Language of document : ECLI:EU:T:2022:295

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 18ης Μαΐου 2022 (*)

«Μέτρα διασφάλισης – Αγορά προϊόντων σιδήρου και χάλυβα – Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2019/159 – Προσφυγή ακυρώσεως – Έννομο συμφέρον – Ενεργητική νομιμοποίηση – Παραδεκτό – Ίση μεταχείριση – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Αρχή της χρηστής διοικήσεως – Καθήκον επιμέλειας – Κίνδυνος πρόκλησης σοβαρής ζημίας – Πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως – Κίνηση έρευνας διασφάλισης – Αρμοδιότητα της Επιτροπής – Δικαιώματα άμυνας»

Στην υπόθεση T‑245/19,

Uzina Metalurgica Moldoveneasca OAO, με έδρα τη Rîbniţa (Μολδαβία), εκπροσωπούμενη από τους P. Vander Schueren και E. Gergondet, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον G. Luengo και την P. Němečková,

καθής,

ΤO ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, M. Jaeger (εισηγητή) και O. Porchia, δικαστές,

γραμματέας: Η. Πολλάλης, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία, ιδίως δε:

–        το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 10 Απριλίου 2019,

–        την ένσταση απαραδέκτου βάσει του άρθρου 130 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου την οποία προέβαλε η Επιτροπή με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 26 Ιουνίου 2019,

–        τις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας επί της εν λόγω ενστάσεως οι οποίες υποβλήθηκαν στις 20 Αυγούστου 2019,

–        τη διάταξη περί συνεκδικάσεως της ενστάσεως απαραδέκτου με την ουσία της υποθέσεως, της 13ης Φεβρουαρίου 2020,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 21ης Σεπτεμβρίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή της βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα, Uzina Metalurgica Moldoveneasca OAO, ζητεί την ακύρωση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2019/159 της Επιτροπής, της 31ης Ιανουαρίου 2019, για την επιβολή οριστικών μέτρων διασφάλισης όσον αφορά τις εισαγωγές ορισμένων προϊόντων σιδήρου και χάλυβα (ΕΕ 2019, L 31, σ. 27, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός), κατά το μέρος που ο εν λόγω κανονισμός εφαρμόζεται στην ίδια.

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Η προσφεύγουσα, εγκατεστημένη στην περιοχή της Υπερδνειστερίας στη Μολδαβία, παράγει δύο κατηγορίες προϊόντων σιδήρου και χάλυβα τα οποία υπόκεινται στα μέτρα διασφάλισης που επιβλήθηκαν κατ’ εφαρμογήν του προσβαλλόμενου κανονισμού: την κατηγορία προϊόντων υπ’ αριθ. 13 (ράβδοι οπλισμού σκυροδέματος) και την κατηγορία προϊόντων υπ’ αριθ. 16 (μη κραματοποιημένο και άλλο κραματοποιημένο χονδρόσυρμα).

3        Στις 28 Απριλίου 2016, δεδομένης της καταστάσεως του κλάδου παραγωγής χάλυβα και σιδήρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2016/670, για τη θέσπιση εκ των προτέρων ενωσιακής επιτήρησης στις εισαγωγές ορισμένων προϊόντων σιδήρου και χάλυβα καταγωγής ορισμένων τρίτων χωρών (ΕΕ 2016, L 115, σ. 37).

4        Στις 23 Μαρτίου 2018 οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής επέβαλαν εισαγωγικούς δασμούς βάσει του άρθρου 232 του Trade Expansion Act (νόμου για την ανάπτυξη του εμπορίου) (στο εξής: άρθρο 232).

5        Στις 26 Μαρτίου 2018, βάσει των στατιστικών στοιχείων που συνελέγησαν κατόπιν της εφαρμογής των μέτρων επιτήρησης, η Επιτροπή κίνησε έρευνα διασφάλισης προκειμένου να εξετάσει την κατάσταση διαφόρων κατηγοριών προϊόντων σιδήρου και χάλυβα.

