Language of document : ECLI:EU:T:2001:255

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ

της 22ας Οκτωβρίου 2001 (1)

«Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων - Fumus boni juris - Επείγον - Κατάργηση χρηματοδοτικής συνδρομής»

Στην υπόθεση T-141/01 R,

Entorn, Societat Limitada Enginyeria i Serveis, με έδρα τη Βαρκελώνη (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τον M. C. Belard-Kopke Marques-Pinto, avocat, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

αιτούσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον L. Visaggio και την S. Pardo Quintillán, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναστολής εκτελέσεως της αποφάσεως C (1999) 534 της Επιτροπής, της 4ης Μαρτίου 1999, για την κατάργηση κοινοτικής χρηματοδοτικής συνδρομής,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑ.ΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

1.
    Η Επιτροπή, με την απόφαση C (93) 3394, της 26ης Νοεμβρίου 1993, που έλαβε βάσει του άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΟΚ) 4256/88 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1988, για διατάξεις εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2052/88 σχετικά με το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Προσανατολισμού (ΕΕ L 374, σ. 25), χορήγησε στην αιτούσα, που είχε την επωνυμία «Entorn S.L.» κατά την ενώπιον της Επιτροπής διοικητική διαδικασία, χρηματοδοτική συνδρομή για το σχέδιο αριθ. 93.ES.06.030 (στο εξής: απόφαση περί χορηγήσεως) με τίτλο «Σχέδιο επιδείξεως παραγωγής σουμάκ με χρήση νέων μεθόδων καλλιέργειας (στο εξής: σχέδιο)». .πως προκύπτει από τον φάκελο της υποθέσεως, ο J. Tasias Valls, υπό την ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου, ήταν ο μόνος νόμιμος αντιπρόσωπος που είχε εξουσία να δεσμεύει την αιτούσα.

2.
    Το σχέδιο είχε συνολικό κόστος 1 035 849 ECU και η κοινοτική χρηματοδοτική συνδρομή καθορίστηκε στο ανώτατο ποσό των 1 035 849 ECU.

3.
    Με έγγραφο της 30ής Νοεμβρίου 1993, η Επιτροπή ενημερώθηκε ότι η «Entorn S.L.» είχε αλλάξει διεύθυνση και τραπεζικό λογαριασμό. Το έγγραφο υπέγραψε κάποιος ονόματι «A. López Gargallo».

4.
    Με έγγραφο της 29ης Μαρτίου 1994, υπογεγραμμένο επ' ονόματι του J. Tasias Valls, κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή νέα διεύθυνση της «Entorn S.L.», στη Σεβίλλη (Ισπανία). Με το έγγραφο αυτό οι D. García Rodriguez και J. Tasias Valls παρουσιάζονταν ως τεχνικός υπεύθυνος και υπεύθυνος του σχεδίου, αντιστοίχως.

5.
    Σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος 2 της αποφάσεως περί χορηγήσεως, δύο προκαταβολές συνολικού ύψους 725 094 ECU καταβλήθηκαν στον τραπεζικό λογαριασμό που μνημονευόταν στο έγγραφο της 30ής Νοεμβρίου 1993.

6.
    Στις 10 Ιουλίου 1997 η Επιτροπή απηύθυνε έγγραφο στην Entorn S.L. στη Σεβίλλη, με το οποίο την ενημέρωσε ότι οι υπηρεσίες της είχαν αρχίσει τη διενέργεια τεχνικού και λογιστικού ελέγχου χρηματοδοτικών συνδρομών που ήδη είχε χορηγήσει η Επιτροπή κατ' εφαρμογήν του άρθρου 8 του κανονισμού 4256/88.

7.
    Οι έλεγχοι διενεργήθηκαν στον τόπο εκτελέσεως του σχεδίου στη Σεβίλλη, στις 24 και 25 Ιουλίου 1997, παρουσία των J. Tasias Valls και D. García Rodriguez.

8.
    Μετά τη διενέργεια των ελέγχων αυτών, η Επιτροπή, με έγγραφο της 3ης Απριλίου 1998, κοινοποίησε τις διαπιστώσεις της στην «Entorn (Sumac)» στη διεύθυνση της Σεβίλλης. Η Επιτροπή επισήμανε την ύπαρξη περιστατικών που μπορούσαν να συνιστούν μη σύννομες ενέργειες και ανακοίνωσε την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο σημείο 10 του παραρτήματος 2 της αποφάσεως περί χορηγήσεως και στο άρθρο 24 του κανονισμού (ΕΟΚ) 4253/88 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1988, για τις διατάξεις εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2052/88, όσον αφορά τον συντονισμό των παρεμβάσεων των διαφόρων διαρθρωτικών ταμείων μεταξύ τους καθώς και με τις παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και των λοιπών υφιστάμενων χρηματοδοτικών οργάνων (EE L 374, σ. 1). Η «Entorn (Sumac)» ενημερώθηκε επίσης ότι θα μπορούσε να ζητηθεί η επιστροφή των μέχρι τότε χορηγηθέντων ποσών. Κλήθηκε επίσης να προσκομίσει, εντός προθεσμίας έξι εβδομάδων, την απόδειξη ότι οι υποχρεώσεις που απέρρεαν από την απόφαση περί χορηγήσεως είχαν εκπληρωθεί.

