Language of document : ECLI:EU:T:2000:36

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 10ης Φεβρουαρίου 2000 (1)

«Σύνδεση των υπερποντίων χωρών και εδαφών με την Κοινότητα —Κανονισμός (ΕΚ) 2352/97 — Κανονισμός (ΕΚ) 2494/97 — Προσφυγή ακυρώσεως— Παραδεκτό — Απόφαση ΥΧΕ — Μέτρο διασφαλίσεως — Αιτιώδης σύνδεσμος»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T-32/98 και T-41/98,

Κυβέρνηση των Ολλανδικών Αντιλλών, εκπροσωπούμενη από τους M. Slotboomκαι P. V. F. Bos, δικηγόρους Ρόττερνταμ, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τονδικηγόρο M. Loesch, 11, rue Goethe,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Eυρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τους T. van Rijnκαι P. J. Kuijper, νομικούς συμβούλους, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τονC. Gómez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

υποστηριζομένης από το

Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από την N. Díaz Abad, abogado delEstado, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία της Ισπανίας, 4-6,boulevard Emmanuel Servais,

παρεμβαίνον,

που έχουν ως αντικείμενο, στη μεν υπόθεση Τ-32/98, αίτηση ακυρώσεως τουκανονισμού (ΕΚ) 2352/97 της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 1997, για τηθέσπιση ειδικών μέτρων για την εισαγωγή ρυζιού που προέρχεται απόυπερπόντιες χώρες και εδάφη (ΕΕ L 326, σ. 21), στη δε υπόθεση Τ-41/98, αίτησηακυρώσεως του κανονισμού (ΕΚ) 2494/97 της Επιτροπής, της 12ης Δεκεμβρίου1997, για την έκδοση πιστοποιητικών εισαγωγής ρυζιού που υπάγεται στον κωδικόΣΟ 1006 καταγωγής υπερποντίων χωρών και εδαφών, στο πλαίσιο των ειδικώνμέτρων που καθιερώθηκαν από τον κανονισμό (ΕΚ) 2352/97 (ΕΕ L 343, σ. 17),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

(τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Jaeger, πρόεδρο, K. Lenaerts και J. Azizi, δικαστές,

γραμματέας: A. Mair, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της προφορικής διαδικασίαςτης 21ης Σεπτεμβρίου 1999,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Νομικό πλαίσιο

1.
    Οι Κάτω Χώρες, πέραν του ευρωπαϊκού εδάφους τους, περιλαμβάνουν τιςΟλλανδικές Αντίλλες και τη νήσο Αρούμπα. Τα δύο αυτά εδάφη περιλαμβάνονταιστις υπερπόντιες χώρες και εδάφη (στο εξής: ΥΧΕ) που απαριθμούνται στοπαράρτημα IV της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, παράρτημα ΙΙ) καιτων οποίων η σύνδεση με την Κοινότητα διέπεται από το τέταρτο μέρος της ενλόγω Συνθήκης.

Οι συναφείς διατάξεις της Συνθήκης

2.
    Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 131 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιντροποποιήσεως, άρθου 182 ΕΚ) ορίζει ότι «σκοπός της συνδέσεως είναι ηπροώθηση της οικονομικής και κοινωνικής αναπτύξεως των [ΥΧΕ] και τηςδημιουργίας στενών οικονομικών σχέσεων μεταξύ αυτών και της Κοινότητας στοσύνολό της».

3.
    Κατά το άρθρο 132, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 183,παράγραφος 1, ΕΚ), «τα κράτη μέλη εφαρμόζουν στις εμπορικές τους συναλλαγέςμε τις [ΥΧΕ] το καθεστώς που διέπει τις μεταξύ τους σχέσεις δυνάμει τηςπαρούσας Συνθήκης».

4.
    Το άρθρο 133, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως,άρθρο 184, παράγραφος 1, ΕΚ) προβλέπει ότι «καταργούνται πλήρως οι δασμοίκατά την εισαγωγή στα κράτη μέλη των καταγομένων εμπορευμάτων από τις[ΥΧΕ], σύμφωνα με την προοδευτική κατάργηση των δασμών μεταξύ των κρατώνμελών, όπως προβλέπεται στην παρούσα Συνθήκη».

5.
    Το άρθρο 134 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 185 ΕΚ) ορίζει ότι «αν, κατά τηνεφαρμογή του άρθρου 133, παράγραφος 1, το ύψος των δασμών που ισχύουν κατάτην εισαγωγή εντός [ΥΧΕ] για τα εμπορεύματα που προέρχονται από τρίτη χώραείναι ικανό να προκαλέσει εκτροπές του εμπορίου εις βάρος κράτους μέλους, τοκράτος τούτο δύναται να ζητήσει από την Επιτροπή να προτείνει στα άλλα κράτημέλη τα αναγκαία μέτρα για την αντιμετώπιση της καταστάσεως αυτής».

6.
    Κατά το άρθρο 136 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο187 ΕΚ), το Συμβούλιο καθορίζει τους κανόνες που εφαρμόζονται στη σύνδεσημεταξύ των ΥΧΕ και της Κοινότητας.

Η απόφαση ΥΧΕ, η απόφαση ενδιάμεσης αναθεωρήσεως και τα διάφορα μέτραπου θεσπίστηκαν το 1997

7.
    Δυνάμει του άρθρου 136 της Συνθήκης, το Συμβούλιο, στις 25 Ιουλίου 1991,εξέδωσε την απόφαση 91/482/ΕΟΚ, σχετικά με τη σύνδεση των υπερποντίωνχωρών και εδαφών με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (EE L 263, σ. 1, στοεξής: απόφαση ΥΧΕ).

8.
    Μέχρι την τροποποίησή τους στις 30 Νοεμβρίου 1997, τα άρθρα 101, παράγραφος1, και 102 της αποφάσεως ΥΧΕ όριζαν, αντιστοίχως, τα εξής: «Τα προϊόντακαταγωγής των ΥΧΕ εισάγονται στην Κοινότητα άνευ δασμών και φόρωνισοδύναμου αποτελέσματος.

(...)

Η Κοινότητα δεν επιβάλλει ποσοτικούς περιορισμούς ή μέτρα ισοδύναμουαποτελέσματος κατά τις εισαγωγές προϊόντων καταγωγής ΥΧΕ.»

9.
    Το άρθρο 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως ΥΧΕ ορίζει ότι η Επιτροπή μπορεί,σύμφωνα με τη διαδικασία του παραρτήματος IV της εν λόγω αποφάσεως, ναλάβει εξαιρετικά μέτρα υπό μορφή μέτρων διασφαλίσεως όσον αφορά τιςεισαγωγές προϊόντων καταγωγής ΥΧΕ. Τα άρθρα 109, παράγραφος 2, και 110 της

αποφάσεως ΥΧΕ αφορούν τις προϋποθέσεις τις οποίες πρέπει να πληρούν ταμέτρα αυτά.

10.
    Δυνάμει του άρθρου της 240, η απόφαση ΥΧΕ έχει εφαρμογή για περίοδο δέκαετών από την 1η Μαρτίου 1990. Το άρθρο αυτό προβλέπει επίσης, στηνπαράγραφο 3, ότι, πριν από τη λήξη της πρώτης πενταετούς περιόδου, τοΣυμβούλιο, με ομοφωνία και κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, αποφασίζει,πέραν της χρηματοδοτικής συνδρομής της Κοινότητας κατά τη δεύτερη πενταετήπερίοδο, εφόσον παρίσταται ανάγκη, για τις τροποποιήσεις της αποφάσεως ΥΧΕπου επιθυμούν ενδεχομένως οι αρμόδιες αρχές των ΥΧΕ ή που πρότεινεενδεχομένως η Επιτροπή βάσει της εμπειρίας της ή σε συνάρτηση με τιςτροποποιήσεις που αποτελούν αντικείμενο διαπραγματεύσεως μεταξύ τηςΚοινότητας και των κρατών ΑΚΕ (Αφρικής, Καραϊβικής και Ειρηνικού). Οιτροποποιήσεις που τυχόν θα εγκριθούν κατά τον τρόπο αυτόν λαμβάνουν τημορφή «αποφάσεως ενδιάμεσης αναθεωρήσεως».

11.
    Στις 24 Νοεμβρίου 1997, κατ' εφαρμογήν του προμνησθέντος άρθρου 240,παράγραφος 3, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 97/803/ΕΚ για την ενδιάμεσηαναθεώρηση της αποφάσεως ΥΧΕ (ΕΕ L 329, σ. 50, στο εξής: απόφασηενδιάμεσης αναθεωρήσεως). Η απόφαση αυτή περιορίζει τις εισαγωγές ρυζιούκαι ζάχαρης από τις ΥΧΕ στην Κοινότητα.

