοθετικής διαδικασίας.

26      Το Συμβούλιο και τα κράτη μέλη που παρενέβησαν στην παρούσα διαφορά, πλην του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, ισχυρίζονται ότι, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου, η Κοινότητα δεν έχει αρμοδιότητα να υποχρεώνει τα κράτη μέλη να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις για τις συμπεριφορές τις οποίες αφορά η απόφαση-πλαίσιο.

27      Όχι μόνο δεν υφίσταται, συναφώς, καμία ρητή απονομή αρμοδιότητας, αλλά, λαμβανομένης υπόψη της μεγάλης σημασίας που έχει το ποινικό δίκαιο για την κυριαρχία των κρατών μελών, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η αρμοδιότητα αυτή μπορεί να μεταβιβάστηκε σιωπηρώς στην Κοινότητα κατά την απονομή ειδικών καθ’ ύλην αρμοδιοτήτων, όπως αυτές που ασκούνται βάσει του άρθρου 175 ΕΚ.

28      Τα άρθρα 135 ΕΚ και 280 ΕΚ, που προβλέπουν ρητώς την αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών για την εφαρμογή του εθνικού ποινικού δικαίου και την απονομή της δικαιοσύνης, επιβεβαιώνουν την ερμηνεία αυτή.

29      Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται περαιτέρω από το γεγονός ότι η συμφωνία για την Ευρωπαϊκή Ένωση αφιερώνει έναν ειδικό τίτλο στη δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις (βλ. άρθρα 29 ΕΕ, 30 ΕΕ και 31, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, ΕΕ), ο οποίος παρέχει ρητώς στην Ευρωπαϊκή Ένωση αρμοδιότητα στον τομέα του ποινικού δικαίου, ειδικότερα όσον αφορά τον καθορισμό των στοιχείων της αντικειμενικής υποστάσεως των αδικημάτων και των εφαρμοστέων κυρώσεων. Η θέση της Επιτροπής είναι συνεπώς παράδοξη, καθόσον ισοδυναμεί, αφενός, με την άποψη ότι οι συντάκτες των Συνθηκών για την Ευρωπαϊκή Ένωση και ΕΚ θέλησαν να παράσχουν σιωπηρώς στην Κοινότητα ποινική αρμοδιότητα και, αφετέρου, με την άγνοια του ότι οι ίδιοι συντάκτες ανέθεσαν ρητώς στην Ευρωπαϊκή Ένωση μια τέτοια αρμοδιότητα.

30      Καμία από τις δικαστικές αποφάσεις και κανένα από τα νομοθετήματα παραγώγου δικαίου στα οποία αναφέρεται η Επιτροπή δεν μπορεί να ενισχύσει τη θέση της.

31      Αφενός, ουδέποτε το Δικαστήριο ανάγκασε τα κράτη μέλη να θεσπίζουν ποινικές κυρώσεις. Κατά τη νομολογία του, εναπόκειται, βεβαίως, στα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε για τις παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου να επιβάλλονται κυρώσεις υπό προϋποθέσεις, ουσιαστικές και διαδικαστικές, ανάλογες με τις ισχύουσες για τις παραβιάσεις του εθνικού δικαίου παρόμοιας φύσης και σημασίας, η δε κύρωση οφείλει, περαιτέρω, να έχει χαρακτήρα αποτελεσματικό, αποτρεπτικό και ανάλογο προς την παράβαση· επιπλέον, οι εθνικές αρχές οφείλουν να ενεργούν, έναντι των παραβιάσεων του κοινοτικού δικαίου, με την ίδια επιμέλεια που καταβάλλουν κατά την εφαρμογή των αντίστοιχων εθνικών νομοθεσιών (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1989, 68/88, Επιτροπή κατά Ελλάδος, Συλλογή 1989, σ. 2965, σκέψεις 24 και 25). Ωστόσο, το Δικαστήριο ουδέποτε έκρινε, ούτε ρητώς ούτε σιωπηρώς, ότι η Κοινότητα έχει την αρμοδιότητα να εναρμονίζει τους ποινικούς κανόνες που εφαρμόζονται εντός των κρατών μελών. Αντιθέτως, θεώρησε ότι η επιλογή των κυρώσεων εναπόκειται στα κράτη μέλη αυτά.