9.
    Η Επιτροπή έλαβε απάντηση με έγγραφο της 24ης Μα.ου 1998, που είχε αποσταλεί από τη Σεβίλλη και ήταν υπογεγραμμένο από τον D. García Rodriguez, ο οποίος ήταν τότε υπεύθυνος από τεχνικής απόψεως του σχεδίου.

10.
    Στις 4 Μαρτίου 1999 η Επιτροπή έλαβε απόφαση, η οποία κοινοποιήθηκε στην αιτούσα στις 10 Απριλίου 1999 και απευθύνθηκε επίσης στο Βασίλειο της Ισπανίας (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή διατάσσει την κατάργηση της εν λόγω χρηματοδοτικής συνδρομής και την επιστροφή, από την αιτούσα και, ενδεχομένως, από τα νομικώς υπεύθυνα για τα χρέη της πρόσωπα, των ήδη χορηγηθεισών προκαταβολών, εντός προθεσμίας 60 ημερών από την κοινοποίηση της αποφάσεως. Η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως ακολούθως:

«1)    Η αίτηση συνδρομής υποβλήθηκε από την εταιρία ENTORN S.L., με έδρα τη Βαρκελώνη. Η κοινοτική συνδρομή χορηγήθηκε σ' αυτή την εταιρία, ενώ μια εταιρία με την επωνυμία Entorn Trading Limited είχε ιδρυθεί στο Δουβλίνο και, κατόπιν αιτήσεως του Biego, ιδρύθηκε υποκατάστημα της εταιρίας αυτής στη Σεβίλλη, με την επωνυμία ENTORN S.L. Η Επιτροπή χορήγησε όλα τα χρηματικά ποσά υπέρ της εταιρίας αυτής. Η πράξη αυτή παρουσιάστηκε στην Επιτροπή ως απλή αλλαγή στη διοίκηση τηςδικαιούχου εταιρίας, ενώ στην ουσία πρόκειται για αλλαγή του δικαιούχου του σχεδίου, χωρίς να έχει συμφωνήσει σ' αυτό η Επιτροπή·

2)    κατά την προπαρατεθείσα διενέργεια ελέγχου στην έδρα που κοινοποίησε η δικαιούχος διαπιστώθηκε ότι η έδρα αυτή ανήκει στην εταιρία MB Consultores y Auditores. Οι επιθεωρητές δεν μπόρεσαν να συμβουλευθούν κανένα δικαιολογητικό, διοικητικό ή λογιστικό στοιχείο σχετικό με το σχέδιο, ενώ στο παράρτημα 2, παράγραφοι 5 και 6, [της αποφάσεως περί χορηγήσεως] η Επιτροπή προβλέπει ότι όλα τα σχετικά με το σχέδιο έγγραφα πρέπει να βρίσκονται στη διάθεση των υπηρεσιών της Επιτροπής στην έδρα της εταιρίας. Εξάλλου, οι επιθεωρητές διαπίστωσαν ταυτοχρόνως ότι οι υπογραφές διαφόρων εγγράφων που υποβλήθηκαν στην Επιτροπή είχαν πλαστογραφηθεί στο πλαίσιο του σχεδίου και ότι δεν είχε χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο αυτό κανένας από τους εξοπλισμούς, η φωτογραφία των οποίων περιέχεται στο τεχνικό παράρτημα της τελικής εκθέσεως.

3)    τέλος, όπως προκύπτει από την ανάγνωση αντιγράφου του ισολογισμού που υποβλήθηκε στο Ισπανικό Υπουργείο Οικονομικών με τη φορολογική δήλωση της εταιρίας ENTORN S.L., το κόστος του σχεδίου είναι περίπου 23 000 000 [ισπανικές πεσέτες (ESP)], ενώ το συνολικό δηλωθέν κόστος είναι 233 623 004 ESP·

εκτιμώντας ότι, υπ' αυτές τις συνθήκες, επιβάλλεται η κατάργηση της χρηματοδοτικής συνδρομής και, σύμφωνα με το άρθρο 24, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) 4253/88 του Συμβουλίου, η ανάκτηση των ήδη καταβληθέντων έως αυτή την ημέρα για το σχέδιο ποσών·

εκτιμώντας ότι, σύμφωνα με το εθνικό εφαρμοστέο στις εταιρίες δίκαιο, οι εταίροι κάθε εταιρίας ευθύνονται για τα χρέη της·

[...]».