12.
    Η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως ενδιάμεσηςαναθεωρήσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου (υπόθεση Τ-310/97). Δυνάμει τουάρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 234 ΕΚ), ο πρόεδρος τουArrondissementsrechtbank 's-Gravenhagen (Κάτω Χώρες) ζήτησε από τοΔικαστήριο να αποφανθεί ως προς το κύρος της αποφάσεως αυτής (υπόθεσηC-17/98). Με διάταξη της 16ης Νοεμβρίου 1998 στην υπόθεση Τ-310/97,Ολλανδικές Αντίλλες κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-4131), τοΠρωτοδικείο ανέστειλε τη διαδικασία στην υπόθεση Τ-310/97 έως ότου τοΔικαστήριο εκδώσει απόφαση στην υπόθεση C-17/98.

13.
    Στη διάρκεια του 1997, η εφαρμογή της αποφάσεως ΥΧΕ οδήγησε την Επιτροπήνα λάβει ορισμένα μέτρα δυνάμει του προμνησθέντος άρθρου 109, ιδίως στοντομέα της εισαγωγής ρυζιού.

14.
    Συγκεκριμένα, με τον κανονισμό (ΕΚ) 304/97, της 17ης Φεβρουαρίου 1997, για τηθέσπιση μέτρων διασφάλισης στην εισαγωγή ρυζιού καταγωγής ΥΧΕ (ΕΕ L 51,σ. 1), το Συμβούλιο έλαβε τα πρώτα μέτρα για τον περιορισμό των εισαγωγώνρυζιού καταγωγής ΥΧΕ στην Κοινότητα για το χρονικό διάστημα από 1ηςΙανουαρίου 1997 έως 30 Απριλίου 1997. Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και ηεταιρία Antillean Rice Mills άσκησαν κατά του κανονισμού αυτού προσφυγήακυρώσεως, αντιστοίχως, ενώπιον του Δικαστηρίου (υπόθεση C-110/97) καιενώπιον του Πρωτοδικείου (υπόθεση Τ-41/97). Με διάταξη της 16ης Νοεμβρίου1998 στην υπόθεση Τ-41/97, Antillean Rice Mills κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1998,σ. ΙΙ-4117), το Πρωτοδικείο απεκδύθηκε της αρμοδιότητάς του στην υπόθεση

Τ-41/97 υπέρ του Δικαστηρίου, ούτως ώστε να μπορέσει να αποφανθεί τοΔικαστήριο επί των αιτημάτων ακυρώσεως.

15.
    Με τον κανονισμό (ΕΚ) 1036/97, της 2ας Ιουνίου 1997, για τη θέσπιση μέτρωνδιασφάλισης για το ρύζι καταγωγής ΥΧΕ (ΕΕ L 151, σ. 8), το Συμβούλιο θέσπισενέα μέτρα διασφαλίσεως περιορίζοντα τις εισαγωγές ρυζιού καταγωγής ΥΧΕ στηνΚοινότητα για το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου 1997 έως 30 Νοεμβρίου 1997.Η προσφεύγουσα και το Βασίλειο των Κάτω Χωρών άσκησαν κατά τουκανονισμού αυτού προσφυγή ακυρώσεως, αντιστοίχως, ενώπιον του Πρωτοδικείου(υπόθεση Τ-179/97) και ενώπιον του Δικαστηρίου (υπόθεση C-301/97). Μεδιάταξη της 16ης Νοεμβρίου 1998 στις υποθέσεις Τ-163/97 και Τ-179/97,Ολλανδικές Αντίλλες κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-4123),το Πρωτοδικείο απεκδύθηκε της αρμοδιότητάς του και στην υπόθεση Τ-179/97υπέρ του Δικαστηρίου.

16.
    Με τον κανονισμό (ΕΚ) 2352/97, της 27ης Νοεμβρίου 1997, για τη θέσπισηειδικών μέτρων για την εισαγωγή ρυζιού που προέρχεται από ΥΧΕ (ΕΕ L 326,σ. 21), η Επιτροπή θέσπισε μια τρίτη σειρά μέτρων διασφαλίσεως επιβάλλονταςτη χορήγηση πιστοποιητικών εισαγωγής για το ρύζι καταγωγής ΥΧΕ και τησύσταση τραπεζικής εγγυήσεως για το 50 % του ποσού των δασμών που θαεφαρμόζονταν κανονικά για το ρύζι για το οποίο ζητούνται πιστοποιητικάεισαγωγής. Ο κανονισμός αυτός προέβλεπε, εξάλλου, ότι, σε περίπτωσηυπερβάσεως ενός μηνιαίου όγκου αιτήσεων εκδόσεως πιστοποιητικώναντιστοιχούντος σε 13 300 τόνους ρυζιού και εφόσον υφίστατο κίνδυνος σοβαρήςδιαταραχής της κοινοτικής αγοράς, η Επιτροπή θα ελάμβανε ορισμένα μέτρα όσοναφορά τις αιτήσεις πέραν αυτού του ανωτάτου ορίου των 13 300 τόνων. Ο εν λόγωκανονισμός τέθηκε σε ισχύ την 1η Δεκεμβρίου 1997.

17.
    Στις 12 Δεκεμβρίου 1997, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 2494/97, γιατην έκδοση πιστοποιητικών εισαγωγής ρυζιού που υπάγεται στον κωδικό ΣΟ 1006καταγωγής ΥΧΕ, στο πλαίσιο των ειδικών μέτρων που καθιερώθηκαν από τονκανονισμό 2352/97 (ΕΕ L 343, σ. 17). Η Επιτροπή, μεταξύ άλλων, απέκλεισε τηνέκδοση πιστοποιητικών εισαγωγής μετά την 3η Δεκεμβρίου 1997 και ανέστειλε τηνυποβολή νέων αιτήσεων πιστοποιητικών εισαγωγής έως τις 31 Δεκεμβρίου 1997.

18.
    Ο κανονισμός 2352/97 καταργήθηκε με το άρθρο 14 του κανονισμού 2603/97/ΕΚτης Επιτροπής, της 16ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τον καθορισμό τωνλεπτομερειών εφαρμογής για την εισαγωγή ρυζιού καταγωγής των κρατών ΑΚΕκαθώς επίσης και για την εισαγωγή ρυζιού καταγωγής ΥΧΕ (ΕΕ L 351, σ. 22),σε εκτέλεση του άρθρου 108α της αποφάσεως ΥΧΕ, όπως αυτή έχει τροποποιηθεί.Η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ακυρώσεως και κατά του κανονισμού αυτούενώπιον του Πρωτοδικείου (υπόθεση Τ-52/98). Με διάταξη της 11ης Φεβρουαρίου1999, Τ-52/98, Ολλανδικές Αντίλλες κατά Επιτροπής, (η οποία δεν έχει ακόμαδημοσιευθεί στη Συλλογή), το Πρωτοδικείο ανέστειλε τη διαδικασία στην υπόθεσηΤ-52/98 μέχρις ότου εκδοθεί η απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-17/98.

Διαδικασία

19.
    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 24Φεβρουαρίου 1998, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωσητου κανονισμού 2352/97 (υπόθεση Τ-32/98).

20.
    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 6 Μαρτίου1998, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση του κανονισμού2494/97 (υπόθεση Τ-41/98).

21.
    Με δικόγραφα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 28 Μαΐουκαι στις 11 Ιουνίου 1998, το Βασίλειο της Ισπανίας ζήτησε, σύμφωνα με το άρθρο115 του Κανονισμού Διαδικασίας, να παρέμβει στις υποθέσεις Τ-32/98 και Τ-41/98υπέρ των αιτημάτων της Επιτροπής. Με διατάξεις της 1ης και της 10ης Ιουλίου1998, ο πρόεδρος του τετάρτου τμήματος του Πρωτοδικείου δέχθηκε τις αιτήσειςπαρεμβάσεως. Στις 31 Ιουλίου και στις 6 Αυγούστου 1998, το Βασίλειο τηςΙσπανίας κατέθεσε, σε αμφότερες τις υποθέσεις, τα υπομνήματα παρεμβάσεως,επί των οποίων οι διάδικοι διατύπωσαν παρατηρήσεις.

22.
    Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (τρίτο τμήμα)αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενηδιεξαγωγή αποδείξεων. Ωστόσο, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως τηςδιαδικασίας που προβλέπονται στο άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, οιδιάδικοι κλήθηκαν να απαντήσουν σε ορισμένες γραπτές ερωτήσεις, πράγμα τοοποίο έπραξαν εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

23.
    Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά τηδημόσια συνεδρίαση που διεξήχθη, για αμφότερες τις υποθέσεις, στις 21Σεπτεμβρίου 1999.

