Language of document : ECLI:EU:C:2022:307

Υπόθεση C804/21 PPU

C
και
CD

κατά

Syyttäjä

(αίτηση του Korkein oikeus για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

 Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 28ης Απριλίου 2022

«Προδικαστική παραπομπή – Επείγουσα προδικαστική διαδικασία – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης – Απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ – Άρθρο 23, παράγραφος 3 – Απαίτηση παρέμβασης της δικαστικής αρχής εκτέλεσης – Άρθρο 6, παράγραφος 2 – Αστυνομικές υπηρεσίες – Δεν εμπίπτουν – Ανωτέρα βία – Έννοια – Νομικά εμπόδια ως προς την παράδοση – Κίνηση νομικών διαδικασιών από τον καταζητούμενο – Αίτηση διεθνούς προστασίας – Δεν εμπίπτει – Άρθρο 23, παράγραφος 5 – Παρέλευση των προθεσμιών παράδοσης – Συνέπειες – Απόλυση του κρατουμένου – Υποχρέωση λήψης κάθε άλλου αναγκαίου μέτρου προς αποτροπή της διαφυγής»

1.        Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Απόφαση-πλαίσιο για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών – Προθεσμία παράδοσης του καταζητουμένου – Ορισμός νέας ημερομηνίας παράδοσης σε περίπτωση αδυναμίας παράδοσης του καταζητουμένου εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας λόγω ανωτέρας βίας – Έννοια της ανωτέρας βίας – Στενή ερμηνεία – Νομικά εμπόδια ως προς την παράδοση που απορρέουν από την εκ μέρους του καταζητουμένου κίνηση νομικών διαδικασιών στηριζόμενων στο δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης – Δεν υφίσταται ανωτέρα βία – Συνέπειες – Δεν αναστέλλονται οι προθεσμίες παράδοσης

(Απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου 2002/584, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299, άρθρο 23 § 3)

(βλ. σκέψεις 44-49, 51, 58, διατακτ. 1)

2.        Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Απόφαση-πλαίσιο για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών – Απαίτηση παρέμβασης δικαστικής αρχής εκτέλεσης κατά την έννοια του άρθρου 23, παράγραφος 3, της αποφάσεωςπλαισίου – Παρέμβαση της αστυνομικής υπηρεσίας του κράτους μέλους εκτέλεσης – Δεν επιτρέπεται – Συνέπειες – Παρέλευση των προθεσμιών παράδοσης του προσώπου εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης – Απόλυση του εν λόγω προσώπου – Υποχρέωση του κράτους μέλους εκτέλεσης να συνεχίσει τη διαδικασία εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης – Υποχρέωση της αρμόδιας αρχής του εν λόγω κράτους μέλους να λάβει κάθε αναγκαίο μέτρο προς αποτροπή της διαφυγής του προσώπου αυτού, με εξαίρεση τα στερητικά της ελευθερίας μέτρα

(Απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου 2002/584, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299, αιτιολογικές σκέψεις 8 και 9, άρθρα 6, 7, 15 § 1 και 23)

(βλ. σκέψεις 61-63, 66-69, 71-76, διατακτ. 2)

Σύνοψη

Τον Μάιο του 2015, ρουμανική δικαστική αρχή εξέδωσε ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης (ΕΕΣ) εις βάρος δύο Ρουμάνων υπηκόων, των C και CD (στο εξής: ενδιαφερόμενοι), για την εκτέλεση στερητικών της ελευθερίας ποινών. Το 2020 οι ενδιαφερόμενοι συνελήφθησαν και τέθηκαν υπό κράτηση στη Φινλανδία, βάσει των εν λόγω ΕΕΣ. Τον Απρίλιο 2021, το Korkein oikeus (Ανώτατο Δικαστήριο, Φινλανδία) διέταξε την παράδοσή τους στις ρουμανικές αρχές και η Keskusrikospoliisi (εθνική αστυνομική υπηρεσία ερευνών, Φινλανδία) όρισε αρχικώς ως ημερομηνία παράδοσης την 7η Μαΐου 2021. Εντούτοις, η εν λόγω παράδοση δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί λόγω αιτήσεως αναιρέσεως που άσκησαν οι ενδιαφερόμενοι ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, προτού απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως στις 31 Μαΐου 2021, το Ανώτατο Δικαστήριο είχε απαγορεύσει προσωρινώς την εκτέλεση των αποφάσεων περί παραδόσεως. Ως δεύτερη ημερομηνία παράδοσης ορίστηκε η 11η Ιουνίου 2021, η παράδοση, όμως, αναβλήθηκε εκ νέου, λόγω αδυναμίας οργάνωσης αεροπορικής μεταφοράς εντός του συμφωνηθέντος χρονοδιαγράμματος. Η παράδοση δεν πραγματοποιήθηκε ούτε κατά την τρίτη ημερομηνία παράδοσης, που ορίστηκε στα τέλη του Ιουνίου του 2021, λόγω της υποβολής από τους ενδιαφερομένους αιτήσεων διεθνούς προστασίας στη Φινλανδία.

