Language of document : ECLI:EU:T:2015:446

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 30ής Ιουνίου 2015 (*)

«Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας — Κοινοτικό λεκτικό σήμα VIÑA ALBERDI — Προγενέστερο εθνικό εικονιστικό σήμα VILLA ALBERTI — Σχετικός λόγος απαραδέκτου — Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (EΚ) 207/2009 — Έλλειψη συνυπάρξεως σημάτων — Κίνδυνος συγχύσεως»

Στην υπόθεση T‑489/13,

La Rioja Alta, SA, με έδρα το Haro (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τον F. Pérez Álvarez, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τον Ó. Mondéjar Ortuño,

καθού,

έτερος διάδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ:

Aldi Einkauf GmbH & Co. OHG, με έδρα το Essen (Γερμανία),

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του τετάρτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 9ης Ιουλίου 2013 (υπόθεση R 1190/2011‑4), σχετικά με διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας μεταξύ της Aldi Einkauf GmbH & Co. OHG και της La Rioja Alta, SA,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Prek (εισηγητή), πρόεδρο, I. Labucka και V. Kreuschitz, δικαστές,

γραμματέας: I. Drăgan, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 16 Σεπτεμβρίου 2013,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Μαρτίου 2014,

κατόπιν της συνεδριάσεως της 14ης Ιανουαρίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (1)

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 3 Ιουνίου 2003, η προσφεύγουσα, η εταιρία La Rioja Alta, SA, υπέβαλε αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί [ακολούθως αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1)].

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το λεκτικό σημείο VIÑA ALBERDI.

3        Στις 26 Νοεμβρίου 2004, το σημείο καταχωρίσθηκε ως κοινοτικό σήμα, με αριθμό 3189065.

4        Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση του σήματος υπάγονται στην κλάση 33, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας όσον αφορά τη διεθνή ταξινόμηση προϊόντων και υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Αλκοολούχα ποτά, πλην του ζύθου».

5        Στις 5 Νοεμβρίου 2009, ο έτερος διάδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του ΓΕΕΑ, η εταιρία Aldi Einkauf GmbH & Co. OHG, υπέβαλε ενώπιον του ΓΕΕΑ αίτηση με την οποία ζήτησε να κηρυχθεί η μερική ακυρότητα του επίμαχου σήματος, δυνάμει του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 207/2009, ερμηνευόμενου σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του ίδιου κανονισμού, για τα προϊόντα που διαλαμβάνει η σκέψη 4 ανωτέρω.

6        Προς στήριξη της αιτήσεώς της για την κήρυξη ακυρότητας, η εταιρία Aldi Einkauf επικαλέσθηκε το υπ’ αριθ. 2056141 προγενέστερο γερμανικό εικονιστικό σήμα, το οποίο είχε καταχωρισθεί στις 7 Φεβρουαρίου 1994, ανανεώθηκε έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2012, και απεικονίζεται κατωτέρω:

Image not found

7        Το προγενέστερο σήμα είχε καταχωρισθεί για προϊόντα της κλάσεως 33 που αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Οίνοι Ιταλίας».

8        Με την από 11 Απριλίου 2011 απόφαση, το τμήμα ακυρώσεων έκανε δεκτή την αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας του επίμαχου σήματος.

9        Στις 6 Ιουνίου 2011, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του ΓΕΕΑ κατά της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεων, βάσει των άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009. Στο πλαίσιο αυτό, ζήτησε στις 5 Αυγούστου 2011 να αποκλεισθούν οι «οίνοι Ιταλίας» από τα προϊόντα της κλάσεως 33 τα οποία καλύπτει το επίμαχο σήμα.

10      Με την από 9 Ιουλίου 2013 απόφαση (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το τέταρτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ απέρριψε την προσφυγή της προσφεύγουσας. Το τμήμα προσφυγών:

–        έκρινε ότι ο περιορισμός τον οποίο ζήτησε η προσφεύγουσα όσον αφορά τα προϊόντα που προσδιορίζονται από το επίμαχο σήμα συνιστούσε παραίτηση, κατά την έννοια του άρθρου 50 του κανονισμού 207/2009 και, ως εκ τούτου, ήταν νόμιμος∙

–        απεφάνθη ότι προσκομίσθηκαν αποδεικτικά στοιχεία της χρήσεως του προγενέστερου σήματος όσον αφορά τους «οίνους Ιταλίας» και απέρριψε την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας κατά την οποία η χρήση είχε αποδειχθεί μόνο για ορισμένες ονομασίες προελεύσεως∙

–        επισήμανε ότι το ενδιαφερόμενο κοινό αποτελούνταν από το ευρύ γερμανικό κοινό, το οποίο επεδείκνυε μεσαίου βαθμού προσοχή κατά την κτήση των εν λόγω προϊόντων∙

