Language of document : ECLI:EU:T:2022:263

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 27ης Απριλίου 2022 (*)

«Κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα – Διαδικασία για την κήρυξη ακυρότητας – Καταχωρισμένο κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα που απεικονίζει αύλακα απορροής υδάτων ντους – Προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα που προσκομίστηκε μετά την υποβολή της αίτησης κήρυξης ακυρότητας – Άρθρο 28, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο v, του κανονισμού (ΕΚ) 2245/2002 – Εξουσία εκτίμησης του τμήματος προσφυγών – Πεδίο εφαρμογής – Άρθρο 63, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 6/2002 – Προφορική διαδικασία και διεξαγωγή αποδείξεων – Άρθρα 64 και 65 του κανονισμού 6/2002 – Λόγος ακυρότητας – Ατομικός χαρακτήρας – Άρθρο 6 και άρθρο 25, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 6/2002 – Προσδιορισμός του προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος – Προγενέστερος χαρακτήρας του συνόλου του σχεδίου ή υποδείγματος – Καθορισμός των χαρακτηριστικών του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος – Σφαιρική σύγκριση»

Στην υπόθεση T‑327/20,

Group Nivelles NV, με έδρα το Gingelom (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τον J. Jonkhout, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενου από τον A. Folliard-Monguiral και την G. Predonzani,

καθού,

αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών του EUIPO, παρεμβαίνουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου:

Easy Sanitary Solutions BV, με έδρα το Oldenzaal (Κάτω Χώρες), εκπροσωπούμενη από τον F. Eijsvogels, δικηγόρο,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της απόφασης του τρίτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 17ης Μαρτίου 2020 (υπόθεση R 2664/2017-3), σχετικά με διαδικασία κήρυξης ακυρότητας μεταξύ των Group Nivelles και Easy Sanitary Solutions,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τις M. J. Costeira, πρόεδρο, M. Kancheva (εισηγήτρια) και T. Perišin, δικαστές,

γραμματέας: A. Juhász-Tóth, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Μαΐου 2020,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως του EUIPO που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 29 Σεπτεμβρίου 2020,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως της παρεμβαίνουσας που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Οκτωβρίου 2020,

έχοντας υπόψη τον διορισμό άλλου δικαστή προς συμπλήρωση της σύνθεσης του τμήματος λόγω κωλύματος ενός εκ των μελών του,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Οκτωβρίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 28 Νοεμβρίου 2003 η παρεμβαίνουσα, Easy Sanitary Solutions BV, υπέβαλε στο Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) αίτηση καταχώρισης κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 6/2002 του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2001, για τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα (ΕΕ 2002, L 3, σ. 1).

2        Το κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα του οποίου η καταχώριση ζητήθηκε και το οποίο αμφισβητείται εν προκειμένω απεικονίζεται στις ακόλουθες όψεις:

25.1Image not found      25.2Image not found      25.3Image not found

3        Τα προϊόντα στα οποία προορίζεται να ενσωματωθεί το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα εμπίπτουν στην κλάση 23-02 κατά την έννοια του Διακανονισμού του Λοκάρνο, της 8ης Οκτωβρίου 1968, για τη διεθνή ταξινόμηση των βιομηχανικών σχεδίων και υποδειγμάτων, όπως έχει τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Αύλακας απορροής υδάτων ντους» (shower drains).

4        Το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα καταχωρίστηκε στις 9 Μαρτίου 2004 ως κοινοτικό με τον αριθμό 1078340025 και δημοσιεύθηκε αυθημερόν στο Δελτίο κοινοτικών σχεδίων και υποδειγμάτων αριθ. 19/2004. Ανανεώθηκε επανειλημμένως, μεταξύ άλλων στις 16 Ιουνίου 2018.

5        Στις 3 Σεπτεμβρίου 2009 η I-Drain BVBA, δικαιοπάροχος της προσφεύγουσας Group Nivelles NV, άσκησε, δυνάμει του άρθρου 52 του κανονισμού 6/2002, αίτηση κήρυξης της ακυρότητας του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος.

6        Οι λόγοι που προέβαλε η I-Drain BVBA προς στήριξη της αίτησης κήρυξης ακυρότητας ήταν οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 25, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 6/2002, σε συνδυασμό με τα άρθρα 4 έως 9 του ίδιου κανονισμού.

7        Η I-Drain προσάρτησε στην αίτηση κήρυξης ακυρότητας αντίγραφο της διεθνούς καταχώρισης DM/059828 (στο εξής: καταχώριση DM/059828 ή σχέδιο ή υπόδειγμα DM/059828), που κατατέθηκε και καταχωρίστηκε από την παρεμβαίνουσα στις 2 Απριλίου 2002 και δημοσιεύθηκε στις 30 Ιουνίου 2002 ως εξής:

Image not found

8        Στις 2 Απριλίου 2010, με την απάντησή της στις παρατηρήσεις της παρεμβαίνουσας, σε χρόνο μεταγενέστερο της υποβολής της αίτησης κήρυξης ακυρότητας, η I-Drain προσκόμισε νέα έγγραφα σχετικά με άλλα σχέδια ή υποδείγματα, περιλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, αποσπασμάτων από δύο καταλόγους προϊόντων Blücher του 1998 και του 2000 οι οποίοι περιείχαν, στη σελίδα 33 έκαστος, την ακόλουθη εικόνα, στο κέντρο της οποίας απεικονιζόταν πλάκα κάλυψης (στο εξής: πλάκα κάλυψης των καταλόγων Blücher):

Image not found

9        Στις 30 Αυγούστου 2010, κατόπιν συγχωνεύσεως με απορρόφηση, η προσφεύγουσα διαδέχθηκε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις την I-Drain, η οποία έπαυσε να υφίσταται ως νομικό πρόσωπο.

10      Με απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 2010, το τμήμα ακυρώσεων έκανε δεκτή την αίτηση κήρυξης ακυρότητας και κήρυξε άκυρο το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα βάσει του άρθρου 25, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 6/2002, λόγω έλλειψης νεωτερισμού, κατά την έννοια του άρθρου 5 του ίδιου κανονισμού, σε σχέση με την πλάκα κάλυψης των καταλόγων Blücher.

11      Στις 15 Οκτωβρίου 2010 η παρεμβαίνουσα άσκησε ενώπιον του EUIPO προσφυγή, βάσει των άρθρων 55 έως 60 του κανονισμού 6/2002, κατά της απόφασης του τμήματος ακυρώσεων.

12      Με απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2012 (στο εξής: πρώτη απόφαση), το τρίτο τμήμα προσφυγών του EUIPO έκανε δεκτή την προσφυγή και ακύρωσε την απόφαση του τμήματος ακυρώσεων, καθόσον είχε βασιστεί στο άρθρο 25, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 6/2002, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 1, και το άρθρο 5 του ίδιου κανονισμού, ήτοι καθόσον είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα στερείτο νεωτερισμού. Το τρίτο τμήμα προσφυγών του EUIPO ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του τμήματος ακυρώσεων, προκειμένου να εξετάσει εκ νέου την αίτηση κήρυξης ακυρότητας καθόσον είχε βασιστεί στο άρθρο 25, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 1, και το άρθρο 6 του ίδιου κανονισμού, ήτοι λόγω έλλειψης ατομικού χαρακτήρα του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος.

13      Στις 7 Ιανουαρίου 2013 η προσφεύγουσα άσκησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή, βάσει του άρθρου 61 του κανονισμού 6/2002, κατά της πρώτης απόφασης.

14      Με απόφαση της 13ης Μαΐου 2015, Group Nivelles κατά ΓΕΕΑ – Easy Sanitary Solutions (Αύλακας απορροής ντους) (T‑15/13, στο εξής: πρώτη απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, EU:T:2015:281), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την πρώτη απόφαση και απέρριψε κατά τα λοιπά την προσφυγή. Όπως είχε πράξει και το EUIPO έως τότε, το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη, ως προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα (μέρος αυτού), την πλάκα κάλυψης των καταλόγων Blücher, όχι όμως το σχέδιο ή υπόδειγμα DM/059828.

15      Στις 11 Ιουλίου και στις 24 Ιουλίου 2015 αντιστοίχως, η παρεμβαίνουσα και το EUIPO άσκησαν ενώπιον του Δικαστηρίου αιτήσεις αναιρέσεως της πρώτης απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου.

16      Με απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Easy Sanitary Solutions και EUIPO κατά Group Nivelles (C‑361/15 P και C‑405/15 P, στο εξής: αναιρετική απόφαση, EU:C:2017:720), το Δικαστήριο απέρριψε τις αιτήσεις αναιρέσεως, μολονότι διαπίστωσε στις σκέψεις 72 και 134 της προμνησθείσας απόφασης ότι το Γενικό Δικαστήριο είχε υποπέσει σε δύο περιπτώσεις πλάνης περί το δίκαιο. Κατά πρώτον, το Δικαστήριο έκρινε ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, στις σκέψεις 77 έως 79 και 84 της πρώτης απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου, κρίνοντας ότι το EUIPO όφειλε να ανασυνθέσει, για τους σκοπούς της εκτίμησης του νεωτερισμού του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος, τα διάφορα στοιχεία ενός ή περισσότερων προγενέστερων σχεδίων ή υποδειγμάτων με βάση τα διάφορα αποσπάσματα των επισυναπτόμενων στην αίτηση κήρυξης ακυρότητας καταλόγων Blücher, μολονότι ο αιτών την κήρυξη ακυρότητας δεν είχε αναπαραγάγει στο σύνολό του το σχέδιο ή υπόδειγμα την αρχαιότητα του οποίου επικαλέσθηκε. Κατά δεύτερον, το Δικαστήριο έκρινε ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, στη σκέψη 132 της πρώτης απόφασής του, απαιτώντας, στο πλαίσιο της εκτίμησης του ατομικού χαρακτήρα του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος, ο ενημερωμένος χρήστης του εν λόγω σχεδίου ή υποδείγματος να γνωρίζει το προϊόν στο οποίο προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα εφαρμοζόταν ή ενσωματωνόταν. Εντούτοις, δεδομένου ότι οι αιτήσεις αναιρέσεως απορρίφθηκαν, η ακύρωση της πρώτης απόφασης, με το διατακτικό της πρώτης απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου, απέκτησε ισχύ δεδικασμένου και η υπόθεση αναπέμφθηκε ενώπιον του EUIPO.

17      Στις 19 Δεκεμβρίου 2017 οι διάδικοι ενώπιον του EUIPO ενημερώθηκαν ότι η προσφυγή κατά της απόφασης του τμήματος ακυρώσεων είχε παραπεμφθεί στο τρίτο τμήμα προσφυγών, προκειμένου να αποφανθεί επ’ αυτής με διαφορετική σύνθεση, υπό τον αριθμό R 2664/2017-3.

18      Στις 24 Ιουλίου 2018 ο εισηγητής του τμήματος προσφυγών απέστειλε στους διαδίκους ενώπιον του EUIPO ανακοίνωση με την οποία τους ενημέρωσε ότι το προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα που υποβλήθηκε στο τμήμα προσφυγών ήταν το σχέδιο ή υπόδειγμα DM/059828, μόνο σχέδιο ή υπόδειγμα μνημονευόμενο στην αίτηση κήρυξης ακυρότητας, αντί της πλάκας κάλυψης των καταλόγων Blücher. Συγκεκριμένα, κατά την επανεξέταση του φακέλου μετά την αναπομπή από το Δικαστήριο, ο εισηγητής είχε διαπιστώσει ότι το προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα που εξέτασαν τα όργανα που είχαν αποφανθεί προηγουμένως δεν περιλαμβανόταν στην αίτηση κήρυξης ακυρότητας και ότι στην εν λόγω αίτηση δεν μνημονευόταν οποιοδήποτε άλλο σχέδιο ή υπόδειγμα. Στους διαδίκους τάχθηκε προθεσμία δύο μηνών για την υποβολή των παρατηρήσεών τους.

19      Στις 21 Σεπτεμβρίου 2018 η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της.