6        Η Επιτροπή, καθόσον η ανάλυση των στοιχείων την οδήγησε στο προσωρινό συμπέρασμα ότι υπήρχε κίνδυνος πρόκλησης σοβαρής ζημίας στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής σιδήρου και χάλυβα όσον αφορά 23 από τις 26 κατηγορίες προϊόντων για τις οποίες διαπιστώθηκε κατόπιν της έρευνας αύξηση των εισαγωγών, εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2018/1013, της 17ης Ιουλίου 2018, για την επιβολή προσωρινών μέτρων διασφάλισης όσον αφορά τις εισαγωγές ορισμένων προϊόντων χάλυβα (ΕΕ 2018, L 181, σ. 39, στο εξής: προσωρινός κανονισμός).

7        Στις 31 Ιανουαρίου 2019 η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι συνέτρεχε κίνδυνος πρόκλησης σοβαρής ζημίας στον κλάδο παραγωγής σιδήρου και χάλυβα της Ένωσης όσον αφορά 26 κατηγορίες προϊόντων σιδήρου και χάλυβα, εξέδωσε τον προσβαλλόμενο κανονισμό, με τον οποίο θεσπίστηκαν οριστικά μέτρα διασφάλισης για χρονική περίοδο τριών ετών υπό τη μορφή ειδικών δασμολογικών ποσοστώσεων ανά κατηγορία, των οποίων το ποσοτικό ανώτατο όριο καθορίστηκε στον μέσο όρο των εισαγωγών από τις οικείες χώρες κατά την περίοδο 2015-2017, προσαυξημένο κατά 5 %, ώστε να διασφαλιστεί η διατήρηση των παραδοσιακών εμπορικών ροών και η επαρκής στήριξη των υφιστάμενων εντός της Ένωσης χρηστών και του εισαγωγικού κλάδου της.

8        Αντιθέτως προς την κρατούσα στο πλαίσιο των προσωρινών μέτρων διασφάλισης κατάσταση, ο προσβαλλόμενος κανονισμός καθόρισε ειδικές ανά χώρα δασμολογικές ποσοστώσεις για τις χώρες με σημαντικό προμηθευτικό ενδιαφέρον (δηλαδή τις χώρες με ποσοστό εισαγωγών υπέρτερο του 5 % για την υπό εξέταση κατηγορία προϊόντων). Θεσπίστηκε επίσης «εναπομένουσα» δασμολογική ποσόστωση για τις άλλες χώρες-εξαγωγείς προς την Ένωση. Η Επιτροπή θεώρησε επίσης ότι, όταν μία προμηθεύτρια χώρα έχει εξαντλήσει την ειδική της δασμολογική ποσόστωση, πρέπει να της επιτρέπεται να έχει πρόσβαση στην εναπομένουσα δασμολογική ποσόστωση, προκειμένου να διασφαλιστεί η διατήρηση των παραδοσιακών εμπορικών ροών αλλά και για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο, κατά περίπτωση, να παραμείνουν αχρησιμοποίητα μέρη της εναπομένουσας δασμολογικής ποσόστωσης.

9        Επομένως, οι χώρες εξαγωγείς με σημαντικό προμηθευτικό ενδιαφέρον –όπως η Μολδαβία όσον αφορά τις κατηγορίες προϊόντων υπ’ αριθ. 13 και 16– έχουν, καταρχήν, τη δυνατότητα να δραστηριοποιούνται βάσει δύο διαφορετικών συστημάτων. Πρώτον, μπορούν να συνεχίσουν να συναλλάσσονται βάσει του ειδικού ανά χώρα ανώτατου ποσοτικού ορίου που διαμορφώνεται με βάση τις ατομικές παραδοσιακές εμπορικές ροές τους μεταξύ 2015 και 2017, προσαυξημένο κατά 5 %, και, δεύτερον, μετά τη συμπλήρωση αυτού του ειδικού ποσοτικού ορίου ανά χώρα, μπορούν να συνεχίσουν να εξάγουν στην Ένωση υπό τον όρο ότι δεν υπερβαίνουν το ανώτατο όριο της εναπομένουσας ποσόστωσης erga omnes. Μόνο εφόσον επιτευχθούν και τα δύο ανώτατα όρια αρχίζει να εφαρμόζεται στις εισαγωγές αυτές ο εκτός ποσόστωσης δασμός του 25 %.