32      Αφετέρου, η νομοθετική πρακτική είναι σύμφωνη προς την αντίληψη αυτή. Οι διάφορες πράξεις του παραγώγου δικαίου επαναλαμβάνουν την παραδοσιακή διατύπωση ότι πρέπει να προβλεφθούν «αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές κυρώσεις» (βλ, για παράδειγμα, άρθρο 3 της οδηγίας 2002/90), χωρίς ωστόσο να θέτουν εν αμφιβόλω την ελευθερία των κρατών μελών να επιλέγουν μεταξύ των διοικητικών και των ποινικών κυρώσεων. Όταν ο κοινοτικός νομοθέτης θέλησε, σε σπάνιες πράγματι περιπτώσεις, να διευκρινίσει ότι τα κράτη μέλη θα ασκήσουν ποινική δίωξη ή θα λάβουν διοικητικά μέτρα, περιορίστηκε να εκφράσει ρητώς τη δυνατότητα επιλογής που εν πάση περιπτώσει προσφερόταν σ’ αυτά.

33      Επιπλέον, όποτε η Επιτροπή πρότεινε στο Συμβούλιο τη θέσπιση μιας κοινοτικής πράξεως με επιπτώσεις στον τομέα του ποινικού δικαίου, το Συμβούλιο διαχώρισε το ποινικό τμήμα της πράξεως αυτής για να το ρυθμίσει με απόφαση-πλαίσιο [βλ. κανονισμός (ΕΚ) 974/98 του Συμβουλίου, της 3ης Μαΐου 1998, για την εισαγωγή του ευρώ (ΕΕ 1998, L 139, σ. 1), που χρειάστηκε να συμπληρωθεί με την απόφαση-πλαίσιο 2000/383/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, για ενίσχυση της προστασίας από την παραχάραξη ενόψει της εισαγωγής του ευρώ με την επιβολή ποινών και άλλων κυρώσεων (ΕΕ L 140, σ. 1)· βλ. επίσης οδηγία 2002/90, η οποία συμπληρώθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2002/946/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2002, για την ενίσχυση του ποινικού πλαισίου για την πρόληψη της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου, διέλευσης και διαμονής (ΕΕ L 328, σ. 1)].

34      Εν προκειμένω, η απόφαση-πλαίσιο, λαμβανομένων υπόψη του σκοπού της και του περιεχομένου της, αφορά την εναρμόνιση του ποινικού δικαίου. Το γεγονός και μόνον ότι αποσκοπεί στην καταπολέμηση των αδικημάτων κατά του περιβάλλοντος δεν μπορεί να θεμελιώσει την αρμοδιότητα της Κοινότητας. Στην πραγματικότητα, η απόφαση αυτή συμπληρώνει το κοινοτικό δίκαιο στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος.

35      Επιπλέον, όσον αφορά την αιτίαση που αντλείται από κατάχρηση εξουσίας, το Συμβούλιο φρονεί ότι αυτή στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία των αιτιολογικών σκέψεων της αποφάσεως-πλαίσιο.

36      Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών υποστηρίζει μεν τα αιτήματα του Συμβουλίου, πλην όμως προβάλλει μια θέση λιγότερο απόλυτη από τη θέση του Συμβουλίου. Φρονεί ότι, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που της έχουν παρασχεθεί από τη Συνθήκη ΕΚ, η Κοινότητα μπορεί να υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβλέπουν τη δυνατότητα ποινικού κολασμού ορισμένων πράξεων σε εθνικό επίπεδο, υπό την προϋπόθεση ότι η κύρωση είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τις ουσιαστικές κοινοτικές διατάξεις και ότι μπορεί πράγματι να αποδειχθεί ότι μια τέτοια πολιτική καταστολής είναι αναγκαία για την υλοποίηση των σκοπών της εν λόγω Συνθήκης στον οικείο τομέα (βλ. απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 1992, C-240/90, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. I‑5383). Τούτο θα μπορούσε να ισχύει αν η εφαρμογή ενός κανόνα εναρμονίσεως στηριζομένου, για παράδειγμα, στο άρθρο 175 ΕΚ καθιστούσε αναγκαία την επιβολή ποινικών κυρώσεων.

