Language of document : ECLI:EU:T:2016:601

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 28ης Σεπτεμβρίου 2016 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως – Φυτοπροστατευτικά προϊόντα – Δραστική ουσία sulfoxaflor – Εγγραφή στο παράρτημα του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 540/2011 – Απουσία άμεσου επηρεασμού – Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑600/15,

Pesticide Action Network Europe (PAN Europe), με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο),

Bee Life European Beekeeping Coordination (Bee Life), με έδρα τη Louvain-la-Neuve (Βέλγιο),

Unione nazionale associazioni apicoltori italiani (Unaapi), με έδρα το Castel San Pietro Terme (Ιταλία),

εκπροσωπούμενες από τους B. Kloostra και A. van den Biesen, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την L. Pignataro‑Nolin και τους G. von Rintelen και P. Ondrůšek,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ για την ακύρωση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/1295 της Επιτροπής, της 27ης Ιουλίου 2015, για την έγκριση της δραστικής ουσίας sulfoxaflor, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά, και για την τροποποίηση του παραρτήματος του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 540/2011 της Επιτροπής (ΕΕ 2015, L 199, σ. 8),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

Συγκείμενο, κατά τις διασκέψεις, από τους H. Kanninen, πρόεδρο, I. Pelikánová (εισηγήτρια) και L. Calvo‑Sotelo Ibáñez‑Martín, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Την 1η Σεπτεμβρίου 2011, υποβλήθηκε στην Ιρλανδία, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά και την κατάργηση των οδηγιών 79/117/ΕΟΚ και 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2009, L 309, σ. 1), αίτηση για την έγκριση της δραστικής ουσίας sulfoxaflor.

2        Στις 23 Νοεμβρίου 2012, η Ιρλανδία υπέβαλε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης, αντικείμενο του οποίου ήταν να αξιολογηθεί αν η επίμαχη δραστική ουσία πληρούσε τα κριτήρια έγκρισης του άρθρου 4 του κανονισμού 1107/2009.

3        Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 12, παράγραφος 3, του κανονισμού 1107/2009, η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA) κάλεσε τον αιτούντα την έγκριση να προσκομίσει πρόσθετες πληροφορίες. Η αξιολόγηση των πρόσθετων πληροφοριών από την Ιρλανδία υποβλήθηκε στην EFSA με τη μορφή επικαιροποιημένου σχεδίου έκθεσης αξιολόγησης τον Ιανουάριο του 2014.

4        Στις 12 Μαΐου 2014, η EFSA δημοσίευσε τα συμπεράσματά της επί της εξετάσεως από ομότιμους της αξιολόγησης των κινδύνων που συνδέονται με τη χρησιμοποίηση, ως φυτοφάρμακου, της ουσίας sulfoxaflor, στο πλαίσιο του κανονισμού 1107/2009. Νέα έκδοση των συμπερασμάτων αυτών δημοσιεύθηκε από την EFSA στις 11 Μαρτίου 2015.

5        Στις 11 Δεκεμβρίου 2014, η Επιτροπή παρουσίασε στη μόνιμη επιτροπή φυτών, ζώων, τροφίμων και ζωοτροφών έκθεση ανασκόπησης για το sulfoxaflor και σχέδιο κανονισμού για την έγκριση αυτής της δραστικής ουσίας.

6        Στις 27 Ιουλίου 2015, η Επιτροπή εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2015/1295, για την έγκριση της δραστικής ουσίας sulfoxaflor, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά, και για την τροποποίηση του παραρτήματος του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 540/2011 της Επιτροπής (ΕΕ 2015, L 199, σ. 8) (στο εξής: προσβαλλόμενη πράξη).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

7        Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Οκτωβρίου 2015, οι προσφεύγουσες, Pesticide Action Network Europe (PAN Europe), Bee Life European Beekeeping Coordination (Bee Life) και Unione nazionale associazioni apicoltori italiani (Unaapi), άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

8        Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Ιανουαρίου 2016, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου βάσει του άρθρου 130 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Οι προσφεύγουσες κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επί της ενστάσεως αυτής στις 11 Μαρτίου 2016.

9        Με χωριστά δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, αντιστοίχως, στις 31 Μαρτίου και στις 5 Απριλίου 2016, η European Crop Protection Association (ECPA), καθώς και οι Dow AgroSciences Ltd και Dow AgroSciences Iberica SA ζήτησαν να παρέμβουν στην παρούσα διαδικασία υπέρ της Επιτροπής.

10      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει την προσφυγή απαράδεκτη·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

11      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη πράξη·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

12      Δυνάμει του άρθρου 130, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, αν ο καθού το ζητήσει, το Γενικό Δικαστήριο δύναται να κρίνει επί του απαραδέκτου ή της αναρμοδιότητας χωρίς να εισέλθει στην ουσία της υποθέσεως.

13      Στην περίπτωση αυτή, κατά το άρθρο 130, παράγραφος 7, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει το ταχύτερο δυνατόν επί της αιτήσεως ή, αν τούτο δικαιολογείται από ιδιαίτερες περιστάσεις, επιφυλάσσεται να την εξετάσει μαζί με την ουσία της υποθέσεως.