11.
    .σον αφορά την εταιρία Entorn Trading Limited, από τον φάκελο της υποθέσεως προκύπτει ότι όρισε ως εξουσιοδοτημένο υπάλληλο τον D. García Rodriguez, ο οποίος, υπ' αυτή την ιδιότητα, συνήψε πράξη ιδρυτική υποκαταστήματος στην Ισπανία, με την επωνυμία Entorn Sociedad Limitada-Sucursal en Espaρa (στο εξής: Entorn S.L. Sucursal). Η εταιρία αυτή είχε ως διεύθυνση στη Σεβίλλη τη διεύθυνση που είχε κοινοποιηθεί στην Επιτροπή με έγγραφο της 30ής Νοεμβρίου 1993. Τον Φεβρουάριο 1996 το υποκατάστημα μεταφέρθηκε στην Τενερίφη και στη συνέχεια εξαφανίστηκε.

12.
    .σον αφορά τη συμμετοχή του J. Tasias Valls ως τεχνικού υπευθύνου του σχεδίου, από τον φάκελο της υποθέσεως προκύπτει ότι ο J. Tasias Valls υπέβαλε για τις παροχές του σειρά τιμολογίων στην Entorn S.L. Sucursal μέσω της εταιρίας Codema SA και ότι η τελευταία έλαβε το πρώτο χρηματικό ποσό για τα τιμολόγιααυτά στις 18 Ιανουαρίου 1994. .πως προκύπτει από τον φάκελο της υποθέσεως, η Codema κατέχει το 99,98 % των μεριδίων της αιτούσας και ο J. Tasias Valls το 0,02 %. Ο J. Tasias Valls είναι ο κύριος μέτοχος και διευθυντής της Codema και σήμερα διώκεται ποινικά στην Ισπανία.

13.
    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 20 Ιουνίου 2001 η αιτούσα άσκησε, βάσει του άρθρου 230 ΕΚ, προσφυγή περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

14.
    Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 25 Ιουνίου 2001, η αιτούσα υπέβαλε την παρούσα αίτηση περί αναστολής εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

15.
    Η Επιτροπή υπέβαλε τις παρατηρήσεις επί της παρούσας αιτήσεως στις 9 Ιουλίου 2001.

16.
    Οι διάδικοι διατύπωσαν προφορικά τις διευκρινίσεις τους στις 12 Σεπτεμβρίου 2001. Κατά την ακρόαση, η αιτούσα κατέθεσε έγγραφο που παρουσιάζει τον ισολογισμό της για το έτος 2000, καθώς και για την περίοδο από 1η Ιανουαρίου έως 30 Ιουνίου 2001.

Σκεπτικό

17.
    Δυνάμει των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 242 ΕΚ και 243 ΕΚ και του άρθρου 4 της αποφάσεως 88/591/ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1988, περί ιδρύσεως Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 319, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 93/350/Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 1993 (ΕΕ L 144, σ. 21), το Πρωτοδικείο δύναται, αν κρίνει ότι επιβάλλεται από τις περιστάσεις, να διατάσσει την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης πράξεως ή τα αναγκαία προσωρινά μέτρα.

18.
    Το άρθρο 104, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει ότι η αίτηση προσωρινών μέτρων πρέπει να προσδιορίζει τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το επείγον της υποθέσεως, καθώς και τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που δικαιολογούν, εκ πρώτης όψεως (fumus boni juris), τη λήψη των προσωρινών μέτρων τα οποία ζητούνται. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι σωρευτικές και επομένως μια αίτηση αναστολής είναι απορριπτέα αν δεν πληρούται μία από αυτές. Ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής προβαίνει επίσης, ενδεχομένως, στη στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων (διατάξεις του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 25ης Νοεμβρίου 1999, Τ-222/99 R, Martínez και de Gaulle κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1999, σ. II-3397, σκέψη 22, και της 2ας Μα.ου 2000, T-17/00 R, Rothley κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2000, σ. II-2085, σκέψη 37).

Επιχειρήματα των διαδίκων

Επί του εκ πρώτης όψεως βασίμου (fumus boni juris)

19.
    Η αιτούσα ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, πρώτον, στηρίζεται σε εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, δεύτερον, η αιτιολογία της είναι ανεπαρκής και δεν έχει λογική συνοχή, τρίτον, εκδόθηκε κατά παράβαση ουσιώδους τύπου και παραβιάζει προδήλως τη γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου που εγγυάται τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας σε κάθε διαδικασία κινηθείσα κατά προσώπου και η οποία είναι δυνατό να καταλήξει στην έκδοση πράξεως που θίγει το πρόσωπο αυτό.

