Language of document : ECLI:EU:T:2017:266

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 6ης Απριλίου 2017 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Θαλάσσιες μεταφορές – Αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας – Αύξηση κεφαλαίου – Απόφαση με την οποία οι ενισχύσεις κρίθηκαν ασύμβατες προς την εσωτερική αγορά και διατάχθηκε η ανάκτησή τους – Θέση της δικαιούχου επιχειρήσεως υπό εκκαθάριση – Διατήρηση του εννόμου συμφέροντος – Δεν συντρέχει λόγος καταργήσεως της δίκης – Έννοια της ενισχύσεως – Υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος – Κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως – Νομικό σφάλμα – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Δικαιώματα άμυνας – Απόφαση 2011/21/ΕΕ – Κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων –Πλαίσιο της Ένωσης που ισχύει για τις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντισταθμίσεως για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας – Απόφαση Altmark»

Στην υπόθεση T‑219/14,

Regione autonoma della Sardegna (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους T. Ledda, S. Sau, G. M. Roberti, G. Bellitti και I. Perego, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους G. Conte, D. Grespan και A. Μπουχάγιαρ,

καθής,

υποστηριζόμενη από την

Compagnia Italiana di Navigazione SpA, με έδρα τη Νάπολη (Ιταλία), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους F. Sciaudone, R. Sciaudone, D. Fioretti και A. Neri, στη συνέχεια από τους M. Merola, B. Carnevale και M. Toniolo, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως C(2013) 9101 τελικό της Επιτροπής, της 22ας Ιανουαρίου 2014, σχετικά με μέτρα ενισχύσεως SA.32014 (2011/C), SA.32015 (2011/C) και SA.32016 (2011/C), τα οποία εφάρμοσε η Αυτόνομη Περιφέρεια της Σαρδηνίας υπέρ της Saremar, στον βαθμό που η απόφαση αυτή χαρακτήρισε ως κρατικές ενισχύσεις ένα μέτρο αντισταθμίσεως για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας και την αύξηση κεφαλαίου, κήρυξε τα μέτρα αυτά ασυμβίβαστα με την εσωτερική αγορά και διέταξε την ανάκτησή τους,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους Δ. Γρατσία (εισηγητή), πρόεδρο, M. Kancheva και N. Półtorak, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 20ής Ιουλίου 2016,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1.     Πραγματικά περιστατικά

1        Η Saremar – Sardegna Regionale Marittima SpA (στο εξής: Saremar) είναι εταιρία τελούσα επί του παρόντος υπό εκκαθάριση η οποία από της συστάσεώς της παρείχε τη δημόσια υπηρεσία εκτελέσεως θαλάσσιων ενδομεταφορών, αφενός, μεταξύ της Σαρδηνίας (Ιταλία) και των μικρών νήσων της και, αφετέρου, μεταξύ της Σαρδηνίας και της Κορσικής (Γαλλία). Η εκπλήρωση της αποστολής της δημόσιας υπηρεσίας της Saremar διεπόταν αρχικώς από σύμβαση εικοσαετούς ισχύος που συνήφθη στις 17 Οκτωβρίου 1991 με το Ιταλικό Δημόσιο, τεθείσα αναδρομικώς σε ισχύ από 1ης Ιανουαρίου 1989 και ως ημερομηνία λήξεως είχε καθορισθεί η 31η Δεκεμβρίου 2008. Η ιδιωτικοποίηση της Saremar προβλεπόταν από το άρθρο 19 ter του decreto‑legge 25 settembre 2009, n. 135, Disposizioni urgenti per l’attuazione di obblighi comunitari e per l’esecuzione di sentenze della Corte di giustizia delle Comunita’ europee, convertito in legge, con modifiche, dalla legge 20 novembre 2009 (νομοθετικού διατάγματος 135, της 25ης Σεπτεμβρίου 2009, περί επειγουσών διατάξεων για την εκπλήρωση των κοινοτικών υποχρεώσεων και για την εκτέλεση αποφάσεων του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που κατέστη νόμος, κατόπιν τροποποιήσεων, με τον νόμο 166/2009, της 20ής Νοεμβρίου 2009, στο εξής: νόμος του 2009) (GURI αριθ. 223 της 25ης Σεπτεμβρίου 2009 και GURI αριθ. 274 της 24ης Νοεμβρίου 2009, τακτικό συμπλήρωμα αριθ. 215).

2        Η Saremar ανήκε αρχικώς στον όμιλο Tirrenia. Ο όμιλος αυτός περιλάμβανε επίσης, αρχικώς, πέντε ακόμη εταιρίες, ήτοι την Tirrenia di Navigazione SpA (στο εξής: Tirrenia), μια εταιρία εθνικών θαλάσσιων ενδομεταφορών η οποία εκτελούσε, μεταξύ άλλων, τις συνδέσεις μεταξύ της Σαρδηνίας και της ηπειρωτικής χώρας, την Adriatica, την Caremar και τη Siremar, εταιρίες τοπικών θαλάσσιων ενδομεταφορών, και, τέλος, τη Fintecna – Finanziaria per i Settori Industriale e dei Servizi SpA. Αυτή η τελευταία εταιρία κατείχε το 100 % του κεφαλαίου της Tirrenia, η ίδια δε κατείχε το σύνολο του κεφαλαίου των προαναφερθεισών τοπικών εταιριών και της Saremar. Το κεφάλαιο της Fintecna ανήκε καθ’ ολοκληρίαν στο Ιταλικό Δημόσιο.

3        Δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 19 ter του νόμου του 2009, το κεφάλαιο της Saremar μεταφέρθηκε, άνευ ανταλλάγματος, στην Regione autonoma della Sardegna (στο εξής: προσφεύγουσα ή RAS), ενόψει της ιδιωτικοποιήσεως της εταιρίας αυτής. Οι ίδιες διατάξεις προέβλεπαν επίσης τη σύναψη νέας συμβάσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας μεταξύ της Saremar και της RAS η οποία έπρεπε να τεθεί σε ισχύ ταυτόχρονα με την ιδιωτικοποίηση αυτή. Ωστόσο, κατά την ημερομηνία των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, η διαδικασία της ιδιωτικοποιήσεως της Saremar εξακολουθούσε να εκκρεμεί, η δε RAS εξακολουθούσε να κατέχει το 100 % του κεφαλαίου της. Εξάλλου, μέχρι τις 31 Ιουλίου 2012, οι υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας της Saremar σχετικά με τις προαναφερθείσες στη σκέψη 1 συνδέσεις διέπονταν από το πλαίσιο των διαδοχικών παρατάσεων της αρχικής εικοσαετούς συμβάσεως που είχε συναφθεί με το Ιταλικό Δημόσιο. Από 1ης Αυγούστου 2012, οι υποχρεώσεις αυτές εξακολουθούσαν να υφίστανται στο πλαίσιο συμβάσεως που συνήφθη μεταξύ της Saremar και της RAS και η οποία έπρεπε να ισχύσει μέχρι την ολοκλήρωση της εν λόγω διαδικασίας ιδιωτικοποιήσεως, συμφώνως προς τον legge regionale n. 15 del 7 agosto 2012, Disposizioni urgenti in materia di transporti (νόμο της Περιφέρειας 15 της 7ης Αυγούστου 2012, περί επειγουσών διατάξεων στον τομέα των μεταφορών) (Bollettino ufficiale della Regione autonoma della Sardegna αριθ. 35, της 9ης Αυγούστου 2012, σ. 5).

4        Εκ παραλλήλου, η Tirrenia τέθηκε προς πώληση το 2010. Κατά τη διαδικασία της ιδιωτικοποιήσεως της εταιρίας αυτής, για την οποία είχε κινηθεί διαδικασία έκτακτης διοικήσεως με προεδρικό διάταγμα της 5ης Αυγούστου 2010, συνέχισε να εκτελεί τις συνδέσεις μεταξύ της Σαρδηνίας και της ηπειρωτικής χώρας. Η διαδικασία αυτή περατώθηκε τον Ιούλιο του 2012 με την εξαγορά της από την παρεμβαίνουσα, ήτοι την Compagnia Italiana di Navigazione SpA (στο εξής: CIN), που αποτελεί κοινοπραξία ιδιωτών εφοπλιστών που δραστηριοποιούνται στις ίδιες θαλάσσιες συνδέσεις. Τότε, συνήφθη νέα σύμβαση μεταξύ αυτής της κοινοπραξίας και του Ιταλικού Δημοσίου. Εξάλλου, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, το 2011, οι συνδέσεις αυτές εκτελούνταν από τέσσερεις ιδιωτικές επιχειρήσεις: Moby, Forship, SNAV και Grandi Navi Veloci.

5        Η εθνική αρχή ανταγωνισμού, ήτοι η Autorità Garante della Concurrenza e del Mercato (Ιταλία, στο εξής: AGCM), προέβη στη διενέργεια έρευνας κατόπιν πολλών καταγγελιών σχετικά με την αύξηση των επίμαχων τιμών των ιδιωτών επιχειρηματιών για τη θερινή περίοδο του 2011. Με την απόφαση της 11ης Ιουνίου 2013, η AGCM έκρινε ότι αυτή η αύξηση τιμών συνιστούσε εναρμονισμένη πρακτική κατά παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Η απόφαση αυτή ακυρώθηκε με την απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2014 του Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (περιφερειακού διοικητικού δικαστηρίου του Λατίου, Ιταλία).

6        Στο πλαίσιο αυτό, η RAS εξέδωσε, στις 26 Απριλίου 2011, την delibera n. 20/57 (απόφαση της Περιφέρειας 20/57), με την οποία ζήτησε από τη Saremar να εξετάσει την δυνατότητα εκτελέσεως, πιλοτικά, για τη περίοδο από 15 Ιουνίου έως 15 Σεπτεμβρίου 2011, δύο τουλάχιστον συνδέσεων μεταξύ της Σαρδηνίας και της ηπειρωτικής χώρας. Η RAS επικαλέστηκε, συναφώς, τα αρνητικά αποτελέσματα της αυξήσεως των επίμαχων τιμών των ιδιωτών επιχειρηματιών στο κοινωνικοοικονομικό σύστημα της Σαρδηνίας και την ανάγκη λήψεως επειγόντων μέτρων για το ζήτημα αυτό. Με αυτήν την απόφαση της Περιφέρειας, η RAS διευκρίνισε ότι οι συνδέσεις αυτές έπρεπε να είναι μεικτές (μεταφορά επιβατών και φορτίων) και να λαμβάνεται υπόψη ο βιώσιμος χαρακτήρας της δραστηριότητας από χρηματοοικονομικής απόψεως. Εν συνεχεία, η RAS, με την delibera n. 25/69 (απόφαση της Περιφέρειας 25/69), της 19ης Μαΐου 2011, και την delibera n. 27/4 (απόφαση της Περιφέρειας 27/4), της 1ης Ιουνίου 2011, ενέκρινε, κατ’ ουσίαν, τις προταθείσες από τη Saremar τιμές, αφενός, ως προς τη σύνδεση Golfo Aranci-Civitavecchia για την περίοδο από 15 Ιουνίου έως 15 Σεπτεμβρίου 2011 και, αφετέρου, ως προς τη σύνδεση Vado Ligure-Porto Torres για την περίοδο από 22 Ιουνίου έως 15 Σεπτεμβρίου 2011. Με αυτές τις δύο τελευταίες αποφάσεις της Περιφέρειας επιτράπηκε στη Saremar να εισαγάγει τροποποιήσεις στο σύστημα τιμολογήσεως που εφάρμοζε προκειμένου να συνδυαστεί η ύπαρξη ισοσκελισμένου προϋπολογισμού με τη μέγιστη ικανοποίηση των καταναλωτών.

7        Την 1η Σεπτεμβρίου 2011, η RAS εξέδωσε την delibera n. 36/6 (απόφαση της Περιφέρειας 36/6). Στην απόφαση αυτή της Περιφέρειας, εκτιμώντας ότι τυχόν διακοπή της υπηρεσίας θαλάσσιων ενδομεταφορών η οποία παρεχόταν από τη Saremar στις συνδέσεις με την ηπειρωτική χώρα θα είχε ως συνέπεια την επιστροφή σε κατάσταση μονοπωλίου στις συνδέσεις αυτές, η RAS ζήτησε από την εταιρία αυτή να εξετάσει, βάσει ενός εμπορικού σχεδίου, τη βιωσιμότητα της παροχής υπηρεσιών θαλάσσιων ενδομεταφορών, πιλοτικά, για την περίοδο από 30 Σεπτεμβρίου 2011 έως 30 Σεπτεμβρίου 2012 σε τουλάχιστον μία από τις τρεις ακόλουθες συνδέσεις: τη σύνδεση Olbia-Livorno, τη σύνδεση Porto Torres-Livorno και τη σύνδεση Cagliari-Piombino. Η απόφαση αυτή της Περιφέρειας διευκρίνισε ότι, στο πλαίσιο της εξετάσεως αυτής, η Saremar έπρεπε να συνεκτιμήσει τη ζήτηση για υπηρεσίες μεταφορών, καθώς και τον βιώσιμο χαρακτήρα του χρηματοοικονομικού σχεδίου της παροχής υπηρεσίας ενδομεταφορών.

8        Εξάλλου, στην ίδια απόφαση της Περιφέρειας, η RAS όρισε τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν προκειμένου να αντισταθμιστούν οι ζημίες τις οποίες είχε υποστεί η Saremar στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας της Tirrenia. Συγκεκριμένα, η Saremar έπρεπε να προβεί σε υποτίμηση μέχρι και 50 % των απαιτήσεών της έναντι της Tirrenia, οι οποίες ανέρχονταν στα 11 546 403,59 ευρώ, είχε δε το 2010 εκ του λόγου αυτού έλλειμμα ύψους 5 253 530,05 ευρώ. Η RAS αποφάσισε επομένως, αφενός, να καλύψει τη ζημία αυτή, μειώνοντας το κεφάλαιο της Saremar κατά ποσό 4 890 950,36 ευρώ, αφού θα είχαν χρησιμοποιηθεί το νόμιμο αποθεματικό και τα κέρδη των προηγούμενων ετών. Αφετέρου, επισημαίνοντας ότι οι μέτοχοι εταιρίας της οποίας το κεφάλαιο μειώθηκε πλέον του ενός τρίτου έχει την υποχρέωση, δυνάμει του άρθρου 2446 του ιταλικού αστικού κώδικα, να ανακεφαλαιοποιήσουν την εταιρία αυτή, η RAS αποφάσισε να προβεί σε αύξηση του κεφαλαίου της Saremar, κατόπιν της προαναφερθείσας μειώσεως και κατά το ίδιο ποσό. Στις 28 Μαρτίου 2012, η γενική συνέλευση των μετόχων της Saremar ενέκρινε την εν λόγω μείωση του κεφαλαίου και, στις 15 Ιουνίου 2012, την συνακόλουθη αύξηση του κεφαλαίου (στο εξής: επίμαχη αύξηση κεφαλαίου). Στις 11 Ιουλίου 2012, η ίδια γενική συνέλευση των μετόχων προέβη στην καταβολή ενός τμήματος αυτής της αυξήσεως κεφαλαίου ύψους 824 309,69 ευρώ.

9        Την 1η Δεκεμβρίου 2011, η RAS εξέδωσε την delibera n. 48/65 (απόφαση της Περιφέρειας 48/65), με την οποία έδωσε στη Saremar την οδηγία να ενεργοποιήσει πάραυτα τη μεικτή σύνδεση Olbia-Civitavecchia χρησιμοποιώντας τα πορθμεία που εκτελούσαν τη διαδρομή αυτή κατά τη θερινή περίοδο του 2011, βάσει ενός καθημερινού δρομολογίου και του τιμολογίου της μη τουριστικής περιόδου που ίσχυε το 2011, κάνοντας χρήση της ευχέρειας τροποποιήσεως του τιμολογίου αυτού αναλόγως της ζητήσεως και προς τον σκοπό της ισοσκελίσεως του προϋπολογισμού. Συγκεκριμένα, η RAS έκρινε, λαμβάνοντας υπόψη την ανάλυση που προσκόμισε η Saremar, ότι μόνον αυτή η σύνδεση θα επέτρεπε την οικονομική ισορροπία. Εξάλλου, με την ίδια απόφαση της Περιφέρειας, η RAS προέβλεψε τη μίσθωση τριών επιβατηγών πλοίων μεγάλης χωρητικότητας προκειμένου να χρησιμοποιηθούν στις συνδέσεις Olbia-Civitavecchia και Porto Torres-Vado Ligure (ή Porto Torres-Γένοβα) για την περίοδο μεταξύ Μαΐου και Σεπτεμβρίου 2012. Περαιτέρω, προέβλεψε τον καθορισμό από τη Saremar ενός πάγιου τιμολογίου για όλες τις συνδέσεις, ανεξαρτήτως εποχής, που θα της επέτρεπε να συνδυάσει οικονομική ισορροπία και μέγιστη ικανοποίηση των καταναλωτών. Εν συνεχεία, η RAS εξέδωσε την delibera n. 12/28 (απόφαση της Περιφέρειας 12/28), της 20ής Μαρτίου 2012, και την delibera n. 22/14 (απόφαση της Περιφέρειας 22/14),της 22ας Μαΐου 2012, με τις οποίες έδωσε στη Saremar την ευχέρεια να καθορίζει, μεταξύ των τιμολογίων που η εταιρία αυτή της είχε υποβάλει για την θερινή περίοδο του 2012, τα τιμολόγια τα οποία θα της επέτρεπαν να συνδυάσει με τον βέλτιστο τρόπο την ισοσκέλιση του προϋπολογισμού και την επίτευξη των σκοπών δημοσίου συμφέροντος στις συνδέσεις Olbia-Civitavecchia και Porto Torres-Vado Ligure.

10      Το άρθρο 1, παράγραφος 3, του περιφερειακού νόμου 15 του 2012 προέβλεψε την έγκριση δαπάνης ύψους 10 εκατομμυρίων ευρώ, προκειμένου να καλυφθεί «το ενδεχόμενο έλλειμμα» της Saremar λόγω των συνδέσεων που εκτελούσε η εταιρία αυτή μεταξύ της Σαρδηνίας και της ηπειρωτικής χώρας (στο εξής: επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο). Αυτή η τελευταία διάταξη εφαρμόσθηκε από την RAS υπό τη μορφή δύο καταβολών που πραγματοποιήθηκαν, αφενός, στις 6 Νοεμβρίου 2012 και, αφετέρου, στις 3 Δεκεμβρίου 2012.

2.     Διοικητική διαδικασία

11      Στις 5 Οκτωβρίου 2011, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κοινοποίησε στην Ιταλική Δημοκρατία την απόφασή της να κινήσει επίσημη διαδικασία έρευνας, δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, σε σχέση με διάφορα μέτρα που είχαν λάβει οι ιταλικές αρχές υπέρ των εταιριών του πρώην ομίλου Tirrenia και, με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης,κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους (ΕΕ 2012, C 28, σ. 18). Η απόφαση αυτή αφορούσε μόνον τις αντισταθμίσεις για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας τις οποίες είχε καταβάλει το Ιταλικό Δημόσιο μεταξύ 2009 και 2011 και πιθανές ενισχύσεις στο πλαίσιο της ιδιωτικοποιήσεως της Tirrenia και της Saremar.

12      Κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή έγινε αποδέκτης νέων καταγγελιών που αφορούσαν, μεταξύ άλλων, ορισμένα μέτρα που είχε λάβει η RAS υπέρ της Saremar. Στις 12 Οκτωβρίου 2012, οι ιταλικές αρχές κοινοποίησαν, για λόγους ασφάλειας δικαίου, το επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο.

13      Στις 19 Δεκεμβρίου 2012, η Επιτροπή κοινοποίησε στις ιταλικές αρχές την απόφασή της να επεκτείνει την επίσημη διαδικασία έρευνας, που είχε δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της 22ας Μαρτίου 2013 (ΕΕ 2013, C 84, σ. 58). Συγκεκριμένα, η Επιτροπή έκρινε ότι οι επιφυλάξεις που είχε διατυπώσει στην απόφασή της περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας ίσχυαν εξίσου και για την αντιστάθμιση που είχε καταβληθεί στις εταιρίες του πρώην ομίλου Tirrenia από τον Ιανουάριο του 2012, και ιδίως, ως προς τη Saremar, για το επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο, καθώς και για τα λοιπά μέτρα δημόσιας χρηματοδοτήσεως που είχαν ληφθεί υπέρ της εταιρίας αυτής από της ανωτέρω ημερομηνίας.

14      Η RAS υπέβαλε παρατηρήσεις επί των μέτρων που είχε λάβει υπέρ της Saremar με επιστολές της 13ης Δεκεμβρίου 2012, της 26ης Φεβρουαρίου, της 3ης Σεπτεμβρίου, της 24ης Οκτωβρίου, της 13ης Νοεμβρίου και της 21ης Νοεμβρίου 2013. Η Saremar και οι ανταγωνιστές της επίσης υπέβαλαν παρατηρήσεις. Ομοίως, οι ιταλικές αρχές απάντησαν στις συμπληρωματικές αιτήσεις παροχής πληροφοριών της Επιτροπής με επιστολές της 26ης Σεπτεμβρίου και της 25ης Οκτωβρίου 2013. Τέλος, τα επίμαχα μέτρα αποτέλεσαν το αντικείμενο πολλών συσκέψεων μεταξύ της Επιτροπής, της RAS και της Saremar (24 Απριλίου 2012, 2 Μαΐου, 10 Ιουλίου και 10 Οκτωβρίου 2013) καθώς και μεταξύ της Επιτροπής και των καταγγελλόντων (27 Ιουλίου και 20 Νοεμβρίου 2012 καθώς και 8 Αυγούστου 2013).

15      Με επιστολή της 14ης Μαρτίου 2013, η RAS ζήτησε από την Επιτροπή να χωρίσει την έρευνα της δέσμης των μέτρων που είχαν ληφθεί υπέρ της Saremar από τη δέσμη των λοιπών μέτρων τα οποία αφορούσε η επίσημη διαδικασία έρευνας και να εξετάσει κατά προτεραιότητα αυτή τη δέσμη μέτρων, ιδίως υπό το πρίσμα της επικείμενης ιδιωτικοποιήσεως της Saremar. Κατόπιν της αιτήσεως αυτής, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 22 Ιανουαρίου 2014, την απόφαση C(2013) 9101 τελικό, για τα μέτρα ενισχύσεως SA.32014 (2011/C), SA.32015 (2011/C) και SA.32016 (2011/C), τα οποία είχαν εφαρμοσθεί από την RAS υπέρ της Saremar (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

3.     Η προσβαλλόμενη απόφαση

16      Όπως προκύπτει από τη σκέψη 15 ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά μόνον τα μέτρα που έλαβε η RAS υπέρ της Saremar.

17      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή εξέτασε πέντε μέτρα: εν πρώτοις, το επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο, δεύτερον, τη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων προωθήσεως της Saremar, ήτοι τη χορήγηση από την RAS ποσού 3 εκατομμυρίων ευρώ υπέρ της Saremar για την προώθηση του τουρισμού στη Σαρδηνία, τρίτον, την άδεια που χορηγήθηκε στη Saremar να συνάψει δάνειο 3 εκατομμυρίων ευρώ καθώς και μια επιστολή προθέσεων την οποία συνέταξε η RAS προς το εμπλεκόμενο τραπεζικό ίδρυμα, τέταρτον, μια δεύτερη επιστολή προθέσεων υπέρ της Saremar προκειμένου να της παρασχεθεί η δυνατότητα υπεραναλήψεως 5 εκατομμυρίων ευρώ, και, πέμπτον και τελευταίον, την επίμαχη αύξηση κεφαλαίου.

18      Ως προς το επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο, η ανάλυση της Επιτροπής στην προσβαλλόμενη απόφαση περιλάμβανε τέσσερα στάδια.

19      Εν πρώτοις, η Επιτροπή εξέτασε το κατά πόσον το επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο συνιστούσε ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Συναφώς, αφού διαπίστωσε, αφενός, ότι το εν λόγω μέτρο συνεπαγόταν μεταφορά κρατικών πόρων (σημεία 161 έως 165) και, αφετέρου, ότι ήταν επιλεκτικό (σημείο 166), η Επιτροπή εξέτασε εάν το μέτρο αυτό αποτελούσε ή όχι οικονομικό πλεονέκτημα για τη Saremar εξετάζοντας τη συμβατότητά του προς τις προϋποθέσεις που διατυπώθηκαν με την απόφαση της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (C‑280/00, EU:C:2003:415) (στο εξής: προϋποθέσεις Altmark) (σκέψεις 167 έως 225). Η Επιτροπή εξέτασε, καταρχάς, το επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο υπό το πρίσμα της δεύτερης προϋποθέσεως Altmark και συνήγαγε ότι η προϋπόθεση αυτή δεν επληρούτο και ότι, συνεπεία τούτου, το μέτρο αυτό παρείχε οικονομικό πλεονέκτημα στη Saremar (σημεία 173 έως 179). Εντούτοις, εξέτασε το επίμαχο μέτρο και υπό το πρίσμα της πρώτης και της τρίτης προϋποθέσεως Altmark και συνήγαγε ότι ούτε οι προϋποθέσεις αυτές επληρούντο (σημεία 180 έως 219 και 220 έως 224). Τέλος, η Επιτροπή επισήμανε ότι το επίμαχο μέτρο επηρέαζε τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές και ήταν πιθανόν να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και ότι, συνεπώς, συνιστούσε κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (σημεία 246 και 247).

20      Δεύτερον, η Επιτροπή εξέτασε εάν το επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο μπορούσε να θεωρηθεί ενίσχυση συμβατή και εξαιρούμενη από την υποχρέωση κοινοποιήσεως που προβλέπει το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ υπό το πρίσμα των προϋποθέσεων της αποφάσεως 2012/21/ΕΕ της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 2011, για την εφαρμογή του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ στις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας που χορηγούνται σε ορισμένες επιχειρήσεις επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΕΕ 2012, L 7, σ. 3, στο εξής: απόφαση ΥΓΟΣ του 2011), που συνιστά εφαρμογή της εξαιρέσεως που προβλέπει το άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Η Επιτροπή συνήγαγε ότι δεν συνέτρεχε τέτοια περίπτωση (σημεία 255 έως 260 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

21      Τρίτον, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η Saremar πληρούσε τις προϋποθέσεις προκειμένου να χαρακτηρισθεί προβληματική επιχείρηση κατά την έννοιατης από 1ης Οκτωβρίου 2004 ανακοινώσεώς της, που επιγράφεται «Κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων» (ΕΕ 2004, C 244, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων). Η Επιτροπή θεώρησε επομένως ότι, συμφώνως προς το σημείο 9 της από 11 Ιανουαρίου 2012 ανακοινώσεώς της που επιγράφεται «Πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας» (ΕΕ 2012, C 8, σ. 15, στο εξής: πλαίσιο ΥΓΟΣ του 2011), η συμβατότητα του επίμαχου αντισταθμιστικού μέτρου έπρεπε να εξεταστεί υπό το πρίσμα των ίδιων κατευθυντηρίων γραμμών και του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ. Ωστόσο, η Επιτροπή επισήμανε ότι οι προϋποθέσεις τις οποίες καθόριζαν αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές δεν πληρούνταν εν προκειμένω. Εντεύθεν συνήγαγε ότι το εν λόγω μέτρο συνιστούσε μη συμβατή ενίσχυση (σημεία 261 έως 280 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

22      Τέταρτον, επικουρικώς, η Επιτροπή εξέτασε εντούτοις, για την περίπτωση κατά την οποία η Saremar δεν αποτελούσε προβληματική επιχείρηση, εάν το επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο μπορούσε να θεωρηθεί συμβατή ενίσχυση υπό το πρίσμα των προϋποθέσεων του πλαισίου ΥΓΟΣ. Υπό το πρίσμα, μεταξύ άλλων, των διαπιστώσεων στις οποίες είχε ήδη προβεί στο πλαίσιο της εφαρμογής των προϋποθέσεων Altmark και της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2011, συνήγαγε ότι δεν συνέτρεχε τέτοια περίπτωση (σημεία 282 έως 296 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

23      Όσον αφορά την επίμαχη αύξηση κεφαλαίου, η Επιτροπή έκρινε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις προκειμένου να χαρακτηριστεί το μέτρο αυτό ως κρατική ενίσχυση (σημεία 161 έως 166 και 235 έως 247). Ειδικότερα, διαπίστωσε ότι, όσον αφορά την προϋπόθεση σχετικά με την ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος, αυτή η αύξηση κεφαλαίου δεν ανταποκρινόταν στο κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς (σημεία 235 έως 245). Περαιτέρω, η Επιτροπή έκρινε ότι η εν λόγω αύξηση κεφαλαίου δεν τηρούσε τα κριτήρια που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων και, επομένως, δεν μπορούσε να αποτελεί συμβατή ενίσχυση δυνάμει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ (σημεία 297 έως 299).

