Language of document : ECLI:EU:C:2013:65

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 7ης Φεβρουαρίου 2013 (1)

Υπόθεση C‑476/11

HK Danmark, που ενεργεί για λογαριασμό της Glennie Kristensen

κατά

Experian A/S

[αίτηση του Vestre Landsret (Δανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας – Επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως – Εργοδοτικές εισφορές στο πλαίσιο της επαγγελματικής ασφαλίσεως γήρατος – Σύστημα σταθερών εισφορών – Κλιμάκωση του ύψους των εισφορών ανάλογα με την ηλικία – Άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας –Εύρος της εξαιρέσεως»





I –    Εισαγωγή

1.        Μπορεί επιχείρηση να χρησιμοποιεί την ηλικία ως κριτήριο για να διαμορφώσει το ύψος των εισφορών που καταβάλλουν οι εργαζόμενοι σε επαγγελματικό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα ή τούτο συνιστά απαγορευόμενη διάκριση λόγω ηλικίας; Αυτό το ερώτημα αφορά η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως εκ μέρους του Vestre Landsret, το οποίο παρέχει τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να διευκρινίσει περαιτέρω τη νομολογία του σχετικά με τις διακρίσεις λόγω ηλικίας (2).

2.        Συγκεκριμένα, το Vestre Landsret ζητεί να αποσαφηνισθεί αν επαγγελματικό σύστημα ασφαλίσεως γήρατος το οποίο προβλέπει κλιμάκωση του ύψους των εισφορών ανάλογα με την ηλικία συνάδει με το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ περί ίσης μεταχειρίσεως (3). Πρώτη φορά ζητείται από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει την εν λόγω διάταξη (4).

II – Νομικό πλαίσιο

 Α – Το δίκαιο της Ένωσης

3.        Η οδηγία 2000/78 καθορίζει το νομικό πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως όσον αφορά το δίκαιο της Ένωσης. Σκοπός της εν λόγω οδηγίας, όπως προκύπτει από το άρθρο της 1,

«είναι η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη».

4.        Το άρθρο 2 της οδηγίας 2000/78 επιγράφεται ως «Η έννοια των διακρίσεων» και ορίζει τα εξής:

«1.      Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1.

2.      Για τους σκοπούς της παραγράφου 1:

α)      συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο,

[…]».

5.        Το άρθρο 3 ορίζει το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78:

«1.      Εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην Κοινότητα, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά:

[…]

γ)      τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων και των αμοιβών,

[…]

3.      Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις πάσης φύσεως παροχές που καταβάλλουν τα δημόσια συστήματα ή τα εξομοιούμενα προς τα δημόσια, συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης ή προστασίας.

[…]»

6.        Το άρθρο 6 της οδηγίας 2000/78, το οποίο ρυθμίζει τη «[δ]ικαιολογημένη διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας», έχει ως εξής:

«1.      Κατά παρέκκλιση εκ του άρθρου 2, παράγραφος 2, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η λόγω ηλικίας διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά διάκριση εφόσον δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου αντικειμενικά και λογικά από έναν θεμιτό στόχο, ιδίως δε από θεμιτούς στόχους της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης, και εφόσον τα μέσα επίτευξης του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία.

Αυτή η διαφορετική μεταχείριση μπορεί ιδίως να περιλαμβάνει:

α)      την καθιέρωση ειδικών συνθηκών για την πρόσβαση στην απασχόληση και την επαγγελματική κατάρτιση, για την απασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των όρων απόλυσης και αμοιβής, για τους νέους, τους ηλικιωμένους και τους εργαζόμενους που συντηρούν άλλα πρόσωπα, προκειμένου να ευνοείται η επαγγελματική τους ένταξη ή να εξασφαλίζεται η προστασία τους,

β)      τον καθορισμό ελάχιστων όρων ηλικίας, επαγγελματικής εμπειρίας ή αρχαιότητας στην απασχόληση για την πρόσβαση στην απασχόληση ή σε ορισμένα πλεονεκτήματα που συνδέονται με την απασχόληση,

[…]

2.      Κατά παρέκκλιση εκ του άρθρου 2, παράγραφος 2, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι δεν συνιστά διάκριση λόγω ηλικίας, όσον αφορά τα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, ο καθορισμός ηλικίας για την ένταξη ή την αποδοχή σε παροχές συνταξιοδότησης ή αναπηρίας, συμπεριλαμβανομένου και του καθορισμού για τα καθεστώτα αυτά διαφορετικού ορίου ηλικίας για εργαζόμενους ή για ομάδες ή κατηγορίες εργαζομένων και της χρήσης στο πλαίσιο των συστημάτων αυτών κριτηρίων ηλικίας στους αναλογιστικούς υπολογισμούς, υπό τον όρο ότι αυτό δεν καταλήγει σε διακρίσεις λόγω φύλου.»

 Β – Το εθνικό δίκαιο

7.        Η οδηγία 2000/78 μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη της Δανίας με τον Lov om forbud mod forskelsbehandling på arbejdsmarkedet m.v. (Forskelsbehandlingslov, στο εξής: νόμος περί ίσης μεταχειρίσεως) (5).

8.        Το άρθρο 1 του νόμου περί ίσης μεταχειρίσεως περιλαμβάνει ορισμό της έννοιας των διακρίσεων αντίστοιχο προς εκείνον του άρθρου 2 της οδηγίας. Το άρθρο 2, παράγραφος 1, ρυθμίζει την απαγόρευση των διακρίσεων μεταξύ των εργαζομένων όσον αφορά ιδίως την πρόσληψη, την απόλυση και τον μισθό. Η παράγραφος 3 παρέχει τη νομική βάση για την προβολή αξιώσεως καταβολής αντισταθμίσματος σε περίπτωση διακρίσεως σχετικής με τον μισθό.

9.        Το άρθρο 6a του νόμου περί ίσης μεταχειρίσεως μεταφέρει στην εσωτερική έννομη τάξη το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78. Το άρθρο αυτό έχει ως ακολούθως:

«Κατά παρέκκλιση εκ των άρθρων 2 έως 5, ο παρών νόμος δεν αποκλείει τον καθορισμό ηλικίας για την ένταξη σε επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως ή τη χρήση κριτηρίων ηλικίας στους αναλογιστικούς υπολογισμούς στο πλαίσιο των συστημάτων αυτών. Η χρήση αυτών των κριτηρίων ηλικίας δεν πρέπει να καταλήγει σε διακρίσεις λόγω φύλου.»

III – Τα πραγματικά περιστατικά και τα προδικαστικά ερωτήματα

10.      Η G. Kristensen εργαζόταν στο τμήμα εξυπηρέτησης πελατών της Experian A/S (στο εξής: Experian) από τον Νοέμβριο του 2007 έως τον Οκτώβριο του 2008.

11.      Η Experian διαθέτει επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα. Η Experian δεν υποχρεούται εκ του νόμου ή βάσει συλλογικής συμβάσεως να παράσχει επαγγελματική ασφάλιση γήρατος. Το σύστημα στηρίζεται στην κάθε σύμβαση εργασίας μεταξύ της Experian και των εργαζομένων της. Η συμμετοχή στην επαγγελματική ασφάλιση γήρατος είναι υποχρεωτική για όλους τους εργαζόμενους της Experian και άρχεται αυτομάτως μετά τη συμπλήρωση εννέα μηνών απασχολήσεως στην επιχείρηση. Το σύστημα προβλέπει ότι η Experian καταβάλλει δύο τρίτα των εισφορών και κάθε εργαζόμενος αναλαμβάνει την καταβολή του υπολειπόμενου ενός τρίτου. Το ύψος των εισφορών προσδιορίζεται βάσει ποσοστού επί του βασικού μισθού και διαμορφώνεται ως εξής:

–        Εργαζόμενος κάτω των 35 ετών: η συμμετοχή του εργαζομένου είναι 3 % και της Experian 6 %·

–        εργαζόμενος από 35 έως 44 ετών: η συμμετοχή του εργαζομένου είναι 4 % και της Experian 8 %·

–        εργαζόμενος άνω των 45 ετών: η συμμετοχή του εργαζομένου είναι 5 % και της Experian 10 %.

12.      Η G. Kristensen ήταν 29 ετών κατά τον χρόνο ενάρξεως της εργασιακής της σχέσης. Για τον λόγο αυτόν η Experian κατέβαλλε, όπως προέβλεπε η σύμβαση εργασίας, ποσοστό 6 % επί του βασικού μισθού της στο συνταξιοδοτικό της πρόγραμμα. Οι αποδοχές της G. Kristensen συνίσταντο μηνιαίως στον συμφωνημένο βασικό μισθό των 21 500,00 δανικών κορώνων (DKK) με την προσθήκη της συμμετοχής του εργοδότη στις συνταξιοδοτικές εισφορές σε ποσοστό 6 %, οπότε ανέρχονταν συνολικώς σε 22 790,00 DKK. Αν η G. Kristensen ήταν από 35 έως 44 ετών θα λάμβανε 23 220,00 DKK μηνιαίως, λόγω της αυξημένης συμμετοχής του εργοδότη στις συνταξιοδοτικές εισφορές, ενώ αν ήταν άνω των 45 ετών οι αποδοχές της θα ανέρχονταν μηνιαίως σε 23 650,00 DKK.

