Language of document : ECLI:EU:T:2019:309

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 8ης Μαΐου 2019 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Άρθρο 42γ του ΚΥΚ – Απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας – Αυτοδίκαιη συνταξιοδότηση – Έννομο συμφέρον – Παραδεκτό – Πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας – Γραμματική, συστηματική και τελολογική ερμηνεία»

Στην υπόθεση T‑170/17,

RW, πρώην υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενος από τους S. Orlandi και T. Martin, δικηγόρους,

προσφεύγων,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τον G. Berscheid και την A.-C. Simon, στη συνέχεια από τους G. Berscheid και B. Mongin,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής της 2ας Μαρτίου 2017, με την οποία ο προσφεύγων απομακρύνεται από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας δυνάμει του άρθρου 42γ του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ταυτοχρόνως συνταξιοδοτείται αυτοδικαίως, δυνάμει του πέμπτου εδαφίου της διατάξεως αυτής,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Prek, πρόεδρο, E. Buttigieg (εισηγητή) και B. Berke, δικαστές,

γραμματέας: L. Ramette, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 11ης Δεκεμβρίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Νομικό πλαίσιο

1        Ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ) έχει θεσπισθεί με τον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) 259/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και περί θεσπίσεως ειδικών μέτρων προσωρινώς εφαρμοστέων στους υπαλλήλους της Επιτροπής (ΕΕ ειδ. εκδ. 01/001, σ. 108), όπως τροποποιήθηκε, μεταξύ άλλων, με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) 1023/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013 (ΕΕ 2013, L 287, σ. 15).

2        Το άρθρο 35 του ΚΥΚ, που περιλαμβάνεται στο επιγραφόμενο «Κατάσταση του υπαλλήλου» κεφάλαιο 2 του τίτλου III του ΚΥΚ, προβλέπει ότι υπάλληλος μπορεί να ευρίσκεται σε μία από τις ακόλουθες καταστάσεις: ενεργό υπηρεσία, απόσπαση, άδεια για προσωπικούς λόγους, διαθεσιμότητα, άδεια για εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων, γονική άδεια ή άδεια για οικογενειακούς λόγους και απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας.

3        Το άρθρο 42γ του ΚΥΚ, το οποίο περιλαμβάνεται στο ίδιο κεφάλαιο, προβλέπει τα ακόλουθα:

«Το νωρίτερο πέντε έτη κατά μέγιστο πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης του μονίμου υπαλλήλου, αν ο υπάλληλος έχει τουλάχιστον 10 έτη υπηρεσίας, μπορεί να απομακρυνθεί από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας, με απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, λόγω οργανωτικών αναγκών που συνδέονται με την απόκτηση νέων ικανοτήτων μέσα στα θεσμικά όργανα.

Ο συνολικός αριθμός των μόνιμων υπαλλήλων οι οποίοι απομακρύνονται από τη θέση τους προς το συμφέρον της υπηρεσίας δεν υπερβαίνει το 5 % του συνολικού αριθμού των υπαλλήλων όλων των οργάνων που συνταξιοδοτήθηκαν το προηγούμενο έτος. Ο συνολικός αριθμός που υπολογίζεται με τον τρόπο αυτό κατανέμεται στα θεσμικά όργανα με βάση τον αριθμό των υπαλλήλων καθενός στις 31 Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους. Το αποτέλεσμα της κατανομής αυτής στρογγυλεύεται στον πλησιέστερο μεγαλύτερο ακέραιο για κάθε θεσμικό όργανο.

Η απομάκρυνση αυτή από τη θέση δεν συνιστά πειθαρχικό μέτρο.

Η διάρκεια της απομάκρυνσης από τη θέση αντιστοιχεί κατά κανόνα στο διάστημα έως ότου ο υπάλληλος φτάσει στην ηλικία συνταξιοδότησης. Ωστόσο, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να αποφασίσει να τερματίσει την απομάκρυνση από τη θέση και να επαναφέρει τον υπάλληλο στη θέση του.

Όταν ο υπάλληλος που έχει απομακρυνθεί από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας φτάσει σε ηλικία συνταξιοδότησης, συνταξιοδοτείται αυτομάτως.

Η απομάκρυνση προς το συμφέρον της υπηρεσίας διέπεται από τους εξής κανόνες:

α) ο υπάλληλος μπορεί να αντικατασταθεί από άλλο υπάλληλο, στη θέση που κατείχε,

β) κατά τη διάρκεια της απομάκρυνσής του προς το συμφέρον της υπηρεσίας, ο υπάλληλος παύει να έχει δικαίωμα προαγωγής κατά κλιμάκιο και προαγωγής κατά βαθμό.

Ο υπάλληλος που έχει απομακρυνθεί από τη θέση του λαμβάνει αποζημίωση που υπολογίζεται σύμφωνα με το παράρτημα IV.

Αν υπάρξει σχετικό αίτημα από τον υπάλληλο, η αποζημίωση υπόκειται σε εισφορές υπέρ του συνταξιοδοτικού καθεστώτος, υπολογιζόμενες με βάση την αποζημίωση αυτή. Στην περίπτωση αυτή, η περίοδος υπηρεσίας του υπαλλήλου υπό καθεστώς απομάκρυνσης από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας λαμβάνεται υπόψη για τον σκοπό του υπολογισμού των ετών συντάξιμης υπηρεσίας υπό την έννοια του άρθρου 2 του παραρτήματος VIII.

Η αποζημίωση δεν υπόκειται σε διορθωτικό συντελεστή.»

4        Το άρθρο 47 του ΚΥΚ περιλαμβάνεται στο επιγραφόμενο «Οριστική λήξη των καθηκόντων» κεφάλαιο 4 του τίτλου ΙΙΙ του ΚΥΚ. Το άρθρο αυτό προβλέπει ότι η οριστική λήξη των καθηκόντων μπορεί να είναι αποτέλεσμα της παραιτήσεως, της παύσεως, της στερήσεως της θέσεως προς το συμφέρον της υπηρεσίας, της απολύσεως για επαγγελματική ανεπάρκεια, της ανακλήσεως, της συνταξιοδοτήσεως ή του θανάτου.

5        Το άρθρο 52, πρώτο εδάφιο, στοιχεία αʹ και βʹ, του ΚΥΚ, το οποίο επίσης περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο 4, προβλέπει μεταξύ άλλων ότι, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 50 του ΚΥΚ (το οποίο αφορά τη στέρηση της θέσεως προς το συμφέρον της υπηρεσίας για τα μέλη του ανώτερου στελεχικού δυναμικού), ο υπάλληλος συνταξιοδοτείται, είτε αυτοδικαίως, την τελευταία ημέρα του μήνα κατά τον οποίο συμπληρώνει το 66ο έτος της ηλικίας του, είτε με αίτησή του, την τελευταία ημέρα του μήνα κατά τον οποίο υποβλήθηκε η αίτηση, εάν έχει φτάσει στην ηλικία συνταξιοδότησης.