24.
    Το Πρωτοδικείο, αφού άκουσε συναφώς τους διαδίκους, αποφασίζει νασυνεκδικάσει τις δύο υποθέσεις προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

Αιτήματα των διαδίκων

25.
    Στην υπόθεση Τ-32/98, η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

—    να ακυρώσει τον κανονισμό 2352/97·

—    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

26.
    Στην υπόθεση Τ-41/98, η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

—    να ακυρώσει τον κανονισμό 2494/97·

—    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

27.
    Η Επιτροπή, στις υποθέσεις Τ-32/98 και Τ-41/98, ζητεί από το Πρωτοδικείο:

—    να κρίνει την προσφυγή απαράδεκτη ή, τουλάχιστον, αβάσιμη·

—    να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

28.
    Το παρεμβαίνον, στις υποθέσεις Τ-32/98 και Τ-41/98, ζητεί από το Πρωτοδικείο:

—    να κρίνει την προσφυγή απαράδεκτη λόγω ελλείψεως νομιμοποιήσεως·

—    επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

—    να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

Επί του παραδεκτού της παρεμβάσεως

29.
    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο δεν μπορεί να λάβει υπόψη τουτις παρατηρήσεις που διατύπωσε το Βασίλειο της Ισπανίας με τα υπομνήματαπαρεμβάσεως. Συναφώς, υποστηρίζει ότι δεν υφίσταται δεσμός κοινοτικού δικαίουμεταξύ των Ολλανδικών Αντιλλών και αυτού του κράτους μέλους. Συγκεκριμένα,κατά την προσφεύγουσα, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών κύρωσε μόνο σε σχέσημε το ευρωπαϊκό του έδαφος τη Συνθήκη Προσχωρήσεως του Βασιλείου τηςΙσπανίας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες.

30.
    Το Πρωτοδικείο παρατηρεί ότι, ασφαλώς, οι διατάξεις της 1ης και της 10ηςΙουλίου 1998, με τις οποίες επετράπη στο Βασίλειο της Ισπανίας να παρέμβειυπέρ των αιτημάτων της Επιτροπής στις υποθέσεις Τ-32/98 και Τ-41/98, δενεμποδίζουν το Πρωτοδικείο να εξετάσει εκ νέου το παραδεκτό της παρεμβάσεωςμε την απόφαση με την οποία περατώνεται η δίκη (απόφαση του Δικαστηρίου της8ης Ιουλίου 1999, C-234/92 P, Shell κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει ακόμαδημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 25).

31.
    Ωστόσο, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, η παρέμβαση τουΒασιλείου της Ισπανίας στις δύο υποθέσεις είναι παραδεκτή. Πράγματι, σύμφωναμε το άρθρο 37, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, πουεφαρμόζεται στο Πρωτοδικείο δυνάμει του άρθρου 46, πρώτο εδάφιο, τουΟργανισμού αυτού, τα κράτη μέλη έχουν δικαίωμα παρεμβάσεως σε όλες τιςδιαφορές που υποβάλλονται στο Πρωτοδικείο. Το γεγονός ότι το Βασίλειο τωνΚάτω Χωρών έχει κυρώσει μόνον όσον αφορά το ευρωπαϊκό του έδαφος τηΣυνθήκη Προσχωρήσεως του Βασιλείου της Ισπανίας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητεςδεν είναι ικανό να επηρεάσει την εκ μέρους του τελευταίου άσκηση τουδικαιώματος αυτού, το οποίο του αναγνωρίζεται λόγω της ιδιότητάς του ωςκράτους μέλους.

Επί του παραδεκτού των προσφυγών

Επιχειρήματα των διαδίκων

32.
    Η Επιτροπή, χωρίς να προβάλλει τυπικώς ενστάσεις απαραδέκτου κατά το άρθρο114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, αμφισβητεί το παραδεκτό τωνπροσφυγών για τρεις λόγους.

33.
    Πρώτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα δεν δικαιούται να στηρίξειτις προσφυγές της στο άρθρο 173, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν,κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 230, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ). Παραπέμπει στηδιάταξη του Δικαστηρίου της 21ης Μαρτίου 1997 στην υπόθεση C-95/97,Περιφέρεια της Βαλλονίας κατά Επιτροπής (Συλλογή 1997, σ. Ι-1787, σκέψη 6),και προσθέτει ότι το τέταρτο μέρος της Συνθήκης δεν αναγνωρίζει στιςΟλλανδικές Αντίλλες ιδιαίτερα δικαιώματα ούτε τους επιβάλλει ιδιαίτερεςυποχρεώσεις που θα καθιστούσαν τη νομική τους θέση συγκρίσιμη με αυτή τωνκρατών μελών. Ούτε ο ρόλος τους στη διαδικασία λήψεως των αποφάσεωνσχετικά με τους τομείς που αφορά αυτό το τέταρτο μέρος της Συνθήκης είναισυγκρίσιμος με τον ρόλο των κοινοτικών οργάνων.

34.
    Δεύτερον, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι προσφυγές είναι απαράδεκτες και στο μέτροπου στηρίζονται στο άρθρο 173, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης. Καταρχάς, οικανονισμοί 2352/97 και 2494/97 (στο εξής: προσβαλλόμενοι κανονισμοί) δεναφορούν άμεσα την προσφεύγουσα. Συγκεκριμένα, εφόσον οι ΟλλανδικέςΑντίλλες δεν ασκούν, αυτές καθεαυτές, το εμπόριο ρυζιού με την Κοινότητα, οιπροσβαλλόμενοι κανονισμοί δεν μπορούν να αφορούν την κυβέρνησή τους παράμόνον στο μέτρο που θίγονται οι επιχειρήσεις του τομέα του ρυζιού που είναιεγκατεστημένες στο έδαφός τους. Εξάλλου, οι προσβαλλόμενοι κανονισμοί δεναφορούν την προσφεύγουσα ατομικώς. Η Επιτροπή παρατηρεί, συναφώς, ότι ημνεία των Ολλανδικών Αντιλλών στο παράρτημα IV της Συνθήκης δεν είναικαθοριστικής σημασίας. Η προσφεύγουσα δεν ανήκει επίσης σε κλειστό κύκλουποκειμένων δικαίου κατά την ένοια της νομολογίας (απόφαση του Δικαστηρίουτης 15ης Ιουλίου 1963, 25/62, Plaumann κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 937), καθόσον ο αριθμός και η ταυτότητα των προσώπων στα οποία έχουνεφαρμογή οι προσβαλλόμενοι κανονισμοί δεν ήταν στοιχεία οριστικώς γνωστάκατά τον χρόνο της εκδόσεως των κανονισμών. Οι Ολλανδικές Αντίλλες δενδιαθέτουν πραγματικές ή νομικές ιδιαιτερότητες ώστε να διακρίνονται από τιςλοιπές ΥΧΕ. Κάθε ΥΧΕ έχει συνεπώς, τουλάχιστον θεωρητικώς, τη δυνατότηταμεταποιήσεως ρυζιού όπως και οι Ολλανδικές Αντίλλες. Η κατάσταση διαφέρειαπό εκείνη που υπήρχε το 1993, όταν μόνον οι Ολλανδικές Αντίλλες εξήγαν ρύζιπρος την Κοινότητα, ενώ, από το 1996, το Μονσερράτ άρχισε και αυτό να εξάγειρύζι. Η Επιτροπή παραθέτει, ακόμα, ένα απόσπασμα της διατάξεως τουΠρωτοδικείου της 16ης Ιουνίου 1998, Τ-238/97, Comunidad Autónoma deCantabria κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-2271, σκέψεις 49 και 50).

35.
    Εξάλλου, κατά την Επιτροπή, οι Ολλανδικές Αντίλλες μνημονεύονται ρητώς στηνέβδομη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2352/97 απλώς και μόνο για νακαταδειχθεί ότι η απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών της

κυβερνήσεώς τους περί θεσπίσεως ελάχιστης τιμής κατά την εξαγωγή ρυζιού δενκαθιστά περιττή τη θέσπιση των αμφισβητουμένων μέτρων διασφαλίσεως. Απ'αυτό δεν μπορεί να συναχθεί ότι ο εν λόγω κανονισμός αφορά την προσφεύγουσαατομικά. Ομοίως, το άρθρο 109 της αποφάσεως ΥΧΕ επιβάλλει στην Επιτροπήνα λαμβάνει υπόψη της τις επιπτώσεις που μπορεί να έχουν τα μέτραδιασφαλίσεως στην οικονομία όλων των ΥΧΕ και όχι μόνο στην οικονομία τωνΟλλανδικών Αντιλλών. Ένα ποσοτικό κριτήριο, αντλούμενο από τον όγκο τωνεξαγωγών ρυζιού προς την Κοινότητα, επίσης δεν θα πληρούσε τις προϋποθέσειςπαραδεκτού που συνάγονται από τη νομολογία.

36.
    Τρίτον, η Επιτροπή υποστηρίζει, καταρχάς, ότι η προσφεύγουσα δεν δικαιολογείεπαρκές έννομο συμφέρον προς άσκηση των υπό κρίση προσφυγών ακυρώσεωςδυνάμει του άρθρου 173, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης. Υπενθυμίζει ότι οιΟλλανδικές Αντίλλες αποτελούν απλώς μια περιφέρεια του Βασιλείου των ΚάτωΧωρών, το οποίο διαθέτει δικαίωμα ψήφου στο Συμβούλιο. Η Επιτροπή θεωρεί,συνεπώς, ότι, λαμβανομένης της θέσεως που κατέχουν οι εκπρόσωποι τηςπροσφεύγουσας εντός της Κυβερνήσεως των Κάτω Χωρών, οι ΟλλανδικέςΑντίλλες δεν μπορούν να διακριθούν του κράτους μέλους του οποίου αποτελούναναπόσπαστο τμήμα, όταν το κράτος μέλος αυτό διατυπώνει την άποψή του επίζητήματος αφορώντος τις ΥΧΕ.