20      Με απόφαση της 17ης Μαρτίου 2020 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το τρίτο τμήμα προσφυγών του EUIPO έκανε δεκτή την προσφυγή της παρεμβαίνουσας, ακύρωσε την απόφαση του τμήματος ακυρώσεων και απέρριψε την αίτηση κήρυξης ακυρότητας. Προκαταρκτικώς, το τμήμα προσφυγών διαπίστωσε ότι, με την αίτηση κήρυξης ακυρότητας, η προσφεύγουσα είχε προσδιορίσει ως προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα μόνον το σχέδιο ή υπόδειγμα DM/059828 και ότι είχε επικαλεσθεί τα λοιπά σχέδια ή υποδείγματα, όπως αυτό των καταλόγων Blücher, μεταγενέστερα, με συμπληρωματικές παρατηρήσεις. Το τμήμα προσφυγών υπενθύμισε, όμως, ότι το άρθρο 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002 δεν επιτρέπει στον αιτούντα να διευρύνει το αντικείμενο της διαδικασίας στηρίζοντας την αίτησή του σε νέα προγενέστερα σχέδια ή υποδείγματα.

21      Όσον αφορά το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα και τα ορατά χαρακτηριστικά του, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι είχε καταχωριστεί για αύλακες απορροής υδάτων ντους απαρτιζόμενους από ένα σιφώνιο, μια δεξαμενή και μια πλάκα κάλυψης και, ειδικότερα, ότι το προϊόν που απεικονίζεται στο επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα διέθετε πλευρικές αυλακώσεις και εξωτερικά άκρα, η δε πλάκα κάλυψης έφερε στιγμές σε ολόκληρη την επιφάνειά της. Το τμήμα προσφυγών υπενθύμισε ότι, σύμφωνα με τη σκέψη 49 της πρώτης απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου, μετά την εγκατάσταση του «[αύλακα απορροής υδάτων] ντους (shower drain)» τον οποίο αφορά το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα, ήτοι μετά την ενσωμάτωσή του στο δάπεδο του ντους, δεν είναι ορατό μόνον το ανώτερο μέρος της πλάκας κάλυψης, αλλά είναι ορατές και οι δύο πλευρικές αυλακώσεις καθώς και το ανώτερο μέρος του χείλους της δεξαμενής.

22      Όσον αφορά το προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι έπρεπε να διενεργήσει πλήρη εξέταση των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων προκειμένου να εξακριβώσει επακριβώς σε τι συνίστατο, δεδομένου ότι, μετά την αναιρετική απόφαση και την πρώτη απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, δεν ήταν δυνατό να πρόκειται για την πλάκα κάλυψης που απεικονιζόταν στο κέντρο της εικόνας στη σελίδα 33 των καταλόγων Blücher, η οποία δεν ήταν πλήρες σύστημα απορροής υγρών. Αφού υπενθύμισε ότι η αίτηση κήρυξης ακυρότητας καθόριζε το αντικείμενο της διαδικασίας, το οποίο προέκυπτε, αφενός, από το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα και, αφετέρου, από τα προγενέστερα σχέδια ή υποδείγματα των οποίων έγινε επίκληση, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι, εν προκειμένω, η αίτηση κήρυξης ακυρότητας της προσφεύγουσας βασιζόταν στο σχέδιο ή υπόδειγμα DM/059828 (που αναπαράγεται στη σκέψη 7 ανωτέρω).

23      Όσον αφορά την τεχνική λειτουργία του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι κανένα από τα χαρακτηριστικά του δεν επιβαλλόταν αποκλειστικά και μόνο λόγω της τεχνικής λειτουργίας του και ότι, ως εκ τούτου, δεν έπρεπε να εξαιρεθεί από την προστασία ούτε έπρεπε να έχει ουσιωδώς μειωμένο ρόλο όσον αφορά την επιρροή που ασκεί κατά τη σφαιρική σύγκριση. Το τμήμα προσφυγών επισήμανε επίσης ότι ο σχεδιασμός στον συγκεκριμένο τομέα ενείχε ισχυρή αισθητική συνιστώσα.

24      Όσον αφορά τον ατομικό χαρακτήρα του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος, πρώτον, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι ο ενημερωμένος χρήστης είναι πρόσωπο το οποίο γνωρίζει τα χαρακτηριστικά και τις βασικές μορφές των αυλάκων απορροής που είναι διαθέσιμοι στη συνήθη επιχειρηματική δραστηριότητα και ανήκει συγχρόνως στους επαγγελματίες (τους οποίους απαρτίζουν, για παράδειγμα, οι έμποροι λιανικής που πωλούν αύλακες απορροής σε τρίτους, οι υδραυλικοί που τους εγκαθιστούν ή οι αρχιτέκτονες εσωτερικών χώρων που αναζητούν και επιλέγουν τους αύλακες για τους πελάτες τους λαμβάνοντας υπόψη την αισθητική εμφάνισή τους) και στους μη επαγγελματίες, στους οποίους περιλαμβάνονται οι τελικοί χρήστες που τους επιλέγουν και τους αγοράζουν οι ίδιοι προς εγκατάσταση και χρήση σε οποιονδήποτε τομέα ή περιβάλλον. Δεύτερον, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι η ελευθερία του δημιουργού είναι σχετικά ευρεία, καθότι, ακόμη και αν ο ενημερωμένος χρήστης γνωρίζει ότι οι αύλακες απορροής πρέπει, προκειμένου να εκπληρώνουν τη λειτουργία απορροής, να συνοδεύονται από δεξαμενή με πλευρικά τοιχώματα και άκρο, σιφώνιο συνδεδεμένο με την αποχέτευση καθώς και σχάρες ή σχάρα, ή κλειστή πλάκα με σχισμές ή ανοίγματα για τη ροή των υδάτων, εντούτοις η συγκεκριμένη εμφάνιση των εν λόγω χαρακτηριστικών όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τη μορφή, το υλικό, το μέγεθος και τις διαστάσεις μπορούσε να ποικίλλει, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν άλλοι ειδικοί περιορισμοί πέραν αυτών που προορίζονται να διασφαλίζουν την απορροή των υδάτων. Τρίτον, αφού εξακρίβωσε τα χαρακτηριστικά του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος και των επιμέρους προγενέστερων σχεδίων ή υποδειγμάτων που έχουν διατεθεί στο κοινό και αφού συνέκρινε τις συνολικές εντυπώσεις που δημιουργούν (βλ. σκέψεις 117 έως 127 κατωτέρω), το τμήμα προσφυγών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα ήταν έγκυρο διότι διέθετε ατομικό χαρακτήρα και, κατά μείζονα λόγο, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι στερείται νεωτερισμού.

 Αιτήματα των διαδίκων

25      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να αποφανθεί εκ νέου και να κηρύξει την ακυρότητα, διορθώνοντας την αιτιολογία, του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος·

–        να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα.

26      Το EUIPO ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

27      Η παρεμβαίνουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει τις αιτιάσεις που προβλήθηκαν προς στήριξη του πρώτου, του δεύτερου, του τέταρτου, του πέμπτου και του έκτου λόγου ακυρώσεως·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

28      Προς στήριξη της προσφυγής, η προσφεύγουσα προβάλλει έξι λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αντλούνται, κατ’ ουσίαν, από περιπτώσεις πλάνης εκτίμησης στις οποίες υπέπεσε το τμήμα προσφυγών, πρώτον, στο σημείο 24 της προσβαλλόμενης απόφασης (καθώς και στα δύο πρώτα εδάφια στη δεύτερη σελίδα της ανακοίνωσης του εισηγητή της 24ης Ιουλίου 2018, στα οποία παραπέμπει το εν λόγω σημείο), δεύτερον, στο σημείο 26 της ίδιας απόφασης, τρίτον, στα σημεία 38 και 39 της εν λόγω απόφασης, σε συνδυασμό με τα σημεία της 58 και 62 έως 65, τέταρτον, στα σημεία 98 έως 110 και 112 της προσβαλλόμενης απόφασης, πέμπτον, στο σημείο 111 της ίδιας απόφασης, σε συνδυασμό με τα σημεία 29 και 30 της εν λόγω απόφασης, και, έκτον, στα σημεία 114 έως 117 της εν λόγω απόφασης.

29      Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι είναι σκόπιμο να εξεταστούν, κατ’ αρχάς, ο τρίτος και ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, που αφορούν τον προσδιορισμό του προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος, εν συνεχεία, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, που αφορά τον καθορισμό των χαρακτηριστικών του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος, και, τέλος, ο τέταρτος, ο πέμπτος και ο έκτος λόγος ακυρώσεως, που αφορούν τη σύγκριση των αντιπαρατιθέμενων σχεδίων ή υποδειγμάτων και την εκτίμηση του ατομικού χαρακτήρα του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος.

 Επί του πρώτου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αφορούν τον προσδιορισμό του προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως

30      Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, στα σημεία 38 και 39 της προσβαλλόμενης απόφασης, σε συνδυασμό με τα σημεία 58 και 62 έως 65 της ίδιας απόφασης, το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη και παρέβη το άρθρο 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002 κρίνοντας ότι μόνο τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζονται στο πλαίσιο της αίτησης κήρυξης ακυρότητας ενώπιον του τμήματος ακυρώσεων, εν προκειμένω η αίτηση της προκατόχου της προσφεύγουσας της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, μπορούν να γίνουν δεκτά και μπορούν να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση της ακυρότητας. Η προσφεύγουσα θεωρεί, από νομικής απόψεως, ότι το EUIPO διαθέτει τέτοια εξουσία στο πλαίσιο της εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων σε διαδικασία ακυρότητας εάν και στο μέτρο που το EUIPO καλείται να αποφανθεί στο πλαίσιο της ίδιας αυτής διαδικασίας. Αντιθέτως, κατά την προσφεύγουσα, τέτοια εξουσία δεν μπορεί να προβληθεί σε σχέση με πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζονται σε διαδικασία στην οποία το EUIPO έχει ήδη αποφανθεί και η οποία έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο οριστικής και προγενέστερης απόφασης του EUIPO.

31      Εν προκειμένω, κατά την προσφεύγουσα, διεξήχθησαν διαδικασίες οι οποίες κατέληξαν σε οριστική και προγενέστερη απόφαση, ήτοι η διαδικασία ενώπιον του τμήματος ακυρώσεων του EUIPO που κατέληξε στην απόφαση του τμήματος ακυρώσεων της 23ης Σεπτεμβρίου 2010 και η διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του EUIPO που κατέληξε στην πρώτη απόφαση, της 4ης Οκτωβρίου 2012. Κατά την προσφεύγουσα, οι δύο προεκτεθείσες διαδικασίες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι μπορούσαν να ληφθούν υπόψη όλα τα πραγματικά περιστατικά και όλα τα αποδεικτικά στοιχεία. Στις μετέπειτα διαδικασίες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου, το ζήτημα του παραδεκτού των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι στο πλαίσιο των προγενέστερων διαδικασιών ενώπιον του τμήματος ακυρώσεων και του τμήματος προσφυγών δεν μνημονεύθηκε ούτε αμφισβητήθηκε, αυτεπαγγέλτως ή άλλως. Ειδικότερα, το συμπέρασμα το οποίο ο εισηγητής θεώρησε, με την ανακοίνωση της 24ης Ιουλίου 2018, ότι μπορούσε να αντλήσει από την αναιρετική απόφαση, ήτοι ότι δεν ήταν δυνατό να προσκομιστεί η φωτογραφία στη σελίδα 33 των καταλόγων Blücher, είναι επίσης εσφαλμένο. Η παρεμβαίνουσα και το EUIPO δεν αμφισβήτησαν ποτέ τις ως άνω διαπιστώσεις του τμήματος ακυρώσεων και του τμήματος προσφυγών ούτε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ούτε ενώπιον του Δικαστηρίου.

32      Επομένως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, διατυπώνοντας την προεκτεθείσα διαπίστωση στα σχετικά σημεία της προσβαλλόμενης απόφασης, το τμήμα προσφυγών αναθεώρησε προγενέστερες οριστικές αποφάσεις. Τούτο, κατά την προσφεύγουσα, παραβιάζει τις γενικές αρχές της χρηστής διοίκησης και της επίλυσης των δικαστικών διαφορών, όπως προβλέπονται στο άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και τις αρχές της ασφάλειας δικαίου, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της επιμελούς διεξαγωγής της διαδικασίας. Η προσφεύγουσα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το τμήμα προσφυγών δεν μπορούσε να ασκήσει, με αναδρομική ισχύ, την εξουσία που παρέχεται δυνάμει του άρθρου 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002.