6        Το παράρτημα XIII του ΚΥΚ περιέχει μεταβατικά μέτρα που εφαρμόζονται στους υπαλλήλους.

7        Το άρθρο 22, παράγραφος 1, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ ορίζει τα ακόλουθα:

«1. Υπάλληλοι που διαθέτουν προϋπηρεσία 20 ετών ή μεγαλύτερη την 1η Μαΐου 2004 δικαιούνται σύνταξη αρχαιότητας όταν φθάσουν στην ηλικία των 60 ετών.

Υπάλληλοι που είναι ηλικίας 35 ετών και άνω την 1η Μαΐου 2014 και εισήλθαν στην υπηρεσία πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014 δικαιούνται σύνταξη αρχαιότητας στην ηλικία που καθορίζεται στον κατωτέρω πίνακα:

Ηλικία την 1η Μαΐου 2014

Ηλικία συνταξιοδότησης

60 έτη και άνω

60 έτη

59 έτη

60 έτη και 2 μήνες

58 έτη

60 έτη και 4 μήνες

[…]

[…]

35 έτη

64 έτη και 8 μήνες


Υπάλληλοι που είναι ηλικίας κάτω των 35 ετών την 1η Μαΐου 2014 δικαιούνται σύνταξης αρχαιότητας στην ηλικία των 65 ετών.

Εντούτοις, για τους υπαλλήλους που είναι ηλικίας 45 ετών και άνω την 1η Μαΐου 2014 και εισήλθαν στην υπηρεσία μεταξύ της 1ης Μαΐου 2004 και της 31ης Δεκεμβρίου 2013, η ηλικία συνταξιοδότησης παραμένει στα 63 έτη.

Για υπαλλήλους που υπηρετούν πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014, η ηλικία συνταξιοδότησης που λαμβάνεται υπόψη για όλες τις αναφορές που γίνονται στην ηλικία συνταξιοδότησης στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ορίζεται σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, εκτός αν στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης ορίζεται διαφορετικά.»

8        Το άρθρο 23, παράγραφος 1, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι υπάλληλος που υπηρετούσε πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014 συνταξιοδοτείται αυτοδικαίως την τελευταία ημέρα του μήνα κατά τον οποίο συμπληρώνει το 65ο έτος της ηλικίας του.

 Ιστορικό της διαφοράς

9        Ο προσφεύγων, RW, είναι πρώην υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Άρχισε να εργάζεται στο θεσμικό αυτό όργανο την 1η Οκτωβρίου 1982 και από τις 12 Δεκεμβρίου 1999 τοποθετήθηκε στη Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) «Εκπαίδευση και πολιτισμός». Προήχθη στον βαθμό AD 12 την 1η Ιανουαρίου 2010.

10      Με έγγραφο της 1ης Δεκεμβρίου 2016, η γενική διεύθυνση (ΓΔ) «Ανθρώπινοι πόροι και ασφάλεια» (στο εξής: ΓΔ HR) ενημέρωσε τον προσφεύγοντα για την πρόθεση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής (στο εξής: ΑΔΑ) να τον απομακρύνει από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 42γ του ΚΥΚ με ισχύ από 1ης Απριλίου 2017.

11      Στις 14 Δεκεμβρίου 2016, ο προσφεύγων υπέβαλε παρατηρήσεις σχετικά με το έγγραφο της 1ης Δεκεμβρίου 2016 και ζήτησε ακρόαση.

12      Στις 13 Ιανουαρίου 2017, πραγματοποιήθηκε συνάντηση μεταξύ του προσφεύγοντος και του προϊσταμένου της μονάδας «Διαχείριση της σταδιοδρομίας και κινητικότητα» της ΓΔ HR παρουσία ενός εκπροσώπου του προσωπικού, ενός μέλους της προαναφερθείσας μονάδας και ενός εκπροσώπου της ΓΔ «Εκπαίδευση και πολιτισμός».

13      Κατόπιν της συναντήσεως αυτής, η μονάδα «Διαχείριση της σταδιοδρομίας και κινητικότητα» της ΓΔ HR διαβίβασε στην ΑΔΑ θετική γνώμη σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 42γ του ΚΥΚ ως προς τον προσφεύγοντα.

14      Με απόφαση της 2ας Μαρτίου 2017 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η ΑΔΑ αποφάσισε, αφενός, την απομάκρυνση του προσφεύγοντος από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας, δυνάμει του άρθρου 42γ του ΚΥΚ, από 1ης Ιουνίου 2017, και, αφετέρου, δεδομένου ότι ο προσφεύγων είχε ήδη συμπληρώσει την ηλικία συνταξιοδοτήσεως σύμφωνα με το άρθρο 22, παράγραφος 1, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, την αυτοδίκαιη συνταξιοδότησή του δυνάμει του άρθρου 42γ, πέμπτο εδάφιο, του ΚΥΚ, κατά την ίδια ημερομηνία.

15      Στις 20 Μαρτίου 2017, ο προσφεύγων υπέβαλε διοικητική ένσταση κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, η οποία απορρίφθηκε με ρητή απόφαση της ΑΔΑ της 26ης Ιουλίου 2017.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

16      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Μαρτίου 2017, ο προσφεύγων άσκησε την υπό κρίση προσφυγή. Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την ίδια ημέρα, ο προσφεύγων υπέβαλε επίσης αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, δυνάμει των άρθρων 278 και 279 ΣΛΕΕ, για την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 91, παράγραφος 4, του ΚΥΚ, η κύρια διαδικασία ανεστάλη.

17      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Μαρτίου 2017, ο προσφεύγων ζήτησε να διατηρηθεί η ανωνυμία του κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 66 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Με απόφαση της 17ης Μαΐου 2017, το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτό το αίτημα αυτό.

18      Με διάταξη της 18ης Μαΐου 2017, RW κατά Επιτροπής, (T‑170/17 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:351), ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου διέταξε την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

19      Σύμφωνα με το άρθρο 91, παράγραφος 4, του ΚΥΚ, η κύρια διαδικασία άρχισε εκ νέου κατόπιν της εκδόσεως, στις 26 Ιουλίου 2017, της ρητής αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως του προσφεύγοντος.

