Language of document : ECLI:EU:T:2012:634

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 29ης Νοεμβρίου 2012 (*)

«Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας – Λεκτικό κοινοτικό σήμα Fagumit και εικονιστικό κοινοτικό σήμα FAGUMIT – Προγενέστερο εικονιστικό εθνικό σήμα FAGUMIT – Σχετικός λόγος ακυρότητας – Άρθρο 8, παράγραφος 3, και άρθρο 165, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009»

Στις υποθέσεις T‑537/10 και T‑538/10,

Ursula Adamowski, κάτοικος Αμβούργου (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον D. von Schultz, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τον G. Schneider,

καθού,

αντίδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ και παρεμβαίνουσα ενώπιον του Πρωτοδικείου:

Fabryka Węży Gumowych i Tworzyw Sztucznych Fagumit sp. z o.o., με έδρα το Wolbrom (Πολωνία), εκπροσωπούμενη από τους M. Krekora, T. Targosz και P. Podrecki, δικηγόρους,

με αντικείμενο δύο προσφυγές ασκηθείσες, αντιστοίχως, κατά δύο αποφάσεων του πρώτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, της 3ης Σεπτεμβρίου 2010 (υποθέσεις R 1002/2009-1 και R 1003/2009-1), σχετικά με ισάριθμες διαδικασίες κηρύξεως ακυρότητας μεταξύ της Fabryka Węży Gumowych i Tworzyw Sztucznych Fagumit sp. z o.o. και της Ursula Adamowski,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους N. J. Forwood (εισηγητή), πρόεδρο, F. Dehousse και J. Schwarcz, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

έχοντας υπόψη τα δικόγραφα των προσφυγών που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 26 Νοεμβρίου 2010,

έχοντας υπόψη τα υπομνήματα αντικρούσεως του ΓΕΕΑ που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 Απριλίου 2011,

έχοντας υπόψη τα υπομνήματα αντικρούσεως της παρεμβαίνουσας που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 17 Μαρτίου 2011,

έχοντας υπόψη τα υπομνήματα απαντήσεως που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 1η Ιουλίου 2011,

έχοντας υπόψη τα υπομνήματα ανταπαντήσεως της παρεμβαίνουσας που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 26 Σεπτεμβρίου 2011,

έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις των διαδίκων επί της συνεκδικάσεως των υπό κρίση υποθέσεων προς έκδοση κοινής αποφάσεως,

έχοντας υπόψη ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν αίτημα περί καθορισμού ημερομηνίας για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός της προθεσμίας ενός μηνός από της κοινοποιήσεως της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και κρίνοντας επομένως, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 135α του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ότι πρέπει να αποφανθεί χωρίς προφορική διαδικασία,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Στις 18 Φεβρουαρίου και 12 Μαρτίου 2003 η προσφεύγουσα Ursula Adamowski υπέβαλε, αντιστοίχως, δύο αιτήσεις καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί [ακολούθως αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1)].

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση στις 18 Φεβρουαρίου 2003 συνίσταται στο ακόλουθο εικονιστικό σημείο:

Image not found

3        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση στις 12 Μαρτίου 2003 συνίσταται στο λεκτικό σημείο Fagumit.

4        Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκαν οι καταχωρίσεις των σημάτων εμπίπτουν στις κλάσεις 12 και 17 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, της 15ης Ιουνίου 1957, για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση σημάτων, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή:

–        κλάση 12: Καουτσούκ και ελαστικό κόμμι ως τελικό προϊόν για την αυτοκινητοβιομηχανία, δηλαδή καινούρια ελαστικά, και ως συμπαγές ελαστικό κόμμι και περιζώματα τροχού·