37      Αντιθέτως, αν από το περιεχόμενο και τη φύση του σχεδιαζομένου μέτρου απορρέει ότι αυτό αποσκοπεί κατ’ ουσίαν στην εναρμόνιση, γενικώς, των ποινικών διατάξεων και ότι το καθεστώς των κυρώσεων δεν είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο με τον οικείο τομέα του κοινοτικού δικαίου, τα άρθρα 29 ΕΚ, 31, στοιχείο ε΄, ΕΕ, και 34, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, ΕΕ συνιστούν την ορθή νομική βάση του μέτρου αυτού. Τούτο όμως συμβαίνει εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, από τον σκοπό και το περιεχόμενο της αποφάσεως-πλαίσιο προκύπτει ότι η απόφαση αυτή αποσκοπεί, γενικώς, στην εξασφάλιση μιας εναρμονίσεως ποινικών διατάξεων εντός των κρατών μελών. Το γεγονός ότι τούτο μπορεί να αφορά κανόνες θεσπισθέντες δυνάμει της Συνθήκης ΕΚ δεν είναι καθοριστικό.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

38      Σύμφωνα με το άρθρο 47 ΕΕ, καμία διάταξη της Συνθήκης ΕΚ δεν μπορεί να θιγεί από διάταξη της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ίδια αυτή απαίτηση περιλαμβάνεται και στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 29 ΕΕ, που εισάγει τον τίτλο VI της τελευταίας αυτής Συνθήκης.

39      Εναπόκειται στο Δικαστήριο να μεριμνά ώστε οι πράξεις οι οποίες κατά το Συμβούλιο εμπίπτουν στον εν λόγω τίτλο VI δεν θίγουν τις αρμοδιότητες τις οποίες οι διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ απονέμουν στην Κοινότητα (βλ. απόφαση της 12ης Μαΐου 1998, C-170/96, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. I-2763, σκέψη 16).

40      Πρέπει συνεπώς να εξεταστεί αν τα άρθρα 1 έως 7 της αποφάσεως-πλαίσιο θίγουν την αρμοδιότητα που έχει η Κοινότητα δυνάμει του άρθρου 175 ΕΚ, καθόσον θα μπορούσαν, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, να θεσπιστούν βάσει της τελευταίας αυτής διατάξεως.

41      Συναφώς, δεν αμφισβητείται ότι η προστασία του περιβάλλοντος συνιστά έναν από τους ουσιώδεις σκοπούς της Κοινότητας (βλ. αποφάσεις της 7ης Φεβρουαρίου 1985, 240/83, ADBHU, Συλλογή 1985, σ. 531, σκέψη 13· της 20ής Σεπτεμβρίου 1988, 302/86, Επιτροπή κατά Δανίας, Συλλογή 1988, σ. 4607, σκέψη 8, και της 2ας Απριλίου 1998, C-213/96, Outokumpu, Συλλογή 1988, σ. I-1777, σκέψη 32). Υπό την έννοια αυτή, το άρθρο 2 ΕΚ προβλέπει ότι η Κοινότητα έχει ως αποστολή να προάγει «υψηλό επίπεδο προστασίας και βελτίωσης της ποιότητας του περιβάλλοντος» και, προς τούτο, το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο λ΄, ΕΚ προβλέπει την εφαρμογή μιας «πολιτικής στον τομέα του περιβάλλοντος».

42      Επιπλέον, το άρθρο 6 ΕΚ προβλέπει ότι «[ο]ι απαιτήσεις της περιβαλλοντικής προστασίας πρέπει να ενταχθούν στον καθορισμό και την εφαρμογή των κοινοτικών πολιτικών και δράσεων» και αποτελεί διάταξη που τονίζει τον καθολικό και θεμελιώδη χαρακτήρα του σκοπού αυτού.

43      Τα άρθρα 174 ΕΚ έως 176 ΕΚ συνιστούν, κατ’ αρχήν, το πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να υλοποιείται η κοινοτική πολιτική στον τομέα του περιβάλλοντος. Ειδικότερα, το άρθρο 174, παράγραφος 1, ΕΚ απαριθμεί τους σκοπούς της περιβαλλοντικής δράσεως της Κοινότητας και το άρθρο 175 ΕΚ ορίζει τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθηθούν για να επιτευχθούν οι σκοποί αυτοί. Η αρμοδιότητα της Κοινότητας ασκείται, γενικώς, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 ΕΚ, κατόπιν διαβουλεύσεως με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών. Ωστόσο, όσον αφορά ορισμένους τομείς που διαλαμβάνονται στο άρθρο 175, παράγραφος 2, ΕΚ, το Συμβούλιο αποφασίζει μόνο του ομόφωνα μετά από πρόταση της Επιτροπής και διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, καθώς και με τα δύο προαναφερθέντα όργανα.