20      Με διάταξη της 10ης Ιανουαρίου 2018, Επιτροπή κατά RW [C‑442/17 P(R), μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:6], ο Αντιπρόεδρος του Δικαστηρίου απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως της Επιτροπής κατά της διατάξεως της 18ης Μαΐου 2017, RW κατά Επιτροπής (T‑170/17 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:351).

21      Το έγγραφο στάδιο της κύριας διαδικασίας περατώθηκε στις 9 Ιανουαρίου 2018 με την κατάθεση του υπομνήματος ανταπαντήσεως.

22      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Φεβρουαρίου 2018, ο προσφεύγων υπέβαλε αιτιολογημένη αίτηση, δυνάμει του άρθρου 106 του Κανονισμού Διαδικασίας, προκειμένου να του παρασχεθεί η δυνατότητα να ακουστεί στο πλαίσιο της προφορικής διαδικασίας.

23      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 11ης Δεκεμβρίου 2018.

24      Κατά το πέρας της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε τους διαδίκους να προβούν σε συνεννοήσεις προκειμένου να επιτευχθεί, στο μέτρο του δυνατού, φιλικός διακανονισμός της διαφοράς, συμπεριλαμβανομένου του ζητήματος των δικαστικών εξόδων. Ο πρόεδρος του δεύτερου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου έταξε προθεσμία στους διαδίκους έως τις 31 Ιανουαρίου 2019 προκειμένου να ενημερώσουν το Γενικό Δικαστήριο για το αποτέλεσμα των συνεννοήσεων αυτών και αποφάσισε να μην κηρύξει το πέρας της προφορικής διαδικασίας.

25      Η προφορική διαδικασία περατώθηκε με απόφαση του προέδρου του δεύτερου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 4ης Φεβρουαρίου 2019 κατόπιν ενημερώσεως του Γενικού Δικαστηρίου από τους διαδίκους, με επιστολές της 29ης Ιανουαρίου 2019, ότι οι συνεννοήσεις για φιλικό διακανονισμό της διαφοράς δεν είχαν τελεσφορήσει.

26      Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση «με την οποία [ο προσφεύγων] συνταξιοδοτείται αυτοδικαίως από 1ης Ιουνίου 2017»·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

27      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού της προσφυγής

28      Η Επιτροπή επισημαίνει ότι το αίτημα ακυρώσεως, όπως έχει διατυπωθεί στο εισαγωγικό δικόγραφο, δεν στρέφεται κατά των δύο αντικειμένων της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ήτοι κατά της απομακρύνσεως από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας και της αυτοδίκαιης συνταξιοδοτήσεως του προσφεύγοντος, αλλά μόνο κατά του δεύτερου. Ωστόσο, τα δύο αυτά αντικείμενα δεν μπορούν να διαχωριστούν μεταξύ τους, και επομένως η μερική ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως θα είχε ως αποτέλεσμα τη μεταβολή της ουσίας της. Υπό τις συνθήκες αυτές, και λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας κατά την οποία μερική ακύρωση πράξεως της Ένωσης είναι δυνατή μόνον εφόσον τα στοιχεία των οποίων ζητείται η ακύρωση μπορούν να αποσπασθούν από την υπόλοιπη πράξη, η Επιτροπή ζητεί να απορριφθεί ως απαράδεκτο το αίτημα ακυρώσεως που υποβλήθηκε στην υπό κρίση υπόθεση από τον προσφεύγοντα ή, τουλάχιστον, οι δύο πρώτοι λόγοι ακυρώσεως που προβάλλονται προς στήριξή του.

29      Ο προσφεύγων αντικρούει την ένσταση απαραδέκτου που προβάλλει η Επιτροπή.

30      Προκαταρκτικώς, πρέπει να επιβεβαιωθεί η ανάλυση της Επιτροπής κατά την οποία τα δύο αντικείμενα της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ήτοι η απομάκρυνση του προσφεύγοντος από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας και, ταυτοχρόνως, η αυτοδίκαιη συνταξιοδότησή του, δεν μπορούν να διαχωριστούν μεταξύ τους. Πράγματι προκύπτει αδιαμφισβήτητα από το πέμπτο εδάφιο του άρθρου 42γ του ΚΥΚ ότι η απομάκρυνση του οικείου υπαλλήλου από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας δεν μπορεί να εκτείνεται πέραν της «ηλικίας συνταξιοδότησης», η οποία καθορίζεται, για τους υπαλλήλους που εισήλθαν στην υπηρεσία πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014, από το άρθρο 22, παράγραφος 1, πέμπτο εδάφιο, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, οπότε, αν η απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας αφορά υπάλληλο που έχει ήδη συμπληρώσει την προαναφερθείσα «ηλικία συνταξιοδότησης», ο υπάλληλος αυτός πρέπει ταυτοχρόνως να συνταξιοδοτηθεί αυτοδικαίως. Η ανάλυση αυτή εφαρμόστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, στο πλαίσιο της οποίας ο προσφεύγων απομακρύνθηκε από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας και, ταυτοχρόνως, συνταξιοδοτήθηκε αυτοδικαίως (βλ. σκέψη 14 ανωτέρω). Συγκεκριμένα, ο προσφεύγων ήταν 63 ετών κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος της προσβαλλόμενης αποφάσεως και είχε, ως εκ τούτου, υπερβεί την «ηλικία συνταξιοδότησης», η οποία είχε, στην περίπτωσή του, καθοριστεί σε 60 έτη βάσει του πέμπτου εδαφίου του άρθρου 22, παράγραφος 1, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, σε συνδυασμό με το πρώτο εδάφιο της διατάξεως αυτής. Δεδομένου ότι, κατά τον χρόνο απομακρύνσεώς του από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας, ο προσφεύγων είχε υπερβεί την «ηλικία συνταξιοδότησης», συνταξιοδοτήθηκε ταυτοχρόνως αυτοδικαίως δυνάμει του άρθρου 42γ, πέμπτο εδάφιο, του ΚΥΚ.

31      Κατόπιν της επιβεβαιώσεως της αναλύσεως της Επιτροπής σχετικά με την αδυναμία διαχωρισμού των δύο αντικειμένων της προσβαλλόμενης αποφάσεως, επισημαίνεται ότι η ένσταση απαραδέκτου που προβάλλει η Επιτροπή στηρίζεται στην παραδοχή ότι το αίτημα ακυρώσεως που διατυπώθηκε στο δικόγραφο της προσφυγής συνιστά αίτημα μερικής ακυρώσεως καθόσον στρέφεται μόνον κατά του δεύτερου αντικειμένου της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ήτοι κατά της αυτοδίκαιης συνταξιοδοτήσεως του προσφεύγοντος.