13.      Η ενάγουσα της κύριας δίκης, Handels- og Kontorfunktionærernes Forbund Danmark (στο εξής: HK) (6), η οποία ενεργεί για λογαριασμό της G. Kristensen, θεωρεί ότι στην προκειμένη περίπτωση υφίσταται παραβίαση της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας κατά το άρθρο 2 του νόμου περί ίσης μεταχειρίσεως και ζητεί αποζημίωση και αναδρομική καταβολή συνταξιοδοτικών εισφορών.

14.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, τίθεται το ζήτημα αν συνάδει με το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας η ερμηνεία την οποία προτείνει η Experian, κατά την οποία οι κλιμακούμενες ανάλογα με την ηλικία συνταξιοδοτικές εισφορές επιτρέπονται βάσει του άρθρου 6a του νόμου περί ίσης μεταχειρίσεως.

15.      Για αυτόν τον λόγο, το Vestre Landsret ανέστειλε τη διαδικασία με διάταξη της 14ης Σεπτεμβρίου 2011, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 19 Σεπτεμβρίου 2011, και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

1)      Πρέπει η εξαίρεση την οποία προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας [2000/78] σχετικά με τον καθορισμό, όσον αφορά τα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως, ηλικίας για την ένταξη ή την αποδοχή σε παροχές συνταξιοδοτήσεως ή αναπηρίας να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι παρέχει τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να εξαιρούν εν γένει τα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως από την απαγόρευση άμεσων ή έμμεσων διακρίσεων λόγω ηλικίας κατά το άρθρο 2 της οδηγίας [αυτής], εφόσον δεν εισάγεται διάκριση λόγω φύλου;

2)      Πρέπει η εξαίρεση την οποία προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας [2000/78] σχετικά με τον καθορισμό, όσον αφορά τα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως, ηλικίας για την ένταξη ή την αποδοχή σε παροχές συνταξιοδοτήσεως ή αναπηρίας να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν απαγορεύει σε κράτος μέλος τη διατήρηση νομικού καθεστώτος, υπό το οποίο ο εργοδότης μπορεί να καταβάλλει κλιμακούμενες ανάλογα με την ηλικία συνταξιοδοτικές εισφορές ως τμήμα των αποδοχών, οπότε, παραδείγματος χάρη, καταβάλλει συνταξιοδοτικές εισφορές ύψους 6 % για εργαζόμενους κάτω των 35 ετών, ύψους 8 % για εργαζόμενους από 35 έως 44 ετών και ύψους 10 % για εργαζόμενους άνω των 45 ετών, εφόσον δεν εισάγεται διάκριση λόγω φύλου;

IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

16.      Κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία η HK και η Experian, καθώς και η Δανική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλαν γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις. Στην έγγραφη διαδικασία μετείχαν επίσης η Βελγική, η Γερμανική, η Ολλανδική και η Ισπανική Κυβέρνηση.

V –    Νομική εκτίμηση

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

17.      Όσον αφορά το πρώτο προδικαστικό ερώτημα του Vestre Landsret αμφισβητώ, όπως και η Επιτροπή, ότι το ερώτημα αυτό είναι κρίσιμο για την έκβαση της διαφοράς. Το αν συγκεκριμένο συνταξιοδοτικό σύστημα συνάδει με την οδηγία προκύπτει από την απάντηση του Δικαστηρίου στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα και ως εκ τούτου, δεν επιβάλλεται περαιτέρω ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 2, για την κρίση της διαφοράς της κύριας δίκης. Για τον λόγο αυτόν δεν απαντώ στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα.

 Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

18.      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα το Vestre Landsret ζητεί να διευκρινισθεί αν η οδηγία επιτρέπει σε κράτος μέλος τη διατήρηση νομικού καθεστώτος, υπό το οποίο εργοδότης μπορεί να προβλέψει την κλιμάκωση των συνταξιοδοτικών εισφορών ανάλογα με την ηλικία, στο πλαίσιο της επαγγελματικής ασφαλίσεως γήρατος.

19.      Η οδηγία 2000/78 απαγορεύει καταρχήν τις διακρίσεις στην απασχόληση και την εργασία, αλλά στο άρθρο 6 επιτρέπει στα κράτη μέλη να προβλέπουν σε ορισμένες περιπτώσεις ότι συγκεκριμένα μέτρα δεν συνιστούν διάκριση λόγω ηλικίας. Η Δανία χρησιμοποίησε αυτήν τη δυνατότητα, τουλάχιστον ως προς το άρθρο 6, παράγραφος 2, και μετέφερε την εν λόγω διάταξη στο εθνικό δίκαιο με το άρθρο 6a του νόμου περί ίσης μεταχειρίσεως. Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι το δανικό Υπουργείο Εργασίας ερμηνεύει το άρθρο 6a του νόμου περί ίσης μεταχειρίσεως κατά τέτοιον τρόπο ώστε επαγγελματικό σύστημα ασφαλίσεως γήρατος, όπως αυτό της Experian, καλύπτεται από την ανωτέρω διάταξη και επομένως επιτρέπεται.

20.      Συνεπώς, είναι αμφίβολο αν αυτή η ερμηνεία συνάδει με το άρθρο 6, παράγραφος 2. Κατ’ ουσία λοιπόν πρέπει να εξετασθεί αν είναι δυνατή η υπαγωγή συνταξιοδοτικού συστήματος, όπως αυτού που εφαρμόζει η Experian, στο άρθρο 6, παράγραφος 2.

1.      Η δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας

21.      Καταρχάς πρέπει να εξετασθεί η δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας. Δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, η οδηγία 2000/78, «εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην Κοινότητα, [...] εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων και των αμοιβών».

22.      Ωστόσο, βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 3, σε συνδυασμό με τη δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη, στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας δεν εμπίπτουν τα συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως και κοινωνικής προστασίας οι παροχές των οποίων δεν εξομοιούνται προς αμοιβή κατά την έννοια του άρθρου 157 ΣΛΕΕ, ούτε προς τις πάσης φύσεως αμοιβές που καταβάλλει το κράτος με στόχο την πρόσβαση στην απασχόληση ή την παραμονή σε αυτήν (7).

23.      Συνεπώς, όπως επισημαίνουν επίσης η Επιτροπή και η Βελγική Κυβέρνηση, η δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας στη συγκεκριμένη περίπτωση εξαρτάται από το αν οι συνταξιοδοτικές εισφορές που καταβάλλει ο εργοδότης μπορούν να εξομοιωθούν προς αμοιβή κατά την έννοια του άρθρου 157, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (8). Αυτό συμβαίνει κατά την άποψή μου.

24.      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ως «αμοιβή» κατά την έννοια του άρθρου 157, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ λογίζονται «όλα τα οφέλη σε χρήμα ή σε είδος, παρόντα ή μέλλοντα, εφόσον καταβάλλονται, έστω και εμμέσως, από τον εργοδότη στον εργαζόμενο, λόγω της εργασίας του τελευταίου» (9). Όπως επισήμανε εσχάτως ο γενικός εισαγγελέας N. Jääskinen στις προτάσεις του επί της υποθέσεως Römer (10), το Δικαστήριο υιοθετεί κατ’ αυτόν τον τρόπο μια διευρυμένη ερμηνεία της έννοιας «αμοιβή» η οποία περιλαμβάνει ιδίως όλες τις μορφές συνταξιοδοτικών εισφορών.

25.      Ως προς την καταβολή επαγγελματικών συντάξεων, το Δικαστήριο έχει κρίνει ήδη ότι αυτές πρέπει να θεωρούνται ως αμοιβή (11). Ασφαλώς, η προκειμένη περίπτωση, αντιθέτως προς την υπόθεση Barber (12) και τις λοιπές προαναφερθείσες υποθέσεις (13), δεν αφορά την καταβολή της συντάξεως σε εργαζόμενο ο οποίος έχει συνταξιοδοτηθεί, αλλά τις τρέχουσες καταβολές των εργοδοτικών εισφορών στο σύστημα ασφαλίσεως γήρατος. Οι καταβολές εκ μέρους της Experian επομένως δεν συνιστούν σταθερές παροχές προς εργαζόμενο (κοινώς καλούμενο σύστημα σταθερών παροχών), αλλά σταθερές εισφορές στην ασφάλιση γήρατος (κοινώς καλούμενο σύστημα σταθερών εισφορών). Εντούτοις, αυτές οι καταβολές εισφορών πρέπει να θεωρούνται επίσης ως αμοιβή.

