Language of document : ECLI:EU:C:2013:756

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 21ης Νοεμβρίου 2013 (*)

«Προδικαστική παραπομπή — Άρθρο 43 ΕΚ — Αυτοκίνητα οχήματα — Χρήση, εντός κράτους μέλους, αυτοκινήτου οχήματος ταξινομημένου σε άλλο κράτος μέλος — Φορολόγηση του οχήματος αυτού στο πρώτο κράτος μέλος κατά την έναρξη κυκλοφορίας του στο εθνικό οδικό δίκτυο καθώς και στο δεύτερο κράτος μέλος κατά την ταξινόμησή του — Όχημα χρησιμοποιούμενο τόσο για ιδιωτικούς σκοπούς όσο και για τη μετακίνηση από το κράτος μέλος προέλευσης προς τον τόπο εργασίας που βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος»

Στην υπόθεση C‑302/12,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής απόφασης δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Hoge Raad der Nederlanden (Κάτω Χώρες) με διάταξη της 6ης Απριλίου 2012, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 20 Ιουνίου 2012, στο πλαίσιο της δίκης

X

κατά

Minister van Financiën,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, J. L. da Cruz Vilaça, Γ. Αρέστη, J.-C. Bonichot και A. Arabadjiev, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: Juliane Kokott

γραμματέας: A. Calot Escobar,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η X, εκπροσωπούμενη από τον B. Schuver, advocaat,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις B. Koopman και C. Wissels,

–        η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις Μ. Τασσοπούλου και Γ. Παπαγιάννη,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την C. Barslev και τον W. Roels,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής απόφασης αφορά την ερμηνεία του άρθρου 43 ΕΚ.

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της X και του Minister van Financiën (Υπουργού Οικονομικών) ως προς εκ των υστέρων βεβαίωση φόρου που εκδόθηκε εις βάρος της ενδιαφερομένης λόγω μη καταβολής του φόρου επί αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης και μοτοσυκλετών (στο εξής: φόρος ΡΜ) κατά την έναρξη κυκλοφορίας ενός αυτοκινήτου οχήματος ιδιωτικής χρήσης στο ολλανδικό οδικό δίκτυο.

 Το νομικό πλαίσιο

3        Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του νόμου περί του φόρου επί αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης και μοτοσυκλετών (Wet op de belasting van personenauto’s en motorrijwielen 1992, Stb. 1992, σ. 709, στο εξής: νόμος του 1992) ορίζει ότι ο εν λόγω φόρος βαρύνει τα ως άνω μηχανοκίνητα οχήματα ιδιωτικής χρήσης.

4        Δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφοι 2 και 5, του νόμου του 1992, υποχρέωση καταβολής του φόρου PM γεννάται κατά την ταξινόμηση του οχήματος στις Κάτω Χώρες. Όταν όμως αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσης ή μοτοσυκλέτα που δεν έχει ταξινομηθεί στις Κάτω Χώρες τίθεται στη διάθεση φυσικού ή νομικού προσώπου που έχει κατοικία ή εγκατάσταση στο εν λόγω κράτος μέλος, τότε υποχρέωση καταβολής του φόρου ΡΜ γεννάται κατά την έναρξη κυκλοφορίας του μηχανοκίνητου αυτού οχήματος στο ολλανδικό οδικό δίκτυο.

5        Το άρθρο 5, παράγραφος 2, του νόμου του 1992 προβλέπει ότι, για μη ταξινομηθέν αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσης ή για μη ταξινομηθείσα μοτοσυκλέτα, ο φόρος ΡΜ καταβάλλεται από τον έχοντα πράγματι στη διάθεσή του το όχημα.

6        Δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 1, του νόμου του 1992, ο συντελεστής του φόρου για τα αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης ανέρχεται, υπό την επιφύλαξη των εκπτώσεων και προσαυξήσεων που προβλέπει ο εν λόγω νόμος, σε 45,2 % της καθαρής τιμής καταλόγου του οχήματος αυτού. Η τιμή αυτή αντιστοιχεί στην τιμή πώλησης που υποδεικνύει στον μεταπωλητή ο κατασκευαστής ή ο εισαγωγέας, αφαιρουμένου του φόρου προστιθέμενης αξίας.