32      Εντούτοις, η παραδοχή αυτή στην οποία στηρίζεται η επιχειρηματολογία της Επιτροπής είναι εσφαλμένη.

33      Βεβαίως, τα αιτήματα του προσφεύγοντος περιέχουν τη φράση «με την οποία ο προσφεύγων συνταξιοδοτείται αυτοδικαίως από 1ης Ιουνίου 2017». Ωστόσο, η φράση αυτή δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή υπό την έννοια ότι περιορίζει το αντικείμενο του αιτήματος ακυρώσεως μόνο στην αυτοδίκαιη συνταξιοδότηση του προσφεύγοντος.

34      Συγκεκριμένα, από το περιεχόμενο του δικογράφου της προσφυγής προκύπτει ότι το αίτημα ακυρώσεως αφορά και τα δύο αντικείμενα της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δεδομένου ότι ο προσφεύγων έχει σαφώς προσδιορίσει τη σχέση που υφίστατο, κατά τη συλλογιστική της προσβαλλόμενης αποφάσεως, μεταξύ της απομακρύνσεως του από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας και της αυτοδίκαιης συνταξιοδοτήσεώς του. Είναι σκόπιμη, συναφώς, η παραπομπή στο σημείο 34 του δικογράφου, στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, κατά το οποίο: «Εν προκειμένω, η ΑΔΑ εξέδωσε απόφαση περί απομακρύνσεως από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας που ισοδυναμεί με αυτοδίκαιη συνταξιοδότηση του προσφεύγοντος».

35      Είναι επίσης σκόπιμη η παραπομπή στον αντλούμενο από παράβαση του πεδίου εφαρμογής της νομοθεσίας δεύτερο λόγο ακυρώσεως, στο πλαίσιο του οποίου ο προσφεύγων προβάλλει κατ’ ουσίαν ότι το άρθρο 42γ του ΚΥΚ δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωσή του δεδομένου ότι είχε υπερβεί την «ηλικία συνταξιοδότησης» υπό την έννοια του πρώτου εδαφίου της διατάξεως αυτής. Πράγματι, είναι σαφές ότι, αν ο λόγος αυτός γινόταν δεκτός από το Γενικό Δικαστήριο, τούτο θα συνεπαγόταν την ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως στο σύνολό της με το σκεπτικό ότι η απόφαση θα στερείτο νομικής βάσεως και όχι τη μερική ακύρωσή της μόνον κατά το μέρος που συνταξιοδοτεί αυτοδικαίως τον προσφεύγοντα.

36      Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι, παρά την ύπαρξη της φράσεως «με την οποία ο προσφεύγων συνταξιοδοτείται αυτοδικαίως από 1ης Ιουνίου 2017» στα αιτήματα του προσφεύγοντος, το αίτημα ακυρώσεως που διατυπώνεται στο δικόγραφο της προσφυγής βάλλει σαφώς κατά των δύο, μη δυνάμενων να διαχωριστούν μεταξύ τους, αντικειμένων της προσβαλλόμενης αποφάσεως σχετικά με την απομάκρυνση του προσφεύγοντος από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας και, ταυτοχρόνως, την αυτοδίκαιη συνταξιοδότησή του. Δεν επρόκειτο, συνεπώς, για αίτημα μερικής ακυρώσεως, όπως διατείνεται η Επιτροπή. Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή.

 Επί της διατηρήσεως του εννόμου συμφέροντος του προσφεύγοντος

37      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή προέβαλε ότι η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου επί της υπό κρίση υποθέσεως ουδόλως θα επηρεάσει την κατάσταση του προσφεύγοντος. Η Επιτροπή εξήγησε ότι, λόγω της αναστολής εκτελέσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, την οποία διέταξε ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων, ο προσφεύγων παρέμεινε ως εν ενεργεία υπάλληλος στο θεσμικό όργανο «για το μέγιστο δυνατό χρονικό διάστημα που επιτρέπει ο ΚΥΚ», ήτοι έως την 1η Νοεμβρίου 2018, ημερομηνία κατά την οποία συμπλήρωσε την ηλικία των 65 ετών και συνταξιοδοτήθηκε αυτοδικαίως δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 1, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ. Λόγω της εν λόγω αναστολής, ο προσφεύγων μπόρεσε να αποφύγει την απομάκρυνσή του από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας στην οποία είχε αντιταχθεί και να συνεχίσει να λαμβάνει τις κανονικές αποδοχές του, και συνταξιοδοτήθηκε, εν τέλει, αυτοδικαίως υπό τους ίδιους όρους με εκείνους που θα ίσχυαν αν δεν είχε εκδοθεί έναντι αυτού καμία απόφαση δυνάμει του άρθρου 42γ του ΚΥΚ. Βάσει της επιχειρηματολογίας αυτής, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος εξέλιπε πλέον.

38      Ο προσφεύγων αμφισβητεί την ορθότητα του συμπεράσματος της Επιτροπής σχετικά με την απώλεια, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, του εννόμου συμφέροντός του.

39      Κατά πάγια νομολογία, προκειμένου ένα πρόσωπο, το οποίο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ΚΥΚ, να μπορεί να ζητήσει παραδεκτώς, στο πλαίσιο προσφυγής ασκούμενης βάσει των άρθρων 90 και 91 του εν λόγω ΚΥΚ, την ακύρωση βλαπτικής για αυτό πράξεως, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, το πρόσωπο αυτό πρέπει να έχει, κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής, γεγενημένο και ενεστώς συμφέρον αρκούντως συγκεκριμένο για την ακύρωση της πράξεως αυτής, ένα δε τέτοιο συμφέρον προϋποθέτει ότι το αίτημα μπορεί, εκ του αποτελέσματός του, να του παράσχει κάποιο όφελος. Ως προϋπόθεση του παραδεκτού, το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος πρέπει να εκτιμάται κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής. Εντούτοις, προκειμένου να μπορέσει να εκδικαστεί προσφυγή προσώπου εμπίπτοντος στον ΚΥΚ με την οποία ζητείται η ακύρωση αποφάσεως της ΑΔΑ, πρέπει το πρόσωπο αυτό να διατηρεί προσωπικό συμφέρον για την ακύρωση της αποφάσεως αυτής. Συναφώς, ελλείψει ενεστώτος εννόμου συμφέροντος, παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επί της προσφυγής (βλ. απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2018, Cocchi και Falcione κατά Επιτροπής, T‑724/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:759, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

40      Εν προκειμένω, τα εκτεθέντα στη σκέψη 37 ανωτέρω επιχειρήματα της Επιτροπής, τα οποία δεν αμφισβητούνται από τον προσφεύγοντα, μπορούν, πράγματι, να εγείρουν αμφιβολίες μήπως το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος εξέλιπε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.