44      Όπως το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει, τα μέτρα που διαλαμβάνονται στις τρεις περιπτώσεις του άρθρου 175, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, ΕΚ συνεπάγονται άπαντα παρέμβαση των κοινοτικών θεσμικών οργάνων σε τομείς όπως είναι η φορολογική, η ενεργειακή πολιτική ή η πολιτική χωροταξίας, στα πλαίσια των οποίων, εκτός της κοινοτικής πολιτικής περιβάλλοντος, είτε η Κοινότητα δεν διαθέτει νομοθετική αρμοδιότητα είτε απαιτείται ομοφωνία εντός του Συμβουλίου (απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2001, C-36/98, Ισπανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. I 779, σκέψη 54).

45      Περαιτέρω, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η επιλογή της νομικής βάσεως μιας κοινοτικής πράξεως πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία επιδεχόμενα δικαστικό έλεγχο, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται, ιδίως, ο σκοπός και το περιεχόμενο της πράξεως (βλ. αποφάσεις της 11ης Ιουνίου 1991, C-300/89, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, αποκαλούμενη «Διοξείδιο του τιτανίου», Συλλογή 1991, σ. I‑2867, σκέψη 10, και της 19ης Σεπτεμβρίου 2002, C-336/00, Huber, Συλλογή 2002, σ. I‑7699, σκέψη 30).

46      Όσον αφορά τον σκοπό της αποφάσεως-πλαίσιο, τόσο από τον τίτλο της όσο και από τις τρεις πρώτες αιτιολογικές σκέψεις της προκύπτει ότι η απόφαση αυτή επιδιώκει ένα σκοπό προστασίας του περιβάλλοντος. Το Συμβούλιο, έχοντας ανησυχήσει «για την αύξηση των αδικημάτων κατά του περιβάλλοντος, καθώς και των επιπτώσεών τους, οι οποίες όλο και περισσότερο εξαπλώνονται εκτός των συνόρων των κρατών στα οποία διαπράττονται τα αδικήματα», αφού διαπίστωσε ότι τα αδικήματα αυτά «εγκυμονούν κινδύνους κατά του περιβάλλοντος» και συνιστούν «κοινό πρόβλημα των κρατών μελών», θεώρησε ότι χρειάζεται «αυστηρή αντιμετώπιση» και πρέπει να αναληφθεί «συντονισμένη δράση για να υπάρξει προστασία του περιβάλλοντος βάσει του ποινικού δικαίου».

47      Ως προς το περιεχόμενό της, η απόφαση-πλαίσιο περιέχει, στο άρθρο της 2, ένα κατάλογο ιδιαίτερα σοβαρών πράξεων κατά του περιβάλλοντος για τις οποίες τα κράτη μέλη πρέπει να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις. Είναι αληθές ότι τα άρθρα 2 έως 7 της αποφάσεως αυτής προβλέπουν μερική εναρμόνιση των ποινικών νομοθεσιών των κρατών μελών, ειδικότερα όσον αφορά τα στοιχεία των αντικειμενικών υποστάσεων των διαφόρων ποινικών αδικημάτων κατά του περιβάλλοντος. Κατ’ αρχήν όμως η ποινική νομοθεσία, όπως και οι κανόνες της ποινικής δικονομίας, δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Κοινότητας (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 1981, 203/80, Casati, Συλλογή 1981, σ. 2595, σκέψη 27, και της 16ης Ιουνίου 1998, C-226/97, Lemmens, Συλλογή 1998, σ. I‑3711, σκέψη 19).

48      Η τελευταία αυτή διαπίστωση δεν μπορεί ωστόσο να εμποδίσει τον κοινοτικό νομοθέτη, όταν η εφαρμογή αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών ποινικών κυρώσεων, εκ μέρους των αρμοδίων εθνικών αρχών, συνιστά απαραίτητο μέτρο για την καταπολέμηση των σοβαρών προσβολών του περιβάλλοντος, να λαμβάνει σχετικά με το ποινικό δίκαιο των κρατών μελών μέτρα τα οποία θεωρεί ότι είναι αναγκαία για να εξασφαλιστεί η πλήρης αποτελεσματικότητα των κανόνων που θεσπίζει στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος.