20.
    .σον αφορά την εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, η αιτούσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή, δεχόμενη την αλλαγή ταυτότητας της δικαιούχου της χορηγηθείσας χρηματοδοτικής συνδρομής εταιρίας και καταβάλλοντας στην Entorn S.L. Sucursal, με την απόφαση περί χορηγήσεως, δύο προκαταβολές μέρους της χρηματοδοτικής συνδρομής, αναγνώρισε, αν και σιωπηρώς, ότι στο εξής η αιτούσα έπαυε να είναι δικαιούχος της χρηματοδοτικής συνδρομής και δεν μπορούσε πλέον να θεωρείται υπεύθυνη της εκτελέσεως του σχεδίου. Συνεπώς, η αιτούσα δεν μπορούσε να είναι αποδέκτρια της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συναφώς, η αιτούσα υπογραμμίζει ότι ουδέποτε άλλαξε έδρα, εκτός Βαρκελώνης, γεγονός που επιβεβαιώνεται από το μητρώο εμπορικών εταιριών.

21.
    .σον αφορά την ανεπαρκή και μη έχουσα λογική συνοχή αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έπρεπε να είχε εκθέσει με σαφήνεια και λογική συνοχή τους λόγους για τους οποίους εξομοιώθηκε η αιτούσα με τον πραγματικό αποδέκτη της αποφάσεως περί χορηγήσεως και, συνεπώς, με τον δικαιούχο της χρηματοδοτικής συνδρομής, ως υπεύθυνο εκτελέσεως του σχεδίου.

22.
    Εξάλλου, εφόσον πρόκειται για απόφαση που θίγει σοβαρά την αιτούσα - δεδομένου ότι απαιτείται η επιστροφή 725 094 ευρώ -, η Επιτροπή έπρεπε να προβάλει βάσιμα επιχειρήματα που να αποδεικνύουν σαφώς και με αδιάσειστα στοιχεία ότι η αιτούσα έλαβε τα εν λόγω ποσά. Με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προβάλλονται προς τούτο επιχειρήματα.

23.
    Συγκεκριμένα, για να αποδειχθεί η ύπαρξη μιας ενιαίας οντότητας, δεν αρκεί να προβληθεί η ύπαρξη προφανούς ομοιότητας μεταξύ της εταιρικής επωνυμίας της αιτούσας και της Entorn S.L. Sucursal.

24.
    Εξάλλου, η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται βάσιμης αιτιολογίας σχετικά με το ότι, σύμφωνα με το παράρτημα 2, σημείο 4, παράγραφος 2, πρώτη και δεύτερη περίπτωση, της αποφάσεως περί χορηγήσεως, καταβλήθηκαν χρηματικά ποσά υπέρ μιας οντότητας που διακρίνεται νομικώς από την αιτούσα. Σύμφωνα με την αρχή της χρηστής διοικήσεως, η Επιτροπή έπρεπε, σ' αυτή την περίπτωση, να διευκρινίσει στην αιτούσα την επελθoύσα αλλαγή.

25.
    Τέλος, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση ουσιώδους τύπου και κατά παραβίαση της θεμελιώδους αρχής των δικαιωμάτων άμυνας.Συγκεκριμένα, η απόφαση αυτή ελήφθη κατά παράβαση του τύπου που προβλέπει η απόφαση περί χορηγήσεως στο παράρτημα 2, παράγραφος 10, ήτοι της δυνατότητας της αιτούσας να προβάλει τους αμυντικούς ισχυρισμούς που κρίνει σκόπιμους και πρόσφορους, προτού ληφθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.

26.
    Συγκεκριμένα, η αιτούσα ουδέποτε κλήθηκε να υποβάλει γραπτώς τις παρατηρήσεις της μετά τη διενέργεια των εν λόγω ελέγχων από τους υπαλλήλους της Επιτροπής. Βεβαίως, ο διευθύνων σύμβουλος της αιτούσας ήταν παρών κατά τη διάρκεια των ελέγχων αυτών. Ωστόσο, ήταν παρών υπό την ιδιότητα του τεχνικού υπευθύνου του σχεδίου. Η αιτούσα φρονεί ότι η Επιτροπή είχε την υποχρέωση να ζητήσει από την ίδια και τον J. Tasias Valls πρόσθετες διευκρινίσεις, προκειμένου να διαλυθούν οι αμφιβολίες σχετικά με την ταυτότητα των δύο αυτών εταιριών, δηλαδή της αιτούσας και της Entorn S.L. Sucursal.

27.
    Η Επιτροπή αμφισβητεί το γεγονός ότι ενέκρινε, σιωπηρώς ή ρητώς, την αλλαγή του δικαιούχου της σχετικής με το σχέδιο χρηματοδοτικής συνδρομής, για τον μοναδικό λόγο ότι η αλλαγή αυτή ουδέποτε της κοινοποιήθηκε. Οι κοινοποιήσεις που έλαβε τον Νοέμβριο του 1993 και τον Μάρτιο του 1994 για τις τροποποιήσεις των αριθμών των τραπεζικών λογαριασμών και των διευθύνσεων της έδρας (της εταιρίας) φαίνονταν να αφορούν μόνον επί μέρους αλλαγές στοιχείων.