41      Εντούτοις, όπως ανέφερε η ίδια η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αν η προσβαλλόμενη απόφαση εξακολουθούσε να ισχύει και δεν ακυρωνόταν από τον δικαστή της Ένωσης, θα μπορούσε, ενδεχομένως, να χρησιμεύσει ως βάση προκειμένου η Επιτροπή να αξιώσει από τον προσφεύγοντα τη διαφορά μεταξύ των καταβληθέντων ποσών που ο προσφεύγων έλαβε ως μισθό κατά την περίοδο μεταξύ της 1ης Ιουνίου 2017, ημερομηνίας ενάρξεως ισχύος της προσβαλλόμενης αποφάσεως, και της 1ης Νοεμβρίου 2018, ημερομηνίας αυτοδίκαιης συνταξιοδοτήσεως του προσφεύγοντος, και των ποσών που αυτός θα δικαιούταν ως σύνταξη αν η προσβαλλόμενη απόφαση είχε εκτελεστεί αμέσως και δεν είχε αποτελέσει αντικείμενο αναστολής εκτελέσεως.

42      Εντεύθεν προκύπτει ότι ο προσφεύγων, όπως εξάλλου υποστήριξε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, εξακολουθεί να έχει συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως και την εξαφάνισή της από την έννομη τάξη της Ένωσης, προκειμένου να είναι βέβαιος ότι η Επιτροπή δεν θα αξιώσει στο μέλλον τη διαφορά των ποσών που περιγράφεται στη σκέψη 41 ανωτέρω.

43      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται ούτε από τη δήλωση της Επιτροπής κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση κατά την οποία τυχόν ανάκτηση της προαναφερθείσας διαφοράς των ποσών θα ήταν πολύπλοκη στο μέτρο που ο προσφεύγων συνέχισε να εργάζεται ως εν ενεργεία υπάλληλος έως την αυτοδίκαιη συνταξιοδότησή του, την 1η Νοεμβρίου 2018, ούτε από τη διαβεβαίωση, στην οποία αυτή προέβη κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν θα ζητήσει από τον προσφεύγοντα την προαναφερθείσα διαφορά των ποσών. Πράγματι, πρόκειται για απλές δηλώσεις και διαβεβαιώσεις της Επιτροπής που, κατά τα λοιπά, δεν αναιρούν το γεγονός ότι η διατήρηση σε ισχύ της προσβαλλόμενης αποφάσεως στην έννομη τάξη της Ένωσης αποτελεί πηγή νομικής ανασφάλειας για τον προσφεύγοντα, από την οποία απορρέει το συμφέρον του –που εξακολουθεί να είναι ενεστώς– προς ακύρωση της αποφάσεως αυτής.

44      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων εξακολουθεί να έχει έννομο συμφέρον.

 Επί της ουσίας

45      Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αντλείται από παράβαση των άρθρων 47 και 52 του ΚΥΚ, ο δεύτερος από παράβαση του πεδίου εφαρμογής της νομοθεσίας, εν προκειμένω του άρθρου 42γ του ΚΥΚ, και, ο τρίτος, από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας. Με το υπόμνημα απαντήσεως, ο προσφεύγων δήλωσε ότι παραιτείται από τον τρίτο λόγο ακυρώσεως.

46      Στο μέτρο που, στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, το Γενικό Δικαστήριο καλείται να καθορίσει το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 42γ του ΚΥΚ, το οποίο συνιστά τη νομική βάση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, πρέπει καταρχάς να εξεταστεί ο λόγος αυτός.

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

47      Ο προσφεύγων, προβαίνοντας σε γραμματική και συστηματική ιδίως ερμηνεία του άρθρου 42γ του ΚΥΚ, υποστηρίζει ότι η διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμογή στους υπαλλήλους που, όπως ο ίδιος, έχουν συμπληρώσει «την ηλικία συνταξιοδότησης» κατά την έννοια της διατάξεως αυτής σε συνδυασμό με το άρθρο 22, παράγραφος 1, πέμπτο εδάφιο, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ. Ο προσφεύγων προβάλλει, ιδίως, ότι η απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας, κατάσταση στην οποία περιέρχονται οι οικείοι υπάλληλοι δυνάμει του άρθρου 42γ του ΚΥΚ, πρέπει να έχει ορισμένη διάρκεια. Ωστόσο, η εφαρμογή της διατάξεως αυτής σε υπαλλήλους που, κατά τον χρόνο της εφαρμογής αυτής, έχουν συμπληρώσει «την ηλικία συνταξιοδότησης» θα είχε ως αποτέλεσμα, δυνάμει του πέμπτου εδαφίου του άρθρου 42γ του ΚΥΚ, οι εν λόγω υπάλληλοι να απομακρύνονται από τη θέση τους προς το συμφέρον της υπηρεσίας και, ταυτοχρόνως, να συνταξιοδοτούνται αυτοδικαίως, με αποτέλεσμα να καταστρατηγείται ο σκοπός της διατάξεως αυτής και να παρακάμπτονται οι προβλεπόμενες από τον ΚΥΚ προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι δυνατή η οριστική λήξη των καθηκόντων υπαλλήλου. Ο προσφεύγων καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ΑΔΑ παρέβη εν προκειμένω το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 42γ του ΚΥΚ και ότι, επί τη βάσει αυτή, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί.

48      Η Επιτροπή, προβάλλοντας επιχειρήματα που αντλούνται, ιδίως, από το γράμμα του άρθρου 42γ του ΚΥΚ και τη ratio legis του, αμφισβητεί την άποψη του προσφεύγοντος και υποστηρίζει ότι η διάταξη αυτή μπορεί να εφαρμοστεί σε υπάλληλο που έχει συμπληρώσει «την ηλικία συνταξιοδότησης» όπως είναι ο προσφεύγων.

49      Προκαταρκτικώς, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως ορθά προβάλλει ο προσφεύγων, η εφαρμογή του άρθρου 42γ του ΚΥΚ σε υπάλληλο που έχει συμπληρώσει «την ηλικία συνταξιοδότησης» κατά την έννοια της διατάξεως αυτής συνεπάγεται την απομάκρυνσή του από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας και, ταυτοχρόνως, την αυτοδίκαιη συνταξιοδότησή του δυνάμει του πέμπτου εδαφίου της προαναφερθείσας διατάξεως. Η ανάλυση αυτή εφαρμόστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τον προσφεύγοντα, όπως διαπιστώθηκε ήδη στη σκέψη 30 ανωτέρω.

