Language of document : ECLI:EU:T:2014:901

Υπόθεση T‑453/11

Gilbert Szajner

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

«Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας — Κοινοτικό λεκτικό σήμα LAGUIOLE — Προγενέστερη γαλλική εταιρική επωνυμία Forge de Laguiole — Άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, και άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα)
της 21ης Οκτωβρίου 2014

1.      Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία προσφυγής — Προσφυγή ενώπιον του δικαστή της Ένωσης — Αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου — Επανεξέταση των πραγματικών περιστατικών υπό το πρίσμα αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίζονται για πρώτη φορά ενώπιόν του — Αποκλείεται

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 65)

2.      Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία προσφυγής — Προσφυγή ενώπιον του δικαστή της Ένωσης — Νομιμότητα της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών — Λήψη υπόψη, κατά την ερμηνεία του εθνικού δικαίου, στοιχείων που αντλούνται από την εθνική νομοθεσία ή νομολογία, των οποίων δεν είχε γίνει επίκληση ενώπιον του ΓΕΕΑ — Επιτρέπεται

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 65)

3.      Κοινοτικό σήμα — Παραίτηση, έκπτωση και ακυρότητα — Σχετικοί λόγοι ακυρότητας — Ύπαρξη προγενέστερου δικαιώματος κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009 — Προϋποθέσεις — Ερμηνεία υπό το φως του δικαίου της Ένωσης — Εκτίμηση βάσει κριτηρίων που ορίζει το εθνικό δίκαιο που διέπει το αντιταχθέν σημείο

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρα 1 § 2, 8 § 4 και 53 § 1, στοιχείο γ΄)

4.      Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία προσφυγής — Προσφυγή ενώπιον του δικαστή της Ένωσης — Νομιμότητα της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών — Λήψη υπόψη, κατά την ερμηνεία του εθνικού δικαίου, αποφάσεως που εκδόθηκε μετά την προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία πραγματοποιείται μεταστροφή της εθνικής νομολογίας — Επιτρέπεται

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 65)

5.      Κοινοτικό σήμα — Αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος — Προσδιορισμός των προϊόντων ή των υπηρεσιών τα οποία αφορά το σήμα — Χρήση των γενικών ενδείξεων των τίτλων κλάσεως της ταξινομήσεως της Νίκαιας — Περιεχόμενο

(Κανονισμός 2868/95 της Επιτροπής, κανόνας 2 § 4)

6.      Κοινοτικό σήμα — Παραίτηση, έκπτωση και ακυρότητα — Σχετικοί λόγοι ακυρότητας — Ύπαρξη προγενέστερου δικαιώματος κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009 — Έντονος διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου δικαιώματος — Κριτήρια εκτιμήσεως

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 8 §§ 4 και 5)

7.      Κοινοτικό σήμα — Παραίτηση, έκπτωση και ακυρότητα — Σχετικοί λόγοι ακυρότητας — Ύπαρξη προγενέστερου δικαιώματος κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009 — Λεκτικό σήμα LAGUIOLE — Εταιρική επωνυμία Forge de Laguiole

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 4)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 21)

2.      Δεν μπορεί να απαγορεύεται ούτε στους διαδίκους ούτε στο Γενικό Δικαστήριο να λαμβάνουν υπόψη, κατά την ερμηνεία του εθνικού δικαίου στο οποίο παραπέμπει το δίκαιο της Ένωσης στοιχεία αντλούμενα από την εθνική νομοθεσία ή νομολογία, δεδομένου ότι δεν πρόκειται για περίπτωση μη συνεκτιμήσεως εκ μέρους του τμήματος προσφυγών πραγματικών στοιχείων αντλούμενων από συγκεκριμένη απόφαση εθνικού δικαστηρίου, αλλά για περίπτωση επικλήσεως νομοθετικών διατάξεων ή δικαστικών αποφάσεων προς στήριξη λόγου ακυρώσεως αντλούμενου από την κακή εφαρμογή εκ μέρους των τμημάτων προσφυγών διατάξεως του εθνικού δικαίου.