37.
    Στη συνέχεια, η Επιτροπή παρατηρεί ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών διαθέτειαυτοτελές δικαίωμα προσφυγής δυνάμει του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, τηςΣυνθήκης και ότι οι προσβαλλόμενοι κανονισμοί, αντίθετα προς τους κανονισμούς304/97 και 1036/97, δεν αποτέλεσαν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως εκ μέρουςτου (βλ. ανωτέρω σκέψεις 14 και 15).

38.
    Τέλος, η Επιτροπή παρατηρεί ότι, για την υπεράσπιση των συμφερόντων τωνΥΧΕ, έχει θεσπιστεί ειδική διαδικασία προσφυγής στο Συμβούλιο για τα κράτημέλη από τα οποία εξαρτώνται αυτές οι ΥΧΕ (άρθρο 1, παράγραφος 5, τουπαραρτήματος IV της αποφάσεως ΥΧΕ). Συνεπώς, η απόφαση ΥΧΕ αναθέτει τηνυπεράσπιση των συμφερόντων των ΥΧΕ στα κράτη μέλη αυτά.

39.
    Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν είναι ευκταίονα αναγνωριστεί έννομο συμφέρον στην προσφεύγουσα, καθόσον έτσι θα γινότανδεκτό ότι η προσφεύγουσα μπορεί να προσβάλει ενώπιον του κοινοτικού δικαστήτη στάθμιση των συμφερόντων στην οποία προέβησαν τα αρμόδια όργανα τουΒασιλείου των Κάτω Χωρών και η οποία, στον τομέα αυτόν, εναπόκειταιαποκλειστικά σ' αυτά. Κατά την Επιτροπή, το Πρωτοδικείο επιβεβαίωσε τηνανάλυση αυτή με την προμνησθείσα διάταξη Comunidad Autónoma de Cantabriaκατά Συμβουλίου. Αντιθέτως, η κατάσταση ήταν διαφορετική στην υπόθεση πουοδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 30ής Απριλίου 1998,Τ-214/95, Vlaams Gewest κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-717), καθόσον ηπροσβληθείσα απόφαση της Επιτροπής αφορούσε ενίσχυση εμπίπτουσα στηναποκλειστική αρμοδιότητα ομόσπονδης περιφέρειας του Βασιλείου του Βελγίου.

Εν προκειμένω, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι οι διάφορες περιφέρειες πουαπαρτίζουν τις Κάτω Χώρες δεν έχουν καμία τέτοιας φύσεως αρμοδιότητα όσοναφορά το εμπορικό καθεστώς των ΥΧΕ.

40.
    Το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει, ωσαύτως, το απαράδεκτο των προσφυγών,παρατηρώντας ότι η προσφεύγουσα δεν νομιμοποιείται εν προκειμένω προςάσκηση προσφυγής. Υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι οι προσβαλλόμενοικανονισμοί δεν αφορούν άμεσα την προσφεύγουσα, καθόσον χρειάζεται ναληφθούν ακόμα μέτρα εφαρμογής των κανονισμών αυτών.

41.
    Η προσφεύγουσα αντικρούει όλα τα επιχειρήματα της Επιτροπής και υποστηρίζειότι οι προσφυγές της είναι παραδεκτές δυνάμει των διατάξεων τόσο του δευτέρουόσο και του τετάρτου εδαφίου του άρθρου 173.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

42.
    Όσον αφορά, καταρχάς, το παραδεκτό των προσφυγών στο μέτρο που στηρίζονταιστο άρθρο 173, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, υπενθυμίζεται ότι, κατ' εφαρμογήντου άρθρου 3 της αποφάσεως 88/591/ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της24ης Οκτωβρίου 1988, περί ιδρύσεως Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων(ΕΕ L 319, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί, το Πρωτοδικείο είναι αρμόδιο νακρίνει, σε πρώτο βαθμό, επί των προσφυγών ακυρώσεως που ασκούνται δυνάμειτου τετάρτου εδαφίου του άρθρου 173 της Συνθήκης. Αντιθέτως, μόνον τοΔικαστήριο είναι αρμόδιο να εκδικάζει τις προσφυγές που ασκούνται, δυνάμει τουάρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, από κράτος μέλος, το Συμβούλιο ήτην Επιτροπή. Συνεπώς, αν η προσφεύγουσα θεωρούσε ότι μπορούσε να στηριχθείστην τελευταία αυτή διάταξη της Συνθήκης προκειμένου να ζητήσει την ακύρωσητων προσβαλλομένων κανονισμών, θα έπρεπε να ασκήσει τις προσφυγές τηςενώπιον του Δικαστηρίου.

43.
    Εν πάση περιπτώσει, από τη γενική οικονομία των Συνθηκών προκύπτει ότι ωςκράτη μέλη, κατά την έννοια των θεσμικών διατάξεων και, ειδικότερα, εκείνωνπου αφορούν τις ένδικες προσφυγές, νοούνται μόνον οι κυβερνητικές αρχές τωνκρατών μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στις οποίες δεν περιλαμβάνονται οικυβερνήσεις των περιφερειών ή των αυτόνομων κοινοτήτων, ασχέτως τηςεκτάσεως των αρμοδιοτήτων που τους αναγνωρίζονται (προμνησθείσα απόφασηVlaams Gewest κατά Επιτροπής, σκέψη 28, προμνησθείσα διάταξη ComunidadAutónoma de Cantabria κατά Συμβουλίου, σκέψη 42, και παρατιθέμενη στηδιάταξη αυτή νομολογία, καθώς και διάταξη του Πρωτοδικείου της 23ηςΟκτωβρίου 1998, Τ-609/97, Regione Puglia κατά Επιτροπής και Ισπανίας, Συλλογή1998, σ. ΙΙ-4051, σκέψη 16). Συνεπώς, η προσφεύγουσα δεν μπορεί παραδεκτώςνα ασκήσει προσφυγή κατ' εφαρμογήν του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, τηςΣυνθήκης.

44.
    Όσον αφορά, στη συνέχεια, το παραδεκτό των προσφυγών στο μέτρο πουστηρίζονται στο άρθρο 173, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης, πρέπει,

προκαταρκτικώς, να υπομνησθεί ότι οι διατάξεις της Συνθήκης που αφορούν τοδικαίωμα ασκήσεως προσφυγής των υποκειμένων δικαίου δεν πρέπει ναερμηνεύονται στενά (βλ., μεταξύ άλλων, προμνησθείσα απόφαση Plaumann κατάΕπιτροπής και απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουλίου 1996, Τ-528/93,Τ-542/93, Τ-543/93 και Τ-546/93, Métropole télévision κ.λπ. κατά Επιτροπής,Συλλογή 1996, σ. ΙΙ-649, σκέψη 60).

45.
    Δεν αμφισβητείται ότι οι Ολλανδικές Αντίλλες αποτελούν αυτόνομη περιφέρειαδιαθέτουσα νομική προσωπικότητα σύμφωνα με το ολλανδικό δίκαιο. Όμως, μιαπεριφέρεια κράτους μέλους που διαθέτει νομική προσωπικότητα σύμφωνα με τοεθνικό δίκαιο μπορεί, καταρχήν, να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει τουάρθρου 173, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης, σύμφωνα με το οποίο κάθε φυσικόή νομικό πρόσωπο μπορεί να ασκεί προσφυγή κατά των αποφάσεων πουαπευθύνονται σ' αυτό και κατά των αποφάσεων που, αν και εκδίδονται ωςκανονισμοί ή αποφάσεις που απευθύνονται σε άλλο πρόσωπο, το αφορούν άμεσακαι ατομικά (προμνησθείσα διάταξη Comunidad Autónoma de Cantabria κατάΣυμβουλίου, σκέψη 43).

46.
    Δεδομένου ότι οι προσβαλλόμενοι κανονισμοί δεν είναι αποφάσειςαπευθυνόμενες στην προσφεύγουσα, κατά την έννοια του άρθρου 173, τέταρτοεδάφιο, της Συνθήκης, πρέπει να εξεταστεί αν αποτελούν πράξεις γενικήςεφαρμογής ή πρέπει να θεωρηθούν ως αποφάσεις που ελήφθησαν υπό τη μορφήκανονισμού. Για να προσδιοριστεί αν μια πράξη είναι γενικής εφαρμογής ή όχι,πρέπει να εκτιμηθούν η φύση της και τα έννομα αποτελέσματα που σκοπεί ναπαραγάγει ή πράγματι παράγει η πράξη (απόφαση του Δικαστηρίου της 6ηςΟκτωβρίου 1982, 307/81, Alusuisse κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή1982, σ. 3463, σκέψη 8).

