Language of document : ECLI:EU:C:2013:272

Υπόθεση C‑398/11

Thomas Hogan κ.λπ.

κατά

Minister for Social and Family Affairs, Ireland
και

Attorney General

[αίτηση του High Court (Ιρλανδία)
για την έκδοση προδικαστικής απόφασης]

«Προδικαστική παραπομπή — Κοινωνική πολιτική — Προσέγγιση των νομοθεσιών — Προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη — Οδηγία 2008/94/ΕΚ — Πεδίο εφαρμογής — Συμπληρωματικά επαγγελματικά συνταξιοδοτικά προγράμματα — Πρόγραμμα καθορισμένων παροχών για τους εργαζομένους και μεταβλητού κόστους για τον εργοδότη — Ανεπάρκεια του ενεργητικού — Ελάχιστη προστασία — Οικονομική κρίση — Ισόρροπη κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη — Υποχρεώσεις του οικείου κράτους μέλους σε περίπτωση ανεπάρκειας του ενεργητικού — Ευθύνη του κράτους μέλους σε περίπτωση πλημμελούς μεταφοράς της οδηγίας»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα)
της 25ης Απριλίου 2013

1.        Κοινωνική πολιτική — Προσέγγιση των νομοθεσιών — Προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη — Οδηγία 2008/94 — Πεδίο εφαρμογής — Δικαιώματα σε παροχές γήρατος δυνάμει συμπληρωματικού συνταξιοδοτικού προγράμματος το οποίο έχει δημιουργήσει ο εργοδότης — Εμπίπτουν

(Οδηγία 2008/94 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)

2.        Κοινωνική πολιτική — Προσέγγιση των νομοθεσιών — Προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη — Οδηγία 2008/94 — Συμπληρωματικά επαγγελματικά συνταξιοδοτικά προγράμματα — Υποχρέωση του οικείου κράτους μέλους να λάβει τα μέτρα που είναι αναγκαία για την προστασία των συμφερόντων των μισθωτών — Συνεκτίμηση της προβλεπόμενης από τον νόμο κρατικής σύνταξης — Δεν χωρεί

(Οδηγία 2008/94 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 8)

3.        Κοινωνική πολιτική — Προσέγγιση των νομοθεσιών — Προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη — Οδηγία 2008/94 — Συμπληρωματικά επαγγελματικά συνταξιοδοτικά προγράμματα — Υποχρέωση του οικείου κράτους μέλους να λάβει τα μέτρα που είναι αναγκαία για την προστασία των συμφερόντων των μισθωτών — Πεδίο εφαρμογής — Ανεπαρκής οικονομική κάλυψη κατά τον χρόνο επέλευσης της αφερεγγυότητας — Εμπίπτει

(Οδηγία 2008/94 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 8)

4.        Κοινωνική πολιτική — Προσέγγιση των νομοθεσιών — Προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη — Οδηγία 2008/94 — Συμπληρωματικά επαγγελματικά συνταξιοδοτικά προγράμματα — Προστασία των δικαιωμάτων σε παροχές γήρατος — Απαιτούμενη ελάχιστη προστασία — Εθνικά μέτρα τα οποία δεν εξασφάλισαν στους πρώην μισθωτούς μιας κηρυχθείσας σε πτώχευση επιχείρησης τουλάχιστον το 49 % της αξίας των δεδουλευμένων παροχών τους — Δεν επιτρέπονται — Δικαιολογητικός λόγος — Η οικονομική κατάσταση του οικείου κράτους μέλους — Αποκλείεται

(Οδηγία 2008/94 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 8)

5.        Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαιώματα που απονέμονται στους ιδιώτες — Προσβολή τους από κράτος μέλος — Υποχρέωση αποκατάστασης της ζημίας που προκλήθηκε στους ιδιώτες — Προϋποθέσεις — Κατάφωρη παράβαση — Περίπτωση στην οποία το περιεχόμενο και η έκταση των σχετικών υποχρεώσεων είναι σαφή και έχουν προσδιοριστεί επακριβώς από το Δικαστήριο — Εθνικά μέτρα τα οποία δεν εξασφάλισαν στους πρώην μισθωτούς μιας κηρυχθείσας σε πτώχευση επιχείρησης τουλάχιστον το 49 % της αξίας των δεδουλευμένων παροχών που δικαιούνταν βάσει συμπληρωματικού επαγγελματικού συνταξιοδοτικού προγράμματος