26.      Αφενός, οι εισφορές συνιστούν παρόντα οφέλη, καθόσον καταβάλλονται μηνιαίως για κάθε εργαζόμενο στην Experian μετά τη συμπλήρωση εννέα μηνών απασχολήσεως στην επιχείρηση. Αφετέρου, η υποχρέωση καταβολής απορρέει μόνον από τη σύμβαση εργασίας και η καταβολή εισφορών πραγματοποιείται αποκλειστικώς για τους εργαζόμενους της Experian (14). Επομένως, καταβάλλεται άμεσα λόγω της εργασιακής σχέσης και ως αντιπαροχή για την εργασία στην Experian. Βεβαίως, η καταβολή δεν πραγματοποιείται απευθείας στον εργαζόμενο, αλλά στον προσωπικό του λογαριασμό ασφαλίσεως γήρατος. Ωστόσο, κατόπιν σχετικής ερωτήσεως του Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, διαπιστώθηκε ότι κάθε εργαζόμενος διαχειρίζεται ο ίδιος τον συνταξιοδοτικό λογαριασμό του και αποφασίζει από κοινού με τον ασφαλιστικό του σύμβουλο σχετικά με τον τρόπο επενδύσεως του ποσού της αποταμιεύσεως προκειμένου αργότερα να λάβει σύνταξη. Κατά συνέπεια, η καταβολή εισφορών συνιστά αμοιβή κατά την έννοια του άρθρου 157, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (15).

2.      Η διαφορετική μεταχείριση κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, της οδηγίας

27.      Όπως προκύπτει από το άρθρο 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 1, η οδηγία απαγορεύει τόσο την άμεση όσο και την έμμεση διάκριση λόγω ηλικίας στην απασχόληση και την εργασία, όπου ως διάκριση νοείται κάθε αδικαιολόγητη διαφορετική μεταχείριση (16).

28.      Άμεση διάκριση λόγω ηλικίας συντρέχει κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, σε συνδυασμό με το άρθρο 1 της οδηγίας, όταν ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο· αυτή η διαφορετική μεταχείριση λοιπόν συνδέεται άμεσα με την ηλικία.

29.      Ο μισθός των εργαζομένων της Experian αποτελείται, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, από τον εκάστοτε βασικό μισθό και τη συνταξιοδοτική εισφορά η οποία κλιμακώνεται ανάλογα με την ηλικία. Δεδομένου ότι η G. Kristensen ήταν κάτω των 35 ετών όταν εργαζόταν στην Experian, η εργοδοτική εισφορά την οποία κατέβαλλε για αυτήν η Experian ανερχόταν σε ποσοστό 6 % επί του βασικού της μισθού. Επομένως, οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές της (βασικός μισθός + 6 % εργοδοτική εισφορά) ήταν κατώτερες από εκείνες που θα λάμβανε εργαζόμενος μεγαλύτερης ηλικίας (βασικός μισθός + 8 % εργοδοτική εισφορά για εργαζόμενους άνω των 35 ετών και βασικός μισθός + 10 % εργοδοτική εισφορά για εργαζόμενους άνω των 45 ετών). Οι κατώτερες αποδοχές και ως εκ τούτου, η λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση έχουν άμεση σχέση με την ηλικία. Για τον λόγο αυτόν, το επαγγελματικό σύστημα ασφαλίσεως γήρατος της Experian έχει ως αποτέλεσμα έμμεση διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, σε συνδυασμό με το άρθρο 1 της οδηγίας 2000/78.

3.      Η δικαιολόγηση της διαφορετικής μεταχειρίσεως

30.      Εντούτοις, η κλιμάκωση των συνταξιοδοτικών εισφορών δεν συνιστά απαγορευόμενη διάκριση λόγω ηλικίας εάν η διαφορετική μεταχείριση είναι δικαιολογημένη.

 Δικαιολόγηση κατά το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας

31.      Η Experian υποστηρίζει ότι το σύστημα ασφαλίσεως γήρατος εμπίπτει στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας και για αυτόν τον λόγο είναι δικαιολογημένο. Η HK τάσσεται υπέρ της αντίθετης απόψεως. Η HK θεωρεί ότι το άρθρο 6, παράγραφος 2, δεν θα μπορούσε καν να εφαρμοσθεί στην προκειμένη περίπτωση.

i)      Επί της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας

32.      Το άρθρο 6, παράγραφος 2, περιλαμβάνει ρύθμιση περί διαφορετικής μεταχειρίσεως λόγω ηλικίας στο πλαίσιο επαγγελματικών συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως. Η HK αμφισβητεί τη δυνατότητα εφαρμογής αυτής της ρυθμίσεως στην προκειμένη περίπτωση προβάλλοντας το επιχείρημα ότι δεν πρόκειται περί διακρίσεως στο πλαίσιο συστήματος αυτού του είδους, αλλά περί διακρίσεως η οποία λαμβάνει χώρα σε προγενέστερο χρόνο, ήτοι στο στάδιο της καταβολής της αμοιβής. Συνεπώς, δεν είναι δυνατή η επίκληση του άρθρου 6, παράγραφος 2, από την Experian. Ωστόσο, κατά τη δική μου εκτίμηση, η άποψη αυτή δεν είναι πειστική.

33.      Η καταβολή εκ μέρους της Experian γίνεται ως εισφορά στην επαγγελματική ασφάλιση γήρατος και πιστώνεται στον συνταξιοδοτικό λογαριασμό κάθε εργαζομένου. Επομένως, δεν χωρεί αμφιβολία ότι πρόκειται περί παροχής στο πλαίσιο της επαγγελματικής ασφαλίσεως γήρατος. Όπως προαναφέρθηκε (17), η καταβολή αυτή πρέπει να λογίζεται ως αμοιβή κατά την έννοια του άρθρου 157, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και τούτο συνιστά προϋπόθεση εφαρμογής της οδηγίας.

34.      Εάν γινόταν δεκτή η επιχειρηματολογία της HK, ότι το άρθρο 6, παράγραφος 2, δεν μπορεί να χρησιμοποιείται όποτε οι παροχές στο πλαίσιο επαγγελματικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως συνιστούν αμοιβή, το άρθρο 6, παράγραφος 2, θα καθίστατο κενό γράμμα. Δηλαδή, η αποδοχή της δυνατότητας εφαρμογής της οδηγίας σε επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως θα είχε ως συνέπεια τον αυτόματο αποκλεισμό της εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφος 2. Το γεγονός ότι η οδηγία θέτει ως προϋπόθεση για την εφαρμογή της στα ανωτέρω συστήματα την εξομοίωση της συγκεκριμένης παροχής του εργοδότη προς αμοιβή και συγχρόνως περιλαμβάνει εξαιρετική διάταξη όσον αφορά τα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως, καθιστά πρόδηλο ότι το επιχείρημα της HK είναι αβάσιμο και ο χαρακτήρας μιας καταβολής ως αμοιβής δεν συνεπάγεται αυτομάτως τον αποκλεισμό της εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφος 2.

35.      Συνεπώς, οι εργοδοτικές εισφορές συνιστούν παροχή στο πλαίσιο επαγγελματικών συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως και ως εκ τούτου μπορεί να εφαρμοσθεί το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας.

ii)    Οι προϋποθέσεις του άρθρου 6, παράγραφος 2

36.      Τίθεται λοιπόν το ερώτημα, αν το συγκεκριμένο επαγγελματικό σύστημα ασφαλίσεως γήρατος καλύπτεται από την εν λόγω διάταξη. Το άρθρο 6, παράγραφος 2, προβλέπει τρεις περιπτώσεις (18), στο πλαίσιο των οποίων επιτρέπεται η χρήση κριτηρίων ηλικίας, ήτοι, πρώτον, τον καθορισμό ηλικίας για την ένταξη σε επαγγελματικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως (19), δεύτερον, τον καθορισμό ηλικίας για την αποδοχή σε παροχές συνταξιοδότησης ή αναπηρίας και, τρίτον, τη χρήση κριτηρίων ηλικίας στους αναλογιστικούς υπολογισμούς.

–       Η ηλικία ως προϋπόθεση για την ένταξη

37.      Η πρώτη περίπτωση του άρθρου 6, παράγραφος 2, επιτρέπει τον καθορισμό ηλικίας ως προϋποθέσεως για την ένταξη σε επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως. Η διαφορετική μεταχείριση λόγω της ηλικίας των εργαζομένων, όσον αφορά το ύψος των εισφορών, θα ήταν λοιπόν δικαιολογημένη εάν η κλιμάκωση ανάλογα με την ηλικία αποτελούσε προϋπόθεση για την ένταξη στο σύστημα ασφαλίσεως γήρατος της Experian.

38.      Κατά την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 2, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η οδηγία 2000/78 δεν θεμελιώνει καθαυτήν την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως στην απασχόληση και την εργασία, η οποία απορρέει από διάφορες συνθήκες διεθνούς δικαίου και από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, αλλά έχει ως σκοπό μόνον τη θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση διαφόρων μορφών διακρίσεων στους ανωτέρω τομείς, ιδίως των διακρίσεων λόγω ηλικίας (20). Το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει την απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας ως έκφραση αυτής της γενικής αρχής του δικαίου της Ένωσης (21). Η οδηγία 2000/78 απλώς συγκεκριμενοποιεί την εν λόγω αρχή (22). Επιπλέον, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, ΣΕΕ, ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες. Το άρθρο 21, παράγραφος 1, του Χάρτη απαγορεύει «κάθε διάκριση ιδίως λόγω [...] ηλικίας». Ως εκ τούτου, οι εξαιρέσεις από την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων πρέπει καταρχήν να ερμηνεύονται συσταλτικώς (23).