–        κλάση 17: Εύκαμπτοι σωλήνες· καουτσούκ και ελαστικό κόμμι ως ημικατεργασμένα υλικά με τη μορφή μεμβρανών, πλακών, ράβδων, προφίλ, μπλοκ, σχοινιών, ταινιών, σωλήνων, και εύκαμπτων σωλήνων· καουτσούκ και ελαστικό κόμμι ως τελικό προϊόν για βιομηχανικούς εύκαμπτους σωλήνες και συγκεκριμένα εύκαμπτους σωλήνες από PVC, εύκαμπτους υδροσωλήνες, αεροθαλάμους, σωλήνες προστασίας καλωδίων, εύκαμπτους σωλήνες με αντοχή στην τριβή, εύκαμπτους σωλήνες πετρελαίου και βενζίνης, εύκαμπτους σωλήνες χημικών ουσιών, εύκαμπτους σωλήνες για οξυγονοκολλήσεις, εύκαμπτους σωλήνες ακετυλενίου, εύκαμπτους σωλήνες προπανίου και διπλούς εύκαμπτους σωλήνες· καουτσούκ και ελαστικό κόμμι ως τελικό προϊόν για την αυτοκινητοβιομηχανία, δηλαδή καινούρια ελαστικά, και ως συμπαγές ελαστικό κόμμι και περιζώματα τροχού· εύκαμπτοι σωλήνες, ενδιάμεσοι δακτύλιοι (αποστάτες) και παρεμβύσματα.

5        Τα προμνημονευθέντα στις σκέψεις 2 και 3 σήματα καταχωρίσθηκαν στις 28 Ιουνίου 2004.

6        Στις 7 και 8 Απριλίου 2008 η παρεμβαίνουσα Fabryka Węży Gumowych i Tworzyw Sztucznych Fagumit sp. z o.o. υπέβαλε δύο αιτήσεις κηρύξεως ακυρότητας των αμφισβητούμενων σημάτων βάσει:

–        του άρθρου 51, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 [νυν άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009], για τον λόγο ότι η νυν προσφεύγουσα ζήτησε κακόπιστα την καταχώριση των σημάτων·

–        του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 [νυν άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009], για τον λόγο ότι η προσφεύγουσα ενήργησε στο όνομά της ζητώντας την καταχώριση των επίμαχων σημάτων χωρίς τη συγκατάθεση της παρεμβαίνουσας, δηλαδή της δικαιούχου του κάτωθι εικονιζομένου πολωνικού σήματος, το οποίο καταχωρίσθηκε στις 15 Ιανουαρίου 1997 για «εύκαμπτους σωλήνες από καουτσούκ και εύκαμπτους σωλήνες από PVC», που εμπίπτουν στην κλάση 17 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας:

Image not found

–        του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 40/94, [νυν άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 207/2009], λόγος που αντλείται από την εταιρική επωνυμία της παρεμβαίνουσας, η οποία καταχωρίσθηκε στην Πολωνία το 1993 και χρησιμοποιείται έκτοτε στις συναλλαγές, λόγω των εξαγωγών προϊόντων προς πλείονα κράτη μέλη, μεταξύ των οποίων καταλέγεται, ιδίως, η Γερμανία.

7        Με δύο αποφάσεις τις οποίες εξέδωσε στις 25 Ιουνίου 2009, το τμήμα ακυρώσεων απέρριψε τις αιτήσεις κηρύξεως ακυρότητας.

8        Στις 27 Αυγούστου 2009 η προσφεύγουσα άσκησε ενώπιον του ΓΕΕΑ δύο προσφυγές κατά των αποφάσεων του τμήματος ακυρώσεων, βάσει των άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009.

9        Με δύο αποφάσεις που εξέδωσε στις 3 Σεπτεμβρίου 2010 (στο εξής: προσβαλλόμενες αποφάσεις), το πρώτο τμήμα προσφυγών δέχθηκε τις προσφυγές, ακύρωσε τις αποφάσεις του τμήματος ακυρώσεων και κήρυξε την ακυρότητα των επίμαχων σημάτων, αποφαινόμενο ότι οι τρεις λόγοι ακυρότητας που επικαλέσθηκε η νυν παρεμβαίνουσα ήταν βάσιμοι.