7        Όσον αφορά τα καινούργια αυτοκίνητα οχήματα, η καθαρή τιμή καταλόγου του οχήματος καθορίζεται κατά την ημέρα ταξινόμησής του στις Κάτω Χώρες. Όσον αφορά τα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα οχήματα, η καθαρή τιμή καταλόγου καθορίζεται βάσει της ημερομηνίας έναρξης κυκλοφορίας τους, είτε αυτή λαμβάνει χώρα στο ολλανδικό έδαφος είτε όχι.

8        Κατά την έναρξη κυκλοφορίας στο ολλανδικό οδικό δίκτυο αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης και μοτοσυκλετών μη ταξινομηθέντων στις Κάτω Χώρες, τα οποία τέθηκαν στη διάθεση φυσικού ή νομικού προσώπου που κατοικεί ή είναι εγκατεστημένο στο εν λόγω κράτος μέλος, η επίμαχη εθνική νομοθεσία προβλέπει ότι για την καταβολή του φόρου ΡM εφαρμόζεται η καθαρή τιμή καταλόγου που αντιστοιχεί σε μεταχειρισμένα οχήματα.

9        Κατά την επιβολή του εν λόγω φόρου επί μεταχειρισμένων οχημάτων λαμβάνεται υπόψη το χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει από τη θέση του οχήματος σε κυκλοφορία, οπότε το ποσό του φόρου μειώνεται κατά ορισμένο ποσοστό.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

10      Η Χ έχει τη βελγική ιθαγένεια. Διατηρεί από το 1998 ιατρείο ορθοδοντικής στις Κάτω Χώρες και έχει στην κυριότητά της κατοικία στο εν λόγω κράτος μέλος, στην οποία διαμένει με τον σύντροφό της κατά τις χρονικές περιόδους λειτουργίας του ιατρείου της. Εκτός των περιόδων αυτών, το ζεύγος διαμένει σε μισθωμένο διαμέρισμα στο Βέλγιο.

11      Η Χ έχει στην κυριότητά της αυτοκίνητο το οποίο αγόρασε στο Βέλγιο το 2004 και το οποίο χρησιμοποιεί τόσο στις Κάτω Χώρες όσο στο Βέλγιο για ιδιωτικούς και επαγγελματικούς σκοπούς. Από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι αποστάσεις που διανύει ετησίως η Χ με το αυτοκίνητό της πραγματοποιούνται κατά το ήμισυ στο Βέλγιο και κατά το ήμισυ στις Κάτω Χώρες.

12      Η Χ προχώρησε στην ταξινόμηση του αυτοκινήτου της στο Βέλγιο και κατέβαλε τον βελγικό φόρο για τη θέση σε κυκλοφορία ύψους 4 957 ευρώ.

13      Στις 19 Ιουλίου 2006 οι ολλανδικές φορολογικές αρχές διαπίστωσαν ότι η Χ χρησιμοποιούσε το αυτοκίνητό της στο ολλανδικό οδικό δίκτυο χωρίς να έχει καταβάλει φόρο ΡΜ. Ως εκ τούτου, εκδόθηκε εις βάρος της εκ των υστέρων βεβαίωση φόρου ύψους 17 315 ευρώ.

14      Η Χ υπέβαλε διοικητική ένσταση κατά της πράξης αυτής, η οποία όμως διατηρήθηκε με απόφαση του Belastinginspecteur (οικονομικού εφόρου), με την αιτιολογία ότι η ενδιαφερομένη κατοικούσε στις Κάτω Χώρες και χρησιμοποιούσε το αυτοκίνητό της στο ολλανδικό οδικό δίκτυο.

15      Το Rechtbank te Leeuwarden δέχθηκε την προσφυγή της Χ κατά της απόφασης του Belastinginspecteur, πλην όμως το Gerechtshof te Leeuwarden έκρινε βάσιμη την έφεση του Minister van Financiën και εξαφάνισε την απόφαση του Rechtbank te Leeuwarden.

16      Κατά την κρίση του Gerechtshof te Leeuwarden, η X δεν μπορεί βασίμως να επικαλεστεί την αρχή της αναλογικότητας, καθόσον χρησιμοποιεί το αυτοκίνητό της σε μόνιμη βάση και κατά κύριο λόγο στις Κάτω Χώρες και ο φόρος ΡΜ ουδόλως παρεμποδίζει την άσκηση των ελευθεριών που κατοχυρώνονται στο δίκαιο της Ένωσης. Συναφώς, η καταβολή του βελγικού φόρου για τη θέση σε κυκλοφορία δεν αποκλείει την υποχρέωση της Χ σε καταβολή του φόρου ΡΜ για το αυτοκίνητό της, υπό την ιδιότητά της ως κατοίκου Κάτω Χωρών, κατά την έννοια της ολλανδικής νομοθεσίας.