39.      Για αυτόν τον λόγο, η HK και η Ισπανική Κυβέρνηση είναι της απόψεως ότι το σύστημα ασφαλίσεως γήρατος της Experian δεν καλύπτεται από το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας. Προβάλλουν το επιχείρημα ότι η κλιμάκωση ανάλογα με την ηλικία δεν αφορά την «προϋπόθεση» για την ένταξη. Δεδομένου ότι κάθε εργαζόμενος συμμετέχει αυτομάτως στην επαγγελματική ασφάλιση γήρατος μετά τη συμπλήρωση εννέα μηνών απασχολήσεως στην επιχείρηση, το «εάν» της εντάξεως έχει ρυθμισθεί ανεξαρτήτως ηλικίας. Αντιθέτως, η κλιμάκωση ανάλογα με την ηλικία συνιστά διαφορετική μεταχείριση σε σχέση με τη διαμόρφωση της εντάξεως, ήτοι σε σχέση με το «πώς» της εντάξεως το οποίο δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφος 2.

40.      Εντούτοις, εκτιμώ, όπως και η Experian, η Γερμανική, η Βελγική και η Ολλανδική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, ότι το άρθρο 6, παράγραφος 2, μπορεί να εφαρμοσθεί στην προκειμένη περίπτωση. Ασφαλώς, οι εξαιρέσεις από την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικώς, όπως ορθώς υποστηρίζουν η HK και η Ισπανία (24). Η επιταγή περί συσταλτικής ερμηνείας όμως δεν αποκλείει αυτά τα μέτρα τα οποία είναι ηπιότερα από μέτρα τα οποία θα επιτρέπονταν και κατόπιν συσταλτικής ερμηνείας. Αυτό συμβαίνει εν προκειμένω.

41.      Κατά το γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας επιτρέπεται σαφώς ο καθορισμός ηλικίας ως προϋποθέσεως για την ένταξη. Η Experian λοιπόν θα μπορούσε να προβλέψει σύστημα βάσει του οποίου, επί παραδείγματι, οι εργαζόμενοι κάτω των 35 ετών θα αποκλείονταν κατηγορηματικώς από την επαγγελματική ασφάλιση γήρατος. Δίχως αμφιβολία, ο πλήρης αποκλεισμός από την ένταξη έχει δυσμενέστερες επιπτώσεις για τον εργαζόμενο σε σύγκριση προς τη συμμετοχή του με καταβολή κατώτερων εισφορών.

42.      Εάν όμως καθαυτή η ένταξη μπορεί να εξαρτηθεί από συγκεκριμένη ηλικία, θα έπρεπε να επιτρέπεται και σύστημα κατά το οποίο όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξαρτήτως ηλικίας, μπορούν να συμμετάσχουν στο επαγγελματικό σύστημα ασφαλίσεως γήρατος και μόνον το ύψος των εισφορών διαφοροποιείται ανάλογα με την ηλικία. Ειδάλλως, από την οδηγία θα προέκυπτε το αντιφατικό αποτέλεσμα να μην επιτρέπεται ηπιότερη μορφή διαφορετικής μεταχειρίσεως, ενώ συγχρόνως θα επιτρεπόταν δυσμενέστερη διαφορετική μεταχείριση.

43.      Σε σύγκριση προς τον καθορισμό ηλικίας βάσει της οποίας αποκλείεται κατηγορηματικά η συμμετοχή, η κλιμάκωση των εισφορών ανάλογα με την ηλικία, όπως την προβλέπει η Experian, συνιστά κάτι «λιγότερο». Ως εκ τούτου, καλύπτεται από το άρθρο 6, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας.

–       Η ανάγκη επιπλέον ελέγχου αναλογικότητας

44.      Ορισμένοι μετέχοντες στη διαδικασία διαφώνησαν μεταξύ τους σχετικά με το αν στο πλαίσιο του άρθρου 6, παράγραφος 2, πρέπει να πραγματοποιηθεί έλεγχος αναλογικότητας. Τούτο υποστηρίζει η HK επισημαίνοντας ότι το άρθρο 6, παράγραφος 2, εισάγει εξαίρεση από την απαγόρευση των διακρίσεων η οποία πρέπει να είναι πάντα αναλογική. Η Experian και η Δανική Κυβέρνηση έχουν την αντίθετη άποψη. Το άρθρο 6, παράγραφος 2, προβλέπει «γενική» εξαίρεση από την απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας και, ως εκ τούτου, δεν είναι αναγκαίος ο έλεγχος αναλογικότητας. Συμφωνώ με την άποψη αυτή.

45.      Καταρχάς, το γράμμα της διατάξεως σε σύγκριση με το άρθρο 6, παράγραφος 1, στηρίζει αυτήν την ερμηνεία. Ενώ στο άρθρο 6, παράγραφος 1, επιβάλλεται έλεγχος αναλογικότητας, στην παράγραφο 2 δεν υφίσταται αντίστοιχη ρύθμιση. Εάν ο νομοθέτης επιθυμούσε επιπλέον έλεγχο αναλογικότητας θα τον είχε προβλέψει ρητώς. Εξ αντιδιαστολής, λοιπόν, συνάγεται το συμπέρασμα ότι στο πλαίσιο του άρθρου 6, παράγραφος 2, δεν είναι αναγκαίος τέτοιος έλεγχος αναλογικότητας.

46.      Αυτή η διαφορά μεταξύ του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 6, παράγραφος 2, απορρέει και από το ιστορικό θεσπίσεως της ρυθμίσεως. Στο αρχικό σχέδιο της οδηγίας προβλέπονταν μόνο ρυθμίσεις σχετικές με τη σύνταξη γήρατος ως μια ακόμη υποπερίπτωση του άρθρου 5 (25) (η οποία εν συνεχεία εξελίχθηκε στο νυν άρθρο 6, παράγραφος 1). Το άρθρο 5 επέβαλε ρητώς οι διαφορές στη μεταχείριση «να δικαιολογούνται αντικειμενικά και λογικά για κάποιο θεμιτό σκοπό και να είναι πρόσφορες και αναγκαίες για την επίτευξη του σκοπού αυτού». Σε μεταγενέστερα σχέδια της οδηγίας, οι ρυθμίσεις περί επαγγελματικής ασφαλίσεως γήρατος διατηρούνταν επίσης στο νυν άρθρο 6, παράγραφος 1, (26) και επομένως, τελούσαν υπό την επιφύλαξη ελέγχου αναλογικότητας.

47.      Όπως προκύπτει από το έγγραφο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 20ής Οκτωβρίου 2000 (αριθ. 12494/00, σ. 15), οι ρυθμίσεις που αφορούσαν τα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως προστέθηκαν εκ των υστέρων στην παράγραφο 1. Εν συνεχεία, διατυπώθηκαν εκ νέου σε χωριστή παράγραφο (βλ., στο ανωτέρω έγγραφο του Συμβουλίου, την πρόταση για το άρθρο 6, παράγραφος 3, το οποίο αντιστοιχεί στο νυν άρθρο 6, παράγραφος 2). Στη νέα παράγραφο δεν περιλήφθηκε η διατύπωση του άρθρου 6, παράγραφος 1, όσον αφορά τον έλεγχο αναλογικότητας. Στο πλαίσιο αυτό προστέθηκε και η εικοστή πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας (27), η οποία ορίζει ότι η διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας απαιτεί ειδικές διατάξεις που μπορεί να διαφέρουν ανάλογα με την κατάσταση των κρατών μελών. Το γεγονός ότι ο νομοθέτης θέσπισε νέα παράγραφο σχετικά με τα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως επιλέγοντας διαφορετική διατύπωση καθιστά πρόδηλο ότι τα συστήματα αυτά υπόκεινται, ως προς την απαγόρευση των διακρίσεων, σε προϋποθέσεις διαφορετικές από τα μέτρα που προβλέπονται στο πλαίσιο του άρθρου 6, παράγραφος 1. Ειδάλλως, η ρύθμιση θα μπορούσε να διατηρηθεί ως υποπερίπτωση στην παράγραφο 1 και να υπόκειται ρητώς σε έλεγχο αναλογικότητας.

48.      Η γενικότερη οικονομία της οδηγίας ενισχύει επίσης αυτήν την ερμηνεία. Πράγματι, όπως επισημαίνει η Δανική Κυβέρνηση, και σε άλλα σημεία της οδηγίας υφίστανται τόσο ρυθμίσεις οι οποίες προϋποθέτουν ρητώς έλεγχο αναλογικότητας όσο και ρυθμίσεις που δεν απαιτούν τέτοιον έλεγχο. Επί παραδείγματι, το άρθρο 3, παράγραφος 4, το οποίο αφορά τις ένοπλες δυνάμεις, προβλέπει εξαίρεση από την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας χωρίς να επιβάλλει ρητώς έλεγχο αναλογικότητας. Αντιθέτως, το άρθρο 4, παράγραφος 1, ορίζει ότι η διαφορετική μεταχείριση στον επαγγελματικό βίο δεν συνιστά διάκριση μόνον «εφόσον ο στόχος είναι θεμιτός και η προϋπόθεση είναι ανάλογη». Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο νομοθέτης προέβη σε σαφή διαχωρισμό μεταξύ των καταστάσεων οι οποίες εξαιρούνται καταρχήν από την απαγόρευση των διακρίσεων και εκείνων που υπόκεινται επιπλέον σε έλεγχο αναλογικότητας.