50      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, το ζήτημα που τίθεται είναι κατά πόσον το άρθρο 42γ του ΚΥΚ μπορεί να εφαρμόζεται σε υπαλλήλους οι οποίοι, όπως ο προσφεύγων, έχουν συμπληρώσει «την ηλικία συνταξιοδότησης» κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, λαμβανομένου υπόψη ότι η εφαρμογή αυτή συνεπάγεται την απομάκρυνση από τη θέση τους προς το συμφέρον της υπηρεσίας και, ταυτοχρόνως, την αυτοδίκαιη συνταξιοδότηση των εν λόγω υπαλλήλων. Υπό την έννοια αυτή, πρέπει, ως εκ τούτου, να καθοριστεί το πεδίο εφαρμογής ratione personae του άρθρου 42γ του ΚΥΚ, πράγμα που καθιστά αναγκαία την ερμηνεία του.

 Επί της γραμματικής ερμηνείας

51      Το άρθρο 42γ, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ προβλέπει ότι η απομάκρυνση του οικείου υπαλλήλου από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας εφαρμόζεται «το νωρίτερο πέντε έτη κατά μέγιστο πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης του μονίμου υπαλλήλου». Όπως υποστήριξε ορθώς η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η φράση «ηλικία συνταξιοδότησης του μονίμου υπαλλήλου», η οποία απαντάται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 42γ του ΚΥΚ, αντιστοιχεί στη φράση «ηλικία συνταξιοδότησης» που απαντάται στο τέταρτο και στο πέμπτο εδάφιο της διατάξεως αυτής. Κατά συνέπεια, για τον καθορισμό της «ηλικίας συνταξιοδότησης του μονίμου υπαλλήλου» όσον αφορά τους υπαλλήλους που εισήλθαν στην υπηρεσία πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014, επιβάλλεται, όπως και για τον καθορισμό της «ηλικίας συνταξιοδότησης», η προσφυγή στο άρθρο 22, παράγραφος 1, πέμπτο εδάφιο, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ, το οποίο διευκρινίζει τα εξής:

«Για υπαλλήλους που υπηρετούν πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014, η ηλικία συνταξιοδότησης που λαμβάνεται υπόψη για όλες τις αναφορές που γίνονται στην ηλικία συνταξιοδότησης στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ορίζεται σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, εκτός αν στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης ορίζεται διαφορετικά.»

52      Οι όροι «ανωτέρω διατάξεις», που μνημονεύονται στο πέμπτο εδάφιο του άρθρου 22, παράγραφος 1, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ, παραπέμπουν στα πρώτα τέσσερα εδάφια της διατάξεως αυτής, τα οποία διευκρινίζουν την ηλικία μετά από την οποία οι υπάλληλοι, που εισήλθαν στην υπηρεσία πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014, μπορούν να ζητήσουν να συνταξιοδοτηθούν δικαιούμενοι συντάξεως αρχαιότητας.

53      Όσον αφορά τους υπαλλήλους που εισήλθαν στην υπηρεσία μετά την 1η Ιανουαρίου 2014, οι όροι «ηλικία συνταξιοδότησης του μονίμου υπαλλήλου», που μνημονεύονται στο άρθρο 42γ, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, παραπέμπουν στην ηλικία αυτοδίκαιης συνταξιοδοτήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 52, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του ΚΥΚ, ήτοι στην ηλικία των 66 ετών, όπως επιβεβαίωσαν οι διάδικοι κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

54      Προκύπτει, συνεπώς, από το γράμμα του άρθρου 42γ, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ ότι η διάταξη αυτή παρέχει πληροφορίες σχετικά με την ημερομηνία από την οποία μπορεί να εφαρμοστεί η διάταξη αυτή σε υπάλληλο, ήτοι «το νωρίτερο πέντε έτη κατά μέγιστο πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης του μονίμου υπαλλήλου». Εξάλλου, όπως ορθά προβάλλει η Επιτροπή, όσον αφορά τους υπαλλήλους που εισήλθαν στην υπηρεσία πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014, το γράμμα της διατάξεως αυτής δεν αποκλείει τη δυνατότητα εφαρμογής της σε υπάλληλο που έχει συμπληρώσει και, κατά μείζονα λόγο, έχει υπερβεί «την ηλικία συνταξιοδότησης».

55      Πρέπει πάντως να υπομνησθεί ότι το άρθρο 42γ, τέταρτο εδάφιο, του ΚΥΚ προβλέπει ότι η διάρκεια της απομακρύνσεως από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας αντιστοιχεί «κατά κανόνα» στο διάστημα έως ότου ο υπάλληλος φτάσει «στην ηλικία συνταξιοδότησης», αλλά ότι η ΑΔΑ μπορεί να αποφασίσει, «σε εξαιρετικές περιπτώσεις», να τερματίσει την απομάκρυνση από τη θέση και να επαναφέρει τον υπάλληλο στη θέση του.

56      Οι όροι «διάρκεια της απομάκρυνσης από τη θέση» και «διάστημα έως ότου ο υπάλληλος φτάσει στην ηλικία συνταξιοδότησης» που απαντώνται στο άρθρο 42γ, τέταρτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του ΚΥΚ επιρρωννύουν την άποψη του προσφεύγοντος κατά την οποία η απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας πρέπει να έχει ορισμένη διάρκεια. Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, οι όροι «κατά κανόνα», που περιλαμβάνονται στη φράση αυτή, δεν ανατρέπουν το ανωτέρω συμπέρασμα. Πράγματι, οι όροι αυτοί πρέπει να ερμηνευθούν υπό το πρίσμα της δεύτερης περιόδου του άρθρου 42γ, τέταρτο εδάφιο, του ΚΥΚ, κατά την οποία:

«Ωστόσο, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η [ΑΔΑ] μπορεί να αποφασίσει να τερματίσει την απομάκρυνση από τη θέση και να επαναφέρει τον υπάλληλο στη θέση του.»

57      Διαπιστώνεται επομένως ότι οι όροι «κατά κανόνα» δεν αποδεικνύουν την ύπαρξη δυνατότητας παρεκκλίσεως από την αρχή κατά την οποία η απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας πρέπει να έχει ορισμένη διάρκεια, αλλά αποδεικνύουν τη δυνατότητα παρεκκλίσεως από την αρχή κατά την οποία η απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας λήγει κατά την ημερομηνία που ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος συμπληρώνει την «ηλικία συνταξιοδότησης», η δε δυνατότητα παρεκκλίσεως αυτή συνδέεται με το γεγονός ότι η ΑΔΑ μπορεί, «σε εξαιρετικές περιπτώσεις», να αποφασίσει να επαναφέρει τον υπάλληλο στη θέση του, τερματίζοντας κατά τον τρόπο αυτόν την απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας.