17      Η X άσκησε αίτηση αναίρεσης κατά της απόφασης του Gerechtshof te Leeuwarden ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Κατά το δικαστήριο αυτό, δεν αμφισβητείται ότι η Χ είναι κάτοικος Κάτω Χωρών κατά την έννοια της ολλανδικής νομοθεσίας, αν και δεν αποκλείεται να μπορεί να θεωρηθεί επίσης κάτοικος Βελγίου κατά την έννοια της βελγικής νομοθεσίας. Καθόσον η τελευταία αυτή περίπτωση δεν αποκλείεται, το αιτούν δικαστήριο εκκινεί από την παραδοχή ότι η Χ είναι επίσης κάτοικος Βελγίου και ότι το αυτοκίνητό της προορίζεται επίσης για χρήση σε μόνιμη βάση εντός αυτού του κράτους μέλους.

18      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Hoge Raad der Nederlanden αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Είναι απεριόριστη η άσκηση της φορολογικής κυριαρχίας από δύο κράτη μέλη, ειδικότερα όσον αφορά την είσπραξη τελών ταξινόμησης αυτοκινήτου, όταν βάσει των εθνικών νομοθεσιών μια πολίτης της Ένωσης κατοικεί σε δύο κράτη μέλη και πράγματι χρησιμοποιεί επί μονίμου βάσεως σε αμφότερα τα κράτη μέλη αυτοκίνητο που ανήκει στην κυριότητά της;

2)      Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα: Δύναται η αρχή της αναλογικότητας στο πλαίσιο της είσπραξης τελών ταξινόμησης να έχει διορθωτικό αποτέλεσμα σε μια περίπτωση όπως η επίμαχη και, αν ναι, συνεπάγεται η αρχή αυτή ότι ένα κράτος μέλος ή αμφότερα τα κράτη μέλη πρέπει να υπόκεινται σε περιορισμούς κατά την άσκηση της φορολογικής τους κυριαρχίας, και ποια μορφή πρέπει να έχουν οι περιορισμοί αυτοί;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

19      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι τα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου ουδεμία ένδειξη περιέχουν ως προς τη διάταξη ή τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο της εξέτασης του Δικαστηρίου.

20      Υπό παρόμοιες περιστάσεις, το Δικαστήριο έκρινε ότι στο ίδιο εναπόκειται να συναγάγει τα κρίσιμα στοιχεία δικαίου της Ένωσης από το σύνολο των στοιχείων που παρέχονται από το εθνικό δικαστήριο, και ιδίως από το σκεπτικό της διάταξης περί παραπομπής, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς (απόφαση της 5ης Μαΐου 2011, C‑537/09, Bartlett κ.λπ., Συλλογή 2011, σ. I‑3417, σκέψη 36).

21      Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη ότι η Χ είναι Βελγίδα υπήκοος που ασκεί μη μισθωτή δραστηριότητα ορθοδοντικού στις Κάτω Χώρες και ότι η επίμαχη εκ των υστέρων βεβαίωση φόρου εκδόθηκε εις βάρος της τον Ιούλιο του 2006, το Δικαστήριο πρέπει να εξετάσει τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα υπό το πρίσμα της ελευθερίας εγκατάστασης κατ’ άρθρο 43 ΕΚ.

22      Επομένως, τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία επιβάλλεται να εξετασθούν από κοινού, πρέπει να εκληφθούν ως αφορώντα κατ’ ουσίαν το ζήτημα αν το άρθρο 43 ΕΚ αντίκειται σε ρύθμιση κράτους μέλους δυνάμει της οποίας οφείλεται φόρος κατά την έναρξη κυκλοφορίας στο εθνικό οδικό δίκτυο ενός αυτοκινήτου οχήματος που έχει ταξινομηθεί και φορολογηθεί λόγω της ταξινόμησης αυτής σε άλλο κράτος μέλος, όταν το όχημα αυτό προορίζεται κατ’ ουσίαν να χρησιμοποιηθεί πράγματι και σε μόνιμη βάση στα δύο αυτά κράτη μέλη ή χρησιμοποιείται εν τοις πράγμασι κατά τον τρόπο αυτό.