47.
    Στην υπό κρίση περίπτωση, από το προοίμιο του κανονισμού 2352/97 ασφαλώςπροκύπτει ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη της, κατά τον χρόνο εκδόσεως τηςπράξεως αυτής, τη στάση της προσφεύγουσας και, ειδικότερα, την εκ μέρους τηςθέσπιση μιας ελάχιστης τιμής εξαγωγής. Ομοίως, τόσο με τα υπομνήματά της όσοκαι κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή δεν αμφισβήτησε ότι, κατάτον χρόνο της εκδόσεως των προσβαλλομένων κανονισμών, γνώριζε ότι τομεγαλύτερο μέρος των εισαγωγών ρυζιού καταγωγής ΥΧΕ προερχόταν από τιςΟλλανδικές Αντίλλες. Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δενέλαβε αποφάσεις που αφορούσαν αποκλειστικά τις εισαγωγές ρυζιού αυτής τηςπροελεύσεως. Πράγματι, η Επιτροπή έλαβε μέτρα γενικής ισχύος, τα οποίαεφαρμόζονταν αδιακρίτως στις εισαγωγές ρυζιού καταγωγής όλων των ΥΧΕ.

48.
    Κατά συνέπεια, οι προσβαλλόμενοι κανονισμοί έχουν, ως εκ της φύσεώς τους,γενική εφαρμογή και δεν συνιστούν αποφάσεις κατά την έννοια του άρθρου 189της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 249 ΕΚ).

49.
    Πρέπει, ωστόσο, να εξεταστεί μήπως, παρά τη γενική εφαρμογή τωνπροσβαλλομένων κανονισμών, μπορεί να θεωρηθεί ότι οι κανονισμοί αυτοίαφορούν την προσφεύγουσα άμεσα και ατομικά. Πράγματι, παρά τη γενική ισχύμιας πράξεως, δεν αποκλείεται η πράξη αυτή να αφορά άμεσα και ατομικάορισμένα φυσικά ή νομικά πρόσωπα (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 18ηςΜαΐου 1994, C-309/89, Codorniu κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1994, σ. Ι-1853,σκέψη 19· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 14ης Σεπτεμβρίου 1995, Τ-480/93 καιΤ-483/93, Antillean Rice Mills κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-2305,σκέψη 66, και της 13ης Δεκεμβρίου 1995, Τ-481/93 και Τ-484/93, Exporteurs inLevende Varkens κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-2941, σκέψη 50).

50.
    Όσον αφορά, καταρχάς, το αν οι προσβαλλόμενοι κανονισμοί αφορούν ατομικάτην προσφεύγουσα, πρέπει να υπομνησθεί ότι, για να μπορεί να θεωρηθεί ότι μιαπράξη γενικής εφαρμογής εκδοθείσα από κοινοτικό όργανο αφορά ένα φυσικόή νομικό πρόσωπο ατομικά, πρέπει το πρόσωπο αυτό να θίγεται από την επίμαχηπράξη λόγω ορισμένων ιδιαιτέρων ιδιοτήτων του ή λόγω πραγματικήςκαταστάσεως που το χαρακτηρίζει σε σχέση προς κάθε άλλο πρόσωπο(προμνησθείσες αποφάσεις Plaumann κατά Επιτροπής, σ. 942, και Codorniu κατάΣυμβουλίου, σκέψη 20· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 27ης Απριλίου 1995,Τ-12/93, CCE de Vittel κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-1247, σκέψη 36,και της 17ης Ιουνίου 1998, Τ-135/96, UEAPME κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998,σ. ΙΙ-2335, σκέψη 69, και διάταξη του Πρωτοδικείου της 30ής Σεπτεμβρίου 1997,Τ-122/96, Federolio κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. ΙΙ-1559, σκέψη 59).

51.
    Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία, το γεγονός ότι ηΕπιτροπή υποχρεούται, δυνάμει ειδικών διατάξεων, να λαμβάνει υπόψη τιςσυνέπειες της πράξεως που προτίθεται να εκδώσει για την κατάσταση ορισμένωνιδιωτών μπορεί να εξατομικεύσει τους ιδιώτες αυτούς (αποφάσεις τουΔικαστηρίου της 17ης Ιανουαρίου 1985, 11/82, Πειραϊκή-Πατραϊκή κ.λπ. κατάΕπιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 207, και της 26ης Ιουνίου 1990, C-152/88, Sofrimportκατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. Ι-2477· προμνησθείσα απόφαση τουΠρωτοδικείου Antillean Rice Mills κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 67, και απόφασητου Δικαστηρίου της 11ης Φεβρουαρίου 1999, C-390/95 P, Antillean Rice Millsκ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. Ι-769, σκέψεις 25 έως 30).

52.
    Στην υπό κρίση περίπτωση, ο κανονισμός 2352/97 και ο εκτελεστικός αυτούκανονισμός 2494/97 εκδόθηκαν βάσει του άρθρου 109 της αποφάσεως ΥΧΕ, ηπαράγραφος 1 του οποίου προβλέπει ότι επιτρέπεται στην Επιτροπή, υπόορισμένες προϋποθέσεις, να λαμβάνει μέτρα διασφαλίσεως.

53.
    Η παράγραφος 2 του εν λόγω άρθρου 109 ορίζει ότι, «για την εφαρμογή τηςπαραγράφου 1, πρέπει κατά προτεραιότητα να επιλεγούν τα μέτρα πουδημιουργούν τις ελάχιστες διαταραχές στη λειτουργία της σύνδεσης και τηςΚοινότητας. Τα μέτρα αυτά δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα απολύτως αναγκαίαόρια για την αντιμετώπιση των δυσχερειών που προκύπτουν».

54.
    Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, όταν η Επιτροπή σχεδιάζει τη λήψη μέτρωνδιασφαλίσεως βάσει του άρθρου 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως ΥΧΕ,υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη της τις αρνητικές επιπτώσεις που μπορεί να έχειη απόφασή της για την οικονομία της υπερπόντιας χώρας ή εδάφους που αφορούντα μέτρα αυτά καθώς και για τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις (προμνησθείσααπόφαση της 11ης Φεβρουαρίου 1999, Antillean Rice Mills κ.λπ. κατά Επιτροπής,σκέψη 70).

55.
    Η προσφεύγουσα περιλαμβάνεται μεταξύ των ΥΧΕ που μνημονεύονται ρητώς στοπαράρτημα IV της Συνθήκης και στις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις τουτετάρτου μέρους της Συνθήκης, που αφορά τη σύνδεση των ΥΧΕ με τηνΚοινότητα. Δυνάμει του άρθρου 109, παράγραφος 2, της αποφάσεως ΥΧΕ, ηΕπιτροπή ήταν, συνεπώς, υποχρεωμένη να λάβει υπόψη της, κατά τον χρόνοεκδόσεως των προσβαλλομένων κανονισμών, την ιδιαίτερη κατάσταση τηςπροσφεύγουσας, ιδίως δε καθόσον ήταν προβλεπτό ότι οι αρνητικές επιπτώσειςτων ληφθέντων μέτρων θα γίνονταν αισθητές κυρίως στο έδαφος των ΟλλανδικώνΑντιλλών. Πράγματι, κατά τον χρόνο εκδόσεως των προσβαλλομένων κανονισμών,η Επιτροπή γνώριζε, όπως, εξάλλου, παραδέχθηκε τόσο στα υπομνήματά της όσοκαι κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ότι το μεγαλύτερο μέρος τουεισαγομένου στην Κοινότητα ρυζιού καταγωγής ΥΧΕ προερχόταν από τιςΟλλανδικές Αντίλλες.

56.
    Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα απολάμβανε ειδικής προστασίας από το κοινοτικόδίκαιο κατά τον χρόνο κατά τον οποίο η Επιτροπή εξέδωσε τουςπροσβαλλόμενους κανονισμούς, οι κανονισμοί αυτοί θίγουν την προσφεύγουσαλόγω μιας πραγματικής καταστάσεως που τη χαρακτηρίζει σε σχέση προςοποιοδήποτε άλλο πρόσωπο (προμνησθείσες αποφάσεις Plaumann κατάΕπιτροπής, σ. 942, Πειραϊκή-Πατραϊκή, σκέψεις 28 έως 31, και της 11ηςΦεβρουαρίου 1999, Antillean Rice Mills κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 28). Κατάσυνέπεια, οι προσβαλλόμενοι κανονισμοί αφορούν ατομικά την προσφεύγουσακατά την έννοια του άρθρου 173, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης.

57.
    Ασφαλώς, όπως τονίζει η Επιτροπή, για να γίνει δεκτό ότι μια κοινοτική πράξηαφορά ατομικά έναν φορέα τοπικής αυτοδιοικήσεως κράτους μέλους δεν αρκείνα αποδειχθεί ότι η εφαρμογή ή η εκτέλεση της πράξεως είναι ικανή ναεπηρεάσει τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες στο έδαφός του (βλ. προμνησθείσεςδιατάξεις Comunidad Autónoma de Cantabria κατά Συμβουλίου, σκέψεις 49 και50, και Regione Puglia κατά Επιτροπής και Ισπανίας, σκέψεις 21 και 22). Ωστόσο,στην υπό κρίση περίπτωση, οι προσβαλλόμενοι κανονισμοί αφορούν ατομικά τηνπροσφεύγουσα στο μέτρο που η Επιτροπή, όταν σχεδίαζε να τους εκδώσει, ήτανυποχρεωμένη να λάβει ειδικά υπόψη της την κατάσταση της προσφεύγουσας,δυνάμει του άρθρου 109, παράγραφος 2, της αποφάσεως ΥΧΕ.