33      Το EUIPO αμφισβητεί την ορθότητα των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

34      Η παρεμβαίνουσα επαφίεται στην κρίση του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά τη νομική αιτίαση που προέβαλε η προσφεύγουσα με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως.

35      Στα σημεία 38 και 39 της προσβαλλόμενης απόφασης, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι, δεδομένου ότι το Δικαστήριο αποφάνθηκε με την αναιρετική απόφαση ότι το τμήμα είχε λάβει υπόψη με την πρώτη απόφαση ακατάλληλο προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα, έπρεπε να εξεταστούν άλλα προγενέστερα σχέδια ή υποδείγματα τα οποία επικαλέστηκε η προσφεύγουσα. Με την αίτηση κήρυξης ακυρότητας, η προσφεύγουσα είχε προσδιορίσει ως προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα αποκλειστικά και μόνο το σχέδιο ή υπόδειγμα DM/059828. Η δικαιοπάροχος της προσφεύγουσας είχε επικαλεστεί τα λοιπά σχέδια ή υποδείγματα μεταγενέστερα, με συμπληρωματικές παρατηρήσεις. Συναφώς, το τμήμα προσφυγών επισήμανε επιπλέον ότι έπρεπε να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι το άρθρο 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002 δεν επιτρέπει στον αιτούντα να διευρύνει το αντικείμενο της διαδικασίας βασίζοντας την αίτησή του σε νέα προγενέστερα σχέδια ή υποδείγματα, καθότι τέτοια προσέγγιση θα είχε ως αποτέλεσμα την επιμήκυνση της διαδικασίας και τη μεταβολή του αντικειμένου της. Εντούτοις, τα νέα προγενέστερα σχέδια ή υποδείγματα, τα οποία η δικαιοπάροχος της προσφεύγουσας προσκόμισε με τις μεταγενέστερες παρατηρήσεις της, ήτοι εκείνα που απεικονίζονται στους καταλόγους Blücher, ως προγενέστερα σχέδια ή υποδείγματα, δεν είχαν προβληθεί ως προγενέστερα με την αίτηση κήρυξης ακυρότητας.

36      Στο σημείο 58 της προσβαλλόμενης απόφασης, το τμήμα προσφυγών υπενθύμισε ότι, όπως έχει αποφανθεί με πλείονες προγενέστερες αποφάσεις, η αίτηση κήρυξης ακυρότητας καθορίζει το αντικείμενο της διαδικασίας το οποίο προκύπτει, αφενός, από το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα και, αφετέρου, από τα προγενέστερα σχέδια ή υποδείγματα των οποίων γίνεται επίκληση, και ότι, για τον λόγο αυτόν, δεν είναι πλέον δυνατή η εισαγωγή στη διαδικασία άλλων προγενέστερων σχεδίων ή υποδειγμάτων ικανών να παρεμποδίσουν τον νεωτερισμό ή τον ατομικό χαρακτήρα του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος μετά την υποβολή της αίτησης.

37      Στο σημείο 62 της προσβαλλόμενης απόφασης, το τμήμα προσφυγών παρατήρησε ότι η πλάκα κάλυψης που απεικονίζεται στο κέντρο της εικόνας στη σελίδα 33 των καταλόγων Blücher, την οποία η δικαιοπάροχος της προσφεύγουσας προσδιόρισε ως το προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα, ή ένα από τα προγενέστερα σχέδια ή υποδείγματα, που φέρεται να αποδεικνύει ότι το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα στερείτο νεωτερισμού και ατομικού χαρακτήρα, είχε προσκομιστεί μόνο με την απάντηση στις παρατηρήσεις της παρεμβαίνουσας. Το τμήμα προσφυγών διευκρίνισε ότι το γεγονός ότι τα όργανα που είχαν αποφανθεί προηγουμένως είχαν δεχθεί την εν λόγω πλάκα ως παραδεκτό προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα παραβίαζε τις προμνησθείσες αρχές, κατά τις οποίες το αντικείμενο της διαδικασίας ακυρότητας καθορίζεται με την αίτηση και δεν επιτρέπεται η εισαγωγή άλλων προγενέστερων σχεδίων ή υποδειγμάτων στην εν λόγω διαδικασία μετά την υποβολή της αίτησης κήρυξης ακυρότητας.

38      Στο σημείο 63 της προσβαλλόμενης απόφασης, το τμήμα προσφυγών παρατήρησε, για λόγους πληρότητας, ότι το παραδεκτό πραγματικών περιστατικών, αποδεικτικών στοιχείων και συμπληρωματικών εγγράφων σχετικών με προγενέστερα σχέδια ή υποδείγματα ή δικαιώματα που μνημονεύονται στην αίτηση κήρυξης ακυρότητας υπέκειτο στη εξουσία εκτίμησης που παρέχεται στο τμήμα ακυρώσεων δυνάμει του άρθρου 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002. Εντούτοις, η εν λόγω διάταξη δεν επιτρέπει στον αιτούντα την κήρυξη ακυρότητας να διευρύνει το αντικείμενο της διαδικασίας βασίζοντας την αίτηση σε νέα προγενέστερα σχέδια ή υποδείγματα, καθότι τέτοια προσέγγιση θα είχε ως αποτέλεσμα την επιμήκυνση της διαδικασίας και τη μεταβολή του αντικειμένου της. Επομένως, δεδομένου ότι τα σχέδια ή υποδείγματα που μνημονεύθηκαν, μεταξύ άλλων, στα συνημμένα έγγραφα 3a και 3b, ήτοι στους καταλόγους Blücher, δεν είχαν μνημονευθεί με την αίτηση κήρυξης ακυρότητας, ούτε το τμήμα ακυρώσεων ούτε το τμήμα προσφυγών διέθεταν εξουσία εκτίμησης συναφώς. Ως εκ τούτου, τα σχέδια ή υποδείγματα που απεικονίζονταν στα εν λόγω έγγραφα δεν μπορούν να θεωρηθούν παραδεκτή προγενέστερη τεχνολογική εξέλιξη για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας ακυρότητας. Στο σημείο 64 της ίδιας απόφασης, το τμήμα προσφυγών διαπίστωσε ότι, για τους ίδιους λόγους, τα έγγραφα και οι φωτογραφίες που μνημόνευσε η προσφεύγουσα με τις παρατηρήσεις της σε απάντηση στην ανακοίνωση του εισηγητή τα οποία αφορούσαν σχέδια ή υποδείγματα διαφορετικά εκείνων που περιέχονταν στο σχέδιο ή υπόδειγμα DM/059828 δεν μπορούν να συνιστούν παραδεκτή προγενέστερη τεχνολογική εξέλιξη.

39      Επομένως, στο σημείο 65 της προσβαλλόμενης απόφασης, το τμήμα προσφυγών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, συμφώνως προς τα διαλαμβανόμενα στην ανακοίνωση του εισηγητή, μόνο προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα ήταν εν προκειμένω το σχέδιο ή υπόδειγμα DM/059828.

40      Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη και παρέβη το άρθρο 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002 βασίζοντας την απόφασή του μόνο στα προγενέστερα σχέδια και υποδείγματα που απεικονίζονται στην αίτηση κήρυξης ακυρότητας, χωρίς να λάβει υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία, όπως τους καταλόγους Blücher, που προσκομίστηκαν μετά την υποβολή της εν λόγω αίτησης κήρυξης ακυρότητας, στα οποία είχε βασιστεί, αποκλειστικά και μόνο, το τμήμα προσφυγών με την πρώτη απόφασή του, η οποία κατέστη απρόσβλητη.

41      Συναφώς, επιβάλλεται εκ προοιμίου η διαπίστωση ότι το ζήτημα του προσδιορισμού των προγενέστερων σχεδίων ή υποδειγμάτων που έπρεπε να συγκριθούν με το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα δεν κρίθηκε ποτέ με απρόσβλητη απόφαση κατά τις προγενέστερες διαδικασίες ενώπιον του EUIPO, του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου.

42      Συγκεκριμένα, αφενός, η πρώτη απόφαση του τμήματος προσφυγών, το οποίο, άλλωστε, δεν είχε αποφανθεί ρητώς επί του παραδεκτού των εγγράφων που προσκόμισε η προσφεύγουσα μετά την υποβολή της αίτησης κήρυξης ακυρότητας, ακυρώθηκε με την πρώτη απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, της οποίας το διατακτικό απέκτησε ισχύ δεδικασμένου (βλ. σκέψεις 14 και 16 ανωτέρω). Κατά πάγια νομολογία, όμως, οι αποφάσεις περί ακυρώσεως αναπτύσσουν τα αποτελέσματά τους ex tunc και επιφέρουν επομένως την αναδρομική εξαφάνιση της ακυρωθείσας πράξης από την έννομη τάξη [βλ. αποφάσεις της 27ης Ιουνίου 2013, Beifa Group κατά ΓΕΕΑ – Schwan-Stabilo Schwanhäußer (Γραφικά είδη), T‑608/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:334, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 23ης Σεπτεμβρίου 2020, CEDC International κατά EUIPO – Underberg (Σχήμα φύλλου χόρτου μέσα σε φιάλη), T‑796/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:439, σκέψη 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Επομένως, η πρώτη απόφαση εξαφανίστηκε από την έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και προδήλως δεν κατέστη απρόσβλητη.

43      Αφετέρου, με την πρώτη απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (βλ. σκέψη 14 ανωτέρω), το Γενικό Δικαστήριο επίσης δεν αποφάνθηκε επί του παραδεκτού των εν λόγω εγγράφων και, κατά μείζονα λόγο, επί του αντικειμένου των προγενέστερων σχεδίων ή υποδειγμάτων που έπρεπε να συγκριθούν με το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα. Συγκεκριμένα, το ζήτημα αυτό δεν τέθηκε ούτε από τους διαδίκους ούτε καν αυτεπαγγέλτως από το Γενικό Δικαστήριο. Εξάλλου, η αναιρετική απόφαση (βλ. σκέψη 16 ανωτέρω) περιορίστηκε μόνο στα νομικά ζητήματα που τέθηκαν με τις αιτήσεις αναιρέσεως. Ως εκ τούτου, το ζήτημα του προσδιορισμού των προγενέστερων σχεδίων ή υποδειγμάτων στο οποίο βασίστηκε η αίτηση κήρυξης ακυρότητας καθώς και το ζήτημα της λυσιτέλειας των εγγράφων που προσκομίστηκαν μεταγενέστερα για τον προσδιορισμό των προγενέστερων σχεδίων ή υποδειγμάτων ούτε τέθηκαν ούτε κρίθηκαν με την πρώτη απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου και με την αναιρετική απόφαση.

44      Εν συνεχεία, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως βασίζεται στην παραδοχή ότι το άρθρο 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002 έχει εφαρμογή σε περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην υπό κρίση υπόθεση. Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν η εν λόγω διάταξη έχει εφαρμογή εν προκειμένω, τουλάχιστον στο ζήτημα του προσδιορισμού του προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος, υπό το πρίσμα, ειδικότερα, του άρθρου 28, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημεία v και vi, του κανονισμού (ΕΚ) 2245/2002 της Επιτροπής, της 21ης Οκτωβρίου 2002, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 6/2002 (ΕΕ 2002, L 341, σ. 28).

45      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002, το EUIPO μπορεί να μη λάβει υπόψη του πραγματικά περιστατικά ή αποδεικτικά στοιχεία τα οποία οι διάδικοι δεν επικαλέστηκαν ή, αντιστοίχως, δεν προσκόμισαν εγκαίρως. Επομένως, η συγκεκριμένη διάταξη παρέχει εξουσία εκτίμησης τόσο στο τμήμα ακυρώσεων όσο και στο τμήμα προσφυγών του EUIPO.