14      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι έχει επαρκώς ενημερωθεί από τα στοιχεία της δικογραφίας και αποφασίζει να αποφανθεί χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία.

 Επί της ενεργητικής νομιμοποίησης των προσφευγουσών

15      Η Επιτροπή αμφισβητεί πολλαπλώς την ενεργητική νομιμοποίηση των προσφευγουσών. Υποστηρίζει, αφενός, ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν αφορά τις προσφεύγουσες άμεσα και, αφετέρου, ότι δεν τις αφορά ατομικά και ότι περιλαμβάνει εκτελεστικά μέτρα.

16      Κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί, υπό τις προϋποθέσεις του πρώτου και του δευτέρου εδαφίου, να ασκεί προσφυγή κατά των πράξεων των οποίων είναι αποδέκτης ή που το αφορούν άμεσα και ατομικά καθώς και κατά των κανονιστικών πράξεων που το αφορούν άμεσα χωρίς να περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα.

17      Δεν αμφισβητείται ότι οι προσφεύγουσες δεν είναι αποδέκτριες της προσβαλλόμενης πράξης. Επομένως, νομιμοποιούνται ενεργητικά μόνον δυνάμει της δεύτερης ή της τρίτης περιπτώσεως του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Δεδομένου ότι οι δύο αυτές περιπτώσεις προϋποθέτουν ότι η προσβαλλόμενη πράξη αφορά άμεσα τις προσφεύγουσες, επιβάλλεται να εξεταστεί καταρχάς αυτή η προϋπόθεση.

18      Όσον αφορά τον άμεσο επηρεασμό, κατά πάγια νομολογία, η προϋπόθεση αυτή απαιτεί, πρώτον, το αμφισβητούμενο μέτρο να παράγει ευθέως αποτελέσματα για τη νομική κατάσταση του ιδιώτη και, δεύτερον, να μην αφήνει καμία εξουσία εκτίμησης στους αποδέκτες του, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του, εφόσον το μέτρο αυτό έχει αμιγώς αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από τη ρύθμιση της Ένωσης, χωρίς την εφαρμογή άλλων παρεμβαλλομένων κανόνων (αποφάσεις της 5ης Μαΐου 1998, Dreyfus κατά Επιτροπής, C‑386/96 P, EU:C:1998:193, σκέψη 43· της 29ης Ιουνίου 2004, Front national κατά Κοινοβουλίου, C‑486/01 P, EU:C:2004:394, σκέψη 34, και της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ente per le Ville vesuviane και Ente per le Ville vesuviane κατά Επιτροπής, C‑445/07 P και C‑455/07 P, EU:C:2009:529, σκέψη 45).

19      Εξάλλου, καίτοι είναι ακριβές, όπως παρατηρούν οι προσφεύγουσες, ότι το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν αποτελεί επανάληψη του πρώην άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, γεγονός παραμένει ότι, δεδομένου ότι η προϋπόθεση του άμεσου επηρεασμού κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν έχει τροποποιηθεί, η παρατιθέμενη στη σκέψη 18 ανωτέρω νομολογία ισχύει και εν προκειμένω (βλ., υπό την έννοια αυτή, διατάξεις της 9ης Ιουλίου 2013, Regione Puglia κατά Επιτροπής, C‑586/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:459, σκέψη 31· της 15ης Ιουνίου 2011, Ax κατά Συμβουλίου, T‑259/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:274, σκέψη 21, και της 12ης Οκτωβρίου 2011, GS κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, T‑149/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:590, σκέψη 19).

20      Συναφώς, πρώτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο μηχανισμός τον οποίο καθιέρωσε το εφαρμοζόμενο εν προκειμένω ρυθμιστικό πλαίσιο αποκλείει το ενδεχόμενο η προσβαλλόμενη πράξη να αφορά άμεσα τις προσφεύγουσες. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη δεν λειτουργούν κατά τρόπο αυτόματο στο πλαίσιο της διαδικασίας έγκρισης· αντιθέτως, διαθέτουν σημαντική διακριτική ευχέρεια και περιθώριο χειρισμών, ιδίως όσον αφορά την περίπλοκη τεχνική αξιολόγηση και τον καθορισμό των όρων έγκρισης που προσιδιάζουν στην ισχύουσα στο έδαφός τους και στη ζώνη στην οποία ανήκουν κατάσταση.

21      Δεύτερον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, ακόμη και αν ένα κράτος μέλος εγκρίνει στο μέλλον φυτοπροστατευτικό προϊόν περιέχον την ουσία sulfoxaflor, οι ενδεχόμενες συνέπειες αυτής της έγκρισης επί της κατάστασης των προσφευγουσών θα έχουν απλώς πραγματικό χαρακτήρα, ενώ τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις τους, και επομένως και η νομική κατάστασή τους, ουδόλως θα επηρεαστούν.

22      Πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η έγκριση της δραστικής ουσίας sulfoxaflor με τον προσβαλλόμενο κανονισμό αναπτύσσει άμεσες νομικές συνέπειες.