–        έκρινε ότι τα επίμαχα προϊόντα ήταν παρεμφερή σε μεγάλο βαθμό αν όχι πανομοιότυπα, καθόσον το επίμαχο σήμα απέκλειε τους «οίνους Ιταλίας» αλλά όχι τους λοιπούς οίνους∙

–        διαπίστωσε ότι τα αντιπαρατιθέμενα σημεία εμφάνιζαν τουλάχιστον ορισμένο βαθμό οπτικής και φωνητικής ομοιότητας αλλά όχι εννοιολογική ομοιότητα∙

–        δέχθηκε ότι το προγενέστερο σήμα είχε συνήθη διακριτικό χαρακτήρα·

–        κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υφίστατο κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των δύο σημάτων, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009.

 Αιτήματα των διαδίκων

11      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να κηρύξει έγκυρο το επίμαχο σήμα·

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ και τον αντίδικο ενώπιον του τμήματος προσφυγών στα δικαστικά έξοδα.

12      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα παραιτήθηκε από το δεύτερο αίτημά της, γεγονός που το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη.

13      Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

[παραλειπόμενα]

 Επί της ουσίας

[παραλειπόμενα]

 Επί του λόγου που αφορά παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 207/2009

[παραλειπόμενα]

–       Επί του κινδύνου συγχύσεως

68      Κατά πάγια νομολογία, κίνδυνος συγχύσεως υφίσταται όταν το κοινό ενδέχεται να σχηματίσει την πεποίθηση ότι τα επίμαχα προϊόντα ή οι επίμαχες υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή από οικονομικώς συνδεόμενες μεταξύ τους επιχειρήσεις. Κατά την εν λόγω νομολογία, ο κίνδυνος συγχύσεως πρέπει να εκτιμάται σφαιρικώς, σύμφωνα με την αντίληψη που έχει το ενδιαφερόμενο κοινό για τα επίμαχα σημεία και προϊόντα ή υπηρεσίες και λαμβανομένων υπόψη όλων των παραγόντων που ασκούν επιρροή στη συγκεκριμένη περίπτωση, ιδίως δε της αμφίδρομης σχέσεως μεταξύ της ομοιότητας των σημείων και της ομοιότητας των προσδιοριζομένων προϊόντων ή υπηρεσιών [βλ. απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, Canon, C‑39/97, Συλλογή, EU:C:1998:442, σκέψεις 16, 17 και 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και GIORGIO BEVERLY HILLS, σκέψη 38 ανωτέρω, EU:T:2003:199, σκέψεις 30 έως 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

[παραλειπόμενα]

70      Επιπλέον, βάσει όλων των παραγόντων που αναφέρθηκαν στη σκέψη 68 ανωτέρω μπορεί ενδεχομένως να ληφθεί υπόψη η συνύπαρξη των δύο σημάτων στην αγορά, καθόσον στη νομολογία γίνεται δεκτό ότι το στοιχείο αυτό, σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία, μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο συγχύσεως μεταξύ των εν λόγω σημάτων στην αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού (απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, Aceites del Sur-Coosur κατά Koipe, C‑498/07 P, Συλλογή, EU:C:2009:503, σκέψη 82∙ βλ. επιπλέον, υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογία, απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, Budějovický Budvar, C‑482/09, Συλλογή, EU:C:2011:605, σκέψεις 75 έως 82).

71      Εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών έκρινε, στη σκέψη 44 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το προγενέστερο σήμα διέθετε μεσαίου βαθμού εγγενή διακριτικό χαρακτήρα. Λαμβανομένης υπόψη της ομοιότητας των επίμαχων προϊόντων και των αντιπαρατιθέμενων σημείων, κατέληξε, στη σκέψη 51 της εν λόγω αποφάσεως, στο συμπέρασμα ότι υπήρχε κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων. Στο πλαίσιο της εκτιμήσεώς του, απέρριψε το επιχείρημα περί αρμονικής συνυπάρξεως των εν λόγω σημάτων στη Γερμανία.

72      Η προσφεύγουσα προσάπτει στο τμήμα προσφυγών ότι δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμο την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων στην αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού. Κατά την προσφεύγουσα, ο καταναλωτής μπορεί να τα διακρίνει σαφώς. Η προσφεύγουσα διατείνεται επιπλέον ότι εσφαλμένως το τμήμα προσφυγών απέρριψε το επιχείρημά της περί αρμονικής συνυπάρξεως του προγενέστερου σήματος με το επίμαχο σήμα στη Γερμανία, παρά το γεγονός ότι αυτή διέθετε στην αγορά από το 1983 οίνους με το ισπανικό λεκτικό σήμα VIÑA ALBERDI.