24      Δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι κρατικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στη Saremar, αφενός, υπό τη μορφή του επίμαχου αντισταθμιστικού μέτρου, και, αφετέρου, υπό τη μορφή της επίμαχης αυξήσεως κεφαλαίου είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά και παρανόμως εφαρμόσθηκαν από τις ιταλικές αρχές, κατά παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 2, της αποφάσεως αυτής, η χρηματοδότηση δραστηριοτήτων προωθήσεως και οι επιστολές προθέσεων, που αναφέρονται στη σκέψη 17 ανωτέρω, δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις οι οποίες χορηγήθηκαν στη Saremar. Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της εν λόγω αποφάσεως διατάσσει την ανάκτηση των μη συμβατών ενισχύσεων που αναφέρονται στο άρθρο της 1, παράγραφος 1.

25      Μόνον το μέρος της προσβαλλομένης αποφάσεως που αφορά το επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο και την επίμαχη αύξηση κεφαλαίου αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής. Εξάλλου, το ίδιο αυτό μέρος της εν λόγω αποφάσεως αποτελεί επίσης το αντικείμενο προσφυγής εκ μέρους της Saremar, την οποία αφορά η σημερινή απόφαση, Saremar κατά Επιτροπής (T‑220/14).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

26      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Απριλίου 2014, η RAS άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

27      Στις 8 Ιουλίου 2014, η Επιτροπή κατέθεσε το υπόμνημα αντικρούσεως.

28      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Ιουλίου 2014, η CIN ζήτησε να παρέμβει προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής. Με επιστολές της 10ης Σεπτεμβρίου 2014, η RAS και η Επιτροπή υπέβαλαν, εκάστη κατά το μέρος που τις αφορά, αίτηση εμπιστευτικής μεταχειρίσεως έναντι της CIN και προσκόμισαν προς τούτο τη μη εμπιστευτική μορφή των σχετικών εγγράφων. Με διάταξη του προέδρου του ογδόου τμήματος, της 10ης Οκτωβρίου 2014, επιτράπηκε στη CIN να παρέμβει. Ελλείψει αμφισβητήσεως, οι αιτήσεις εμπιστευτικής μεταχειρίσεως της RAS και της Επιτροπής έγιναν δεκτές.

29      Τα υπομνήματα απαντήσεως και ανταπαντήσεως κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, αντιστοίχως, στις 26 Σεπτεμβρίου και στις 10 Νοεμβρίου 2014.

30      Το υπόμνημα παρεμβάσεως της CIN κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 16 Δεκεμβρίου 2014. Η Επιτροπή και η RAS υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί του υπομνήματος αυτού, αντιστοίχως, στις 12 Φεβρουαρίου και στις 2 Μαρτίου 2015.

31      Με έγγραφο της Γραμματείας του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Απριλίου 2016, οι διάδικοι ενημερώθηκαν περί της αποφάσεως του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου να ορίσει, λόγω κωλύματος ενός εκ των δικαστών του δικαστικού σχηματισμού, άλλον δικαστή προς αναπλήρωση του κωλυομένου δικαστή, συμφώνως προς το άρθρο 17, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

32      Με έγγραφο της Γραμματείας του Γενικού Δικαστηρίου της 21ης Απριλίου 2016, οι κύριοι διάδικοι κλήθηκαν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους για το ενδεχόμενο συνεκδικάσεως της παρούσας υποθέσεως με την υπόθεση T‑220/14, Saremar κατά Επιτροπής (βλ. σκέψη 25 ανωτέρω) προς διευκόλυνση της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως και, ενδεχομένως, προς έκδοση κοινής αποφάσεως. Με επιστολές της 28ης Απριλίου και της 10ης Μαΐου 2016 αντιστοίχως, η Επιτροπή, αφενός, και η RAS, αφετέρου, κατέστησαν γνωστό ότι δεν είχαν κάποιες παρατηρήσεις σε σχέση με τη συνεκδίκαση αυτή. Η Επιτροπή ζήτησε, στην περίπτωση μιας τέτοιας συνεκδικάσεως, να διαβιβασθεί μόνον η μη εμπιστευτική μορφή των διαδικαστικών εγγράφων της παρούσας υποθέσεως στους παρεμβαίνοντες στην υπόθεση T‑220/14. Η δε RAS ζήτησε, σε μια τέτοια περίπτωση, να διαβιβασθεί στους παρεμβαίνοντες στην υπόθεση T‑220/14 μια μη εμπιστευτική μορφή των συνημμένων του δικογράφου της προσφυγής πανομοιότυπη με αυτήν που κατατέθηκε, στις 11 Ιουνίου 2015, από τη Saremar στην υπόθεση T‑220/14, κατόπιν της διατάξεως της 7ης Μαΐου 2015, Saremar κατά Επιτροπής (T‑220/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:320).

33      Με διάταξη του προέδρου του ογδόου τμήματος της 22ας Ιουνίου 2016, η παρούσα υπόθεση και η υπόθεση T‑220/14 ενώθηκαν προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας. Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, κάλεσε, μεταξύ άλλων, την RAS και τη Saremar να παράσχουν στο Γενικό Δικαστήριο, γραπτώς, επικαιροποιημένη ενημέρωση σχετικά με τη χρηματοοικονομική κατάσταση της Saremar και, ιδίως, να του αναφέρουν εάν η Saremar είχε γίνει δεκτή στη διαδικασία προληπτικού συμβιβασμού καθώς και, εάν τούτο παρίστατο αναγκαίο, την εξέλιξη της διαδικασίας αυτής. Η RAS και η Saremar απέστειλαν την αντίστοιχη απάντησή τους στις 11 Ιουλίου 2016.

34      Με επιστολή της 30ής Ιουνίου 2016, η Grandi Navi Veloci, παρεμβαίνουσα στην υπόθεση T‑220/14, ενημέρωσε το Γενικό Δικαστήριο ότι παραιτείτο από την παρέμβασή της. Με διάταξη της 19ης Ιουλίου 2016, η παρεμβαίνουσα αυτή έπαυσε να είναι διάδικος στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑219/14 και T‑220/14.

35      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 20ής Ιουλίου 2016. Κατά τη συνεδρίαση αυτή, συζητήθηκε μεταξύ των διαδίκων, μεταξύ άλλων, το ζήτημα κατά πόσον εξακολουθεί να υφίσταται έννομο συμφέρον, αφενός, της RAS και, αφετέρου, της Saremar λόγω της θέσεως της τελευταίας υπό εκκαθάριση. Το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε τους διαδίκους να διατυπώσουν γραπτώς τις απόψεις τους για το ζήτημα αυτό και να προσκομίσουν ορισμένα συναφή έγγραφα. Στις 29 Ιουλίου 2016, οι διάδικοι υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους και προσκόμισαν τα έγγραφα που είχε ζητήσει το Γενικό Δικαστήριο. Η προφορική διαδικασία περατώθηκε με απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2016.

36      Η RAS ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει, «εν όλω ή εν μέρει», την προσβαλλόμενη απόφαση καθόσον χαρακτήρισε ως κρατικές ενισχύσεις το επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο και την επίμαχη αύξηση κεφαλαίου και καθόσον διαπίστωσε ότι αυτά τα μέτρα ήσαν ασυμβίβαστα με την εσωτερική αγορά και διέταξε την ανάκτησή τους,

–        να κηρύξει παράνομα και ανεφάρμοστα, δυνάμει του άρθρου 277 ΣΛΕΕ, το άρθρο 4, στοιχείο στʹ, της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2011 και το σημείο 9 του πλαισίου ΥΓΟΣ του 2011,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

37      Η RAS ζητεί, περαιτέρω, από το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει ορισμένα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας και τη διεξαγωγή αποδείξεων, κατά την έννοια των άρθρων 64 έως 66 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991, προκειμένου να ερωτηθεί η Επιτροπή και να κληθεί να προσκομίσει ορισμένα έγγραφα για τα ζητήματα που τίθενται στο πλαίσιο του πρώτου και του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

38      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την RAS στα δικαστικά έξοδα.

39      Η CIN ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των δικών της εξόδων παρεμβάσεως.

 Σκεπτικό

1.     Επί της ενεργητικής νομιμοποιήσεως και του εννόμου συμφέροντος

40      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και στο πλαίσιο της από 29 Ιουλίου 2016 επιστολής της, η Επιτροπή υποστήριξε ότι, λόγω της εν εξελίξει εκκαθαρίσεως της Saremar, το έννομο συμφέρον της RAS έπαυσε να υφίσταται εν επιδικία. Συναφώς, υποστηρίζει ότι η RAS ουδεμία πρόθεση έχει να διατηρήσει την οικονομική δραστηριότητα της Saremar. Συναφώς, στηρίζεται στις παρατηρήσεις της RAS που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑506/14, Grandi Navi Veloci κατά Επιτροπής, στις οποίες η RAS εμμέσως πλην σαφώς παραδέχθηκε ότι, σε περίπτωση ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν θα μπορούσε να περατωθεί η εκκαθάριση της Saremar και δεν θα ήταν δυνατόν να αρχίσει εκ νέου η οικονομική δραστηριότητά της επιχειρήσεως αυτής. Η Επιτροπή επικαλείται επίσης τις δηλώσεις του προέδρου της RAS, οι οποίες παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις της delibera n. 24/23 (απόφασης της Περιφέρειας 24/23), της 22ας Απριλίου 2016, που επισυνάπτεται στις από 29 Ιουλίου 2016 παρατηρήσεις της, κατά τις οποίες «δεν υφίσταται πλέον συμφέρον της Περιφέρειας στη διατήρηση της δραστηριότητας της Saremar». Περαιτέρω, κατά την Επιτροπή, η RAS, ως πιστώτρια της Saremar λόγω της καταβολής των ενισχύσεων, δεν είχε συμφέρον να εξαιρεθεί το ποσό αυτών των ενισχύσεων από το παθητικό της επιχειρήσεως. Τέλος, το συμφέρον της RAS να διαπιστωθεί με απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου ότι δεν χορήγησε, εν προκειμένω, ασυμβίβαστη κρατική ενίσχυση είχε αφηρημένο και υποθετικό χαρακτήρα, καθώς μια τέτοια διαπίστωση δεν θα παρήγε συγκεκριμένα αποτελέσματα. Ειδικότερα, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, υπό το πρίσμα της αποφάσεως της 16ης Ιουλίου 2013 του Corte costituzionale (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Ιταλία), η RAS δεν μπορούσε να αντλήσει κανένα «πολιτικό» όφελος από την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθώς δεν ήταν αρμόδια να λάβει τα επίμαχα μέτρα. Η Επιτροπή επισημαίνει, εν κατακλείδι, ότι αυτή η έλλειψη εννόμου συμφέροντος θα πρέπει να οδηγήσει το Γενικό Δικαστήριο να καταργήσει τη δίκη εν προκειμένω.

41      Σε απάντηση των επιχειρημάτων αυτών, η RAS υποστηρίζει ότι το έννομο συμφέρον της εξακολουθεί να υφίσταται, λόγω, αφενός, της ιδιότητάς της ως δημόσιας αρχής και λόγω, αφετέρου, της ιδιότητάς της ως μοναδικής μετόχου της Saremar. Κατά την RAS, οι επιλογές στις οποίες προέβη, ως δημόσια αρχή, προκειμένου να διασφαλιστεί η εδαφική συνέχεια μεταξύ της Σαρδηνίας και της ηπειρωτικής χώρας αμφισβητήθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία η Επιτροπή αμφισβητεί την ύπαρξη ανάγκης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας και την αναγκαιότητα υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Ως εκ τούτου, η RAS φρονεί ότι έχει συγκεκριμένο και ενεστώς συμφέρον να επιβεβαιωθεί η νομιμότητα των αποφάσεών της διά της ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Εξάλλου, υποστηρίζει ότι, εάν η απόφαση αυτή ακυρωνόταν, το παθητικό του πτωχευτικού συμβιβασμού θα μειωνόταν σε σημαντικό βαθμό, πράγμα το οποίο θα παρείχε τη δυνατότητα να ικανοποιηθούν πλήρως οι πιστωτές και να της καταβληθεί το εκκαθαριστικό υπόλοιπο.

42      Εν πρώτοις, πρέπει να τονιστεί ότι η Επιτροπή αμφισβητεί ρητώς το ότι το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να εκδώσει απόφαση επί της παρούσας προσφυγής, λόγω εκλείψεως εν επιδικία του εννόμου συμφέροντος της προσφεύγουσας, πλην όμως δεν αμφισβητεί το παραδεκτό της προσφυγής αυτής. Ωστόσο, το επιχείρημά της που αντλείται από την αναρμοδιότητα της RAS, υπό το πρίσμα του εθνικού δικαίου, να προβεί στη λήψη των επίμαχων μέτρων εγείρει τόσο το ζήτημα της υπάρξεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως της προσφεύγουσας όσο και το ζήτημα του εννόμου συμφέροντός της κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής αυτής. Πρόκειται όμως για δύο σωρευτικές προϋποθέσεις του παραδεκτού της προσφυγής αυτής (βλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) που εναπόκειται, εν πάση περιπτώσει, στο Γενικό Δικαστήριο να εξετάσει αυτεπαγγέλτως (βλ. διατάξεις της 24ης Μαρτίου 2011, Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής, T‑36/10, EU:T:2011:124, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 4ης Μαΐου 2012, UPS Europe και United Parcel Service Deutschland κατά Επιτροπής, T‑344/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:216, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

43      Συναφώς, από το άρθρο 263 ΣΛΕΕ συνάγεται ότι υφίσταται σαφής διάκριση μεταξύ του δικαιώματος προσφυγής ακυρώσεως των οργάνων της Ένωσης και των κρατών μελών, το οποίο προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου αυτού, και του αντίστοιχου δικαιώματος των φυσικών ή νομικών προσώπων, που προβλέπεται στο τέταρτο εδάφιό του. Έτσι, κατά τη νομολογία, η άσκηση του εν λόγω δικαιώματος προσφυγής, όσον αφορά τα όργανα της Ένωσης και τα κράτη μέλη, εξαρτάται μόνον από το εάν χωρεί προσφυγή κατά της πράξεως της οποίας ζητείται η ακύρωση και όχι από τη θεμελίωση της ενεργητικής νομιμοποιήσεως των αρχών αυτών ή από τη θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός τους (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Επιτροπή κατά Κάτω Χώρες, C‑279/08 P, EU:C:2011:551, σκέψεις 35 έως 42, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2012, Γαλλία κατά Επιτροπής, T‑154/10, EU:T:2012:452, σκέψεις 37 και 38).

44      Αντιθέτως, αφενός, το δικαίωμα προσφυγής των φυσικών ή νομικών προσώπων που προβλέπεται στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ εξαρτάται από την προϋπόθεση της αναγνωρίσεως στα πρόσωπα αυτά ενεργητικής νομιμοποιήσεως, ήτοι, συμφώνως προς τη διατύπωση της διατάξεως αυτής, από την προϋπόθεση ότι η προσφυγή τους βάλλει κατά πράξεως της οποίας είναι αποδέκτες ή κατά πράξεως η οποία τα αφορά άμεσα και ατομικά ή ακόμη κατά κανονιστικής πράξεως η οποία τα αφορά άμεσα και δεν συνεπάγεται τη λήψη εκτελεστικών μέτρων (βλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

45      Αφετέρου, αυτό το δικαίωμα προσφυγής των φυσικών ή νομικών προσώπων εξαρτάται από την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής, που συνιστά προϋπόθεση του παραδεκτού διαφορετική από την ενεργητική νομιμοποίηση. Όπως ακριβώς το αντικείμενο της προσφυγής, αυτό το έννομο συμφέρον πρέπει να διατηρείται μέχρι την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως, άλλως συντρέχει λόγος καταργήσεως της δίκης (βλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψεις 57 και 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ένα τέτοιο έννομο συμφέρον προϋποθέτει ότι η ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως δύναται, αυτή καθαυτήν, να έχει έννομες συνέπειες και ότι, επομένως, η προσφυγή μπορεί, ως εκ του αποτελέσματός της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (αποφάσεις της 7ης Ιουνίου 2007, Wunenburger κατά Επιτροπής, C‑362/05 P, EU:C:2007:322, σκέψη 42, και της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 55). Εξάλλου, το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος πρέπει να είναι γεγενημένο και ενεστώς και δεν μπορεί να αφορά μελλοντική και υποθετική κατάσταση (βλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

46      Ειδικότερα, οι προϋποθέσεις που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 44 έως 45 εφαρμόζονται επί προσφυγής ακυρώσεως από δημόσιο φορέα μη ανήκοντα στον πυρήνα της κρατικής δομής κράτους μέλους, η οποία μπορεί να ασκηθεί βάσει του τετάρτου εδαφίου του άρθρου 263 ΣΛΕΕ εφόσον, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους, αναγνωρίζει σε αυτήν την οντότητα νομική προσωπικότητα (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ente per le Ville Vesuviane και Ente per le Ville Vesuviane κατά Επιτροπής, C‑445/07 P και C‑455/07 P, EU:C:2009:529, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

47      Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, την ενεργητική νομιμοποίηση, από τη νομολογία περί κρατικών ενισχύσεων συνάγεται ότι δημόσιος φορέας μη ανήκων στον πυρήνα της κρατικής δομής κράτους μέλους που είναι αποδέκτης αποφάσεως της Επιτροπής, η οποία αποφαίνεται επί της συμβατότητας και της νομιμότητας ενισχύσεως που έχει προβλεφθεί από αυτό το κράτος, μπορεί να θεωρηθεί υπό ορισμένες περιστάσεις ως άμεσα και ατομικά θιγόμενος από την απόφαση αυτή. Αφενός, πρέπει να θεωρείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά άμεσα τον φορέα αυτόν, οσάκις μπορεί να έχει άμεσες συνέπειες επί των πράξεων με τις οποίες χορηγούνται οι επίμαχες ενισχύσεις τις οποίες αυτός εξέδωσε καθώς και επί των υποχρεώσεών του ως προς την ανάκτηση των ενισχύσεων αυτών, χωρίς οι εθνικές αρχές στις οποίες κοινοποιήθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση να έχουν συναφώς εξουσία εκτιμήσεως. Αφετέρου, πρέπει να θεωρείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά ατομικά τον φορέα αυτόν, εφόσον αυτός έχει συντάξει την ή τις πράξεις τις οποίες αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση και η απόφαση αυτή τον εμποδίζει να ασκήσει με τον τρόπο που ο ίδιος αντιλαμβάνεται τις αρμοδιότητές του, οπότε το συμφέρον του να αμφισβητήσει την απόφαση αυτή είναι, στην περίπτωση αυτή, διαφορετικό από το συμφέρον του οικείου κράτους μέλους (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 1999, Regione Autonoma Friuli-Venezia Giulia κατά Επιτροπής, T‑288/97, EU:T:1999:125, σκέψεις 30 έως 34, και της 9ης Σεπτεμβρίου 2014, Hansestadt Lübeck κατά Επιτροπής, T‑461/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:758, σκέψη 34).

48      Εν προκειμένω, αφενός, όσον αφορά το κατά πόσον πλήττονται άμεσα τα συμφέροντα της RAS, από κανένα έγγραφο της δικογραφίας δεν συνάγεται ότι το Ιταλικό Δημόσιο, προς το οποίο κοινοποιήθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, άσκησε την εξουσία του εκτιμήσεως κατά τη γνωστοποίηση της αποφάσεως αυτής στην προσφεύγουσα. Έτσι, η απόφαση αυτή μπορεί να πλήξει κατά τρόπο άμεσο τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της RAS, όσον αφορά τις επίμαχες ενισχύσεις. Αφετέρου, όσον αφορά το κατά πόσον τα συμφέροντα αυτά πλήττονται κατά τρόπο ατομικό, πρέπει να τονιστεί ότι, όπως προκύπτει από τις αποφάσεις της Περιφέρειας και του περιφερειακού νόμου 15 του 2012, που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 6 έως 10 ανωτέρω, οι επίμαχες ενισχύσεις χορηγήθηκαν από την RAS με δική της πρωτοβουλία και στο πλαίσιο των δικών της αρμοδιοτήτων, τόσο με την ιδιότητα της περιφερειακής αρχής η οποία είναι επιφορτισμένη να μεριμνά για την προστασία των κοινωνικοοικονομικών συμφερόντων στο έδαφος της Σαρδηνίας όσο και με την ιδιότητα της δημόσιας αρχής που είναι επιφορτισμένη με τη χρηματοοικονομική διαχείριση της Saremar, εν όψει ιδίως της ιδιωτικοποιήσεώς της. Εξάλλου, από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν συνάγεται ότι το Ιταλικό Δημόσιο παρενέβη στο πλαίσιο της χορηγήσεως των ενισχύσεων αυτών ή ότι έχει την εξουσία να καθορίζει τα συναφή συμφέροντα της RAS. Κατά συνέπεια, είναι προφανές ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά άμεσα και ατομικά την RAS και ότι, επομένως, αυτή νομιμοποιείται ενεργητικώς να στραφεί κατά της αποφάσεως αυτής.

49      Εντούτοις, όπως προκύπτει από τη σκέψη 45 ανωτέρω, οι περιστάσεις αυτές, μολονότι επαρκούν προκειμένου να θεμελιώσουν την ενεργητική νομιμοποίηση της RAS, δεν αποδεικνύουν κατ’ ανάγκη το έννομο συμφέρον της (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 62). Πράγματι, απαιτείται, περαιτέρω, η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως να δύναται, αυτή καθαυτήν, να έχει έννομες συνέπειες για την RAS και έτσι η υπό κρίση προσφυγή να μπορεί, ως εκ του αποτελέσματός της, να την ωφελήσει.

50      Συναφώς, αρκεί να παρατηρηθεί ότι, κατά την ημερομηνία ασκήσεως της προσφυγής, η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν βλαπτική για την RAS, καθόσον η Επιτροπή έκρινε μη συμβατές και παράνομες τις επίμαχες ενισχύσεις και διέταξε την ανάκτησή τους. Έτσι, κατά την ημερομηνία αυτή, η RAS μπορούσε να αντλήσει κάποιο όφελος από την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Πράγματι, από το γεγονός και μόνον της ακυρώσεως αυτής, οι νομικές συνέπειες της αποφάσεως αυτής επί του κύρους των πράξεων της RAS με τις οποίες χορηγούνταν οι επίμαχες ενισχύσεις και οι υποχρεώσεις που απορρέουν εντεύθεν για αυτήν, ήτοι η απαγόρευση εφαρμογής των πράξεων αυτών και η υποχρέωση ανακτήσεως των επίμαχων ενισχύσεων, θα είχαν παύει αυτομάτως να τη δεσμεύουν και η νομική της κατάσταση θα είχε οπωσδήποτε μεταβληθεί εκ του λόγου αυτού (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 4ης Μαρτίου 2009, Tirrenia di Navigazione κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑265/04, T‑292/04 και T‑504/04, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2009:48, σκέψεις 69 και 70).

51      Βεβαίως, όπως επισημαίνεται στη σκέψη 40 ανωτέρω, η Επιτροπή φρονεί ότι η RAS δεν μπορούσε να αντλήσει κανένα «πολιτικό» όφελος από την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, στον βαθμό που δεν είχε την αρμοδιότητα να λάβει τα μέτρα που αποτελούν το αντικείμενο της αποφάσεως αυτής. Πράγματι, κατά την Επιτροπή, η απόφαση της 16ης Ιουλίου 2013 του Corte costituzionale (Συνταγματικού Δικαστηρίου) έκρινε υπέρ του ιταλικού κράτους το ζήτημα ποια ήταν η αρμόδια αρχή για τον καθορισμό των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας στις συνδέσεις μεταξύ της Σαρδηνίας και της ηπειρωτικής χώρας. Επομένως, η άποψη της Επιτροπής συνίσταται κατ’ ουσίαν στην εκτίμηση ότι, υπό το πρίσμα της αποφάσεως αυτής του Corte costituzionale (Συνταγματικού Δικαστηρίου), μόνον το ιταλικό κράτος ήταν αρμόδιο να οργανώσει τη δημόσια υπηρεσία ενδομεταφορών που δημιουργήθηκε από την RAS το 2011 και το 2012 και να θεσπίσει το σχετικό επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο.

52      Εντούτοις, αφενός, πρέπει να τονιστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, δεν εναπόκειται στα όργανα της Ένωσης, και ειδικότερα στα δικαστήρια της Ένωσης, να αποφαίνονται επί της κατανομής αρμοδιοτήτων την οποία ορίζουν οι θεσμικοί κανόνες του εσωτερικού δικαίου μεταξύ των διαφόρων εθνικών οντοτήτων και επί των υποχρεώσεων που αυτές υπέχουν αντιστοίχως (διάταξη της 21ης Μαρτίου 1997, Région wallonne κατά Επιτροπής, C‑95/97, EU:C:1997:184, σκέψη 7, και απόφαση της 15ης Ιουνίου 1999, Regione Autonoma Friuli-Venezia Giulia κατά Επιτροπής, T‑288/97, EU:T:1999:125, σκέψη 48).

53      Αφετέρου και εν πάση περιπτώσει, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το επιχείρημα της Επιτροπής ουδόλως αναιρεί τις εκτιμήσεις που εκτίθενται στις σκέψεις 47 έως 50 ανωτέρω, σχετικά με την ενεργητική νομιμοποίηση και το έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας. Ως προς την ενεργητική νομιμοποίηση, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 48 ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί παρά να διαπιστώσει ότι οι επίμαχες ενισχύσεις καταβλήθηκαν από την RAS με δική της πρωτοβουλία και στο πλαίσιο της ασκήσεως των δικών της αρμοδιοτήτων και ότι το ιταλικό κράτος δεν παρενέβη συναφώς, οπότε το συμφέρον της RAS να αμφισβητήσει την προσβαλλόμενη απόφαση είναι διαφορετικό από το συμφέρον του κράτους μέλους αυτού. Ως εκ τούτου, δεν είναι αναγκαίο να προβεί το Γενικό Δικαστήριο σε ερμηνεία της αποφάσεως της 16ης Ιουλίου 2013 του Corte costituzionale (Συνταγματικού Δικαστηρίου) προκειμένου να διαπιστώσει εάν, όσον αφορά το επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο, η RAS διέθετε πράγματι, όπως υποστηρίζει, αρμοδιότητα να δημιουργήσει, στο πλαίσιο της εδαφικής συνέχειας, τη δική της υπηρεσία θαλάσσιων ενδομεταφορών μεταξύ της Σαρδηνίας και της ιταλικής χερσονήσου. Όσον αφορά το έννομο συμφέρον, από τη σκέψη 50 ανωτέρω συνάγεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι βλαπτική για την προσφεύγουσα και ότι αυτή μπορεί επομένως να αντλήσει νομικό όφελος από την ακύρωσή της. Το γεγονός ότι δεν θα μπορέσει να αντλήσει κάποιο «πολιτικό» όφελος για τους λόγους που εκτέθηκαν από την Επιτροπή είναι, επομένως, άνευ σημασίας. Εξάλλου, η Επιτροπή δεν υποστηρίζει ότι η προαναφερθείσα απόφαση του Corte costituzionale (Συνταγματικού Δικαστηρίου) αμφισβητεί την αρμοδιότητα της RAS να χρηματοδοτήσει την επίμαχη αύξηση κεφαλαίου.

54      Δεύτερον, πρέπει να εξετασθεί εάν, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, το έννομο συμφέρον της RAS εξέλιπε εν επιδικία λόγω της θέσεως της Saremar υπό εκκαθάριση.

