Language of document : ECLI:EU:C:2023:727

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 28ης Σεπτεμβρίου 2023 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Ασφαλιστικά μέτρα – Περιοριστικά μέτρα λόγω της καταστάσεως στην Ουκρανία – Δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων – Διατήρηση του ονόματος φυσικού προσώπου στον κατάλογο των προσώπων, οντοτήτων και φορέων τα οποία υπόκεινται στα εν λόγω μέτρα – Αναστολή της διαδικασίας “επανακαταχώρισης” του προσώπου αυτού – Δημοσίευση ανακοινώσεως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Υποχρέωση λήψεως μέτρων ως προς τις θεωρήσεις που χορηγούνται από τα κράτη μέλη – Μέτρα που δύναται να λάβει ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων»

Στην υπόθεση C‑564/23 P(R),

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 57, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 2023,

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από την P. Mahnič, τον R. Meyer και τον J. Rurarz,

αναιρεσείον,

όπου λοιποί διάδικοι είναι οι:

Nikita Dmitrievich Mazepin, κάτοικος Μόσχας (Ρωσία), εκπροσωπούμενος από τους A. Bass, T. Marembert, D. Rovetta, avocats, M. Campa, M. Moretto και V. Villante, avvocati,

προσφεύγων πρωτοδίκως,

Δημοκρατία της Λετονίας,

παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως,

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα M. Szpunar,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1        Με την αίτηση αναιρέσεως, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζητεί την αναίρεση της διατάξεως του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 7ης Σεπτεμβρίου 2023, Mazepin κατά Συμβουλίου (T‑743/22 RIII, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη), με την οποία ο τελευταίος έκανε δεκτή την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων που υπέβαλε ο Nikita Dmitrievich Mazepin.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η απόφαση 2014/145/ΚΕΠΠΑ

2        Το άρθρο 1, παράγραφοι 1, 6 και 7, της αποφάσεως 2014/145/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 17ης Μαρτίου 2014, σχετικά με περιοριστικά μέτρα όσον αφορά δράσεις που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας (ΕΕ 2014, L 78, σ. 16), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2023/1218 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουνίου 2023 (ΕΕ 2023, L 159I, σ. 526), ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να αποτρέψουν την είσοδο στην επικράτειά τους ή τη διέλευση μέσω της επικράτειάς τους:

[…]

ε)      εξεχόντων επιχειρηματιών που δραστηριοποιούνται στη Ρωσία και των άμεσων μελών των οικογενειών τους τους ή άλλων φυσικών προσώπων που επωφελούνται από αυτούς ή επιχειρηματιών που δραστηριοποιούνται σε οικονομικούς τομείς οι οποίοι αποτελούν σημαντική πηγή εσόδων για την κυβέρνηση της Ρωσικής Ομοσπονδίας, η οποία είναι υπεύθυνη για την προσάρτηση της Κριμαίας και την αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας· […]

[…]

και φυσικά πρόσωπα που συνδέονται με αυτά ή με τα νομικά πρόσωπα, τις οντότητες ή τους φορείς που […] απαριθμούνται στο παράρτημα.

[…]

6.      Τα κράτη μέλη μπορούν να χορηγούν εξαιρέσεις από τα μέτρα της παραγράφου 1, όταν το ταξίδι δικαιολογείται για επείγοντες ανθρωπιστικούς λόγους ή για συμμετοχή σε διακυβερνητικές συνεδριάσεις, μεταξύ των οποίων και συνεδριάσεις που διοργανώνονται με πρωτοβουλία της [Ευρωπαϊκής] Ένωσης ή φιλοξενούνται από την [Ευρωπαϊκή] Ένωση ή φιλοξενούνται από κράτος μέλος που ασκεί την Προεδρία του [Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη], κατά τις οποίες διεξάγεται πολιτικός διάλογος για την άμεση προώθηση των στόχων πολιτικής των περιοριστικών μέτρων, συμπεριλαμβανομένης της στήριξης της εδαφικής ακεραιότητας, της κυριαρχίας και της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας.

7.      Το κράτος μέλος που επιθυμεί να χορηγήσει τις αναφερόμενες στην παράγραφο 6 εξαιρέσεις απευθύνει γραπτή κοινοποίηση στο Συμβούλιο. Η εξαίρεση θεωρείται ότι χορηγήθηκε, εκτός εάν ένα ή περισσότερα από τα μέλη του Συμβουλίου διατυπώσει εγγράφως αντίρρηση εντός δύο εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης της προτεινόμενης εξαίρεσης. Σε περίπτωση που ένα ή περισσότερα μέλη του Συμβουλίου διατυπώσουν αντίρρηση, το Συμβούλιο μπορεί, με ειδική πλειοψηφία, να αποφασίσει να χορηγήσει την προτεινόμενη εξαίρεση.»

 Ο κανονισμός (ΕΕ) 269/2014

3        Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 269/2014 του Συμβουλίου, της 17ης Μαρτίου 2014, σχετικά με περιοριστικά μέτρα για ενέργειες που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας (ΕΕ 2014, L 78, σ. 6), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 476/2014 του Συμβουλίου, της 12ης Μαΐου 2014 (ΕΕ 2014, L 137, σ. 1) (στο εξής: κανονισμός 269/2014), προβλέπει τα εξής:

«Δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια και όλοι οι οικονομικοί πόροι που ανήκουν ή τελούν υπό την κυριότητα, την κατοχή ή τον έλεγχο οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου, οντότητας ή φορέα ή φυσικών ή νομικών προσώπων, οντοτήτων ή φορέων που σχετίζονται με αυτά, όπως περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι.»

4        Το άρθρο 14, παράγραφος 4, του κανονισμού αυτού έχει ως εξής:

«Ο κατάλογος του παραρτήματος I επανεξετάζεται σε τακτά χρονικά διαστήματα και τουλάχιστον κάθε δωδεκάμηνο.»

 Το ιστορικό της διαφοράς

5        Στις 9 Μαρτίου 2022, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2022/397, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/145 (ΕΕ 2022, L 80, σ. 31), με την οποία το όνομα του Ν. Mazepin προστέθηκε στον κατάλογο των προσώπων, οντοτήτων και φορέων που υπόκεινται σε περιοριστικά μέτρα, ο οποίος περιλαμβάνεται στο παράρτημα της απόφασης 2014/145.

