Language of document : ECLI:EU:T:2008:550

Υπόθεση T-284/08

People’s Mojahedin Organization of Iran

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως

«Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας – Δέσμευση κεφαλαίων – Προσφυγή ακυρώσεως – Δικαιώματα άμυνας – Δικαστικός έλεγχος»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Δικαιώματα άμυνας

(Κανονισμός 2580/2001 του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 3· απόφαση 2008/583 του Συμβουλίου)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως – Λόγοι ακυρώσεως – Κατάχρηση εξουσίας

(Άρθρο 230 ΕΚ)

3.      Ευρωπαϊκή Ένωση – Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας

(Άρθρο 10 ΕΚ· κοινή θέση 2001/931 του Συμβουλίου, άρθρο 1 § 4· κανονισμός 2580/2001 του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 3)

4.      Ευρωπαϊκές Κοινότητες – Δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων – Χρηματοοικονομικές κυρώσεις βάσει των άρθρων 60 ΕΚ, 301 ΕΚ και 308 ΕΚ

(Άρθρα 60 ΕΚ, 301 ΕΚ και 308 ΕΚ)

5.      Ευρωπαϊκή Ένωση – Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας

(Κοινή θέση 2001/931 του Συμβουλίου, άρθρο 1 § 4)

6.      Ευρωπαϊκή Ένωση – Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας

(Κανονισμός 2580/2001 του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 3)

1.      Το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2008/583/ΕΚ, για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, χωρίς να κοινοποιήσει προηγουμένως στον ενδιαφερόμενο τις νέες πληροφορίες ή τα νέα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως τα οποία, κατά την άποψή του, δικαιολογούσαν τη διατήρηση του ονόματός του στον κατάλογο των προσώπων και οντοτήτων, των οποίων πρέπει να δεσμευθούν τα κεφάλαια και, κατά μείζονα λόγο, δεν του έδωσε τη δυνατότητα να προβάλει επωφελώς την άποψή του επί των στοιχείων αυτών, πριν από την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως.

Το Συμβούλιο προέβη σε αυτά τα διαβήματα ενώ δεν αποδείχθηκε καθόλου το επείγον και δεν ανέφερε καμία ουσιαστική ή νομική αδυναμία για να κοινοποιήσει στον ενδιαφερόμενο τα «νέα στοιχεία» τα οποία, κατά την άποψή του, δικαιολογούσαν τη διατήρησή του στον κατάλογο.

Κατά συνέπεια, η διατήρηση της δεσμεύσεως των κεφαλαίων του ενδιαφερομένου με την απόφαση 2008/583 επήλθε μετά το πέρας της διαδικασίας κατά τη διάρκεια της οποίας δεν τηρήθηκαν τα δικαιώματα άμυνάς του. Το στοιχείο αυτό συνεπάγεται, κατ’ ανάγκη, την ακύρωση της αποφάσεως αυτής, καθόσον αφορά τον ενδιαφερόμενο.

(βλ. σκέψεις 36, 40-41, 47)

2.      Το γεγονός ότι το Συμβούλιο, έχοντας πλήρη επίγνωση και χωρίς καμία εύλογη δικαιολογία, δεν συμμορφώθηκε με διαδικασία που είχε σαφώς καθορισθεί με προγενέστερη απόφαση του Πρωτοδικείου με τους ίδιους διαδίκους και με σκοπό να διασφαλιστούν τα δικαιώματα άμυνας στο πλαίσιο λήψεως κοινοτικού μέτρου δεσμεύσεως κεφαλαίων, μπορεί να αποτελέσει κρίσιμο στοιχείο στο πλαίσιο της εξετάσεως του λόγου που αντλείται από υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας.

(βλ. σκέψη 44)

3.      Η διαδικασία που μπορεί να καταλήξει στη λήψη μέτρου δεσμεύσεως κεφαλαίων βάσει της σχετικής ρυθμίσεως στον τομέα λήψεως ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας διεξάγεται σε δύο επίπεδα, ήτοι σε εθνικό και σε κοινοτικό επίπεδο.

Δυνάμει του άρθρου 10 ΕΚ, οι σχέσεις μεταξύ κρατών μελών και κοινοτικών οργάνων διέπονται από αμοιβαία καθήκοντα αγαστής συνεργασίας. Σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931, σχετικά με την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, και του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001, για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, ήτοι διατάξεων που εγκαθιδρύουν μια μορφή ειδικής συνεργασίας μεταξύ του Συμβουλίου και των κρατών μελών, την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, η αρχή αυτή της αγαστής συνεργασίας συνεπάγεται, για το Συμβούλιο, την υποχρέωση να στηρίζεται, κατά το μέτρο του δυνατού, στην εκτίμηση της αρμόδιας εθνικής αρχής, τουλάχιστον αν πρόκειται για δικαστική αρχή, όσον αφορά ιδίως την ύπαρξη των «σοβαρών και αξιόπιστων αποδείξεων ή ενδείξεων» στις οποίες βασίζεται η απόφασή της, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931.

Επομένως, ναι μεν το Συμβούλιο φέρει πράγματι το βάρος αποδείξεως ότι η δέσμευση των κεφαλαίων ενός προσώπου, μιας ομάδας ή μιας οντότητας είναι ή εξακολουθεί να είναι νομικώς δικαιολογημένη βάσει της σχετικής νομοθεσίας, πλην όμως έχει σχετικά περιορισμένο αντικείμενο στο πλαίσιο της κοινοτικής διαδικασίας δεσμεύσεως κεφαλαίων. Στην περίπτωση της αρχικής αποφάσεως δεσμεύσεως κεφαλαίων, το βάρος αποδείξεως αφορά κυρίως την ύπαρξη ακριβών πληροφοριών ή στοιχείων του φακέλου από τα οποία να προκύπτει ότι έχει ληφθεί έναντι του ενδιαφερομένου απόφαση εθνικής αρχής εμπίπτουσα στον ορισμό του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931. Εξάλλου, στην περίπτωση επακόλουθης αποφάσεως δεσμεύσεως κεφαλαίων, κατόπιν επανεξετάσεως, το βάρος αποδείξεως αφορά βασικά το ζήτημα αν η δέσμευση κεφαλαίων εξακολουθεί να δικαιολογείται, λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών περιστάσεων της υποθέσεως και ειδικότερα της περαιτέρω τύχης της εν λόγω αποφάσεως της αρμόδιας εθνικής αρχής.

(βλ. σκέψεις 51-54)

4.      Το Συμβούλιο διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την επιβολή οικονομικών και χρηματοοικονομικών κυρώσεων βάσει των άρθρων 60 ΕΚ, 301 ΕΚ και 308 ΕΚ, σύμφωνα με κοινή θέση ληφθείσα στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας. Αυτή η εξουσία εκτιμήσεως αφορά ειδικότερα τους λόγους σκοπιμότητας στους οποίους βασίζονται τέτοιες αποφάσεις.

Ωστόσο, ναι μεν το Πρωτοδικείο αναγνωρίζει υπέρ του Συμβουλίου περιθώριο εκτιμήσεως στον τομέα αυτόν, πλην όμως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν οφείλει να ελέγχει τον τρόπο με τον οποίο το όργανο αυτό ερμηνεύει τα κρίσιμα στοιχεία. Πράγματι, ο κοινοτικός δικαστής οφείλει όχι μόνο να ελέγχει την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων γίνεται επίκληση, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλ’ οφείλει επίσης να ελέγχει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των ληπτέων υπόψη συναφών στοιχείων για την εκτίμηση μιας σύνθετης καταστάσεως και αν είναι ικανά να θεμελιώσουν τα εξ αυτών αρυόμενα συμπεράσματα. Πάντως, στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού, δεν μπορεί να υποκαταστήσει το Συμβούλιο στην εκτίμησή του περί της σκοπιμότητας.

(βλ. σκέψη 55)

5.      Η διατύπωση του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931, σχετικά με την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, προβλέπει ότι έχει ληφθεί απόφαση «έναντι συγκεκριμένων προσώπων, ομάδων και οντοτήτων», προτού καταστεί δυνατή η λήψη κοινοτικού μέτρου περί δεσμεύσεως κεφαλαίων έναντι αυτών.

Ακόμη κι αν υποτεθεί ότι δεν πρέπει να γίνει δεκτή η κατά γράμμα ερμηνεία της διατάξεως αυτής, αν προτού ληφθεί κοινοτικό μέτρο εκδοθεί εθνική απόφαση κατά ορισμένων μελών μιας οργανώσεως και όχι κατά της οργανώσεως, το Συμβούλιο ή η οικεία αρμόδια εθνική αρχή πρέπει να εξηγήσει τους συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους, εν προκειμένω, οι πράξεις που καταλογίζονται σε άτομα φερόμενα ως μέλη ή συμπαθώς διακείμενοι οργανώσεως πρέπει να καταλογισθούν στην ίδια την οργάνωση.

(βλ. σκέψεις 64-65)

6.      Το Συμβούλιο δεν δικαιούνταν να θεμελιώσει την απόφασή του περί δεσμεύσεως κεφαλαίων, η οποία προβλέπεται με το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001, για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, σε πληροφορίες ή στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως που κοινοποίησε άλλο κράτος μέλος, αν το κράτος μέλος αυτό δεν είχε την πρόθεση να επιτρέψει την κοινοποίησή τους στο κοινοτικό δικαστήριο που ασκεί τον έλεγχο νομιμότητας της αποφάσεως αυτής.

Συναφώς, ο δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας αποφάσεως περί δεσμεύσεως κεφαλαίων εκτείνεται στην εκτίμηση των γεγονότων και των περιστάσεων βάσει των οποίων δικαιολογείται η απόφαση, καθώς και στην εξέταση των αποδεικτικών και πληροφοριακών στοιχείων επί των οποίων στηρίζεται η εκτίμηση αυτή. Το Πρωτοδικείο πρέπει επίσης να διασφαλίζει την τήρηση των δικαιωμάτων άμυνας και της υποχρεώσεως συναφούς αιτιολογήσεως καθώς και, ενδεχομένως, το βάσιμο των επιτακτικών λόγων που εξαιρετικώς επικαλείται το Συμβούλιο για τη μη τήρηση των υποχρεώσεων αυτών.

Ο έλεγχος αυτός είναι απαραίτητος, τοσούτω μάλλον καθόσον συνιστά τη μοναδική διαδικαστική εγγύηση που επιτρέπει να εξασφαλίζεται μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων της καταπολεμήσεως της διεθνούς τρομοκρατίας και της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Δεδομένου ότι οι περιορισμοί τους οποίους επιβάλλει το Συμβούλιο στα δικαιώματα άμυνας των ενδιαφερομένων πρέπει να αντισταθμίζονται από έναν ανεξάρτητο, αμερόληπτο και αυστηρό δικαστικό έλεγχο, ο κοινοτικός δικαστής πρέπει να μπορεί να ελέγχει τη νομιμότητα και το βάσιμο των μέτρων δεσμεύσεως κεφαλαίων, χωρίς να μπορούν να του αντιταχθούν το απόρρητο ή η εμπιστευτικότητα των αποδεικτικών και πληροφοριακών στοιχείων που χρησιμοποίησε το Συμβούλιο.

Επομένως, η άρνηση του Συμβουλίου και των εθνικών αρχών να κοινοποιήσουν, έστω και μόνο στο Πρωτοδικείο, τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται σε έγγραφο κοινοποιηθέν από τις αρχές αυτές στο Συμβούλιο συνεπάγεται ότι το Πρωτοδικείο δεν δύναται να ασκήσει τον έλεγχο νομιμότητας της αποφάσεως περί δεσμεύσεως κεφαλαίων.

(βλ. σκέψεις 73-76)