46      Κατά πάγια νομολογία, από το γράμμα του άρθρου 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002 προκύπτει ότι, κατά κανόνα και εκτός άλλης αντίθετης διάταξης, η επίκληση πραγματικών περιστατικών και η προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων από τους διαδίκους παραμένει δυνατή και μετά το πέρας των σχετικών προθεσμιών που προβλέπονται στον κανονισμό 6/2002, καθώς και ότι επ’ ουδενί απαγορεύεται στο EUIPO να λαμβάνει υπόψη πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία που έχουν υποβληθεί εκπροθέσμως στην κρίση του. Η ως άνω διάταξη, διευκρινίζοντας ότι το EUIPO «μπορεί», σε παρόμοιες περιπτώσεις, να αποφασίσει να μη λάβει υπόψη τέτοια πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία, παρέχει στο EUIPO ευρεία εξουσία εκτίμησης, προκειμένου να καταλήξει, αιτιολογώντας την απόφασή του επ’ αυτού του σημείου, αν πρέπει να τα λάβει υπόψη ή όχι [βλ. απόφαση της 5ης Ιουλίου 2017, Gamet κατά EUIPO – «Metal-Bud II» Robert Gubała (Θυρολαβή), T‑306/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:466, σκέψεις 15 και 16 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

47      Όσον αφορά την άσκηση της εξουσίας εκτίμησης του EUIPO για τον σκοπό της ενδεχόμενης συνεκτίμησης αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν εκπρόθεσμα, τέτοια συνεκτίμηση από το EUIPO, όταν καλείται να αποφανθεί στο πλαίσιο διαδικασίας ακυρότητας, μπορεί να δικαιολογηθεί ιδίως όταν αυτό θεωρεί, αφενός, ότι τα εκπροθέσμως υποβληθέντα στοιχεία ενδέχεται, εκ πρώτης όψεως, να έχουν πράγματι σημασία για την τύχη της ασκηθείσας ενώπιόν του αίτησης κήρυξης ακυρότητας και, αφετέρου, ότι η απόρριψή τους δεν κρίνεται επιβεβλημένη είτε λόγω του σταδίου της διαδικασίας κατά το οποίο γίνεται η καθυστερημένη υποβολή τους είτε λόγω των σχετικών με αυτήν περιστάσεων. Κατά συνέπεια, απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να εκτιμήσει αν το τμήμα προσφυγών άσκησε αποτελεσματικά την ευρεία εξουσία εκτίμησης που διαθέτει για να αποφανθεί, αιτιολογημένα και λαμβάνοντας δεόντως υπόψη το σύνολο των κρίσιμων περιστάσεων, αν έπρεπε ή όχι να λάβει υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν το πρώτον ενώπιόν του προκειμένου να εκδώσει την απόφαση που είχε κληθεί να λάβει. Επιπλέον, απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να ελέγξει αν το τμήμα προσφυγών έκανε προσήκουσα χρήση της εξουσίας εκτίμησης που του παρέχεται δυνάμει του άρθρου 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002 (βλ. απόφαση της 5ης Ιουλίου 2017, Θυρολαβή, T‑306/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:466, σκέψεις 17 και 18 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48      Από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι η κατάθεση αποδεικτικών στοιχείων τα οποία έρχονται να προστεθούν σε άλλα στοιχεία προσκομισθέντα εντός της προθεσμίας που είχε τάξει συναφώς το EUIPO παραμένει δυνατή και μετά το πέρας της εν λόγω προθεσμίας και ότι σε καμία περίπτωση δεν απαγορεύεται στο EUIPO να λάβει υπόψη συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία τα οποία υποβλήθηκαν εκπροθέσμως κατ’ αυτόν τον τρόπο [βλ. απόφαση της 14ης Μαρτίου 2018, Crocs κατά EUIPO – Gifi Diffusion (Υποδήματα), T‑651/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:137, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ. επίσης και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2013, Centrotherm Systemtechnik κατά ΓΕΕΑ και centrotherm Clean Solutions, C‑610/11 P, EU:C:2013:593, σκέψη 88].

49      Τούτου λεχθέντος, πρέπει να υπομνησθεί επίσης ότι το άρθρο 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002 ορίζει ότι η αίτηση κήρυξης ακυρότητας πρέπει να κατατίθεται εγγράφως και να είναι αιτιολογημένη. Στο άρθρο 28, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημεία i και vi, του κανονισμού 2245/2002 διευκρινίζεται ότι η αίτηση κήρυξης ακυρότητας πρέπει να περιέχει δήλωση των λόγων ακυρότητας καθώς και τα πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά στοιχεία και τους ισχυρισμούς που προβάλλονται προς στήριξή της. Επιπλέον, το άρθρο 28, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο v, του προμνησθέντος κανονισμού προβλέπει ότι, όταν βασίζεται στην έλλειψη νεωτερισμού ή ατομικού χαρακτήρα του καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, η αίτηση κήρυξης ακυρότητας πρέπει να περιλαμβάνει τη μνεία και την αναπαραγωγή των προγενέστερων σχεδίων ή υποδειγμάτων που ενδέχεται να παρεμποδίσουν το νεωτερισμό ή τον ατομικό χαρακτήρα του καταχωρισμένου κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, καθώς και έγγραφα που να πιστοποιούν την ύπαρξη των εν λόγω προγενέστερων σχεδίων ή υποδειγμάτων.

50      Κατά τη νομολογία, στον διάδικο που υπέβαλε την αίτηση για την κήρυξη ακυρότητας απόκειται να προσκομίσει στο EUIPO τα απαραίτητα στοιχεία και, ειδικότερα, τον πλήρη και ακριβή προσδιορισμό και την αναπαραγωγή του σχεδίου ή υποδείγματος του οποίου επικαλείται την αρχαιότητα, για να αποδείξει ότι το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα δεν μπορούσε να καταχωριστεί εγκύρως. Επομένως, δεν απόκειται στο EUIPO, αλλά στον αιτούντα την κήρυξη ακυρότητας, να προσκομίσει τα στοιχεία που αποδεικνύουν το υποστατό του λόγου αυτού [αναιρετική απόφαση, σκέψεις 59 και 65· βλ., επίσης, απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2019, Aroma Essence κατά EUIPO – Refan Bulgaria (Σφουγγάρι τουαλέτας), T‑532/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:609, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

51      Διευκρινίζεται ότι ο αιτών πρέπει να προσκομίσει την απόδειξη της ύπαρξης και του προσδιορισμού του προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος ή των προγενέστερων σχεδίων ή υποδειγμάτων για καθέναν από τους λόγους ακυρότητας που προβάλλει. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι ούτε το EUIPO ούτε ο αιτών την κήρυξη ακυρότητας μπορούν, προς θεμελίωση της έλλειψης ατομικού χαρακτήρα (άρθρο 6 του κανονισμού 6/2002), να στηριχθούν σε ορισμένα από τα προγενέστερα σχέδια ή υποδείγματα που έχουν επικαλεσθεί, εάν από την αίτηση κήρυξης ακυρότητας προκύπτει ότι η επίκληση των εν λόγω σχεδίων ή υποδειγμάτων αφορούσε αποκλειστικά και μόνο τη θεμελίωση άλλου λόγου ακυρότητας, όπως της έλλειψης νεωτερισμού (άρθρο 5 του ίδιου κανονισμού) [πρβλ. απόφαση της 14ης Μαρτίου 2018, Gifi Diffusion κατά EUIPO – Crocs (Υποδήματα), T‑424/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:136, σκέψεις 46 έως 48].

52      Εξάλλου, κατά το άρθρο 63, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002, στο πλαίσιο αγωγής ακυρότητας, η εξέταση του EUIPO περιορίζεται στα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι καθώς και στα υποβληθέντα από αυτούς αιτήματα. Απόκειται στον ενάγοντα να διασφαλίσει ότι όλα τα προγενέστερα σχέδια ή υποδείγματα των οποίων έγινε επίκληση προσδιορίζονται και αναπαράγονται με σαφήνεια, στο μέτρο που η διαδικασία για την κήρυξη ακυρότητας συνιστά διαδικασία inter partes. Ως εκ τούτου, κατά την εξέταση της αίτησης κήρυξης ακυρότητας, το EUIPO πρέπει να λαμβάνει αποκλειστικά και μόνο υπόψη τα σχέδια ή υποδείγματα που ο αιτών επικαλέστηκε ρητώς με την αίτηση κήρυξης ακυρότητας, και όχι με μεταγενέστερο έγγραφο (πρβλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2019, Σφουγγάρι τουαλέτας, T‑532/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:609, σκέψεις 30 και 36).

53      Συγκεκριμένα, το άρθρο 28, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο v, του κανονισμού 2245/2002 (βλ. σκέψη 49 ανωτέρω) προϋποθέτει ότι ο προσδιορισμός του προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος ή των προγενέστερων σχεδίων ή υποδειγμάτων πραγματοποιείται με την υποβολή της αίτησης κήρυξης ακυρότητας, καθότι αυτή καθορίζει το αντικείμενο της διαφοράς και παρέχει στον δικαιούχο του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος τη δυνατότητα να λάβει θέση επί του βασίμου της αίτησης. Συγκεκριμένα, η ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας και η διαφύλαξη του έννομου συμφέροντος του δικαιούχου του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος να μην εκτεθεί σε ένδικη διαδικασία της οποίας το αντικείμενο θα μεταβάλλεται διαρκώς αποκλείουν τη δυνατότητα του αιτούντος να επικαλείται, κατά βούληση, άλλα προγενέστερα σχέδια ή υποδείγματα κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας ακυρότητας. Για τον λόγο αυτό, η τήρηση της εν λόγω διάταξης συνιστά προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης κήρυξης ακυρότητας, δυνάμει του άρθρου 30, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού.

54      Ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρηθεί, όπως έκρινε και το EUIPO, ότι η λογική του άρθρου 28, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο v, του κανονισμού 2245/2002 συνίσταται στην επιβολή αποκλειστικής ή αποσβεστικής προθεσμίας, ήτοι προθεσμίας της οποίας η μη τήρηση συνιστά λόγο απαραδέκτου, για την κατάθεση αποδεικτικών στοιχείων που αφορούν τα ουσιώδη στοιχεία της αίτησης κήρυξης ακυρότητας τα οποία καθορίζουν και οριοθετούν το νομικό πλαίσιο της αίτησης. Εκτός εάν το EUIPO απαιτήσει τη συμπλήρωση των ελλείψεων της αίτησης κατά το άρθρο 30, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, δεν είναι πλέον δυνατή η προσκόμιση νέων αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με τη μνεία και την αναπαραγωγή των προγενέστερων σχεδίων ή υποδειγμάτων, καθότι τούτο θα διεύρυνε το νομικό πλαίσιο της αίτησης κήρυξης ακυρότητας.

55      Επομένως, από το άρθρο 28, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο v, του κανονισμού 2245/2002 συνάγεται ότι η αίτηση κήρυξης ακυρότητας καθορίζει το αντικείμενο της διαφοράς, το οποίο προκύπτει, αφενός, από το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα και, αφετέρου, από τα προγενέστερα σχέδια ή υποδείγματα των οποίων έγινε επίκληση. Μετά την υποβολή της αίτησης κήρυξης ακυρότητας δεν είναι, συνεπώς, πλέον δυνατή η εισαγωγή στη διαδικασία άλλων προγενέστερων σχεδίων ή υποδειγμάτων ικανών να παρεμποδίσουν τον νεωτερισμό ή τον ατομικό χαρακτήρα του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος.

56      Λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 28, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο v, του κανονισμού 2245/2002, από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, σε διαδικασία για την κήρυξη ακυρότητας κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος, το EUIPO πρέπει να εξετάζει μόνο τα προγενέστερα σχέδια ή υποδείγματα που προσδιορίστηκαν με την αίτηση κήρυξης ακυρότητας και όχι άλλα σχέδια ή υποδείγματα των οποίων έγινε επίκληση μεταγενέστερα ως προγενέστερων σχεδίων ή υποδειγμάτων.

57      Εξάλλου, πρέπει να διευκρινιστεί το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 28, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο vi, του κανονισμού 2245/2002, το οποίο ορίζει ότι η αίτηση κήρυξης ακυρότητας πρέπει να περιλαμβάνει «αναφορά των πραγματικών περιστατικών, των αποδείξεων και των ισχυρισμών που προβάλλονται προς υποστήριξη των υπό εξέταση λόγων», και, επομένως, το πεδίο εφαρμογής της εξουσίας εκτίμησης που παρέχεται στο EUIPO δυνάμει του άρθρου 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002.