6        Την ίδια ημερομηνία, το Συμβούλιο εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2022/396, για την εφαρμογή του κανονισμού 269/2014 (ΕΕ 2022, L 80, σ. 1), με τον οποίο το όνομα του N. Mazepin προστέθηκε στον κατάλογο των φυσικών και νομικών προσώπων, οντοτήτων και φορέων που περιλαμβάνεται στο παράρτημα I του κανονισμού 269/2014.

7        Στις 14 Σεπτεμβρίου 2022, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2022/1530, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/145 (ΕΕ 2022, L 239, σ. 149), με την οποία αποφάσισε να διατηρήσει μεν το όνομα του Ν. Mazepin στον κατάλογο των προσώπων, οντοτήτων και φορέων που υπόκεινται σε περιοριστικά μέτρα, ο οποίος περιλαμβάνεται στο παράρτημα της απόφασης 2014/145, να τροποποιήσει δε την αιτιολογία της σχετικής καταχώρισης στον κατάλογο αυτόν.

8        Την ίδια ημερομηνία, το Συμβούλιο εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2022/1529 για την εφαρμογή του κανονισμού 269/2014 (ΕΕ 2022, L 239, σ. 1), με τον οποίο το όνομα του N. Mazepin διατηρήθηκε, με την ίδια τροποποίηση ως προς την αιτιολογία με εκείνη που μνημονεύεται στην προηγούμενη σκέψη, στον κατάλογο των φυσικών και νομικών προσώπων, οντοτήτων και φορέων που περιλαμβάνεται στο παράρτημα I του κανονισμού 269/2014.

9        Στις 13 Μαρτίου 2023, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2023/572 για την τροποποίηση της απόφασης 2014/145 (ΕΕ 2023, L 75 Ι, σ. 134), με την οποία αποφάσισε να διατηρήσει μεν το όνομα του Ν. Mazepin στον κατάλογο των προσώπων, οντοτήτων και φορέων που υπόκεινται σε περιοριστικά μέτρα, ο οποίος περιλαμβάνεται στο παράρτημα της απόφασης 2014/145, να τροποποιήσει δε την αιτιολογία της σχετικής καταχώρισης στον κατάλογο αυτό καθώς και τις πληροφορίες ταυτοποίησής του.

10      Την ίδια ημερομηνία, το Συμβούλιο εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2023/571 για την εφαρμογή του κανονισμού 269/2014 (ΕΕ 2023, L 75 I, σ. 1), με τον οποίο το όνομα του Ν. Mazepin διατηρήθηκε, με τις ίδιες τροποποιήσεις ως προς την αιτιολογία και τις πληροφορίες ταυτοποίησης με εκείνες που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη, στον κατάλογο των φυσικών και νομικών προσώπων, οντοτήτων και φορέων που περιλαμβάνεται στο παράρτημα I του κανονισμού 269/2014.

 Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη

11      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Νοεμβρίου 2022, ο Ν. Mazepin άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως 2022/1530 και του εκτελεστικού κανονισμού 2022/1529, κατά το μέρος που οι πράξεις αυτές τον αφορούν (στο εξής, από κοινού: πρώτες επίδικες πράξεις).

12      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 9 Δεκεμβρίου 2022, ο Ν. Mazepin υπέβαλε μια πρώτη αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, ζητώντας, κατ’ ουσίαν, την αναστολή εκτελέσεως των πρώτων επίδικων πράξεων. Με τη διάταξη της 1ης Μαρτίου 2023, Mazepin κατά Συμβουλίου (T‑743/22 R, EU:T:2023:102), ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου δέχθηκε την αίτηση αυτή και διέταξε τη μερική αναστολή εκτελέσεως των πράξεων αυτών, κατά το μέρος που αφορούν τον Ν. Mazepin.

13      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 4 Απριλίου 2023, ο Ν. Mazepin προσάρμοσε, βάσει του άρθρου 86 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το δικόγραφο της προσφυγής για το οποίο γίνεται λόγος στη σκέψη 11 της παρούσας διατάξεως, ώστε με αυτή να ζητείται επίσης η ακύρωση της αποφάσεως 2023/572 και του εκτελεστικού κανονισμού 2023/571 (στο εξής, από κοινού: δεύτερες επίδικες πράξεις).

14      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε την ίδια μέρα στη Γραμματεία του του Γενικού Δικαστηρίου, ο Ν. Mazepin υπέβαλε δεύτερη αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, ζητώντας, κατ’ ουσίαν, την αναστολή εκτελέσεως των δεύτερων επίδικων πράξεων. Με τη διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Ιουλίου 2023, Mazepin κατά Συμβουλίου (T‑743/22 RII, EU:T:2023:406), ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου δέχθηκε την αίτηση αυτή και διέταξε τη μερική αναστολή εκτελέσεως των πράξεων αυτών, κατά το μέρος που αφορούν τον Ν. Mazepin.

15      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Σεπτεμβρίου 2023, ο Ν. Mazepin υπέβαλε τρίτη αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

16      Με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου δέχθηκε την αίτηση αυτή και διέταξε, κατ’ ουσίαν:

–        στο σημείο 1 του διατακτικού της διατάξεως αυτής, την αναστολή εκτελέσεως της εξαγγελθείσας «επανακαταχώρισης» του Ν. Mazepin, υπό τους ίδιους όρους με εκείνους που προβλέπονται στα σημεία 1 και 2 του διατακτικού της διατάξεως του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Ιουλίου 2023, Mazepin κατά Συμβουλίου (T‑743/22 RII, EU:T:2023:406)·

–        στο σημείο 2 του διατακτικού αυτού, τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανακοίνωσης στην οποία να αναγράφεται με σαφήνεια ότι αναστέλλεται η εκτέλεση της εξαγγελθείσας «επανακαταχώρισης»·

–        στο σημείο 3 του εν λόγω διατακτικού, τη λήψη εκ μέρους του Συμβουλίου των αναγκαίων μέτρων προκειμένου να διασφαλίσει ότι τα κράτη μέλη συμμορφώνονται, κατά τρόπο αποτελεσματικό και πλήρη, προς τη διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Ιουλίου 2023, Mazepin κατά Συμβουλίου (T‑743/22 RII, EU:T:2023:406), και, ειδικότερα, προκειμένου να διασφαλίσει ότι η θεώρηση που χορηγήθηκε στον Ν. Mazepin στις 7 Αυγούστου 2023 ή οποιαδήποτε άλλη θεώρηση που θα μπορούσε να καταστεί αναγκαία καλύπτει τουλάχιστον το έδαφος των κρατών μελών του χώρου Σένγκεν και παραμένει σε ισχύ κατά το χρονικό διάστημα που είναι αναγκαίο ώστε να είναι σε θέση ο Ν. Mazepin να ασκήσει αποτελεσματικά τα δικαιώματα που παρέχονται με τη διάταξη αυτή, και

–        στο σημείο 4 του ίδιου διατακτικού, την ενημέρωση του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου εκ μέρους του Συμβουλίου σχετικά με τα ληφθέντα μέτρα.