55      Συναφώς, από τις διευκρινίσεις και τα έγγραφα που προσκομίστηκαν στο Γενικό Δικαστήριο από τους διαδίκους στις 11 και 29 Ιουλίου 2016 συνάγεται ότι, αδυνατώντας να επιστρέψει το ήδη καταβληθέν τμήμα των επίμαχων ενισχύσεων, η Saremar ζήτησε να γίνει δεκτή στη διαδικασία πτωχευτικού συμβιβασμού ενόψει της εκκαθαρίσεώς της, αυτός ο δε πτωχευτικός συμβιβασμός εγκρίθηκε από το Tribunale di Cagliari (πρωτοδικείο του Κάλιαρι, Ιταλία) στις 22 Ιουλίου 2015. Αυτός ο πτωχευτικός συμβιβασμός προβλέπει την ικανοποίηση των πιστωτών της Saremar διά της πωλήσεως και της ρευστοποιήσεως όλων των περιουσιακών της στοιχείων. Ο στόλος της Saremar πωλήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 2015 και η εταιρία αυτή έπαυσε οποιαδήποτε δραστηριότητα στις 31 Μαρτίου 2016, ενώ η RAS παραχώρησε, στις 18 Μαρτίου 2016, τη σύνδεση μεταξύ της Σαρδηνίας και των μικρών νήσων της σε άλλη εταιρία. Εξάλλου, στην από 11 Ιουλίου 2016 απάντησή της, η RAS επισήμανε ότι η Saremar βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο εκκαθαρίσεως στο πλαίσιο της διαδικασίας πτωχευτικού συμβιβασμού, στον βαθμό που όλοι οι προνομιούχοι πιστωτές είχαν ικανοποιηθεί και είχε προβλεφθεί, στους επόμενους μήνες, μια πρώτη ουσιαστική διανομή μεταξύ των εγχειρόγραφων πιστωτών.

56      Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, παρά τη θέση της Saremar υπό εκκαθάριση, το έννομο συμφέρον της RAS δεν εξέλιπε.

57      Πράγματι, αφενός, πρέπει να τονιστεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν καταργήθηκε ούτε ανακλήθηκε, οπότε η υπό κρίση προσφυγή εξακολουθεί να έχει αντικείμενο (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 7ης Ιουνίου 2007, Wunenburger κατά Επιτροπής, C‑362/05 P, EU:C:2007:322, σκέψη 48).

58      Αφετέρου, η προσβαλλόμενη απόφαση εξακολουθεί να παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι της RAS, τα οποία δεν απώλεσαν την ισχύ τους εκ του λόγου και μόνον ότι η Saremar τέθηκε υπό εκκαθάριση. Συναφώς, η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι, όπως εκτέθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση από την RAS και τη Saremar, η θέση της τελευταίας υπό εκκαθάριση δεν είχε ως αποτέλεσμα να παύσει να υφίσταται, πράγμα που δεν μπορεί να συμβεί παρά μόνον κατά το πέρας αυτής της διαδικασίας εκκαθαρίσεως. Πάντως, ακόμη και εάν ήθελε υποτεθεί ότι, κατόπιν την εκλείψεως της Saremar, οι υποχρεώσεις που απορρέουν από την προσβαλλόμενη απόφαση θα έπαυαν να έχουν συγκεκριμένο περιεχόμενο για την RAS, τούτο δεν συμβαίνει, εν πάση περιπτώσει, κατά το στάδιο της θέσεώς της υπό εκκαθάριση. Πρέπει να λεχθεί επίσης ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έχει ενημερωθεί έως σήμερα ως προς το εάν η διαδικασία εκκαθαρίσεως της Saremar έχει περατωθεί.

59      Έτσι, λόγω της αποφάσεως αυτής, η RAS εξακολουθεί να μην έχει το δικαίωμα να καταβάλει στη Saremar το τμήμα της επίμαχης αυξήσεως κεφαλαίου στην οποία, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της γενικής συνελεύσεως των μετόχων της Saremar της 11ης Ιουλίου 2012 που είναι συνημμένα στο δικόγραφο της προσφυγής, δεν είχε προχωρήσειαυτή η δημόσια αρχή λόγω της γνωστοποιήσεως της ενέργειας αυτής στην Επιτροπή.

60      Εξάλλου, ως προς το τμήμα των επίμαχων ενισχύσεων το οποίο είχε ήδη καταβληθεί από την RAS στη Saremar, από πάγια νομολογία συνάγεται ότι το γεγονός και μόνον ότι η επιχείρηση αποτελεί το αντικείμενο πτωχευτικής διαδικασίας, ιδίως οσάκις η διαδικασία αυτή έχει ως συνέπεια την εκκαθάριση της επιχειρήσεως, δεν καθιστά μη εφαρμοστέα την αρχή της ανακτήσεως της ενισχύσεως. Πράγματι, σε αυτήν την περίπτωση, η επαναφορά στην προτέρα κατάσταση και η άρση της απορρέουσας από τις παρανόμως χορηγηθείσες ενισχύσεις νοθεύσεως του ανταγωνισμού μπορούν, κατ’ αρχήν, να επιτευχθούν με την εγγραφή στο παθητικό της υπό εκκαθάριση επιχειρήσεως της υποχρεώσεως περί ανακτήσεως των οικείων ενισχύσεων (βλ. απόφαση της 1ης Ιουλίου 2009, KG Holding κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑81/07 έως T‑83/07, EU:T:2009:237, σκέψεις 192 και 193 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επομένως, η RAS εξακολουθεί, τουλάχιστον, να έχει την υποχρέωση να μεριμνά ούτως ώστε οι απαιτήσεις που έχει έναντι της Saremar λόγω του ήδη καταβληθέντος τμήματος των επίμαχων ενισχύσεων να εγγραφεί στο παθητικό της εταιρίας αυτής.

61      Υπό τις συνθήκες αυτές, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να εξεταστούν τα επιχειρήματα της RAS, πρέπει να τονιστεί ότι η θέση της Saremar υπό εκκαθάριση δεν αναιρεί τη διαπίστωση που εκτίθεται στη σκέψη 50 ανωτέρω ότι η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως θα μπορούσε να ωφελήσει την προσφεύγουσα, δεδομένου ότι οι υποχρεώσεις που απορρέουν από την απόφαση αυτή θα έπαυαν στην περίπτωση αυτή αυτομάτως να τη δεσμεύουν και δεδομένου ότι η νομική της κατάσταση θα μεταβαλλόταν οπωσδήποτε.

62      Τα επιχειρήματα της Επιτροπής δεν μπορούν να ανατρέψουν το συμπέρασμα αυτό.

63      Αφενός, από τις ανωτέρω εκτιμήσεις συνάγεται σαφώς ότι το ζήτημα εάν η Saremar μπορεί να εξακολουθήσει ή όχι την οικονομική δραστηριότητά της και, συνεπεία τούτου, το κατά πόσον η RAS έχει συμφέρον στην εξακολούθηση της δραστηριότητας αυτής είναι άνευ σημασίας για το ζήτημα εάν εξακολουθεί να υφίσταται το έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας. Πράγματι, από τις σκέψεις 57 έως 60 ανωτέρω προκύπτει ότι αυτό που είναι κρίσιμο συναφώς είναι ότι, αφενός, η προσβαλλόμενη απόφαση διατηρεί το αντικείμενό της και, αφετέρου, ότι εξακολουθεί να παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι της RAS και των αποφάσεων που αυτή έλαβε ως δημόσια αρχή. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι δηλώσεις της RAS στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑506/14, Grandi Navi Veloci κατά Επιτροπής, καθώς και αυτές του προέδρου της RAS που παρατίθενται στο αιτιολογικό της αποφάσεως της Περιφέρειας 24/23 (βλ. σκέψη 40 ανωτέρω), τις οποίες επικαλείται η Επιτροπή, είναι άνευ σημασίας εν προκειμένω. Εξάλλου, εν αντιθέσει προς όσα η Επιτροπή υποστηρίζει, εμμένοντας, παρά τις δηλώσεις αυτές, στην υπό κρίση προσφυγή, η RAS δεν παραβιάζει την αρχή βάσει της οποίας ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει τα δικά του πεπραγμένα (nemo potest venire contra factum proprium).

64      Αφετέρου, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 47 έως 61 ανωτέρω, η RAS έχει δικαίωμα να ασκήσει την παρούσα προσφυγή όχι με την ιδιότητα της πιστώτριας της Saremar, αλλά με την ιδιότητα της δημόσιας αρχής που προέβη στη χορήγηση των επίμαχων ενισχύσεων. Ως εκ τούτου, είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι ως πιστώτρια της Saremar δεν θα είχε συμφέρον να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, λόγω της θέσεως της τελευταίας υπό εκκαθάριση.

65      Τέλος, για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 52 και 53 ανωτέρω, το επιχείρημα της Επιτροπής που στηρίζεται στη φερόμενη αναρμοδιότητα της RAS να χορηγήσει το επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

66      Από το σύνολο των ανωτέρω συνάγεται ότι η RAS εξακολουθεί να έχει έννομο συμφέρον στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής και ότι, συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να αποφανθεί επ’ αυτής.

2.     Επί της ουσίας

67      Η προσφυγή αποτελείται από δύο σκέλη, εκ των οποίων το μεν πρώτο αποσκοπεί στην ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως στον βαθμό που η Επιτροπή κήρυξε ασυμβίβαστο με την εσωτερική αγορά και παρανόμως εκτελεσθέν το επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο, το δε δεύτερο αποσκοπεί στην ακύρωση της αποφάσεως αυτής στον βαθμό που η Επιτροπή κήρυξε ασυμβίβαστη και παράνομη την επίμαχη αύξηση κεφαλαίου.

 Όσον αφορά το πρώτο μέρος της προσφυγής σχετικά με το τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως που αφορά το επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο

68      Κατά του τμήματος της προσβαλλομένης αποφάσεως που αφορά το επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο, η προσφεύγουσα προβάλλει τυπικώς πέντε λόγους ακυρώσεως που αφορούν, κατ’ ουσίαν, νομικά σφάλματα και πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως. Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αφορά τον προσδιορισμό των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας που επιβλήθηκαν στη Saremar, ο δεύτερος, την εφαρμογή των προϋποθέσεων Altmark, ο τρίτος, την εφαρμογή της αποφάσεως 2005/842/ΕΚ της Επιτροπής, της 28ης Νοεμβρίου 2005, για την εφαρμογή του άρθρου [106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ] στις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας που χορηγούνται σε ορισμένες επιχειρήσεις επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΕΕ 2005, L 312, σ. 67, στο εξής: απόφαση ΥΓΟΣ του 2005) και της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2011, ο τέταρτος, τον χαρακτηρισμό της Saremar ως προβληματικής επιχειρήσεως, και ο πέμπτος, την εφαρμογή των αρχών του πλαισίου ΥΓΟΣ του 2011.

69      Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι αυτοί οι λόγοι ακυρώσεως αφορούν, κυρίως, την ουσιαστική νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ωστόσο, στο πλαίσιο αυτών των λόγων ακυρώσεως, η RAS υποστηρίζει επίσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει έλλειψη αιτιολογίας. Ομοίως, στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, η RAS επικαλείται προσβολή των δικαιωμάτων της άμυνας η οποία απορρέει από το γεγονός ότι το ζήτημα εάν η Saremar ήταν προβληματική επιχείρηση δεν συζητήθηκε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας. Ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρηθεί ότι, στην πραγματικότητα, η RAS προβάλλει, συναφώς, έναν έκτο λόγο ακυρώσεως διαφορετικό από τους προαναφερθέντες λόγους ακυρώσεως επί της ουσίας, ο οποίος στηρίζεται στην παράβαση ουσιώδους τύπου και περιλαμβάνει δύο σκέλη που αφορούν, αφενός, παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και, αφετέρου, την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας. Αυτός ο λόγος ακυρώσεως πρέπει να εξεταστεί χωριστά (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2013, Επιτροπή κατά Edison, C‑446/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:798, σκέψη 20 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

70      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει, εν πρώτοις, τον έκτο λόγο ακυρώσεως, εν συνεχεία τον δεύτερο έως και τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως και, κατά τρίτον, τον πρώτο λόγο ακυρώσεως.

 Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση ουσιώδους τύπου

–       Επί του πρώτου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

71      Προς στήριξη του πρώτου σκέλους του έκτου λόγου ακυρώσεως, η RAS προβάλλει, κατ’ ουσίαν, πέντε αιτιάσεις. Επιβάλλεται, κατ’ αρχάς, η από κοινού εξέταση των δύο πρώτων αιτιάσεων.

72      Η πρώτη αιτίαση στηρίζεται στο γεγονός ότι ο καθορισμός από την προσβαλλόμενη απόφαση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας οι οποίες επιβλήθηκαν στη Saremar είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένος. Η δεύτερη αιτίαση στηρίζεται στο γεγονός ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε την απόφασή της να μη λάβει υπόψη της τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η RAS προκειμένου να αποδείξει την αναγκαιότητα των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας που είχαν επιβληθεί στη Saremar και τον επαρκώς αποσαφηνισμένο χαρακτήρα του ορισμού τους.

73      Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι αυτές οι δύο αιτιάσεις αφορούν την αιτιολογία του τμήματος της προσβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με την εξέταση του επίμαχου αντισταθμιστικού μέτρου υπό το πρίσμα της πρώτης προϋποθέσεως Altmark. Ωστόσο, όπως θα εκτεθεί στις σκέψεις 123 έως 132 κατωτέρω, αυτό το τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν ήταν αναγκαίο προκειμένου να στηριχθεί η διαπίστωση της Επιτροπής ότι το εν λόγω αντισταθμιστικό μέτρο δεν τηρούσε τις προϋποθέσεις Altmark, δεδομένου ότι αυτή ορθώς διαπίστωσε ότι η δεύτερη από τις προϋποθέσεις αυτές δεν συνέτρεχε. Ως εκ τούτου, τα προβαλλόμενα σφάλματα της Επιτροπής στο πλαίσιο της εφαρμογής της πρώτης προϋποθέσεως Altmark δεν επηρεάζουν τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συνεπώς, χωρίς να συντρέχει ανάγκη να διαπιστωθεί εάν η πρώτη αιτίαση πληροί τις προϋποθέσεις του παραδεκτού που ορίζονται στο άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991, που ίσχυε κατά την ημερομηνία ασκήσεως της προσφυγής, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι υπό κρίση δύο αιτιάσεις είναι αλυσιτελείς και πρέπει να απορριφθούν.

74      Η τρίτη αιτίαση αφορά την έλλειψη αιτιολογίας των σημείων 255 έως 260 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στα οποία η Επιτροπή εξέτασε τη συμβατότητα του επίμαχου αντισταθμιστικού μέτρου υπό το πρίσμα των προϋποθέσεων της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2011 και της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2005.

75      Εν πρώτοις, κατά πάγια νομολογία, η απαίτηση που προβλέπει το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, κατά το οποίο το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει, εκτός από το αντικείμενο της διαφοράς, τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που προβάλλονται καθώς και συνοπτική έκθεση των εν λόγω ισχυρισμών, πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι, επί ποινή απαραδέκτου αυτών των ισχυρισμών, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να εξειδικεύει σε τι συνίστανται οι ισχυρισμοί αυτοί, πράγμα που σημαίνει ότι μόνον η αφηρημένη επίκλησή τους δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του Κανονισμού Διαδικασίας. Ανάλογες απαιτήσεις ισχύουν ως προς τις αιτιάσεις που διατυπώνονται προς στήριξη ενός λόγου ακυρώσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 14ης Φεβρουαρίου 2012, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑267/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:69, σκέψη 35, και της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, Besselink κατά Συμβουλίου, T‑331/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:419, σκέψεις 37 έως 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

76      Πάντως, εν προκειμένω, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η προσφεύγουσα δεν διευκρινίζει το περιεχόμενο της τρίτης αιτιάσεως. Πράγματι, περιορίζεται να επικαλεστεί, στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αφορά τα σφάλματα στα οποία υπέπεσε η Επιτροπή στα σημεία 255 έως 260 της προσβαλλομένης αποφάσεως, «παράβαση του άρθρου 296 ΣΛΕΕ», χωρίς ουδόλως να διευκρινίζει σε τι συνίσταται η παράβαση αυτή. Ως εκ τούτου, δυνάμει του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, η αιτίαση αυτή είναι απαράδεκτη.

77      Η τέταρτη αιτίαση στηρίζεται, κατ’ ουσίαν, στο γεγονός ότι η Επιτροπή δεν διευκρίνισε, στο σημείο 269 της προσβαλλομένης αποφάσεως, εάν έκρινε ότι αποκλειόταν κατ’ αρχήν η χορήγηση σε προβληματική επιχείρηση αντισταθμίσεως για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας.

78      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και πρέπει να διαφαίνεται από αυτήν κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εκδίδει την προσβαλλόμενη πράξη, ώστε να καθίσταται δυνατό στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου, στο δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκήσει τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, και ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που ενδέχεται να έχουν προς παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του περιεχομένου της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο αυτή εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ. απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2016, Σλοβενία κατά Επιτροπής, T‑507/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:35, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

79      Εξάλλου, στα ζητήματα κρατικών ενισχύσεων, η αναγκαία συνάφεια μεταξύ των λόγων που επικαλούνται οι ενδιαφερόμενοι στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας ελέγχου και της αιτιολογίας της αποφάσεως της Επιτροπής δεν επιβάλλει σε αυτήν την υποχρέωση αντικρούσεως όλων των επιχειρημάτων που προβάλλονται προς στήριξη των λόγων αυτών. Αρκεί να εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά και οι νομικές εκτιμήσεις που έχουν αποφασιστική σημασία για την οικονομία της αποφάσεως (βλ. απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2016, Σλοβενία κατά Επιτροπής, T‑507/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:35, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

80      Εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να διευκρινίσει, στο σημείο 269 της προσβαλλομένης αποφάσεως, εάν θεωρούσε ότι η χορήγηση αντισταθμίσεως για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας σε προβληματική επιχείρηση αποκλειόταν κατ’ αρχήν. Πράγματι, αρκούσε, όπως εξάλλου συμβαίνει σε αυτό το σημείο της προσβαλλομένης αποφάσεως, να επισημάνει ότι, συμφώνως προς το σημείο 9 του πλαισίου ΥΓΟΣ του 2011 και λαμβανομένης υπόψη της μη συνδρομής των προϋποθέσεων της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2011 εν προκειμένω, η συμβατότητα της εν λόγω αντισταθμίσεως έπρεπε να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα των κατευθυντηρίων γραμμών όσον αφορά τις ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων. Έτσι, η επισήμανση αυτή διασαφηνίζει τα καθοριστικά νομικά στοιχεία που οδήγησαν την Επιτροπή να θεωρήσει αναγκαία, εν προκειμένω, την εφαρμογή των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών. Ως εκ τούτου, δεν ήταν υποχρεωμένη η Επιτροπή να διευκρινίσει περισσότερο τις θεωρητικές βάσεις επί των οποίων στηριζόταν η συλλογιστική της, δεδομένου ότι το σημείο 269 της προσβαλλομένης αποφάσεως παρείχε τη δυνατότητα, αφενός, στην RAS να κατανοήσει τη συλλογιστική αυτή και να αμφισβητήσει τις εν λόγω βάσεις στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής της, ιδίως στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, και, αφετέρου, στο Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του. Κατά συνέπεια, η τέταρτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

81      Η πέμπτη αιτίαση στηρίζεται, κατ’ ουσίαν, στο γεγονός ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε την εφαρμογή εν προκειμένω των αρχών που προβλέπουν τα σημεία 14, 19, 20, 39 και 60 του πλαισίου ΥΓΟΣ του 2011, ενώ, δυνάμει του σημείου 61 του ιδίου πλαισίου, οι αρχές αυτές δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν στο επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο.

82      Συναφώς, αρκεί να επισημανθεί, όπως πράττει η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεως, ότι η παρούσα αιτίαση ερείδεται επί της προκειμένης ότι η επίμαχη αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 2, παράγραφος 1, της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2011 και ότι, εκ του λόγου αυτού, συμφώνως προς το σημείο 61 του πλαισίου ΥΓΟΣ του 2011, τα σημεία 14, 19, 20, 39 και 60 του πλαισίου αυτού δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν στην εν λόγω αντιστάθμιση. Ωστόσο, σε προγενέστερο τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι στα σημεία 255 έως 260 της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους θεωρούσε ότι οι προϋποθέσεις εφαρμογής της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2011 δεν συνέτρεχαν εν προκειμένω. Κατά συνέπεια, δεν ήταν υποχρεωμένη να αιτιολογήσει στη συνέχεια τον λόγο για τον οποίο εξέτασε την επίμαχη αντιστάθμιση υπό το πρίσμα των προϋποθέσεων που ορίζονται στα σημεία 14, 19, 20, 39 και 60 του πλαισίου ΥΓΟΣ του 2011.

83      Υπό τις συνθήκες αυτές, η πέμπτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί, και, ως εκ τούτου, το πρώτο σκέλος του έκτου λόγου ακυρώσεως στο σύνολό του.

–       Επί του δευτέρου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

84      Η RAS υποστηρίζει ότι η Επιτροπή χαρακτήρισε τη Saremar προβληματική επιχείρηση για πρώτη φορά με την προσβαλλόμενη απόφαση. Κατά την άποψή της, το ζήτημα αυτό ουδέποτε αποτέλεσε αντικείμενο κατ’ αντιπαράθεση συζητήσεως στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας.

85      Η Επιτροπή ανταπαντά ότι δεν είναι δυνατή εν προκειμένω η επίκληση των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας.

86      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, οι ενδιαφερόμενοι, υπό την έννοια του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, έχουν απλώς τη δυνατότητα, στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, να αποστέλλουν στην Επιτροπή κάθε πληροφοριακό στοιχείο που θα της ήταν χρήσιμο για τις μελλοντικές της ενέργειες και δεν μπορούν να απαιτήσουν να λάβουν μέρος οι ίδιοι σε διαδικασία αντιπαραθέσεως επιχειρημάτων με την Επιτροπή, όπως αυτή που λαμβάνει χώρα με το οικείο κράτος μέλος. Μεταξύ των κατά το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ ενδιαφερομένων περιλαμβάνονται όχι μόνον οι δικαιούχοι της ενισχύσεως ή, ενδεχομένως, οι ανταγωνιστές τους, αλλά και οι τοπικές αρχές που χορήγησαν την ενίσχυση, όπως εν προκειμένω η RAS (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 15ης Νοεμβρίου 2011, Επιτροπή και Ισπανία κατά Government of Gibraltar και Ηνωμένου Βασιλείου, C‑106/09 P και C‑107/09 P, EU:C:2011:732, σκέψη 181 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 12ης Μαΐου 2011, Région Nord-Pas-de-Calais και Communauté d’Agglomération du Douaisis κατά Επιτροπής, T‑267/08 και T‑279/08, EU:T:2011:209, σκέψη 87 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Κατά συνέπεια, εν προκειμένω, το γεγονός ότι ουδεμία κατ’ αντιπαράθεση συζήτηση μεταξύ της RAS και της Επιτροπής διεξήχθη στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας ελέγχου σχετικά με το ζήτημα εάν η Saremar έπρεπε να χαρακτηριστεί προβληματική επιχείρηση δεν στοιχειοθετεί προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας. Εν πάση περιπτώσει, όπως ορθώς τόνισε η Επιτροπή, η απόφαση περί επίσημης διενέργειας έρευνας, στις αιτιολογικές σκέψεις της 260 και 261, αναφερόταν ρητώς στο ενδεχόμενο να είναι η Saremar προβληματική επιχείρηση, επισημαίνοντας ταυτοχρόνως ότι η Επιτροπή δεν διέθετε προς το παρόν ενδείξεις για το ζήτημα αυτό. Εναπέκειτο επομένως στην RAS, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, να κάνει χρήση της ευχέρειας που της προσφερόταν να υποβάλει παρατηρήσεις και να προσκομίσει στοιχεία για το ζήτημα αυτό, εάν το έκρινε αναγκαίο.

87      Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το δεύτερο σκέλος του έκτου λόγου ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, ο έκτος λόγος στο σύνολό του.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλονται παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, καθώς και προφανή σφάλματα εκτιμήσεως στα οποία υπέπεσε η Επιτροπή κατά την εφαρμογή των προϋποθέσεων Altmark

88      Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αφορά την εφαρμογή των τριών πρώτων προϋποθέσεων Altmark από την Επιτροπή στα σημεία 167 έως 224 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως αποτελείται από πέντε σκέλη. Τα τρία πρώτα σκέλη αφορούν την πρώτη προϋπόθεση Altmark, ενώ το τέταρτο και το πέμπτο αφορούν αντιστοίχως τη δεύτερη και την τρίτη από τις προϋποθέσεις αυτές. Η RAS φρονεί, κατ’ ουσίαν, ότι τα προφανή σφάλματα εκτιμήσεως στα οποία υπέπεσε η Επιτροπή στο πλαίσιο της εφαρμογής των προϋποθέσεων αυτών στοιχειοθετούν παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

89      Εισαγωγικώς, πρέπει να τονιστεί ότι εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να εξετάσει επί της ουσίας την επιχειρηματολογία της RAS προς στήριξη των διαφόρων σκελών του δευτέρου λόγου ακυρώσεως μόνον υπό το πρίσμα της προβαλλομένης παραβάσεως του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και όχι υπό το πρίσμα της προβαλλομένης παραβάσεως του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Πράγματι, οι προϋποθέσεις Altmark έχουν ως μόνον αντικείμενο τον χαρακτηρισμό του επίμαχου μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως, υπό την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, προκειμένου να προσδιοριστεί εάν υφίσταται υποχρέωση κοινοποιήσεως του μέτρου αυτού στην Επιτροπή, στην περίπτωση νέας ενισχύσεως, ή συνεργασίας με το όργανο αυτό, στην περίπτωση υφιστάμενης ενισχύσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 1ης Ιουλίου 2010, M6 και TF1 κατά Επιτροπής, T‑568/08 και T‑573/08, EU:T:2010:272, σκέψεις 128 και 129 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Αντιθέτως, οι προϋποθέσεις αυτές δεν συνδέονται με τον προσδιορισμό της συμβατότητας της ενισχύσεως αυτής υπό το πρίσμα του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, προσδιορισμός ο οποίος επάγεται, εξ ορισμού, ότι το μέτρο έχει προηγουμένως χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση. Κατά συνέπεια, στον βαθμό που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, ο παρών λόγος ακυρώσεως προβάλλεται αλυσιτελώς.

90      Εξάλλου πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, για να μπορεί ένα μέτρο να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση απαιτείται να συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι οι εξής: πρώτον, πρέπει να πρόκειται για παρέμβαση από το κράτος ή μέσω κρατικών πόρων, δεύτερον, η παρέμβαση αυτή πρέπει να μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, τρίτον, πρέπει να παρέχει ένα πλεονέκτημα στον αποδέκτη, τέταρτον, πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (βλ. απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2015, EasyPay και Finance Engineering, C‑185/14, EU:C:2015:716, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

91      Επομένως, για τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως, το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ προβλέπει ως προϋπόθεση την ύπαρξη πλεονεκτήματος που έχει παρασχεθεί σε επιχείρηση. Πάντως, όπως αποφάνθηκε το Δικαστήριο με τη σκέψη 87 της αποφάσεως της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (C‑280/00, EU:C:2003:415), δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ κρατική παρέμβαση που θεωρείται ως αντιστάθμιση αποτελούσα την αντιπαροχή έναντι παρεχομένων εκ μέρους των δικαιούχων επιχειρήσεων υπηρεσιών προς εκπλήρωση υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας, έτσι ώστε οι επιχειρήσεις αυτές να μην επωφελούνται στην πραγματικότητα από ένα οικονομικό πλεονέκτημα και να μην περιέρχονται λόγω της ως άνω παρεμβάσεως οι επιχειρήσεις αυτές σε ευνοϊκότερη θέση ως προς τον ανταγωνισμό σε σχέση με τις επιχειρήσεις που τις ανταγωνίζονται (αποφάσεις της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, C‑280/00, EU:C:2003:415, σκέψη 87, και της 22ας Οκτωβρίου 2015, EasyPay και Finance Engineering, C‑185/14, EU:C:2015:716, σκέψη 45).

92      Ωστόσο, για να μην μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κρατική ενίσχυση μια τέτοια αντιστάθμιση, σε συγκεκριμένη περίπτωση, πρέπει να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Πρώτον, η δικαιούχος επιχείρηση πρέπει να είναι πράγματι επιφορτισμένη με την εκπλήρωση υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας, οι δε υποχρεώσεις αυτές πρέπει να είναι σαφώς καθορισμένες. Δεύτερον, οι παράμετροι βάσει των οποίων υπολογίζεται η αντιστάθμιση πρέπει να έχουν προσδιοριστεί προηγουμένως αντικειμενικά και με διαφάνεια, με σκοπό να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να περιλαμβάνει η αντιστάθμιση αυτή οικονομικό πλεονέκτημα ικανό να ευνοήσει τη δικαιούχο επιχείρηση έναντι των ανταγωνιστριών της. Τρίτον, η αντιστάθμιση δεν μπορεί να υπερβαίνει το μέτρο του αναγκαίου για την κάλυψη του συνόλου ή μέρους των δαπανών που πραγματοποιούνται για την εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών εσόδων και ενός ευλόγου κέρδους σε σχέση με την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών. Τέταρτον, όταν η επιλογή της επιχειρήσεως στην οποία πρόκειται να ανατεθεί η εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας δεν πραγματοποιείται στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως δημοσίας συμβάσεως, το επίπεδο της απαραίτητης αντισταθμίσεως πρέπει να καθορίζεται βάσει αναλύσεως των δαπανών στις οποίες θα προέβαινε μια μέση επιχείρηση, με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένη προς ικανοποίηση των απαιτήσεων σχετικά με την παροχή δημόσιας υπηρεσίας προκειμένου να εκπληρώσει τις ως άνω υποχρεώσεις, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών εξόδων και ενός ευλόγου κέρδους από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών (αποφάσεις της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, C‑280/00, EU:C:2003:415, σκέψεις 88 έως 93, και της 11ης Μαρτίου 2009, TF1 κατά Επιτροπής, T‑354/05, EU:T:2009:66, σκέψη 128).