23      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, υπό την επιφύλαξη ορισμένων εξαιρέσεων που δεν αφορούν την υπόθεση της κύριας δίκης, η φορολογία των αυτοκινήτων οχημάτων δεν έχει εναρμονισθεί στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα κράτη μέλη είναι, επομένως, ελεύθερα να ασκούν τη φορολογική τους αρμοδιότητα στον τομέα αυτό, υπό την προϋπόθεση ότι την ασκούν σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης (βλ. απόφαση της 26ης Απριλίου 2012, C‑578/10 έως C‑580/10, van Putten κ.λπ., σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και διάταξη της 27ης Απριλίου 2012, C‑114/11, Notermans-Boddenberg, σκέψη 21).

24      Όσον αφορά τους φόρους ταξινόμησης οχημάτων, προκύπτει από πάγια νομολογία ότι ένα κράτος μέλος μπορεί να επιβάλει φόρο ταξινόμησης σε αυτοκίνητο όχημα που έχει ταξινομηθεί σε άλλο κράτος μέλος, όταν το εν λόγω αυτοκίνητο προορίζεται να χρησιμοποιηθεί κατ’ ουσίαν εντός του πρώτου κράτους μέλους κατά μόνιμο τρόπο ή όταν χρησιμοποιείται εν τοις πράγμασι κατά τον τρόπο αυτό (βλ. προμνησθείσα απόφαση van Putten κ.λπ., σκέψη 46, και προμνησθείσα διάταξη Notermans-Boddenberg, σκέψη 26).

25      Όσον αφορά ειδικότερα τον φόρο ΡΜ, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, αν τα επίμαχα μη ταξινομηθέντα στις Κάτω Χώρες οχήματα προορίζονται να χρησιμοποιηθούν κατ’ ουσίαν στο ολλανδικό έδαφος κατά μόνιμο τρόπο ή αν χρησιμοποιούνται εν τοις πράγμασι κατά τον τρόπο αυτό, δεν υφίσταται διαφορετική μεταχείριση μεταξύ του προσώπου που κατοικεί στις Κάτω Χώρες και χρησιμοποιεί τέτοιου είδους όχημα και του προσώπου που χρησιμοποιεί, υπό τις ίδιες συνθήκες, όχημα ταξινομηθέν στο εν λόγω κράτος μέλος, δεδομένου ότι για το τελευταίο αυτό όχημα, το οποίο επίσης προορίζεται κατ’ ουσίαν να χρησιμοποιηθεί κατά μόνιμο τρόπο στο ολλανδικό έδαφος, έχει ήδη καταβληθεί φόρος ΡM κατά την ταξινόμησή του στις Κάτω Χώρες (βλ. προμνησθείσα απόφαση van Putten κ.λπ., σκέψη 50, και προμνησθείσα διάταξη Notermans-Boddenberg, σκέψη 27).

26      Κρίθηκε επίσης ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, η επιβολή του φόρου ΡM κατά την έναρξη κυκλοφορίας στο ολλανδικό οδικό δίκτυο οχημάτων μη ταξινομηθέντων στις Κάτω Χώρες δικαιολογείται όπως ακριβώς και ο φόρος που οφείλεται κατά την ταξινόμηση του οχήματος στις Κάτω Χώρες, υπό τον όρο ότι ο εν λόγω φόρος λαμβάνει υπόψη, όπως συμβαίνει προφανώς στην περίπτωση του νόμου του 1992, την απομείωση της αξίας του οχήματος κατά τον χρόνο της εν λόγω έναρξης κυκλοφορίας (βλ. προμνησθείσα απόφαση van Putten κ.λπ., σκέψη 51, και προμνησθείσα διάταξη Notermans-Boddenberg, σκέψη 28).

27      Το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το γεγονός και μόνον ότι το όχημα προορίζεται κατ’ ουσίαν να χρησιμοποιηθεί πράγματι και σε μόνιμη βάση ή χρησιμοποιείται εν τοις πράγμασι κατά τον τρόπο αυτό όχι μόνο στο ολλανδικό έδαφος, αλλά και στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο έχει ταξινομηθεί, θέτει όρια στην άσκηση των φορολογικών αρμοδιοτήτων των δύο αυτών κρατών μελών.