10      Ειδικότερα, όσον αφορά τον λόγο που αντλείται από το άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 207/2009 (βλ. σκέψη 6, τρίτη περίπτωση, ανωτέρω), το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι η νυν παρεμβαίνουσα απέδειξε τη χρήση στις συναλλαγές, σε διεθνές επίπεδο, του όρου «fagumit» από της 1ης Ιουνίου 1997, διά των εξαγωγών, μεταξύ άλλων, προς τη Γερμανία, βάσει συμφωνίας διανομής που είχε συνάψει με την εταιρία Adamex Handels- u. Transportgesellschaft mbH, της οποίας τη διαχείριση ασκούσε η προσφεύγουσα. Το σημείο αυτό απολαύει προστασίας στη Γερμανία βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, του Markengesetz (γερμανικού νόμου περί σημάτων). Όσον αφορά τον λόγο ακυρότητας που αντλείται από παράβαση του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009 (βλ. σκέψη 6, δεύτερη περίπτωση, ανωτέρω), το τμήμα προσφυγών έκρινε, καταρχάς, ότι το επίμαχο σήμα που προπαρατέθηκε στη σκέψη 3 αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο του πολωνικού σήματος επί του οποίου στηρίζεται η αίτηση κηρύξεως ακυρότητας, ενώ το επίμαχο σήμα που προπαρατέθηκε στη σκέψη 2 αποτελούσε κατ’ ουσίαν ανατύπωση του προηγουμένου σήματος. Εν συνεχεία, δεδομένου ότι στην έννοια των όρων «ειδικός πληρεξούσιος ή αντιπρόσωπος», τους οποίους μνημονεύει το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, εμπίπτει και ο διαχειριστής του ειδικού πληρεξουσίου, του αντιπροσώπου ή του διανομέα και δεδομένου ότι το από 10 Απριλίου 1998 έγγραφο δεν μπορούσε να ερμηνευθεί ως έχον την έννοια ότι με αυτό μεταβιβαζόταν στην προσφεύγουσα το δικαίωμα να ζητήσει την καταχώριση των επίμαχων σημάτων, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι και αυτός ο λόγος ακυρότητας ήταν βάσιμος. Όσον αφορά τον λόγο που αντλείται από το άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009, το τμήμα προσφυγών επισημαίνει ότι, βάσει της προμνημονευθείσας συμφωνίας διανομής, η προσφεύγουσα όφειλε να μεριμνά για την προστασία των εμπορικών συμφερόντων της προσφεύγουσας, την οποία έθεσαν σε κίνδυνο οι αιτήσεις καταχωρίσεως κοινοτικών σημάτων, ενώ βάσει του από 10 Απριλίου 1998 προμνημονευθέντος εγγράφου δεν αποδεικνυόταν ότι η προσφεύγουσα υπέβαλε καλόπιστα τις επίμαχες αιτήσεις καταχωρίσεως. Καθόσον, εξάλλου, κανένα άλλο πραγματικό περιστατικό δεν αποδεικνύει ότι η παρεμβαίνουσα είχε παραιτηθεί των δικαιωμάτων της εκ του σημείου Fagumit ή ότι η προσφεύγουσα είχε ενεργήσει καλόπιστα, και αυτός ο λόγος ακυρότητας κρίθηκε βάσιμος.

 Αιτήματα των διαδίκων

11      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τις προσβαλλόμενες αποφάσεις·

–        να απορρίψει τις αιτήσεις κηρύξεως ακυρότητας·

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα έξοδα της διαδικασίας τόσο ενώπιον του τμήματος ακυρώσεων και του τμήματος προσφυγών όσο και ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

12      Το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει τις προσφυγές·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

13      Αφού οι διάδικοι ανέπτυξαν τις απόψεις τους επί του θέματος αυτού, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι οι υπό κρίση υποθέσεις πρέπει να συνεκδικασθούν προς έκδοση κοινής αποφάσεως, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 50 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

14      Σε καθεμία από τις υπό κρίση υποθέσεις, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αντλούνται, πρώτον, από παράβαση του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009, δεύτερον, από παράβαση του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009 και, τρίτον, από παράβαση του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του εν λόγω κανονισμού.