(Οδηγία 2008/94 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 8)

1.        Η οδηγία 2008/94, περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται επί των δικαιωμάτων που έχουν οι πρώην εργαζόμενοι μιας επιχείρησης, σε παροχές γήρατος βάσει συμπληρωματικού συνταξιοδοτικού προγράμματος το οποίο είχε δημιουργήσει ο εργοδότης τους.

(βλ. σκέψη 27, διατακτ. 1)

2.        Το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94, περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, έχει την έννοια ότι, στο πλαίσιο της εκτίμησης του ζητήματος αν το οικείο κράτος μέλος εκπλήρωσε την υποχρέωση που υπέχει από το άρθρο αυτό, δεν επιτρέπεται να ληφθεί υπόψη η προβλεπόμενη από τον νόμο κρατική σύνταξη. Συγκεκριμένα, σκοπός του άρθρου αυτού είναι να διασφαλιστεί ότι, σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, θα προστατευθούν τα συμφέροντα των εργαζομένων σε σχέση με τυχόν δικαιώματά τους σε παροχές γήρατος στο πλαίσιο συμπληρωματικών επαγγελματικών συνταξιοδοτικών προγραμμάτων. Η ίδια μάλιστα η διάταξη ορίζει ότι αφορά αποκλειστικώς και μόνον τα επαγγελματικά ή διεπαγγελματικά συμπληρωματικά συνταξιοδοτικά προγράμματα, διευκρινίζοντας ότι η σχετική προστασία καλύπτει προγράμματα εκτός των εθνικών συστημάτων υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης.

(βλ. σκέψεις 29, 33, διατακτ. 2)

3.        Το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94, περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, έχει την έννοια ότι τυγχάνει εφαρμογής απλώς και μόνον εφόσον το συμπληρωματικό επαγγελματικό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα δεν έχει επάρκεια ενεργητικού κατά τον χρόνο που ο εργοδότης περιέρχεται σε κατάσταση αφερεγγυότητας και αυτός, λόγω ακριβώς της αφερεγγυότητάς του, δεν διαθέτει τα αναγκαία κεφάλαια για να καταβάλλει τις εισφορές οι οποίες θα καθιστούσαν δυνατή την εις το ακέραιο απόδοση των παροχών που οφείλονται στους μετέχοντες στο οικείο πρόγραμμα. Συναφώς, δεν απαιτείται από τους τελευταίους να αποδείξουν ότι συντρέχουν και άλλοι παράγοντες οι οποίοι συνετέλεσαν στην απώλεια των δεδουλευμένων τους παροχών γήρατος.

Πράγματι, η εν λόγω διάταξη δεν διακρίνει μεταξύ πιθανών αιτιών της αφερεγγυότητας του εργοδότη, αλλά επιβάλλει μια γενική υποχρέωση προστασίας των συμφερόντων των εργαζομένων, αναθέτοντας στα κράτη μέλη να καθορίσουν, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως δε με την οδηγία 2003/41, για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, τις μεθόδους με τις οποίες θα εκπληρώσουν την ως άνω υποχρέωση.