[παραλειπόμενα]

77      Τέλος, στη σκέψη 39 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών υπογράμμισε ότι συμμεριζόταν «τα συμπεράσματα του τμήματος ακυρώσεων ότι δεν [είχε] τεκμηριωθεί ότι η αποδεδειγμένη συνύπαρξη των σημάτων βασιζόταν στην έλλειψη κινδύνου συγχύσεως [και κ]ανένα από τα στοιχεία που προσκομίσθηκαν σχετικώς δεν αποδείκνυ[ε] ότι η συνύπαρξη των δύο σημείων [είχε] αναγνωρισθεί εκατέρωθεν και ότι το γερμανικό κοινό [είχε] μάθει και [γνώριζε] πλήρως ότι τα αντιπαρατιθέμενα σημεία προσδιόριζ[αν] σαφώς τις διαφορετικές εμπορικές προελεύσεις».

78      Προς αντίκρουση της εν λόγω αναλύσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι είναι αδύνατο να αποδειχθεί η αρμονική συνύπαρξη μεταξύ των σημάτων βάσει της ελλείψεως κινδύνου συγχύσεως μεταξύ των εν λόγω σημάτων. Κατ’ ουσίαν, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα προσκομισθέντα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας στοιχεία αρκούσαν προκειμένου να αποδείξουν την αρμονική συνύπαρξη του ισπανικού σήματος VIÑA ALBERDI και του προγενέστερου σήματος του οποίου έγινε επίκληση προς στήριξη της αιτήσεως κηρύξεως ακυρότητας στη Γερμανία.

79      Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι είναι αδύνατο να αποδειχθεί η αρμονική συνύπαρξη μεταξύ των σημάτων βάσει της ελλείψεως κινδύνου συγχύσεως μεταξύ των εν λόγω σημάτων, αυτό πρέπει ευθύς εξαρχής να απορριφθεί.

80      Μολονότι στον δικαιούχο του επίμαχου σήματος απόκειται, ασφαλώς, να αποδείξει, στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του ΓΕΕΑ που αφορά τους σχετικούς λόγους απαραδέκτου, ότι η εν λόγω συνύπαρξη βασιζόταν στην έλλειψη κινδύνου συγχύσεως, στην αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού, μεταξύ του σήματος που αυτός επικαλείται και του προγενέστερου σήματος στο οποίο βασίζεται η αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας [βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 11ης Μαΐου 2005, Grupo Sada κατά ΓΕΕΑ — Sadia (GRUPO SADA), T‑31/03, Συλλογή, EU:T:2005:169, σκέψη 86, και της 10ης Απριλίου 2013, Höganäs κατά ΓΕΕΑ — Haynes (ASTALOY), T‑505/10, EU:T:2013:160, σκέψη 48], έχει τη δυνατότητα να προβεί στην εν λόγω απόδειξη επικαλούμενος σχετικώς δέσμη ενδείξεων. Είναι ιδιαιτέρως κρίσιμα, συναφώς, τα στοιχεία που πιστοποιούν ότι το ενδιαφερόμενο κοινό γνωρίζει καθένα από τα επίμαχα σήματα πριν την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος [βλ., υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογία, αποφάσεις GRUPO SADA, προαναφερθείσα, EU:T:2005:169, σκέψη 89, και της 25ης Μαΐου 2005, TeleTech Holdings κατά ΓΕΕΑ — Teletech International (TELETECH GLOBAL VENTURES), T‑288/03, Συλλογή, EU:T:2005:177, σκέψη 100]. Επιπλέον, στον βαθμό που από τη νομολογία προκύπτει ότι η διάρκεια της συνυπάρξεως δύο σημάτων πρέπει να είναι αρκούντως μεγάλη ώστε να μπορεί να ασκήσει επιρροή στην αντίληψη του ενδιαφερόμενου καταναλωτή [βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 1ης Μαρτίου 2005, Fusco κατά ΓΕΕΑ — Fusco International (ENZO FUSCO), T‑185/03, Συλλογή, EU:T:2005:73, σκέψη 64, και ASTALOY, προαναφερθείσα, EU:T:2013:160, σκέψη 47], η διάρκεια της συνυπάρξεως συνιστά επίσης ουσιώδες στοιχείο.