58      Η άποψη του προσφεύγοντος κατά την οποία η απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας πρέπει να έχει ορισμένη διάρκεια επιρρωννύεται από το γράμμα του πέμπτου εδαφίου του άρθρου 42γ του ΚΥΚ, το οποίο προβλέπει ότι, «[ό]ταν ο υπάλληλος που έχει απομακρυνθεί από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας φτάσει σε ηλικία συνταξιοδότησης, συνταξιοδοτείται αυτομάτως». Από το γράμμα της διατάξεως, και ειδικότερα από τη χρήση του ρήματος «φτάνω», προκύπτει ότι η αυτοδίκαιη συνταξιοδότηση προϋποθέτει ότι ο οικείος υπάλληλος έχει απομακρυνθεί από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας κατά την ημερομηνία κατά την οποία φτάνει «σε ηλικία συνταξιοδότησης» και ότι η απομάκρυνση αυτή έχει ορισμένη διάρκεια.

59      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι το γράμμα του άρθρου 42γ του ΚΥΚ επιρρωννύει την άποψη του προσφεύγοντος κατά την οποία η απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας πρέπει να έχει ορισμένη διάρκεια, αποκλειομένης έτσι της δυνατότητας η απομάκρυνση αυτή να είναι ταυτόχρονη με την αυτοδίκαιη συνταξιοδότηση. Ο αποκλεισμός της δυνατότητας η απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας να είναι ταυτόχρονη με την αυτοδίκαιη συνταξιοδότηση του οικείου υπαλλήλου σημαίνει, λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που περιέχονται στις σκέψεις 30 και 50 ανωτέρω, ότι η προαναφερθείσα διάταξη δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε υπαλλήλους οι οποίοι, όπως ο προσφεύγων, έχουν συμπληρώσει την «ηλικία συνταξιοδότησης».

60      Πρέπει να εξεταστεί μήπως το συμπέρασμα αυτό αναιρείται από τη συστηματική και τελολογική ερμηνεία του άρθρου 42γ του ΚΥΚ.

 Επί της συστηματικής ερμηνείας

61      Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 42γ του ΚΥΚ περιλαμβάνεται στο επιγραφόμενο «Κατάσταση του υπαλλήλου» κεφάλαιο 2 του τίτλου ΙΙΙ του ΚΥΚ. Κατά το άρθρο 35 του ΚΥΚ, που περιλαμβάνεται στο ίδιο κεφάλαιο, ο υπάλληλος μπορεί να ευρίσκεται σε μία από τις ακόλουθες καταστάσεις: ενεργό υπηρεσία, απόσπαση, άδεια για προσωπικούς λόγους, διαθεσιμότητα, άδεια για εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων, γονική άδεια ή άδεια για οικογενειακούς λόγους και απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας.

62      Αντιθέτως, η «οριστική λήξη των καθηκόντων» ρυθμίζεται από το κεφάλαιο 4 του τίτλου ΙΙΙ του ΚΥΚ. Το άρθρο 47 του ΚΥΚ που περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο αυτό ορίζει ως περιπτώσεις οριστικής λήξεως των καθηκόντων την παραίτηση, την παύση, τη στέρηση της θέσεως προς το συμφέρον της υπηρεσίας, την απόλυση για επαγγελματική ανεπάρκεια, την ανάκληση, τη συνταξιοδότηση και τον θάνατο.

63      Συνεπώς, ενώ η απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας προβλέφθηκε από τον νομοθέτη της Ένωσης ως «κατάσταση» στην οποία μπορεί να βρεθεί υπάλληλος κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του στα θεσμικά όργανα της Ένωσης, η άποψη της Επιτροπής σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 42γ του ΚΥΚ σε υπάλληλο που έχει συμπληρώσει «την ηλικία συνταξιοδότησης» και, επομένως, σχετικά με τη δυνατότητα απομακρύνσεώς του από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας ταυτοχρόνως με την αυτοδίκαιη συνταξιοδότηση, έχει ως συνέπεια τη μετατροπή του επίμαχου μέτρου από διοικητική «κατάσταση» σε περίπτωση «οριστικής λήξεως των καθηκόντων». Συγκεκριμένα, όπως επισήμανε ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων, η εφαρμογή εκ μέρους της Επιτροπής, με την προσβαλλόμενη απόφαση, του άρθρου 42γ του ΚΥΚ προσομοιάζει με «αυτοδίκαιη συνταξιοδότηση προς το συμφέρον της υπηρεσίας» παρά τη βούληση του ενδιαφερομένου (διάταξη της 18ης Μαΐου 2017, RW κατά Επιτροπής, T‑170/17 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:351, σκέψη 61).

64      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η θέση του άρθρου 42γ του ΚΥΚ στο κεφάλαιο 2 του τίτλου ΙΙΙ αυτού δεν συνάδει με την προαναφερθείσα άποψη της Επιτροπής και, εν πάση περιπτώσει, δεν αναιρεί το συμπέρασμα που εκτέθηκε στη σκέψη 59 ανωτέρω.

 Επί της τελολογικής ερμηνείας

65      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η ratio legis του άρθρου 42γ του ΚΥΚ συνίσταται στη βέλτιστη δυνατή διαχείριση των ανθρώπινων πόρων των θεσμικών οργάνων. Η διάταξη αυτή καθιστά δυνατή ορισμένη ευελιξία στη διαχείριση του προσωπικού που πλησιάζει ή πρόκειται άμεσα να συνταξιοδοτηθεί, προσφέροντας παράλληλα στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα εύλογη αποζημίωση. Κατά την Επιτροπή, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν επιδίωξε να περιορίσει το πεδίο εφαρμογής της διατάξεως στους υπαλλήλους που δεν πρόκειται άμεσα να συνταξιοδοτηθούν. Η επιδιωκόμενη βελτιστοποίηση προϋποθέτει την ευρύτερη διακριτική ευχέρεια κατά μείζονα λόγο διότι, αφενός, πραγματοποιείται με σεβασμό των συμφερόντων του οικείου υπαλλήλου και, αφετέρου, το μέτρο αφορά κατά προτεραιότητα τους υπαλλήλους που πλησιάζουν στη συνταξιοδότηση. Θα ήταν παράδοξο το μέτρο να μην έχει εφαρμογή στους υπαλλήλους που έχουν ήδη συμπληρώσει την ηλικία συνταξιοδοτήσεώς τους. Η Επιτροπή υποστηρίζει επομένως ότι η προτεινόμενη από τον προσφεύγοντα στενή ερμηνεία στερεί από το μέτρο που προβλέπεται στο άρθρο 42γ του ΚΥΚ μέρος της αποτελεσματικότητάς του και του λόγου υπάρξεώς του.