23      Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι από τη νομολογία των δικαστηρίων της Ένωσης απορρέει ότι μια πράξη πρέπει να θεωρείται ότι αφορά άμεσα ιδιώτες όχι μόνον αν η πράξη αυτή επηρεάζει άμεσα τη νομική κατάστασή τους, αλλά και όταν επηρεάζει άμεσα την πραγματική κατάσταση στην οποία τελούν.

24      Αντικείμενο της προσβαλλόμενης πράξης είναι η έγκριση, υπό ορισμένους όρους, της δραστικής ουσίας sulfoxaflor ως συστατικού φυτοπροστατευτικών προϊόντων βάσει του κανονισμού 1107/2009 και η εγγραφή της ουσίας αυτής στο παράρτημα του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 540/2011 της Επιτροπής, της 25ης Μαΐου 2011, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τον κατάλογο των εγκεκριμένων δραστικών ουσιών (ΕΕ 2011, L 153, σ. 1).

25      Έννομη συνέπεια της έγκρισης της ουσίας sulfoxaflor και της εγγραφής της στον κατάλογο των εγκεκριμένων δραστικών ουσιών είναι η παροχή στα κράτη μέλη της δυνατότητας, υπό μια σειρά πρόσθετων απαιτήσεων προβλεπόμενων στο άρθρο 29 του κανονισμού 1107/2009, να εγκρίνουν τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν την ουσία sulfoxaflor, εφόσον υποβληθεί σχετική αίτηση.

26      Επομένως, κατά την έννοια της προπαρατεθείσας στη σκέψη 18 νομολογίας, η προσβαλλόμενη πράξη παράγει ευθέως αποτελέσματα για τη νομική κατάσταση των κρατών μελών, καθώς και των δυνητικών αιτούντων την έγκριση διάθεσης στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν την ουσία sulfoxaflor.

27      Κανένα από τα προβληθέντα από τις προσφεύγουσες επιχειρήματα δεν μπορεί εξάλλου να θέσει υπό αμφισβήτηση το συμπέρασμα ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν έχει ούτε ως αντικείμενο ούτε ως συνέπεια την αναγνώριση δικαιωμάτων ή την επιβολή υποχρεώσεων σε πρόσωπα άλλα από τα κράτη μέλη και τους δυνητικούς αιτούντες άδεια διάθεσης στην αγορά.

 Επί των επιχειρημάτων που αντλούνται από τα δικαιώματα ιδιοκτησίας και άσκησης εμπορικής δραστηριότητας

28      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η έγκριση της δραστικής ουσίας sulfoxaflor με τον προσβαλλόμενο κανονισμό αναπτύσσει άμεσες έννομες συνέπειες επί των μελών της Unaapi, καθορίζοντας οριστικά, για παράδειγμα, τα αποδεκτά επίπεδα έκθεσης και τους όρους άμβλυνσης του κινδύνου. Συγκεκριμένα, δεδομένων των βλαπτικών συνεπειών της ουσίας sulfoxaflor στις μέλισσες, η έγκρισή της συνιστά απειλή για την ασκούμενη από τους μελισσοκόμους παραγωγική δραστηριότητα και έχει, ως εκ τούτου, έννομες συνέπειες επί του δικαιώματος ιδιοκτησίας και του δικαιώματος προς άσκηση εμπορικής δραστηριότητας.

29      Προκύπτει συναφώς από τη δικογραφία ότι η Unaapi είναι ένωση Ιταλών μελισσοκόμων με σκοπό την προώθηση, την προστασία και την από όλες τις απόψεις ανάδειξη της ιταλικής μελισσοκομίας μέσω της ενίσχυσης, του συντονισμού και της εκπροσώπησης των μελισσοκόμων και των μελισσοκομικών ενώσεων που είναι μέλη της. Ειδικότερα, η Unaapi εκπροσωπεί τα συμφέροντα των μελισσοκόμων ενώπιον οργανισμών και διοικητικών φορέων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.

30      Υπενθυμίζεται, στο πλαίσιο αυτό, ότι προσφυγές ασκούμενες από αντιπροσωπευτικές ενώσεις όπως η Unaapi είναι, μεταξύ άλλων, παραδεκτές, κατά τη νομολογία, όταν εκπροσωπούν τα συμφέροντα των μελών τους τα οποία νομιμοποιούνται να ασκήσουν προσφυγή (βλ., υπό την έννοια αυτή, διατάξεις της 30ής Σεπτεμβρίου 1997, Federolio κατά Επιτροπής, T‑122/96, EU:T:1997:142, σκέψη 61· της 28ης Ιουνίου 2005, FederDoc κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑170/04, EU:T:2005:257, σκέψη 49, και απόφαση της 18ης Μαρτίου 2010, Forum 187 κατά Επιτροπής, T‑189/08, EU:T:2010:99, σκέψη 58). Επομένως, επιβάλλεται να εξεταστεί εν προκειμένω αν η προσβαλλόμενη πράξη αφορά άμεσα τα μέλη της Unaapi.