49.      Αυτή η ερμηνεία συνάδει και προς τον σκοπό του άρθρου 6, παράγραφος 2. Η διάταξη σκοπεί, αφενός, στην εξάλειψη των εμποδίων που κωλύουν την ανάπτυξη της επαγγελματικής ασφαλίσεως γήρατος και, αφετέρου, στη διασφάλιση της λειτουργικότητας της επαγγελματικής ασφαλίσεως γήρατος. Δεδομένου ότι οι υφιστάμενες ρυθμίσεις στα διάφορα κράτη μέλη είναι πολύ διαφορετικές και πολύ περίπλοκες, τα κράτη μέλη θα έπρεπε να διαθέτουν συναφώς ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως (28).

50.      Κατόπιν τούτου, συνάγεται το συμπέρασμα ότι δεν είναι αναγκαίος ο επιπλέον έλεγχος αναλογικότητας, αντιθέτως προς την άποψη της HK. Υπό αυτές τις συνθήκες, θα μπορούσε ασφαλώς να τεθεί το ερώτημα μήπως το άρθρο 6, παράγραφος 2, αντιβαίνει στον Χάρτη λόγω του γεγονότος ότι προβλέπει γενική εξαίρεση από την απαγόρευση διακρίσεων χωρίς να απαιτεί έλεγχο αναλογικότητας. Ωστόσο, το κύρος της διατάξεως δεν συνιστά αντικείμενο της προκειμένης αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.

–       Ενδιάμεσο συμπέρασμα

51.      Συνοψίζοντας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το σύστημα ασφαλίσεως γήρατος, όπως εφαρμόζεται από την Experian, καλύπτεται από το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας.

 Δικαιολόγηση κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας

52.      Σε περίπτωση που το Δικαστήριο δεν συμφωνήσει με αυτήν την άποψη, υφίσταται το ενδεχόμενο της δικαιολογήσεως κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας. Τούτο επικαλείται επικουρικώς η Experian. Το αιτούν δικαστήριο δεν ζητεί μεν ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας, αλλά προκειμένου να λάβει χρήσιμη απάντηση, θα εξετάσω εν συνεχεία επικουρικώς και αυτό το ζήτημα.

53.      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, ορίζει ότι η λόγω ηλικίας διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά διάκριση, εφόσον δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου αντικειμενικά και λογικά από έναν θεμιτό σκοπό, ιδίως δε από θεμιτούς σκοπούς της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης, και εφόσον τα μέσα για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία (29). Εν τέλει το οικείο μέτρο πρέπει να εξυπηρετεί έναν θεμιτό σκοπό και να αντέχει στη βάσανο του ελέγχου της αναλογικότητας (30).

54.      Το εθνικό δικαστήριο είναι αποκλειστικώς αρμόδιο να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς την οποία κρίνει, καθώς και να ερμηνεύσει το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο. Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να διαπιστώσει αν και σε ποιον βαθμό μια διάταξη δικαιολογείται από «θεμιτούς στόχους» κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78. Το Δικαστήριο, πάντως, αποφαινόμενο επί αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, μπορεί να καθοδηγήσει το εθνικό δικαστήριο στην ερμηνεία του (31).

i)      Θεμιτός σκοπός

55.      Όσον αφορά τον σκοπό ενός μέτρου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ήδη ότι τα κράτη μέλη και, ενδεχομένως, οι κοινωνικοί εταίροι σε εθνικό επίπεδο διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως ως προς την επιλογή του μέτρου προς επίτευξη συγκεκριμένου σκοπού στο πλαίσιο της κοινωνικής πολιτικής και της πολιτικής στον τομέα της απασχολήσεως (32). Σε κάθε περίπτωση όμως τέτοιοι σκοποί πρέπει να εξυπηρετούν σκοπό κοινωνικής πολιτικής, σχετικό δηλαδή με την πολιτική της απασχολήσεως, της αγοράς εργασίας ή της επαγγελματικής καταρτίσεως (33).

56.      Η Experian υποστηρίζει ότι η κλιμάκωση των εισφορών ανάλογα με την ηλικία, αφενός, έχει ως σκοπό να καταστήσει δυνατή την αποταμίευση επαρκούς ποσού για την ασφάλιση γήρατος σε μεγαλύτερης ηλικίας εργαζόμενους, ακόμη και όταν αυτοί εκκινούν την εργασία τους στην Experian σε όψιμο στάδιο της επαγγελματικής τους πορείας.

57.      Αφετέρου, οι νεότεροι εργαζόμενοι πρέπει να ενταχθούν από νωρίς στο σύστημα ασφαλίσεως γήρατος. Συγχρόνως όμως επιθυμούν κατά κανόνα να έχουν στη διάθεσή τους μεγαλύτερο τμήμα του μισθού τους αντί να το επενδύουν στην ασφάλιση γήρατος. Για τον λόγο αυτόν, η κλιμάκωση των εισφορών ανάλογα με την ηλικία (η οποία αφορά και τις εισφορές του εργαζομένου) σκοπεί και στην απαλλαγή των νεότερων εργαζομένων.

58.      Επιζητώντας, αφενός, να καταστήσει δυνατή στους μεγαλύτερης ηλικίας εργαζόμενους την αποταμίευση επαρκούς κεφαλαίου ακόμη και σε βραχύτερη χρονική περίοδο καταβολών προκειμένου αυτοί να εξασφαλίσουν ικανοποιητική σύνταξη και, αφετέρου, να εντάξει τους νεότερους εργαζόμενους από νωρίς στο συνταξιοδοτικό σύστημα, χωρίς συγχρόνως να τους επιβαρύνει σημαντικά από οικονομικής απόψεως διά της καταβολής εισφορών ενόψει ενός μακροπρόθεσμου στόχου, το σύστημα ασφαλίσεως γήρατος της Experian επιδιώκει θεμιτούς σκοπούς κοινωνικής πολιτικής σχετικούς με την πολιτική της απασχολήσεως και της αγοράς εργασίας. Τέτοιοι σκοποί μπορούν να δικαιολογήσουν καταρχήν τη διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας όσον αφορά πλεονεκτήματα που συνδέονται με την απασχόληση (βλ. άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, σε συνδυασμό με το δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2000/78).

59.      Ωστόσο, πρέπει να εξετασθεί επίσης αν η αύξηση των εργοδοτικών εισφορών με βάση την αύξηση της ηλικίας των εργαζομένων είναι ανάλογη προς τους επιδιωκόμενους θεμιτούς σκοπούς. Όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 1, η κλιμάκωση βάσει ηλικίας είναι σύμφωνη προς την αρχή της αναλογικότητας εάν είναι «πρόσφορη και αναγκαία» και εφόσον έχει ως αποτέλεσμα την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών χωρίς να θίγει υπέρμετρα τους νεότερους εργαζόμενους.

ii)    Μέτρο το οποίο δεν είναι προδήλως ακατάλληλο

60.      «Πρόσφορη» είναι η κλιμάκωση βάσει ηλικίας εφόσον είναι κατάλληλη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, ήτοι για να καταστήσει δυνατή στους μεγαλύτερης ηλικίας εργαζόμενους την αποταμίευση αρκούντως υψηλού ποσού στον προσωπικό τους λογαριασμό ασφαλίσεως γήρατος και να εξασφαλίσει τη συμμετοχή των νεότερων εργαζομένων από νωρίς στο σύστημα, χωρίς συγχρόνως να τους επιβαρύνει σημαντικά από οικονομικής απόψεως.

61.      Δεδομένου ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως εκ του οποίου απορρέει προνόμιο εκτιμήσεως κατά την επιλογή των μέτρων που μπορούν να λάβουν προς επίτευξη των σκοπών τους στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής και της πολιτικής απασχολήσεως (34), ο έλεγχος του Δικαστηρίου δεν έχει άλλο σκοπό παρά να διασφαλίζει ότι τα ληφθέντα μέτρα δεν είναι παράλογα (35) ή –με άλλη διατύπωση– ότι τα ληφθέντα μέτρα δεν είναι προδήλως ακατάλληλα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (36).

62.      Δεν προκύπτει ότι η κλιμάκωση των εισφορών με κριτήριο την ηλικία θα ήταν προδήλως ακατάλληλη για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών. Αντιθέτως, είναι απολύτως εύλογο ότι για τους εργαζόμενους μεγαλύτερης ηλικίας οι οποίοι εκκινούν την εργασία τους στην Experian σε όψιμο στάδιο του επαγγελματικού τους βίου και ως εκ τούτου αποταμιεύουν για βραχύτερη χρονική περίοδο στον λογαριασμό ασφαλίσεως γήρατος, υφίσταται ανάγκη καταβολής υψηλότερων εισφορών, ώστε στο τέλος της επαγγελματικής τους σταδιοδρομίας να έχουν στη διάθεσή τους επαρκές συνταξιοδοτικό κεφάλαιο. Η συμμετοχή νεότερων εργαζομένων μπορεί επίσης να επιτευχθεί με το σύστημα της Experian.

iii) Αναγκαίος χαρακτήρας

63.      Επιπλέον όμως η κλιμάκωση με κριτήριο την ηλικία θα έπρεπε να είναι και αναγκαία. «Αναγκαίο» είναι ένα μέτρο μόνον όταν ο επιδιωκόμενος σκοπός δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί με άλλο ηπιότερο, εξίσου πρόσφορο μέσο.