58.
    Όσον αφορά, στη συνέχεια, το έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας προςακύρωση των προσβαλλομένων κανονισμών, η ύπαρξή του δεν μπορεί να

αποκλειστεί με μόνη αιτιολογία ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών διαθέτειαυτοτελές δικαίωμα προσφυγής δυνάμει του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, τηςΣυνθήκης. Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι, σε άλλους τομείς, η συνύπαρξη τουεννόμου συμφέροντος του κράτους μέλους και του εννόμου συμφέροντος ενός απότους φορείς αυτούς προς προσβολή της ιδίας πράξεως δεν οδήγησε τοΠρωτοδικείο να θεωρήσει ότι το έννομο συμφέρον του περιφερειακού φορέα δενεπαρκούσε προς δικαιολόγηση του παραδεκτού της προσφυγής ακυρώσεως πουείχε ασκηθεί βάσει του άρθρου 173, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης (βλ.προμνησθείσα απόφαση Vlaams Gewest κατά Επιτροπής, σκέψη 30, και απόφασητου Πρωτοδικείου της 15ης Δεκεμβρίου 1999, Τ-132/96 και Τ-143/96, FreistaatSachsen και Volkswagen κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στηΣυλλογή, σκέψη 92). Ούτε το γεγονός ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών θαμπορούσε να έχει κινήσει, δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 5, τουπαραρτήματος IV της αποφάσεως ΥΧΕ, την ειδική διαδικασία προσφυγήςενώπιον του Συμβουλίου κατά των προσβαλλομένων κανονισμών μπορεί ναεπηρεάσει την ύπαρξη του εννόμου συμφέροντος της προσφεύγουσας ενπροκειμένω.

59.
    Ομοίως, απορριπτέο είναι και το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η εκ μέρους ενόςκράτους μέλους στάθμιση των συμφερόντων των διαφόρων περιφερειών που τοαπαρτίζουν, προτού το κράτος αυτό καθορίσει τη στάση του εντός του Συμβουλίου,δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από ορισμένη περιφέρεια ενώπιον του κοινοτικούδικαστή. Αρκεί, συναφώς, η διαπίστωση ότι οι προσβαλλόμενοι κανονισμοίεκδόθηκαν από την Επιτροπή και όχι από το Συμβούλιο. Όμως, η Επιτροπή ασκείτις εξουσίες της με πλήρη ανεξαρτησία έναντι των κρατών μελών, προς το γενικόσυμφέρον της Κοινότητας.

60.
    Όσον αφορά, τέλος, το κατά πόσον οι προσβαλλόμενοι κανονισμοί αφορούν τηνπροσφεύγουσα άμεσα, πρέπει να παρατηρηθεί ότι ο κανονισμός 2352/97 περιέχειπλήρη ρύθμιση η οποία δεν αφήνει κανένα περιθώριο εκτιμήσεως στις αρχές τωνκρατών μελών. Πράγματι, για το ρύζι καταγωγής ΥΧΕ, ο κανονισμός αυτόςκαθορίζει, κατά τρόπο δεσμευτικό, τον μηχανισμό αιτήσεως και εκδόσεωςπιστοποιητικών εισαγωγής και, επιπλέον, εξουσιοδοτεί την Επιτροπή νααναστείλει την έκδοσή τους σε περίπτωση υπερβάσεως μιας ποσοστώσεως που οίδιος καθορίζει και αισθητών διαταραχών της αγοράς. Συνεπώς, ο κανονισμός2352/97 αφορά άμεσα την προσφεύγουσα (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της13ης Μαΐου 1971, 41/70 έως 44/70, International Fruit Company κ.λπ. κατάΕπιτροπής, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 781, σκέψεις 23 έως 28, και της 23ηςΑπριλίου 1986, 294/83, Les Verts κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1986, σ. 1339,σκέψη 31).

61.
    Την προσφεύγουσα αφορά άμεσα και ο κανονισμός 2494/97, καθόσον οκανονισμός αυτός αποκλείει την έκδοση πιστοποιητικών εισαγωγής για το ρύζιπου υπάγεται στον κωδικό ΣΟ 1006 και κατάγεται από τις ΥΧΕ όσον αφορά τιςαιτήσεις που υποβλήθηκαν μετά τις 3 Δεκεμβρίου 1997 και αναστέλλει έως τις 31

Δεκεμβρίου 1997 την κατάθεση νέων αιτήσεων εκδόσεως πιστοποιητικώνεισαγωγής για το ρύζι αυτής της καταγωγής.

62.
    Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι υπό κρίση προσφυγές πρέπει να κριθούνπαραδεκτές.

Επί της ουσίας

63.
    Η προσφεύγουσα επικαλείται δέκα λόγους ακυρώσεως προς στήριξη τηςπροσφυγής της στην υπόθεση Τ-32/98. Ο πρώτος λόγος αντλείται από την ύπαρξηκαταχρήσεως εξουσίας. Ο δεύτερος από σφάλμα κατά την επιλογή της νομικήςβάσεως του κανονισμού 2352/97. Ο τρίτος από παραβίαση της αρχής τηςασφάλειας δικαίου και ο τέταρτος από παράβαση του άρθρου 133, παράγραφος1, της Συνθήκης. Ο πέμπτος λόγος αντλείται από την παράβαση των άρθρων 132,παράγραφος 1, και 134 της Συνθήκης καθώς και του άρθρου 102 της αποφάσεωςΥΧΕ και του άρθρου 19 του παραρτήματος ΙΙ της αποφάσεως ΥΧΕ. Ο έκτοςλόγος ακυρώσεως αντλείται από την παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 5, τηςσυμφωνίας περί των μέτρων διασφαλίσεως και του άρθρου ΧΙΙΙ:2(γ) της ΓΣΔΕ(Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου) του 1994, καθώς και του άρθρου 228,παράγραφος 7, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 300,παράγραφος 7, ΕΚ). Ο έβδομος λόγος ακυρώσεως αντλείται από την παράβασητου άρθρου 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως ΥΧΕ. Ο όγδοος λόγος αντλείταιαπό την παράβαση του άρθρου 109, παράγραφος 2, της αποφάσεως ΥΧΕ. Οένατος λόγος από την παράβαση του άρθρου 190 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου253 ΕΚ) και ο δέκατος λόγος από την παράβαση ουσιώδους τύπου.

64.
    Στην υπόθεση Τ-41/98, η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση του κανονισμού2494/97 επικαλούμενη το παράνομο του κανονισμού 2352/97 και στηριζόμενηστους ίδιους λόγους ακυρώσεως που προβάλλει και στο πλαίσιο τηςυποθέσεως Τ-32/98.

65.
    Πρέπει να εξεταστεί καταρχάς ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από τηνπαράβαση του άρθρου 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως ΥΧΕ.

Επιχειρήματα των διαδίκων

66.
    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, πρώτον, ότι το άρθρο 109, παράγραφος 1, τηςαποφάσεως ΥΧΕ δεν επιτρέπει στην Επιτροπή να λαμβάνει μέτρα διασφαλίσεωςλόγω του όγκου των εισαγωγών προελεύσεως ΥΧΕ. Η προσφεύγουσαπαραπέμπει, συναφώς, στο άρθρο 132, παράγραφος 1, της Συνθήκης καιυπογραμμίζει ότι δεν επιτρέπεται στα κράτη μέλη να λαμβάνουν μέτραδιασφαλίσεως περιορίζοντα το μεταξύ τους εμπόριο λόγω του όγκου τωνεισαγωγών από άλλα κράτη μέλη. Δεύτερον, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι,ακόμα και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή έχει δικαίωμα να επικαλεστεί τον όγκο τωνεισαγωγών προελεύσεως ΥΧΕ προκειμένου να θεσπίσει μέτρα διασφαλίσεως,

στην υπό κρίση περίπτωση δεν μπορεί να αποδείξει ότι υπήρχε κίνδυνος ταεισαχθεί τέτοια ποσότητα ρυζιού από τις ΥΧΕ ώστε να διαταραχθεί η κοινοτικήαγορά. Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι μια τέτοια διαταραχή δενμπορούσε να προκληθεί από τον όγκο των εισαγωγών ρυζιού προελεύσεως ΥΧΕ,λόγω της ελάχιστης τιμής εξαγωγής που η προσφεύγουσα είχε θεσπίσει για τορύζι καταγωγής Ολλανδικών Αντιλλών.