58      Συναφώς, υπογραμμίζεται, όπως επισήμανε το EUIPO, ότι το άρθρο 28, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημεία v και vi, του κανονισμού 2245/2002 προβαίνει σε ουσιώδη διάκριση μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων που αφορούν «τη μνεία και την αναπαραγωγή των προγενέστερων σχεδίων ή υποδειγμάτων», που απαιτούνται από το άρθρο 28, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο v, του εν λόγω κανονισμού, και των λοιπών «πραγματικών περιστατικών και αποδείξεων», που μνημονεύονται στο άρθρο 28, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο vi, του ίδιου κανονισμού, για παράδειγμα των πραγματικών περιστατικών και των αποδείξεων που αφορούν τη γνωστοποίηση προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος (άρθρο 7 του κανονισμού 6/2002) ή των αποδείξεων που αφορούν τη λειτουργικότητα του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος (άρθρο 8 του κανονισμού 6/2002).

59      Ως εκ τούτου, η εξουσία εκτίμησης που παρέχεται στο EUIPO δυνάμει του άρθρου 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002 ώστε να «λαμβάνει υπόψη τα πραγματικά περιστατικά που δεν επικαλέστηκαν ή τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία δεν προσεκόμισαν εγκαίρως οι διάδικοι» μπορεί να εφαρμοστεί μόνο στα «πραγματικά περιστατικά και τις αποδείξεις» που μνημονεύονται στο άρθρο 28, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο vi, του κανονισμού 2245/2002, και όχι στη «μνεία και την αναπαραγωγή των προγενέστερων σχεδίων ή υποδειγμάτων» που απαιτούνται από το άρθρο 28, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο v, του ίδιου κανονισμού. Ειδικότερα, το άρθρο 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002 δεν έχει εφαρμογή στο ζήτημα του προσδιορισμού του προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος.

60      Συγκεκριμένα, μολονότι επιτρέπει τη συνεκτίμηση συμπληρωματικών αποδεικτικών στοιχείων (βλ. σκέψη 48 ανωτέρω), για παράδειγμα ακριβέστερης αναπαράστασης ή απόδειξης της δημοσίευσης σχεδίου ή υποδείγματος του οποίου έγινε επίκληση με την αίτηση κήρυξης ακυρότητας, εντούτοις, το άρθρο 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002 δεν επιτρέπει τη διεύρυνση του νομικού πλαισίου της εν λόγω αίτησης με την προσκόμιση εξ ολοκλήρου νέων αποδεικτικών στοιχείων, επιτρέποντας στον αιτούντα να στηρίξει την αίτηση σε άλλα προγενέστερα σχέδια ή υποδείγματα, καθότι τούτο θα μετέβαλλε το αντικείμενο της διαφοράς και θα επιμήκυνε τη διάρκεια της διαδικασίας.

61      Επομένως, ορθώς, στο σημείο 39 της προσβαλλόμενης απόφασης, το τμήμα προσφυγών έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι το άρθρο 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002 δεν επιτρέπει στον αιτούντα την κήρυξη ακυρότητας να διευρύνει το αντικείμενο της διαδικασίας ακυρότητας στηρίζοντας την αίτησή του σε νέα προγενέστερα σχέδια ή υποδείγματα.

62      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι, όπως διαπίστωσε κατ’ ουσίαν το τμήμα προσφυγών στο σημείο 61 της προσβαλλόμενης απόφασης, αφού κάλεσε τους διαδίκους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, δεν έγινε επίκληση, ούτε αναπαράσταση, του σχεδίου ή υποδείγματος που εμφαίνεται στους καταλόγους Blücher με την αίτηση κήρυξης ακυρότητας της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, αλλά μόνον με την απάντηση στις παρατηρήσεις της παρεμβαίνουσας, στις 2 Απριλίου 2010 (βλ. σκέψεις 7 και 8 ανωτέρω).

63      Το εν λόγω σχέδιο ή υπόδειγμα δεν είναι, όμως, πανομοιότυπο με το σχέδιο ή υπόδειγμα του οποίου έγινε αρχικώς επίκληση με την αίτηση κήρυξης ακυρότητας, στο μέτρο που η πλάκα κάλυψης που εμφαίνεται σε αυτήν διακρίνεται από τα προγενέστερα σχέδια ή υποδείγματα που αποτελούν αντικείμενο της καταχώρισης DM/059828. Επομένως, ουδόλως πρόκειται για «απεικονίσεις ενός και του αυτού προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος», κατά τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου [πρβλ. απόφαση της 22ας Ιουνίου 2010, Shenzhen Taiden κατά ΓΕΕΑ – Bosch Security Systems (Εξοπλισμός επικοινωνιών), T‑153/08, EU:T:2010:248, σκέψη 25]. Εξάλλου, δεν απαιτούνταν οποιαδήποτε συμπλήρωση των ελλείψεων, δυνάμει του άρθρου 30, παράγραφος 1, του κανονισμού 2245/2002, δεδομένου ότι η δικαιοπάροχος της προσφεύγουσας είχε προσδιορίσει ορθώς τα προγενέστερα σχέδια ή υποδείγματα τα οποία επικαλέστηκε προς στήριξη της αίτησης κήρυξης ακυρότητας που υπέβαλε, ήτοι εκείνα που απεικονίζονται στην καταχώριση DM/059828.

64      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να επικυρωθεί η κρίση του EUIPO ότι ενδεχόμενη συνεκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν μετά την υποβολή της αίτησης κήρυξης ακυρότητας, δυνάμει του άρθρου 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002, μπορούσε να επιτραπεί μόνο προκειμένου να καταδειχθεί ο τρόπος χρήσης των συγκεκριμένων προϊόντων στα οποία ενσωματώνονται τα συγκρινόμενα σχέδια ή υποδείγματα ή προς στήριξη οποιουδήποτε άλλου πραγματικού περιστατικού ή ισχυρισμού που είχε προβληθεί με την αίτηση κήρυξης ακυρότητας. Υπ’ αυτή την έννοια, είναι αληθές ότι το τμήμα προσφυγών δεν απέκλεισε αυστηρά το παραδεκτό των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων, εφόσον προορίζονται να συμπληρώσουν επιχειρηματολογία ήδη προβληθείσα και σχετική με το προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα που προσδιορίστηκε με την αίτηση κήρυξης ακυρότητας.

65      Εντούτοις, το παραδεκτό από τυπικής απόψεως τέτοιων αποδεικτικών στοιχείων δεν επιτρέπει την προσθήκη νέου προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος σε εκείνα των οποίων έγινε αρχικώς επίκληση με την αίτηση κήρυξης ακυρότητας, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 28, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο v, του κανονισμού 2245/2002. Συγκεκριμένα, από την άποψη αυτή, η προσκόμιση των καταλόγων Blücher μετά την υποβολή της αίτησης κήρυξης ακυρότητας ισοδυναμεί με την προσκόμιση εξ ολοκλήρου «νέου» αποδεικτικού στοιχείου, και όχι «συμπληρωματικού» αποδεικτικού στοιχείου, κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με το άρθρο 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002 (βλ. σκέψη 48 ανωτέρω).

66      Επομένως, ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε, κατ’ ουσίαν, στο σημείο 63 της προσβαλλόμενης απόφασης ότι, μολονότι είναι αληθές ότι η συνεκτίμηση συμπληρωματικών αποδεικτικών στοιχείων μπορεί να καταλήξει σε διεύρυνση του πραγματικού πλαισίου της αίτησης κήρυξης ακυρότητας προστιθέμενη σε άλλα αποδεικτικά στοιχεία που αφορούν τα προγενέστερα σχέδια ή υποδείγματα των οποίων έγινε επίκληση, εντούτοις δεν μπορεί να επεκτείνει το νομικό πλαίσιο της εν λόγω αίτησης σε προγενέστερα σχέδια ή υποδείγματα των οποίων γίνεται επίκληση για πρώτη φορά, δεδομένου ότι η έκταση της εν λόγω αίτησης κήρυξης ακυρότητας είχε καθοριστεί οριστικώς από τη δικαιοπάροχο της προσφεύγουσας κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης με τον προσδιορισμό των προγενέστερων σχεδίων ή υποδειγμάτων των οποίων έγινε επίκληση προς στήριξή της.

67      Ορθώς επίσης το τμήμα προσφυγών κατέληξε στο συμπέρασμα, στα σημεία 65 και 66 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι το μόνο προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα του οποίου έγινε νομίμως επίκληση εν προκειμένω είναι το σχέδιο ή υπόδειγμα DM/059828, το οποίο είχε διατεθεί στο κοινό, κατά την έννοια του άρθρου 7 του κανονισμού 6/2002, πριν από την ημερομηνία κατάθεσης του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος. Εξάλλου, η ύπαρξη και η αρχαιότητα της εν λόγω γνωστοποίησης δεν αμφισβητούνται.

68      Ως εκ τούτου, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, συνάγεται το συμπέρασμα, κατ’ αρχάς, ότι το τμήμα προσφυγών ουδόλως αναθεώρησε προγενέστερες οριστικές αποφάσεις ούτε παραβίασε οποιαδήποτε από τις γενικές αρχές που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 32 ανωτέρω και, εν συνεχεία, ότι δεν παρέβη το άρθρο 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002, αλλά εφάρμοσε προσηκόντως το άρθρο 28, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο v, του κανονισμού 2245/2002.

69      Ως εκ τούτου, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως

70      Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος περιλαμβάνει τρία σκέλη, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλείονα σφάλματα εκτίμησης στο σημείο 24 της προσβαλλόμενης απόφασης, σε συνδυασμό με την ανακοίνωση του εισηγητή της 24ης Ιουλίου 2018.

71      Με το πρώτο σκέλος, η προσφεύγουσα προσάπτει στο τμήμα προσφυγών ότι υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι ο εισηγητής είχε εκτιμήσει, με την ανακοίνωσή του, ότι το προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα που έπρεπε να ληφθεί υπόψη ήταν μόνο το σχέδιο ή υπόδειγμα DM/059828, καθόσον ήταν το μόνο που μνημονευόταν στην αίτηση κήρυξης ακυρότητας. Η αιτιολογία που εκτίθεται στο προμνησθέν σημείο, ήτοι ότι στην αίτηση κήρυξης ακυρότητας είχε προσαρτηθεί μόνο το συγκεκριμένο σχέδιο ή υπόμνημα, δεν συνάγεται όμως από την ανακοίνωση του εισηγητή και, επιπλέον, δεν τεκμηριώνεται με την προσβαλλόμενη απόφαση.

72      Με το δεύτερο σκέλος, η προσφεύγουσα προσάπτει στο τμήμα προσφυγών ότι υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι η φωτογραφία στη σελίδα 33 των καταλόγων Blücher δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη καθότι η αναιρετική απόφαση εμποδίζει την προσκόμισή της ως προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος στη διαδικασία ακυρότητας. Κατά την προσφεύγουσα, το τμήμα προσφυγών άντλησε από την αναιρετική απόφαση μη τεκμηριωμένο συμπέρασμα. Εξάλλου, το EUIPO δεν διέταξε τη διεξαγωγή αποδείξεων, εν αντιθέσει προς όσα προκύπτουν από τη σκέψη 71 της αναιρετικής απόφασης.

73      Με το τρίτο σκέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι μόνο το σχέδιο ή υπόδειγμα DM/059828, όπως προσκομίστηκε από την προσφεύγουσα με την αίτηση κήρυξης ακυρότητας, μπορούσε να εξεταστεί ως προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα, δεδομένου ότι ο εισηγητής είχε διαπιστώσει ότι το «προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα που εξέτασαν τα όργανα που είχαν αποφανθεί προηγουμένως» δεν περιλαμβανόταν στην από 3 Σεπτεμβρίου 2009 αίτηση κήρυξης ακυρότητας που υπέβαλε η δικαιοπάροχος της προσφεύγουσας της 3ης Σεπτεμβρίου 2009. Κατά την προσφεύγουσα, το συμπέρασμα αυτό βαίνει πέραν εκείνου που περιέχεται στην ανακοίνωση του εισηγητή, στην οποία ουδόλως αναφερόταν ότι το προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα που εξέτασαν τα όργανα που είχαν αποφανθεί προηγουμένως δεν μνημονευόταν στην αίτηση κήρυξης ακυρότητας.