31      Περαιτέρω, όσον αφορά τις φερόμενες έννομες συνέπειες επί του δικαιώματος ιδιοκτησίας και του δικαιώματος προς άσκηση εμπορικής δραστηριότητας των οποίων απολαύουν τα μέλη της Unaapi, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η έγκριση της ουσίας sulfoxaflor συνιστά απειλή για την παραγωγική δραστηριότητά τους.

32      Αφενός, αρκεί συναφώς η επισήμανση ότι, αν υποτεθεί ότι η χρήση φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν την ουσία sulfoxaflor ενδέχεται πράγματι να θέσει σε κίνδυνο τις εμπορικές δραστηριότητες των μελών της Unaapi, αυτές οι οικονομικές συνέπειες δεν αφορούν τη νομική κατάστασή τους αλλά μόνον την πραγματική κατάσταση στην οποία τελούν (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 27ης Ιουνίου 2000, Salamander κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, T‑172/98 και T‑175/98 έως T‑177/98, EU:T:2000:168, σκέψη 62, και διάταξη της 11ης Ιουλίου 2005, Bonino κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, T‑40/04, EU:T:2005:279, σκέψη 56).

33      Αφετέρου, υπενθυμίζεται ότι αυτή η φερόμενη απειλή προϋποθέτει περαιτέρω την έγκριση από κράτος μέλος φυτοπροστατευτικού προϊόντος που περιέχει την ουσία sulfoxaflor. Όπως όμως ορθά υπογράμμισε η Επιτροπή, η χορήγηση μιας τέτοιας έγκρισης δεν συνιστά αυτόματη συνέπεια της έγκρισης της ουσίας sulfoxaflor. Πράγματι, τα κράτη μέλη έχουν, στο πλαίσιο της εξέτασης των προϋποθέσεων έγκρισης που τάσσει το άρθρο 29 του κανονισμού 1107/2009, σημαντική εξουσία εκτίμησης και ευρύ περιθώριο χειρισμών. Επιπλέον, το μέρος «Ειδικές διατάξεις» του παραρτήματος του εκτελεστικού κανονισμού 540/2011, όπως τροποποιήθηκε με την προσβαλλόμενη πράξη, περιέχει πρόσθετα και ειδικά κριτήρια τα οποία καλείται να εκτιμά το κράτος μέλος όταν εξετάζει αιτήσεις έγκρισης. Όπως παρατήρησε η Επιτροπή, ο κίνδυνος για τις μέλισσες θα εξαρτηθεί από τους όρους χρήσης του συγκεκριμένου προϊόντος, οι οποίοι θα καθοριστούν με τις χορηγούμενες από τα κράτη μέλη εγκρίσεις. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να θεωρηθεί ότι η προσβαλλόμενη πράξη έχει άμεσες συνέπειες επί του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και των εμπορικών δραστηριοτήτων των μελών της Unaapi, ακόμη και αν οι συνέπειες αυτές χαρακτηριστούν έννομες.

34      Για τον ίδιο λόγο επιβάλλεται επίσης να απορριφθούν τα επιχειρήματα των προσφευγουσών που αφορούν τη φερόμενη συμπερίληψη, ιδίως από τη νομολογία περί κρατικών ενισχύσεων, του αμιγώς πραγματικού επηρεασμού στον άμεσο επηρεασμό.

35      Οι ίδιες εκτιμήσεις ισχύουν και ως προς τα αποδεκτά επίπεδα έκθεσης και τους όρους άμβλυνσης του κινδύνου, που κατά τις προσφεύγουσες καθορίζονται οριστικά με την προσβαλλόμενη πράξη. Συγκεκριμένα, τα εν λόγω επίπεδα και όροι, εφόσον υποτεθεί ότι πράγματι ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο τις εμπορικές δραστηριότητες και τις κυψέλες που ανήκουν στα μέλη της Unaapi, μπορούν στην πράξη να αναπτύξουν τέτοια αποτελέσματα μόνον στην υποθετική περίπτωση έγκρισης από τα κράτη μέλη φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν την ουσία sulfoxaflor.

36      Κατά συνέπεια, τα μέλη της Unaapi δεν μπορούν να στηριχθούν σε φερόμενες προσβολές του δικαιώματος ιδιοκτησίας και του δικαιώματος προς άσκηση εμπορικής δραστηριότητας προκειμένου να διαπιστωθεί ότι η προσβαλλόμενη πράξη τα αφορά άμεσα.

 Επί των επιχειρημάτων που αντλούνται από τις συνέπειες όσον αφορά τους σκοπούς της εκστρατείας των PAN Europe και Bee Life

37      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη πράξη έχει άμεσες συνέπειες επί των σκοπών που επιδιώκει η ευρωπαϊκή εκστρατεία υπέρ της προστασίας των μελισσών από βλαβερά εντομοκτόνα όπως η ουσία sulfoxaflor, την οποία διεξάγουν οι PAN Europe και Bee Life, με αποτέλεσμα η πράξη αυτή να αφορά άμεσα αυτές τις δύο προσφεύγουσες.