Ακολούθως, οι ενδιαφερόμενοι προσέφυγαν ενώπιον του Helsingin käräjäoikeus (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου του Ελσίνκι, Φινλανδία) ζητώντας την απόλυσή τους και την αναβολή της παράδοσής τους λόγω των αιτήσεών τους διεθνούς προστασίας. Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε τις προσφυγές απαράδεκτες. Στο πλαίσιο αυτό, το Ανώτατο Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ασκήθηκαν αιτήσεις αναιρέσεως κατά των ως άνω αποφάσεων του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου του Ελσίνκι, διερωτάται, αφενός, ως προς την έννοια της ανωτέρας βίας, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως‑πλαισίου 2002/584 (1), επιτρέπει την αναβολή της παράδοσης προσώπου εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ΕΕΣ. Λαμβανομένων υπόψη των κωλυμάτων που προβλέπει το φινλανδικό δίκαιο, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ειδικότερα εάν νομικά εμπόδια όπως η απαγόρευση εκτέλεσης αποφάσεων περί παραδόσεως κατά τη διάρκεια ένδικης διαδικασίας ή η υποβολή αιτήσεως διεθνούς προστασίας μπορούν να συνιστούν περιπτώσεις ανωτέρας βίας κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης. Αφετέρου, διερωτάται ως προς τις διαδικαστικές ρυθμίσεις που διέπουν την εκτίμηση της συνδρομής περιπτώσεως ανωτέρας βίας, λαμβανομένου υπόψη του κεντρικού ρόλου της εθνικής αστυνομικής υπηρεσίας ερευνών κατά την εκτέλεση της παράδοσης.

Στο πλαίσιο της επείγουσας προδικαστικής διαδικασίας, το Δικαστήριο απαντά αρνητικά στο πρώτο εκ των ως άνω ερωτημάτων, κρίνοντας ότι ο όρος «ανωτέρα βία» δεν καλύπτει νομικά εμπόδια ως προς την παράδοση, που απορρέουν από την εκ μέρους του προσώπου εις βάρος του οποίου εκδόθηκε το ΕΕΣ κίνηση νομικών διαδικασιών στηριζόμενων στο δίκαιο του κράτους μέλους εκτελέσεως, όταν η τελεσίδικη απόφαση για την παράδοση έχει ληφθεί από τη δικαστική αρχή εκτέλεσης (2). Επιπλέον, το Δικαστήριο κρίνει ότι η απαίτηση παρεμβάσεως της δικαστικής αρχής εκτελέσεως, την οποία προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 3, δεν πληρούται όταν το κράτος μέλος εκτελέσεως αναθέτει σε αστυνομική υπηρεσία να εξακριβώσει τη συνδρομή περιπτώσεως ανωτέρας βίας καθώς και την τήρηση των προϋποθέσεων που απαιτούνται για τη συνέχιση της κράτησης του προσώπου εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί το ΕΕΣ και να καθορίσει, ενδεχομένως, νέα ημερομηνία παράδοσης, τούτο δε ισχύει ακόμη και όταν το πρόσωπο αυτό δικαιούται να προσφύγει ανά πάσα στιγμή ενώπιον της δικαστικής αρχής εκτελέσεως προκειμένου αυτή να αποφανθεί επί των διαφόρων αυτών στοιχείων.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Πρώτον, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η έννοια της «ανωτέρας βίας» προϋποθέτει περιστάσεις ξένες προς εκείνον που την επικαλείται, ασυνήθεις και απρόβλεπτες, οι συνέπειες των οποίων δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν όση επιμέλεια και εάν είχε επιδειχθεί. Συναφώς, οι νομικές διαδικασίες που κινούνται από το πρόσωπο εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ΕΕΣ, στο πλαίσιο διαδικασιών που προβλέπονται από το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης, με σκοπό την προσβολή της παράδοσής του ή με συνέπεια την καθυστέρηση της παράδοσης αυτής, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως απρόβλεπτη περίσταση. Κατά συνέπεια, νομικά εμπόδια ως προς την παράδοση που απορρέουν από τέτοιου είδους νομικές διαδικασίες δεν μπορούν να συνιστούν ανωτέρα βία κατά την έννοια του άρθρου 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584. Όταν η τελεσίδικη απόφαση περί παραδόσεως του προσώπου αυτού έχει εκδοθεί από τη δικαστική αρχή εκτέλεσης, δεδομένου ότι οι προθεσμίες για την παράδοση που προβλέπονται στο άρθρο 23 της ίδιας αποφάσεως‑πλαισίου δεν μπορούν να θεωρηθούν ανασταλείσες λόγω τέτοιων εκκρεμών διαδικασιών που κινήθηκαν στο κράτος μέλος εκτελέσεως, οι αρχές του εν λόγω κράτους μέλους εξακολουθούν να υποχρεούνται να παραδώσουν το πρόσωπο αυτό στις αρχές του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος εντός των ως άνω προθεσμιών.