49      Πρέπει να προστεθεί ότι, εν προκειμένω, ναι μεν τα άρθρα 1 έως 7 της αποφάσεως-πλαίσιο ρυθμίζουν την ποινική αξιολόγηση ορισμένων ιδιαίτερα σοβαρών συμπεριφορών κατά του περιβάλλοντος, πλην όμως αφήνουν στα κράτη μέλη την ελευθερία επιλογής των εφαρμοστέων ποινικών κυρώσεων, οι οποίες πρέπει ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, της ίδιας αποφάσεως, να είναι ουσιαστικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

50      Το Συμβούλιο δεν αμφισβητεί ότι, μεταξύ των πράξεων που απαριθμούνται στο άρθρο 2 της αποφάσεως-πλαίσιο, περιλαμβάνονται παραβάσεις διαφόρων κοινοτικών πράξεων, οι οποίες απαριθμούνται στο παράρτημα της προτάσεως οδηγίας. Περαιτέρω, από τις τρεις πρώτες αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως αυτής προκύπτει ότι το Συμβούλιο θεώρησε ότι οι ποινικές κυρώσεις είναι απαραίτητες για την καταπολέμηση των σοβαρών προσβολών του περιβάλλοντος.

51      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, λόγω τόσο του σκοπού τους όσο και του περιεχομένου τους, τα άρθρα 1 έως 7 της αποφάσεως-πλαίσιο αποσκοπούν κυρίως στην προστασία του περιβάλλοντος και θα μπορούσαν εγκύρως να θεσπιστούν βάσει του άρθρου 175 ΕΚ.

52      Το γεγονός ότι τα άρθρα 135 ΕΚ και 280, παράγραφος 4, ΕΚ προβλέπουν, στους τομείς αντιστοίχως της τελωνειακής συνεργασίας και της καταπολέμησης των προσβολών των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας, ότι μόνο τα κράτη μέλη είναι αρμόδια για την εφαρμογή του εθνικού ποινικού δικαίου και την απονομή της δικαιοσύνης δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω το συμπέρασμα αυτό. Συγκεκριμένα, από τις διατάξεις αυτές δεν μπορεί να συναχθεί ότι, στο πλαίσιο της εφαρμογής της πολιτικής στον τομέα του περιβάλλοντος, κάθε ποινική εναρμόνιση, ακόμη και όταν είναι τόσο περιορισμένη όσο αυτή που προκύπτει από την απόφαση-πλαίσιο, πρέπει να αποκλείεται έστω και αν είναι αναγκαία για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου.

53      Υπό τις συνθήκες αυτές, η απόφαση-πλαίσιο, δεδομένου ότι υπεισέρχεται στο πεδίο των αρμοδιοτήτων που το άρθρο 175 ΕΚ απονέμει στην Κοινότητα, συνιστά παράβαση, στο σύνολό του, λόγω του αδιαιρέτου του, του άρθρου 47 ΕΕ.

54      Επομένως, παρέλκει η εξέταση του επιχειρήματος της Επιτροπής ότι η απόφαση-πλαίσιο θα έπρεπε, εν πάση περιπτώσει, να ακυρωθεί μερικώς στον βαθμό που τα άρθρα της 5, παράγραφος 2, 6 και 7 αφήνουν στα κράτη μέλη την ελευθερία να προβλέπουν επίσης κυρώσεις άλλες πλην των ποινικών, ακόμη και να επιλέγουν μεταξύ των ποινικών και των άλλων κυρώσεων, πράγμα το οποίο εμπίπτει αναμφισβήτητα στην κοινοτική αρμοδιότητα.

55      Κατόπιν των προεκτεθέντων, η απόφαση-πλαίσιο πρέπει να ακυρωθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

56      Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη του Συμβουλίου και αυτό ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. Κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 4, πρώτο εδάφιο, του ίδιου άρθρου, οι παρεμβαίνοντες στην παρούσα διαφορά φέρουν τα δικά τους έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση-πλαίσιο 2003/80/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 2003, σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος μέσω του ποινικού δικαίου.

2)      Καταδικάζει το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως στα δικαστικά έξοδα

3)      Το Βασίλειο της Δανίας, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Ελληνική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Ισπανίας, η Γαλλική Δημοκρατία, η Ιρλανδία, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η Πορτογαλική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Φιλανδίας, το Βασίλειο της Σουηδίας και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, καθώς και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.