Language of document : ECLI:EU:T:2015:511

Υπόθεση T‑423/10

(δημοσίευση αποσπασμάτων)

Redaelli Tecna SpA

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Ευρωπαϊκή αγορά του προεντεταμένου χάλυβα — Καθορισμός των τιμών, κατανομή της αγοράς και ανταλλαγή ευαίσθητων πληροφοριών εμπορικής φύσεως — Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ — Συνεργασία κατά τη διοικητική διαδικασία — Εύλογη διάρκεια της διαδικασίας»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έκτο τμήμα)
της 15ης Ιουλίου 2015

1.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Προσαρμογή του βασικού ποσού — Κανόνες επιείκειας — Σκοποί τους οποίους επιδιώκει η Επιτροπή με την αντικατάσταση της πρώτης ανακοινώσεως περί απαλλαγής από τα πρόστιμα — Συνεκτίμηση από τον δικαστή της Ένωσης

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοινώσεις της Επιτροπής 96/C 207/04 και 2002/C 45/03)

2.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Προσαρμογή του βασικού ποσού — Κανόνες επιείκειας — Μείωση του προστίμου σε αντάλλαγμα της συνεργασίας της κατηγορουμένης επιχειρήσεως — Προϋποθέσεις — Σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία αποδεικτικών στοιχείων που έχει προσκομίσει η ενδιαφερόμενη επιχείρηση — Κριτήρια εκτιμήσεως — Συνεκτίμηση του χρόνου κατά τον οποίο παρασχέθηκε η συνεργασία

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής, σημεία 20 έως 23)

3.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Προσαρμογή του βασικού ποσού — Κανόνες επιείκειας — Μείωση του προστίμου σε αντάλλαγμα της συνεργασίας της κατηγορουμένης επιχειρήσεως — Προϋποθέσεις — Σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία αποδεικτικών στοιχείων που έχει προσκομίσει η ενδιαφερόμενη επιχείρηση — Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής — Δικαστικός έλεγχος — Περιεχόμενο

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής, σημεία 20 έως 23)

1.      Στον τομέα του ανταγωνισμού, η Επιτροπή έχει καθορίσει, με την ανακοίνωση σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε υποθέσεις συμπράξεων (2002), τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι επιχειρήσεις που συνεργάζονται με αυτήν κατά τη διάρκεια της έρευνάς της σχετικά με σύμπραξη μπορούν να απαλλαγούν από το πρόστιμο ή να τύχουν μειώσεως του ποσού του προστίμου που θα όφειλαν να καταβάλουν. Η εν λόγω ανακοίνωση αντικατέστησε την πρώτη ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε υποθέσεις με αντικείμενο συμπράξεις (1996), προκειμένου να προσαρμόσει την πολιτική της ως προς το ζήτημα αυτό, υπό το πρίσμα της πείρας που έχει αποκτηθεί μετά από πέντε έτη εφαρμογής της. Ειδικότερα, η Επιτροπή εκτίμησε ότι, ενώ επιβεβαιώθηκε η αξιοπιστία των αρχών που διέπουν την ανακοίνωση του 1996, η εμπειρία κατέδειξε ότι η αποτελεσματικότητά της θα βελτιωθεί με την αύξηση της διαφάνειας και της ασφάλειας των όρων υπό τους οποίους θα χορηγείται οποιασδήποτε μορφής μείωση. Επίσης, η Επιτροπή ανέφερε ότι η αποτελεσματικότητα αυτή θα αυξηθεί, εάν ευθυγραμμιστεί περισσότερο το επίπεδο της μείωσης των προστίμων με το μέγεθος της συμβολής της επιχείρησης στην απόδειξη της παράβασης.

Απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να λάβει υπόψη του τις εξελίξεις τις οποίες επιδίωκε η Επιτροπή με την αντικατάσταση της ανακοινώσεως του 1996 από την ανακοίνωση του 2002.

(βλ. σκέψεις 77-79)

2.      Κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου που επιβάλλεται για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, διακρίνονται δύο στάδια, σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε υποθέσεις συμπράξεων (ανακοίνωση περί επιείκειας).

Πρώτον, για να τύχει μειώσεως του προστίμου, η επιχείρηση οφείλει να προσκομίσει στοιχεία με σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία σε σχέση με αυτά που έχει ήδη στη διάθεσή της η Επιτροπή. Συγκεκριμένα, η διαλαμβανόμενη στην ανακοίνωση περί επιείκειας προϋπόθεση κατά την οποία τα προσκομισθέντα από μια επιχείρηση στοιχεία πρέπει να έχουν σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία σε σχέση με τα αποδεικτικά στοιχεία που βρίσκονται ήδη στη διάθεση της Επιτροπής επιτάσσει να γίνεται σύγκριση μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων που διέθετε προηγουμένως η Επιτροπή και εκείνων που περιέρχονται σε αυτήν στο πλαίσιο της παρεχόμενης από τον αιτούντα επιείκεια.

Δεύτερον, για να προσδιοριστεί το ποσοστό μειώσεως του προστίμου, η Επιτροπή οφείλει να λάβει υπόψη της δύο κριτήρια: την ημερομηνία υποβολής των αποδεικτικών στοιχείων και την πρόσθετη αποδεικτική αξία τους. Στο πλαίσιο της αναλύσεως αυτής, η Επιτροπή μπορεί επίσης να λάβει υπόψη της το εύρος και τη διάρκεια της συνεργασίας που παρέσχε η επιχείρηση μετά την ως άνω ημερομηνία.