17      Στις 14 Σεπτεμβρίου 2023, ο Ν. Mazepin υπέβαλε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 164 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, αίτηση διορθώσεως της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως.

18      Με τη διάταξη της 19ης Σεπτεμβρίου 2023, Mazepin κατά Συμβουλίου (T‑743/22 RIII), ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου έλαβε προσωρινά μέτρα κατ’ ουσίαν παρόμοια με τα εκτιθέμενα στη σκέψη 16 της παρούσας διατάξεως και ανακάλεσε την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη.

 Αιτήματα των διαδίκων

19      Το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη·

–        να απορρίψει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, και

–        να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.

20      Ο N. Mazepin ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να κρίνει ότι παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επί της παρούσας διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, ή

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και, εν πάση περιπτώσει,

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

 Επί της καταργήσεως της δίκης

 Επιχειρηματολογία

21      Ο N. Mazepin υποστηρίζει ότι, κατά το μέρος που ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου ανακάλεσε την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη με τη διάταξη της 19ης Σεπτεμβρίου 2023, Mazepin κατά Συμβουλίου (T‑743/22 RIII), η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως έχει καταστεί άνευ αντικειμένου και, ως εκ τούτου, παρέλκει πλέον η έκδοση αποφάσεως επ’ αυτής.

 Εκτίμηση

22      Από την ίδια τη διατύπωση του διατακτικού της διατάξεως του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Σεπτεμβρίου 2023, Mazepin κατά Συμβουλίου (T‑743/22 RIII), προκύπτει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη ανακαλείται.

23      Συναφώς, το άρθρο 159 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου ορίζει ότι, κατόπιν αιτήσεως διαδίκου, η διάταξη επί αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων μπορεί οποτεδήποτε να μεταρρυθμιστεί ή να ανακληθεί λόγω μεταβολής των περιστάσεων.

24      Όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, η απόφαση του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων περί ανάκλησης διατάξεως με την οποία διατάχθηκε προσωρινό μέτρο δεν συνεπάγεται την αναδρομική εξαφάνιση της εν λόγω διατάξεως, αλλά μόνο τη μεταρρύθμιση ή την κατάργησή της, δεδομένου ότι ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων μπορεί να επανεξετάσει τέτοια διάταξη όσον αφορά αποκλειστικώς το μέλλον, [πρβλ. διάταξη της 14ης Φεβρουαρίου 2002, Επιτροπή κατά Artegodan, C‑440/01 P(R), EU:C:2002:95, σκέψη 65, και διάταξη του Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 19ης Μαΐου 2022, Τσεχική Δημοκρατία κατά Πολωνίας (Ορυχείο του Turów), C‑121/21 R, EU:C:2022:408, σκέψη 22].

25      Ως εκ τούτου, η απόφαση αυτή δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την ανατροπή των αποτελεσμάτων που παρήγαγε κατά το παρελθόν διάταξη με την οποία διατάχθηκε προσωρινό μέτρο [πρβλ. διάταξη του Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 19ης Μαΐου 2022, Τσεχική Δημοκρατία κατά Πολωνίας (Ορυχείο του Turów), C‑121/21 R, EU:C:2022:408, σκέψη 23].

26      Επομένως, από την ημερομηνία επιδόσεώς της στους διαδίκους, η διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Σεπτεμβρίου 2023, Mazepin κατά Συμβουλίου (T‑743/22 RIII), μπορεί, στην καλύτερη περίπτωση, να στερήσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη από κάθε αποτέλεσμα, αλλά δεν εξαφανίζει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη από την έννομη τάξη της Ένωσης, καθόσον αφήνει να διατηρηθούν τα αποτελέσματα που παρήγαγε η διάταξη αυτή μεταξύ της ημερομηνίας επιδόσεώς της και της ημερομηνίας επιδόσεως της διατάξεως με την οποία ανακλήθηκε.

27      Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως διατηρεί το αντικείμενό της, με αποτέλεσμα να πρέπει να εκδοθεί απόφαση επ’ αυτής.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

28      Το Συμβούλιο, προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, προβάλλει πέντε λόγους αναιρέσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, ο δεύτερος και ο τέταρτος πρόδηλα νομικά σφάλματα ως προς την έκταση της αρμοδιότητας του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων, ο τρίτος πρόδηλα σφάλματα κατά την εφαρμογή των προϋποθέσεων που διέπουν τη λήψη προσωρινών μέτρων και ο πέμπτος πρόδηλα νομικά σφάλματα που ενέχει το σημείο 3 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως.

 Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρηματολογία

29      Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος πρέπει να εξεταστεί πρώτος, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το σημείο 3 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως ενέχει πολλαπλά πρόδηλα νομικά σφάλματα.

30      Κατ’ αρχάς, το μέτρο που επιβλήθηκε στο Συμβούλιο με το εν λόγω σημείο 3 παραγνωρίζει την κατανομή αρμοδιοτήτων που αποτυπώνεται στο άρθρο 266 ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, δεν εναπόκειται στα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης, αλλά στο Συμβούλιο, να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της διατάξεως αυτής.

31      Επιπλέον, το εν λόγω σημείο 3 ενέχει πλάνη περί το δίκαιο κατά το μέρος που διατάσσει το Συμβούλιο να λάβει μέτρο το οποίο δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητά του. Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο δεν έχει την εξουσία να διασφαλίζει την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης από τα κράτη μέλη. Ειδικότερα, ούτε το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης ούτε ο κανονισμός (ΕΚ) 810/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τη θέσπιση κοινοτικού κώδικα θεωρήσεων (κώδικας θεωρήσεων) (ΕΕ 2009, L 243, σ. 1), του παρέχουν τη δυνατότητα να παρεμβαίνει στη χορήγηση θεωρήσεων από τα κράτη μέλη. Κατά το άρθρο 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ, το Συμβούλιο πρέπει να δρα εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων του.