64.      Ενδεχόμενη ηπιότερη εναλλακτική προκειμένου να εξασφαλισθεί επαρκές κεφάλαιο στον λογαριασμό ασφαλίσεως γήρατος των εργαζομένων μεγαλύτερης ηλικίας θα ήταν καταρχάς η ίση μεταχείριση όλων των εργαζομένων ως προς την καταβολή εισφορών (βάσει των ποσοστών που ισχύουν επί του παρόντος για τους εργαζόμενους άνω των 45 ετών). Εντούτοις, κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί ο σκοπός περί μειώσεως της επιβαρύνσεως των νεότερων εργαζομένων, καθόσον στην περίπτωση αυτή θα αυξάνονταν αναλόγως και οι εισφορές εκ μέρους των εργαζομένων.

65.      Περαιτέρω θα μπορούσε να εγείρει αμφιβολίες το γεγονός ότι η Experian προβλέπει εν γένει υψηλότερες εισφορές για όλους τους μεγαλύτερης ηλικίας εργαζόμενους χωρίς να λαμβάνει υπόψη αν αυτοί έχουν πράγματι αυξημένες σχετικές ανάγκες. Από την αύξηση των εισφορών, δηλαδή, ωφελείται κάθε εργαζόμενος μεγαλύτερης ηλικίας ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για εργαζόμενο επί πολλά έτη ο οποίος μπόρεσε να αποταμιεύσει εισφορές ήδη επί μακρά χρονική περίοδο στην Experian (και ως εκ τούτου, δεν έχει αυξημένη ανάγκη καταβολής εισφορών) ή αν πρόκειται για νέο εργαζόμενο (ο οποίος ενδεχομένως δεν έχει αποταμιεύσει καθόλου ή μόνον ελάχιστες εισφορές). Επίσης, ως προς τους νέους εργαζόμενους δεν γίνεται διάκριση ανάλογα με το αν διαθέτουν ή όχι επαρκή ασφάλιση γήρατος από προγενέστερες σχέσεις εργασίας.

66.      Κατά συνέπεια, τίθεται το ερώτημα μήπως η κλιμάκωση των εισφορών ανάλογα με τη σχετική ανάγκη ή ενδεχομένως βάσει της διάρκειας της (θεωρητικώς ακόμη δυνατής) απασχολήσεως στην επιχείρηση συνιστά ηπιότερο και εξίσου αποτελεσματικό μέτρο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών.

67.      Συναφώς, πάντως, πρέπει να ληφθεί υπόψη εκ νέου το περιθώριο εκτιμήσεως το οποίο διαθέτουν τα κράτη μέλη στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής (37). Αυτό το περιθώριο εκτιμήσεως δεν μπορεί μεν να έχει ως αποτέλεσμα να καθιστά κενή περιεχομένου την εφαρμογή της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας (38). Καταρχήν όμως, για λόγους απλουστεύσεως, υφίσταται η δυνατότητα μη διενέργειας έλεγχου της εκάστοτε συγκεκριμένης περιπτώσεως, και, αντ’ αυτού, της υπαγωγής των εργαζομένων σε συγκεκριμένες κατηγορίες στο πλαίσιο μιας τυποποιημένης θεωρήσεως της καταστάσεώς τους, βάσει γενικών κριτηρίων (39). Για τον λόγο αυτόν, μπορούν να επιβληθούν μόνον τέτοια (ηπιότερα) μέτρα τα οποία να είναι πρακτικώς και οικονομικώς εφικτά στο πλαίσιο ενός λειτουργικού συστήματος.

68.      Επιπλέον πρέπει να συνεκτιμηθεί ότι μια επιχείρηση δεν οφείλει να διαθέτει επαγγελματικό σύστημα ασφαλίσεως γήρατος το οποίο να προσαρμόζεται στις ατομικές ανάγκες κάθε εργαζομένου. Αντιθέτως, η μέριμνα για την επαρκή βασική συνταξιοδοτική ασφάλιση συνιστά καθήκον των δημοσίων συστημάτων τα οποία δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78. Ως εκ τούτου, μπορεί να θεωρηθεί κρίσιμο μόνον το ότι κάθε επαγγελματικό σύστημα ασφαλίσεως γήρατος καθεαυτό είναι ρυθμισμένο κατά τρόπο συνεκτικό. Η Experian ήθελε να παράσχει στους εργαζομένους της μια λειτουργική επαγγελματική ασφάλιση γήρατος, ανεξάρτητα από τον χρόνο ενάρξεως της απασχολήσεώς τους και από τις προγενέστερες σχέσεις εργασίας τους. Η Experian υποστήριξε επίσης ότι ο έλεγχος των ατομικών αναγκών ενός εργαζομένου είναι αδύνατος από τεχνικής απόψεως. Για τους λόγους αυτούς, αποκλείεται και η κλιμάκωση των εισφορών ανάλογα με τη σχετική ανάγκη.

69.      Ζήτημα συνιστά επίσης ότι το ύψος των συνολικών συνταξιοδοτικών εισφορών είναι μεταβλητό. Όσον αφορά τους νεότερους εργαζόμενους, οι οποίοι πρέπει να καταβάλλουν κατώτερη εισφορά ασφαλίσεως γήρατος, τίθεται το ερώτημα αν τούτο μπορεί να επιτευχθεί σε περίπτωση που μόνον η εισφορά του εργαζομένου διαμορφωθεί επί μεταβλητής βάσης και η εργοδοτική εισφορά διατηρηθεί σταθερή. Συγκεκριμένα, η εισφορά εκ μέρους του εργοδότη δεν επηρεάζει τον καθαρό μισθό τον οποίο έχουν όντως στη διάθεσή τους μηνιαίως οι νεότεροι εργαζόμενοι. Συνεπώς, ο νεότερος εργαζόμενος δεν «αισθάνεται» αν η εργοδοτική εισφορά είναι ανώτερη ή κατώτερη, καθόσον μόνον η εισφορά του εργαζομένου επηρεάζει άμεσα τις μηνιαίες αποδοχές που αυτός έχει πράγματι στη διάθεσή του. Το αν αυτό αποτελεί (οικονομικώς) εφικτή εναλλακτική δεν μπορεί να εκτιμηθεί βάσει των υφιστάμενων πληροφοριών. Επομένως, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διευκρινίσει το εν λόγω ζήτημα.

iv)    Μη υπέρμετρη προσβολή

70.      Ακόμη και αν η κλιμάκωση με κριτήριο την ηλικία συνιστά όντως το ηπιότερο μέσο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών, πρέπει να εξετασθεί επίσης μήπως η ρύθμιση θίγει υπέρμετρα τους νεότερους εργαζόμενους. Πράγματι, από την αρχή της αναλογικότητας συνάγεται ότι μέτρα που θίγουν κατοχυρωμένο από το δίκαιο της Ένωσης δικαίωμα –εν προκειμένω την απαγόρευση των δυσμενών διακρίσεων λόγω ηλικίας–, δεν πρέπει να επάγονται για τους ιδιώτες μειονεκτήματα δυσανάλογα προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς (40).

71.      Στο πλαίσιο αυτό πρέπει, αφενός, να ληφθεί υπόψη ότι το σύστημα είναι υποχρεωτικό για όλους τους εργαζόμενους, οπότε αυτοί δεν έχουν την επιλογή να αρνηθούν την καταβολή της συνταξιοδοτικής εισφοράς και να εισπράξουν αντ’ αυτού το αντίστοιχο ποσό. Επίσης, το επιχείρημα το οποίο προέβαλε η Experian, ότι οι νεότεροι εργαζόμενοι που επιθυμούν υψηλότερο συνολικό μισθό θα μπορούσαν να τον διαπραγματευθούν ατομικώς, δεν είναι πειστικό. Δεν είναι δυνατόν να απόκειται στον μεμονωμένο εργαζόμενο να άρει ή να αντισταθμίσει διά ατομικής συμβατικής συμφωνίας δυσμενή μεταχείριση λόγω ηλικίας η οποία προκύπτει στο πλαίσιο ορισμένου συστήματος. Τούτο ισχύει ιδίως λόγω της αδύναμης διαπραγματευτικής θέσεως, στην οποία βρίσκεται κατά κανόνα ο εργαζόμενος έναντι του εργοδότη.