15      Όπως διατείνεται το ΓΕΕΑ, έκαστος των λόγων ακυρότητας που δέχθηκε το τμήμα προσφυγών αρκεί για την κήρυξη της ακυρότητας των επίμαχων σημάτων. Στο πλαίσιο αυτό, θα εξετασθεί πρώτα ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, σχετικά με τον λόγο ακυρότητας που προβλέπει το άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009.

16      Στο πλαίσιο του λόγου αυτού, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, καταρχάς, ότι το άρθρο 165, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009 απαγορεύει στην παρεμβαίνουσα να επικαλείται προς όφελός της το άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του ιδίου αυτού κανονισμού.

17      Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 165, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009, δεν μπορεί να ζητηθεί η κήρυξη της ακυρότητας κοινοτικού σήματος, βάσει του άρθρου 53, παράγραφοι 1 και 2, του ιδίου αυτού κανονισμού, εφόσον το προγενέστερο δικαίωμα έχει καταχωρισθεί ή κτηθεί ή εφόσον έχει ζητηθεί η καταχώρισή του προ της 1ης Μαΐου 2004 σε κράτος που προσχώρησε στην Ευρωπαϊκή Ένωση την ημερομηνία αυτή.

18      Η διάταξη αυτή σκοπεί να αποκλείσει τη δυνατότητα αμφισβητήσεως κοινοτικού σήματος καταχωρισθέντος ή κατατεθέντος προ της 1ης Μαΐου 2004 απλώς και μόνον λόγω της προσχωρήσεως ορισμένων κρατών στην Ένωση, μολονότι η δυνατότητα αυτή δεν υφίστατο πριν την προσχώρηση αυτή. Η επίμαχη διάταξη δεν σκοπεί επομένως να απαγορεύσει στον δικαιούχο σήματος την υποβολή, μετά την 1η Μαΐου 2004, αιτήσεως για την κήρυξη ακυρότητας την οποία μπορούσε να υποβάλει και προ της ημερομηνίας αυτής.

19      Συναφώς, χωρεί επίκληση του λόγου ακυρότητας που προβλέπει το άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009 εκ μέρους του δικαιούχου του σήματος το οποίο διαλαμβάνεται στο άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού, ακόμη και αν το εν λόγω σήμα έχει καταχωρισθεί μόνο σε χώρα που δεν είναι μέλος της Ένωσης. Συγκεκριμένα, αντιθέτως προς τις παραγράφους 1, 2, 4 και 5 του άρθρου 8 του κανονισμού 207/2009, η παράγραφος 3 του άρθρου αυτού δεν μνημονεύει τα σήματα που έχουν καταχωρισθεί σε κράτος μέλος ή παράγουν αποτελέσματα εντός τέτοιου κράτους. Εξάλλου, εάν η καταχώριση του σήματος σε κράτος μέλος αποτελούσε προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, η διάταξη αυτή θα συνέπιπτε ως προς το περιεχόμενό της με τις παραγράφους 1 και 5 του ιδίου άρθρου. Επιβάλλεται, επομένως, να διαπιστωθεί, όπως διαπίστωσε και το ΓΕΕΑ, ότι η παρεμβαίνουσα είχε το δικαίωμα να υποβάλει τις προμνημονευθείσες στη σκέψη 6 αιτήσεις κηρύξεως ακυρότητας προ της προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Πολωνίας στην Ένωση, οπότε το άρθρο 165, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009 δεν θίγει το βάσιμο των αιτήσεων αυτών ούτε τη νομιμότητα των προσβαλλομένων αποφάσεων.

20      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα εστιάζει την επιχειρηματολογία της στη συγκατάθεση του δικαιούχου του σήματος που προπαρατέθηκε στη σκέψη 6, δεύτερη περίπτωση, χωρίς να αμφισβητήσει ότι είχε την ιδιότητα της ειδικής πληρεξουσίου ή αντιπροσώπου της παρεμβαίνουσας. Στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι έλαβε τη συγκατάθεση της παρεμβαίνουσας πριν υποβάλει τις αιτήσεις που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 1 έως 3 ανωτέρω, βάσει εγγράφου που φέρει την ημερομηνία της 10ης Απριλίου 1998.