32      Τέλος, στο ίδιο σημείο 3, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου απηύθυνε, στην πράξη, εντολή προς τα κράτη μέλη, υπερβαίνοντας με τον τρόπο αυτό τα όρια της αρμοδιότητάς του.

33      Ο Ν. Mazepin υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο υποχρεούται να εκτελέσει τα μέτρα που περιλαμβάνονται στο διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, προκειμένου να συμμορφωθεί προς το άρθρο 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ και το άρθρο 266 ΣΛΕΕ.

34      Επιπλέον, είναι αρμόδιο, δυνάμει του άρθρου 16, παράγραφος 1, και του άρθρου 32 ΣΕΕ, για τον συντονισμό της δράσεως των κρατών μελών στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας. Συνεπώς, όσον αφορά την εκ μέρους των κρατών μελών εφαρμογή της διατάξεως του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Ιουλίου 2023, Mazepin κατά Συμβουλίου (T‑743/22 RII, EU:T:2023:406), το Συμβούλιο δύναται, για παράδειγμα, να παροτρύνει τα κράτη μέλη να υιοθετήσουν μια κοινή προσέγγιση που θα συνίστατο στη χορήγηση ομοιόμορφης θεωρήσεως στον Ν. Mazepin, αφήνοντας παράλληλα το οικείο κράτος μέλος να εκτιμήσει αν οι λόγοι που επικαλείται ο τελευταίος προκειμένου να εισέλθει στο έδαφός του πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στη διάταξη αυτή.

 Εκτίμηση

35      Κατά το άρθρο 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης οφείλουν να δρουν μόνον εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που τους ανατίθενται από τις Συνθήκες (πρβλ. απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2007, Κοινοβούλιο κατά Επιτροπής, C‑403/05, EU:C:2007:624, σκέψη 49).

36      Η διάταξη αυτή, η οποία δεσμεύει το σύνολο των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, δεν επιτρέπει στον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων να διατάξει το Συμβούλιο να λάβει ένα ή περισσότερα μέτρα που δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του εν λόγω θεσμικού οργάνου.

37      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στο σημείο 3 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου διέταξε το Συμβούλιο να λάβει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσει ότι τα κράτη μέλη συμμορφώνονται, κατά τρόπο αποτελεσματικό και πλήρη, προς τη διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Ιουλίου 2023, Mazepin κατά Συμβουλίου (T‑743/22 RII, EU:T:2023:406), και, ειδικότερα, προκειμένου να διασφαλίσει ότι η θεώρηση που χορηγήθηκε στον Ν. Mazepin στις 7 Αυγούστου 2023 ή οποιαδήποτε άλλη θεώρηση που θα μπορούσε να καταστεί αναγκαία καλύπτει τουλάχιστον το έδαφος των κρατών μελών του χώρου Σένγκεν και παραμένει σε ισχύ κατά το χρονικό διάστημα που είναι αναγκαίο ώστε να είναι σε θέση ο Ν. Mazepin να ασκήσει αποτελεσματικά τα δικαιώματα που παρέχονται με τη διάταξη αυτή.

38      Πρώτον, διαπιστώνεται ότι το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης δεν παρέχει στο Συμβούλιο γενική αρμοδιότητα λήψεως μέτρων που πλαισιώνουν την εφαρμογή από τα κράτη μέλη πράξεων όπως οι πρώτες ή οι δεύτερες επίδικες πράξεις. Ειδικότερα, η υποχρέωση που υπέχουν τα κράτη μέλη από το άρθρο 32 ΣΕΕ να συνεννοούνται μεταξύ τους στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου για κάθε ζήτημα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας που παρουσιάζει γενικό ενδιαφέρον δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει στο Συμβούλιο να λαμβάνει μέτρα για να παροτρύνει τα κράτη μέλη να χορηγούν θεώρηση υπό τους όρους που προβλέπονται στην αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη.

39      Επιπλέον, το πρωτογενές δίκαιο δεν παρέχει στο Συμβούλιο ούτε την εξουσία να λαμβάνει ατομικά μέτρα προκειμένου να διασφαλίσει τη χορήγηση θεωρήσεως από κράτος μέλος ή να διασφαλίσει ότι μια τέτοια θεώρηση θα έχει συγκεκριμένη γεωγραφική και χρονική εμβέλεια.

40      Δεύτερον, τέτοια εξουσία δεν απονέμεται στο Συμβούλιο ούτε από πράξεις της Ένωσης περί εναρμόνισης των πολιτικών που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη στον τομέα των θεωρήσεων. Ειδικότερα, η εξουσία αυτή ουδόλως προβλέπεται στον κανονισμό 810/2009.

41      Τρίτον, επισημαίνεται, βεβαίως, ότι το άρθρο 1, παράγραφος 7, της αποφάσεως 2014/145, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2023/1218, προβλέπει ότι το Συμβούλιο αποφαίνεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, επί της δυνατότητας κράτους μέλους να χορηγήσει θεώρηση, κατά παρέκκλιση των περιοριστικών μέτρων που απορρέουν από το άρθρο 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως αυτής.

42      Εντούτοις, το εν λόγω άρθρο 1, παράγραφος 7, δεν επιτρέπει στο Συμβούλιο να προβαίνει αυτεπαγγέλτως σε διαβήματα προς κράτος μέλος ή να απευθύνει σε κράτος μέλος οδηγίες σχετικά με τη χορήγηση ή την εμβέλεια της θεωρήσεως, αλλά απλώς και μόνον παρέχει στο θεσμικό αυτό όργανο την ευχέρεια να αποφασίζει αν ένα κράτος μέλος που επιθυμεί να χορηγήσει θεώρηση μπορεί να παρεκκλίνει από τα εν λόγω περιοριστικά μέτρα, στην περίπτωση που ένα ή περισσότερα μέλη του Συμβουλίου διατυπώνουν αντιρρήσεις ως προς τη χορήγηση της θεωρήσεως αυτής.

43      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το Συμβούλιο δεν είναι αρμόδιο να λάβει τα μέτρα που προβλέπονται στο σημείο 3 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως και ότι, ως εκ τούτου, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου παρέβη το άρθρο 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ, υποχρεώνοντας το Συμβούλιο να λάβει τέτοια μέτρα.

44      Επομένως, ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτός.

45      Στο μέτρο που ο λόγος αυτός αφορά μόνο το σημείο 3 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, πρέπει να εξεταστεί και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως.

 Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρηματολογία

46      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος πρέπει να εξεταστεί δεύτερος, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου, διατάσσοντας τα μέτρα που προβλέπονται στα σημεία 1 έως 3 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη περί το δίκαιο ως προς την έκταση της αρμοδιότητάς του ως δικαστής ασφαλιστικών μέτρων.

47      Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων του Γενικού Δικαστηρίου δύναται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 157, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να λάβει προσωρινά μέτρα για την προστασία της αποτελεσματικότητας της αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί επί αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, η οποία αποσκοπεί στη διατήρηση της αποτελεσματικότητας της αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί επί κύριας προσφυγής, της οποίας είναι παρεπόμενη η αίτηση αυτή.

48      Εν προκειμένω, η κύρια προσφυγή που άσκησε ο Ν. Mazepin αφορά τέσσερις πράξεις της Ένωσης. Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου μπορεί να λάβει προσωρινά μέτρα μόνον με σκοπό τη διατήρηση της αποτελεσματικότητας ενδεχόμενης αποφάσεως περί ακυρώσεως των πράξεων αυτών. Ως εκ τούτου, τα μέτρα που λαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 157, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει να αποσκοπούν αποκλειστικώς στη διατήρηση της αποτελεσματικότητας τέτοιων προσωρινών μέτρων.

49      Ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου έλαβε, με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, μέτρα που αφορούν πράξεις οι οποίες δεν προσβάλλονται με την κύρια προσφυγή του Ν. Mazepin και οι οποίες δεν έχουν καν ακόμη εκδοθεί. Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, υπερέβη τα όρια της αρμοδιότητάς του.

50      Η ανάλυση αυτή επιρρωννύεται από το γράμμα του άρθρου 278 ΣΛΕΕ και του άρθρου 156, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, από το οποίο προκύπτει ότι ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου μπορεί μόνο να αναστείλει την εκτέλεση πράξεως που έχει προσβληθεί με κύρια προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

51      Μολονότι το άρθρο 279 ΣΛΕΕ και το άρθρο 156, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου επιτρέπουν, βεβαίως, στο δικαστήριο αυτό να λαμβάνει και άλλου είδους προσωρινά μέτρα, οι διατάξεις αυτές απαιτούν τα ως άνω μέτρα να συνδέονται με κύρια προσφυγή που έχει ασκηθεί ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου από τον οικείο προσφεύγοντα, πράγμα που δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

52      Ο Ν. Mazepin υποστηρίζει ότι, με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου δεν διέταξε την αναστολή εκτελέσεως μελλοντικής πράξεως, αλλά διοικητικής διαδικασίας που βρισκόταν σε εξέλιξη κατά την ημερομηνία υπογραφής της διατάξεως αυτής. Ένα τέτοιο μέτρο δύναται να ληφθεί, δυνάμει του άρθρου 279 ΣΛΕΕ, προκειμένου να διασφαλιστεί η εκ μέρους του Συμβουλίου συμμόρφωση προς τις διατάξεις ασφαλιστικών μέτρων που έχει ήδη εκδώσει ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου στην υπό κρίση υπόθεση, σε περίπτωση που το Συμβούλιο παραβαίνει προδήλως τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις τελευταίες αυτές διατάξεις.

53      Ο Ν. Mazepin υποστηρίζει, επικουρικώς, ότι τα μέτρα που έλαβε ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου είναι αναγκαία προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική δικαστική προστασία του.

54      Όλως επικουρικώς, ισχυρίζεται ότι κάθε ελάττωμα που απορρέει από τον πρόωρο χαρακτήρα της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως έχει πλέον εξαλειφθεί, στο μέτρο που, μετά την επίδοσή της, αυτός προσάρμοσε τα αιτήματα που προέβαλε με την προσφυγή του ακυρώσεως.

 Εκτίμηση

55      Προκαταρκτικώς, υπογραμμίζεται ότι, μολονότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως αφορά τα σημεία 1 έως 3 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, η πλημμέλεια του σημείου 3 του διατακτικού αυτού προκύπτει ήδη από τη σκέψη 43 της παρούσας διατάξεως. Ως εκ τούτου, ο λόγος αυτός πρέπει να εξεταστεί μόνον κατά το μέρος που αφορά τα σημεία 1 και 2 του εν λόγω διατακτικού.

56      Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 39, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο εφαρμόζεται στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού αυτού, ορίζει ότι, για την εξέταση αιτημάτων με τα οποία ζητείται η λήψη μέτρων που προβλέπονται στα άρθρα 278 και 279 ΣΛΕΕ, ο Πρόεδρος δύναται να αποφασίζει «με συνοπτική διαδικασία, η οποία παρεκκλίνει, κατά το αναγκαίο μέτρο, από ορισμένους κανόνες που περιέχονται στον [εν λόγω] Οργανισμό και η οποία θα καθορισθεί από τον κανονισμό διαδικασίας».

57      Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 157, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου εξουσιοδοτεί τον Πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου να τάσσει σύντομη προθεσμία στον αντίδικο για την υποβολή των γραπτών ή προφορικών παρατηρήσεών του. Το άρθρο 157, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει ότι ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου μπορεί να κάνει δεκτή την υποβληθείσα από διάδικο αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων και πριν ακόμα ο αντίδικος υποβάλει τις παρατηρήσεις του.

58      Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου, δικάζων ως δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων, δύναται να αποφανθεί χωρίς οι διάδικοι να έχουν υποβάλει προηγουμένως τις παρατηρήσεις τους [πρβλ. διάταξη της Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 8ης Δεκεμβρίου 2020, Price κατά Συμβουλίου, C‑298/20 P(R), EU:C:2020:1006, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

59      Από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το άρθρο 160, παράγραφος 7, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, διάταξη που αντιστοιχεί στο άρθρο 157, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, προκύπτει ότι ο δικαστής που επιλαμβάνεται αιτήσεως για τη λήψη προσωρινών μέτρων μπορεί να λαμβάνει συντηρητικά μέτρα, και πριν ακόμα ο αντίδικος υποβάλει τις παρατηρήσεις του, είτε μέχρι την έκδοση της διατάξεως με την οποία περατώνεται η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων είτε μέχρι την περάτωση της κύριας δίκης, αν αυτή περατωθεί νωρίτερα, εφόσον η λήψη των μέτρων αυτών είναι προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, ιδίως δε της διασφάλισης της αποτελεσματικότητας της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων [πρβλ. διάταξη του Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 27ης Ιουλίου 2023, VC κατά EU-OSHA, C‑456/23 P(R)-R, EU:C:2023:612, σκέψη 4 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

60      Η διαδικασία του άρθρου 157, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου συνιστά, επομένως, κατά παρέκκλιση διαδικασία, σκοπός της οποίας είναι να καταστήσει δυνατό να διαταχθούν το ταχύτερο προσωρινά μέτρα, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η παρέλευση του χρόνου που απαιτείται για να αποφανθεί ο δικαστής, μετά τη διεξαγωγή κατ’ αντιμωλίαν διαδικασίας, επί αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων δεν συνεπάγεται ότι ο διάδικος που υπέβαλε την αίτηση αυτή στερείται επαρκούς δικαστικής προστασίας.

