Language of document : ECLI:EU:T:2013:720

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 19ης Δεκεμβρίου 2013

Υπόθεση T‑634/11 P

Mario Paulo da Silva Tenreiro

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως — Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Πρόσληψη — Ανακοίνωση κενής θέσεως — Διορισμός στη θέση διευθυντή της Διευθύνσεως E “Δικαιοσύνη” της Γενικής Διευθύνσεως “Δικαιοσύνη, ελευθερία και ασφάλεια” της Επιτροπής — Απόρριψη της υποψηφιότητας του αναιρεσείοντος — Διορισμός άλλου υποψηφίου — Αίτηση αναιρέσεως εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει προδήλως αβάσιμη»

Αντικείμενο:      Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, F‑72/10, da Silva Tenreiro κατά Επιτροπής.

Απόφαση:      Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Ο Mario Paulo da Silva Tenreiro φέρει τα δικαστικά έξοδά του, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας.

Περίληψη

Αναίρεση — Λόγοι — Απλή επανάληψη των λόγων ακυρώσεως και της επιχειρηματολογίας που προβλήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης — Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών — Απαράδεκτο — Έλεγχος από το Γενικό Δικαστήριο της εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων — Αποκλείεται πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου των εν λόγω στοιχείων — Βάρος και διεξαγωγή της αποδείξεως

(Άρθρο 257 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11 § 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 138 § 1, εδ. 1, στοιχείο γʹ)

Από τα άρθρα 257 ΣΛΕΕ, 11 του παραρτήματος Ι του Οργανισμού του Δικαστηρίου και 138, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της αποφάσεως ή της διατάξεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό επί ποινή απαραδέκτου της αιτήσεως αναιρέσεως ή του συναφούς λόγου. Δεν πληροί την επιταγή αυτή η αίτηση αναιρέσεως η οποία περιορίζεται στην κατά γράμμα επανάληψη ή στην εκ νέου παράθεση των λόγων αναιρέσεως και της επιχειρηματολογίας που είχαν ήδη εκτεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που είχαν θεμελιωθεί σε ρητώς απορριφθέντα από το εν λόγω δικαιοδοτικό όργανο πραγματικά περιστατικά. Μια τέτοια αίτηση αναιρέσεως αποτελεί στην πραγματικότητα αίτηση για απλή επανεξέταση της ασκηθείσας ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης προσφυγής, η οποία δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου.

Η αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου περιορίζεται σε νομικά ζητήματα. Ο πρωτοβάθμιος δικαστής είναι ο μόνος αρμόδιος, αφενός, για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών, εκτός αν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας που του έχουν υποβληθεί, και, αφετέρου, για την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών, εκτός αν συντρέχει παραμόρφωση των στοιχείων που του έχουν υποβληθεί, με τη διευκρίνιση ότι μια τέτοια παραμόρφωση πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να χρειάζεται να πραγματοποιηθεί νέα εκτίμηση επί των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών ή να χρησιμοποιηθούν νέα αποδεικτικά στοιχεία.

Επομένως, η εξουσία ελέγχου του Γενικού Δικαστηρίου επί των σχετικών με τα πραγματικά περιστατικά διαπιστώσεων στις οποίες προέβη το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης καλύπτει την ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεων αυτών που προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, την παραμόρφωση του περιεχομένου των αποδεικτικών στοιχείων, τον νομικό χαρακτηρισμό των εν λόγω στοιχείων και το ζήτημα αν τηρήθηκαν οι κανόνες που διέπουν το βάρος και τη διεξαγωγή της αποδείξεως.

Για να πειστεί ο δικαστής ως προς το βάσιμο του ισχυρισμού ενός διαδίκου ή, τουλάχιστον, για να κρίνει αναγκαίο να παρέμβει ευθέως στην αναζήτηση αποδεικτικών στοιχείων, δεν αρκεί η επίκληση ορισμένων πραγματικών περιστατικών προς στήριξη μιας αξιώσεως· απαιτείται επίσης η προσκόμιση αρκούντως ακριβών, αντικειμενικών και συγκλινουσών ενδείξεων, ικανών να θεμελιώσουν το αληθές τους ή το πιθανολογούμενο ως αληθές τους.

Υπό τις συνθήκες αυτές, η παρέμβαση του δικαστή στην αναζήτηση αποδεικτικών στοιχείων υπέρ των αναιρεσειόντων πρέπει να περιορίζεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις κατά τις οποίες, μεταξύ άλλων, οι αναιρεσείοντες χρειάζονται, προς στήριξη της επιχειρηματολογίας τους, ορισμένα στοιχεία τα οποία κατέχει ο αναιρεσίβλητος και προσκρούουν σε δυσχέρειες, ή ακόμη και σε άρνηση του αναιρεσιβλήτου, ως προς την απόκτηση των στοιχείων αυτών.

Πέραν των προαναφερθεισών περιπτώσεων, ο πρωτοβάθμιος δικαστής είναι, συνεπώς, ο μόνος αρμόδιος να κρίνει την ενδεχόμενη ανάγκη να συμπληρώσει τα πληροφοριακά στοιχεία που διαθέτει στις υποθέσεις των οποίων επιλαμβάνεται. Ο αποδεικτικός ή μη χαρακτήρας των στοιχείων της δικογραφίας εμπίπτει στην κυριαρχική εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών η οποία εκφεύγει του ελέγχου του αναιρετικού δικαστηρίου, εκτός και αν πρόκειται για παραμόρφωση των προσκομισθέντων ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου αποδεικτικών στοιχείων ή αν συντρέχει ουσιαστική ανακρίβεια των διαπιστώσεων του τελευταίου που προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας.

(βλ. σκέψεις 35, 36, 52 και 85 έως 87)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 16 Σεπτεμβρίου 1997, C‑59/96 P, Koelman κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. I‑4809, σκέψη 31· 8 Ιανουαρίου 2002, C‑248/99 P, Γαλλία κατά Monsanto και Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑1, σκέψη 68· 19 Μαρτίου 2004, C‑196/03 P, Lucaccioni κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑2683, σκέψεις 40 και 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 28 Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑5425, σκέψη 426

ΓΔΕΕ: 25 Σεπτεμβρίου 2002, T‑201/00 και T‑384/00, Ajour κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑167 και II‑885, σκέψη 75· 12 Μαρτίου 2008, T‑107/07 P, Rossi Ferreras κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑B‑1‑5 και II‑B‑1‑31, σκέψεις 38 και 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 19 Μαρτίου 2010, T‑338/07 P, Bianchi κατά ETF, σκέψη 59· 4 Απριλίου 2011, T‑239/09 P, Marcuccio κατά Επιτροπής, σκέψη 62· 7 Δεκεμβρίου 2011, T‑274/11 P, Mioni κατά Επιτροπής, σκέψη 18· 6 Σεπτεμβρίου 2012, T‑519/11 P, Gozi κατά Επιτροπής, σκέψη 21· 16 Μαΐου 2013, T‑281/11 P, Canga Fano κατά Συμβουλίου, σκέψη 75