21      Το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα αμφισβητούν την εκτίμηση αυτή.

22      Για να εφαρμοσθεί το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009 απαιτείται ο αιτών την καταχώριση του σήματος να είναι ή να υπήρξε ειδικός πληρεξούσιος ή αντιπρόσωπος του δικαιούχου του σήματος, η δε αίτηση καταχωρίσεως να υποβλήθηκε στο όνομα του ειδικού πληρεξουσίου ή του αντιπροσώπου χωρίς τη συγκατάθεση του δικαιούχου και άνευ νομίμου αιτίας δικαιολογούσας τις ενέργειες του ειδικού πληρεξουσίου ή του αντιπροσώπου. Η διάταξη αυτή σκοπεί στην αποτροπή του ενδεχομένου αθέμιτης οικειοποιήσεως σήματος από τον αντιπρόσωπο του δικαιούχου του σήματος αυτού, δεδομένου ότι ο αντιπρόσωπος μπορεί να εκμεταλλευτεί τις γνώσεις και την πείρα που απέκτησε κατά τη διάρκεια της εμπορικής σχέσεως με τον δικαιούχο και, ως εκ τούτου, να αντλήσει αθέμιτο όφελος από τις προσπάθειες που κατέβαλε και την επένδυση στην οποία προέβη ο δικαιούχος του σήματος [απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑6/05, DEF-TEC Defense Technology κατά ΓΕΕΑ – Defense Technology (FIRST DEFENSE AEROSOL PEPPER PROJECTOR), Συλλογή 2006, σ. II‑2671, σκέψη 38].

23      Όσον αφορά το ενδεχόμενο συγκαταθέσεως για την καταχώριση του σήματος στο όνομα του ειδικού πληρεξουσίου ή του αντιπροσώπου, η συγκατάθεση αυτή πρέπει να είναι σαφής, ακριβής και άνευ αιρέσεων (βλ., σχετικώς, προμνημονευθείσα απόφαση FIRST DEFENSE AEROSOL PEPPER PROJECTOR, σκέψη 40). Εν προκειμένω, όμως, επιβάλλεται να επισημανθεί ότι, όπως διαπίστωσε το τμήμα προσφυγών, το από 10 Απριλίου 1998 έγγραφο το οποίο επικαλέσθηκε η προσφεύγουσα δεν πληροί τις προϋποθέσεις αυτές.

24      Ειδικότερα, κατά το έγγραφο αυτό με αποδέκτη την Adamex Industrie GmbH, ο αντιπρόσωπος της παρεμβαίνουσας συμφώνησε προκειμένου το «αυθεντικό έμβλημα» και η «επωνυμία» («Or[i]ginal-Symbol» και «Bezeichnung») της εταιρίας Fagumit να χρησιμοποιούνται κατ’ αποκλειστικότητα («Benutzung» και «Vorbehalt») σε ολόκληρη την Ευρώπη, διευκρίνισε δε ότι, κατ’ αυτόν, η δυνατότητα αυτή αφορούσε τις εταιρίες Fagumit GmbH Deutschland, Fagumit SARL Frankreich και Fagumit Schweiz.

25      Στο πλαίσιο αυτό, πρώτον, πρέπει να επισημανθεί ότι στο επίμαχο έγγραφο δεν γίνεται μνεία της δυνατότητας της προσφεύγουσας να ζητήσει την καταχώριση ως κοινοτικού σήματος του σημείου που προπαρατέθηκε στη σκέψη 2. Πρέπει να επισημανθεί συναφώς ότι στο έγγραφο αυτό δεν μνημονεύεται η προσφεύγουσα, ενώ δεν γίνεται σε αυτό λόγος περί δυνατότητας καταχωρίσεως του εν λόγω σημείου ως κοινοτικού σήματος.