74      Το EUIPO και η παρεμβαίνουσα αμφισβητούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

75      Στο σημείο 24 της προσβαλλόμενης απόφασης, το τμήμα προσφυγών υπενθύμισε ότι, στις 24 Ιουλίου 2018, ο εισηγητής είχε διαβιβάσει στους διαδίκους ανακοίνωση με την οποία τους ενημέρωσε ότι το προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα που είχε υποβληθεί σε αυτόν ήταν το σχέδιο ή υπόδειγμα DM/059828, μόνο μνημονευόμενο στην αίτηση κήρυξης ακυρότητας. Το τμήμα προσφυγών εξέθεσε ότι, κατά την επανεξέταση του φακέλου μετά την αναπομπή από το Δικαστήριο, ο εισηγητής είχε διαπιστώσει ότι το προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα που εξέτασαν τα όργανα που είχαν αποφανθεί προηγουμένως δεν περιλαμβανόταν στην αίτηση κήρυξης ακυρότητας και ότι στην εν λόγω αίτηση δεν μνημονευόταν οποιοδήποτε άλλο σχέδιο ή υπόδειγμα.

76      Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προσάπτει κατ’ ουσίαν στον εισηγητή και στο τμήμα προσφυγών ότι, ο μεν πρώτος με την ανακοίνωση της 24ης Ιουλίου 2018, το δε δεύτερο στο σημείο 24 της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν εξέθεσαν τους λόγους για τους οποίους έπρεπε να ληφθούν υπόψη μόνο τα σχέδια ή υποδείγματα που αποτέλεσαν αντικείμενο της καταχώρισης DM/059828 (βλ. σκέψη 7 ανωτέρω), εξαιρουμένης της απεικόνισης που αναπαρήχθη στη σκέψη 8 ανωτέρω.

77      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, βάσει του άρθρου 62, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 6/2002, οι αποφάσεις του EUIPO πρέπει να είναι αιτιολογημένες. Η υποχρέωση αιτιολόγησης έχει το ίδιο περιεχόμενο με εκείνο της υποχρέωσης που απορρέει από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ, κατά την οποία από την αιτιολογία πρέπει να προκύπτει με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία η συλλογιστική του οργάνου που εξέδωσε την πράξη. Η υποχρέωση αυτή έχει ως διττό σκοπό να παρέχει τη δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το μέτρο, προκειμένου να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους, στον δε δικαστή της Ένωσης να ασκεί τον έλεγχό του όσον αφορά τη νομιμότητα της απόφασης. Το ζήτημα του αν η αιτιολογία της απόφασης πληροί τις ως άνω προϋποθέσεις πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα [βλ. απόφαση της 13ης Ιουνίου 2019, Visi/one κατά EUIPO – EasyFix (Διαφανής θήκη δελτίου στοιχείων για οχήματα), T‑74/18, EU:T:2019:417, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

78      Εν προκειμένω, επισημαίνεται κατ’ αρχάς ότι η υποχρέωση αιτιολόγησης αφορά μόνο την προσβαλλόμενη απόφαση και όχι την ανακοίνωση του εισηγητή της υπόθεσης, η οποία δεν είναι πράξη δεκτική προσφυγής. Συγκεκριμένα, από τη νομολογία προκύπτει ότι απόφαση του τμήματος προσφυγών είναι δεκτική προσφυγής ενώπιον του δικαστή της Ένωσης εάν παράγει «δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα» έναντι του διαδίκου στη διαδικασία ενώπιον του EUIPO [πρβλ. και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 17ης Μαρτίου 2009, Laytoncrest κατά ΓΕΕΑ – Erico (TRENTON), T‑171/06, EU:T:2009:70, σκέψη 21]. Τούτο δεν συμβαίνει όσον αφορά την ανακοίνωση του εισηγητή ενώπιον του τμήματος προσφυγών.

79      Εν συνεχεία, από την εξέταση του τρίτου λόγου ακυρώσεως (βλ. σκέψεις 30 έως 69 ανωτέρω) προκύπτει ότι, στα σημεία 38 και 39 και 53 έως 67 της προσβαλλόμενης απόφασης, το τμήμα προσφυγών εξέθεσε σαφώς τους λόγους για τους οποίους μόνο προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα του οποίου απεικόνιση προσαρτήθηκε στην αίτηση κήρυξης ακυρότητας προς στήριξή της μπορεί να ληφθεί υπόψη για την εξέταση των απαιτήσεων που προβλέπονται στα άρθρα 5 και 6 του κανονισμού 6/2002. Ειδικότερα, το τμήμα προσφυγών βασίστηκε σε ερμηνεία του άρθρου 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002 υπό το πρίσμα του άρθρου 28, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημεία i, v και vi, του κανονισμού 2245/2002, η οποία εξάλλου δεν ενέχει πλάνη, όπως διαπιστώθηκε κατά την εξέταση του τρίτου λόγου ακυρώσεως. Η εξειδικευμένη αυτή συλλογιστική εκπληρώνει την υποχρέωση αιτιολόγησης που προβλέπεται στο άρθρο 62, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 6/2002.

80      Ως εκ τούτου, το πρώτο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

81      Με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προσάπτει κατ’ ουσίαν στο τμήμα προσφυγών ότι δεν έλαβε υπόψη τις απεικονίσεις που περιέχονται στους καταλόγους Blücher, και ειδικότερα εκείνη που αναπαρήχθη στη σκέψη 8 ανωτέρω, μολονότι το παραδεκτό και η λυσιτέλεια της εν λόγω απεικόνισης καλύπτονται από δεδικασμένο, μετά την αναιρετική απόφαση.

82      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 61, παράγραφος 6, του κανονισμού 6/2002, το EUIPO υποχρεούται να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

83      Κατά πάγια νομολογία, προκειμένου να συμμορφωθεί με την ακυρωτική δικαστική απόφαση και να την εκτελέσει πλήρως, το θεσμικό όργανο από το οποίο προέρχεται η ακυρωθείσα πράξη υποχρεούται να σεβαστεί όχι μόνον το διατακτικό της απόφασης, αλλά και το σκεπτικό που οδήγησε στο διατακτικό αυτό και το οποίο συνιστά το αναγκαίο του έρεισμα, υπό την έννοια ότι είναι απαραίτητο για να προσδιοριστεί η ακριβής έννοια των όσων κρίθηκαν με το διατακτικό. Ειδικότερα, στο σκεπτικό αυτό, αφενός, προσδιορίζεται η ακριβής διάταξη που θεωρείται παράνομη και, αφετέρου, παρατίθενται οι ακριβείς λόγοι της έλλειψης νομιμότητας που διαπιστώνεται με το διατακτικό και τους οποίους το οικείο όργανο πρέπει να λάβει υπόψη κατά την αντικατάσταση της ακυρωθείσας πράξης (βλ. απόφαση της 27ης Ιουνίου 2013, Γραφικά είδη, T‑608/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:334, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

84      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, στις σκέψεις 69 έως 71 της αναιρετικής απόφασης, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ως εξής:

«69      Δεν μπορεί όμως να απαιτείται από το EUIPO, ιδίως στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του κατά πόσον είναι νέο το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα, να προβεί σε συνδυασμό των διαφόρων στοιχείων του προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος [ήτοι της δεξαμενής απορροής και της πλάκας κάλυψης που αναπαράγεται στη σκέψη 8 ανωτέρω], διότι στον αιτούντα την κήρυξη ακυρότητας εναπόκειται να προσκομίσει πλήρη αναπαραγωγή του εν λόγω προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος. Κατά τα λοιπά, κάθε ενδεχόμενος συνδυασμός θα ήταν ατελής, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 152 των προτάσεών του, στον βαθμό που θα είχε πραγματοποιηθεί αναγκαστικά κατά προσέγγιση.

70      Υπό τις συνθήκες αυτές, όπως ορθώς υποστηρίζει το EUIPO και αντίθετα προς όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 78 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το γεγονός ότι το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα συνιστά απλώς συνδυασμό σχεδίων ή υποδειγμάτων τα οποία έχουν ήδη διατεθεί στο κοινό και ως προς τα οποία έχει ήδη επισημανθεί ότι προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν μαζί δεν μπορεί, ελλείψει πλήρους μνείας και αναπαραγωγής του σχεδίου ή υποδείγματος του οποίου γίνεται επίκληση της αρχαιότητάς του, να θεωρηθεί κρίσιμο για τους σκοπούς της εξετάσεως του νεωτερισμού του, κατά την έννοια του άρθρου 5 του κανονισμού 6/2002.

71      Πρέπει, συναφώς, να προστεθεί ότι το γεγονός, που επισημαίνει το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 68 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η ESS, παρεμβαίνουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, προσκόμισε αποσπάσματα ενός καταλόγου της εταιρίας Blücher, διαφορετικά από εκείνα που προσκόμισε η Group Nivelles με την αίτησή της για την κήρυξη ακυρότητας, όπου απεικονιζόταν πλάκα καλύψεως, όπως αυτή η οποία εμφαίνεται στο κέντρο της εικόνας που παρατίθεται στη σκέψη 23 της παρούσας αποφάσεως, τοποθετημένη επί δεξαμενής περιλαμβάνουσας, στο κάτω μέρος, σιφόνι απορροής, δεν μπορεί να θεραπεύσει την έλλειψη της ακριβούς μνείας και αναπαραγωγής του προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος που επικαλέσθηκε η Group Nivelles. Μολονότι το γεγονός αυτό μπορούσε να ληφθεί υπόψη από το EUIPO προκειμένου να διατάξει τη διεξαγωγή αποδείξεων, βάσει του άρθρου 65, παράγραφος 1, του κανονισμού 6/2002, αντιθέτως, δεν εναπέκειτο σε αυτό να συνδυάσει τα διάφορα στοιχεία ενός ή περισσότερων σχεδίων ή υποδειγμάτων που είχαν διατεθεί στο κοινό χωριστά σε διαφορετικά αποσπάσματα των καταλόγων που επισυνάφθηκαν στην αίτηση για την κήρυξη ακυρότητας, προκειμένου να σχηματίσει την πλήρη εμφάνιση του επικληθέντος προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος. Συγκεκριμένα, χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί το επιχείρημα του EUIPO, κατά το οποίο οι σκέψεις 68 και 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως πάσχουν από παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών, αρκεί η διαπίστωση ότι το Γενικό Δικαστήριο, με την εν λόγω απόφαση, ουδόλως διαπιστώνει ότι η εικόνα που προσκόμισε η ESS συνιστά πλήρη εικόνα του συγκεκριμένου προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος του οποίου επικαλέσθηκε την αρχαιότητα η Group Nivelles.»

85      Συναφώς, υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι διαπιστώθηκε ήδη στο πλαίσιο της εξέτασης του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ότι το ζήτημα του προσδιορισμού των προγενέστερων σχεδίων ή υποδειγμάτων που έπρεπε να συγκριθούν με το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα δεν κρίθηκε ποτέ οριστικώς κατά τις προγενέστερες διαδικασίες ενώπιον του EUIPO, του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου (βλ. σκέψεις 41 έως 43 ανωτέρω). Επομένως, η υποχρέωση σεβασμού του δεδικασμένου δεν εφαρμόζεται στο συγκεκριμένο ζήτημα.

86      Εν συνεχεία, παρατηρείται ότι το χωρίο της αναιρετικής απόφασης που παραθέτει η προσφεύγουσα αφορά μόνο την υποχρέωση προσκόμισης «πλήρους αναπαραγωγής» προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος. Αντιθέτως, το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί της δυνατότητας προσκόμισης τέτοιας «πλήρους αναπαραγωγής» μετά την υποβολή της αίτησης κήρυξης ακυρότητας. Επομένως, η υποχρέωση σεβασμού του δεδικασμένου δεν εφαρμόζεται στο συγκεκριμένο ζήτημα.