93      Κατά συνέπειεα, κρατική παρέμβαση που δεν πληροί μία ή περισσότερες από τις προϋποθέσεις Altmark μπορεί να θεωρηθεί κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό της ως ενισχύσεως, τις οποίες ορίζει το άρθρο αυτό, (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, C‑280/00, EU:C:2003:415, σκέψη 94, και της 11ης Μαρτίου 2009, TF1 κατά Επιτροπής, T‑354/05, EU:T:2009:66, σκέψη 129).

94      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι οι προϋποθέσεις Altmark, που πρέπει να συντρέχουν προκειμένου μια κρατική παρέμβαση υπό τη μορφή αντισταθμίσεως για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας να μην μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κρατική ενίσχυση, έχουν σωρευτικό χαρακτήρα. Περαιτέρω, οι προϋποθέσεις αυτές διαφέρουν μεταξύ τους και επιδιώκουν διαφορετικό σκοπό (απόφαση της 18ης Φεβρουαρίου 2016, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑446/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:97, σκέψη 31). Έτσι, στο πλαίσιο του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να εξετάσει το σύνολο των προϋποθέσεων αυτών εάν διαπιστώνει ότι μία ή πλείονες από τις προϋποθέσεις αυτές δεν συντρέχουν (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 11ης Μαρτίου 2009, TF1 κατά Επιτροπής, T‑354/05, EU:T:2009:66, σκέψεις 142, 143 και 146). Ομοίως, η εσφαλμένη διαπίστωση της Επιτροπής ότι κάποια από τις προϋποθέσεις αυτές δεν συνέτρεχε δεν μπορεί να επισύρει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως εάν, από την άλλη πλευρά, η Επιτροπή προβαίνει σε ανάλογη διαπίστωση, για κάποια άλλη από τις προϋποθέσεις αυτές, στην οποία δεν έχει εμφιλοχωρήσει σφάλμα. Πράγματι, αυτή η τελευταία διαπίστωση αρκεί αφ’ εαυτής προκειμένου να συναχθεί ότι το επίμαχο μέτρο παρέχει οικονομικό πλεονέκτημα δυνάμενο να οδηγήσει στον χαρακτηρισμό του ως κρατικής ενισχύσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2015, Abertis Telecom και Retevisión I κατά Επιτροπής, T‑541/13, μη δημοσιευθείσα, αναιρεσιβληθείσα, EU:T:2015:898, σκέψεις 64 και 112).

95      Υπό τις συνθήκες αυτές, παρίσταται ενδεδειγμένη, εν προκειμένω, η συνεξέταση των διαφόρων σκελών του παρόντος λόγου ακυρώσεως. Πράγματι έκαστο από τα σκέλη αυτά αφορά μία από τις προϋποθέσεις Altmark, και, ως εκ τούτου, κανένα από αυτά δεν μπορεί να προκαλέσει, αφ’ εαυτού, την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

96      Εξάλλου, όπως προκύπτει από το σημείο 173 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι, για λόγους σαφήνειας, ήταν πλέον ενδεδειγμένο να αρχίσει τον έλεγχο της τηρήσεως των προϋποθέσεων Altmark από το επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο αναλύοντάς το υπό το πρίσμα της δεύτερης από τις προϋποθέσεις αυτές. Περαιτέρω, στο σημείο 179 της εν λόγω αποφάσεως, ολοκλήρωσε την ανάλυση αυτή καταλήγοντας ότι η προϋπόθεση αυτή δεν επληρούτο και ότι, συνεπώς, η αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας χορηγούσε πλεονέκτημα στη Saremar υπό την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Μόνον στη συνέχεια της αναλύσεως αυτής η Επιτροπή εξέτασε διαδοχικώς την πρώτη (σημεία 180 έως 219 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και την τρίτη προϋπόθεση Altmark (σημεία 220 έως 223 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Έτσι, πρέπει να εξεταστούν, εν πρώτοις, τα επιχειρήματα της RAS σχετικά με τα νομικά σφάλματα και τα σφάλματα εκτιμήσεως στο οποία υπέπεσε η Επιτροπή στο πλαίσιο εφαρμογής της δεύτερης προϋποθέσεως Altmark, τα οποία εκτίθενται προς στήριξη του τετάρτου σκέλους του παρόντος λόγου ακυρώσεως.

97      Η RAS υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η δεύτερη προϋπόθεση Altmark δεν απαιτεί οι αποφάσεις με τις οποίες γίνεται η ανάθεση της δημόσιας υπηρεσίας να αφορούν ρητώς το επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο. Έτσι, θα αρκούσε, όπως εν προκειμένω, να καθορίζονται εκ των προτέρων, κατά τρόπο διαφανή και αντικειμενικό, όλα τα κριτήρια για την οργάνωση και την εκμετάλλευση της δημόσιας υπηρεσίας προκειμένου να προσδιοριστούν οι δαπάνες και τα έσοδα που συνδέονται με αυτήν. Περαιτέρω, η τήρηση χωριστών λογιστικών βιβλίων για την εκμετάλλευση από τη Saremar των συνδέσεων με την ηπειρωτική χώρα θα είχε, εν προκειμένω, αποτρέψει οποιαδήποτε υπεραντιστάθμιση και οποιαδήποτε διασταυρούμενη χρηματοδότηση. Εξάλλου, η RAS φρονεί ότι δεν απέκλεισε τυχόν λειτουργικό έλλειμμα, στον βαθμό που επέβαλλε στη Saremar να εκπληρώνει την αποστολή της παροχής δημόσιας υπηρεσίας κατά πάσα περίπτωση. Τέλος, κατά την RAS, η απόφαση 2009/611/ΕΚ της Επιτροπής, της 8ης Ιουλίου 2008, σχετικά με τα μέτρα C 58/02 (πρώην N 118/02) που προτίθεται να εφαρμόσει η Γαλλία προς όφελος της Société Nationale Maritime Corse-Méditerranée (SNCM) (ΕΕ 2009, L 225, σ. 180, στο εξής: απόφαση SNCM), επιβεβαιώνει τη δυνατότητα της Επιτροπής να εγκρίνει την εκ των υστέρων καταβαλλόμενη αντιστάθμιση παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

98      Υπεραμυνόμενη των απόψεών της, η Επιτροπή επαναλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, τις εκτιμήσεις που εξέθεσε στα σημεία 174 έως 177 της προσβαλλομένης αποφάσεως και οι οποίες την οδήγησαν να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η δεύτερη προϋπόθεση Altmark δεν συνέτρεχε εν προκειμένω. Περαιτέρω, υποστηρίζει ότι η απόφαση SNCM είναι άνευ σημασίας. Με την παρέμβασή της, η CIN συμμερίζεται, κατ’ ουσίαν, την επιχειρηματολογία αυτή.

99      Εισαγωγικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, προκειμένου να καταλήξει, στο σημείο 179 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο συμπέρασμα ότι η δεύτερη προϋπόθεση Altmark δεν επληρούτο εν προκειμένω, η Επιτροπή έκρινε, στα σημεία 174 έως 177 της αποφάσεως αυτής, ότι οι παράμετροι του υπολογισμού του επίμαχου αντισταθμιστικού μέτρου δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ότι είχαν καθοριστεί εκ των προτέρων, κατά τρόπο αντικειμενικό και διαφανή. Πράγματι, επισήμανε ότι, στις αποφάσεις με τις οποίες καθοριζόταν η αποστολή της Saremar για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας, ουδεμία αντιστάθμιση είχε προβλεφθεί, ενώ μάλιστα αυτή η τελευταία είχε αποκλειστεί. Έτσι, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, οι προαναφερθείσες αποφάσεις της RAS ερείδονταν επί της αρχής ότι η εν λόγω αποστολή παροχής δημόσιας υπηρεσίας έπρεπε να εκπληρώνεται από τη Saremar, αν όχι κατά τρόπο επικερδή, τουλάχιστον επιτυγχάνοντας ισοσκελισμένο προϋπολογισμό και μόνον εκ των υστέρων, αφού είχε προκύψει έλλειμμα συνεπεία της εν λόγω αποστολής, εφαρμόσθηκε μηχανισμός αντισταθμίσεως (σημεία 174 έως 177 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Πρόσθεσε ότι, όπως θα εξέθετε στη συνέχεια στο πλαίσιο εφαρμογής της πρώτης προϋποθέσεως Altmark, εφόσον οι υποχρεώσεις σχετικά με τα επίπεδα των τιμών δεν είχαν καθοριστεί σαφώς, ούτε οι ίδιες οι παράμετροι υπολογισμού της αντισταθμίσεως, οι οποίες συνδέονταν κατ’ ανάγκη με αυτά τα επίπεδα των τιμών, μπορούσαν να έχουν καθοριστεί, εκ των προτέρων, κατά τρόπο αντικειμενικό και διαφανή (σημείο 178 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

100    Συναφώς, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 92 ανωτέρω, η δεύτερη προϋπόθεση Altmark αφορά την ανάγκη εκ των προτέρων καθορισμού, κατά τρόπο αντικειμενικό και διαφανή, των παραμέτρων βάσει των οποίων υπολογίζεται η αντιστάθμιση, προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο αυτή η αντιστάθμιση να περιλαμβάνει κάποιο οικονομικό πλεονέκτημα δυνάμενο να ευνοήσει τη δικαιούχο επιχείρηση σε σχέση προς ανταγωνίστριες επιχειρήσεις.

101    Πράγματι, όπως το Γενικό Δικαστήριο έχει τονίσει πλειστάκις, τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως όχι μόνον ως προς τον ορισμό της αποστολής δημόσιας υπηρεσίας, τον οποίον αφορά η πρώτη προϋπόθεση Altmark, αλλά και ως προς τον προσδιορισμό της αντισταθμίσεως των δαπανών αυτής της δημόσιας υπηρεσίας. Έτσι, ελλείψει κανονιστικής ρυθμίσεως στο δίκαιο της Ένωσης σχετικά με τις υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ), η Επιτροπή δεν έχει την εξουσία να αποφαίνεται επί της εκτάσεως των αποστολών δημόσιας υπηρεσίας τις οποίες έχει αναλάβει ο δημόσιος φορέας εκμεταλλεύσεως, και ιδίως επί του επιπέδου των δαπανών που συνδέονται με την υπηρεσία αυτή, ούτε επί της σκοπιμότητας των πολιτικών επιλογών στις οποίες προβαίνουν συναφώς οι εθνικές αρχές ούτε επί της οικονομικής αποτελεσματικότητας του δημόσιου φορέα εκμεταλλεύσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2014, Zweckverband Tierkörperbeseitigung κατά Επιτροπής, T‑309/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:676, σκέψεις 104 και 148 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

102    Κατά τα λοιπά, ακριβώς επειδή αυτός ο προσδιορισμός της αντισταθμίσεως των δαπανών της δημόσιας υπηρεσίας δεν υπόκειται παρά μόνον σε περιορισμένο έλεγχο εκ μέρους των θεσμικών οργάνων, η δεύτερη προϋπόθεση Altmark απαιτεί να έχουν τα θεσμικά όργανα τη δυνατότητα να διαπιστώνουν την ύπαρξη αντικειμενικών και διαφανών παραμέτρων εκ των προτέρων καθορισμένων, οι δε παράμετροι αυτές πρέπει να διευκρινίζονται κατά τρόπο ώστε να αποκλείεται οποιαδήποτε καταχρηστική προσφυγή του κράτους μέλους στην έννοια της ΥΓΟΣ η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα να προσπορίσει στον δημόσιο φορέα εκμεταλλεύσεως οικονομικό πλεονέκτημα υπό τη μορφή της αντισταθμίσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2014, Zweckverband Tierkörperbeseitigung κατά Επιτροπής, T‑309/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:676, σκέψη 148 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

103    Έτσι, η προϋπόθεση αυτή αφήνει τα κράτη μέλη ελεύθερα να επιλέξουν τον πρακτικό τρόπο με τον οποίο θα διασφαλισθεί η τήρησή της, υπό τον όρο ο τρόπος καθορισμού των παραμέτρων υπολογισμού της αντισταθμίσεως να χαρακτηρίζεται από αντικειμενικότητα και διαφάνεια. Η σχετική εκτίμηση της Επιτροπής πρέπει να στηρίζεται σε ανάλυση των συγκεκριμένων νομικών και οικονομικών προϋποθέσεων υπό το πρίσμα των οποίων προσδιορίζονται αυτές οι παράμετροι (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2012, CBI κατά Επιτροπής, T‑137/10, EU:T:2012:584, σκέψη 192 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

104    Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ανάλυση της Επιτροπής στα σημεία 174 έως 177 της προσβαλλομένης αποφάσεως, με την οποία επισημαίνει, ειδικότερα, την ανυπαρξία οποιουδήποτε προηγούμενου προσδιορισμού της αντισταθμίσεως, είναι ανεπίληπτη.

105    Πράγματι, από τα έγγραφα της δικογραφίας συνάγεται ότι καμία από τις αποφάσεις της Περιφέρειας που μνημονεύονται στη σκέψεις 6 έως 9 ανωτέρω, με τις οποίες η RAS ανέθεσε στη Saremar να εκτελεί τις συνδέσεις με την ηπειρωτική χώρα και διευκρίνισε τις συναφείς υποχρεώσεις για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας, δεν προβλέπει, ρητώς ή έστω σιωπηρώς, την καταβολή αντισταθμίσεως για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας ανταποκρινόμενης στα βάρη που συνεπάγεται η εκτέλεση των προαναφερθεισών υποχρεώσεων. Αντιθέτως, όπως τόνισε η Επιτροπή στα σημεία 174 έως 177 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όλες αυτές οι αποφάσεις έδωσαν στη Saremar κατευθυντήριες γραμμές προκειμένου να καθορίσει τις συνδέσεις και τις τιμές που έπρεπε να ισχύσουν, καθώς και προκειμένου να διαμορφώσει τις εν λόγω τιμές προκειμένου να συμβιβάσει τη ζήτηση μεταφορικών υπηρεσιών με τον σκοπό της χρηματοοικονομικής υπηρεσίας. Έτσι, οι αποφάσεις αυτές ερείδονταν στην αρχή ότι η εκτέλεση των προαναφερθεισών υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας έπρεπε να γίνεται βάσει των όρων της αγοράς και επομένως κατά τρόπο ο οποίος να διαφυλάσσει τη βιωσιμότητα της δραστηριότητας χωρίς προσφυγή σε αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας καταβαλλόμενη από την RAS. Κατά τα λοιπά, όπως επισημαίνει η Επιτροπή στο σημείο 177 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η απόφαση της Περιφέρειας 48/65 αιτιολογεί ρητώς την υποχρέωση διατηρήσεως της οικονομικής ισορροπίας των συνδέσεων με την ηπειρωτική χώρα παραπέμποντας στον σκοπό της αποτροπής της καταβολής ασυμβίβαστης κρατικής ενισχύσεως.

106    Υπό τις συνθήκες αυτές, ορθώς η Επιτροπή έκρινε ότι η απαίτηση εκ των προτέρων προσδιορισμού αντικειμενικών και διαφανών παραμέτρων για τον υπολογισμό της αντισταθμίσεως για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι επληρούτο εν προκειμένω. Πράγματι, τούτο δεν μπορούσε να συμβαίνει καθώς η RAS δεν προέβη στην έκδοση διατάξεων περί χορηγήσεως μιας τέτοιας αντισταθμίσεως και στο πλαίσιο των τρόπων οργανώσεως της επίμαχης δημόσιας υπηρεσίας, όπως είναι αυτοί που περιγράφονται στη σκέψη 105 ανωτέρω, οι οποίοι αποκλείουν, τουλάχιστον κατ’ αρχήν, την αντιστάθμιση αυτή. Βεβαίως, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 103 ανωτέρω, στο πλαίσιο της δεύτερης προϋποθέσεως Altmark, η νομολογία αναγνωρίζει στις εθνικές αρχές ευρεία εξουσία εκτιμήσεως προκειμένου να καθορίζουν τους τρόπους υπολογισμού της επίμαχης αντισταθμίσεως για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας. Εντούτοις, στο πλαίσιο αυτό, αυτή η εξουσία εκτιμήσεως δεν απαλλάσσει τις εθνικές αρχές από την υποχρέωση να προβλέπουν, εκ των προτέρων, αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας. Έτσι, ο εκ των προτέρων καθορισμός του τρόπου υπολογισμού της αντισταθμίσεως αυτής είναι αναγκαίος προκειμένου να πληρούται η δεύτερη προϋπόθεση Altmark, προϋποθέτει δε εξ ορισμού ότι έχει αποφασιστεί, επίσης εκ των προτέρων, η χορήγηση μιας τέτοιας αντισταθμίσεως.

107    Κατά τα λοιπά, όπως τόνισε κατ’ ουσίαν η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεως, οι εθνικές αρχές είναι ελεύθερες, εάν το κρίνουν ενδεδειγμένο, να προβλέψουν αποστολή παροχής δημόσιας υπηρεσίας της οποίας η οικονομική ισορροπία να εξασφαλίζεται εξ ολοκλήρου από τα λειτουργικά έσοδα, χωρίς προσφυγή σε αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας. Βεβαίως, η επιβολή υποχρεώσεων για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας προϋποθέτει εν γένει, ως αντάλλαγμα, την χορήγηση κάποιας αντισταθμίσεως στον οικείο φορέα εκμεταλλεύσεως. Εντούτοις, ελλείψει κανονιστικής ρυθμίσεως στο δίκαιο της Ένωσης σχετικά με τις ΥΓΟΣ, το δίκαιο της Ένωσης δεν απαγορεύει τη μη πρόβλεψη τέτοιας αντισταθμίσεως για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας. Εν προκειμένω, όπως τόνισε ορθώς η Επιτροπή στο σημείο 174 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το περιθώριο εκτιμήσεως το οποίο, στο πλαίσιο των αποφάσεων της Περιφέρειας που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 6 έως 9 ανωτέρω, αναγνώρισε η RAS στη Saremar προκειμένου να προσαρμόζει τις τιμές της είχε ακριβώς ως σκοπό να παράσχει στην εταιρία αυτή τη δυνατότητα να διατηρήσει τη χρηματοοικονομική ισορροπία της δραστηριότητάς της υπό τους όρους της αγοράς, χωρίς να αναγκαστεί να προσφύγει σε δημόσια χρηματοδότηση.

108    Ούτως εχόντων των πραγμάτων, στο πλαίσιο αυτό, το οποίο απέκλειε τη χρηματοδότηση της αποστολής της Saremar μέσω δημοσίων πόρων, το επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο, το οποίο ελήφθη εν συνεχεία λόγω των λειτουργικών ελλειμμάτων που προκαλούσε η δραστηριότητα αυτή, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας κατά την έννοια της αποφάσεως της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (C‑280/00, EU:C:2003:415). Πράγματι, στον βαθμό που μια τέτοια αντιστάθμιση δεν είχε προβλεφθεί εκ των προτέρων, δεν μπορούσε επομένως να υπολογιστεί, όπως απαιτεί η δεύτερη προϋπόθεση Altmark, βάσει αντικειμενικών και διαφανών παραμέτρων καθορισμένων και αυτών εκ των προτέρων. Έτσι, όπως τόνισε η Επιτροπή στο σημείο 176 της προσβαλλομένης αποφάσεως, μόνον στο πλαίσιο του περιφερειακού νόμου 15 του 2012 έλαβε η RAS την απόφαση να καταβάλει στη Saremar επιδότηση 10 εκατομμυρίων ευρώ προκειμένου «να καλύψει το ενδεχόμενο έλλειμμα» από τις συνδέσεις με την ηπειρωτική χώρα τις οποίες πραγματοποιούσε η Saremar. Περαιτέρω, αυτός ο περιφερειακός νόμος ουδόλως μνημονεύει επί τη βάσει ποιων παραμέτρων καθορίστηκε το ύψος της επιδοτήσεως αυτής.

109    Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, βάσει και μόνον των σημείων 174 έως 177 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή μπορούσε ευλόγως να θεωρήσει ότι η δεύτερη προϋπόθεση Altmark δεν επληρούτο εν προκειμένω.

110    Τα επιχειρήματα της RAS που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του τετάρτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως δεν μπορούν να ανατρέψουν το συμπέρασμα αυτό.

111    Εν πρώτοις, στερείται ερείσματος το επιχείρημα της RAS κατά το οποίο η απουσία ρητής αναφοράς σε αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας στις αποφάσεις της Περιφέρειας με τις οποίες ανετίθετο η παροχή δημόσιας υπηρεσίας στη Saremar δεν αντιβαίνει στη δεύτερη προϋπόθεση Altmark.

112    Συναφώς, αφενός, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να στηριχθεί ούτε στο πλαίσιο ΥΓΟΣ του 2011 ούτε στην ανακοίνωση της Επιτροπής, της 11ης Ιανουαρίου 2012, σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις στην αντιστάθμιση για παροχή δημόσιας υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΕΕ 2012, C 8, σ. 4), επί των οποίων στηρίζεται η RAS. Πράγματι, όπως η ίδια η προσφεύγουσα επισημαίνει, το μόνο που προκύπτει από τις ανακοινώσεις αυτές είναι ότι η Επιτροπή φρονεί ότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές δεν υποχρεούνται να καθορίζουν εκ των προτέρων το ακριβές ύψος της αντισταθμίσεως ή συγκεκριμένο μαθηματικό τύπο για τον υπολογισμό του ύψους αυτού. Αντιθέτως, ουδόλως προκύπτει από τις ανακοινώσεις αυτές ότι η Επιτροπή έκρινε ότι οι ίδιες αυτές αρχές μπορούσαν, όπως έπραξε η RAS, να μην προβλέψουν εκ των προτέρων την καταβολή αντισταθμίσεως. Συναφώς, όπως επισημαίνεται στη σκέψη 106 ανωτέρω, η ευρεία εξουσία εκτιμήσεως την οποία διαθέτουν οι εθνικές αρχές προκείμενου να καθορίζουν τις παραμέτρους υπολογισμού της αντισταθμίσεως για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας δεν μπορεί, εξ ορισμού, να απαλλάξει τις αρχές αυτές από την υποχρέωση να προβλέπουν, εκ των προτέρων, μια τέτοια αντιστάθμιση.

113    Αφετέρου, προς στήριξη του επιχειρήματος αυτού δεν μπορεί να γίνει επίκληση ούτε της αποφάσεως SNCM. Πράγματι, αφενός, όπως ορθώς υπενθύμισε η Επιτροπή, από πάγια νομολογία συνάγεται ότι μόνον στο πλαίσιο του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όπως έχει ερμηνευθεί από την απόφαση της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, (C‑280/00, EU:C:2003:415), πρέπει να εκτιμάται η νομιμότητα μιας αποφάσεως που χαρακτηρίζει ως κρατική ενίσχυση την αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας και όχι βάσει μιας προγενέστερης πρακτικής της Επιτροπής κατά τη λήψη αποφάσεων, ακόμη και αν υποτεθεί ότι υπάρχει (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 15ης Ιουνίου 2005, Regione autonoma della Sardegna κατά Επιτροπής, T‑171/02, EU:T:2005:219, σκέψη 177 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Αφετέρου και εν πάση περιπτώσει, όπως τόνισε η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεως, η απόφαση SNCM δεν μπορεί να επιβεβαιώσει το επιχείρημα της προσφεύγουσας. Έτσι, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα με το υπόμνημα απαντήσεως, από τη σκέψη 253 της αποφάσεως αυτής συνάγεται ότι η αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας που χορηγήθηκε στην SNCM είχε, εν αντιθέσει προς το επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο, προβλεφθεί εκ των προτέρων στην περιέχουσα την ανάθεση της παροχής δημόσιας υπηρεσίας σύμβαση η οποία συνήφθη μεταξύ των γαλλικών αρχών και αυτής της επιχειρήσεως. Άλλωστε, στην ίδια αυτή απόφαση SNCM, η Επιτροπή έκρινε ότι η εν λόγω αντιστάθμιση συνιστούσε κρατική ενίσχυση υπό το πρίσμα των προϋποθέσεων Altmark.

114    Δεύτερον, το γεγονός ότι όλα τα αναγκαία κριτήρια για τον καθορισμό και τον ακριβή υπολογισμό των εξόδων και των εσόδων που συνδέονται με την επίμαχη δημόσια υπηρεσία καθορίζονταν στις αποφάσεις της RAS οι οποίες περιελάμβαναν την πράξη αναθέσεως στη Saremar, καθώς και το γεγονός ότι η απόφαση της Περιφέρειας 20/57 καθιέρωσε ένα σύστημα χωριστής λογιστικής για την εν λόγω δημόσια υπηρεσία δεν αποδεικνύουν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε νομικό σφάλμα ή σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως στο πλαίσιο της εφαρμογής της δεύτερης προϋποθέσεως Altmark.

115    Αφενός, η παραδοχή επί της οποίας ερείδεται το πρώτο εκ των επιχειρημάτων που παρατέθηκαν στη σκέψη 114 ανωτέρω είναι εσφαλμένη. Πράγματι, όπως η ίδια η RAS συνομολογεί με το δικόγραφο της προσφυγής της, όλα τα αναγκαία κριτήρια για τον καθορισμό και τον υπολογισμό των εξόδων και των εσόδων σχετικά με την επίμαχη δημόσια υπηρεσία δεν είχαν καθοριστεί εκ των προτέρων, δεδομένου ότι οι αποφάσεις της Περιφέρειας με τις οποίες έγινε η ανάθεση στη Saremar δεν συνεκτιμούσαν τον προβλεπόμενο όγκο κινήσεως στις συνδέσεις με την ηπειρωτική χώρα τις οποίες η επιχείρηση αυτή επρόκειτο να πραγματοποιήσει. Εντούτοις, είναι προφανές ότι πρόκειται για μια μεταβλητή δυνάμενη να επηρεάσει σημαντικά το κατά πόσον με την επίμαχη δραστηριότητα θα επιτυγχανόταν ή μη οικονομική ισορροπία και, επομένως, τον υπολογισμό ενδεχόμενης αντισταθμίσεως αναγκαίας για την ισορροπία αυτή. Έτσι, η RAS παραδέχεται, εμμέσως, πλην όμως κατά λογική αναγκαιότητα, ότι ένα σημαντικό στοιχείο για τον καθορισμό αντικειμενικών παραμέτρων υπολογισμού του ύψους της αντισταθμίσεως δεν συνεκτιμήθηκε στις προαναφερθείσες αποφάσεις της Περιφέρειας.

116    Αφετέρου, το γεγονός ότι οι εν λόγω αποφάσεις της Περιφέρειας καθιστούσαν ευχερέστερο τον προσδιορισμό των αναγκαίων στοιχείων λογιστικής για τον υπολογισμό του ύψους ενδεχόμενης αντισταθμίσεως δεν έχει καθοριστική σημασία εν προκειμένω. Πράγματι, ακόμη και εάν ήθελε θεωρηθεί αποδεδειγμένη, η περίσταση αυτή δεν μπορεί να θεραπεύσει την ανυπαρξία, στις αποφάσεις αυτές, διατάξεων σχετικά με τη χορήγηση αντισταθμίσεως για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας ούτε, συνεπώς, την ανυπαρξία αντικειμενικών και διαφανών παραμέτρων για τον υπολογισμό της. Ειδικότερα, πρέπει να τονιστεί ότι, στις εν λόγω αποφάσεις της Περιφέρειας, τίποτα δεν καταδεικνύει ότι τα στοιχεία λογιστικής τα οποία επικαλείται η RAS έπρεπε να χρησιμοποιηθούν για τον προσδιορισμό του υπολογισμού του ύψους αντισταθμίσεως για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας, δεδομένου ότι η αντιστάθμιση αυτή, όπως επισημαίνεται στη σκέψη 106 ανωτέρω, είχε, κατ’ αρχήν, αποκλειστεί.