38      Συναφώς, προκύπτει καταρχάς από το δικόγραφο της προσφυγής ότι η PAN Europe είναι περιβαλλοντική οργάνωση, πανευρωπαϊκής εμβέλειας, δραστηριοποιούμενη σε 24 χώρες εκ των οποίων οι 21 είναι μέλη της Ένωσης. Σύμφωνα με το καταστατικό της, στους σκοπούς της εντάσσονται μεταξύ άλλων η προώθηση των δραστηριοτήτων για τη μείωση, ή και εξάλειψη, της χρήσης των φυτοφαρμάκων. Ομοίως, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η Bee Life είναι περιβαλλοντική οργάνωση. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το καταστατικό της, σκοπός της μεταξύ άλλων είναι η ανάδειξη και επίλυση των περιβαλλοντικών προβλημάτων των εντόμων επικονίασης, και ειδικότερα των μελιτοφόρων μελισσών, καθώς και η βελτίωση της προστασίας του περιβάλλοντος, ιδίως για την προώθηση γεωργίας συμβατής με την ευημερία των επικονιαστών και της βιοποικιλότητας.

39      Περαιτέρω, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, οι περιβαλλοντικές οργανώσεις, όπως οι PAN Europe και Bee Life, πρέπει μεν να τυγχάνουν αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που αντλούν από την έννομη τάξη της Ένωσης, πλην όμως το δικαίωμα στην προστασία αυτή δεν μπορεί να ανατρέψει τις προϋποθέσεις που τάσσει για όλα τα πρόσωπα, φυσικά ή νομικά, το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (βλ. διάταξη της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, Município de Gondomar κατά Επιτροπής, C‑501/08 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2009:580, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· διάταξη της 13ης Μαρτίου 2015, European Coalition to End Animal Experiments κατά ΕΟΧΠ, T‑673/13, EU:T:2015:167, σκέψη 63).

40      Εν προκειμένω, αφενός, αρκεί η διαπίστωση ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν επηρεάζει το δικαίωμα των PAN Europe και Bee Life να διεξάγουν εκστρατείες για την επίτευξη οποιουδήποτε περιβαλλοντικού σκοπού που επιλέγουν και ότι, αντιθέτως, οι περιβαλλοντικές οργανώσεις δεν έχουν το δικαίωμα, στην έννομη τάξη της Ένωσης, να αξιώσουν να μην επηρεάζονται οι σκοποί των εκστρατειών αυτών από πράξεις της Ένωσης. Κατά συνέπεια, στον βαθμό που η προσβαλλόμενη πράξη έχει συνέπειες επί του σκοπού της εκστρατείας των PAN Europe και Bee Life, πρόκειται, εν πάση περιπτώσει, για συνέπειες πραγματικές και όχι έννομες.

41      Αφετέρου, όπως προεκτέθηκε, δεδομένου ότι η πραγματική χρήση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν την ουσία sulfoxaflor εξαρτάται από την υποθετική έγκριση τέτοιων προϊόντων από τα κράτη μέλη, οι ενδεχόμενες συνέπειες της προσβαλλόμενης πράξης επί των σκοπών της εκστρατείας των PAN Europe και Bee Life είναι μόνον έμμεσες.

42      Ως εκ τούτου, οι PAN Europe και Bee Life δεν μπορούν να στηριχθούν στις φερόμενες συνέπειες της προσβαλλόμενης πράξης επί της εκστρατείας τους υποστηρίζοντας ότι η πράξη αυτή τις αφορά άμεσα.

 Επί των επιχειρημάτων που αντλούνται από τη συμμετοχή στη διαδικασία λήψης αποφάσεων

43      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Bee Life έχει ενεργητική νομιμοποίηση λόγω της συμμετοχής της στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Ειδικότερα, η Bee Life υπέβαλε, βάσει του άρθρου 12 του κανονισμού 1107/2009, γραπτά σχόλια επί του σχεδίου έκθεσης αξιολόγησης της ουσίας sulfoxaflor.

44      Αρκεί συναφώς η παρατήρηση ότι βεβαίως, σε ορισμένες περιπτώσεις, εκ του ότι ο προσφεύγων έχει μετάσχει στη διοικητική διαδικασία που προηγήθηκε της έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης δύναται να συναχθεί, σε συνδυασμό με άλλες περιστάσεις, ότι η πράξη αυτή τον αφορά ατομικά, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 19ης Μαΐου 1994, Air France κατά Επιτροπής, T‑2/93, EU:T:1994:55, σκέψεις 44 και 47, και της 6ης Ιουλίου 1995, AITEC κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑447/93 έως T‑449/93, EU:T:1995:130, σκέψη 36). Αντιθέτως, από τη συμμετοχή αυτή δεν είναι δυνατό να συναχθεί ότι η επίμαχη πράξη αφορά άμεσα τον προσφεύγοντα.

45      Κατά συνέπεια, η Bee Life δεν μπορεί να στηριχθεί στο γεγονός ότι υπέβαλε γραπτά σχόλια επί του σχεδίου έκθεσης αξιολόγησης της ουσίας sulfoxaflor προκειμένου να διαπιστωθεί ότι η προσβαλλόμενη πράξη την αφορά άμεσα.