Δεύτερον, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι οι αστυνομικές υπηρεσίες κράτους μέλους δεν εμπίπτουν στην έννοια της «δικαστικής αρχής» του άρθρου 6 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584. Επομένως, η παρέμβαση δικαστικής αρχής εκτελέσεως την οποία απαιτεί το άρθρο 23, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου για την κρίση σχετικά με την ύπαρξη ανωτέρας βίας και, ενδεχομένως, για τον καθορισμό νέας ημερομηνίας παράδοσης δεν μπορεί να ανατεθεί σε αστυνομική υπηρεσία. Πράγματι, ανεξαρτήτως του υποστατού της ανωτέρας βίας, η παρέμβαση μιας τέτοιας υπηρεσίας για τα δύο αυτά είδη αποφάσεων δεν πληροί τις τυπικές προϋποθέσεις που προβλέπει η εν λόγω διάταξη. Κατά συνέπεια, ελλείψει παρεμβάσεως της δικαστικής αρχής εκτέλεσης, οι προθεσμίες που προβλέπονται για την παράδοση από το άρθρο 23, παράγραφοι 2 έως 4, της αποφάσεως‑πλαισίου δεν μπορούν να παραταθούν λόγω ανωτέρας βίας. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι εν λόγω προθεσμίες πρέπει να θεωρηθεί ότι έχουν παρέλθει, όπερ συνεπάγεται την απόλυση του ενδιαφερομένου. Δεν προβλέπεται καμία εξαίρεση από την τελευταία αυτή υποχρέωση που υπέχει το κράτος μέλος εκτελέσεως σε μια τέτοια περίπτωση. Εντούτοις, η πάροδος και μόνον των προβλεπόμενων στο άρθρο 23 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 προθεσμιών για την παράδοση δεν μπορεί να συνεπάγεται τη δυνατότητα απαλλαγής του κράτους μέλους εκτέλεσης από την υποχρέωσή του να συνεχίσει τη διαδικασία εκτελέσεως ΕΕΣ και να προβεί στην παράδοση του καταζητουμένου, οι δε οικείες αρχές οφείλουν να συμφωνήσουν νέα ημερομηνία παράδοσης. Επομένως, σε περίπτωση απόλυσης του ενδιαφερομένου, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης οφείλει να λάβει κάθε αναγκαίο μέτρο προς αποτροπή της διαφυγής του προσώπου αυτού, με εξαίρεση στερητικά της ελευθερίας μέτρα.

Ειδικότερα, το άρθρο 23 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 προβλέπει τις προθεσμίες για την παράδοση των προσώπων που καταζητούνται βάσει ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης αφ’ ης στιγμής η δικαστική αρχή εκτέλεσης έχει αποφανθεί τελεσίδικα σχετικά με την παράδοσή τους. Κατά το άρθρο 23, παράγραφος 3, η εν λόγω προθεσμία μπορεί να παραταθεί, εφόσον η παράδοση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί λόγω ανωτέρας βίας. Εάν ο καταζητούμενος δεν παραδοθεί εντός των προβλεπόμενων στην απόφαση-πλαίσιο προθεσμιών, πρέπει να απολυθεί δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 5.


1      Απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ 2002, L 190, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 81, σ. 24).


2      Η εν λόγω τελεσίδικη απόφαση για την παράδοση λαμβάνεται από τη δικαστική αρχή εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, η δε διάταξη αυτή ορίζει ότι είναι αναγκαίο να τηρούνται οι προθεσμίες και οι όροι που προβλέπει η απόφαση-πλαίσιο.