72.      Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση δεν πρέπει να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο τα μειονεκτήματα της διαφορετικής μεταχειρίσεως να αντισταθμίζονται από τα σχετικά πλεονεκτήματα. Ασφαλώς, πρόκειται περί διαφορετικής μεταχειρίσεως που συνεπάγεται μηνιαία απώλεια έως και 4 % επί του βασικού μισθού, η οποία στην περίπτωση της G. Kristensen ανέρχεται σε 860 DKK (41). Αναμφίβολα, τούτο δεν είναι ασήμαντο ποσό. Πρέπει όμως να συνυπολογισθεί, αφενός, ότι η G. Kristensen αντλεί πλεονεκτήματα από το επαγγελματικό σύστημα ασφαλίσεως γήρατος της Experian, καθόσον καταβάλλονται μηνιαίες εισφορές στη συνταξιοδοτική της ασφάλιση. Αφετέρου, οι κατώτερες εργοδοτικές εισφορές συνεπάγονται και κατώτερη εισφορά εκ μέρους του εργαζομένου, με αποτέλεσμα η G. Kristensen να υποχρεούται να καταβάλει η ίδια μόνον 3 % του βασικού της μισθού στον λογαριασμό συντάξεώς της. Εάν ήταν άνω των 45 ετών, η δική της εισφορά θα ανερχόταν σε 5 %. Τις περιστάσεις αυτές όμως πρέπει να τις σταθμίσει εν τέλει το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο.

v)      Ενδιάμεσο συμπέρασμα

73.      Συνοψίζοντας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι μέτρο όπως το επίδικο στην προκειμένη περίπτωση μπορεί να είναι δικαιολογημένο, εάν η προβλεπόμενη κλιμάκωση των εισφορών ανάλογα με την ηλικία έχει ως σκοπό, αφενός, να καταστήσει δυνατή στους μεγαλύτερης ηλικίας εργαζόμενους την αποταμίευση επαρκούς συνταξιοδοτικού κεφαλαίου ακόμη και όταν αυτοί εκκινούν την εργασία τους στην οικεία επιχείρηση σε όψιμο στάδιο της επαγγελματικής τους πορείας και, αφετέρου, να εντάξει τους νεότερους εργαζόμενους από νωρίς στο συνταξιοδοτικό σύστημα, χωρίς να τους επιβαρύνει σημαντικά από τα πρώτα έτη διά της καταβολής εισφορών για την ασφάλιση γήρατος. Τούτο όμως ισχύει μόνον εφόσον δεν μπορούν να ληφθούν άλλα εξίσου πρόσφορα, οικονομικώς και πρακτικώς εφικτά μέτρα για την επίτευξη αυτών των σκοπών, τα οποία να συνεπάγονται λιγότερα μειονεκτήματα όσον αφορά τους νεότερους εργαζόμενους και κατά τα λοιπά, τα μειονεκτήματα που απορρέουν από τη διαφορετική μεταχείριση να μην είναι δυσανάλογα προς τα πλεονεκτήματα του συστήματος.

vi)    Ενίσχυση της αφοσίωσης στην επιχείρηση

74.      Η Βελγική Κυβέρνηση επισημαίνει ότι το μέτρο θα μπορούσε να έχει ως σκοπό και τη δέσμευση των εργαζομένων στην επιχείρηση επί μακρά χρονική περίοδο. Κατά τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, η Experian δεν έλαβε θέση ως προς το αν με την κλιμάκωση των εισφορών βάσει ηλικίας επιδιωκόταν και αυτός ο σκοπός. Συνεπώς, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει αν τούτο ισχύει και αν η κλιμάκωση των εισφορών συνιστά ένα είδος ανταμοιβής για την αφοσίωση στην επιχείρηση.

75.      Εάν πράγματι υπήρχε μια τέτοια επιδίωξη θα επρόκειτο καταρχήν περί θεμιτού σκοπού. Η κλιμάκωση ανάλογα με την ηλικία είναι καταρχήν κατάλληλη να δεσμεύσει για μακρά χρονική περίοδο τους εργαζόμενους στην επιχείρηση, τουλάχιστον τους νεότερους εργαζόμενους. Ωστόσο, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η κλιμάκωση των εισφορών δεν συνδέεται με τη διάρκεια του χρόνου απασχολήσεως στην επιχείρηση, αλλά παρέχεται ανεξάρτητα από αυτήν ωφελώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο και τους εργαζόμενους οι οποίοι εκκινούν την εργασία τους στην Experian σε όψιμο στάδιο της επαγγελματικής τους πορείας. Για τον σκοπό αυτόν λοιπόν δεν είναι αναγκαία η κλιμάκωση ανάλογα με την ηλικία. Αντιθέτως, η σύνδεση του ύψους των εισφορών με τον χρόνο απασχολήσεως στην εταιρία, αντί με την ηλικία, θα συνιστούσε ηπιότερο και αποτελεσματικότερο μέτρο. Τούτο πρέπει να λάβει υπόψη το αιτούν δικαστήριο, αν συνεκτιμήσει και τον εν λόγω σκοπό.

VI – Πρόταση

76.      Κατόπιν τούτου, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει την ακόλουθη απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα:

1)         Το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78 επιτρέπει σε κράτος μέλος τη διατήρηση νομικού καθεστώτος, υπό το οποίο ο εργοδότης δύναται να καταβάλλει, ως τμήμα των αποδοχών, κλιμακούμενες ανάλογα με την ηλικία εισφορές σε επαγγελματική ασφάλιση γήρατος, οι οποίες μπορεί να συνίστανται, παραδείγματος χάρη, σε συνταξιοδοτικές εισφορές ύψους 6 % για εργαζόμενους κάτω των 35 ετών, ύψους 8 % για εργαζόμενους από 35 έως 44 ετών και ύψους 10 % για εργαζόμενους άνω των 45 ετών.

2)         Τέτοιο σύστημα ασφαλίσεως γήρατος μπορεί επίσης να είναι δικαιολογημένο κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, εάν η προβλεπόμενη κλιμάκωση των εισφορών ανάλογα με την ηλικία έχει ως σκοπό, αφενός, να καταστήσει δυνατή στους μεγαλύτερης ηλικίας εργαζόμενους την αποταμίευση επαρκούς συνταξιοδοτικού κεφαλαίου ακόμη και όταν αυτοί εκκινούν την εργασία τους στην οικεία επιχείρηση σε όψιμο στάδιο της επαγγελματικής τους πορείας και, αφετέρου, να εντάξει τους νεότερους εργαζόμενους από νωρίς στο συνταξιοδοτικό σύστημα, απαλλάσσοντάς τους συγχρόνως από σημαντικά οικονομικά βάρη. Τούτο όμως ισχύει μόνον εφόσον δεν μπορούν να ληφθούν άλλα εξίσου πρόσφορα, οικονομικώς και πρακτικώς εφικτά μέτρα για την επίτευξη αυτών των σκοπών, τα οποία να συνεπάγονται λιγότερα μειονεκτήματα όσον αφορά τους νεότερους εργαζόμενους και κατά τα λοιπά, τα μειονεκτήματα που απορρέουν από τη διαφορετική μεταχείριση να μην είναι δυσανάλογα προς τα πλεονεκτήματα του συστήματος.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2 – Bλ., σχετικά, κυρίως την απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2007, C-411/05, Palacios de la Villa (Συλλογή 2007, σ. I-8531), καθώς και τις αποφάσεις της 12ης Οκτωβρίου 2010, C-499/08, Ingeniørforeningen i Danmark («Andersen») (Συλλογή 2010, σ. I-9343) και της 6ης Δεκεμβρίου 2012, C-152/11, Odar.


3–      Οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, ΕΕ L 303, σ. 16.


4 – Η υπόθεση C-546/11, Toftgaard, αφορά άλλη πτυχή του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78. Βλ., σχετικά, τις σημερινές προτάσεις μου επί της εν λόγω υποθέσεως.


5 – Νόμος 459, της 12ης Ιουνίου 1996, σχετικά με την απαγόρευση διακρίσεων στην αγορά εργασίας κ.λπ. Ο τροποποιητικός νόμος 1417, της 22ας Δεκεμβρίου 2004, εισήγαγε στον νόμο περί ίσης μεταχειρίσεως τα κριτήρια της ηλικίας και της αναπηρίας. Ο τροποποιητικός νόμος τέθηκε σε ισχύ την 28η Δεκεμβρίου 2004.


6 – Ένωση εμποροϋπαλλήλων και υπαλλήλων γραφείου της Δανίας.


7–      Bλ. απόφαση της 10ης Μαΐου 2011, C-147/08, Römer (Συλλογή 2011, σ. Ι-3591, σκέψη 32), και απόφαση της 1ης Απριλίου 2008, C‑267/06, Maruko (Συλλογή 2008, σ. I-1757, σκέψη 41).


8 – Δεδομένου ότι η προκειμένη υπόθεση αφορά αμιγώς επαγγελματική συνταξιοδοτική ασφάλιση και όχι παροχή εκ μέρους δημοσίων συστημάτων ή συστημάτων εξομοιούμενων προς τα δημόσια, δεν εφαρμόζεται προφανώς ο λόγος αποκλεισμού που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας. Συγκεκριμένα, οι παροχές δεν ρυθμίζονται άμεσα διά νόμου, αλλά αποκλειστικώς διά της συμβάσεως εργασίας και ισχύουν μόνο για ειδική κατηγορία εργαζομένων, δηλαδή τους εργαζόμενους της Experian, βλ. απόφαση της 17ης Μαΐου 1990, C‑262/88, Barber (Συλλογή 1990, σ. I-1889, σκέψη 22).