 Επί των επιχειρημάτων που αντλούνται από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης

46      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, για την ερμηνεία της προϋπόθεσης περί άμεσου επηρεασμού, επιβάλλεται να ληφθούν υπόψη τα δικαιώματά τους στην προστασία του περιβάλλοντος και στην αποτελεσματική δικαστική προστασία, κατοχυρωμένα αντιστοίχως από το άρθρο 37 και από το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, ΣΕΕ, έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες της Ένωσης, όπερ θα έπρεπε να οδηγήσει σε ερμηνεία του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ η οποία να τους παρέχει την ευχέρεια άσκησης προσφυγής ακυρώσεως ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης σε θέματα περιβάλλοντος. Κατά τις προσφεύγουσες, από τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου απορρέει ότι η εφαρμογή γενικών αρχών υπέρτερης τυπικής ισχύος στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης μπορεί να συνεπάγεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, μια περισσότερο διασταλτική ερμηνεία των προϋποθέσεων του παραδεκτού.

47      Συναφώς, στον βαθμό που οι προσφεύγουσες επικαλούνται το άρθρο 37 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, αρκεί η παρατήρηση ότι το άρθρο αυτό περιέχει απλώς μια αρχή η οποία καθιερώνει γενική υποχρέωση της Ένωσης όσον αφορά τους σκοπούς που οφείλει να επιδιώκει στο πλαίσιο των πολιτικών της, και όχι δικαίωμα άσκησης προσφυγής ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης σε θέματα περιβάλλοντος.

48      Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, στην πραγματικότητα, προβαίνει σε διάκριση μεταξύ των αρχών και των δικαιωμάτων, όπως τούτο απορρέει για παράδειγμα από το άρθρο του 51, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, καθώς και από το άρθρο του 52, παράγραφοι 2 και 5. Οι επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ΕΕ 2007, C 303, σ. 17), τις οποίες, κατά το άρθρο 52, παράγραφος 7, του ιδίου αυτού Χάρτη «τα δικαστήρια της Ένωσης […] λαμβάνουν δεόντως υπόψη», διευκρινίζουν εξάλλου, ως προς το άρθρο 52, παράγραφος 5, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, ότι οι αρχές μπορούν να τίθενται σε εφαρμογή με νομοθετικές ή εκτελεστικές πράξεις που θεσπίζονται από την Ένωση δυνάμει των αρμοδιοτήτων της και από τα κράτη μέλη μόνο κατά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, με αποτέλεσμα να καθίστανται ουσιαστικής σημασίας για τα δικαστήρια μόνο κατά την ερμηνεία ή τον έλεγχο των πράξεων αυτών, ενώ, αντιθέτως, δεν οδηγούν σε αξιώσεις για ανάληψη θετικής δράσης από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης ή τις αρχές των κρατών μελών, όπερ είναι σύμφωνο τόσο με τη νομολογία του Δικαστηρίου όσο και με την προσέγγιση που ακολουθούν τα συνταγματικά συστήματα των κρατών μελών ως προς τις «αρχές». Συναφώς, οι εν λόγω επεξηγήσεις παραπέμπουν, ενδεικτικά, στο άρθρο 37 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

49      Όσον αφορά εξάλλου το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, κατά πάγια νομολογία, αντικείμενο της διάταξης αυτής δεν είναι η τροποποίηση του συστήματος δικαστικού ελέγχου που προβλέπουν οι Συνθήκες, και δη οι κανόνες περί παραδεκτού των ευθειών προσφυγών που ασκούνται ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης, όπως απορρέει επίσης και από τις επεξηγήσεις σχετικά με το άρθρο αυτό, οι οποίες πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, ΣΕΕ και το άρθρο 52, παράγραφος 7, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, να λαμβάνονται υπόψη για την ερμηνεία της (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 22ας Ιανουαρίου 2013, Sky Österreich, C‑283/11, EU:C:2013:28, σκέψη 42· της 18ης Ιουλίου 2013, Alemo-Herron κ.λπ., C‑426/11, EU:C:2013:521, σκέψη 32, και της 3ης Οκτωβρίου 2013, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψη 97).

50      Έτσι, οι προϋποθέσεις παραδεκτού κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ πρέπει μεν να ερμηνεύονται με γνώμονα το θεμελιώδες δικαίωμα σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, χωρίς όμως τούτο να καταλήγει σε κατάργηση των προϋποθέσεων αυτών, οι οποίες προβλέπονται ρητώς από τη Συνθήκη ΛΕΕ (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψη 98 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

51      Είναι βεβαίως αληθές ότι οι προσφεύγουσες, όπως οι ίδιες αναφέρουν, δεν υποστήριξαν ότι το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων πρέπει να υποκαταστήσει το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, αλλά ότι η δεύτερη αυτή διάταξη, και δη η προϋπόθεση του άμεσου επηρεασμού, πρέπει να ερμηνεύεται λιγότερο συσταλτικά, σε συμφωνία με την πρώτη διάταξη. Ωστόσο, δεν προκύπτει ότι οι εγγυήσεις που κατοχυρώνει το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων εκτείνονται πέραν των ήδη απονεμόμενων από το δίκαιο της Ένωσης, όπως είναι, ειδικότερα, οι προβλεπόμενες στη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 18 ανωτέρω. Οι προσφεύγουσες δεν υποστήριξαν εξάλλου κάτι τέτοιο.

