Language of document :

Προσφυγή της 22ας Οκτωβρίου 2009 - Berenschot Groep κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-428/09)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Berenschot Groep BV (Ουτρέχτη, Κάτω Χώρες) (εκπρόσωπος: B. Οۥ Connor, solicitor)

Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να κηρύξει την προσφυγή παραδεκτή·

να ακυρώσει τη μη περιέχουσα αιτιολογία απόφαση της Επιτροπής της 11ης Αυγούστου 2009 να μην κατατάξει την προσφορά της προσφεύγουσας μεταξύ των επτά πιο ευνοϊκών από οικονομική άποψη προσφορών και, κατά συνέπεια, να μη δεχθεί την κοινοπραξία της οποίας ηγείτο η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της διαδικασίας διαγωνισμού σχετικά με την "πολλαπλή σύμβαση-πλαίσιο για την παροχή βραχυπρόθεσμων υπηρεσιών αποκλειστικά προς το συμφέρον τρίτων χωρών που λαμβάνουν εξωτερική βοήθεια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής"·

να εξετάσει τόσο τον τρόπο διεξαγωγής της διαδικασίας διαγωνισμού όσο και την επιμέλεια που επιδείχθηκε σχετικά με όσους υπέβαλαν προσφορά για τους οποίους υπήρξε υπόνοια απάτης·

να ακυρώσει την απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2009·

να διατάξει οποιοδήποτε πρόσθετο μέτρο που το Πρωτοδικείο θα θεωρήσει αναγκαίο·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Στην παρούσα υπόθεση, η προσφεύγουσα ζητεί να ακυρωθεί η απόφαση της καθής να μη δεχθεί την προσφορά που η προσφεύγουσα, ως μέλος μιας κοινοπραξίας, υπέβαλε σε απάντηση της προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών (EuropAid/127054/C/SER/multi) σχετικά με την "πολλαπλή σύμβαση-πλαίσιο για την παροχή βραχυπρόθεσμων υπηρεσιών αποκλειστικά προς το συμφέρον τρίτων χωρών που λαμβάνουν εξωτερική βοήθεια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής" 1. Επί πλέον, η προσφεύγουσα ζητεί να ακυρωθεί η απόφαση της Επιτροπής της 21ης Οκτωβρίου 2009 με την οποία επετράπη μερική πρόσβαση στις εκθέσεις αξιολογήσεως σχετικά με την πιο πάνω διαδικασία διαγωνισμού.

Η προσφεύγουσα προβάλλει τους ακόλουθους λόγους ακυρώσεως.

Πρώτον, ισχυρίζεται ότι η επιτροπή αξιολογήσεως δεν αξιολόγησε σωστά τους εμπειρογνώμονες που ανέφερε η προσφορά της προσφεύγουσας. Κατά την προσφεύγουσα, η επιτροπή αξιολογήσεως υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως επειδή δεν αξιολόγησε με λογικό τρόπο τους εμπειρογνώμονες της κοινοπραξίας της οποίας ηγείτο η προσφεύγουσα. Περαιτέρω, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η επιτροπή αξιολογήσεως και η Επιτροπή δεν έδωσαν καμία εξήγηση σχετικά με το σύστημα ποιοτικής ταξινομήσεως των επί μέρους βιογραφικών σημειωμάτων ούτε εξήγησαν γιατί οι εμπειρογνώμονες της προσφεύγουσας έλαβαν τόσο μικρή βαθμολογία. Εφόσον η επιτροπή αξιολογήσεως δεν χρησιμοποίησε αντικειμενικά κριτήρια όταν προέβη στις αξιολογήσεις της, η Επιτροπή δεν διασφάλισε ότι τηρήθηκαν οι αρχές της ίσης μεταχειρίσεως όσων υπέβαλαν προσφορά, της διαφάνειας, του θεμιτού ανταγωνισμού και της χρηστής διοικήσεως. Η έκθεση αξιολογήσεως που η Επιτροπή παρέδωσε στις 21 Οκτωβρίου 2009 δεν θεράπευσε την έλλειψη πληροφοριών, επειδή περιορίζεται να παρουσιάσει την τελική βαθμολογία της προσφεύγουσας.

Δεύτερον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001 2 επειδή δεν απάντησε εντός των προθεσμιών του άρθρου αυτού στην αίτηση της προσφεύγουσας να αποκτήσει πρόσβαση στα έγγραφα. Διατείνεται επίσης ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως, επειδή η έκθεση αξιολογήσεως δεν παραδόθηκε εγκαίρως ώστε να μπορέσει η προσφεύγουσα να ασκήσει προσηκόντως τα δικαιώματά της κατά το άρθρο 230 ΕΚ.

Τρίτον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν τήρησε τις υποχρεώσεις που έχει από το άρθρο 94 του δημοσιονομικού κανονισμού 3 και από την απόφαση 2008/969 4 επειδή, μη αποκλείοντας από τη σχετική σύμβαση όσους υπέβαλαν προσφορά για τους οποίους υπήρξε υπόνοια απάτης, δεν έλαβε μέτρα για να προστατεύσει το αδιάβλητο του προϋπολογισμού της Κοινότητας.

____________

1 - EE 2008/S 90/-121428.

2 - Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (EE L 145, σ. 43).

3 - Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (EE L 248, σ. 1).

4 - Απόφαση της Επιτροπής, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με το σύστημα έγκαιρης προειδοποιήσεως το οποίο θα χρησιμοποιείται από τους διατάκτες της Επιτροπής και των εκτελεστικών οργανισμών (EE 2008, L 344, σ. 125).