67.
    Η Επιτροπή απαντά, καταρχάς, ότι το πρώτο επιχείρημα της προσφεύγουσαςστηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 132, παράγραφος 1, της Συνθήκης.Η διάταξη αυτή δεν περιέχει ανεπιφύλακτο κανόνα δικαίου, αλλά διατυπώνειαπλώς έναν από τους σκοπούς που επιδιώκονται με τη συνεργασία μεταξύ τωνΥΧΕ και της Κοινότητας. Συνεπώς, η προσφεύγουσα δεν μπορεί εγκύρως ναεπικαλεστεί το άρθρο αυτό για να αμφισβητήσει το δικαίωμα της Επιτροπής ναθεσπίζει μέτρα βάσει του άρθρου 109 της αποφάσεως ΥΧΕ λόγω του όγκου τωνεισαγωγών προϊόντων καταγωγής ΥΧΕ.

68.
    Δεύτερον, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η αύξηση των ποσοτήτων ρυζιού πουεισήχθησαν από τις ΥΧΕ από το έτος εμπορίας 1995/1996 και εντεύθεν υπήρξεμεγαλύτερη από την αύξηση του συνολικού όγκου των εισαγωγών ρυζιού στηνΚοινότητα. Το μερίδιο των εισαγωγών προελεύσεως ΥΧΕ αυξήθηκε από το έτοςεμπορίας 1994/1995 έως ότου ελήφθησαν τα πρώτα μέτρα διασφαλίσεως στιςαρχές του 1997.

69.
    Η Επιτροπή δηλώνει ότι από τις στατιστικές της Κοινότητας προκύπτει ότι οσυνολικός όγκος των εισαγωγών ρυζιού καταγωγής ΥΧΕ ανήλθε σε 162 541τόνους λευκασμένου ρυζιού για το έτος εμπορίας 1996/1997 και όχι σε 65 000τόνους, όπως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα. Η αύξηση των εισαγωγών ρυζιού απότις ΥΧΕ άσκησε έτσι ισχυρότατες πιέσεις στις τιμές του κοινοτικού ρυζιού paddy,που απαίτησαν αγορές στο πλαίσιο της παρεμβάσεως και, μάλιστα, εξαγωγέςκοινοτικού ρυζιού indica με επιστροφές σε μια αγορά η οποία παρουσίαζε,εντούτοις, διαρθρωτικό έλλειμμα. Τα μέτρα διασφαλίσεως μπορούσαν, στηνπράξη, να σταματήσουν και να αναστρέψουν την τάση μειώσεως πουπαρατηρήθηκε στην κοινοτική αγορά.

70.
    Η Επιτροπή υπογραμμίζει ακόμα ότι δεν υποχρεούται να αποδείξει την ύπαρξηαιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της απειλής προκλήσεως διαταραχής στην κοινοτικήαγορά ρυζιού και της εισαγωγής ρυζιού καταγωγής ΥΧΕ. Αρκεί να υφίσταται μιακάποια σχέση μεταξύ των δύο αυτών φαινομένων. Είναι, όμως, αναμφισβήτητο ότιοι εισαγωγές από τρίτες χώρες ασκούν επιρροή στην αγορά αυτή.

71.
    Τρίτον, η Επιτροπή απαντά ότι το ρύζι καταγωγής ΥΧΕ που εξάγεται προς τηνΚοινότητα προέρχεται μεν κυρίως από τις Αντίλλες, όχι όμως αποκλειστικά απότις Ολλανδικές Αντίλλες. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ήταν υποχρεωμένη νακαθορίσει ένα ανώτατο όριο για όλες τις ΥΧΕ και δεν μπορούσε, επομένως, ναλάβει ιδιαίτερο μέτρο μόνο για τις Ολλανδικές Αντίλλες.

72.
    Το παρεμβαίνον εκθέτει ότι, κατά τον χρόνο της εκδόσεως του κανονισμού2352/97, οι εισαγωγές ρυζιού καταγωγής ΥΧΕ προκαλούσαν σοβαρές διαταραχέςστην κοινοτική αγορά. Αναφέρει, μεταξύ άλλων, τις παρεμβάσεις βουλευτών καιμελών της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, από τις οποίες συνάγεται ότιείχε σημειωθεί σημαντική αύξηση των εισαγωγών αυτών από το 1995 και μετά.Το παρεμβαίνον αναφέρει επίσης στοιχεία όσον αφορά τις τιμές τουαποφλυομένου ρυζιού indica που παραγόταν στο ισπανικό έδαφος, από τις οποίεςπροκύπτει μείωση της τιμής αυτής από τον Ιανουάριο του 1997 έως τονΦεβρουάριο του 1998. Το παρεμβαίνον υπενθυμίζει, επίσης, την ευρεία εξουσίαεκτιμήσεως που αναγνωρίζεται στην Επιτροπή στον τομέα αυτόν.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

73.
    Πρέπει, καταρχάς, να υπομνησθεί ότι ο κανονισμός 2352/97 εκδόθηκε βάσει τουάρθρου 109 της αποφάσεως ΥΧΕ.

74.
    Κατά το άρθρο 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως ΥΧΕ, η Επιτροπή μπορεί ναλάβει ή να επιτρέψει στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη να λάβουν «τα αναγκαίαμέτρα διασφάλισης» είτε «αν η εφαρμογή της [αποφάσεως ΥΧΕ που προβλέπειτην αρχή της ελεύθερης προσβάσεως των προϊόντων καταγωγής ΥΧΕ στηνΚοινότητα] προκαλεί σοβαρές διαταραχές σε τομέα οικονομικής δραστηριότηταςτης Κοινότητας ή ενός ή περισσότερων κρατών μελών ή θέτει σε κίνδυνο τηνεξωτερική οικονομική τους σταθερότητα» είτε «αν δημιουργούνται δυσκολίες, οιοποίες ενδέχεται να προκαλέσουν επιδείνωση [ενός] τομέα δραστηριοτήτων τηςΚοινότητας ή περιφέρειας αυτής».

75.
    Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή δήλωσε ότι το γράμμα τηςπρώτης περιόδου της δεύτερης αιτιολογικής σκέψεως του κανονισμού 2352/97δίνει την εντύπωση ότι ο κανονισμός αυτός εμπίπτει στην πρώτη περίπτωση τουάρθρου 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως ΥΧΕ.

76.
    Πρέπει να παρατηρηθεί ότι, πράγματι, από το χωρίο αυτό του κανονισμού 2352/97προκύπτει ότι η Επιτροπή θέσπισε το επίδικο μέτρο στο πλαίσιο αυτό. Η πρώτηπερίοδος της δεύτερης αιτιολογικής σκέψεως του προοιμίου του κανονισμού2352/97 αναφέρει, συγκεκριμένα, τα εξής: «Η εισαγωγή ρυζιού καταγωγής ΥΧΕ,χωρίς περιορισμό ποσοτήτων, μπορεί να διαταράξει πολύ σοβαρά την κοινοτικήαγορά ρυζιού.»

77.
    Όμως, με την προμνησθείσα απόφαση της 11ης Φεβρουαρίου 1999, Antillean RiceMills κ.λπ. κατά Επιτροπής, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, «στην πρώτηπερίπτωση του άρθρου [109, παράγραφος 1, της αποφάσεως ΥΧΕ], δηλαδή ότανη εφαρμογή της αποφάσεως ΥΧΕ συνεπάγεται σοβαρές διαταραχές σε τομέαοικονομικής δραστηριότητας της Κοινότητας ή ενός ή περισσοτέρων κρατών μελώνή θέτει σε κίνδυνο την εξωτερική οικονομική του σταθερότητα, πρέπει νααποδεικνύεται η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου διότι τα μέτρα διασφαλίσεως

πρέπει να έχουν ως αντικείμενο την εξομάλυνση ή άμβλυνση των δυσχερειών πουανέκυψαν στον υπό εξέταση τομέα» (σκέψη 47).

78.
    Επομένως, έστω και αν η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όχι μόνονως προς την εκτίμηση της συνδρομής των προϋποθέσεων που δικαιολογούν τηλήψη μέτρων διασφαλίσεως, αλλά και ως προς το αν απαιτείται καταρχήν η λήψητέτοιων μέτρων διασφαλίσεως (προμνησθείσες αποφάσεις της 14ης Σεπτεμβρίου1995, Antillean Rice Mills κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 122, και της 11ηςΦεβρουαρίου 1999, Antillean Rice Mills κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 48), στηνυπό κρίση περίπτωση, η Επιτροπή, για να μπορέσει να λάβει τα μέτρα πουθεσπίστηκαν με τον κανονισμό 2352/97, όφειλε να αποδείξει την ύπαρξηαιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της εφαρμογής της αποφάσεως ΥΧΕ και τηςπροκλήσεως των διαταραχών στην κοινοτική αγορά.