52      Επομένως, οι προσφεύγουσες δεν δύνανται να επικαλεσθούν τα άρθρα 37 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων προκειμένου να αμφισβητήσουν την ερμηνεία του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και δη της προϋποθέσεως του άμεσου επηρεασμού, όπως απορρέει από την πάγια νομολογία των δικαστηρίων της Ένωσης.

 Επί των επιχειρημάτων που αντλούνται από τη Σύμβαση του Århus

53      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να ερμηνεύει το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ με γνώμονα τη Σύμβαση της Οικονομικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη (ΟΕΕ-ΟΗΕ) για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε θέματα περιβάλλοντος, που υπογράφηκε στο Århus (Δανία) στις 25 Ιουνίου 1998 και εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφαση 2005/370/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 2005 (ΕΕ 2005, L 124, σ. 1, στο εξής: Σύμβαση του Århus).

54      Ειδικότερα, οι προσφεύγουσες επικαλούνται το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Σύμβασης του Århus, το οποίο προβλέπει ότι «κάθε μέρος εξασφαλίζει ότι, σε περίπτωση που πληροί τα τυχόν κριτήρια που καθορίζονται στο εθνικό του δίκαιο, το κοινό διαθέτει πρόσβαση σε διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες, προκειμένου να προσβάλει πράξεις και παραλείψεις από ιδιώτες και δημόσιες αρχές, οι οποίες συνιστούν παράβαση διατάξεων του εθνικού του δικαίου σχετικά με το περιβάλλον». Συνάγουν από τη διάταξη αυτή ότι η προϋπόθεση περί άμεσου επηρεασμού την οποία τάσσει το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο που να διασφαλίζει στο κοινό και τις περιβαλλοντικές οργανώσεις αποτελεσματική δικαστική προστασία και πρόσβαση στη δικαιοσύνη για θέματα περιβάλλοντος,

55      Πρώτον, υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά το άρθρο 216, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, οι διεθνείς συμφωνίες που συνάπτει η Ένωση δεσμεύουν τα θεσμικά όργανά της και, κατά συνέπεια, κατισχύουν των πράξεων του παράγωγου δικαίου της Ένωσης (αποφάσεις της 3ης Ιουνίου 2008, Intertanko κ.λπ., C‑308/06, EU:C:2008:312, σκέψη 42, της 13ης Ιανουαρίου 2015, Συμβούλιο κ.λπ. κατά Vereniging Milieudefensie και Stichting Stop Luchtverontreiniging Utrecht, C‑401/12 P έως C‑403/12 P, EU:C:2015:4, σκέψη 52, και της 13ης Ιανουαρίου 2015, Συμβούλιο και Επιτροπή κατά Stichting Natuur en Milieu και Pesticide Action Network Europe, C‑404/12 P και C‑405/12 P, EU:C:2015:5, σκέψη 44).

56      Επομένως, οι συναπτόμενες από την Ένωση διεθνείς συμφωνίες, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η Σύμβαση του Århus, δεν κατισχύουν των πράξεων του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης, οπότε δεν μπορεί να γίνει δεκτή απόκλιση από το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, με βάση την εν λόγω Σύμβαση.

57      Δεύτερον, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι μπορεί να γίνει ευθεία επίκληση διατάξεων διεθνούς συμφωνίας στην οποία η Ένωση είναι συμβαλλόμενο μέρος μόνον υπό την προϋπόθεση, αφενός, ότι η φύση και η οικονομία της εν λόγω συμφωνίας επιτρέπουν παρόμοια εξέταση και, αφετέρου, ότι οι διατάξεις αυτές είναι, από άποψη περιεχομένου, απαλλαγμένες αιρέσεων και αρκούντως σαφείς (βλ. αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 2000, Dior κ.λπ., C‑300/98 και C‑392/98, EU:C:2000:688, σκέψη 42, και της 13ης Ιανουαρίου 2015, Συμβούλιο κ.λπ. κατά Vereniging Milieudefensie και Stichting Stop Luchtverontreiniging Utrecht, C‑401/12 P έως C‑403/12 P, EU:C:2015:4, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