66      Βεβαίως, όπως ορθά υποστηρίζει η Επιτροπή επικαλούμενη την αιτιολογική σκέψη 7 του κανονισμού 1023/2013, σκοπός του άρθρου 42γ του ΚΥΚ είναι, εν τέλει, η βέλτιστη δυνατή διαχείριση των ανθρώπινων πόρων των θεσμικών οργάνων. Εντούτοις, όπως επισημαίνει εξάλλου η ίδια η Επιτροπή, ο νομοθέτης της Ένωσης μερίμνησε ώστε η απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας να «προστατεύει», κατά τη διατύπωση της Επιτροπής, «επαρκώς τα δικαιώματα των οικείων υπαλλήλων».

67      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το έβδομο εδάφιο του άρθρου 42γ του ΚΥΚ προβλέπει ότι ο υπάλληλος που έχει απομακρυνθεί από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας λαμβάνει αποζημίωση που υπολογίζεται σύμφωνα με το παράρτημα IV του ΚΥΚ. Από το άρθρο μόνο, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος αυτού, σε συνδυασμό με το άρθρο 42γ του ΚΥΚ, συνάγεται ότι η μηνιαία αυτή αποζημίωση είναι, κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων μηνών από την εφαρμογή του μέτρου, ίση με το βασικό μισθό του οικείου υπαλλήλου. Από τον τέταρτο έως τον έκτο μήνα, ανέρχεται στο 85 % του βασικού μισθού και, στη συνέχεια και έως την αυτοδίκαιη συνταξιοδότηση, στο 70 % του βασικού μισθού.

68      Ως διάταξη, θεσπισθείσα από τον νομοθέτη της Ένωσης, η οποία περιορίζει τα μειονεκτήματα που συνεπάγεται για τους οικείους υπαλλήλους η απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας, πρέπει επίσης να αναφερθεί το όγδοο εδάφιο του άρθρου 42γ του ΚΥΚ, το οποίο, κατ’ ουσίαν, παρέχει στον οικείο υπάλληλο τη δυνατότητα να συνεχίσει να καταβάλλει συνταξιοδοτικές εισφορές κατά την περίοδο που τελεί υπό καθεστώς απομακρύνσεως από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας προκειμένου να αυξήσει το ποσό της συντάξεως που θα λαμβάνει κατά τη συνταξιοδότησή του.

69      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αν ήταν δυνατή η εφαρμογή του άρθρου 42γ του ΚΥΚ σε υπάλληλο που έχει συμπληρώσει «την ηλικία συνταξιοδότησης» και, ως εκ τούτου, ήταν δυνατόν η αυτοδίκαιη συνταξιοδότησή του να επέλθει ταυτοχρόνως με την απομάκρυνσή του από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας, ο εν λόγω υπάλληλος δεν θα αντλούσε κανένα όφελος από τις προβλεπόμενες στο έβδομο και στο όγδοο εδάφιο του άρθρου 42γ του ΚΥΚ διατάξεις, στο μέτρο που η διάρκεια της απομακρύνσεως από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας θα ήταν μηδενική. Υπό τις συνθήκες αυτές, η επιδιωκόμενη από τον νομοθέτη της Ένωσης ισορροπία, στο πλαίσιο της θεσπίσεως του άρθρου 42γ του ΚΥΚ, μεταξύ της μέριμνας για τη βέλτιστη δυνατή διαχείριση των ανθρώπινων πόρων των θεσμικών οργάνων και της μέριμνας για την επαρκή προστασία των συμφερόντων των οικείων υπαλλήλων, θα διαταρασσόταν εις βάρος της δεύτερης.

70      Εξάλλου, επιβάλλεται επίσης η διαπίστωση ότι, σε περίπτωση αυτοδίκαιης συνταξιοδοτήσεως ταυτοχρόνως με την απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας, η ΑΔΑ δεν θα είχε τη δυνατότητα που παρέχει το τέταρτο εδάφιο του άρθρου 42γ του ΚΥΚ, έστω και «σε εξαιρετικές περιπτώσεις», να τερματίσει την απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας και να επαναφέρει τον υπάλληλο στη θέση του. Κατά συνέπεια η προαναφερθείσα περίπτωση δεν συνάδει με τη διάταξη αυτή στο μέτρο που, αφενός, έχει ως συνέπεια να στερεί αυτομάτως από τα θεσμικά όργανα, αφαιρώντας τους οποιαδήποτε εξουσία εκτιμήσεως, τη δυνατότητα επαναφοράς του οικείου υπαλλήλου στην υπηρεσία ως εργαλείο διαχειρίσεως του προσωπικού και, αφετέρου, στερεί από τον εν λόγω υπάλληλο τη δυνατότητα μιας τέτοιας επαναφοράς.

71      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι η τελολογική ερμηνεία του άρθρου 42γ του ΚΥΚ δεν ενισχύει την άποψη της Επιτροπής, αλλά επιρρωννύει, αντιθέτως, το συμπέρασμα που εκτέθηκε στη σκέψη 59 ανωτέρω.

72      Συνεπώς, κατόπιν της ερμηνείας του άρθρου 42γ του ΚΥΚ, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η διάταξη αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε υπαλλήλους οι οποίοι, όπως ο προσφεύγων, έχουν συμπληρώσει «την ηλικία συνταξιοδότησης» κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. Επομένως, η Επιτροπή, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση βάσει της διατάξεως αυτής, παρέβη το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως και η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει, ως εκ τούτου, να ακυρωθεί, χωρίς να απαιτείται να εξετασθεί ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση των άρθρων 47 και 52 του ΚΥΚ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

73      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

74      Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του προσφεύγοντος, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 2ας Μαρτίου 2017 με την οποία ο RW απομακρύνθηκε από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας και, ταυτοχρόνως, συνταξιοδοτήθηκε αυτοδικαίως.

2)      Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο RW, συμπεριλαμβανομένων των δικαστικών εξόδων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

Prek

Buttigieg

Berke

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 8 Μαΐου 2019.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.