61      Εντούτοις, αυτή η κατά παρέκκλιση διαδικασία συνιστά ειδικό τρόπο εφαρμογής των άρθρων 278 και 279 ΣΛΕΕ καθώς και του άρθρου 39, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επομένως, διαπιστώνεται ότι, όπως υποστηρίζει το Συμβούλιο, η εν λόγω διαδικασία δεν παρέχει στον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων τη δυνατότητα να λάβει μέτρα τα οποία δεν θα είχε την εξουσία να λάβει κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 278 και 279 ΣΛΕΕ.

62      Στο μέτρο που η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη δεν διευκρινίζει αν τα διαταχθέντα στα σημεία 1 και 2 του διατακτικού της μέτρα στηρίζονται στο άρθρο 278 ΣΛΕΕ ή στο άρθρο 279 ΣΛΕΕ, πρέπει να εξεταστεί αν τα μέτρα αυτά εμπίπτουν στην αρμοδιότητα που απονέμεται στον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων από το ένα ή το άλλο εκ των άρθρων αυτών.

63      Όσον αφορά, πρώτον, το άρθρο 278 ΣΛΕΕ, αυτό ορίζει ότι οι προσφυγές στο Δικαστήριο δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα, αλλά ότι το τελευταίο δύναται, όμως, αν κρίνει ότι επιβάλλεται από τις περιστάσεις, να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης πράξεως.

64      Το άρθρο αυτό τίθεται σε εφαρμογή με το άρθρο 156, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το οποίο ορίζει ειδικότερα ότι αίτηση αναστολής εκτελέσεως της πράξεως οργάνου, σύμφωνα με το άρθρο 278 ΣΛΕΕ, είναι παραδεκτή μόνον αν ο αιτών προσέβαλε την πράξη αυτή με προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

65      Εν προκειμένω, κατά την ημερομηνία υπογραφής της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, το Γενικό Δικαστήριο είχε επιληφθεί, στο πλαίσιο της προσφυγής ακυρώσεως την οποία ο Ν. Mazepin άσκησε ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, αιτημάτων περί ακυρώσεως των αποφάσεων 2022/1530 και 2023/572 καθώς και των εκτελεστικών κανονισμών 2022/1529 και 2023/571 (στο εξής, από κοινού: επίδικες πράξεις).

66      Στο πλαίσιο αυτό, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι με τα σημεία 1 και 2 του διατακτικού της διατάξεως αυτής δεν διατάσσεται τυπικώς η αναστολή εκτελέσεως μίας ή περισσοτέρων εκ των πράξεων τις οποίες ο Ν. Mazepin προσέβαλε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

67      Ωσαύτως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι με τα σημεία αυτά διατάσσεται, κατ’ ουσίαν, η αναστολή ορισμένων αποτελεσμάτων των πράξεων αυτών.

68      Πράγματι, η διαδικασία «επανακαταχώρισης», της οποίας η αναστολή διατάσσεται στο σημείο 1 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, αποσκοπεί στη μεταρρύθμιση, αφενός, της αποφάσεως 2014/145 διά της παρατάσεως της ισχύος της και, αφετέρου, του κανονισμού 269/2014 διά της θέσεως σε εφαρμογή της προβλεπόμενης στο άρθρο 14, παράγραφος 4, του κανονισμού αυτού υποχρεώσεως επανεξέτασης, σε τακτά χρονικά διαστήματα, του καταλόγου του παραρτήματος I του εν λόγω κανονισμού.

69      Επομένως, δεδομένου ότι οι επίδικες πράξεις περιορίζονται επίσης στη μεταρρύθμιση της αποφάσεως 2014/145 και του κανονισμού 269/2014, χωρίς ωστόσο να υποχρεώνουν το Συμβούλιο να κινήσει στο μέλλον νέα διαδικασία «επανακαταχώρισης», η διαδικασία την οποία αφορά το εν λόγω σημείο 1 δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά αποτέλεσμα ή εκτελεστικό μέτρο των πράξεων αυτών.

70      Με το δε σημείο 2 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως διατάσσεται η δημοσίευση ανακοινώσεως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δημοσίευση η οποία ούτε προβλέπεται ούτε απαγορεύεται από τις εν λόγω πράξεις.

71      Επομένως, τα σημεία 1 και 2 του διατακτικού αυτού δεν μπορούσαν συννόμως να θεμελιωθούν στο άρθρο 278 ΣΛΕΕ.

72      Όσον αφορά, δεύτερον, το άρθρο 279 ΣΛΕΕ, αυτό ορίζει ότι, στις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιόν του, το Δικαστήριο δύναται να διατάσσει τα αναγκαία προσωρινά μέτρα.

73      Το άρθρο αυτό παρέχει στον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως προκειμένου να προσδιορίσει τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν, τα οποία μπορεί να συνίστανται μεταξύ άλλων στις κατάλληλες εντολές και σε παρεπόμενα μέτρα με σκοπό να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα των προσωρινών μέτρων τα οποία διατάσσει ο εν λόγω δικαστής (πρβλ. διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 24ης Απριλίου 2008, Επιτροπή κατά Μάλτας, C‑76/08 R, EU:C:2008:252, σκέψη 19, και διάταξη της 20ής Νοεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Πολωνίας, C‑441/17 R, EU:C:2017:877, σκέψεις 96, 97 και 99).