117    Εξάλλου, όπως προβάλλει η Επιτροπή, από το ίδιο το κείμενο της αποφάσεως της Περιφέρειας 20/57 προκύπτει ότι το σύστημα χωριστής λογιστικής το οποίο καθιέρωσε η απόφαση αυτή είχε ως σκοπό να εξασφαλίσει τη χρηματοοικονομική ισορροπία της επίμαχης δημόσιας υπηρεσίας υπό τους όρους της αγοράς. Ειδικότερα, όπως η ίδια η RAS επισημαίνει στο δικόγραφο της προσφυγής της, αυτό το σύστημα χωριστής λογιστικής αποσκοπούσε, μεταξύ άλλων, να αποτρέψει το ενδεχόμενο αντισταθμίσεως των συνδεόμενων με αυτήν τη δημόσια υπηρεσία βαρών από τα έσοδα που προέρχονταν από τις συνδέσεις με τις μικρές νήσους της Σαρδηνίας και με την Κορσική, τις οποίες εκτελούσε η Saremar στο πλαίσιο συμβάσεως για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας και οι οποίες περιλάμβαναν, ιδίως, την αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας που καταβαλλόταν στο πλαίσιο της συμβάσεως αυτής.

118    Τέλος, η RAS δεν μπορεί να επικαλεστεί λυσιτελώς το γεγονός ότι ο εκ των προτέρων προσδιορισμός των κρίσιμων στοιχείων λογιστικής στις αποφάσεις της Περιφέρειας με τις οποίες έγινε η ανάθεση της παροχής δημόσιας υπηρεσίας και η καθιέρωση συστήματος χωριστής λογιστικής θα επέτρεπαν ενδεχόμενη υπεραντιστάθμιση.

119    Πράγματι, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 92 ανωτέρω, η απαίτηση σχετικά με την ανυπαρξία υπεραντισταθμίσεως είναι κρίσιμη στο πλαίσιο του ελέγχου της τρίτης προϋποθέσεως Altmark, αλλά όχι στο πλαίσιο του ελέγχου της δεύτερης προϋποθέσεως, η οποία πρέπει να περιορίζεται στην διαπίστωση σχετικά με το κατά πόσον υφίσταται εκ των προτέρων προσδιορισμός αντικειμενικών και διαφανών παραμέτρων υπολογισμού για τον καθορισμό του ύψος της αντισταθμίσεως αυτής. Μολονότι οι προϋποθέσεις αυτές είναι, σε ορισμένο βαθμό, αλληλοεξαρτώμενες, εντούτοις, όπως επισημαίνεται στη σκέψη 94 ανωτέρω, κάθε μία από τις προϋποθέσεις αυτές πρέπει να συντρέχει χωριστά προκειμένου το επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο να μη χαρακτηριστεί ως ενίσχυση.

120    Συναφώς, αλυσιτελώς η προσφεύγουσα παραπέμπει στη σκέψη 210 της αποφάσεως της 12ης Φεβρουαρίου 2008, BUPA κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑289/03, EU:T:2008:29). Πράγματι, στη σκέψη αυτή, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, στην απόφαση που αποτελούσε το αντικείμενο της διαφοράς, η Επιτροπή είχε εξετάσει την ύπαρξη υπεραντισταθμίσεως, που ήταν κρίσιμη στο πλαίσιο του ελέγχου της τρίτης προϋποθέσεως Altmark. Το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε επομένως εντεύθεν ότι, κατ’ ουσίαν, η απόφαση αυτή είχε, εμμέσως, πλην όμως κατά λογική αναγκαιότητα, προβεί εκ των προτέρων στη διαπίστωση περί υπάρξεως αντικειμενικών και διαφανών παραμέτρων υπολογισμού του ύψους της επίμαχης αντισταθμίσεως για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας, που ενέπιπτε στη δεύτερη προϋπόθεση Altmark. Στη σκέψη 211 της ιδίας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε εντεύθεν ότι εναπέκειτο σε αυτό να εξετάσει εάν η Επιτροπή νομίμως μπορούσε να θεωρήσει ότι αυτή η δεύτερη προϋπόθεση επληρούτο. Έτσι, αντί να στηρίζει το επιχείρημα της προσφεύγουσας, η σκέψη 210 της εν λόγω αποφάσεως, ερμηνευόμενη εντός του οικείου πλαισίου, επιβεβαιώνει την ανάγκη να διαπιστώνεται η ύπαρξη αντικειμενικών και διαφανών παραμέτρων εκ των προτέρων καθορισμένων προς καθορισμό του ύψους του επίμαχου αντισταθμιστικού μέτρου ανεξαρτήτως της ανυπαρξίας υπεραντισταθμίσεως (απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2008, BUPA κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑289/03, EU:T:2008:29, σκέψεις 210 και 211).

121    Τρίτον και τελευταίον, πρέπει να τονιστεί ότι, εν αντιθέσει προς τους ισχυρισμούς της RAS, η υποχρέωση της Saremar να εκπληρώνει, κατά πάσα περίπτωση, την αποστολή παροχής δημόσιας υπηρεσίας που της είχε ανατεθεί εν προκειμένω, προκειμένου να εξασφαλίζει την εδαφική συνέχεια, ακόμη και σε περίπτωση λειτουργικών ζημιών, δεν αποδεικνύει ότι η δεύτερη προϋπόθεση Altmark επληρούτο. Αντιθέτως, η ύπαρξη μιας τέτοιας υποχρεώσεως υποδηλώνει ακριβώς ότι, εν αντιθέσει προς όσα απορρέουν από τις προαναφερθείσες στις σκέψεις 6 έως 9 ανωτέρω αποφάσεις της Περιφέρειας, η RAS δεν μπορούσε να αποτρέψει το ενδεχόμενο προσφυγής σε αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας και ότι, συνεπώς, θα έπρεπε να προβλέψει, σε αυτές τις αποφάσεις της Περιφέρειας, τη χορήγηση αντισταθμίσεως καθώς και αντικειμενικές και διαφανείς παραμέτρους για τον καθορισμό του ύψους της.

122    Από το σύνολο των ανωτέρω συνάγεται ότι η Επιτροπή νομίμως έκρινε, στηριζόμενη στις εκτιμήσεις που διατυπώνονται στα σημεία 174 έως 177 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο δεν πληρούσε τη δεύτερη προϋπόθεση Altmark. Το προβαλλόμενο από την RAS γεγονός ότι στο σημείο 178 της αποφάσεως αυτής η Επιτροπή στηρίχθηκε σε εσφαλμένες εκτιμήσεις σχετικά με την εξουσία εκτιμήσεως της Saremar να καθορίζει και να προσαρμόζει τις τιμές της, οι οποίες διατυπώνονται στο πλαίσιο του ελέγχου της πρώτης προϋποθέσεως Altmark, δεν ασκεί επιρροή. Πράγματι, στον βαθμό που, όπως τονίστηκε ανωτέρω, οι εκτιμήσεις που διατυπώνονται στα σημεία 174 έως 177 της εν λόγω αποφάσεως ήταν επαρκείς προκειμένου να διαπιστωθεί ότι η δεύτερη προϋπόθεση Altmark δεν επληρούτο, οι εκτιμήσεις της στο σημείο 178 αναπτύσσονται κατ’ ανάγκην επαλλήλως. Η αιτίαση της RAS σχετικά με αυτό το τελευταίο σημείο είναι επομένως αλυσιτελής. Πράγματι, τυχόν εσφαλμένη αιτιολογία δεν δικαιολογεί την ακύρωση της οικείας πράξεως, εφόσον παρατίθεται επαλλήλως και υπάρχουν και άλλες αιτιολογίες που αρκούν για τη θεμελίωσή της (βλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2012, Γαλλία κατά Επιτροπής, T‑154/10, EU:T:2012:452, σκέψη 99 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επομένως, το τέταρτο σκέλος του δεύτερου λόγου δεν μπορεί παρά να απορριφθεί.

123    Όσον αφορά τα λοιπά σκέλη του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, πρέπει να θεωρηθεί ότι, λόγω της απορρίψεως του τετάρτου σκέλους αυτού του λόγου ακυρώσεως για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 100 έως 122 ανωτέρω, αυτά προβάλλονται αλυσιτελώς.

124    Πράγματι, αφενός, όπως επισημαίνεται στη σκέψη 94 ανωτέρω, λαμβανομένου υπόψη του σωρευτικού και αυτοτελούς χαρακτήρα των προϋποθέσεων Altmark, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να εξετάζει το σύνολο των προϋποθέσεων αυτών, εάν διαπιστώνει ότι κάποια μεταξύ αυτών δεν πληρούται και ότι, συνεπώς, το επίμαχο μέτρο πρέπει να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση. Αφετέρου, εάν η Επιτροπή προέβη δικαίως σε μια τέτοια διαπίστωση, τυχόν πεπλανημένη εκτίμησή της σχετικά με μία ή πολλές άλλες από τις προϋποθέσεις αυτές δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να οδηγήσει στην ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

125    Εν προκειμένω, μολονότι η Επιτροπή εξέτασε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο υπό το πρίσμα των τριών πρώτων προϋποθέσεων Altmark, εντούτοις έκρινε, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 96 ανωτέρω, ότι επιβαλλόταν να εξεταστεί εάν το επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο έπρεπε να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση αρχής γενομένης από τη διαπίστωση του κατά πόσον επληρούτο η δεύτερη των εν λόγω προϋποθέσεων και δεν εξέτασε την πρώτη και την τρίτη από τις προϋποθέσεις αυτές παρά μόνον σε μεταγενέστερο στάδιο της αναλύσεώς της. Εξάλλου, στο σημείο 179 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή, αφού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτή η δεύτερη προϋπόθεση δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι πληρούται, συνήγαγε εντεύθεν ότι η εν λόγω αντιστάθμιση χορηγούσε πλεονέκτημα στη Saremar υπό την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ. Έτσι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, έκρινε κατά λογική αναγκαιότητα ότι η εξέταση αυτής της δεύτερης προϋποθέσεως αρκούσε προκειμένου να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο παρείχε οικονομικό πλεονέκτημα στη Saremar.

126    Βεβαίως, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, λαμβανομένης υπόψη μιας κάποιας αλληλεξαρτήσεως των προϋποθέσεων Altmark, η βασιμότητα των εκτιμήσεων της Επιτροπής σε σχέση με μια από τις προϋποθέσεις αυτές ενδέχεται να εξαρτάται από τη βασιμότητα των εκτιμήσεων στις οποίες προβαίνει στο πλαίσιο μιας άλλης από τις προϋποθέσεις αυτές.

127    Εντούτοις, αφενός, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 122 ανωτέρω, εν προκειμένω, το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι η δεύτερη προϋπόθεση Altmark δεν επληρούτο μπορούσε να στηριχθεί αποκλειστικώς και μόνον στην αιτιολογία που εκτίθεται στα σημεία 174 έως 177 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

128    Αφετέρου, η αιτιολογία αυτή ουδόλως εξαρτάται από εκτιμήσεις τις οποίες εξέθεσε η Επιτροπή στο πλαίσιο του ελέγχου της πρώτης ή της τρίτης προϋποθέσεως Altmark.

129    Πράγματι, κατ’ αρχάς, στο πλαίσιο της εφαρμογής της πρώτης προϋποθέσεως Altmark, η Επιτροπή έκρινε, κατ’ ουσίαν, στα σημεία 181 έως 210 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας που είχαν επιβληθεί στη Saremar δεν ήσαν αναγκαίες για τον λόγο ότι, ιδίως, δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν τον οικονομικά προσιτό χαρακτήρα των τιμών στις συνδέσεις μεταξύ της Σαρδηνίας και της ηπειρωτικής χώρας. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι εκτιμήσεις αυτές ουδεμία σχέση έχουν με αυτές που εκτίθενται στα σημεία 174 έως 177 της ιδίας αποφάσεως οι οποίες, όπως επισημαίνεται στη σκέψη 99 ανωτέρω, ερείδονται επί της διαπιστώσεως ότι οι αποφάσεις της RAS που καθορίζουν τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας της Saremar δεν προέβλεπαν τη χορήγηση αντισταθμίσεως για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας.

130    Περαιτέρω, πάντοτε στο πλαίσιο της εφαρμογής της πρώτης προϋποθέσεως Altmark, η Επιτροπή έκρινε, στα σημεία 211 έως 219 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας της Saremar δεν είχαν επαρκώς καθοριστεί ως προς το ύψος των εφαρμοστέων τιμών. Συναφώς, στο σημείο 178 της αποφάσεως αυτής, αναφέρθηκε βεβαίως σε αυτήν την εκτίμηση προκειμένου να συναγάγει εντεύθεν το συμπέρασμα ότι οι παράμετροι υπολογισμού του ύψους της αντισταθμίσεως δεν μπορούσαν να έχουν καθοριστεί εκ των προτέρων κατά τρόπο διαφανή και αντικειμενικό, λαμβανομένης υπόψη της σχέσεως, εν προκειμένω, μεταξύ του προσδιορισμού των παραμέτρων αυτών και του ορισμού του επιπέδου των εν λόγω τιμών. Εντούτοις, όπως τονίστηκε στη σκέψη 122 ανωτέρω, στο πλαίσιο της εφαρμογής της δεύτερης προϋποθέσεως Altmark, το σημείο 178 της αποφάσεως αυτής έχει επάλληλο χαρακτήρα υπό το πρίσμα των εκτιμήσεων που εκτίθενται στα σημεία 174 έως 177 της ιδίας αποφάσεως.

131    Τέλος, στα σημεία 220 έως 222 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή στηρίχθηκε αποκλειστικώς στις εκτιμήσεις της σχετικά με τη μη ύπαρξη ανάγκης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας και στον ανεπαρκώς αποσαφηνισμένο ορισμό των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας, στις οποίες προέβη στο πλαίσιο της εφαρμογής της πρώτης προϋποθέσεως Altmark, προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, συνεπεία τούτου, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι επληρούτο η τρίτη προϋπόθεση Altmark σχετικά με την απουσία υπεραντισταθμίσεως.

132    Συνεπώς, ακόμη και εάν ήθελε υποτεθεί ότι, όπως υποστηρίζει κατ’ ουσίαν η RAS στο πλαίσιο του πρώτου, του δεύτερου, του τρίτου και του πέμπτου σκέλους του παρόντος λόγου ακυρώσεως, η Επιτροπή εσφαλμένως έκρινε ότι η πρώτη και η τρίτη προϋπόθεση Altmark δεν πληρούνταν, τα σφάλματα αυτά δεν αναιρούν το συμπέρασμα της Επιτροπής κατά το πέρας της αναλύσεώς της για τη δεύτερη από τις προϋποθέσεις αυτές, κατά την οποία το επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο χορηγούσε οικονομικό πλεονέκτημα στη Saremar. Συνεπώς, αυτά τα σκέλη του παρόντος λόγου ακυρώσεως πρέπει να θεωρηθούν ως αλυσιτελώς προβαλλόμενα, οπότε αυτός ο λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του, χωρίς να συντρέχει ανάγκη να διαταχθεί η διεξαγωγή αποδείξεων που ζήτησε η RAS στο πλαίσιο του πρώτου και του δευτέρου σκέλους.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλονται νομικά σφάλματα και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως σχετικά με την εφαρμογή της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2005 και της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2011

133    Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η RAS υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι ο έλεγχος από την Επιτροπή της συμβατότητας του επίμαχου αντισταθμιστικού μέτρου με την εσωτερική αγορά υπό το πρίσμα της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2011, που έγινε στα σημεία 249 έως 260 της προσβαλλομένης αποφάσεως, πάσχει νομικά σφάλματα και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Αυτός ο λόγος ακυρώσεως περιλαμβάνει τρία σκέλη.

134    Εισαγωγικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι αντισταθμίσεις για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας που δεν πληρούν μεν τις προϋποθέσεις Altmark, πλην όμως πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ προκειμένου να χαρακτηριστούνως κρατική ενίσχυση, μπορούν, εντούτοις, να θεωρηθούν συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά, ιδίως δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (βλ. απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2012, CBI κατά Επιτροπής, T‑137/10, EU:T:2012:584, σκέψη 81 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

135    Πρέπει να υπομνησθεί επίσης ότι, δυνάμει του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, οι επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση ΥΓΟΣ υπόκεινται στους κανόνες του ανταγωνισμού στον βαθμό κατά τον οποίο η εφαρμογή των κανόνων αυτών δεν εμποδίζει νομικά ή πραγματικά την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που τους έχει ανατεθεί, με την επιφύλαξη ωστόσο ότι η ανάπτυξη των συναλλαγών δεν πρέπει να επηρεάζεται σε βαθμό ο οποίος θα αντέκειτο προς το συμφέρον της Ένωσης (βλ. απόφαση της 1ης Ιουλίου 2010, M6 και TF1 κατά Επιτροπής, T‑568/08 και T‑573/08, EU:T:2010:272, σκέψη 136 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

136    Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 101 ανωτέρω, βάσει νομολογίας που ισχύει τόσο στο πλαίσιο της εφαρμογής των προϋποθέσεων Altmark όσο και στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, η Επιτροπή, ελλείψει εναρμονισμένης κανονιστικής ρυθμίσεως της Ένωσης στον τομέα αυτόν, δεν έχει την εξουσία να αποφαίνεται επί της εκτάσεως των αποστολών δημόσιας υπηρεσίας τις οποίες αναλαμβάνει ο δημόσιος φορέας εκμεταλλεύσεως, ιδίως επί του ύψους του κόστους που συνδέεται με την υπηρεσία αυτή ούτε επί της σκοπιμότητας των πολιτικών επιλογών στις οποίες προβαίνουν οι εθνικές αρχές ούτε επί της οικονομικής αποτελεσματικότητας του δημόσιου φορέα εκμεταλλεύσεως.

137    Ωστόσο, όπως ήδη τονίστηκε στις σκέψεις 102 και 103 ανωτέρω, η ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που αναγνωρίζεται σε αυτές τις εθνικές αρχές δεν είναι απεριόριστη. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, αυτή η ευρεία εξουσία εκτιμήσεως δεν πρέπει να εμποδίζει την Επιτροπή να ελέγχει κατά πόσον είναι δυνατή η παρέκκλιση από την απαγόρευση των κρατικών ενισχύσεων που προβλέπει η διάταξη αυτή.

138    Εξάλλου, πρέπει να τονιστεί ότι η άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, προκειμένου να καθορίζει εάν συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά κρατικό μέτρο το οποίο έχει χαρακτηρίσει ως κρατική ενίσχυση, συνεπάγεται περίπλοκες συνεκτιμήσεις οικονομικού και κοινωνικού χαρακτήρα. Έτσι, ο δικαστής της Ένωσης, ελέγχοντας τη νομιμότητα της ασκήσεως της εξουσίας αυτής, δεν μπορεί να υποκαταστήσει την εκτίμηση της Επιτροπής με τη δική του εκτίμηση. (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 5ης Μαρτίου 2015, Banco Privado Português και Massa Insolvente do Banco Privado Português, C‑667/13, EU:C:2015:151, σκέψη 67 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

139    Τέλος, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, η εξουσία εκτιμήσεως των κρατών μελών και αυτή της Επιτροπής μπορούν να περιοριστούν από τις οδηγίες και τις αποφάσεις τις οποίες το όργανο αυτό έχει την αρμοδιότητα να λαμβάνει βάσει του άρθρου 106, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Έτσι, η Επιτροπή εξέδωσε διαδοχικώς την απόφαση ΥΓΟΣ του 2005 και την απόφαση ΥΓΟΣ του 2011 προκειμένου να προσδιορίσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μια αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας μπορεί να θεωρηθεί συμβατή προς το άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και μπορεί, συνεπώς, να εξαιρεθεί της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως των νέων ενισχύσεων την οποία προβλέπει το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Όπως προκύπτει από τα άρθρα 11 και 12 της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2011, αυτή η τελευταία καταργεί την απόφαση ΥΓΟΣ του 2005 και αρχίζει να ισχύει από τις 31 Ιανουαρίου 2012.

–       Επί του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο ως προς το ratione temporis πεδίο εφαρμογής της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2005 και της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2011

140    Με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η RAS υποστηρίζει ότι η Επιτροπή κακώς εφάρμοσε την απόφαση ΥΓΟΣ του 2011, ενώ εφαρμοστέα ratione temporis επί των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υποθέσεως ήταν η απόφαση ΥΓΟΣ του 2005. Συναφώς, υποστηρίζει ότι όλα τα ουσιαστικά στοιχεία της αποστολής δημόσιας υπηρεσίας της Saremar είχαν καθοριστεί προτού τεθεί σε ισχύ η απόφαση ΥΓΟΣ του 2011 και ότι οι αποφάσεις της Περιφέρειας που καθόριζαν την αποστολή δημόσιας υπηρεσίας της Saremar συνεπαγόταν την αντιστάθμιση ενδεχόμενου ελλείμματος.

141    Η Επιτροπή και η CIN αντιτείνουν, κατ’ ουσίαν, ότι η επίμαχη ενίσχυση χορηγήθηκε μόλις τον Αύγουστο του 2012.

142    Συναφώς, από πάγια νομολογία συνάγεται ότι κρατική ενίσχυση θεωρείται χορηγηθείσα οσάκις οι αρμόδιες εθνικές αρχές έχουν εκδώσει δεσμευτική νομική πράξη με την οποία δεσμεύονται να καταβάλλουν την επίμαχη ενίσχυση ή οσάκις το δικαίωμα λήψεως της ενισχύσεως αυτής χορηγείται στον δικαιούχο από τις ισχύουσες νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις (απόφαση της 21ης Μαρτίου 2013, Magdeburger Mühlenwerke, C‑129/12, EU:C:2013:200, σκέψη 40· βλ., επίσης, απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2009, Γαλλία και France Télécom κατά Επιτροπής, T‑427/04 και T‑17/05, EU:T:2009:474, σκέψη 320 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

143    Εν προκειμένω, παρατηρήθηκε ήδη με τις σκέψεις 105 και 116 ανωτέρω ότι ουδεμία εκ των αποφάσεων της Περιφέρειας που μνημονεύονται στις σκέψεις 6 έως 9 ανωτέρω δεν προέβλεψε τη χορήγηση στη Saremar αντισταθμίσεως για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας αντιστοιχούσας στις υποχρεώσεις τις οποίες αυτή υπείχε δυνάμει των αποφάσεων αυτών. Εξάλλου, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 108 ανωτέρω, η RAS αποφάσισε να καταβάλει στη Saremar την επίμαχη αντιστάθμιση μόνο στο πλαίσιο του περιφερειακού νόμου 15 του 2012. Ως εκ τούτου, κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που υπομνήσθηκε ανωτέρω, μόνον από της ημερομηνίας εκδόσεως αυτού του περιφερειακού νόμου, που παρέσχε στη Saremar το δικαίωμα να λάβει την εν λόγω αντιστάθμιση, μπορεί να θεωρηθεί ότι της χορηγήθηκε η αντιστάθμιση αυτή.

144    Ωστόσο, όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 139 ανωτέρω, δυνάμει των άρθρων 11 και 12 της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2011, αυτή η τελευταία κατήργησε την απόφαση ΥΓΟΣ του 2005 και τέθηκε σε ισχύ στις 31 Ιανουαρίου 2012. Ως εκ τούτου, μόνον η απόφαση ΥΓΟΣ του 2011 μπορεί να εφαρμοστεί ratione temporis στο επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο, δεδομένου ότι η απόφαση ΥΓΟΣ του 2005 δεν ίσχυε, εν πάση περιπτώσει, πλέον κατά την ημερομηνία κατά την οποία η αντιστάθμιση αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως χορηγηθείσα στη Saremar.

145    Τα επιχειρήματα της RAS δεν δύνανται να ανατρέψουν το συμπέρασμα που διατυπώνεται στη σκέψη 144 ανωτέρω. Πράγματι, όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 116 ανωτέρω, ακόμη και εάν ήθελε υποτεθεί ότι όλα τα ουσιώδη στοιχεία της αποστολής παροχής δημόσιας υπηρεσίας της Saremar είχαν περιληφθεί στις αποφάσεις της Περιφέρειας που καθορίζουν τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας της εταιρίας αυτής, το γεγονός αυτό δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να θεραπεύσει την ανυπαρξία στις εν λόγω αποφάσεις της Περιφέρειας διατάξεων προβλεπουσών τη χορήγηση του επίμαχου αντισταθμιστικού μέτρου. Εξάλλου, ακόμη και εάν ήθελε υποτεθεί ότι οι αποφάσεις αυτές της Περιφέρειας δεν απέκλειαν την αντιστάθμιση από την RAS τυχόν λειτουργικών ελλειμμάτων που ενδεχομένως βάρυναν τη Saremar, εντούτοις καμία από τις διατάξεις τους δεν περιείχε δέσμευση της RAS, έστω και έμμεση, περί καταβολής της αντισταθμίσεως αυτής ούτε παρείχε δικαίωμα στη Saremar να τη λάβει.

146    Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, αφού εξέτασε το επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο υπό το πρίσμα των προϋποθέσεων του άρθρου 4 της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2011 στα σημεία 256 και 257 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή, στο σημείο 260 της ιδίας αποφάσεως, εξέτασε, επικουρικώς, το μέτρο αυτό υπό το πρίσμα του άρθρου 4, στοιχείο εʹ, της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2005. Εντεύθεν συνήγαγε ότι οι προϋποθέσεις της τελευταίας αυτής αποφάσεως, όπως και αυτές της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2011, δεν συνέτρεχαν εν προκειμένω. Ως εκ τούτου, κακώς η RAS υποστηρίζει ότι η Επιτροπή εξέτασε το επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο μόνον υπό το πρίσμα της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2011.

147    Επομένως, το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί του δευτέρου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλονται νομικά σφάλματα και πλάνη εκτιμήσεως σχετικά με την εφαρμογή των αρχών και των προϋποθέσεων της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2011

148    Στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι αρχές και οι προϋποθέσεις των αποφάσεων ΥΓΟΣ του 2005 και του 2011 τηρήθηκαν. Στηρίζεται, συναφώς, στα επιχειρήματα που προέβαλε, στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, όσον αφορά τις δύο πρώτες προϋποθέσεις Altmark. Προβάλλει επίσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι τα ανώτατα όρια που προβλέπονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και γʹ, της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2005 και στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2011 τηρήθηκαν εν προκειμένω.

149    Η Επιτροπή και η CIN φρονούν ότι η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να απορριφθεί.

150    Εισαγωγικώς, επιβάλλεται ευθύς εξαρχής να απορριφθεί το τμήμα της επιχειρηματολογίας της RAS σχετικά με τις αρχές και τις προϋποθέσεις της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2005 ως αλυσιτελές, δεδομένου ότι, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 144 ανωτέρω, η απόφαση αυτή δεν εφαρμοζόταν ratione temporisστο επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο.

151    Κατά τα λοιπά, πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2011, αυτή εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, στις αντισταθμίσεις για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας που χορηγούνται στις εναέριες και τις θαλάσσιες συνδέσεις με τις νήσους των οποίων η μέση επιβατική κίνηση δεν υπερέβη τους 300 000 επιβάτες κατά τις δύο οικονομικές χρήσεις που προηγήθηκαν αυτής της παροχής της ΥΓΟΣ.

152    Επιβάλλεται επίσης να υπομνησθεί ότι το άρθρο 4, στοιχείο αʹ, καθώς και τα στοιχεία δʹ έως στʹ, της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2011 προβλέπει ότι οι πράξεις αναθέσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας πρέπει να αναφέρουν:

–        το περιεχόμενο και τη διάρκεια των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας (άρθρο 4, στοιχείο αʹ)·

–        την περιγραφή του μηχανισμού αντισταθμίσεως και τις παραμέτρους για τον υπολογισμό, τον έλεγχο και την αναθεώρηση της αντισταθμίσεως (άρθρο 4, στοιχείο δʹ)·

–        τις ρυθμίσεις για την αποφυγή και την ανάκτηση της ενδεχόμενης υπεραντισταθμίσεως (άρθρο 4, στοιχείο εʹ)·

–        παραπομπή στην απόφαση ΥΓΟΣ του 2011 (άρθρο 4, στοιχείο στʹ).

153    Όπως προκύπτει από το γράμμα των άρθρων 1, 3 και 4 της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2011, ερμηνευόμενο υπό το φως της αιτιολογικής σκέψεως 9, οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις έχουν σωρευτικό χαρακτήρα. Έτσι, προκειμένου μια αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας να μπορεί να θεωρηθεί συμβατή με την εσωτερική αγορά και να μην υπόκειται στην υποχρέωση κοινοποιήσεως, είναι αναγκαίο οι συναφείς πράξεις αναθέσεως της παροχής δημόσιας υπηρεσίας να πληρούν τουλάχιστον όλες αυτές τις προϋποθέσεις.