87      Επιπλέον, καθόσον η προσφεύγουσα προσάπτει στο τμήμα προσφυγών ότι δεν διέταξε τη διεξαγωγή αποδείξεων βάσει του άρθρου 65 του κανονισμού 6/2002, η συγκεκριμένη αιτίαση είναι αβάσιμη. Η προσφεύγουσα ζήτησε όντως την εξέταση μαρτύρων με τις παρατηρήσεις της 21ης Σεπτεμβρίου 2018, πλην όμως δεν διευκρινίζει τους λόγους για τους οποίους η μη διεξαγωγή αποδείξεων συνιστά πλάνη εκτίμησης. Είναι αληθές ότι η εξέταση μαρτύρων θα μπορούσε να στηρίξει το επιχείρημα ότι σχέδια ή υποδείγματα παραπλήσια του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος ήταν γνωστά κατά την ημερομηνία κατάθεσης του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος. Εντούτοις, τέτοια συνεισφορά θα ήταν ατελέσφορη, καθότι το θεμελιώδες ζήτημα το οποίο έκρινε το τμήμα προσφυγών, ήτοι ο προσδιορισμός των προγενέστερων σχεδίων ή υποδειγμάτων που έπρεπε να ληφθούν υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί ο νεωτερισμός και ο ατομικός χαρακτήρας του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος, είχε κριθεί από νομικής απόψεως, στη νομική βάση ερμηνείας του άρθρου 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002 υπό το πρίσμα του άρθρου 28, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημεία i, v και vi, του κανονισμού 2245/2002. Επομένως, οι καταθέσεις εμπειρογνωμόνων επί πραγματικών ζητημάτων θα ήταν, εν πάση περιπτώσει, όλως αλυσιτελείς στο συγκεκριμένο πλαίσιο.

88      Τέλος, υπογραμμίζεται ότι ούτε το Γενικό Δικαστήριο ούτε το Δικαστήριο έλαβαν θέση επί της αναγκαιότητας της ζητηθείσας διεξαγωγής αποδείξεων και ότι, επιπλέον, ούτε το Γενικό Δικαστήριο ούτε το Δικαστήριο ήταν αρμόδια να απευθύνουν στο EUIPO διαταγές, μεταξύ άλλων με σκοπό τη συγκεκριμένη διεξαγωγή αποδείξεων [πρβλ. απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2017, Mast-Jägermeister κατά EUIPO (Κύπελλα), T‑16/16, EU:T:2017:68, σκέψη 27].

89      Ως εκ τούτου, το δεύτερο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

90      Με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει πλείονες αιτιάσεις σχετικές με την ανακοίνωση του εισηγητή της 24ης Ιουλίου 2018.

91      Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι το εν λόγω τρίτο σκέλος είναι απαράδεκτο, στο μέτρο που οι λόγοι ακυρώσεως που προβάλλονται με το δικόγραφο της προσφυγής μπορούν να αφορούν μόνο την προσβαλλόμενη απόφαση και όχι προγενέστερη διαδικαστική πράξη η οποία δεν παράγει οποιοδήποτε έννομο αποτέλεσμα καθεαυτήν και συνιστά πράξη μη δεκτική προσφυγής (βλ. σκέψη 77 ανωτέρω), όπως η ανακοίνωση του εισηγητή.

92      Επιπλέον, καθόσον αφορά το δεδικασμένο που απορρέει από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου, το εν λόγω τρίτο σκέλος είναι αβάσιμο για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 41 έως 43 και 84 έως 89 ανωτέρω.

93      Ως εκ τούτου, το τρίτο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο και, κατά τα λοιπά, ως αβάσιμο.

94      Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αφορά τον καθορισμό των χαρακτηριστικών του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος

95      Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, στο σημείο 26 της προσβαλλόμενης απόφασης, το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη κατά τον καθορισμό των χαρακτηριστικών του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος. Στηριζόμενη εκ νέου στη σκέψη 69 της αναιρετικής απόφασης (βλ. σκέψη 84 ανωτέρω), η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να απαιτείται από το EUIPO, στο πλαίσιο της εκτίμησης περί του αν είναι νεωτερικό το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα, να προβεί σε συνδυασμό των διαφόρων στοιχείων (εν προκειμένω, δεξαμενής απορροής και πλάκας κάλυψης) προκειμένου να διαμορφώσει την πλήρη εμφάνιση του εν λόγω σχεδίου ή υποδείγματος. Κατά την προσφεύγουσα, το κρίσιμο ζήτημα είναι αυτό του «διακριτικού χαρακτηριστικού» του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος. Από τις παρατηρήσεις της παρεμβαίνουσας της 8ης Δεκεμβρίου 2009 προκύπτει, όμως, κατά την προσφεύγουσα, ότι η παρεμβαίνουσα δεν είχε στην πραγματικότητα την πρόθεση να καταχωρίσει την εμφάνιση αύλακα απορροής υδάτων ντους, αλλά μόνο την εμφάνιση πλάκας κάλυψης προοριζόμενης να χρησιμοποιηθεί σε ορθογώνιους και επιμήκεις αύλακες απορροής. Από δύο αποφάσεις που εξέδωσαν τα ολλανδικά δικαστήρια προκύπτει επίσης, κατά την προσφεύγουσα, ότι το μόνο «διακριτικό χαρακτηριστικό» του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος είναι «η κλειστή πλάκα κάλυψης» ή «η [καλούμενη] σχάρα βάσης», ήτοι «μια σχάρα που δεν είναι διάτρητη, διά της οποίας τα ύδατα μπορούν να ρέουν μέσω των αυλακώσεων στα πλαϊνά μέρη της σχάρας». Ομοίως, κατά την προσφεύγουσα, το τμήμα ακυρώσεων του EUIPO έκρινε ότι το μόνο ορατό χαρακτηριστικό του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος κατά τη συνήθη χρήση ήταν το ανώτερο μέρος της πλάκας.

96      Κατά την προσφεύγουσα, είναι απολύτως εύλογο, έχοντας καταλήξει στο ως άνω συμπέρασμα, το τμήμα ακυρώσεων να στηρίξει τη συλλογιστική του σε σύγκριση μεταξύ της εμφάνισης μόνο της πλάκας κάλυψης βάσης του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος και της εμφάνισης όλων των λοιπών προγενέστερων πλακών κάλυψης, περιλαμβανομένης εκείνης που απεικονιζόταν στη σελίδα 33 των καταλόγων Blücher. Το γεγονός ότι οι εν λόγω πλάκες κάλυψης προορίζονται, ενδεχομένως, για συνδυασμένη χρήση με ορθογώνια και επιμήκη δεξαμενή, σχηματίζοντας τοιουτοτρόπως έναν αύλακα απορροής υδάτων ντους, ελάχιστη έχει σημασία συναφώς, δεδομένου ότι, κατά την παρεμβαίνουσα, τα χαρακτηριστικά τους δεν πρέπει να θεωρηθούν διακριτικά, νέα ή ατομικά και ότι η ορθογώνια και επιμήκης δεξαμενή, καθώς και τα σχετικά χαρακτηριστικά, δεν είναι ορατά κατά τη συνήθη χρήση του αύλακα απορροής.

97      Το EUIPO και η παρεμβαίνουσα αμφισβητούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

98      Στο σημείο 26 της προσβαλλόμενης απόφασης, το τμήμα προσφυγών υπενθύμισε ότι, στις 21 Σεπτεμβρίου 2018, η προσφεύγουσα είχε υποβάλει αίτηση εξέτασης μαρτύρων καθώς και παρατηρήσεις βασισμένες, κατ’ ουσίαν, σε πλείονα επιχειρήματα, τα οποία το τμήμα προσφυγών απαρίθμησε. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα είχε παραπέμψει σε δηλώσεις που προσκομίστηκαν κατά την προγενέστερη διαδικασία, οι οποίες αποδείκνυαν, κατ’ αυτήν, ότι οι ειδικευμένοι κύκλοι είχαν επίγνωση της ύπαρξης σχεδίων ή υποδειγμάτων αυλάκων απορροής υδάτων ντους των οποίων η εμφάνιση συνίστατο σε ορθογώνια επιμήκη λεκάνη ή δεξαμενή με την ίδια κλειστή πλάκα κάλυψης. Η προσφεύγουσα είχε παραπέμψει, μεταξύ άλλων, στα συνημμένα έγγραφα 5 έως 7 και είχε ζητήσει από το τμήμα προσφυγών να εξετάσει τους εν λόγω μάρτυρες.

99      Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη κατά τον καθορισμό των χαρακτηριστικών του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος. Κατά την προσφεύγουσα, το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη λαμβάνοντας υπόψη ορισμένα χαρακτηριστικά του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος, όπως οι πλευρικές αυλακώσεις, μολονότι η παρεμβαίνουσα διεκδικούσε αποκλειστικά δικαιώματα μόνο επί «της εμφάνισης πλάκας κάλυψης αύλακα απορροής, προοριζόμενης να χρησιμοποιηθεί σε ορθογώνιους και επιμήκεις αύλακες απορροής υδάτων (ντους)». Με άλλα λόγια, το ορθογώνιο και επίμηκες σχήμα του αύλακα απορροής και οι πλευρικές αυλακώσεις δεν εμπίπτουν στο αντικείμενο της προστασίας του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος. Μόνο το σχήμα της πλάκας κάλυψης του αύλακα απορροής υδάτων ντους καθιστά, κατά την προσφεύγουσα, δυνατή τη διάκριση του συγκεκριμένου σχεδίου ή υποδείγματος από τα προγενέστερα σχέδια ή υποδείγματα.

100    Εκ προοιμίου, παρατηρείται ότι το σημείο 26 της προσβαλλόμενης απόφασης δεν περιλαμβάνεται στην «αιτιολογία της [εν λόγω] απόφασης» (σημεία 27 έως 116), αλλά στη «σύνοψη των πραγματικών περιστατικών» (σημεία 1 έως 26), δεδομένου ότι πρόκειται περί σύνοψης των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας και όχι περί εκτίμησης του τμήματος προσφυγών.

101    Κατά τη νομολογία, όμως, οι λόγοι ακυρώσεως που δεν βάλλουν κατά των αιτιολογιών βάσει των οποίων το τμήμα προσφυγών απέρριψε την ασκηθείσα ενώπιόν του προσφυγή πρέπει να θεωρούνται αλυσιτελείς [βλ. διάταξη της 16ης Οκτωβρίου 2020, L. Oliva Torras κατά EUIPO – Mecánica del Frío (Διατάξεις ζεύξης για οχήματα), T‑629/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:506, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Περί αυτού πρόκειται στην υπό κρίση υπόθεση.

102    Επιπλέον, όπως υπενθύμισε και το EUIPO, το αντικείμενο του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος και τα χαρακτηριστικά του πρέπει να καθορίζονται αποκλειστικά και μόνο διά παραπομπής στις απεικονίσεις που προσκομίστηκαν προς στήριξη της αίτησης καταχώρισης.

103    Συγκεκριμένα, κατά την εκτίμηση του νεωτερισμού ή του ατομικού χαρακτήρα του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος, αυτό πρέπει να συγκρίνεται με τα προγενέστερα σχέδια ή υποδείγματα με τη μορφή που έχει καταχωριστεί [πρβλ. και κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 8ης Δεκεμβρίου 2005, Castellblanch κατά ΓΕΕΑ – Champagne Roederer (CRISTAL CASTELLBLANCH), T‑29/04, EU:T:2005:438, σκέψη 57, και της 21ης Απριλίου 2021, Chanel κατά EUIPO – Huawei Technologies (Απεικόνιση ενός κύκλου που περιέχει δύο συμπλεκόμενες καμπύλες), T‑44/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:207, σκέψη 25].

104    Επιπλέον, τα συμπεράσματα σχετικά με το αντικείμενο και τα χαρακτηριστικά του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος δεν μπορούν να επαφίενται στην εκτίμηση των διαδίκων και, τελικώς, στη διακριτική ευχέρειά τους [πρβλ. σχετικά με τον νομικό χαρακτηρισμό της πράξης γνωστοποίησης, απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2018, Mamas and Papas κατά EUIPO – Wall-Budden (Πάντες παιδικού κρεβατιού), T‑672/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:707, σκέψη 60].

105    Ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής και ως αβάσιμος.