Μολονότι είναι αληθές ότι ο διάδικος ο οποίος ζητεί την εφαρμογή εθνικού κανόνα οφείλει να προσκομίσει στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) τα στοιχεία που αποδεικνύουν το περιεχόμενο του κανόνα αυτού, τούτο δεν σημαίνει ότι η εκ μέρους του ΓΕΕΑ εφαρμογή του εθνικού κανόνα δεν υπάγεται σε έλεγχο του Γενικού Δικαστηρίου υπό το πρίσμα εθνικής δικαστικής αποφάσεως η οποία εκδόθηκε μετά την απόφαση του ΓΕΕΑ και την οποία επικαλείται ο διάδικος για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

(βλ. σκέψεις 23, 24)

3.      Δυνάμει του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 207/2009 για το κοινοτικό σήμα, σε συνδυασμό με το άρθρο, 8, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού, η ύπαρξη σημείου το οποίο δεν είναι σήμα δικαιολογεί την κήρυξη ακυρότητας ενός κοινοτικού σήματος αν το σημείο αυτό πληροί σωρευτικά τέσσερις προϋποθέσεις: το εν λόγω σημείο πρέπει να χρησιμοποιείται στις εμπορικές συναλλαγές· πρέπει να μην έχει μόνον τοπική ισχύ· το δικαίωμα επί του σημείου πρέπει να έχει κτηθεί σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους όπου χρησιμοποιήθηκε το σημείο πριν από την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος· τέλος, το σημείο αυτό πρέπει να αναγνωρίζει στον δικαιούχο τη δυνατότητα να απαγορεύει τη χρήση πλέον πρόσφατου σήματος. Οι τέσσερις αυτές προϋποθέσεις περιορίζουν τον αριθμό των σημείων που δεν είναι σήματα τα οποία μπορεί να επικαλεστεί κάποιος ενδιαφερόμενος για να αμφισβητήσει το κύρος κοινοτικού σήματος στο σύνολο του κοινοτικού εδάφους, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009.

Οι δύο πρώτες προϋποθέσεις, δηλαδή οι σχετικές με τη χρήση και την όχι μόνον τοπική ισχύ του σημείου του οποίου γίνεται επίκληση, προκύπτουν από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009 και, επομένως, πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης. Έτσι, ο κανονισμός 207/2009 θεσπίζει ενιαίους κανόνες, σχετικούς με τη χρήση των σημείων και την ισχύ τους, οι οποίοι συνάδουν προς τις αρχές που διέπουν το προβλεπόμενο από τον κανονισμό αυτό σύστημα.

Αντιθέτως, από τη φράση «στις περιπτώσεις και στον βαθμό που σύμφωνα με […] το δίκαιο του κράτους μέλους που διέπει το σημείο αυτό» προκύπτει ότι οι δύο άλλες προϋποθέσεις, που προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 4, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού 207/2009, είναι προϋποθέσεις τις οποίες θέτει ο εν λόγω κανονισμός οι οποίες, σε αντίθεση προς τις προηγούμενες, εκτιμώνται λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων που προβλέπει το δίκαιο που διέπει το σημείο του οποίου γίνεται επίκληση. Η εν λόγω παραπομπή στο δίκαιο που διέπει το σημείο του οποίου γίνεται επίκληση είναι απολύτως δικαιολογημένη, δεδομένου ότι ο κανονισμός 207/2009 αναγνωρίζει τη δυνατότητα επικλήσεως σημείων μη καλυπτόμενων από το κοινοτικό σύστημα έναντι κοινοτικού σήματος. Επομένως, μόνο βάσει του δικαίου που διέπει το σημείο του οποίου γίνεται επίκληση μπορεί να διαπιστωθεί αν το σημείο αυτό είναι προγενέστερο από το κοινοτικό σήμα και αν δικαιολογείται η απαγόρευση χρήσεως πλέον πρόσφατου σήματος.

(βλ. σκέψεις 27-29)

4.      Απόφαση εθνικού δικαστηρίου με την οποία πραγματοποιείται μεταστροφή της νομολογίας μπορεί να ληφθεί υπόψη από το Γενικό Δικαστήριο κατά τον έλεγχο της ερμηνείας που δόθηκε από το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) στο εθνικό δίκαιο στο οποίο παραπέμπει το δίκαιο της Ένωσης, ακόμη και αν είναι μεταγενέστερη της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Πράγματι, τέτοιου είδους μεταστροφές εφαρμόζονται, καταρχήν, αναδρομικώς στις υφιστάμενες καταστάσεις.