26      Δεύτερον, εφόσον, όπως υποστήριξε η προσφεύγουσα ενώπιον του τμήματος ακυρώσεων και του τμήματος προσφυγών, οι εταιρίες Fagumit Deutschland, Fagumit Frankreich και Fagumit Schweiz δεν είχαν ακόμη συσταθεί κατά τον χρόνο αποστολής του επίμαχου εγγράφου, τότε το έγγραφο αυτό μπορεί ευχερώς να εκληφθεί ως ένδειξη περί του ότι η προσφεύγουσα δεν αντιτασσόταν στο ενδεχόμενο οι εν λόγω εταιρίες να φέρουν την εμπορική επωνυμία Fagumit και να χρησιμοποιούν, ακόμη και κατ’ αποκλειστικότητα, το σχετικό σήμα στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων τους

27      Η προσφεύγουσα δεν μπορεί να στηριχθεί στο γεγονός ότι η παρεμβαίνουσα δεν αντιτάχθηκε στη χρήση του επίμαχου σημείου από άλλες εταιρίες πέραν των μνημονευομένων στο έγγραφο της 10ης Απριλίου 1998. Συναφώς, όπως επισημαίνει η προσφεύγουσα στο σημείο 33 των δικογράφων των προσφυγών της και όπως προκύπτει από τα έγγραφα που προσκόμισε ενώπιον του ΓΕΕΑ, η επίμαχη χρήση εντασσόταν στο πλαίσιο της διαθέσεως στο εμπόριο προϊόντων που κατασκευάζει η παρεμβαίνουσα. Η χρήση αυτή, όμως, εντάσσεται στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ της παρεμβαίνουσας και των διανομέων των προϊόντων της, χωρίς ουδόλως να καταδεικνύει παραίτηση από τα δικαιώματα εκ του σημείου που προπαρατέθηκε στη σκέψη 6, δεύτερη περίπτωση, η οποία θα επέτρεπε στον οποιονδήποτε να ζητήσει την καταχώρισή του ή την καταχώριση του κυρίαρχου στοιχείου του ως κοινοτικού σήματος.

28      Ως εκ τούτου, ουδόλως υπέπεσε σε πλάνη το τμήμα προσφυγών αποφαινόμενο ότι το από 10 Απριλίου 1998 έγγραφο δεν ήταν δυνατό να εκληφθεί ως παρέχον συγκατάθεση στην προσφεύγουσα, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, όσον αφορά την καταχώριση των επίμαχων σημάτων.

29      Στο πλαίσιο αυτό, στερείται εν προκειμένω σημασίας το ότι, όπως υποστήριξε η προσφεύγουσα, οι σχέσεις της με την παρεμβαίνουσα δεν διέπονταν από τυπικότητες, οπότε δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο κατάλογος των επιχειρήσεων που αφορά το έγγραφο της 10ης Απριλίου 1998 είχε εξαντλητικό χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, καθόσον το επίμαχο έγγραφο δεν αποτελεί συγκατάθεση κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, το ανωτέρω επιχείρημα, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, δεν αναιρεί την κρίση του τμήματος προσφυγών.

30      Ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί, ακριβώς όπως, για τους προεκτεθέντες στη σκέψη 15 λόγους, πρέπει να απορριφθούν και οι προσφυγές στο σύνολό τους.

 Επί των δικαστικών εξόδων

31      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα, σύμφωνα με τα σχετικά αιτήματά τους.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Συνεκδικάζει τις υποθέσεις T‑537/10 και T‑538/10 προς έκδοση της παρούσας αποφάσεως.

2)      Απορρίπτει τις προσφυγές.

3)      Η Ursula Adamowski φέρει τα έξοδά της, καθώς και αυτά στα οποία υποβλήθηκαν το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) και η Fabryka Węży Gumowych i Tworzyw Sztucznych Fagumit sp. z o.o. κατά την ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία.

Forwood

Dehousse

Schwarcz

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 29 Νοεμβρίου 2012.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.