81      Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι κάθε επιχείρημα περί συνυπάρξεως συνεπάγεται προηγουμένως την απόδειξη, αφενός, της ταυτότητας των προγενέστερων σημάτων με τα αντιπαρατιθέμενα σήματα (βλ. υπ’ αυτή την έννοια απόφαση GRUPO SADA, σκέψη 80 ανωτέρω, EU:T:2005:169, σκέψεις 86 και 88) και, αφετέρου, της ουσιαστικής χρήσεως του σήματος το οποίο επικαλείται η προσφεύγουσα στο οικείο έδαφος [απόφαση της 21ης Απριλίου 2005, PepsiCo κατά ΓΕΕΑ — Intersnack Knabber-Gebäck (RUFFLES), T‑269/02, Συλλογή, EU:T:2005:138, σκέψεις 23 έως 25].

82      Επιπλέον, στον βαθμό που μόνο ενδεχόμενη αρμονική συνύπαρξη μεταξύ των επίμαχων σημάτων μπορεί να ληφθεί υπόψη, η ύπαρξη ένδικης διαφοράς μεταξύ των δικαιούχων προγενέστερων σημάτων αποκλείει την αποδοχή της συνυπάρξεως [βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις ARTHUR ET FELICIE, σκέψη 15 ανωτέρω, EU:T:2005:420, σκέψη 64, και της 8ης Δεκεμβρίου 2005, Castellblanch κατά ΓΕΕΑ — Champagne Roederer (CRISTAL CASTELLBLANCH), T‑29/04, Συλλογή, EU:T:2005:438, σκέψη 74].

83      Υπό το πρίσμα των εκτιμήσεων αυτών πρέπει να εξακριβωθεί αν το τμήμα προσφυγών βασίμως επικύρωσε την ανάλυση του τμήματος ακυρώσεων, απορρίπτοντας το επιχείρημα της προσφεύγουσας περί συνυπάρξεως του ισπανικού σήματος VIÑA ALBERDI και του προγενέστερου σήματος, επίκληση του οποίου έγινε προς στήριξη της αιτήσεως κηρύξεως της ακυρότητας στη Γερμανία.

84      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από τα στοιχεία που προέβαλε η προσφεύγουσα κατά τη διαδικασία ενώπιον του ΓΕΕΑ δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι το ενδιαφερόμενο κοινό γνωρίζει το ισπανικό σήμα VIÑA ALBERDI σε τέτοιο βαθμό ώστε να μειώνεται ο κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων.

85      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στη σκέψη 23 ανωτέρω, το ενδιαφερόμενο κοινό ορίσθηκε ως το ευρύ γερμανικό κοινό.

86      Μολονότι η προσφεύγουσα απέδειξε την εξαγωγή οίνων με το ισπανικό σήμα VIÑA ALBERDI στη Γερμανία μεταξύ του 1983 και της ημερομηνίας καταθέσεως της αιτήσεως καταχωρίσεώς του ως κοινοτικού σήματος, έχει καταδειχθεί ότι οι εν λόγω εξαγωγές ήταν σχετικώς περιορισμένες από απόψεως όγκου, ήτοι ανέρχονταν μεταξύ 6 000 και 28 000 φιαλών ανά έτος για το σύνολο του γερμανικού κοινού.

87      Επιπλέον, καίτοι η προσφεύγουσα προσκόμισε πλείονα άρθρα του τύπου και ενημερωτικά δελτία σχετικά με τους οίνους που διατίθενται στην αγορά με το ισπανικό σήμα VIÑA ALBERDI, μόνο δύο από τα έγγραφα αυτά προέρχονται από γερμανικές αρχές και περιέχουν περιορισμένες απλώς αναφορές στους επίμαχους οίνους.

88      Τέλος, όσον αφορά τις βεβαιώσεις που προσκόμισαν οι Γερμανοί εισαγωγείς των οίνων τους οποίους διαθέτει στην αγορά η προσφεύγουσα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, μολονότι σε αυτές ορίζεται ότι, «[τόσο για] τον εισαγωγέα όσο και [για] τους πελάτες του», το ισπανικό σήμα VIÑA ALBERDI είναι «γνωστό σήμα που προσδιορίζει ποιοτικό ισπανικό οίνο ο οποίος καλύπτεται από την προστατευόμενη ονομασία προελεύσεως Rioja», οι βεβαιώσεις αυτές αποδεικνύουν κατ’ ουσία ότι οι εισαγωγείς που τις κατήρτισαν γνώριζαν το επίμαχο σήμα, όχι όμως και το ευρύ γερμανικό κοινό.

89      Υπό αυτές τις συνθήκες, ορθώς το τμήμα προσφυγών απέρριψε το επιχείρημα της προσφεύγουσας περί αρμονικής συνυπάρξεως των αντιπαρατιθέμενων σημάτων στη Γερμανία.

[παραλειπόμενα]

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Rioja Alta, SA, καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.

Prek

Labucka

Kreuschitz

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 30 Ιουνίου 2015.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.


1 — Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.