28.
    Υπ' αυτές τις συνθήκες, η αιτούσα δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι απαλλάχθηκε από την ευθύνη της, όσον αφορά την εκτέλεση του σχεδίου. Επιπλέον, η μη κοινοποιηθείσα αλλαγή του δικαιούχου του σχεδίου αποτελεί σημαντική αλλαγή, βάσει του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88, και δικαιολογεί συνεπώς τη μείωση ή την κατάργηση της χρηματοδοτικής συνδρομής.

29.
    .σον αφορά την έλλειψη αιτιολογίας, η Επιτροπή φρονεί ότι δεν ήταν αναγκαίο να δικαιολογήσει την κατάργηση της χρηματοδοτικής συνδρομής πέραν της δικαιολογήσεως που δόθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι δηλαδή η αιτούσα είναι δικαιούχος της κοινοτικής χρηματοδοτικής συνδρομής, υπεύθυνη για την εκτέλεση του σχεδίου και αποδέκτρια της αποφάσεως περί χορηγήσεως. Ομοίως, η Επιτροπή δεν ενέκρινε την αλλαγή του δικαιούχου και δεν αντελήφθη τη διαδικασία ιδρύσεως της νέας εταιρίας. Η Επιτροπή εσκεμμένα, συνεπώς, παραπλανήθηκε, για να δυσχερανθεί ο καταλογισμός ευθυνών για τις ατασθαλίες της εκτελέσεως του σχεδίου.

30.
    .σον αφορά την παράβαση ουσιώδους τύπου κατά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και την παραβίαση της θεμελιώδους αρχής των δικαιωμάτων άμυνας, η Επιτροπή σημειώνει ότι το έγγραφο της 3ης Απριλίου 1998, με το οποίο δόθηκε η δυνατότητα στην αιτούσα να διατυπώσει την άποψή της σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά που έπρεπε να δικαιολογούν την κατάργηση της κοινοτικής χρηματοδοτικής συνδρομής, εστάλη στη διεύθυνση της Σεβίλλης. Η διεύθυνση αυτή είχε κοινοποιηθεί στην Επιτροπή ως η διεύθυνση στην οποία γινόταν η διαχείριση του σχεδίου και αντιστοιχούσε στον τόποδιενέργειας της επιθεωρήσεως και όπου οι επιθεωρητές της Επιτροπής συνάντησαν τον J. Tasias Valls. Ενόψει των δεσμών που ενώνουν την αιτούσα με την Entorn S.L. Sucursal και τους εταίρους της, διευθύνοντες ή εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους, η Επιτροπή φρονεί ότι η αιτούσα δεν μπορεί να της προσάψει ότι κοινοποίησε στη διεύθυνση της Σεβίλλης την αίτηση υποβολής παρατηρήσεων. Η Επιτροπή χρησιμοποίησε τη διεύθυνση αυτή για το σύνολο της αλληλογραφίας που εστάλη στη δικαιούχο, αφότου της κοινοποιήθηκε η διεύθυνση αυτή.

Επί του επείγοντος

31.
    Η αιτούσα ισχυρίζεται ότι το επείγον των εν λόγω προσωρινών μέτρων στηρίζεται στην ανάγκη αποφυγής της οριστικής παύσης των δραστηριοτήτων της επιχειρήσεως, ως αποτέλεσμα της άμεσης επιστροφής των 725 094 ευρώ, που αποτελούν αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως.

32.
    Συγκεκριμένα, η αιτούσα είναι εταιρία περιορισμένης ευθύνης, μικρού μεγέθους, κατά την έννοια της διατάξεως του Προέδρου του Δικαστηρίου της 10ης Ιουνίου 1988, C-152/88 R, Sofrimport κατά Επιτροπής (Συλλογή 1988, σ. 2931), η οποία απασχολεί μόλις δέκα εργαζομένους με σύμβαση εργασίας. Το εταιρικό κεφάλαιο της εταιρίας ανέρχεται σε 30 050 ευρώ.

33.
    Από την ίδρυσή της, στις 4 Ιουνίου 1993, η οικονομική κατάσταση της αιτούσας εξελίχθηκε θετικά. Συγκεκριμένα, ο κύκλος εργασιών για τη χρήση 1994 ανήλθε σε 30 373 833 ESP (182 550,41 ευρώ) και τα κέρδη σε 2 899 905 ESP (17 428,78 ευρώ). .πως προκύπτει από τον φόρο επί των εταιριών που επιβαρύνει την αιτούσα για τη χρήση 1999, ο συνολικός κύκλος εργασιών της εταιρίας ανήλθε σε 138 387 025 ESP, δηλαδή σε 831 722 ευρώ. Για τη χρήση 1999, τα κέρδη ανέρχονται σε 7 652 264 ESP, δηλαδή 45 991,03 ευρώ. Τα στοιχεία τα σχετικά με τον κύκλο εργασιών της εταιρίας και τα κέρδη της αποδεικνύουν τη σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία που θα προκαλέσει στην αιτούσα η υποχρέωση άμεσης επιστροφής 725 094 ευρώ, που απορρέει από την προσβαλλόμενη απόφαση.