9–      Bλ. αποφάσεις της 25ης Μαΐου 1971, 80/70, Defrenne (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 815, σκέψη 6), της 9ης Φεβρουαρίου 1982, 12/81, Garland (Συλλογή 1982, σ. 359, σκέψη 5), της 17ης Μαΐου 1990, Barber (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 8, σκέψη 12) και Römer (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 32).


10–      Προτάσεις της 15ης Ιουλίου 2010 επί της υποθέσεως C-147/08, Römer (δεν έχουν δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σημείο 54).


11–      Bλ. αποφάσεις της 13ης Μαΐου 1986, 170/84, Bilka (Συλλογή 1986, σ. 1607, σκέψη 22), Barber (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 8, σκέψη 28) και της 10ης Φεβρουαρίου 2000, C-50/96, Schröder (Συλλογή 2000, σ. I-743, σκέψη 27). Βλ. επίσης τη δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης (EE L 204, σ. 23), η οποία έχει ως εξής: «Με την απόφαση της 17ης Μαΐου 1990 στην υπόθεση C-262/88, το Δικαστήριο έκρινε ότι όλες οι μορφές επαγγελματικών συντάξεων αποτελούν στοιχείο αμοιβής κατά την έννοια του άρθρου 141 της συνθήκης».


12–      Bλ. απόφαση της 17ης Μαΐου 1990, Barber (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7).


13–      Βλ. υποσημείωση 11.


14 –      Απόφαση Barber (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 8, σκέψη 25).


15 –      Αυτό το συμπέρασμα συνάδει και με την απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Δεκεμβρίου 1993, C-152/91, Neath (Συλλογή 1993, σ. I-6935, σκέψη 29), στην οποία το Δικαστήριο στηρίχθηκε στη συγκεκριμένη συμβατική υποχρέωση του εργοδότη όσον αφορά τον χαρακτηρισμό παροχής ως αμοιβής. Στην περίπτωση της Experian, η σύμβαση εργασίας επιβάλλει μόνον την καταβολή εισφορών και όχι τη μεταγενέστερη καταβολή συντάξεως.


16 – Bλ., σχετικά, τις προτάσεις μου της 6ης Μαΐου 2010 επί της υποθέσεως Andersen (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 2, σημείο 28) και τις εκεί παραπομπές, καθώς και την τελευταία περίοδο της εικοστής πέμπτης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας 2000/78: «Συνεπώς, ο διαχωρισμός μεταξύ της διαφορετικής μεταχείρισης που δικαιολογείται [...] και των απαγορευμένων διακρίσεων είναι ουσιαστικής σημασίας».


17–      Βλ. σημείο 22 των παρουσών προτάσεων.


18 – Τούτο προκύπτει τουλάχιστον από την εκ μέρους μου συγκριτική εξέταση του γερμανικού, γαλλικού, αγγλικού, ισπανικού και ιταλικού κειμένου της οδηγίας. Κατά το γράμμα του δανικού κειμένου, προβλέπονται κατ’ αρχάς δύο περιπτώσεις, ήτοι η ένταξη σε επαγγελματικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως («adgang til») και η χρήση κριτηρίων ηλικίας στους αναλογιστικούς υπολογισμούς («anvendelse af alderskriteriet til aktuarberegninger inden for rammerne af disse ordninger»). Ωστόσο, κατά την εκτίμησή μου, αυτή η διαφορά δεν ασκεί επιρροή στην προκειμένη περίπτωση, καθόσον ο καθορισμός ηλικίας για την ένταξη αναφέρεται και στο δανικό κείμενο της οδηγίας και το σύστημα ασφαλίσεως γήρατος της Experian δικαιολογείται κατά την εν λόγω πρώτη περίπτωση.


19 – Ωστόσο, δεν περιλαμβάνεται η ένταξη σε όλα τα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως, αλλά μόνο σε εκείνα που αφορούν την ηλικία ή την αναπηρία, βλ., συναφώς, τις σημερινές προτάσεις μου επί της υποθέσεως C-546/11, Toftgaard.


20 –      Αποφάσεις της 22ας Νοεμβρίου 2005, C-144/04, Mangold (Συλλογή 2005, σ. I-9981, σκέψη 74) και της 19ης Ιανουαρίου 2010, C-555/07, Kücükdeveci (Συλλογή 2010, σ. I-365, σκέψη 20).


21–      Bλ. απόφαση Mangold (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 20, σκέψη 75).


22–      Bλ. απόφαση Kücükdeveci (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 20, σκέψη 21).


23–      Bλ. απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2010, C-341/08, Petersen (Συλλογή 2010, σ. I-47, σκέψη 60).


24–      Βλ., σχετικά, και το σημείο 38 των παρουσών προτάσεων.


25–      Bλ. άρθρο 5, στοιχεία β΄ και γ΄, της προτάσεως οδηγίας του Συμβουλίου περί διαμορφώσεως γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και το επάγγελμα της 25ης Νοεμβρίου 1999, COM (1999) 565 τελικό, σ. 23.


26 – Bλ. το άρθρο 6, παράγραφος 1, ως είχε στο έγγραφο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11ης Οκτωβρίου 2000 (αριθ. 12269/00, σ. 15), το οποίο περιλαμβάνει ήδη την έννοια «επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως». Τα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως είχαν αναφερθεί πρώτη φορά στο έγγραφο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 1ης Μαρτίου 2000 (αριθ. 6434/00, σ. 4, στο στοιχείο ζ΄, καθώς και στο άρθρο 5, στοιχείο β΄).


27 – Bλ. το έγγραφο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 12ης Οκτωβρίου 2000 (αριθ. 12270/00 ADD 1, σ. 5).


28 –      Bλ., σχετικά, το έγγραφο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11ης Οκτωβρίου 2000 (αριθ. 12270/00, σ. 3), όπου το Ηνωμένο Βασίλειο επισημαίνει αυτό το περιθώριο εκτιμήσεως.


29–      Απόφαση Odar (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 2, σκέψη 37).


30–      Bλ., σχετικά, τις προτάσεις μου της 6ης Μαΐου 2010 επί της υποθέσεως Andersen (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 2, σημεία 42 έως 47).


31 – Αποφάσεις της 5ης Μαρτίου 2009, C-388/07, Age Concern England (Συλλογή 2009, σ. I-1569, σκέψεις 47 και 48), της 23ης Νοεμβρίου 2006, C-238/05, Asnef-Equifax και Administración del Estado (Συλλογή 2006, σ. I-11125, σκέψη 40) καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.


32–      Bλ. αποφάσεις Mangold (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 20, σκέψη 63) και Palacios de la Villa (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 2, σκέψη 68).


33 –      Αποφάσεις Age Concern England (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 31, σκέψεις 47 και 48), της 18ης Ιουνίου 2009, C-88/08, Hütter (Συλλογή 2009, σ. I-5325, σκέψη 41), και της 13ης Σεπτεμβρίου 2011, C-447/09, Prigge κ.λπ. (Συλλογή 2011, σ. Ι-8003,σκέψη 80).


34 – Αποφάσεις Palacios de la Villa (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 2, σκέψη 68), Mangold (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 20, σκέψη 63), Age Concern England (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 31, σκέψη 51), και Kücükdeveci (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 20, σκέψη 38)· στο ίδιο πνεύμα και η εικοστή πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2000/78, κατά την οποία η διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας απαιτεί «ειδικές διατάξεις οι οποίες μπορούν να διαφέρουν ανάλογα με την κατάσταση των κρατών μελών» (παρατίθεται στην απόφαση Palacios de la Villa, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 2, σκέψη 69).


35–      Αποφάσεις Palacios de la Villa (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 2, σκέψη 72) και Petersen (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 70).


36–      Βλ. τις προτάσεις μου επί της υποθέσεως Andersen (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 2, σημείο 54).


37–      Βλ., ανωτέρω, σημείο 55 των παρουσών προτάσεων.


38–      Απόφαση Age Concern England (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 31, σκέψη 51, καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Βλ. και τις προτάσεις μου επί της υποθέσεως Andersen (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 2, σημείο 63), και της 1ης Απριλίου 2004 επί της υποθέσεως C-19/02, Hlozek (Συλλογή 2004, σ. I-11491, σημείο 59).


39 – Βλ. εκ νέου τις προτάσεις μου επί των υποθέσεων Andersen (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 2, σημείο 62) και Hlozek (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 38, σημεία 57 και 58).


40 – Bλ. τις προτάσεις μου επί της υποθέσεως Andersen (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 2, σημεία 67 και 68), καθώς και τις αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1989, 265/87, Schräder (Συλλογή 1989, σ. 2237, σκέψη 21), της 10ης Μαρτίου 2005, C-96/03 και C-97/03, Tempelman και van Schaijk, (Συλλογή 2005, σ. I-1895, σκέψη 47), της 9ης Μαρτίου 2010, C-379/08 και C-380/08, ERG κ.λπ. (Συλλογή 2010, σ. I-2007, σκέψη 68) και Andersen (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 2, σκέψη 47).


41 – 860 DKK αντιστοιχούν σε 115,50 ευρώ περίπου βάσει της ισοτιμίας που ίσχυε κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου.