Language of document : ECLI:EU:T:2014:1083

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 11ης Δεκεμβρίου 2014

Υπόθεση T‑283/08 P-DEP

Παύλος Λογγινίδης

κατά

Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (Cedefop)

«Διαδικασία — Καθορισμός των δικαστικών εξόδων — Αμοιβή δικηγόρου — Εκπροσώπηση οργάνου της Ένωσης από δικηγόρο — Κατ’ αποκοπήν αμοιβή — Έξοδα μετακινήσεως και διαμονής εκπροσώπου — Έξοδα μεταφράσεως — Αποδοτέα έξοδα — Οικονομική κατάσταση του αναιρεσείοντος»

Αντικείμενο:      Αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων, υποβληθείσα βάσει του άρθρου 9 του παραρτήματος Ι του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από τον Παύλο Λογγινίδη κατόπιν της αποφάσεως της 7ης Ιουλίου 2011, Λογγινίδης κατά Cedefop (T‑283/08 P, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:T:2011:338).

Απόφαση:      Το συνολικό ποσό των δικαστικών εξόδων που πρέπει να αποδώσει ο Παύλος Λογγινίδης στο Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (Cedefop) καθορίζεται σε 6 300 ευρώ.

Περίληψη

1.      Ένδικη διαδικασία – Δικαστικά έξοδα – Αμφισβήτηση ως προς τα δικαστικά έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν – Έννοια – Δεν απαιτείται άρνηση αποδόσεως εκ μέρους του καταδικασθέντος στα δικαστικά έξοδα διαδίκου

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 92 § 1)

2.      Ένδικη διαδικασία – Δικαστικά έξοδα – Καθορισμός των εξόδων – Αποδοτέα έξοδα – Έννοια – Στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη – Οικονομική κατάσταση του καταδικασθέντος στα δικαστικά έξοδα διαδίκου – Δεν περιλαμβάνεται

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 91, στοιχείο β΄)

3.      Ένδικη διαδικασία – Δικαστικά έξοδα – Καθορισμός των εξόδων – Αποδοτέα έξοδα – Αναγκαία έξοδα των διαδίκων – Έννοια – Αμοιβή καταβαλλόμενη από θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμό της Ένωσης σε δικηγόρο – Περιλαμβάνεται – Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ προσφευγόντων λόγω της χρήσεως υπηρεσιών δικηγόρου σε ορισμένες υποθέσεις, όχι όμως σε άλλες – Δεν συντρέχει

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρα 19, εδ. 1, και 53, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 91, στοιχείο β΄)

4.      Ένδικη διαδικασία – Δικαστικά έξοδα – Καθορισμός των εξόδων – Καθορισμός πραγματοποιούμενος βάσει συγκεκριμένων ενδείξεων που παρέχει ο αιτών ή, ελλείψει τούτων, κατά δίκαιη κρίση του δικαστή της Ένωσης – Χαρακτήρας της αμοιβής δικηγόρου ως κατ’ αποκοπήν αμοιβής – Δεν ασκεί επιρροή στην εξουσία εκτιμήσεως του δικαστή

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 91, στοιχείο β΄)

5.      Ένδικη διαδικασία – Δικαστικά έξοδα – Καθορισμός των εξόδων – Αποδοτέα έξοδα – Έννοια – Συμμετοχή περισσοτέρων δικηγόρων – Προϋπόθεση – Ύπαρξη ειδικών περιστάσεων

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 91, στοιχείο β΄)

6.      Ένδικη διαδικασία – Δικαστικά έξοδα – Καθορισμός των εξόδων – Αποδοτέα έξοδα – Έννοια – Αναγκαία έξοδα των διαδίκων – Εξωτερικά έξοδα μεταφράσεως, σχετικά με μεταφράσεις διαδικαστικών εγγράφων που κατέθεσαν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης – Δεν περιλαμβάνονται

(Κανονισμός 1 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 517/2013, άρθρο 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρα 35 § 3, 43 § 2 και 91, στοιχείο β΄)

1.      Κατά το άρθρο 92, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, αν γεννηθεί αμφισβήτηση σχετικά με τα αποδοτέα έξοδα, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται με διάταξη η οποία δεν υπόκειται σε ένδικο μέσο, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερόμενου διαδίκου και αφού ο αντίδικος υποβάλει τις παρατηρήσεις του.

Επομένως, για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να στερηθεί πρακτικής αποτελεσματικότητας η διαδικασία που προβλέπεται από αυτή τη διάταξη, σκοπός της οποίας είναι να αποφανθεί αμετακλήτως ο δικαστής επί των εξόδων της δίκης, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι αμφισβήτηση κατά την έννοια αυτού του άρθρου γεννάται μόνον όταν ο μεν νικήσας διάδικος ζητεί να του αποδοθεί ορισμένο ποσό ως δικαστικά έξοδα, ο δε ηττηθείς διάδικος αρνείται ρητώς και πλήρως να το καταβάλει.

(βλ. σκέψεις 12 και 13)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: διάταξη της 25ης Μαρτίου 2014, Marcuccio κατά Επιτροπής, T‑126/11 P‑DEP, EU:T:2014:171, σκέψη 13

2.      Από το άρθρο 91, στοιχείο β΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι τα αποδοτέα έξοδα περιορίζονται, αφενός, σε αυτά στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι λόγω της δίκης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και, αφετέρου, σε αυτά τα οποία ήταν προς τούτο αναγκαία. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να εκτιμήσει ελεύθερα τα στοιχεία της υποθέσεως, λαμβάνοντας υπόψη το αντικείμενο και τη φύση της διαφοράς, τη σπουδαιότητά της από πλευράς δικαίου της Ένωσης, καθώς και τις δυσκολίες της υποθέσεως, τον φόρτο εργασίας που συνεπάγεται η ένδικη διαδικασία για τους εκπροσώπους ή τους συμβούλους των διαδίκων, καθώς και τα διακυβευόμενα στο πλαίσιο της διαφοράς οικονομικά συμφέροντα των διαδίκων. Κατά τον καθορισμό του ποσού των αποδοτέων εξόδων, το Γενικό Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη όλες τις περιστάσεις της υποθέσεως έως τον χρόνο εκδόσεως της διατάξεως περί καθορισμού των δικαστικών εξόδων, συμπεριλαμβανομένων εξόδων που ήταν αναγκαία στο πλαίσιο της διαδικασίας καθορισμού των δικαστικών εξόδων.

Αντιθέτως, η οικονομική κατάσταση του διαδίκου που καταδικάστηκε στα δικαστικά έξοδα δεν καταλέγεται μεταξύ των κριτηρίων βάσει των οποίων ο δικαστής της Ένωσης καθορίζει το ύψος των αποδοτέων εξόδων στο πλαίσιο της διαδικασίας καθορισμού των εξόδων.

(βλ. σκέψεις 19 έως 21 και 67)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: διατάξεις της 28ης Ιουνίου 2004, Airtours κατά Επιτροπής, T‑342/99 DEP, Συλλογή, EU:T:2004:192, σκέψη 18· της 31ης Μαρτίου 2011, Tetra Laval κατά Επιτροπής, T‑5/02 DEP και T‑80/02 DEP, EU:T:2011:129, σκέψη 53, και της 23ης Μαρτίου 2012, Kerstens κατά Επιτροπής, T‑498/09 P‑DEP, EU:T:2012:147, σκέψεις 13 έως 15

3.      Από το άρθρο 19, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το οποίο εφαρμόζεται στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω Οργανισμού, προκύπτει ότι τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι, ως προς τον τρόπο με τον οποίο προτίθενται να εκπροσωπηθούν ή να παρασταθούν ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, ελεύθερα να αποφασίσουν αν θα χρησιμοποιήσουν τις υπηρεσίες δικηγόρου. Για τους σκοπούς της εφαρμογής της ως άνω διατάξεως, οι οργανισμοί της Ένωσης εξομοιώνονται προς τα εν λόγω θεσμικά όργανα.

Επομένως, μολονότι το γεγονός ότι ένας οργανισμός της Ένωσης εκπροσωπήθηκε τόσο από υπάλληλό του όσο και από εξωτερικό δικηγόρο στερείται μεν συνεπειών ως προς το αν τα επίμαχα έξοδα μπορούν εν δυνάμει να αναζητηθούν, δεδομένου ότι τίποτε δεν καθιστά δυνατό τον κατ’ αρχήν αποκλεισμό τους, μπορεί να έχει επίπτωση στον καθορισμό του ποσού στο οποίο ανέρχονται τα τελικώς αποδοτέα δικαστικά έξοδα. Συναφώς, δεν τίθεται ζήτημα παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των προσφευγόντων όταν ο καθού οργανισμός της Ένωσης αποφασίζει, σε ορισμένες μόνον υποθέσεις, να χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες δικηγόρου, ενώ σε άλλες εκπροσωπείται από υπαλλήλους του.

Πράγματι, οποιαδήποτε άλλη εκτίμηση υπό την έννοια ότι το δικαίωμα οργανισμού της Ένωσης να αξιώσει το σύνολο ή μέρος της αμοιβής που κατέβαλε σε δικηγόρο εξαρτάται από το κατά πόσον αποδεικνύεται ότι ήταν αντικειμενικώς αναγκαία η χρησιμοποίηση των υπηρεσιών του εν λόγω δικηγόρου θα συνιστούσε, στην πραγματικότητα, έμμεσο περιορισμό της ελευθερίας η οποία κατοχυρώνεται με το άρθρο 19, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και θα σήμαινε ότι θα υποχρεωνόταν ο δικαστής της Ένωσης να προβεί στη σχετική εκτίμηση, αντί των θεσμικών οργάνων και των οργανισμών που έχουν την ευθύνη για την οργάνωση των υπηρεσιών τους. Αυτό, όμως, θα ήταν ασύμβατο τόσο προς το άρθρο 19, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου όσο και προς την εξουσία εσωτερικής οργανώσεως της οποίας απολαύουν τα θεσμικά όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης όσον αφορά τον χειρισμό των υποθέσεών τους ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης.

(βλ. σκέψεις 24 έως 26)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: διάταξη της 10ης Οκτωβρίου 2013, OCVV κατά Schräder, C‑38/09 P‑DEP, EU:C:2013:679, σκέψεις 20 έως 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΓΔΕΕ: διάταξη της 28ης Μαΐου 2013, Marcuccio κατά Επιτροπής, T‑278/07 P‑DEP, Συλλογή, EU:T:2013:269, σκέψεις 14 και 15

4.      Βλ. το κείμενο της διατάξεως.

(βλ. σκέψεις 28 και 31)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: διατάξεις Marcuccio κατά Επιτροπής, σκέψη 25 ανωτέρω, EU:T:2013:269, σκέψη 20, και Marcuccio κατά Επιτροπής, EU:T:2014:171, σκέψη 13 ανωτέρω, σκέψεις 31 και 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

5.      Βλ. το κείμενο της διατάξεως.

(βλ. σκέψη 50)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: διάταξη της 20ής Ιανουαρίου 2014, Schönberger κατά Κοινοβουλίου, T‑186/11 DEP, EU:T:2014:40, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

6.      Τα έξοδα που αφορούν τις μεταφράσεις τις οποίες τα θεσμικά όργανα και τα λοιπά όργανα της Ένωσης οφείλουν να προσκομίσουν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 43, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αποδοτέα έξοδα. Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο μόνο σε σχέση με τους παρεμβαίνοντες δέχεται ότι τα έξοδα μεταφράσεως μπορούν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να χαρακτηριστούν αναγκαία.

Συναφώς, προκειμένου περί προσφυγής στην ελληνική γλώσσα ασκηθείσας κατά οργάνου της Ένωσης οι εκπρόσωποι του οποίου δεν κατέχουν αυτή τη γλώσσα και ζήτησαν τις υπηρεσίες εξωτερικού ελληνόφωνου δικηγόρου, η προσφυγή στις υπηρεσίες του δικηγόρου αυτού πρέπει να θεωρηθεί αρκετή για να εξασφαλιστεί η δυνατότητα του εν λόγω οργάνου να εργαστεί, στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας, στα ελληνικά, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 33, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου και στο άρθρο 1 του κανονισμού 1, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 517/2013. Αν όμως γινόταν δεκτό ότι τα έξοδα μεταφράσεως είναι αποδοτέα έξοδα, θα προκαλούνταν δυσμενής διάκριση με βάση τη γλώσσα, εφόσον το όργανο της Ένωσης δεν θα είχε υποβληθεί σε τέτοια έξοδα, αν ο προσφεύγων είχε επιλέξει άλλη γλώσσα διαδικασίας, την οποία κατέχει το εν λόγω όργανο.

(βλ. σκέψεις 61, 62 και 64)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: διάταξη της 26ης Νοεμβρίου 2004, ΕΤΕπ κατά De Nicola, C‑198/02 P(R)‑DEP, EU:C:2004:754, σκέψεις 21 και 22

ΓΔΕΕ: διάταξη της 18ης Απριλίου 2006, Euroalliages κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑132/01 DEP, EU:T:2006:112, σκέψη 46