74      Εντούτοις, από τη νομολογία του Δικαστηρίου συνάγεται ότι τα ως άνω προσωρινά μέτρα πρέπει να συνδέονται άμεσα με το αντικείμενο της κύριας προσφυγής (πρβλ. διατάξεις της 19ης Οκτωβρίου 1976, Société pour l’Exportation des Sucres κατά Επιτροπής, 88/76 R, EU:C:1976:140, σκέψη 5, και της 16ης Δεκεμβρίου 1980, Metallurgica Rumi κατά Επιτροπής, 258/80 R, EU:C:1980:296, σκέψη 21), απαίτηση η οποία υπενθυμίζεται κατ’ ουσίαν στο άρθρο 156, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το οποίο προβλέπει ότι αίτηση για προσωρινά μέτρα μεταξύ αυτών που προβλέπονται στο άρθρο 279 ΣΛΕΕ είναι παραδεκτή μόνον αν προέρχεται από κύριο διάδικο σε υπόθεση ήδη εκκρεμή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και αφορά την υπόθεση αυτή.

75      Στο πλαίσιο αυτό, τα προσωρινά μέτρα που λαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 279 ΣΛΕΕ δεν πρέπει να υπερβαίνουν το πλαίσιο της διαφοράς, όπως αυτό ορίσθηκε με την κύρια προσφυγή, στο μέτρο που δεν μπορούν να έχουν άλλο αντικείμενο πέραν της διαφυλάξεως των συμφερόντων ενός εκ των διαδίκων σε δίκη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ώστε να μην καταστεί μάταιη, ως στερούμενη πρακτικής αποτελεσματικότητας, η απόφαση που θα περατώσει την κύρια δίκη (πρβλ. διάταξη της 17ης Μαΐου 1991, CIRFS κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑313/90 R, EU:C:1991:220, σκέψη 24, και διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 24ης Απριλίου 2008, Επιτροπή κατά Μάλτας, C‑76/08 R, EU:C:2008:252, σκέψη 15).

76      Συνεπώς, δεδομένου ότι μια ακυρωτική απόφαση έχει ως αποτέλεσμα την αναδρομική εξαφάνιση της ακυρωθείσας πράξεως από την έννομη τάξη της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 31ης Μαρτίου 1971, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, 22/70, EU:C:1971:32, σκέψη 60), ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων δύναται, μεταξύ άλλων, βάσει του άρθρου 279 ΣΛΕΕ, να διατάξει θεσμικό όργανο της Ένωσης να μην εκδώσει πράξη που θα αποτελούσε μορφή εκτελέσεως της ακυρωθείσας πράξεως ή που θα είχε ως αποτέλεσμα να καταστούν οριστικά ορισμένα αποτελέσματα της τελευταίας αυτής πράξεως.

77      Αντιθέτως, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων δεν δύναται, χωρίς να υπερβεί το πλαίσιο διαφοράς που αφορά προσφυγή ακυρώσεως, να διατάξει θεσμικό όργανο της Ένωσης να αναστείλει διαδικασία η οποία δεν εξαρτάται από την προσβαλλόμενη πράξη, προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο η πράξη που θα εκδοθεί κατά το πέρας της διαδικασίας αυτής να ενέχει την ίδια παρανομία με εκείνη που προβάλλεται με την προσφυγή αυτήν.

78      Βεβαίως, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, σε περίπτωση ακύρωσης κανονισμού του οποίου το αποτέλεσμα περιορίζεται σε καθορισμένη χρονική περίοδο, το θεσμικό όργανο που εξέδωσε τον κανονισμό έχει την υποχρέωση να αποκλείσει από τις νέες διατάξεις που πρέπει να θεσπιστούν μετά την ακυρωτική απόφαση και που θα διέπουν τις μεταγενέστερες της αποφάσεως αυτής περιόδους κάθε διάταξη έχουσα το ίδιο περιεχόμενο με τη διάταξη που κρίθηκε παράνομη (πρβλ. απόφαση της 26ης Απριλίου 1988, Αστερίς κ.λπ. κατά Επιτροπής, 97/86, 99/86, 193/86 και 215/86, EU:C:1988:199, σκέψη 29).

79      Εντούτοις, αφενός, το απόλυτο δεδικασμένο που περιβάλλει την ακυρωτική απόφαση καλύπτει μεν τόσο το διατακτικό της αποφάσεως όσο και το σκεπτικό που αποτελεί την απαραίτητη βάση του, πλην όμως δεν μπορεί να συνεπάγεται την ακύρωση πράξεως η οποία δεν έχει υποβληθεί στον έλεγχο των δικαστηρίων της Ένωσης και η οποία φέρεται να πάσχει την ίδια έλλειψη νομιμότητας (πρβλ. απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 1999, Επιτροπή κατά AssiDomän Kraft Products κ.λπ., C‑310/97 P, EU:C:1999:407, σκέψη 54). Αφετέρου, δεν εναπόκειται στα δικαστήρια αυτά να υποδείξουν, στο πλαίσιο ακυρωτικής αποφάσεως, τα μέτρα που πρέπει να λάβει το οικείο θεσμικό όργανο για την εκτέλεση της αποφάσεως αυτής (πρβλ. αποφάσεις της 24ης Ιουνίου 1986, AKZO Chemie και AKZO Chemie UK κατά Επιτροπής, 53/85, EU:C:1986:256, σκέψη 23, και της 25ης Μαΐου 1993, Foyer cultionnel du Sart-Tilman κατά Επιτροπής, C‑199/91, EU:C:1993:205, σκέψη 17).

80      Επομένως, μια ακυρωτική δικαστική απόφαση δεν μπορεί να συνεπάγεται ευθέως την αμφισβήτηση του κύρους πράξεως μεταγενέστερης της ακυρωθείσας για τον λόγο ότι η μεταγενέστερη αυτή πράξη εμφανίζει την ίδια παρανομία με την ακυρωθείσα.

81      Υπό τις συνθήκες αυτές, διάταξη του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων η οποία υποχρεώνει θεσμικό όργανο της Ένωσης να αναστείλει διαδικασία δυνάμενη να καταλήξει στην έκδοση τέτοιας μεταγενέστερης πράξεως θα ισοδυναμούσε με διασφάλιση στον ενδιαφερόμενο προσφεύγοντα προστασίας όχι έναντι των αποτελεσμάτων των εκδοθεισών από το θεσμικό όργανο πράξεων, όπως αυτή προβλέπεται από το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης, αλλά προληπτικής προστασίας εντελώς διαφορετικής φύσεως.