 Επί του τέταρτου, του πέμπτου και του έκτου λόγου ακυρώσεως, που αφορούν τη σύγκριση των αντιπαρατιθέμενων σχεδίων ή υποδειγμάτων και την εκτίμηση του ατομικού χαρακτήρα του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος

 Υπενθύμιση της νομοθεσίας και της νομολογίας

106    Κατά το άρθρο 25, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 6/2002, το κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα κηρύσσεται άκυρο εάν δεν πληροί τις προϋποθέσεις των άρθρων 4 έως 9 του εν λόγω κανονισμού, περιλαμβανομένων μεταξύ άλλων του νεωτερισμού και του ατομικού χαρακτήρα.

107    Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 6/2002, ένα καταχωρισθέν κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα θεωρείται ότι παρουσιάζει ατομικό χαρακτήρα εάν η συνολική εντύπωση που προκαλεί στον ενημερωμένο χρήστη διαφέρει από τη συνολική εντύπωση που προκαλεί στον εν λόγω χρήστη κάθε σχέδιο ή υπόδειγμα που έχει διατεθεί στο κοινό πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης για την καταχώριση ή, εάν προβάλλεται προτεραιότητα, πριν από την ημερομηνία προτεραιότητας. Στο άρθρο 6, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού διευκρινίζεται εξάλλου ότι, προκειμένου να εκτιμηθεί ο ατομικός χαρακτήρας, λαμβάνεται υπόψη ο βαθμός της ελευθερίας του δημιουργού κατά την εκπόνηση του σχεδίου ή υποδείγματος.

108    Η εκτίμηση του ατομικού χαρακτήρα ενός κοινοτικού σχεδίου ή υποδείγματος ισοδυναμεί κατ’ ουσίαν με εξέταση τεσσάρων σταδίων. Αντικείμενο της εξέτασης είναι να προσδιοριστεί, πρώτον, ποιος λογίζεται ως τομέας των προϊόντων στα οποία πρόκειται να ενσωματωθεί ή να εφαρμοστεί το σχέδιο ή υπόδειγμα, δεύτερον, ποιος νοείται ως ενημερωμένος χρήστης των εν λόγω προϊόντων με βάση τον σκοπό τους και, σε συνάρτηση με τον ενημερωμένο αυτό χρήστη, ποιος είναι ο βαθμός γνώσης της προγενέστερης τεχνολογικής εξέλιξης, καθώς και ο βαθμός προσοχής στις ομοιότητες και τις διαφορές κατά τη σύγκριση των σχεδίων ή υποδειγμάτων, τρίτον, ποιος ήταν, κατά την εκπόνηση του σχεδίου ή υποδείγματος, ο βαθμός ελευθερίας του δημιουργού, ο οποίος έχει αντιστρόφως ανάλογη σχέση με τον ατομικό χαρακτήρα, και, τέταρτον, λαμβανομένου υπόψη του τελευταίου, ποιο αποτέλεσμα προκύπτει από τη σύγκριση, ει δυνατόν άμεση, των συνολικών εντυπώσεων που προκαλούν στον ενημερωμένο χρήστη το αμφισβητούμενο σχέδιο ή υπόδειγμα και κάθε προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα που έχει γνωστοποιηθεί στο κοινό, εξεταζόμενο χωριστά (βλ. απόφαση της 13ης Ιουνίου 2019, Visi/one κατά EUIPO – EasyFix (Διαφανής θήκη δελτίου στοιχείων για οχήματα), T‑74/18, EU:T:2019:417, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

109    Όσον αφορά το προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα ή τα προγενέστερα σχέδια ή υποδείγματα, η εκτίμηση του ατομικού χαρακτήρα ενός σχεδίου ή υποδείγματος πρέπει να πραγματοποιείται σε σχέση με ένα ή περισσότερα προγενέστερα σχέδια ή υποδείγματα, τα οποία εξετάζονται χωριστά το καθένα μέσα από το σύνολο των σχεδίων ή υποδειγμάτων που έχουν ήδη γνωστοποιηθεί στο κοινό, και όχι σε σχέση με έναν συνδυασμό μεμονωμένων στοιχείων αντλούμενων από περισσότερα προγενέστερα σχέδια ή υποδείγματα (αποφάσεις της 19ης Ιουνίου 2014, Karen Millen Fashions, C‑345/13, EU:C:2014:2013, σκέψεις 25 και 35, και της 13ης Ιουνίου 2019, Visi/one κατά EUIPO – EasyFix (Διαφανής θήκη δελτίου στοιχείων για οχήματα), T‑74/18, EU:T:2019:417, σκέψη 84· πρβλ. επίσης αναιρετική απόφαση, σκέψη 61). Επομένως, ο προγενέστερος χαρακτήρας του σχεδίου ή υποδείγματος πρέπει να συνιστά «σύνολο» ή «όλον» και δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα συνδυασμού στοιχείων.

110    Είναι θεμελιώδους σημασίας τα τμήματα του EUIPO να διαθέτουν μια εικόνα του προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος, βάσει της οποίας να μπορεί να γίνει αντιληπτή η εμφάνιση του προϊόντος στο οποίο είναι ενσωματωμένο το σχέδιο ή υπόδειγμα και να προσδιορίζεται επακριβώς και με βεβαιότητα το προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα, προκειμένου να προβούν, σύμφωνα με τα άρθρα 5 έως 7 του κανονισμού 6/2002, στην εκτίμηση του νεωτερισμού και του ατομικού χαρακτήρα του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος και στην απαιτούμενη σύγκριση μεταξύ των οικείων σχεδίων ή υποδειγμάτων. Συγκεκριμένα, για να εξεταστεί αν το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα στερείται πράγματι νεωτερισμού ή ατομικού χαρακτήρα απαιτείται τα εν λόγω τμήματα να έχουν στη διάθεσή τους επακριβώς καθορισμένο και συγκεκριμένο προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα. Επιπλέον, στον διάδικο που υπέβαλε την αίτηση για την κήρυξη ακυρότητας απόκειται να προσκομίσει στο EUIPO τα απαραίτητα στοιχεία και, ειδικότερα, τον πλήρη και ακριβή προσδιορισμό και την αναπαραγωγή του σχεδίου ή υποδείγματος του οποίου επικαλείται την αρχαιότητα, για να αποδείξει ότι το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα δεν μπορεί να καταχωριστεί εγκύρως. Αντιθέτως, δεν μπορεί να απαιτείται από το EUIPO, ιδίως στο πλαίσιο της εκτίμησης του αν το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα έχει νεωτερικό χαρακτήρα, να προβεί σε συνδυασμό των διαφόρων στοιχείων του προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος, διότι στον αιτούντα την κήρυξη ακυρότητας απόκειται να προσκομίσει πλήρη αναπαραγωγή του εν λόγω προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος (πρβλ. αναιρετική απόφαση, σκέψεις 64, 65 και 69).

111    Εξάλλου, υπογραμμίζεται ότι είναι αδιάφορος ο τομέας προϊόντων που αφορά η αίτηση καταχώρισης όσον αφορά την επίκληση του προγενέστερου σχεδίου ή υποδείγματος σε διαδικασία ακυρότητας, όπως, άλλωστε, και όσον αφορά την έκταση της προστασίας του σχεδίου ή υποδείγματος σε διαδικασία παραποίησης/απομίμησης, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 36, παράγραφος 6, του κανονισμού 6/2002. Συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, δεν απαιτείται ο ενημερωμένος χρήστης του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος να γνωρίζει το προϊόν στο οποίο ενσωματώθηκε ή εφαρμόστηκε το προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα (πρβλ. αναιρετική απόφαση, σκέψη 134). Με άλλα λόγια, προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα το οποίο έχει ενσωματωθεί σε προϊόν διαφορετικό από εκείνο το οποίο αφορά το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα συνιστά, κατ’ αρχήν, προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα το οποίο έχει σημασία προκειμένου να εκτιμηθεί ο ατομικός χαρακτήρας, κατά την έννοια του άρθρου 6 του κανονισμού 6/2002, του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος.

112    Όσον αφορά το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα, τα μη ορατά χαρακτηριστικά του προϊόντος, τα οποία δεν συνδέονται προς την εμφάνισή του, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη προκειμένου να εξακριβωθεί αν το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα μπορούσε να τύχει προστασίας [πρβλ. απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2014, Biscuits Poult κατά ΓΕΕΑ – Banketbakkerij Merba (Μπισκότο), T‑494/12, EU:T:2014:757, σκέψη 29].

113    Όσον αφορά τη σύγκριση των αντιπαρατιθέμενων σχεδίων ή υποδειγμάτων, κατά πάγια νομολογία, o ατομικός χαρακτήρας ενός σχεδίου ή υποδείγματος προκύπτει από τη συνολική διαφορετική εντύπωση ή από το γεγονός ότι δεν δίνει την εντύπωση στον ενημερωμένο χρήστη ότι το έχει ξαναδεί, σε σχέση με οποιοδήποτε προγενέστερο τέτοιο σχέδιο ή υπόδειγμα, χωρίς να συνεκτιμώνται οι διαφορές οι οποίες δεν είναι τόσο έντονες ώστε να επηρεάζουν την εν λόγω συνολική εντύπωση, μολονότι δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως ασήμαντες, λαμβανομένων όμως υπόψη των αρκούντως χαρακτηριστικών διαφορών που δημιουργούν μια διαφορετική συνολική εντύπωση [βλ. απόφαση της 13ης Ιουνίου 2019, Visi/one κατά EUIPO – EasyFix (Διαφανής θήκη δελτίου στοιχείων για οχήματα), T‑74/18, EU:T:2019:417, σκέψη 83 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

114    Η σύγκριση των συνολικών εντυπώσεων που δημιουργούν τα αντιπαρατιθέμενα σχέδια ή υποδείγματα πρέπει να είναι σφαιρική και δεν μπορεί να περιορίζεται σε μια αναλυτική απαρίθμηση ομοιοτήτων και διαφορών. Η σύγκριση αυτή πρέπει να στηρίζεται σε εκείνα τα χαρακτηριστικά του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος τα οποία έχουν γνωστοποιηθεί και να αφορά αποκλειστικώς τα προστατευόμενα χαρακτηριστικά, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τα χαρακτηριστικά, ιδίως τα τεχνικά, που εξαιρούνται από την προστασία. Πρέπει δε, κατ’ αρχήν, να αφορά τα σχέδια ή υποδείγματα όπως έχουν καταχωριστεί, ενώ δεν μπορεί να απαιτείται από τον αιτούντα την κήρυξη ακυρότητας να προσκομίσει γραφική απεικόνιση του σχεδίου ή υποδείγματος το οποίο επικαλείται, ανάλογη με εκείνη που περιέχεται στην αίτηση καταχώρισης του αμφισβητούμενου σχεδίου ή υποδείγματος [βλ. απόφαση της 13ης Ιουνίου 2019, Visi/one κατά EUIPO – EasyFix (Διαφανής θήκη δελτίου στοιχείων για οχήματα), T‑74/18, EU:T:2019:417, σκέψη 84 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

115    Ο τέταρτος, ο πέμπτος και ο έκτος λόγος ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα της προμνησθείσας νομολογίας, μετά την αναπαραγωγή των επιμέρους αντιπαρατιθέμενων σχεδίων ή υποδειγμάτων και την υπόμνηση των εκτιμήσεων του τμήματος προσφυγής στα σημεία 98 έως 112 της προσβαλλόμενης απόφασης.

 Αναπαραγωγή των επιμέρους αντιπαρατιθέμενων σχεδίων ή υποδειγμάτων και υπόμνηση της προσβαλλόμενης απόφασης

116    Τα αντιπαρατιθέμενα σχέδια ή υποδείγματα, εκ των οποίων τα έξι που αποτελούν αντικείμενο της καταχώρισης DM/059828 πρέπει να ληφθούν υπόψη μεμονωμένα, καθόσον καθένα συνιστά, με την επιφύλαξη της εξέτασης του τέταρτου λόγου ακυρώσεως (βλ. σκέψεις 128 έως 147 κατωτέρω), συνολικά προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα (βλ. σκέψη 109 ανωτέρω), απεικονίζονται ως ακολούθως:

Image not found

25.1 25.2 25.3