58      Το Δικαστήριο έχει ήδη διαπιστώσει ότι το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Σύμβασης του Århus δεν περιλαμβάνει καμία άνευ αιρέσεων και αρκούντως σαφή υποχρέωση προς άμεση ρύθμιση της νομικής κατάστασης ιδιωτών και δεν πληροί, ως εκ τούτου, τις εν λόγω προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα, εφόσον μόνον «τα μέλη του κοινού τα οποία πληρούν τα τυχόν προβλεπόμενα από [το] εθνικό δίκαιο κριτήρια» μπορούν να έχουν τα δικαιώματα που προβλέπει το εν λόγω άρθρο 9, παράγραφος 3, η διάταξη αυτή εξαρτάται, ως προς την εκτέλεση ή τα αποτελέσματά της, από τη θέσπιση μεταγενέστερης πράξης (αποφάσεις της 8ης Μαρτίου 2011, Lesoochranárske zoskupenie, C‑240/09, EU:C:2011:125, σκέψη 45, και της 13ης Ιανουαρίου 2015, Συμβούλιο κ.λπ. κατά Vereniging Milieudefensie και Stichting Stop Luchtverontreiniging Utrecht, C‑401/12 P έως C‑403/12 P, EU:C:2015:4, σκέψη 55).

59      Κατά συνέπεια, οι πολίτες δεν μπορούν να επικαλούνται ευθέως το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Σύμβασης του Århus ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης.

60      Τρίτον, σε κάθε περίπτωση, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, όπως έχει ερμηνευθεί από τα δικαστήρια της Ένωσης, είναι ασύμβατο με το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Σύμβασης του Århus. Πράγματι, η ίδια η Σύμβαση του Århus, με τη διατύπωση «τα μέλη του κοινού τα οποία πληρούν τα τυχόν προβλεπόμενα από [το] εθνικό δίκαιο κριτήρια», είναι εκείνη η οποία εξαρτά τα δικαιώματα τα οποία το άρθρο της 9, παράγραφος 3, λογίζεται ότι απονέμει στα μέλη του κοινού από την προϋπόθεση ότι τα μέλη αυτά πληρούν τα απορρέοντα από το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κριτήρια του παραδεκτού.

61      Επομένως, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών που αντλούνται από τη Σύμβαση του Århus πρέπει να απορριφθούν.

 Συμπέρασμα επί της ενεργητικής νομιμοποίησης των προσφευγουσών

62      Από το σύνολο των προεκτεθέντων απορρέει ότι καμία διάταξη της προσβαλλόμενης πράξης δεν ισχύει άμεσα έναντι των προσφευγουσών, κατά τρόπο που να τους απονέμει δικαιώματα ή να τους επιβάλει υποχρεώσεις. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη πράξη δεν παράγει αποτελέσματα για τη νομική κατάστασή τους, οπότε δεν πληρούται η προϋπόθεση του άμεσου επηρεασμού όπως αυτή απορρέει από τη δεύτερη και την τρίτη περίπτωση του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

63      Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες δεν είναι αποδέκτριες της προσβαλλόμενης πράξης (βλ. σκέψη 17 ανωτέρω), η υπό κρίση προσφυγή πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί ως απαράδεκτη, παρέλκει δε η εξέταση των λοιπών προϋποθέσεων του παραδεκτού.

 Επί των αιτήσεων παρεμβάσεως

64      Κατά το άρθρο 142, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, η παρέμβαση είναι παρεπόμενη της κύριας διαφοράς και καθίσταται άνευ αντικειμένου, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση που η προσφυγή κριθεί απαράδεκτη.

65      Κατά συνέπεια, παρέλκει πλέον η εξέταση των αιτήσεων παρεμβάσεων των ECPA, Dow AgroSciences και Dow AgroSciences Iberica.

 Επί των δικαστικών εξόδων

66      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

67      Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν να φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους καθώς και τα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά της.

68      Βάσει του άρθρου 144, παράγραφος 10, του Κανονισμού Διαδικασίας, αν η δίκη επί της κύριας υπόθεσης τερματιστεί πριν ληφθεί απόφαση επί της αιτήσεως παρεμβάσεως, ο αιτούμενος την παρέμβαση και οι κύριοι διάδικοι φέρουν έκαστος τα σχετικά με την αίτηση παρεμβάσεως δικαστικά έξοδά του.

69      Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες, η Επιτροπή, η ECPA, η Dow AgroSciences και η Dow AgroSciences Iberica φέρουν, επομένως, έκαστη τα δικαστικά έξοδά της που αφορούν τις αιτήσεις παρεμβάσεως της ECPA, της Dow AgroSciences και της Dow AgroSciences Iberica.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

2)      Παρέλκει η εξέταση των αιτήσεων παρεμβάσεως της European Crop Protection Association (ECPA), της Dow AgroSciences Ltd και της Dow AgroSciences Iberica SA.

3)      Οι Pesticide Action Network Europe (PAN Europe), Bee Life European Beekeeping Coordination (Bee Life) και Unione nazionale associazioni apicoltori italiani (Unaapi) φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους καθώς και τα έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

4)      Η PAN Europe, η Bee Life, η Unaapi, η Επιτροπή, η ECPA, η Dow AgroSciences και η Dow AgroSciences Iberica φέρουν έκαστη τα σχετικά με τις αιτήσεις παρεμβάσεως δικαστικά έξοδά της.

Λουξεμβούργο, 28 Σεπτεμβρίου 2016.

Ο Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

       H. Kanninen


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.