154    Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι, μολονότι η απόφαση ΥΓΟΣ του 2011 δεν απαιτεί ρητώς να έχει η συγκεκριμένη δημόσια υπηρεσία τον χαρακτήρα γενικού οικονομικού συμφέροντος με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σε σχέση προς τον χαρακτήρα γενικού οικονομικού συμφέροντος που έχουν άλλες οικονομικές δραστηριότητες, πρόκειται, εν πάση περιπτώσει, για προϋπόθεση που προηγείται της εφαρμογής του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ η οποία απορρέει, μεταξύ άλλων, από τον μη απεριόριστο χαρακτήρα του περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτουν οι εθνικές αρχές προκειμένου να ορίσουν τη δημόσια υπηρεσία, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 137 ανωτέρω.

155    Προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι προϋποθέσεις της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2011 δεν πληρούνταν, η Επιτροπή στηρίχθηκε στο ακόλουθο σκεπτικό. Κατ’ αρχάς, στο σημείο 255 της προσβαλλομένης αποφάσεως, παρέπεμψε, κατά κύριο λόγο, στις αιτιολογικές σκέψεις 180 έως 218 της ιδίας αποφάσεως, στις οποίες είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η RAS δεν είχε αποδείξει ούτε την ύπαρξη πραγματικής ανάγκης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας ούτε την ύπαρξη επαρκώς αποσαφηνισμένων υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Στα σημεία 256 και 257 της προσβαλλομένης αποφάσεως, επισήμανε, ότι, εν πάση περιπτώσει, ήταν προφανές, εν προκειμένω, ότι οι πράξεις αναθέσεως για την παροχή της επίμαχης δημόσιας υπηρεσίας δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις του άρθρου 4, στοιχείο δʹ έως στοιχείο στʹ, της εν λόγω αποφάσεως.

156    Συναφώς, αφενός, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η RAS δεν μπορεί να επικαλεστεί λυσιτελώς το γεγονός ότι το επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο τηρεί τα ανώτατα όρια που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2011. Πράγματι, όπως προκύπτει σαφώς από το γράμμα του άρθρου αυτού και την όλη οικονομία της αποφάσεως, η διάταξη αυτή αποσκοπεί μόνον στον προσδιορισμό του πεδίου εφαρμογής της εν λόγω αποφάσεως, υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως των προϋποθέσεων που ορίζει σε άλλο σημείο, ιδίως αυτών του άρθρου 4. Ως εκ τούτου, η μόνη συνέπεια που μπορούσε να έχει, εν προκειμένω, το γεγονός ότι το επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της αποφάσεως αυτής ήταν η υποχρέωση της Επιτροπής να ελέγξει εάν πληρούσε τις προϋποθέσεις που η ίδια είχε ορίσει, πράγμα το οποίο έπραξε.

157    Αφετέρου, όπως δέχθηκε η Επιτροπή στα σημεία 256 και 257 της προσβαλλομένης αποφάσεως και εν αντιθέσει προς τους ισχυρισμούς της RAS, οι προϋποθέσεις του άρθρου 4, στοιχεία δʹ και εʹ, της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2011 προδήλως δεν πληρούνται εν προκειμένω.

158    Πράγματι, κατ’ αρχάς, όπως τονίστηκε στις σκέψεις 104 έως 122 ανωτέρω, η RAS δεν απέδειξε, στο πλαίσιο του τετάρτου σκέλους του δευτέρου λόγου της ακυρώσεως, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε νομικό σφάλμα ή σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας, στα σημεία 174 έως 177 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι αποφάσεις της Περιφέρειας που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 6 έως 9 ανωτέρω δεν προέβλεπαν τη χορήγηση αντισταθμίσεως για την παροχής δημόσιας υπηρεσίας ούτε, συνεπεία τούτου, τον καθορισμό αντικειμενικών και διαφανών παραμέτρων για τον υπολογισμό της αντισταθμίσεως αυτής. Συνεπώς, επ’ αυτής της βάσεως, επιβάλλεται ήδη η διαπίστωση ότι η προϋπόθεση του άρθρου 4, στοιχείο δʹ, της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2011 δεν επληρούτο, πράγμα που αρκεί για τη συναγωγή του συμπεράσματος ότι, λαμβανομένου υπόψη του σωρευτικού χαρακτήρα των προϋποθέσεων τις οποίες τάσσει η απόφαση αυτή, το επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο δεν μπορούσε να θεωρηθεί συμβατό με την εσωτερική αγορά και να εξαιρεθεί της κοινοποιήσεως δυνάμει της αποφάσεως αυτής.

159    Εν συνεχεία και εν πάση περιπτώσει, ελλείψει οποιασδήποτε διατάξεως στις επίμαχες αποφάσεις της Περιφέρειας προβλέπουσας τη χορήγηση αντισταθμίσεως, η Επιτροπή κατέληξε, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη, στο εύλογο συμπέρασμα ότι ούτε η προϋπόθεση του άρθρου 4, στοιχείο εʹ, της ιδίας αποφάσεως ΥΓΟΣ επληρούτο. Πράγματι, η διάταξη αυτή απαιτεί να προβλέπονται, εκ των προτέρων, οι ρυθμίσεις για την ανάκτηση των ενδεχομένων υπεραντισταθμίσεων και τα μέσα αποφυγής τους. Πάντως, παραλείποντας να προβλέψει, στις επίμαχες αποφάσεις της Περιφέρειας, την καταβολή αντισταθμίσεως για την παροχής δημόσιας υπηρεσίας στην περίπτωση που δεν επιτυγχανόταν ο ισοσκελισμός του προϋπολογισμού για την υπηρεσία αυτή, η RAS κατ’ ανάγκην δεν συμπεριέλαβε τις εν λόγω ρυθμίσεις στις αποφάσεις αυτές. Περαιτέρω, για τους ίδιους λόγους με αυτούς που παρατίθενται στις σκέψεις 116 και 117 ανωτέρω, η απουσία τέτοιων ρυθμίσεων δεν θεραπεύεται από την ύπαρξη, στις ίδιες αποφάσεις της Περιφέρειας, στοιχείων που καθιστούν ευχερέστερο τον προσδιορισμό των κρίσιμων λογιστικών θέσεων για τον καθορισμό ενδεχόμενης αντισταθμίσεως καθώς και ενός συστήματος χωριστής λογιστικής.

160    Συνεπώς, ανεξαρτήτως της εξετάσεως των επιχειρημάτων της RAS σχετικά με την προϋπόθεση που προβλέπει το άρθρο 4, στοιχείο στʹ, στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους, από τα ανωτέρω συνάγεται ότι το δεύτερος σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί του τρίτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλονται εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 4, στοιχείο στʹ, της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2011 και, επικουρικώς, ένσταση ελλείψεως νομιμότητας της διατάξεως αυτής

161    Το τρίτο σκέλος αντλείται, κατ’ ουσίαν, από πλάνη περί το δίκαιο, στον βαθμό που η Επιτροπή εσφαλμένως έκρινε ότι η προϋπόθεση που προβλέπει το άρθρο 4, στοιχείο στʹ, της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2011 δεν ήταν απλώς τυπική. Επικουρικώς, στην περίπτωση κατά την οποία η προϋπόθεση αυτή δεν έχει αμιγώς τυπικό χαρακτήρα, η προσφεύγουσα επικαλείται κατά της εν λόγω διατάξεως ένσταση ελλείψεως νομιμότητας, υπό την έννοια του άρθρου 277 ΣΛΕΕ, για τον λόγο ότι η διάταξη αυτή συνεπάγεται παράνομο περιορισμό του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

162    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη CIN, προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι αυτό το σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως είναι αλυσιτελές και, εν πάση περιπτώσει, προδήλως αβάσιμο.

163    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα επιχειρήματα που προβάλλει η RAS στο πλαίσιο του παρόντος σκέλους, τόσο κυρίως όσο και επικουρικώς, είναι αλυσιτελή. Πράγματι, όπως διαπιστώθηκε στις σκέψεις 158 και 159 ανωτέρω, ορθώς η Επιτροπή έκρινε ότι οι αποφάσεις της RAS δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4, στοιχεία δʹ και εʹ, της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2011. Ως εκ τούτου, ο προβαλλόμενος μη δεσμευτικός χαρακτήρας της προϋποθέσεως που προβλέπει το άρθρο 4, στοιχείο στʹ, της αποφάσεως αυτής ή η προβαλλόμενη έλλειψη νομιμότητάς της είναι άνευ σημασίας.

164    Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να παρατηρηθεί, αφενός, ότι ούτε από το γράμμα του άρθρου 4, στοιχείο στʹ, της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2011 ούτε από το όλο πλαίσιο ή τους σκοπούς της διατάξεως αυτής συνάγεται ότι η προϋπόθεση την οποία προβλέπει στερείται δεσμευτικού χαρακτήρα.

165    Αντιθέτως, υπό το φως της αιτιολογικής σκέψεως 14 της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2011, η υποχρέωση ρητής παραπομπής στην απόφαση αυτή στις πράξεις αναθέσεως δημόσιας υπηρεσίας που προβλέπει το άρθρο 4, στοιχείο στʹ, της εν λόγω αποφάσεως εξυπηρετεί τον σκοπό της διαφάνειας που έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς τα κράτη μέλη δεν έχουν την υποχρέωση να κοινοποιούν τις αντισταθμίσεις για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας που ανταποκρίνονται στις προϋποθέσεις της εν λόγω αποφάσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα N. Wahl στην υπόθεση Dilly’s Wellnesshotel, C‑493/14, EU:C:2016:174, σημείο 58). Περαιτέρω, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός, που προβάλλεται με το υπόμνημα απαντήσεως, ότι η μη τήρηση της προϋποθέσεως αυτής δεν εμποδίζει την έγκριση του επίμαχου αντισταθμιστικού μέτρου βάσει του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Πράγματι, όπως καταδεικνύει η αιτιολογική σκέψη 260 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή, με τον έλεγχο του επίμαχου αντισταθμιστικού μέτρου που διενήργησε υπό το πρίσμα της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2011, κατέληξε απλώς στο συμπέρασμα ότι η αντιστάθμιση αυτή δεν μπορούσε να θεωρηθεί συμβατή προς το άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, καθώς δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις της εν λόγω αποφάσεως και ότι, συνεπώς, δεν μπορούσε να θεωρηθεί εξαιρούμενη της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως. Το συμπέρασμα αυτό δεν απάλλασσε επομένως την Επιτροπή από τον έλεγχο της συμβατότητας του εν λόγω μέτρου υπό το πρίσμα αυτής της διατάξεως της Συνθήκης ΛΕΕ, υπό το φως, ιδίως, του πλαισίου ΥΓΟΣ του 2011, έλεγχο τον οποίο πραγματοποίησε, άλλωστε, στα σημεία 282 έως 296 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

166    Αφετέρου, για τους λόγους που εκτέθηκαν στη σκέψη 165 ανωτέρω, η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 4, στοιχείο στʹ, της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2011, που προτάθηκε επικουρικώς από την RAS, στερείται, εν πάση περιπτώσει, ερείσματος. Πράγματι, όπως διαπιστώθηκε, εν προκειμένω η Επιτροπή δεν άντλησε από τη μη τήρηση της διατάξεως αυτής της εν λόγω αποφάσεως το συμπέρασμα ότι το επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο δεν ήταν συμβατό προς το άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να συναχθεί από την εφαρμογή του άρθρου 4, στοιχείο στʹ, της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2011 μέσω της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι η διάταξη αυτή συνεπάγεται τον παράνομο περιορισμό του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

167    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως και, συνεπεία τούτου, ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλονται νομικά σφάλματα και προφανής πλάνη εκτιμήσεως της Επιτροπής σχετικά με τον χαρακτηρισμό της προβληματικής επιχειρήσεως, παράβαση του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, καθώς και ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του σημείου 9 του πλαισίου ΥΓΟΣ

168    Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως περιλαμβάνει δύο σκέλη. Με το πρώτο σκέλος αυτού του λόγου ακυρώσεως, η RAS υποστηρίζει ότι η Επιτροπή εσφαλμένως αποφάνθηκε ότι συνέτρεχαν, εν προκειμένω, οι προϋποθέσεις προκειμένου να χαρακτηριστεί η Saremar προβληματική επιχείρηση, ιδίως υπό το πρίσμα των στοιχείων που απαριθμούνται στα σημεία 9 έως 11 των κατευθυντηρίων γραμμών όσον αφορά τις ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων. Με το δεύτερο σκέλος αυτού του λόγου ακυρώσεως, η RAS προβάλλει κατά του σημείου 9 του πλαισίου ΥΓΟΣ του 2011 ένσταση ελλείψεως νομιμότητας υπό την έννοια του άρθρου 277 ΣΛΕΕ. Υποστηρίζει, συναφώς, ότι, στην περίπτωση κατά την οποία το σημείο αυτό ήθελε ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ουδέποτε προβληματική επιχείρηση θα μπορούσε να λάβει αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας, τα σημείο αυτό έχει εκδοθεί αναρμοδίως και αντιβαίνει στο άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

169    Υπεραμυνόμενη των απόψεών της, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη CIN, αμφισβητεί, αφενός, τη σημασία των στοιχείων που επικαλέστηκε η RAS στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, προκειμένου να αποδείξει ότι, κατά την ημερομηνία των υπό εξέταση πραγματικών περιστατικών, η Saremar δεν ήταν προβληματική επιχείρηση. Αφετέρου, ως προς το δεύτερο σκέλος αυτού του λόγου ακυρώσεως, υποστηρίζει ότι το σημείο 9 του πλαισίου ΥΓΟΣ του 2011 δεν περιορίζει το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, αλλά, αντιθέτως, διασφαλίζει την επίτευξη των σκοπών του άρθρου αυτού.

170    Εισαγωγικώς, παρατηρείται ότι ο παρών λόγος ακυρώσεως αφορά τα σημεία 261 έως 280 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στα οποία η Επιτροπή εξέτασε εάν το επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο ήταν σύμφωνο προς το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει ότι μπορούν να θεωρηθούν συμβατές προς την εσωτερική αγορά ενισχύσεις προοριζόμενες να καταστήσουν ευχερέστερη την ανάπτυξη ορισμένων δραστηριοτήτων ή ορισμένων οικονομικών περιοχών, οσάκις δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών σε βαθμό που να αντιβαίνει στο κοινό συμφέρον. Η εξέταση της Επιτροπής περιελάμβανε δύο στάδια. Εν πρώτοις, η Επιτροπή εξέτασε, στα σημεία 262 έως 270 της προσβαλλομένης αποφάσεως, εάν η Saremar θα μπορούσε να θεωρηθεί προβληματική επιχείρηση, βάσει των σημείων 10 και 11 των κατευθυντηρίων γραμμών όσον αφορά τις ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων και κατέληξε, συναφώς, ότι συνέτρεχε τέτοια περίπτωση. Δεύτερον, στα σημεία 271 έως 280 της αποφάσεως αυτής, εξέτασε εάν το επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο πληρούσε τις προϋποθέσεις των ιδίων κατευθυντηρίων γραμμών που πρέπει να συντρέχουν προκειμένου ενίσχυση προς προβληματική επιχείρηση να μπορεί να θεωρηθεί συμβατή υπό την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ. Ο έλεγχος αυτός κατέληξε σε αρνητικό συμπέρασμα (σημείο 280 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

171    Ωστόσο, στο πλαίσιο των δύο σκελών του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, η RAS δεν αμφισβητεί, έστω και επικουρικώς, το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή στο σημείο 280 της προσβαλλομένης αποφάσεως που αφορά το ασύμβατο της επίμαχης ενισχύσεως. Πράγματι, με αυτόν τον λόγο ακυρώσεως, η RAS αμφισβητεί μόνον το κατά πόσον η Saremar μπορεί να χαρακτηριστεί προβληματική επιχείρηση, ήτοι, εμμέσως, πλην όμως κατά λογική αναγκαιότητα, το κατά πόσον το επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ. Έτσι, με τον παρόντα λόγο ακυρώσεως, η RAS πρέπει να θεωρηθεί ότι, στην πραγματικότητα, αμφισβητεί το ότι η συμβατότητα του επίμαχου αντισταθμιστικού μέτρου πρέπει να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα της διατάξεως αυτής και όχι υπό το πρίσμα του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

172    Τούτου δοθέντος, πρέπει να τονιστεί ότι, ανεξαρτήτως της θέσεώς της επί του ζητήματος αυτού, η Επιτροπή εξέτασε, εν πάση περιπτώσει, στα σημεία 282 έως 296 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στην περίπτωση κατά την οποία η Saremar δεν ήταν προβληματική επιχείρηση, εάν το επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο μπορούσε να θεωρηθεί συμβατό προς το άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ υπό το πρίσμα των κριτηρίων του πλαισίου ΥΓΟΣ του 2011. Ο έλεγχος αυτός κατέληξε σε αρνητικό συμπέρασμα. Ως εκ τούτου, έστω και εάν η Επιτροπή δεν είχε εξετάσει τη συμβατότητα του εν λόγω μέτρου υπό το πρίσμα του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, υπό το φως των κατευθυντηρίων γραμμών όσον αφορά τις ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων, θα είχε, εν πάση περιπτώσει, καταλήξει στο συμπέρασμα της ασυμβατότητάς του στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Υπό τις συνθήκες αυτές, η RAS δεν αποδεικνύει ποιες θα μπορούσαν να είναι, εν προκειμένω, οι συνέπειες των πεπλανημένων εκτιμήσεων της Επιτροπής που προβάλλονται στο πλαίσιο του παρόντος λόγου ακυρώσεως για τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως. Αυτός ο λόγος ακυρώσεως πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

173    Εν πάση περιπτώσει, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 174 έως 203 κατωτέρω, τα επιχειρήματα που προβάλλει η RAS προς στήριξη εκάστου των σκελών αυτού του λόγου ακυρώσεως δεν θα μπορούσαν να γίνουν δεκτά.

174    Πράγματι, όσον αφορά, αφενός, το πρώτο σκέλος αυτού του λόγου ακυρώσεως, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η RAS, η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις προκειμένου η Saremar να χαρακτηριστεί προβληματική επιχείρηση, δεν προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή των σημείων 9 έως 11 των κατευθυντηρίων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων.

175    Εν πρώτοις, ματαίως η RAS επικαλείται το γεγονός ότι η μείωση του κεφαλαίου της Saremar οφειλόταν σε έναν εξωτερικό σε σχέση προς τη διαχείριση της επιχειρήσεως και απρόβλεπτο παράγοντα, ήτοι την απομείωση της απαιτήσεως που κατείχε η Saremar έναντι της Tirrenia.

176    Πράγματι, δυνάμει του σημείου 10, στοιχείο αʹ, των κατευθυντηρίων γραμμών όσον αφορά τις ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων, μια επιχείρηση είναι «κατ’ αρχήν και ανεξαρτήτως μεγέθους», προβληματική, εάν πρόκειται για εταιρία περιορισμένης ευθύνης, «εφόσον έχει απολεσθεί πάνω από το μισό του εγγεγραμμένου της κεφαλαίου και άνω του ενός τετάρτου του κεφαλαίου αυτού έχει απολεσθεί κατά τη διάρκεια των δώδεκα τελευταίων μηνών». Ωστόσο, η RAS δεν αμφισβητεί ότι, όπως διαπίστωσε η Επιτροπή στο σημείο 264 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Saremar είχε υποστεί, κατά τη διάρκεια των δώδεκα τελευταίων μηνών πριν από την ημερομηνία εκδόσεως του επίμαχου αντισταθμιστικού μέτρου, μείωση του κεφαλαίου της άνω του 80 %. Ως εκ τούτου, το περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής προκειμένου να αποφασίσει εάν θα χαρακτήριζε ή όχι τη Saremar ως προβληματική επιχείρηση ήταν, εν προκειμένω, άκρως περιορισμένο.

177    Βεβαίως, κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή δεν μπορεί, θεσπίζοντας κανόνες συμπεριφοράς όπως είναι οι κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων, να παραιτηθεί από την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που της έχει ανατεθεί για την εκτίμηση της συμβατότητας των κρατικών ενισχύσεων (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 19ης Ιουλίου 2016, Kotnik κ.λπ., C‑526/14, EU:C:2016:570, σκέψη 41). Εξάλλου, η έκφραση «κατ’ αρχήν», που χρησιμοποιείται στο σημείο 10, στοιχείο αʹ, αυτών των κατευθυντηρίων γραμμών, υποδηλώνει ότι είναι δυνατό να υπάρξουν συγκεκριμένες περιπτώσεις στις οποίες, κατ’ εξαίρεση, μια επιχείρηση δεν θα θεωρηθεί προβληματική από την Επιτροπή, όταν έχει υποστεί μείωση κεφαλαίου στην έκταση που το σημείο αυτό αναφέρει.

178    Εντούτοις, δεν εναπέκειτο στην Επιτροπή, εν προκειμένω, να συνεκτιμήσει τις αιτίες της μειώσεως του κεφαλαίου της Saremar, τις οποίες επικαλείται η RAS. Πράγματι, όπως προκύπτει από το σημείο 9 των αυτών κατευθυντηρίων γραμμών, η έννοια της προβληματικής επιχειρήσεως είναι αντικειμενική και πρέπει να εκτιμάται μόνον υπό το πρίσμα συγκριμένων δεικτών της χρηματοοικονομικής καταστάσεως της οικείας επιχειρήσεως, που καταδεικνύουν ότι η επιχείρηση αυτή «[δεν είναι ικανή] να ανακόψει τη ζημιογόνο πορεία της, η οποία, χωρίς εξωτερική παρέμβαση από το κράτος, θα την οδηγήσει σχεδόν με βεβαιότητα σε οικονομική εξαφάνιση βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα». Κατά τα λοιπά, εάν η Επιτροπή έπρεπε να συνεκτιμά περιστάσεις όπως αυτές τις οποίες επικαλείται η RAS για να αποφύγει τον χαρακτηρισμό της προβληματικής επιχειρήσεως, η πρακτική αποτελεσματικότητα της παρεκκλίσεως που προβλέπει το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ θα ήταν πιθανό να διακυβευόταν. Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, όπως επισημαίνει κατ’ ουσίαν η Επιτροπή, η απομείωση των απαιτήσεων στο πλαίσιο πτωχευτικής διαδικασίας, ιδίως αυτών που κατείχε έναντι της πρώην μητρικής εταιρίας της επιχειρήσεως, συνιστά απρόβλεπτο γεγονός στον επιχειρηματικό χώρο το οποίο ουδόλως έχει εξαιρετικό χαρακτήρα και που μπορεί να προκαλέσει στην οικεία επιχείρηση ανυπέρβλητα προβλήματα.

179    Δεύτερον, ούτε ο ισχυρισμός της RAS ότι, χωρίς την απομείωση των απαιτήσεων έναντι της Tirrenia, η Saremar θα είχε καταγράψει κέρδη της τάξεως των 134 000 ευρώ ασκεί επιρροή. Πράγματι, για τους λόγους που εκτέθηκαν στη σκέψη 178 ανωτέρω, ο δήθεν εξωτερικός σε σχέση προς την διαχείριση της Saremar και έκτακτος χαρακτήρας της απομειώσεως των απαιτήσεων η οποία προκάλεσε το 2010 έλλειμμα στην επιχείρηση αυτή είναι άνευ σημασίας για τη διαπίστωση περί υπάρξεως του ελλείμματος αυτού και του ύψους του.

180    Τρίτον, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε νομικό σφάλμα ούτε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως μη συνεκτιμώντας το προβληθέν από την RAS γεγονός ότι, το 2012, η Saremar μπόρεσε να λάβει πιστωτικό όριο από χρηματοπιστωτικό ίδρυμα. Πράγματι, το γεγονός αυτό δεν αποτελούσε ιδιαίτερη περίσταση η οποία θα έπρεπε να οδηγήσει την Επιτροπή, κατά παρέκκλιση από το σημείο 10, στοιχείο αʹ, των κατευθυντηρίων γραμμών όσον αφορά τις ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων, να απορρίψει τον χαρακτηρισμό της ως προβληματικής επιχειρήσεως. Πράγματι, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, η πίστωση αυτή χορηγήθηκε ενώ η RAS είχε εκδηλώσει την πρόθεσή της να παρέμβει υπέρ της Saremar, προβλέποντας μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο της αποφάσεως της Περιφέρειας 36/6, ότι θα προέβαινε στην επίμαχη αύξηση κεφαλαίου. Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η χορήγηση της πιστώσεως αυτής αποτελεί περίσταση η οποία αποκαλύπτει τόσο τις δυσχέρειες της Saremar να χρηματοδοτήσει τη δραστηριότητά της από ίδιους πόρους όσο και την εμπιστοσύνη που μπορούσε να εμπνεύσει η επιχείρηση αυτή την εποχή εκείνη στους πιστωτές της. Συνεπώς, ήταν δυσχερές για την Επιτροπή να αντλήσει από το γεγονός αυτό ένα αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα.

181    Τέταρτον, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η RAS, η Επιτροπή, στο σημείο 267 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν διαπίστωσε ότι η Saremar είχε υποστεί αυξανόμενες ζημίες, αλλά ότι είχε υποστεί συνεχείς ζημίες. Πάντως, μολονότι η Saremar κατέγραψε το 2011 καθαρά κέρδη ύψους 2 523 439 ευρώ, εντούτοις η Επιτροπή επισήμανε ότι αυτά τα καθαρά κέρδη δεν επαρκούσαν για την κάλυψη του ελλείμματος του 2010, το οποίο ήταν διπλάσιο και ότι, το 2012, έτος κατά το οποίο χορηγήθηκε η ενίσχυση, η Saremar παρουσίαζε επίσης έλλειμμα 1,7 εκατομμυρίων ευρώ το οποίο, χωρίς την καταβολή του επίμαχου αντισταθμιστικού μέτρου, θα ανερχόταν στα 13 εκατομμύρια ευρώ. Κατά συνέπεια, η διαπίστωση περί συνεχών ζημιών στην υπό εξέταση περίοδο δεν είναι ανακριβής. Βεβαίως, το σημείο 11 των κατευθυντηρίων γραμμών όσον αφορά τις ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων δεν μνημονεύει, μεταξύ των ενδείξεων βάσει των οποίων μπορεί να θεωρηθεί ότι μια επιχείρηση είναι προβληματική, τις συνεχείς ζημίες, αλλά μόνον το αυξανόμενο επίπεδο των ζημιών. Εντούτοις, από το γράμμα αυτού του σημείου 11 προκύπτει ότι ο κατάλογος των ενδείξεων που απαριθμεί έχει καθαρώς ενδεικτικό χαρακτήρα. Η Επιτροπή δεν υπέπεσε επομένως ούτε σε νομικό σφάλμα ούτε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως θεωρώντας την ύπαρξη συνεχών ζημιών ως βάσιμη ένδειξη προκειμένου να χαρακτηρίσει τη Saremar προβληματική επιχείρηση. Για τους ίδιους λόγους, ούτε η απουσία εν προκειμένω άλλων ενδείξεων από αυτές που απαριθμούνται στο εν λόγω σημείο 11 μπορεί, εν αντιθέσει προς όσα η RAS υποστηρίζει, να θεωρηθεί ως δυνάμενη να αποδείξει την ύπαρξη προδήλου σφάλματος εκτιμήσεως. Εν πάση περιπτώσει, από τις σκέψεις 175 έως 180 ανωτέρω συνάγεται ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε σφάλμα εκτιμώντας ότι η Saremar πληρούσε την προϋπόθεση του σημείου 10, στοιχείο αʹ, των αυτών κατευθυντηρίων γραμμών προκειμένου να χαρακτηριστεί προβληματική επιχείρηση και ότι αυτή και μόνον η διαπίστωση αρκούσε προκειμένου να δοθεί ο χαρακτηρισμός αυτός. Κατά συνέπεια, στον βαθμό που αφορούν την εφαρμογή από την Επιτροπή του σημείου 11 των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών, τα προαναφερθέντα επιχειρήματα είναι αλυσιτελή.

182    Πέμπτον και τελευταίον, εν αντιθέσει προς όσα η RAS υποστηρίζει, το γεγονός ότι η Επιτροπή διαπίστωσε, στα σημεία 266 έως 268 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, χωρίς την οικονομική παρέμβαση της αρχής αυτής, οι οικονομικές δυσχέρειες της Saremar θα ήταν ακόμη οξύτερες και θα είχαν καταστήσει εξαιρετικά δυσχερή την εξακολούθηση της δραστηριότητας της εταιρίας αυτής, δεν ισοδυναμεί με χαρακτηρισμό ως προβληματικής επιχειρήσεως κάθε επιχειρήσεως που έχει ελλείμματα οφειλόμενα στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών της για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας.