79.
    Όμως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από τον κανονισμό 2352/97 δεν προκύπτειότι η Επιτροπή απέδειξε την ύπαρξη τέτοιου συνδέσμου. Συγκεκριμένα, στοπροοίμιο ουδόλως εξηγείται πώς και σε ποιο βαθμό η εφαρμογή της αποφάσεωςΥΧΕ, η οποία εγγυάται την «εισαγωγή ρυζιού καταγωγής ΥΧΕ χωρίς περιορισμόποσοτήτων» (βλ. ανωτέρω σκέψη 76), προκαλούσε σοβαρές διαταραχές στηνκοινοτική αγορά ρυζιού ούτως ώστε να επιβάλλεται η έκδοση του κανονισμού2352/97 προκειμένου να εξομαλυνθούν ή να αμβλυνθούν οι διαπιστωθείσεςδυσχέρειες.

80.
    Είναι αληθές ότι, κατά τον χρόνο της εκδόσεως του κανονισμού 2352/97, στις 27Νοεμβρίου 1997, έληγε η ισχύς του κανονισμού 1036/97, που περιόριζε τιςεισαγωγές ρυζιού προελεύσεως ΥΧΕ (βλ. ανωτέρω σκέψη 15), η δε απόφασηενδιάμεσης αναθεωρήσεως, η οποία έχει τα ίδια αποτελέσματα (βλ. ανωτέρωσκέψη 11), δεν είχε ακόμα τεθεί σε ισχύ. Συνεπώς, με την έκδοση τωνπροσβαλλομένων κανονισμών, η Επιτροπή θέλησε να ελέγξει τις εισαγωγέςρυζιού καταγωγής ΥΧΕ κατά το χρονικό διάστημα από τη λήξη της ισχύος τουκανονισμού 1036/97 έως την έναρξη της ισχύος της αποφάσεως ενδιάμεσηςαναθεωρήσεως.

81.
    Ωστόσο, αντί να εξετάσει συγκεκριμένα ποια θα μπορούσαν να είναι τααποτελέσματα της εφαρμογής της αποφάσεως ΥΧΕ στην κοινοτική αγορά ρυζιού,η Επιτροπή υπέθεσε απλώς ότι η εφαρμογή αυτή, ελλείψει προστατευτικώνμέτρων περιοριζόντων τις εισαγωγές ρυζιού από τις ΥΧΕ, οπωσδήποτε θαδιατάρασσε σοβαρά την αγορά αυτή.

82.
    Συνεπώς, δεν αμφισβητείται ότι η Επιτροπή δεν έλεγξε αν η τιμή του εισαγομένουαπό τις ΥΧΕ ρυζιού ήταν χαμηλότερη από εκείνη του κοινοτικού ρυζιού.Πράγματι, η Επιτροπή αναγνωρίζει, με την απάντησή της σε γραπτή ερώτηση τουΠρωτοδικείου της 14ης Ιουνίου 1999, ότι ουδέποτε προέβη σε «σύγκριση μεταξύτης τιμής του εισαγομένου από τις ΥΧΕ ρυζιού και της τιμής του κοινοτικούρυζιού». Εξηγεί ότι η άποψή της, σύμφωνα με την οποία έπρεπε να ληφθεί τοαμφισβητούμενο μέτρο, «δεν στηριζόταν στην ενδεχόμενη χαμηλότερη τιμή

εξαγωγής του ρυζιού (...) αλλά στην απειλή της εισαγωγής απεριορίστωνποσοτήτων ρυζιού (βλ. δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2352/97)».Όμως, αν αποδεικνυόταν, όπως διατείνεται η προσφεύγουσα, ότι το εισαγόμενοαπό τις ΥΧΕ ρύζι διετίθετο στην αγορά σε τιμή υψηλότερη από εκείνη τουκοινοτικού ρυζιού, δεν θα μπορούσε να αποτελέσει, εντός της Κοινότητας,αντικείμενο ζητήσεως σε τέτοιο επίπεδο ώστε οι εισαγόμενες ποσότητες ναπροκαλέσουν σοβαρές διαταραχές στην κοινοτική αγορά μετά τη λήξη της ισχύοςτου κανονισμού 1036/97.

83.
    Πάντως, η απειλή εισαγωγής απεριορίστων ποσοτήτων προϊόντων προελεύσεωςΥΧΕ απορρέει άμεσα από την εφαρμογή των διατάξεων του τετάρτου μέρους τηςΣυνθήκης και της αποφάσεως ΥΧΕ, που προβλέπουν ότι οι εμπορικές συναλλαγέςμε τις ΥΧΕ εξομοιώνονται, καταρχήν, με τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύκρατών μελών (βλ. ανωτέρω σκέψεις 2 έως 8). Αν μια τέτοια απειλή, η οποίαείναι πάντοτε άμεση ελλείψει μέτρων διασφαλίσεως, αρκούσε προς απόδειξη τηςυπάρξεως αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της εφαρμογής της αποφάσεως ΥΧΕ καιενδεχομένης προκλήσεως διαταραχών σ' έναν τομέα οικονομικής δραστηριότηταςτης Κοινότητας και, επομένως, προς δικαιολόγηση της θεσπίσεως μέτρων δυνάμειτου άρθρου 109, παράγραφος 1, της αποφάσεως ΥΧΕ, θα ανατρέπονταν οι σκοποίτων διατάξεων του τετάρτου μέρους της Συνθήκης και της αποφάσεως ΥΧΕ.

84.
    Πρέπει, συνεπώς, να συναχθεί ότι, αντίθετα προς τις επιταγές του άρθρου 109,παράγραφος 1, της αποφάσεως ΥΧΕ, η Επιτροπή δεν απέδειξε την ύπαρξηαιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του όγκου των εισαγωγών από τις ΥΧΕ κατ'εφαρμογήν της αποφάσεως ΥΧΕ και ενδεχομένων σοβαρών διαταραχών πουείχαν διαπιστωθεί στην κοινοτική αγορά ρυζιού. Η παράλειψη αυτή οφείλεται σενομική πλάνη, καθόσον η Επιτροπή τόνισε, με το υπόμνημα αντικρούσεως σεαμφότερες τις υποθέσεις, ότι δεν υπείχε υποχρέωση αποδείξεως ενός τέτοιουσυνδέσμου.

85.
    Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως που συνίσταται στην παράβαση του άρθρου 109,παράγραφος 1, της αποφάσεως ΥΧΕ είναι βάσιμος.

86.
    Στο πλαίσιο της προσφυγής ακυρώσεως, δεν εναπόκειται στο Πρωτοδικείο ναυποκαταστήσει την Επιτροπή και να εκτιμήσει, βάσει των στοιχείων τηςδικογραφίας, κατά πόσον, όντως, κατά τον χρόνο της εκδόσεως του κανονισμού2352/97, υφίστατο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της εφαρμογής της αποφάσεωςΥΧΕ και των διαταραχών που ενδεχομένως παρατηρήθηκαν στην κοινοτική αγοράρυζιού την εποχή εκείνη (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Πρωτοδικείουτης 22ας Οκτωβρίου 1996, Τ-79/95 και Τ-80/95, SNCF και British Railways κατάΕπιτροπής, Συλλογή 1996, σ. ΙΙ-1491, σκέψη 64).

87.
    Επομένως, χωρίς να χρειάζεται να αποφανθεί το Πρωτοδικείο επί του βασίμουτων λοιπών λόγων ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα, ο κανονισμός2352/97 πρέπει να ακυρωθεί. Κατά συνέπεια, ο κανονισμός 2494/97, ο οποίος

στηρίζεται στον κανονισμό 2352/97, είναι επίσης παράνομος και πρέπει ναακυρωθεί.

Επί των δικαστικών εξόδων

88.
    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας τουΠρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσονυπήρξε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπήηττήθηκε πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας,σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας.

89.
    Σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, τοΒασίλειο της Ισπανίας, το οποίο παρενέβη προς υποστήριξη των αιτημάτων τηςΕπιτροπής, θα φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)    Συνεκδικάζει τις υποθέσεις Τ-32/98 και Τ-41/98 προς έκδοση κοινήςαποφάσεως.

2)    Ακυρώνει τον κανονισμό (ΕΚ) 2352/97 της Επιτροπής, της 27ηςΝοεμβρίου 1997, για τη θέσπιση ειδικών μέτρων για την εισαγωγήρυζιού που προέρχεται από υπερπόντιες χώρες και εδάφη.

3)    Ακυρώνει τον κανονισμό (ΕΚ) 2494/97 της Επιτροπής, της 12ηςΔεκεμβρίου 1997, για την έκδοση πιστοποιητικών εισαγωγής ρυζιού πουυπάγεται στον κωδικό ΣΟ 1006 καταγωγής υπερποντίων χωρών καιεδαφών, στο πλαίσιο των ειδικών μέτρων που καθιερώθηκαν από τονκανονισμό (ΕΚ) 2352/97.

4)    Η Επιτροπή θα φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και τα έξοδα τηςΚυβερνήσεως των Ολλανδικών Αντιλλών σε αμφότερες τις υποθέσεις.

5)    Το παρεμβαίνον θα φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε αμφότερες τιςυποθέσεις.

Jaeger

Lenaerts
Azizi

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 10 Φεβρουαρίου2000.

Ο Γραμματέας

Ο Πρόεδρος

H. Jung

K. Lenaerts


1: Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.