34.
    Συγκεκριμένα, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι τα 725 094 ευρώ αντιστοιχούν στο σύνολο σχεδόν του κύκλου εργασιών της εταιρίας και είναι δεκαπενταπλάσια περίπου των κερδών που πραγματοποιήθηκαν το 1999, η εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως θα συνεπαγόταν την άμεση παύση της δραστηριότητας της επιχειρήσεως, διότι δεν θα ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει άμεσα την καταβολή του ποσού αυτού, χωρίς να θέσει ανεπανόρθωτα σε κίνδυνο τη δυνατότητα επιβιώσεως της επιχειρήσεως, μέχρις ότου το Πρωτοδικείο αποφανθεί επί της κύριας προσφυγής.

35.
    Επιπλέον, η αιτούσα υπογραμμίζει ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 104 του ισπανικού νόμου περί εταιριών περιορισμένης ευθύνης και από τον ισπανικό εμπορικό κώδικα, θα υποχρεωθεί να παύσει τις δραστηριότητές της σε περίπτωση εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Θα επερχόταν, συνεπώς, διάλυσητης επιχειρήσεως, διότι θα είχε ζημίες που θα μείωναν το εταιρικό της κεφάλαιο περισσότερο από το μισό.

36.
    .σον αφορά τη δυνατότητα, ενδεχομένως, εισφοράς εκ μέρους των εταίρων της αιτούσας, όπως ισχυρίστηκε η Επιτροπή, η αιτούσα υπενθυμίζει ότι το άρθρο 1 του ισπανικού νόμου περί εταιριών οριοθετεί σαφώς την εταιρική ευθύνη. Οι εταίροι δεν ευθύνονται προσωπικά για τα χρέη της επιχειρήσεως. Εξάλλου, δεν είναι δυνατόν να εγγυηθεί το αιτούμενο ποσό πιστωτικό ίδρυμα ή τρίτος.

37.
    Ενόψει των δυσανάλογων επιπτώσεων που θα έχει η προσβαλλόμενη απόφαση στην εταιρία, η απόφαση θα προκαλούσε σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία στην αιτούσα, οπότε το αιτούμενο προσωρινό μέτρο πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει τον χαρακτήρα του επείγοντος.

38.
    Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η αιτούσα δεν προσκόμισε συγκεκριμένες αποδείξεις για να εκτιμηθούν οι ακριβείς συνέπειες που θα απέρρεαν από τη μη αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η αιτούσα αναγνωρίζει ότι από την ίδρυσή της η οικονομική της κατάσταση είναι καλή. Τα σχετικά με τον κύκλο εργασιών της και τα κέρδη της στοιχεία αποδεικνύουν ότι από την ίδρυσή της σημειώνει διαρκή οικονομική ανάπτυξη.

39.
    Επιπλέον, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της εξετάσεως της οικονομικής βιωσιμότητας μιας εταιρίας, η εκτίμηση της πραγματικής της καταστάσεως μπορεί να γίνει λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών του ομίλου στον οποίο ανήκει ως εκ της μετοχικής της διαρθρώσεως. Η αιτούσα δεν προσκόμισε ωστόσο κανένα πληροφοριακό στοιχείο σχετικό με τη χρηματοοικονομική ικανότητα των μετόχων της.

40.
    Εξάλλου, η Επιτροπή φρονεί ότι ο κίνδυνος παύσης των δραστηριοτήτων της αιτούσας είναι υποθετικός και ότι η παύση αυτή θα μπορούσε να αποφευχθεί αν η αιτούσα υπέβαλλε μια δεόντως αιτιολογημένη αίτηση προς την Επιτροπή, ζητώντας πρόσθετη προθεσμία πληρωμής ή πληρωμή με δόσεις.

Η εκτίμηση του κρίνοντος κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή

41.
    Εκ προοιμίου, επιβάλλεται να υπομνηστεί ότι το σύστημα επιδοτήσεων που έχει δημιουργηθεί με την κοινοτική ρύθμιση στηρίζεται ιδίως στην εκπλήρωση από τον δικαιούχο μιας σειράς υποχρεώσεων, πράγμα που του παρέχει δικαίωμα για την είσπραξη της προβλεπόμενης χρηματοδοτικής συνδρομής. Αν ο δικαιούχος δεν εκπληρώσει όλες αυτές τις προϋποθέσεις, το άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88 επιτρέπει στην Επιτροπή να επανεξετάσει την έκταση των υποχρεώσεων που αναλαμβάνει δυνάμει της αποφάσεως περί χορηγήσεως της εν λόγω συνδρομής (βλ., κατ' αναλογίαν, την απόφαση του Πρωτοδικείου της 24ης Απριλίου 1996, T-551/93 και T-231/94 έως T-234/94, Industrias Pesqueras Campos κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II-247, σκέψη 161).