183    Πράγματι, κατ’ αρχάς, από τα σημεία 264 και 266 της προσβαλλομένης αποφάσεως συνάγεται ότι το ύψος στο οποίο θα είχε ανέλθει το έλλειμμα της Saremar εάν δεν είχε καταβληθεί η επίμαχη αντιστάθμιση συνιστά απλώς επιβεβαίωση των δυσχερειών της εταιρίας αυτής οι οποίες διαπιστώθηκαν από την Επιτροπή βάσει άλλων ενδείξεων. Πράγματι, συνάγεται ιδίως από το σημείο 264 της αποφάσεως αυτής ότι ακριβώς η μείωση του κεφαλαίου της Saremar κατά τους δώδεκα τελευταίους μήνες πριν από τη λήψη του επίμαχου αντισταθμιστικού μέτρου ήταν αυτή που αποτέλεσε, κατά την άποψη της Επιτροπής, ένα βαρύνουσας σημασίας στοιχείο, επαρκές καθ’ εαυτό, προκειμένου να χαρακτηριστεί η εταιρία αυτή προβληματική επιχείρηση. Ωστόσο, όπως η ίδια η RAS προβάλλει, αυτή η μείωση του κεφαλαίου δεν οφείλεται σε λειτουργικές ζημίες της Saremar στο πλαίσιο των αποστολών παροχής δημόσιας υπηρεσίας τις οποίες είχε αναλάβει η εταιρία αυτή τότε, αλλά στην απομείωση των απαιτήσεών της έναντι της Tirrenia. Εξάλλου, η Επιτροπή επισήμανε επίσης τον συνεχή χαρακτήρα των ζημιών που υφίστατο η Saremar από το 2010 ως ένδειξη της δυσχερούς καταστάσεως στην οποία είχε περιέλθει.

184    Κατά τα λοιπά, όπως επισημαίνεται στη σκέψη 178 ανωτέρω, η έννοια της προβληματικής επιχειρήσεως, όπως ορίζεται στο σημείο 9 των κατευθυντηρίων γραμμών όσον αφορά τις ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων, είναι μια αντικειμενική έννοια που πρέπει να εκτιμάται αποκλειστικώς υπό το πρίσμα συγκεκριμένων ενδείξεων της χρηματοοικονομικής καταστάσεως της οικείας επιχειρήσεως. Ως εκ τούτου, η προέλευση των ελλειμμάτων της επιχειρήσεως αυτής, που συνδέεται ιδίως με την εκτέλεση δημόσιας υπηρεσίας, δεν μπορεί να αποτελέσει κρίσιμο στοιχείο προκειμένου να καθοριστεί εάν η επιχείρηση είναι προβληματική ή όχι.

185    Εξάλλου, το επιχείρημα της RAS ερείδεται επί της εσφαλμένης παραδοχής ότι η κατάσταση της Saremar, κατά την ημερομηνία λήψεως του επίμαχου αντισταθμιστικού μέτρου, είναι συγκρίσιμη με αυτήν μιας επιχειρήσεως της οποίας τα ελλείμματα προέρχονται από τη μη καταβολή αντισταθμίσεως για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας, η οποία είχε προηγουμένως χορηγηθεί στο πλαίσιο του ορισμού των προϋποθέσεων της αντίστοιχης αποστολής παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Πάντως, εν προκειμένω, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 105 έως 108 ανωτέρω, οι προϋποθέσεις των αποστολών παροχής δημόσιας υπηρεσίας της Saremar απέκλειαν την καταβολή αντισταθμίσεως για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας και έθεταν στη Saremar ως σκοπό τη διατήρηση ισοσκελισμένου προϋπολογισμού αποκλειστικώς βάσει των λειτουργικών εσόδων. Έτσι, μόνο στις 7 Αυγούστου 2012, αφού διαπίστωσε τις ζημίες της Saremar λόγω των δραστηριοτήτων της στον τομέα των ενδομεταφορών με την ηπειρωτική χώρα, έλαβε η RAS, στο πλαίσιο περιφερειακού νόμου, το επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο. Κατά τα λοιπά, πρέπει να τονιστεί ότι, όπως προκύπτει από το σημείο 103 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η RAS, στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας ελέγχου, είχε αιτιολογήσει την απόφαση να αντισταθμισθούν εν μέρει οι λειτουργικές ζημίες που είχε η Saremar και να διακοπούν οι εν λόγω δραστηριότητες με το γεγονός ότι αυτά τα μέτρα ήσαν πρωταρχικής σημασίας προκειμένου να περιορισθούν οι συναφείς προς τις εν λόγω δραστηριότητες οικονομικοί κίνδυνοι. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε νομικό σφάλμα ούτε, άλλωστε, σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως κρίνοντας ότι η αναγκαιότητα του επίμαχου αντισταθμιστικού μέτρου, προκειμένου να καλυφθούν, εν μέρει, τα λειτουργικά ελλείμματα της Saremar, μπορούσε να θεωρηθεί επαρκής ένδειξη για τον χαρακτηρισμό της εταιρίας αυτής ως προβληματικής επιχειρήσεως.

186    Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να συναχθεί από τα σημεία 266 έως 268 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι, σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες η Επιτροπή διαπιστώνει ότι μια επιχείρηση έχει ελλείμματα λόγω των υποχρεώσεων που αναλαμβάνει για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας, θα τη χαρακτηρίζει οπωσδήποτε ως προβληματική επιχείρηση.

187    Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθεί ως αβάσιμο.

188    Όσον αφορά, αφετέρου, το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, πρέπει να παρατηρηθεί, εν πάση περιπτώσει, ότι το σημείο 9 του πλαισίου ΥΓΟΣ του 2011 δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιορίζει παρανόμως το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

189    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο σημείο 9 του πλαισίου ΥΓΟΣ του 2011, η Επιτροπή ορίζει ότι η εκτίμηση των ενισχύσεων στους παρόχους ΥΓΟΣ που είναι προβληματικοί διέπεται από τις κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων.

190    Στο σημείο 269 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή προέβη σε εφαρμογή του σημείου 9 του πλαισίου ΥΓΟΣ του 2011 επισημαίνοντας τα ακόλουθα:

«Κατά το σημείο 9 του πλαισίου ΥΓΟΣ του 2011, οι αντισταθμίσεις για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας που χορηγούνται σε προβληματικές επιχειρήσεις πρέπει να εκτιμώνται υπό το πρίσμα των κατευθυντηρίων γραμμών [όσον αφορά] τις ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση [προβληματικών επιχειρήσεων]. Δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις που ορίζονται με την απόφαση ΥΓΟΣ του 2011 δεν πληρούνται, η αντιστάθμιση που έλαβε η Saremar [για την αντιμετώπιση των δυσχερειών] σχετικά με τις εν λόγω δύο συνδέσεις πρέπει να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα [των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών], προκειμένου να διαπιστωθεί εάν μπορεί να κριθεί συμβατή με την εσωτερική αγορά συμφώνως προς το άρθρο 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.»

191    Εισαγωγικώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως τόνισε κατά τα λοιπά η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεως, η ίδια η RAS περιόρισε την έκταση της ενστάσεώς της περί ελλείψεως νομιμότητας. Πράγματι, όπως εξέθεσε στο υπόμνημα απαντήσεως, το σημείο 9 του πλαισίου ΥΓΟΣ του 2011 έπρεπε, κατ’ αυτήν, να θεωρηθεί παράνομο, στην περίπτωση κατά την οποία δεν θα επέτρεπε να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ αντιστάθμιση καλύπτουσα τα ελλείμματα προβληματικής επιχειρήσεως λόγω της διαφοράς μεταξύ των εξόδων που συνεπάγεται η εκτέλεση δημόσιας υπηρεσίας και των λαμβανόμενων προς τούτο επιδοτήσεων. Αντιθέτως, η RAS δεν θεωρεί παράνομο το εν λόγω σημείο, στον βαθμό που θα έπρεπε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιστάθμιση χορηγούμενη για την κάλυψη ελλειμμάτων προβληματικής επιχειρήσεως προκαλούμενων από δραστηριότητες διαφορετικές από αυτές που εμπίπτουν στις αποστολές παροχής δημόσιας υπηρεσίας δεν εμπίπτει στο άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

192    Εντούτοις, ανεξαρτήτως της ερμηνείας του σημείου 9 του πλαισίου ΥΓΟΣ του 2011 που πρέπει να γίνει δεκτή, η προταθείσα από την RAS ένσταση ελλείψεως νομιμότητας είναι αβάσιμη.

193    Πράγματι, όπως ήδη υπομνήσθηκε στη σκέψη 137 ανωτέρω, η εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κράτη μέλη ως προς τον ορισμό της αποστολής παροχής δημόσιας υπηρεσίας και των προϋποθέσεων υπό τις οποίες αυτή εκτελείται δεν επιτρέπει την καταχρηστική προσφυγή των εθνικών αρχών στην έννοια της ΥΓΟΣ με αποκλειστικό σκοπό να ευνοηθούν ορισμένες επιχειρήσεις από την παρέκκλιση που προβλέπει το άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

194    Συναφώς, από πάγια νομολογία συνάγεται ότι, προκειμένου να πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, πρέπει να καθίσταται αδύνατη, ελλείψει των επίμαχων δικαιωμάτων ή επιδοτήσεων, η εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που έχει ανατεθεί στην επιχείρηση ή πρέπει η διατήρηση των δικαιωμάτων ή των επιδοτήσεων αυτών να είναι αναγκαία προκειμένου να παρέχεται στον κάτοχό τους η δυνατότητα να εκπληρώσει υπό οικονομικώς αποδεκτούς όρους τις αποστολές γενικού οικονομικού συμφέροντος που του έχουν ανατεθεί (βλ. απόφαση της 1ης Ιουλίου 2010, M6 και TF1 κατά Επιτροπής, T‑568/08 και T‑573/08, EU:T:2010:272, σκέψη 138 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Κατά συνέπεια, προκειμένου η παρέκκλιση που προβλέπει η διάταξη αυτή να τύχει εφαρμογής, είναι αναγκαίο η χρηματοοικονομική κατάσταση της επιχειρήσεως η οποία απολαύει των εν λόγω δικαιωμάτων ή επιδοτήσεων κατά τον χρόνο που της χορηγούνται να την καθιστούν πράγματι σε θέση να εκπληρώσει τις αποστολές παροχής δημόσιας υπηρεσίας που της έχουν ανατεθεί. Ειδάλλως, η παρέκκλιση που προβλέπει το άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ θα μπορούσε να απολέσει την πρακτική αποτελεσματικότητά της και, συνεπώς, τη δικαιολογητική της βάση, οπότε ο κίνδυνος καταχρηστικής προσφυγής των κρατών μελών σε αυτήν δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί.

195    Ωστόσο, όπως ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή, παραπέμποντας στα σημεία 68 έως 71 των κατευθυντηρίων γραμμών όσον αφορά τις ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων, μια προβληματική επιχείρηση κατά την έννοια αυτών των κατευθυντηρίων γραμμών είναι απειλούμενη ως προς την ίδια της την υπόσταση, κατά το μάλλον ή ήττον βραχυπρόθεσμα, οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι σε θέση να εκπληρώσει δεόντως τις αποστολές δημόσιας υπηρεσίας που της έχουν ανατεθεί, μέχρις ότου εξασφαλιστεί η βιωσιμότητά της. Υπό τις συνθήκες αυτές, η επιδότηση που χορηγείται σε μια τέτοια προβληματική επιχείρηση προς αντιστάθμιση των ελλειμμάτων λόγω της εκτελέσεως των εν λόγω αποστολών δημόσιας υπηρεσίας δεν καλύπτεται από την παρέκκλιση που προβλέπει το άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, αλλά μόνον, ενδεχομένως, από αυτήν που προβλέπει το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ.

196    Πράγματι, στο πλαίσιο των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, που επιβάλλουν μεταξύ άλλων τον αυστηρώς αναλογικό χαρακτήρα της αντισταθμίσεως προς τα βάρη της δημόσιας υπηρεσίας, η αντιστάθμιση αυτή δεν θα επιτρέψει να διασφαλισθεί η εκπλήρωση των αντίστοιχων αποστολών, λόγω των δυσκολιών που αντιμετωπίζει η επιχείρηση. Αντιθέτως, μια τέτοια αντιστάθμιση μπορεί να συμβάλει ώστε να καταστεί πάλι βιώσιμη η οικεία επιχείρηση, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, όπως διευκρινίζονται από τις κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων. Έτσι, η παρέκκλιση από την απαγόρευση των κρατικών ενισχύσεων που προβλέπει η τελευταία αυτή διάταξη της Συνθήκης διατηρεί την πρακτική αποτελεσματικότητά της και, συνεπώς, τη δικαιολογητική της βάση.

197    Συνεπώς, επισημαίνοντας στο σημείο 9 του πλαισίου ΥΓΟΣ του 2011 ότι η εκτίμηση των ενισχύσεων προς τους παρόχους ΥΓΟΣ που είναι προβληματικοί διέπεται από τις κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων, η Επιτροπή δεν περιόρισε παρανόμως το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν υπερέβη ούτε τα όρια της αρμοδιότητάς της.

198    Τα επιχειρήματα που παραθέτει η RAS προς στήριξη της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας δεν ανατρέπουν το συμπέρασμα αυτό.

199    Κατ’ αρχάς, το γεγονός ότι η ένδειξη την οποία μνημονεύει το σημείο 9 του πλαισίου ΥΓΟΣ του 2011 απουσιάζει από τις διατάξεις της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2011 δεν αποδεικνύει ούτε ότι υπάρχει λογική ανακολουθία στο νομικό πλαίσιο το οποίο καθορίστηκε από την Επιτροπή για τη εφαρμογή του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ ούτε μεταχείριση από πλευράς της που συνιστά δυσμενή διάκριση. Πράγματι, αφενός, όπως παρατήρησε η Επιτροπή, η απόφαση αυτή αποσκοπεί στον ορισμό των προϋποθέσεων υπό τις οποίες αντισταθμίσεις για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας που εμπίπτουν στο άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ μπορούν να εξαιρεθούν από την υποχρέωση κοινοποιήσεως και επομένως να θεωρηθούν συμβατές χωρίς να υπάρχει ανάγκη εξετάσεώς τους από το όργανο αυτό. Ως εκ τούτου, η μνεία του νομικού πλαισίου εντός του οποίου η Επιτροπή εξετάζει τις ενισχύσεις προς τους παρόχους ΥΓΟΣ που είναι προβληματικοί είναι άνευ αντικειμένου στο πλαίσιο μιας τέτοιας αποφάσεως. Αφετέρου, και εν πάση περιπτώσει, όπως επισημαίνεται στη σκέψη 195 ανωτέρω, ενίσχυση χορηγούμενη σε προβληματική επιχείρηση που έχει αναλάβει αποστολή δημόσιας υπηρεσίας δεν δύναται να ανταποκρίνεται στους σκοπούς της παρεκκλίσεως που προβλέπει το άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί, κατά μείζονα λόγο, να εγκριθεί στο πλαίσιο της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2011 η οποία αφορά, εξ ορισμού, μόνον αντισταθμίσεις για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας οι οποίες θεωρούνται ότι ανταποκρίνονται στους σκοπούς αυτούς. Για τους ίδιους λόγους, οι αντισταθμίσεις για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας επί των οποίων εφαρμόζεται η απόφαση ΥΓΟΣ του 2011 δεν είναι συγκρίσιμες προς τις ενισχύσεις που χορηγούνται σε παρόχους δημόσιας υπηρεσίας που είναι προβληματικοί.

200    Εν συνεχεία, από τη νομολογία η οποία υπομνήσθηκε στη σκέψη 113 ανωτέρω προκύπτει ότι η νομιμότητα του σημείου 9 του πλαισίου ΥΓΟΣ του 2011 πρέπει να εκτιμάται μόνο στο πλαίσιο του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ και όχι υπό το πρίσμα προγενέστερης πρακτικής κατά τη λήψη των αποφάσεων, η οποία κατά τα λοιπά, όπως τονίζει η Επιτροπή, υπόκειται σε μεταβολές. Κατά συνέπεια, η παραπομπή στην απόφαση SNCM εν προκειμένω δεν είναι πρόσφορη. Εξάλλου, η RAS κακώς παραπέμπει στις σκέψεις 55 έως 71 της αποφάσεως της 11ης Σεπτεμβρίου 2012, Corsica Ferries France κατά Επιτροπής (T‑565/08, EU:T:2012:415). Πράγματι, στις σκέψεις αυτές, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπεισήλθε στο ζήτημα εάν η εξετασθείσα στην απόφαση SNCM αύξηση κεφαλαίου έπρεπε να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΕΚ ή υπό το πρίσμα του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ που ίσχυε κατά την ημερομηνία των πραγματικών περιστατικών, ζήτημα το οποίο δεν είχε τεθεί στη διαφορά εκείνη.

201    Εν πάση περιπτώσει, όπως διαπιστώθηκε ήδη στη σκέψη 113 ανωτέρω, ιδίως από τη σκέψη 253 της αποφάσεως SNCM συνάγεται ότι το μέτρο που χαρακτηρίστηκε από την Επιτροπή ως αντιστάθμιση για την παροχής δημόσιας υπηρεσίας είχε εγκριθεί στο πλαίσιο της συμβάσεως που είχε συναφθεί μεταξύ της SNCM και των γαλλικών αρχών και καταβλήθηκε εν συνεχεία στο πλαίσιο σχεδίου αναδιαρθρώσεως. Εξάλλου, από την απόφαση SNCM δεν προκύπτει ότι, κατά την ημερομηνία κατά την οποία είχε συναφθεί η σύμβαση και επομένως το εν λόγω μέτρο είχε κατ’ αρχήν εγκριθεί, η SNCM μπορούσε να χαρακτηρισθεί προβληματική επιχείρηση. Το μέτρο που αποτελούσε το αντικείμενο της αποφάσεως αυτής δεν ήταν επομένως συγκρίσιμο με το επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο, το οποίο χορηγήθηκε μόνον αφού πρώτα η RAS διαπίστωσε τις δυσχέρειες της Saremar συνεπεία της εκτελέσεως των δραστηριοτήτων συνδέσεως με την ηπειρωτική χώρα.

202    Τέλος, από τις σκέψεις 194 έως 196 ανωτέρω συνάγεται ότι, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η RAS, στην περίπτωση κατά την οποία το έλλειμμα της οικείας επιχειρήσεως απορρέει από τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας που της έχουν ανατεθεί, δεν έπεται κατ’ ανάγκην ότι η συμβατότητα της αντισταθμίσεως των ελλειμμάτων αυτών πρέπει να εκτιμάται πάντοτε υπό το πρίσμα του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, διότι τότε υπάρχει ο κίνδυνος να καταστεί ανέφικτη η εκμετάλλευση των επιδοτούμενων δημοσίων υπηρεσιών.

203    Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, εν πάση περιπτώσει, το σημείο 9 του πλαισίου ΥΓΟΣ του 2011 δεν πάσχει έλλειψη νομιμότητας για τον λόγο ότι με το σημείο αυτό η Επιτροπή περιόρισε, ως μη ώφελε, το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και ότι, συνεπώς, υπερέβη την αρμοδιότητά της. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι παράνομη ούτε γι’ αυτόν τον λόγο.

204    Επιβάλλεται επομένως να απορριφθεί το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως και, συνεπεία τούτου, αυτός ο λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλονται νομικά σφάλματα και προδήλως πεπλανημένες εκτιμήσεις, στον βαθμό που η Επιτροπή έκρινε ότι το επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο δεν πληρούσε τα κριτήρια του πλαισίου ΥΓΟΣ του 2011

205    Προς στήριξη του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, η RAS προβάλλει, αφενός, ότι οι αρχές που προβλέπονται στα σημεία 14, 19, 20, 24, 39 και 60 του πλαισίου ΥΓΟΣ του 2011 δεν εφαρμόζονται επί του επίμαχου αντισταθμιστικού μέτρου και ότι, αφετέρου και εν πάση περιπτώσει, οι εν λόγω αρχές τηρήθηκαν εν προκειμένω.

206    Υπεραμυνόμενη των απόψεών της, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη CIN, υποστηρίζει ότι ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως βάλλει κατά επαλλήλως παρατιθέμενου σημείου του αιτιολογικού και ότι, υπό το πρίσμα των επιχειρημάτων που έχει ήδη προβάλει στο πλαίσιο των λοιπών λόγων ακυρώσεως, το επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο δεν μπορεί να θεωρηθεί συμβατό προς το πλαίσιο ΥΓΟΣ του 2011.

207    Συναφώς, στον βαθμό που, κατά τα ουσιώδη, τα επιχειρήματα που προβάλλει η RAS στο πλαίσιο του παρόντος λόγου ακυρώσεως αποτελούν επιχειρήματα τα οποία ήδη απορρίφθηκαν στο πλαίσιο εξετάσεως του δευτέρου έως τετάρτου λόγου ακυρώσεως, ο παρών λόγος ακυρώσεως θα πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αβάσιμος βάσει του κάτωθι σκεπτικού.

208    Εν πρώτοις, όσον αφορά τις εκτιμήσεις τις οποίες διατύπωσε η RAS προκειμένου να αποδείξει ότι συνέτρεχε η δεύτερη προϋπόθεση Altmark, πρέπει να γίνει παραπομπή στις σκέψεις 110 έως 121 ανωτέρω, στις οποίες εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους δικαιολογείται η απόρριψη αυτών των εκτιμήσεων.

209    Δεύτερον, προκειμένου να αποδείξει ότι δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν ratione temporis επί του επίμαχου αντισταθμιστικού μέτρου οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στα σημεία 14, 19, 20, 24, 39 και 60 του πλαισίου ΥΓΟΣ του 2011, η RAS παραπέμπει στην επιχειρηματολογία που εξέθεσε στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως προκειμένου ναν τεκμηριώσει τον ισχυρισμό της ότι η απόφαση ΥΓΟΣ του 2011 δεν μπορούσε πλέον ratione temporis να εφαρμοστεί επί του μέτρου αυτού. Συναφώς, αρκεί η παραπομπή στις σκέψεις 142 έως 145 ανωτέρω, στις οποίες εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους η επιχειρηματολογία αυτή είναι απορριπτέα.

210    Τρίτον, η RAS δεν μπορεί, προφανώς, να επικαλεστεί το σημείο 61 του πλαισίου ΥΓΟΣ του 2011 το οποίο ορίζει ότι οι αρχές που προβλέπονται στα σημεία 14, 19, 20, 24, 39 και 60 του πλαισίου αυτού δεν εφαρμόζονται επί των ενισχύσεων οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 2, παράγραφος 1, της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2011. Πράγματι, όπως έχει ήδη τονιστεί στη σκέψη 156 ανωτέρω, το γεγονός ότι το επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο τηρούσε τα ανώτατα όρια που προβλέπονται από το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της αποφάσεως αυτής επέτρεπε μόνο να θεωρηθεί ότι το μέτρο αυτό ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της αποφάσεως αυτής. Αντιθέτως, ουδόλως επέτρεπε να θεωρηθεί ότι τηρούσε τις προϋποθέσεις της. Κατά συνέπεια, το σημείο 61 του πλαισίου αυτού δεν εφαρμόζεται επί ενός τέτοιου μέτρου και, επομένως, ορθώς η Επιτροπή προέβη εν προκειμένω σε εφαρμογή των αρχών που προβλέπονται στα σημεία 14, 19, 20, 24, 39 και 60 του ιδίου πλαισίου.

211    Τέταρτον και τελευταίον, ως προς την τήρηση των αρχών που προβλέπονται στα σημεία 14, 19, 20, 24, 39 και 60 του πλαισίου ΥΓΟΣ του 2011, πρέπει να τονιστεί ότι, εν πάση περιπτώσει, στα σημεία 285 και 286 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ορθώς διαπίστωσε ότι το επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο δεν πληρούσε, μεταξύ άλλων, τις οριζόμενες στο σημείο 16, στοιχεία δʹ και εʹ, του ιδίου πλαισίου απαιτήσεις. Πράγματι, εν αντιθέσει προς τις απαιτήσεις αυτές, οι αποφάσεις της RAS περί αποστολής δημόσιας υπηρεσίας δεν περιλαμβάνουν περιγραφή του μηχανισμού της αντισταθμίσεως και των παραμέτρων του υπολογισμού, του ελέγχου και της αναθεωρήσεως της αντισταθμίσεως ούτε των τρόπων ανακτήσεως των ενδεχόμενων υπεραντισταθμίσεων ή των μέσων αποφυγής αυτών των τελευταίων. Ως εκ τούτου, λαμβανομένης υπόψη της μη τηρήσεως των απαιτήσεων αυτών που είναι ουσιώδεις προκειμένου να καθοριστεί εάν το επίμαχο μέτρο συνιστά αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας συμβατή με την εσωτερική αγορά υπό το πρίσμα του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, η ενδεχόμενη τήρηση των αρχών που προβλέπονται στα σημεία 14, 19, 20, 24, 39 και 60 του πλαισίου αυτού δεν είναι αποφασιστικής σημασίας. Εξάλλου, η RAS δεν αποδεικνύει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως εκτιμώντας ότι οι απαιτήσεις για τον υπολογισμό του καθαρού κόστους των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας βάσει του αποφευχθέντος καθαρού κόστους, που παρατίθενται στο σημείο 24 του πλαισίου αυτού, δεν πληρούνταν εν προκειμένω. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά την έλλειψη, εν προκειμένω, κινήτρων για την αποδοτική παροχή ΥΓΟΣ στο πλαίσιο του προσδιορισμού της μεθόδου αντισταθμίσεως, τα οποία απαιτούνται στο σημείο 39 του εν λόγω πλαισίου.

212    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και εσφαλμένη εκτίμηση του ορισμού των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας που επιβλήθηκαν στη Saremar

213    Στο πλαίσιο αυτού του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η RAS προβάλλει, αφενός, ότι η Επιτροπή, στο πλαίσιο της εφαρμογής τόσο των προϋποθέσεων Altmark όσο και του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, έδωσε εσφαλμένο ορισμό των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας που επιβλήθηκαν στη Saremar κρίνοντας ότι αυτές είχαν αποκλειστικώς τιμολογιακό χαρακτήρα. Αφετέρου, η RAS υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπερέβη τις αρμοδιότητες τις οποίες της αναγνωρίζει η νομολογία στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, προβαίνοντας σε εκτιμήσεις ουσίας και σκοπιμότητας όσον αφορά τις ανάγκες στις οποίες ανταποκρίνονταν αυτές οι υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας, και όχι σε έναν περιορισμένο έλεγχο των επιλογών της RAS περιοριζόμενο στην ύπαρξη πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως.

214    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη CIN, αντιτείνει ότι δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τις υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας που επιβλήθηκαν στη Saremar και ότι δεν υπερέβη τις αρμοδιότητές της.

215    Πρέπει να παρατηρηθεί ότι, όπως, άλλωστε, η προσφεύγουσα παραδέχθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι αιτιάσεις που διατυπώνονται στο πλαίσιο του παρόντος λόγου ακυρώσεως δεν διαφέρουν, κατ’ ουσίαν, από τις ανάλογες αιτιάσεις που εκτέθηκαν στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως. Πράγματι, προς στήριξη του πρώτου σκέλους αυτού του λόγου ακυρώσεως, η RAS αιτιάται μεταξύ άλλων την Επιτροπή ότι υπέπεσε, στο πλαίσιο της εφαρμογής της πρώτης προϋποθέσεως Altmark, σε νομικά σφάλματα και προέβη σε προδήλως πεπλανημένες εκτιμήσεις ως προς το ζήτημα του ορισμού της ανάγκης δημόσιας υπηρεσίας και των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας που επιβλήθηκαν στη Saremar. Πάντως, για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 122 έως 132 ανωτέρω, οι αιτιάσεις αυτές κρίνονται αλυσιτελείς.