82      Προς διασφάλιση της προστασίας αυτής, ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής θα ήταν υποχρεωμένος να εκτιμήσει ζητήματα επί των οποίων το οικείο θεσμικό όργανο δεν είχε ακόμη τη δυνατότητα να αποφανθεί, πράγμα που θα είχε ως συνέπεια να προδικάζονται οι συζητήσεις επί της ουσίας καθώς και να συγχέονται τα διαφορετικά στάδια της διοικητικής και της δικαστικής διαδικασίας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής, 60/81, EU:C:1981:264, σκέψη 20), ενώ δεν απόκειται στον δικαστή αυτόν να υποκαταστήσει το εν λόγω θεσμικό όργανο (βλ., κατ’ αναλογίαν, διάταξη της 5ης Οκτωβρίου 1969, Γερμανία κατά Επιτροπής, 50/69 R, EU:C:1969:42, σ. 451).

83      Εξάλλου, η έλλειψη αρμοδιότητας του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων να διατάξει θεσμικό όργανο της Ένωσης να αναστείλει διαδικασία η οποία δεν εξαρτάται από προσβαλλόμενη πράξη, προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο η πράξη που θα εκδοθεί κατά το πέρας της διαδικασίας αυτής να ενέχει την ίδια παρανομία με εκείνη που προβάλλεται με προσφυγή ακυρώσεως, δεν είναι ικανή, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει ο Ν. Mazepin, να του στερήσει τη δικαστική προστασία που του παρέχει το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης, καθόσον η τελευταία αυτή πράξη μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως συνοδευόμενης από αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία μπορεί να ζητηθεί ενδεχομένως η λήψη προσωρινών μέτρων κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 156, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

84      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τη σκέψη 65 της παρούσας διατάξεως, κατά την ημερομηνία υπογραφής της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, το Γενικό Δικαστήριο είχε επιληφθεί, στο πλαίσιο της προσφυγής ακυρώσεως που άσκησε ο Ν. Mazepin ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, αιτημάτων που βάλλουν κατά των επίδικων πράξεων.

85      Αφενός, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 68 και 69 της παρούσας διατάξεως, οι πράξεις που μπορεί να εκδώσει το Συμβούλιο στο πλαίσιο της επίμαχης εν προκειμένω διαδικασίας «επανακαταχώρισης» πρέπει να θεωρηθούν ότι εκδίδονται κατά το πέρας διαδικασίας η οποία δεν εξαρτάται από τις επίδικες πράξεις και, ιδίως, ότι δεν συνεπάγονται την εκτέλεση των τελευταίων αυτών πράξεων.

86      Αφετέρου, οι πράξεις που μπορεί να εκδώσει το Συμβούλιο στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής προορίζονται, σύμφωνα με την πρακτική του θεσμικού αυτού οργάνου, να εφαρμοστούν σε περίοδο μεταγενέστερη από την περίοδο ισχύος των επίδικων πράξεων, με αποτέλεσμα να μην είναι ικανές να καταστήσουν οριστικά τα αποτελέσματα των τελευταίων αυτών πράξεων.

87      Επομένως, το μέτρο που διατάσσεται με το σημείο 1 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως δεν συνδέεται άμεσα με το αντικείμενο της προσφυγής ακυρώσεως που άσκησε ο Ν. Mazepin ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Ελλείψει τέτοιου συνδέσμου, το μέτρο αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παρεπόμενο μέτρο που αποσκοπεί στη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των προσωρινών μέτρων που έχει ήδη διατάξει ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου με τις προηγούμενες διατάξεις που εξέδωσε στην υπό κρίση υπόθεση και οι οποίες μνημονεύονται στις σκέψεις 12 και 14 της παρούσας διατάξεως, δεδομένου ότι, με τις εν λόγω διατάξεις, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου διέταξε τη μερική αναστολή εκτελέσεως των πράξεων που προσβάλλονται με την εν λόγω προσφυγή ακυρώσεως. Επομένως, το μέτρο που διατάχθηκε με το εν λόγω σημείο 1 δεν μπορούσε συννόμως να ληφθεί κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 279 ΣΛΕΕ.

88      Το ίδιο ισχύει και για το μέτρο που διατάχθηκε με το σημείο 2 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, δεδομένου ότι το μέτρο αυτό περιορίζεται στη διασφάλιση της δημοσιότητας του μέτρου που διατάχθηκε με το σημείο 1 του διατακτικού της διατάξεως αυτής.

89      Το γεγονός ότι ο Ν. Mazepin, μετά την ημερομηνία υπογραφής της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, κατέθεσε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου υπόμνημα προσαρμογής των αιτημάτων της προσφυγής του δεν ασκεί, εν πάση περιπτώσει, επιρροή στις ανωτέρω εκτιμήσεις, στο μέτρο που με το υπόμνημα αυτό επιδιώκεται η ακύρωση νέων πράξεων εκδοθεισών από το Συμβούλιο, πράξεων τις οποίες δεν αφορούν άμεσα τα μέτρα που περιλαμβάνονται στο διατακτικό της διατάξεως αυτής.

90      Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτός και, χωρίς να χρειάζεται να αποφανθεί το Δικαστήριο επί του πρώτου, του τρίτου και του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη στο σύνολό της, στο μέτρο που το σημείο 4 του διατακτικού της δεν μπορεί να διαχωριστεί από τα σημεία 1 έως 3 αυτού.

 Επί της αιτήσεως λήψεως προσωρινών μέτρων που υποβλήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

91      Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, μπορεί είτε το ίδιο να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να την αναπέμψει στο Γενικό Δικαστήριο για να την κρίνει. Η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται επίσης στις αιτήσεις αναιρέσεως που ασκούνται σύμφωνα με το άρθρο 57, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού [διάταξη του Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 24ης Μαΐου 2022, Puigdemont i Casamajó κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Ισπανίας, C‑629/21 P(R), EU:C:2022:413, σκέψη 172 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

92      Εν προκειμένω, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου αποφάνθηκε προτού δοθεί στους λοιπούς διαδίκους η δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, σύμφωνα με το άρθρο 157, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

93      Υπό τις συνθήκες αυτές, προκύπτει ότι η υπόθεση δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση και, ως εκ τούτου, πρέπει να αναπεμφθεί στο Γενικό Δικαστήριο.

 Επί των δικαστικών εξόδων

94      Δεδομένου ότι η υπόθεση αναπέμπεται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, ο Αντιπρόεδρος του Δικαστηρίου διατάσσει:

1)      Αναιρεί τη διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 7ης Σεπτεμβρίου 2023, Mazepin κατά Συμβουλίου (T‑743/22 RIII).

2)      Αναπέμπει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.