42.
    Οι αιτούντες και οι δικαιούχοι των κοινοτικών χρηματοδοτικών συνδρομών υποχρεούνται, μεταξύ άλλων, να παρέχουν στην Επιτροπή αξιόπιστες πληροφορίες μη δυνάμενες να την παραπλανήσουν, χωρίς τις οποίες το σύστημα ελέγχου και αποδείξεων που τίθεται σε εφαρμογή για να εξακριβωθεί αν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της συνδρομής δεν μπορεί να λειτουργήσει ορθώς. Πράγματι, αν δεν υπάρχουν αξιόπιστες πληροφορίες, θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο συνδρομής προγράμματα που δεν πληρούν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις. Επομένως, η υποχρέωση πληροφορήσεως και εντιμότητας που βαρύνει τους αιτούντες και δικαιούχους των συνδρομών είναι εγγενής του συστήματος συνδρομών του ΕΓΤΠΕ και ουσιώδης για την ορθή λειτουργία του.

43.
    Εν προκειμένω όμως, η αιτούσα δεν ενημέρωσε την Επιτροπή για τη μεταβίβαση της εκτελέσεως του σχεδίου, ως δικαιούχος της χρηματοδοτικής συνδρομής, ούτε βεβαιώθηκε ότι η Επιτροπή είχε ενημερωθεί σχετικώς από τρίτο πρόσωπο. Αντιθέτως, όπως αναγνώρισε η αιτούσα με την αίτησή της ασφαλιστικών μέτρων, ο J. Tasias Valls δεν έλαβε όλα τα αναγκαία μέτρα για να αποδείξει σαφώς και οριστικώς στην Επιτροπή την παραίτηση της αιτούσας από την εκτέλεση του σχεδίου.

44.
    Επιβάλλεται συνεπώς η διαπίστωση ότι, εκ πρώτης όψεως, τίποτα δεν στηρίζει τον ισχυρισμό της αιτούσας ότι η Επιτροπή αναγνώρισε ότι η αιτούσα έπαυσε να είναι η δικαιούχος της χρηματοδοτικής συνδρομής και ότι, συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση στηριζόταν σε εσφαλμένη εκτίμηση.

45.
    .σον αφορά το επιχείρημα περί ανεπαρκούς αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, αρκεί η διαπίστωση ότι, εκ πρώτης όψεως, η Επιτροπή σαφώς υπέδειξε όχι μόνον τους λόγους για τους οποίους θεώρησε ότι παραπλανήθηκε από την αιτούσα όσον αφορά τον δικαιούχο του σχεδίου, αλλά και τον λόγο για τον οποίο η αιτούσα, στην οποία απευθύνθηκε η απόφαση περί χορηγήσεως, μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για τις ατασθαλίες που διαπιστώθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση.

46.
    .σον αφορά την προσβολή από την Επιτροπή των δικαιωμάτων άμυνας της αιτούσας, αρκεί, εκ πρώτης όψεως, η διαπίστωση ότι η Επιτροπή, με το έγγραφο της 3ης Απριλίου 1998, κάλεσε ειδικώς την αιτούσα να αποδείξει ότι οι υποχρεώσεις που απορρέουν από την απόφαση περί χορηγήσεως είχαν εκπληρωθεί.

47.
    Τέλος, η αιτούσα δεν μπορεί, εκ πρώτης όψεως, να προσάψει στην Επιτροπή ότι κοινοποίησε στη διεύθυνση της Σεβίλλης την αίτηση υποβολής παρατηρήσεων. Συναφώς, επιβάλλεται να υπομνηστεί ότι η αιτούσα απέφυγε να ενημερώσει την Επιτροπή για τη μεταβίβαση της εκτελέσεως του σχεδίου. Ο διευθύνων σύμβουλος της αιτούσας, εφόσον ήταν παρών κατά τη διενέργεια των ελέγχων από την Επιτροπή, ενίσχυσε την πλάνη στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή και την οποίαεπικαλείται η αιτούσα, ότι δηλαδή η διεύθυνση της αιτούσας ήταν όντως στη Σεβίλλη.

48.
    Για τους λόγους αυτούς, τα επιχειρήματα της αιτούσας δεν δικαιολογούν, εκ πρώτης όψεως, την αιτούμενη αναστολή εκτελέσεως.

49.
    Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν τα επιχειρήματα της αιτούσας δικαιολογούσαν, υποθετικά, εκ πρώτης όψεως, την αιτούμενη αναστολή εκτελέσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν συντρέχουν τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το επείγον.

50.
    Συναφώς, επιβάλλεται να υπομνησθούν τα προπαρατεθέντα, κυρίως στη σκέψη 12, πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τους μετόχους της αιτούσας. Από αυτά προκύπτει ότι η αιτούσα είναι εταιρία περιορισμένης ευθύνης, ότι η Codema κατέχει το 99,98 % των μεριδίων της και ο J. Tasias Valls το 0,02 % και ότι ο J. Tasias Valls είναι ο κύριος μέτοχος και διευθυντής της Codema.