28      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, ελλείψει εναρμόνισης στο επίπεδο της Ένωσης, τα μειονεκτήματα που τυχόν απορρέουν από την παράλληλη άσκηση των φορολογικών αρμοδιοτήτων των διαφόρων κρατών μελών δεν συνιστούν περιορισμούς στην ελεύθερη κυκλοφορία, εφόσον η άσκηση αυτή δεν συνεπάγεται δυσμενείς διακρίσεις (βλ. απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2011, C‑157/10, Banco Bilbao Vizcaya Argentaria, Συλλογή 2011, σ. I‑13023, σκέψη 38).

29      Εξάλλου, όπως τόνισε η γενική εισαγγελέας στη σκέψη 48 των προτάσεών της παραπέμποντας στην προμνησθείσα απόφαση Banco Bilbao Vizcaya Argentaria (σκέψη 39), ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η γενεσιουργός αιτία του φόρου ΡΜ και εκείνη του βελγικού φόρου για τη θέση σε κυκλοφορία ταυτίζονται, πρέπει να υπομνησθεί ότι τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να προσαρμόζουν, προς τον σκοπό ιδίως της εξάλειψης της διπλής φορολογίας, το δικό τους φορολογικό σύστημα στα φορολογικά συστήματα των λοιπών κρατών μελών.

30      Εν προκειμένω, ακόμη και αν το επίμαχο αυτοκίνητο χρησιμοποιείται από τη Χ τόσο για ιδιωτικούς σκοπούς όσο και για τη μετακίνηση προς τον τόπο εργασίας που βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος, η επίμαχη εθνική ρύθμιση δεν περιάγει την ενδιαφερομένη σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με τα πρόσωπα που ασκούν μη μισθωτή δραστηριότητα και υπόκεινται ήδη στον φόρο ΡΜ, δεδομένου ότι κάθε κάτοικος Κάτω Χωρών, είτε ασκεί τέτοια δραστηριότητα είτε όχι, οφείλει τον φόρο αυτό είτε λόγω της ταξινόμησης αυτοκινήτου οχήματος στις Κάτω Χώρες είτε κατά την έναρξη κυκλοφορίας ενός τέτοιου οχήματος, ταξινομηθέντος σε άλλο κράτος μέλος, στο ολλανδικό οδικό δίκτυο (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, ως προς το άρθρο 39 ΕΚ, προμνησθείσα διάταξη Notermans-Boddenberg, σκέψη 30).

31      Εντεύθεν προκύπτει ότι το φορολογικό μειονέκτημα που υφίσταται η Χ σε σχέση με την άσκηση των δραστηριοτήτων της ως είχε προ της άσκησης της ελευθερίας εγκατάστασής της στις Κάτω Χώρες, φορολογικό μειονέκτημα που ανάγεται αποκλειστικώς στη μη εισάγουσα δυσμενείς διακρίσεις άσκηση των φορολογικών αρμοδιοτήτων των δύο ενδιαφερόμενων κρατών μελών, δεν προσκρούει στο άρθρο 43 ΕΚ.

32      Κατόπιν του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 43 ΕΚ δεν αντίκειται σε ρύθμιση κράτους μέλους δυνάμει της οποίας οφείλεται φόρος κατά την έναρξη κυκλοφορίας στο εθνικό οδικό δίκτυο ενός αυτοκινήτου οχήματος που έχει ταξινομηθεί και φορολογηθεί λόγω της ταξινόμησης αυτής σε άλλο κράτος μέλος, όταν το όχημα αυτό προορίζεται κατ’ ουσίαν να χρησιμοποιηθεί πράγματι και σε μόνιμη βάση στα δύο αυτά κράτη μέλη ή χρησιμοποιείται εν τοις πράγμασι κατά τον τρόπο αυτό, εφόσον ο εν λόγω φόρος δεν εισάγει δυσμενείς διακρίσεις.

 Επί των δικαστικών εξόδων

33      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 43 ΕΚ δεν αντίκειται σε ρύθμιση κράτους μέλους δυνάμει της οποίας οφείλεται φόρος κατά την έναρξη κυκλοφορίας στο εθνικό οδικό δίκτυο ενός αυτοκινήτου οχήματος που έχει ταξινομηθεί και φορολογηθεί λόγω της ταξινόμησης αυτής σε άλλο κράτος μέλος, όταν το όχημα αυτό προορίζεται κατ’ ουσίαν να χρησιμοποιηθεί πράγματι και σε μόνιμη βάση στα δύο αυτά κράτη μέλη ή χρησιμοποιείται εν τοις πράγμασι κατά τον τρόπο αυτό, εφόσον ο εν λόγω φόρος δεν εισάγει δυσμενείς διακρίσεις.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.