216    Είναι αληθές ότι το περιεχόμενο του παρόντος λόγου ακυρώσεως δεν περιορίζεται στην εφαρμογή από την Επιτροπή της πρώτης προϋποθέσεως Altmark, αλλά αφορά επίσης την εξέταση από το όργανο αυτό της συμβατότητας του επίμαχου αντισταθμιστικού μέτρου στο πλαίσιο του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, ιδίως υπό το πρίσμα της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2011, αφενός, και του πλαισίου ΥΓΟΣ του 2011, αφετέρου. Ωστόσο, από την εξέταση του τρίτου και του πέμπτου λόγου ακυρώσεως στις σκέψεις 133 έως 167 και 205 έως 212 ανωτέρω συνάγεται ότι η Επιτροπή μπορούσε, ευλόγως, να θεωρήσει ότι το επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο δεν ήταν συμβατό προς τις απαιτήσεις της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2011 ούτε προς αυτές του πλαισίου ΥΓΟΣ του 2011 στηριζόμενη σε άλλους λόγους πέραν της εκτιμήσεώς της σχετικά με τον ορισμό της ανάγκης δημόσιας υπηρεσίας εν προκειμένω και των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας που επιβλήθηκαν στη Saremar. Ως εκ τούτου, ακόμη και εάν ήθελε υποτεθεί ότι αυτή η εκτίμηση ήταν εσφαλμένη ή έπασχε λόγω αναρμοδιότητας, η περίσταση αυτή ουδόλως επηρεάζει τη νομιμότητα της εκ μέρους της Επιτροπής εφαρμογής, εν προκειμένω, του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

217    Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο πρώτος λόγος στο σύνολό του είναι αλυσιτελής και, επομένως, πρέπει να απορριφθεί.

 Όσον αφορά το δεύτερο μέρος της προσφυγής, σχετικά με το τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως που αφορά την επίμαχη αύξηση κεφαλαίου

218    Με το δεύτερο μέρος της προσφυγής, η προσφεύγουσα προβάλλει τυπικώς έναν μόνον λόγο ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλονται προδήλως πεπλανημένες εκτιμήσεις και παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, καθώς και παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της συμβατότητας της επίμαχης αυξήσεως κεφαλαίου βάσει του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς. Επιβάλλεται επομένως να θεωρηθεί, για τους λόγους που εκτέθηκαν στη σκέψη 69 ανωτέρω, ότι η προσφεύγουσα προβάλλει στην πραγματικότητα δύο λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο ένας στηρίζεται σε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, ενώ ο έτερος σε νομικά σφάλματα και σε προδήλως πεπλανημένες εκτιμήσεις.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

219    Στο πλαίσιο του παρόντος λόγου ακυρώσεως, η RAS προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους δεν συνεκτίμησε το γεγονός ότι η επίμαχη ανακεφαλαιοποίηση δεν ήταν παρά η αποκατάσταση των οικονομικών πόρων που ανήκαν ήδη στα περιουσιακά στοιχεία της Saremar.

220    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως επισημαίνεται στη σκέψη 79 ανωτέρω, από τη νομολογία συνάγεται ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να αντικρούσει κάθε επιχείρημα που επικαλούνται οι διάδικοι κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας. Ειδικότερα, η υποχρέωση αιτιολογήσεως δεν επιβάλλει στην Επιτροπή να λαμβάνει θέση ως προς στοιχεία που είναι προδήλως άσχετα, ασήμαντα ή σαφώς δευτερεύοντα (βλ. απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008, Chronopost και La Poste κατά UFEX κ.λπ., C‑341/06 P και C‑342/06 P, EU:C:2008:375, σκέψη 89 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

221    Εν προκειμένω, αφενός, από την ανάλυση της Επιτροπής που εκτίθεται στα σημεία 235 έως 245 της προσβαλλομένης αποφάσεως συνάγεται σαφώς ότι η Επιτροπή έκρινε ότι η επίμαχη αύξηση κεφαλαίου αποτελούσε μεταφορά πόρων. Αφετέρου, όπως θα εκτεθεί στις σκέψεις 225 έως 237 κατωτέρω, το επιχείρημα της RAS ότι η επίμαχη ανακεφαλαιοποίηση δεν ήταν παρά η αποκατάσταση οικονομικών πόρων που ανήκαν ήδη στα περιουσιακά στοιχεία της Saremar στερείται ερείσματος, στον βαθμό που ακόμη και εάν η επίμαχη εισφορά κεφαλαίου συνιστούσε «αποκατάσταση» της περιουσίας της Saremar, ωστόσο δεν παύει να αποτελεί, προδήλως, χρηματοδότηση από κρατικούς πόρους. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να απαντήσει σε αυτό το επιχείρημα και, ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλονται νομικά σφάλματα και πεπλανημένη εκτίμηση

222    Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως περιλαμβάνει κατ’ ουσίαν τρία σκέλη. Με το πρώτο σκέλος αυτού του λόγου ακυρώσεως, η RAS υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως σχετικά με τη φύση των πόρων που αντιστοιχούν στην επίμαχη αύξηση κεφαλαίου και, ως εκ τούτου, παρέβη το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και το άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Το δεύτερος σκέλος αυτού του λόγου ακυρώσεως αντλείται από προδήλως πεπλανημένες εκτιμήσεις όσον αφορά την εφαρμογή εν προκειμένω του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς. Με το τρίτο σκέλος αυτού του λόγου ακυρώσεως προβάλλεται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως σχετικά με τη συμβατότητα της επίμαχης αυξήσεως κεφαλαίου.

223    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη CIN, φρονεί ότι η επιχειρηματολογία αυτή είναι αβάσιμη.

–       Επί του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλονται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ως προς τη φύση των πόρων που αντιστοιχούν στην επίμαχη αύξηση κεφαλαίου και παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ

224    Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, η RAS υποστηρίζει, εν πρώτοις, ότι η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει υπόψη της ότι το ύψος της επίμαχης αυξήσεως κεφαλαίου αντιστοιχούσε στις απαιτήσεις τις οποίες κατείχε η Saremar επί της Tirrenia και δεν είχε επομένως καμία σχέση προς τις συνδέσεις με την ηπειρωτική χώρα τις οποίες εκμεταλλευόταν η Saremar. Έτσι, κατά την RAS, αυτή η αύξηση κεφαλαίου δεν είναι παρά η αποκατάσταση των οικονομικών πόρων που είχαν αφαιρεθεί από την εταιρία αυτή κατόπιν της θέσεως της Tirrenia υπό έκτακτη διαχείριση. Το μέτρο αυτό δεν συνιστούσε επομένως εισφορά νέων κρατικών πόρων ούτε, συνεπεία τούτου, κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ.

225    Η αιτίαση αυτή είναι αβάσιμη.

226    Αφενός, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ορίζει τις κρατικές παρεμβάσεις με γνώμονα τα αποτελέσματά τους (βλ. απόφαση της 19ης Μαρτίου 2013, Bouygues και Bouygues Télécom κατά Επιτροπής κ.λπ. και Επιτροπή κατά Γαλλίας κ.λπ., C‑399/10 P και C‑401/10 P, EU:C:2013:175, σκέψη 102 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ως εκ τούτου, εν προκειμένω, προς εκτίμηση της υπάρξεως οικονομικού πλεονεκτήματος υπό το πρίσμα του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς, δεν ήταν κρίσιμο για την Επιτροπή να διερωτηθεί εάν η επίμαχη αύξηση κεφαλαίου ανταποκρινόταν σε κάποια δραστηριότητα της Saremar. Εν πάση περιπτώσει, όπως τόνισε η Επιτροπή, αυτή η αύξηση κεφαλαίου μπορούσε, εξ ορισμού, να ευνοήσει το σύνολο των δραστηριοτήτων της επιχειρήσεως. Τέλος, η RAS δεν εξηγεί για ποιον λόγο φρονεί ότι μόνον η σχέση με τις δραστηριότητες της Saremar στις συνδέσεις με την ηπειρωτική χώρα επέτρεπε να δικαιολογηθεί, εν προκειμένω, η εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς. Πράγματι, δεδομένου ότι η Saremar εκμεταλλευόταν τις συνδέσεις αυτές για τους σκοπούς της εκτελέσεως αποστολής δημόσιας υπηρεσίας η οποία είχε ανατεθεί στην RAS, τυχόν χρηματοδότηση των συνδέσεων αυτών από αυτή τη δημόσια αρχή συνδεόταν κατ’ ανάγκην με τον ρόλο της ως δημόσιας αρχής και όχι ως μετόχου της Saremar.

227    Αφετέρου, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επίμαχη αύξηση κεφαλαίου συνιστούσε μεταφορά κρατικών πόρων υπέρ της Saremar, έστω και αν αυτή η μεταφορά πόρων αποσκοπούσε να αντισταθμίσει την απώλεια προγενέστερων πόρων. Συναφώς, όπως ήδη υπομνήσθηκε στη σκέψη 226 ανωτέρω, το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ορίζει τις κρατικές παρεμβάσεις αναλόγως των αποτελεσμάτων τους και όχι αναλόγως του σκοπού τους. Όμως, η RAS δεν αμφισβητεί ότι, κατά την ημερομηνία κατά την οποία αποφασίστηκε η επίμαχη αύξηση κεφαλαίου, οι πόροι που ανήκαν, κατ’ αυτήν, στην περιουσία της Saremar και τους οποίους αυτή η αύξηση κεφαλαίου σκοπούσε «να αποκαταστήσει» δεν ήταν πλέον διαθέσιμοι. Η ίδια έννοια της αποκαταστάσεως, που χρησιμοποιεί η RAS, αποδεικνύει, συναφώς, ότι η προσφεύγουσα έχει επίγνωση της υπάρξεως εισφοράς νέων πόρων εν προκειμένω. Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να τονιστεί ότι η άποψη της RAS ότι αυτοί οι πόροι ανήκαν ήδη στα περιουσιακά στοιχεία της Saremar, στον βαθμό που αποτελούνταν από απαιτήσεις επί της πρώην μητρικής εταιρίας της, είναι τόσον από πραγματικής όσο και από νομικής απόψεως εσφαλμένη. Πράγματι, όπως η ίδια η RAS εκθέτει στο πλαίσιο του παρόντος σκέλους, η επίμαχη αύξηση κεφαλαίου αποσκοπούσε να παράσχει στην επιχείρηση τη δυνατότητα να ανακτήσει το αρχικό της επίπεδο κεφαλαιοποιήσεως, κατόπιν της αποφάσεώς της να καλύψει την απομείωση των απαιτήσεων επί της Tirrenia μέσω μειώσεως του κεφαλαίου που αντιστοιχούσε στο ύψος των απαιτήσεων αυτών κατόπιν χρήσεως του νόμιμου αποθεματικού και των κερδών των προηγούμενων ετών. Κατά συνέπεια, αυτές οι απομειωμένες απαιτήσεις δεν συνιστούσαν πλέον, εξ ορισμού, περιουσιακά στοιχεία της Saremar, καθώς δεν ήταν πλέον ανακτήσιμες, αλλά ζημίες οι οποίες καλύφθηκαν από την προαναφερθείσα μείωση του κεφαλαίου της επιχειρήσεως η οποία αντισταθμίστηκε με την επίμαχη αύξηση κεφαλαίου (βλ. σκέψη 8 ανωτέρω).

228    Τέλος, όπως τόνισε η Επιτροπή υπεραμυνόμενη των απόψεών της, η επίμαχη αύξηση κεφαλαίου ήταν δυνατό να συνιστά πραγματικό οικονομικό πλεονέκτημα για τη Saremar, στον βαθμό που, χωρίς την παρέμβαση αυτή, η Saremar δεν θα είχε ανακτήσει παρά μόνον εν μέρει τους πόρους που αντιστοιχούσαν στο ποσό των απαιτήσεων που κατείχε επί της Tirrenia, λαμβανομένης υπόψη της απομειώσεως των απαιτήσεων αυτών κατά 50 % στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας της Tirrenia.

229    Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η Επιτροπή σε ουδεμία πλάνη υπέπεσε εξετάζοντας την επίμαχη αύξηση κεφαλαίου μόνον υπό το πρίσμα των αποτελεσμάτων της και εκτιμώντας ότι η εν λόγω αύξηση κεφαλαίου αποτελούσε μεταφορά κρατικών πόρων προς τη Saremar δυνάμενη να της παράσχει οικονομικό πλεονέκτημα και απαιτώντας, προκειμένου να διαπιστώσει τη συνδρομή της τελευταίας αυτής προϋποθέσεως, την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς.

230    Το επιχείρημα της RAS ότι καταβλήθηκε ένα ελάχιστο μόνον μέρος της επίμαχης αυξήσεως κεφαλαίου, ήτοι ποσό ύψους 824 309,69 ευρώ, δεν αναιρεί, όπως είναι προφανές, το συμπέρασμα αυτό. Πράγματι, όπως ήδη υπομνήσθηκε στη σκέψη 142 ανωτέρω, από πάγια νομολογία συνάγεται ότι η κρατική ενίσχυση πρέπει να λογίζεται ως χορηγηθείσα οσάκις οι αρμόδιες εθνικές αρχές εξέδωσαν νομικά δεσμευτική πράξη με την οποία δεσμεύονται να καταβάλουν την οικεία ενίσχυση ή οσάκις το δικαίωμα λήψεως της ενισχύσεως αυτής παρέχεται στον δικαιούχο από τις ισχύουσες νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις. Συνεπώς, το γεγονός ότι η RAS προέβη σε καταβολή ενός μικρού μόνον μέρους της επίμαχης αυξήσεως κεφαλαίου είναι άνευ σημασίας για τον χαρακτηρισμό ως κρατικής ενισχύσεως της εν λόγω αυξήσεως κεφαλαίου.

231    Η παραπομπή της RAS στο σημείο 3.3 της ανακοινώσεως της Επιτροπής στα κράτη μέλη του 1984 που επιγράφεται «Συμμετοχή των δημόσιων αρχών στα κεφάλαια των επιχειρήσεων» (Δελτίο ΕΚ 9-1984, στο εξής: ανακοίνωση του 1984) είναι επίσης απρόσφορη. Πράγματι, εν αντιθέσει προς όσα η RAS προβάλλει, το γράμμα των σημείων 3.2 και 3.3 της ανακοινώσεως του 1984 δεν αναφέρεται στην έννοια της «εισφοράς νέων κρατικών πόρων», αλλά σε αυτήν της «εισφοράς νέου κεφαλαίου». Περαιτέρω, από το γράμμα αυτών των σημείων της ανακοινώσεως του 1984 συνάγεται ότι, προκειμένου να καθοριστεί εάν τυχόν εισφορά νέου κεφαλαίου, κατά την έννοια της ανακοινώσεως αυτής, συνιστά κρατική ενίσχυση, πρέπει οπωσδήποτε να γίνεται εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς, πράγμα που είναι ακριβώς αντίθετο προς τη συλλογιστική της RAS με την οποία επιχειρεί να καταδείξει ότι η Επιτροπή δεν θα έπρεπε να θεωρήσει εφαρμοστέο εν προκειμένω το κριτήριο αυτό.

232    Δεύτερον, η RAS υποστηρίζει ότι, στον βαθμό που οι «αποκατασταθέντες» πόροι μέσω της επίμαχης αυξήσεως κεφαλαίου αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της αντισταθμίσεως για παροχή δημόσιας υπηρεσίας, ενέπιπταν στο άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Περαιτέρω, κατά την RAS, το ύψος της αντισταθμίσεως αυτής είχε ήδη εγκριθεί από την Επιτροπή με προγενέστερη απόφαση.

233    Αυτή η δεύτερη αιτίαση επίσης είναι απρόσφορη.

234    Συναφώς, αρκεί η υπόμνηση ότι, όπως διαπιστώθηκε στις σκέψεις 227 έως 229 ανωτέρω στο πλαίσιο της πρώτης αιτιάσεως, εν αντιθέσει προς όσα η RAS υποστηρίζει, η ίδια δεν αρκέστηκε, με την επίμαχη αύξηση κεφαλαίου, να θέσει στη διάθεση της Saremar πόρους που ανήκαν ήδη στην περιουσία της εταιρίας αυτής. Συνεπεία τούτου, η RAS δεν μπορεί ούτε να υποστηρίξει ότι περιορίστηκε, εν προκειμένω, στην απόδοση αντισταθμίσεων για παροχή δημόσιας υπηρεσίας οι οποίες θα έπρεπε να εκτιμηθούν υπό το πρίσμα του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Επ’ αυτής και μόνον της βάσεως, η αιτίαση αυτή μπορεί επομένως να απορριφθεί.

235    Περαιτέρω, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ, αφενός, του ρόλου του κράτους μέλους ως μετόχου επιχειρήσεως και, αφετέρου, του ρόλου του κράτους όταν ενεργεί ως φορέας δημόσιας εξουσίας. Η δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή εξαρτάται, εν τέλει, από το αν το συγκεκριμένο κράτος μέλος χορηγεί οικονομικό πλεονέκτημα σε επιχείρηση που του ανήκει, με την ιδιότητα του μετόχου και όχι με την ιδιότητα του φορέα δημόσιας εξουσίας (βλ. απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, SNCM και Γαλλία κατά Corsica Ferries France, C‑533/12 P και C‑536/12 P, EU:C:2014:2142, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εν προκειμένω, από την προσβαλλόμενη απόφαση καθώς και από το δικόγραφο της προσφυγής προκύπτει ότι, προκειμένου να δικαιολογήσει την επίμαχη αύξηση κεφαλαίου, η RAS αναφέρθηκε κατ’ επανάληψη στον ρόλο της ως μετόχου της Saremar και όχι στον ρόλο της ως φορέα δημόσιας εξουσίας. Πράγματι, η RAS διευκρινίζει, ιδίως, στο πλαίσιο της πρώτης αιτιάσεως, ότι, αντί να μετακυλίσει στην τιμή πωλήσεως της Saremar, κατά την ιδιωτικοποίησή της, τις ζημίες από την απομείωση της απαιτήσεώς της επί της Tirrenia, επέλεξε να προβεί στην επίμαχη αύξηση κεφαλαίου προκειμένου να επιτύχει μια καλύτερη τιμή πωλήσεως της εταιρίας αυτής χάρη στη βελτίωση της περιουσιακής καταστάσεώς της. Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο αυτό, η RAS δεν μπορεί να επικαλεστεί τον ρόλο της ως φορέα δημόσιας εξουσίας προκειμένου να υποστηρίξει ότι η Saremar δεν αποκόμισε κάποιο οικονομικό πλεονέκτημα.

236    Εν πάση περιπτώσει, όπως η ίδια η RAS συνομολόγησε, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η επίμαχη αύξηση κεφαλαίου απέρρεε από την εκτέλεση υποχρεώσεων συνεπεία δεσμεύσεων που είχε αναλάβει έναντι του Ιταλικού Δημοσίου, όταν αυτό της μεταβίβασε την κυριότητα της Saremar. Ειδικότερα, δεν προκύπτει ότι η RAS ήταν υποχρεωμένη, στο πλαίσιο αυτής της μεταφοράς αρμοδιοτήτων, να αποζημιώσει τη Saremar για το τμήμα των ποσών των αντισταθμίσεων δημόσιας υπηρεσίας που καταβλήθηκαν μεταξύ 1998 και 2008 και τις οποίες η εταιρία αυτή δεν κατέστη δυνατό να ανακτήσει στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας της Tirrenia. Έτσι, η μόνη υποχρέωση στην οποία η RAS αναφέρθηκε συναφώς, κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας ελέγχου, είναι αυτή που προβλέπει το άρθρο 2446 του ιταλικού αστικού κώδικα, σχετικά με εισφορά κεφαλαίου στην οποία πρέπει να προβούν οι μέτοχοι εταιρίας της οποίας το εταιρικό κεφάλαιο μειώθηκε πέραν ενός ορισμένου ορίου, η οποία της επιβαλλόταν μόνον λόγω της ιδιότητάς της ως μετόχου εταιρίας και όχι λόγω της ιδιότητάς της ως φορέα δημόσιας εξουσίας.

237    Κατά συνέπεια, ακόμη και εάν ήθελε υποτεθεί ότι η επίμαχη αύξηση κεφαλαίου αποσκοπούσε στο να επιστραφούν στη Saremar οι πόροι που αντιστοιχούσαν στις αντισταθμίσεις για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας τις οποίες η εταιρία αυτή δεν μπόρεσε να ανακτήσει στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας της Tirrenia, εντούτοις δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας δυνάμενη να υπαχθεί στην παρέκκλιση του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

238    Συνεπώς, το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά την εφαρμογή εν προκειμένω του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς

239    Στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους αυτού του λόγου ακυρώσεως, η RAS υποστηρίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, επέδειξε εν προκειμένω άκρως συνετή συμπεριφορά, όπως ακριβώς και κάθε ιδιώτης επενδυτής, φροντίζοντας να προβεί σε εισφορά ενός ελάχιστου κεφαλαίου, προκειμένου να επιτύχει καλύτερη τιμή πωλήσεως κατά την ιδιωτικοποίησή της. Το μέτρο αυτό συνέβαλε επομένως να διαφυλαχθεί η υλοποίηση του προηγούμενου επιχειρηματικού σχεδίου.

240    Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι τα επιχειρήματα που εκτίθενται στο πλαίσιο του παρόντος σκέλους δεν αποδεικνύουν την ύπαρξη πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή εξετάζοντας, στα σημεία 236 έως 244 της προσβαλλομένης αποφάσεως, εάν η επίμαχη αύξηση κεφαλαίου συνιστούσε οικονομικό πλεονέκτημα για τη Saremar, υπό το πρίσμα του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς.

241    Πράγματι, το γεγονός ότι η RAS φρόντισε να μην καταβάλει παρά ένα ελάχιστο μέρος της επίμαχης αυξήσεως κεφαλαίου, ούτως ώστε να επιτύχει καλύτερη τιμή κατά τον χρόνο της ιδιωτικοποιήσεως της Saremar και να διαφυλάξει το προηγούμενο επιχειρηματικό σχέδιο, δεν αναιρεί το συμπέρασμα της Επιτροπής, που παρατίθεται στο σημείο 242 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η επίμαχη αύξηση κεφαλαίου δεν στηρίχθηκε σε οικονομικές εκτιμήσεις παρεμφερείς προς αυτές στις οποίες θα προέβαινε ένας ορθολογικά σκεπτόμενος ιδιώτης επενδυτής προτού προχωρήσει σε μια τέτοια επένδυση.

242    Έτσι, η RAS δεν αμφισβητεί ότι, όπως διαπίστωσε η Επιτροπή στο σημείο 239 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το επιχειρηματικό σχέδιο για τα έτη 2011-2022, που εγκρίθηκε τον Ιούλιο του 2010, δεν είχε επικαιροποιηθεί προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι σημαντικές μεταβολές του οικονομικού περιβάλλοντος που επήλθαν μετά την έγκρισή του, ιδίως η αφερεγγυότητα της Tirrenia, η εξαγορά της από τη CIN και η αναβολή της ιδιωτικοποιήσεως της Saremar.

243    Ομοίως, η RAS δεν αμφισβητεί τη διαπίστωση της Επιτροπής στο σημείο 240 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι αυτή η δημόσια αρχή, πριν προβεί στην επίμαχη αύξηση κεφαλαίου, δεν συνεκτίμησε τις προοπτικές κερδοφορίας της Saremar και δεν εξέτασε άλλες επιλογές πέραν αυτής της αυξήσεως κεφαλαίου, ιδίως τη θέση της επιχειρήσεως υπό εκκαθάριση. Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι αυτή η τελευταία επιλογή θα ήταν επιβεβλημένη για την RAS εάν δεν είχε προβεί σε αυτήν την αύξηση κεφαλαίου. Πράγματι, από την απόφαση της Περιφέρειας 36/6 συνάγεται ότι, λαμβανομένου υπόψη του ύψους του κεφαλαίου της Saremar, που υπολειπόταν του νόμιμου ορίου που όριζε το άρθρο 2446 του ιταλικού αστικού κώδικα, η επιχείρηση αυτή δεν θα ήταν σε θέση να συνεχίσει τη λειτουργία της. Εν πάση περιπτώσει, η μερική καταβολή της επίμαχης αυξήσεως κεφαλαίου, την οποία επικαλείται η RAS, είναι άνευ σημασίας, στον βαθμό που αυτό που πρέπει να εκτιμηθεί προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως είναι η απόφαση να χορηγηθεί αυτή η αύξηση κεφαλαίου.

244    Επομένως, το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως είναι απορριπτέο.

–       Επί του τρίτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλονται νομικά σφάλματα και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την εξέταση της συμβατότητας της επίμαχης αυξήσεως κεφαλαίου

245    Αυτό το τρίτο σκέλος αφορά το μέρος της προσβαλλομένης αποφάσεως στο οποίο η Επιτροπή εξέτασε τη συμβατότητα της επίμαχης αυξήσεως κεφαλαίου με την εσωτερική αγορά (σημεία 297 έως 299 της αποφάσεως αυτής) υπό το πρίσμα των κατευθυντηρίων γραμμών όσον αφορά τις ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων. Ειδικότερα, το σκέλος αυτό βάλλει κατά του σημείου 299 της αποφάσεως αυτής στο οποίο η Επιτροπή κατέληξε ότι οι αναφερόμενες στις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές προϋποθέσεις δεν συνέτρεχαν εν προκειμένω, παραπέμποντας στους εκτιθέμενους στα σημεία 271 έως 278 της ιδίας αποφάσεως λόγους που την οδήγησαν να καταλήξει σε παρόμοιο συμπέρασμα όσον αφορά το επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο. Όμως, προκειμένου να τεκμηριώσει την παρούσα αιτίαση, η RAS παραπέμπει αποκλειστικώς στα επιχειρήματα τα οποία εξέθεσε στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου ακυρώσεως άνευ περαιτέρω αιτιολογήσεως. Ως εκ τούτου, αρκεί, συναφώς, η διαπίστωση ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 170 έως 204 ανωτέρω, τα επιχειρήματα αυτά είναι απορριπτέα.

246    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι πρέπει να απορριφθεί το τρίτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, ο λόγος αυτός στο σύνολό του.

247    Συνεπώς, δεδομένου ότι ουδείς εκ των λόγων ακυρώσεως της παρούσας προσφυγής δύναται να ευδοκιμήσει, η προσφυγή αυτή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

248    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

249    Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής και της CIN.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τη Regione autonoma della Sardegna (Ιταλία) να φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Compagnia Italiana di Navigazione SpA.

Γρατσίας

Kancheva

Półtorak

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 6 Απριλίου 2017.

(υπογραφές)



Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

1.  Πραγματικά περιστατικά

2.  Διοικητική διαδικασία

3.  Η προσβαλλόμενη απόφαση

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

1.  Επί της ενεργητικής νομιμοποιήσεως και του εννόμου συμφέροντος

2.  Επί της ουσίας

Όσον αφορά το πρώτο μέρος της προσφυγής σχετικά με το τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως που αφορά το επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο

Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση ουσιώδους τύπου

–  Επί του πρώτου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

–  Επί του δευτέρου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλονται παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, καθώς και προφανή σφάλματα εκτιμήσεως στα οποία υπέπεσε η Επιτροπή κατά την εφαρμογή των προϋποθέσεων Altmark

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλονται νομικά σφάλματα και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως σχετικά με την εφαρμογή της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2005 και της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2011

–  Επί του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο ως προς το ratione temporis πεδίο εφαρμογής της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2005 και της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2011

–  Επί του δευτέρου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλονται νομικά σφάλματα και πλάνη εκτιμήσεως σχετικά με την εφαρμογή των αρχών και των προϋποθέσεων της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2011

–  Επί του τρίτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλονται εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 4, στοιχείο στʹ, της αποφάσεως ΥΓΟΣ του 2011 και, επικουρικώς, ένσταση ελλείψεως νομιμότητας της διατάξεως αυτής

Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλονται νομικά σφάλματα και προφανής πλάνη εκτιμήσεως της Επιτροπής σχετικά με τον χαρακτηρισμό της προβληματικής επιχειρήσεως, παράβαση του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, καθώς και ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του σημείου 9 του πλαισίου ΥΓΟΣ

Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλονται νομικά σφάλματα και προδήλως πεπλανημένες εκτιμήσεις, στον βαθμό που η Επιτροπή έκρινε ότι το επίμαχο αντισταθμιστικό μέτρο δεν πληρούσε τα κριτήρια του πλαισίου ΥΓΟΣ του 2011

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και εσφαλμένη εκτίμηση του ορισμού των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας που επιβλήθηκαν στη Saremar

Όσον αφορά το δεύτερο μέρος της προσφυγής, σχετικά με το τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως που αφορά την επίμαχη αύξηση κεφαλαίου

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλονται νομικά σφάλματα και πεπλανημένη εκτίμηση

–  Επί του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλονται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ως προς τη φύση των πόρων που αντιστοιχούν στην επίμαχη αύξηση κεφαλαίου και παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ

–  Επί του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά την εφαρμογή εν προκειμένω του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς

–  Επί του τρίτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλονται νομικά σφάλματα και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την εξέταση της συμβατότητας της επίμαχης αυξήσεως κεφαλαίου

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.