Η αρχή αυτή δικαιολογείται καθώς η νομολογιακή ερμηνεία ενός κανόνα σε δεδομένη χρονική στιγμή δεν μπορεί να είναι διαφορετική αναλόγως του χρόνου κατά τον οποίο έλαβαν χώρα τα εξεταζόμενα πραγματικά περιστατικά και ουδείς μπορεί να επικαλεστεί δικαίωμα κεκτημένο βάσει διαμορφωμένης νομολογίας. Μολονότι είναι αληθές ότι η αρχή αυτή είναι πιθανό να περιοριστεί στο μέτρο που, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, τα δικαστήρια μπορούν να αποκλίνουν από τη διαμορφωμένη νομολογία ώστε να προσαρμόσουν τα διαχρονικά αποτελέσματα της αναδρομικότητας της μεταστροφής, η αναδρομικότητα των μεταστροφών παραμένει ως αρχή.

Επομένως, ακόμη και αν η έκδοση αποφάσεως εθνικού δικαστηρίου με την οποία πραγματοποιείται μεταστροφή της νομολογίας συνιστά αυτή καθαυτή νέο γεγονός, η απόφαση απλώς αποδίδει το εθνικό δίκαιο όπως θα έπρεπε να είχε εφαρμοστεί από το ΓΕΕΑ στην προσβαλλόμενη απόφαση και όπως πρέπει να εφαρμοστεί από το Γενικό Δικαστήριο.

(βλ. σκέψεις 45-50)

5.      Η ταξινόμηση της Νίκαιας εξυπηρετεί αποκλειστικά διοικητικούς σκοπούς, αποβλέποντας μόνο στο να διευκολύνει τη σύνταξη και την επεξεργασία των αιτήσεων καταχωρίσεως σημάτων, προτείνοντας ορισμένες κλάσεις και κατηγορίες προϊόντων και υπηρεσιών. Αντιθέτως, οι τίτλοι των κλάσεων δεν συνιστούν ένα σύστημα στο πλαίσιο του οποίου αποκλείεται προϊόν ή υπηρεσία που περιέχεται σε μία κλάση ή κατηγορία να μπορεί να συμπεριλαμβάνεται και σε άλλη κλάση ή κατηγορία, όπως προκύπτει ειδικότερα από τον κανόνα 2, παράγραφος 4, του κανονισμού 2868/95 περί της εφαρμογής του κανονισμού 40/94 για το κοινοτικό σήμα.

(βλ. σκέψη 88)

6.      Η ύπαρξη διακριτικού χαρακτήρα εντονότερου από το σύνηθες, λόγω του ότι η εταιρική επωνυμία είναι γνωστή στο εμπόριο, προϋποθέτει οπωσδήποτε ότι η εν λόγω εταιρική επωνυμία είναι γνωστή τουλάχιστον σε σημαντικό τμήμα του ενδιαφερόμενου κοινού, χωρίς να πρέπει κατ’ ανάγκην να χαίρει φήμης υπό την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009 για το κοινοτικό σήμα. Δεν μπορεί να καθοριστεί κατά γενικό τρόπο, διά της προσφυγής, για παράδειγμα, σε συγκεκριμένα ποσοστά σχετικά με τον βαθμό αναγνωρισιμότητας της εταιρικής επωνυμίας μεταξύ των ενδιαφερομένων κύκλων, πότε ένα σήμα έχει ισχυρό διακριτικό χαρακτήρα. Πάντως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι υφίσταται μια ορισμένη αλληλεξάρτηση μεταξύ της αναγνωρισιμότητας μιας εταιρικής επωνυμίας και του διακριτικού της χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι όσο πιο γνωστή είναι η εταιρική επωνυμία στο κοινό στο οποίο απευθύνεται τόσο ενισχύεται ο διακριτικός της χαρακτήρας. Για να εξετασθεί αν εταιρική επωνυμία διαθέτει έντονο διακριτικό χαρακτήρα λόγω του ότι είναι γνωστή στο κοινό, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλα τα στοιχεία που ασκούν επιρροή στη συγκεκριμένη περίπτωση, δηλαδή, μεταξύ άλλων, το μερίδιο της αγοράς που αναλογεί στην οικεία εταιρία, η ένταση, η γεωγραφική εξάπλωση και η χρονική διάρκεια της χρήσεώς της, το μέγεθος των επενδύσεων στις οποίες έχει προβεί η επιχείρηση για την προώθησή της, το ποσοστό των ενδιαφερομένων κύκλων που αναγνωρίζει χάρις στην εταιρική επωνυμία τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες ως προερχόμενα από συγκεκριμένη επιχείρηση, καθώς και οι δηλώσεις των εμπορικών και βιομηχανικών επιμελητηρίων ή άλλων επαγγελματικών ενώσεων.

(βλ. σκέψη 132)

7.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 161-166)