(βλ. σκέψεις 38, 40, διατακτ. 3)

4.        Η οδηγία 2008/94, περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, έχει την έννοια, αφενός, ότι τα μέτρα τα οποία έλαβε το οικείο κράτος μέλος κατόπιν της έκδοσης της απόφασης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 25ης Ιανουαρίου 2007, C‑278/05, Robins κ.λπ., και τα οποία δεν εξασφάλισαν στους πρώην μισθωτούς μιας κηρυχθείσας σε πτώχευση επιχείρησης τουλάχιστον το 49 % της αξίας των δεδουλευμένων παροχών που δικαιούνταν βάσει συμπληρωματικού επαγγελματικού συνταξιοδοτικού προγράμματος, δεν συνιστούν εκπλήρωση των επιβαλλόμενων από την ως άνω οδηγία υποχρεώσεων και, αφετέρου, ότι η οικονομική κατάσταση του εν λόγω κράτους μέλους δεν συνιστά εξαιρετική περίσταση, ικανή να δικαιολογήσει χαμηλότερο επίπεδο προστασίας των συμφερόντων των εργαζομένων όσον αφορά τις δεδουλευμένες τους παροχές γήρατος στο πλαίσιο συμπληρωματικού επαγγελματικού συνταξιοδοτικού προγράμματος.

Υπ’ αυτή την έννοια, η ορθή εκτέλεση από τα κράτη μέλη των υποχρεώσεων που προβλέπει το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94 δεν κρίνεται βάσει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των μέτρων τα οποία έχουν λάβει, αλλά βάσει του αποτελέσματος της εφαρμογής των εν λόγω εθνικών μέτρων.

(βλ. σκέψεις 45, 47, διατακτ. 4)

5.        Η οδηγία 2008/94, περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αυτό καθ’ εαυτό το γεγονός ότι τα μέτρα που έλαβε το οικείο κράτος μέλος μετά την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 25ης Ιανουαρίου 2007, C‑278/05, Robins κ.λπ., δεν είχαν ως αποτέλεσμα να εξασφαλίσουν για τους πρώην μισθωτούς μιας κηρυχθείσας σε πτώχευση επιχείρησης πλέον του 49 % της αξίας των δεδουλευμένων παροχών τους δυνάμει του συμπληρωματικού επαγγελματικού τους συνταξιοδοτικού προγράμματος, αρκεί για να στοιχειοθετηθεί κατάφωρη παράβαση των υποχρεώσεων του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

Πράγματι, από την ημερομηνία δημοσίευσης της προαναφερθείσας απόφασης Robins κ.λπ., ήτοι από τις 25 Ιανουαρίου 2007, τα κράτη μέλη γνώριζαν ότι η ορθή μεταφορά της οδηγίας 2008/94 στην εσωτερική τους έννομη τάξη προϋποθέτει ότι ο εργαζόμενος θα είναι σε θέση να λάβει, σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη του, τουλάχιστον το ήμισυ της αξίας των παροχών γήρατος για τις οποίες έχει θεμελιώσει δικαίωμα καταβάλλοντας εισφορές στο πλαίσιο συμπληρωματικού επαγγελματικού συνταξιοδοτικού προγράμματος. Υπό τις συνθήκες αυτές διαπιστώνεται ότι, μολονότι το περιεχόμενο και η έκταση της υποχρέωσης που υπέχουν τα κράτη μέλη από το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94, το οποίο απονέμει δικαιώματα σε ιδιώτες, είχαν, το αργότερο στις 25 Ιανουαρίου 2007, αποσαφηνιστεί και διευκρινιστεί, το οικείο κράτος μέλος δεν εκπλήρωσε ορθώς τη σχετική υποχρέωση, με συνέπεια να στοιχειοθετείται κατάφωρη παράβαση του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου στο πλαίσιο ενδεχόμενου ελέγχου της ευθύνης του εν λόγω κράτους μέλους για ζημίες που προκλήθηκαν σε ιδιώτες.

Συναφώς, οι ζημιωθέντες ιδιώτες έχουν δικαίωμα να ζητήσουν αποζημίωση από κράτος μέλος εφόσον συντρέχουν τρεις προϋποθέσεις: πρέπει, δηλαδή, ο κανόνας δικαίου της Ένωσης τον οποίο παρέβη το οικείο κράτος μέλος να αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων σε ιδιώτες, η παράβαση του ως άνω κανόνα να είναι κατάφωρη και να υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραβάσεως αυτής και της ζημίας που υπέστησαν οι ιδιώτες.

(βλ. σκέψεις 49, 51-53, διατακτ. 5)