Επομένως, εάν τα προσκομισθέντα στην Επιτροπή στοιχεία διαθέτουν σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία και η επιχείρηση δεν ήταν η πρώτη ή η δεύτερη που προσκόμισε τέτοια στοιχεία, το ανώτατο ποσοστό μειώσεως του προστίμου που άλλως θα επιβαλλόταν από την Επιτροπή είναι 20 %. Το ποσοστό μειώσεως του προστίμου που άλλως θα επέβαλλε η Επιτροπή αυξάνεται ανάλογα το πόσο έγκαιρα έχει παρασχεθεί η συνεργασία και τον βαθμό της πρόσθετης αποδεικτικής αξίας, έως το ανώτατο όριο του 20 %. Η χρονολογική σειρά και η ταχύτητα της συνεργασίας που παρέσχον τα μέλη της συμπράξεως συνιστούν, επομένως, θεμελιώδη στοιχεία του συστήματος που καθιέρωσε η εν λόγω ανακοίνωση περί συνεργασίας. Το ίδιο ισχύει και για τον βαθμό της πρόσθετης αποδεικτικής αξίας των στοιχείων που προσκομίζει μια επιχείρηση στο πλαίσιο αυτό. Συναφώς, αν και η Επιτροπή υποχρεούται να εξηγεί τους λόγους για τους οποίους φρονεί ότι τα στοιχεία που προσκομίζουν οι επιχειρήσεις στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί συνεργασίας αποτελούν συμβολή που δικαιολογεί ή που δεν δικαιολογεί τη μείωση του επιβαλλόμενου προστίμου, αντιστρόφως, απόκειται στις επιχειρήσεις που επιθυμούν να αμφισβητήσουν τη σχετική απόφαση της Επιτροπής να αποδείξουν ότι, αν αυτές δεν είχαν παράσχει οικειοθελώς τις ως άνω πληροφορίες, η Επιτροπή δεν θα μπορούσε να αποδείξει τα ουσιώδη στοιχεία της παραβάσεως και, επομένως, να εκδώσει απόφαση περί επιβολής προστίμων.

Λαμβανομένης υπόψη της ratio της μειώσεως, η Επιτροπή δεν μπορεί να παραβλέψει τη λυσιτέλεια των παρασχεθεισών πληροφοριών, η οποία αποτελεί αναγκαστικά συνάρτηση των αποδεικτικών στοιχείων που είχε ήδη στην κατοχή της. Συγκεκριμένα, όταν μια επιχείρηση απλώς επιβεβαιώνει, με την αίτησή της επιείκειας, και μάλιστα κατά τρόπο λιγότερο ακριβή και σαφή, ορισμένα από τα πληροφοριακά στοιχεία που έχει ήδη προσκομίσει άλλη επιχείρηση στο πλαίσιο της συνεργασίας, ο βαθμός συνεργασίας της επιχειρήσεως αυτής, μολονότι ενδέχεται να έχει κάποια χρησιμότητα για την Επιτροπή, δεν μπορεί να θεωρηθεί συγκρίσιμος με αυτόν της επιχειρήσεως που πρώτη προσκόμισε τα στοιχεία αυτά. Πράγματι, μια δήλωση η οποία απλώς ενισχύει, σε ορισμένο βαθμό, μίαν άλλη δήλωση που ήδη ευρισκόταν στη διάθεση της Επιτροπής δεν διευκολύνει σημαντικά το έργο της Επιτροπής. Επομένως, δεν επαρκεί για να δικαιολογήσει μείωση του προστίμου βάσει της ανακοινώσεως περί επιείκειας.

Εξάλλου, η δήλωση μιας επιχειρήσεως κατηγορουμένης ότι μετέσχε σε σύμπραξη, της οποίας η ακρίβεια αμφισβητείται από διάφορες άλλες κατηγορούμενες επιχειρήσεις, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συνιστώσα επαρκή απόδειξη της υπάρξεως παραβάσεως διαπραχθείσας από τις επιχειρήσεις αυτές αν δεν τεκμηριώνεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία.

(βλ. σκέψεις 86-94)

3.      Στον τομέα του ανταγωνισμού, η Επιτροπή διαθέτει διακριτική ευχέρεια κατά την εξέτση της πρόσθετης αποδεικτικής αξίας των στοιχείων που της προσκομίζονται βάσει της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε υποθέσεις συμπράξεων. Ωστόσο, ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να στηριχθεί στην εν λόγω διακριτική ευχέρεια, αποφεύγοντας να ασκήσει ενδελεχή έλεγχο επί της εκτιμήσεως της Επιτροπής, τόσο από νομικής όσο και από πραγματικής απόψεως. Τούτο ισχύει, κατά μείζονα λόγο, σε περίπτωση που ζητείται από τον δικαστή της Ένωσης να εκτιμήσει αυτός την αξία των αποδεικτικών στοιχείων που έχουν προσκομιστεί από την προσφεύγουσα στο πλαίσιο διαδικασίας η οποία κατέληξε με την επιβολή σε αυτήν κυρώσεων για παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 95, 96)