51.
    Επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, στο πλαίσιο της εξετάσεως της οικονομικής βιωσιμότητας της αιτούσας, η εκτίμηση της πραγματικής της καταστάσεως μπορεί να γίνει λαμβανομένων, ιδίως, υπόψη των χαρακτηριστικών του ομίλου στον οποίο ανήκει ως εκ της μετοχικής της διαρθρώσεως [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 7ης Μαρτίου 1995, C-12/95 P, Transacciones Marítimas κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. I-467, σκέψη 12· διατάξεις του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 4ης Ιουνίου 1996, T-18/96 R, SCK και FNK κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II-407, σκέψη 35, και του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 30ής Ιουνίου 1999, T-13/99 R, Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1999, σ. II-1961, σκέψη 155, επιβεβαιωθείσα με τη διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 18ης Νοεμβρίου 1999, C-329/99 P(R), Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1999, σ. I-8343, σκέψη 67].

52.
    Η προσέγγιση αυτή στηρίζεται στο ότι τα αντικειμενικά συμφέροντα της οικείας επιχειρήσεως δεν έχουν αυτοτελή χαρακτήρα σε σχέση με εκείνα των προσώπων, φυσικών ή νομικών, τα οποία την ελέγχουν και ότι, συνεπώς, ο σοβαρός και ανεπανόρθωτος χαρακτήρας της προβαλλομένης ζημίας πρέπει να εκτιμηθεί στο επίπεδο του ομίλου που συνιστούν τα πρόσωπα αυτά. Αυτή η σύμπτωση συμφερόντων δικαιολογεί, ιδιαιτέρως, γιατί το συμφέρον της συγκεκριμένης επιχειρήσεως για επιβίωση δεν εξετάζεται ανεξαρτήτως του συμφέροντος εκείνων που την ελέγχουν για την εξασφάλιση της επιβιώσεώς της (βλ. διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 15ης Ιανουαρίου 2001, Τ-241/00 R, Le Canne κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. ΙΙ-37, σκέψη 40).

53.
    Στερείται σημασίας το γεγονός ότι το πρόσωπο το οποίο, ως κύριος κάτοχος του εταιρικού κεφαλαίου της εν λόγω επιχειρήσεως, ασκεί τον έλεγχο είναι φυσικό πρόσωπο που δεν αποτελεί επιχείρηση [βλ. διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 1999, C-355/99 P(R), HFB κ.λπ. κατάΕπιτροπής, Συλλογή 1999, σ. Ι-8705, σκέψη 64, και προπαρατεθείσα διάταξη Le Canne κατά Επιτροπής, σκέψη 42].

54.
    Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, παρ' ό,τι από τους ισολογισμούς της αιτούσας προκύπτει ότι είναι μια μικρή επιχείρηση με μικρή οικονομική ισχύ, η αιτούσα δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο σχετικά με την οικονομική κατάσταση των μετόχων της, δηλαδή της Codema και του J. Tasias Valls, για να εκτιμηθεί συγκεκριμένα αν διαθέτουν επαρκείς πόρους για τη διασφάλιση των συμφερόντων της.

55.
    Τέλος, η αιτούσα δεν προσπάθησε να επιτύχει, σε συνεννόηση με την Επιτροπή, διακανονισμό βάσει του οποίου, ως αντιστάθμιση της τραπεζικής εγγυήσεως που πρέπει να συστήσει η αιτούσα, είτε δεν θα επέστρεφε το αιτούμενο ποσό πριν από την έκδοση αποφάσεως επί της κύριας προσφυγής, είτε θα το επέστρεφε ζητώντας πρόσθετη προθεσμία ή με δόσεις. Συναφώς, επιβάλλεται να υπομνηστεί ότι, λαμβανομένου υπόψη του πρωταρχικού συμφέροντος της Κοινότητας για την αναζήτηση και την κύρωση σοβαρών ατασθαλιών κατά τη χρήση κοινοτικών επιδοτήσεων, ως προς τις οποίες από τον φάκελο της υποθέσεως συνάγονται, εκ πρώτης όψεως, σοβαρές υπόνοιες, ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής δεν θα μπορούσε, εν πάση περιπτώσει, να χορηγήσει αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως χωρίς τη σύσταση τραπεζικής ή άλλης εγγυήσεως (βλ. διάταξη του προέδρου του δευτέρου τμήματος του Πρωτοδικείου της 16ης Ιουλίου 1999, T-143/99 R, Hortiplant κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II-2451, σκέψη 30).

56.
    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η αιτούσα δεν απέδειξε ότι, ελλείψει χορηγήσεως της αιτούμενης αναστολής εκτελέσεως, θα υποστεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη.

57.
    Συνεπώς, η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να απορριφθεί.

Για τους λόγους αυτούς,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ

διατάσσει:

1)    Απορρίπτει την αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων.

2)    Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Λουξεμβούργο, 22 Οκτωβρίου 2001.

Ο Γραμματέας

Ο Πρόεδρος

H. Jung

B. Vesterdorf


1: Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.