10      Κατά την Επιτροπή, αφενός, τα μέτρα που ελήφθησαν εν προκειμένω αποσκοπούν στο να καταστήσουν δυνατή την απελευθέρωση των παραδοσιακών εμπορικών ροών από πρόσθετη προστασία, ώστε να υπάρχει επαρκής προσφορά και ανταγωνισμός στην αγορά της Ένωσης, και, αφετέρου, τα επίπεδα των δασμολογικών ποσοστώσεων καθορίζονται κατά τρόπον ώστε να αποτρέπεται οποιαδήποτε εκτροπή του εμπορίου, προκύπτουσα στο πλαίσιο των μέτρων που λαμβάνονται βάσει του άρθρου 232, η οποία θα μπορούσε να έχει αρνητικές συνέπειες στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. Επομένως, ο εκτός ποσόστωσης δασμός θα εφαρμοζόταν καταρχήν μόνον εάν η εκτροπή του εμπορίου λόγω των μέτρων που έλαβαν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής προκαλούσε τη μετάβαση από μια κατάσταση κινδύνου πρόκλησης σοβαρής ζημίας σε μια κατάσταση σοβαρής ζημίας. Συναφώς, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι ειδικές ανά χώρα δασμολογικές ποσοστώσεις που απαριθμούνται στο παράρτημα IV, σημείο 1, του προσβαλλόμενου κανονισμού καθορίστηκαν κατά τρόπον ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι επιπτώσεις των μέτρων διασφάλισης στις συνήθεις εμπορικές ροές, μεταξύ άλλων, από τη Μολδαβία.

11      Από την έναρξη ισχύος του προσβαλλόμενου κανονισμού στις 2 Φεβρουαρίου 2019 έως τις 30 Ιουνίου 2021, τα μέτρα επρόκειτο να επανεξετάζονταν τακτικά και να ελευθερώνονταν προοδευτικά, σε τακτά χρονικά διαστήματα, κατά τρόπο ώστε τα ποσοτικά κατώτατα όρια να διευρύνονται σταδιακά για να μπορέσει να προσαρμοστεί ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης.

 Αιτήματα των διαδίκων

12      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή·

–        να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό, κατά το μέρος που την αφορά·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

13      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού

14      Με χωριστό δικόγραφο, η Επιτροπή αμφισβήτησε το παραδεκτό της προσφυγής προβάλλοντας ότι η προσφεύγουσα δεν πληροί ούτε τις προϋποθέσεις περί έννομου συμφέροντος ούτε τις προϋποθέσεις περί ενεργητικής νομιμοποιήσεως.

 Επί της εκπρόθεσμης υποβολής της ενστάσεως απαραδέκτου από την Επιτροπή

15      Προκαταρκτικώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ένσταση απαραδέκτου πρέπει να απορριφθεί διότι υποβλήθηκε μετά την παρέλευση της προθεσμίας του άρθρου 81 του Κανονισμού Διαδικασίας.

16      Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι, προκειμένου να τηρηθεί η ισχύουσα για την υποβολή ενστάσεως απαραδέκτου προθεσμία, η Επιτροπή όφειλε να είχε υποβάλει την ένστασή της το αργότερο έως τις 25 Ιουνίου 2019.
Η προσφεύγουσα σημειώνει ότι η ένσταση απαραδέκτου κατατέθηκε στις 26 Ιουνίου 2019.

17      Το επιχείρημα της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί καθόσον στηρίζεται σε εσφαλμένη κατανόηση των κανόνων που διέπουν τον υπολογισμό των εφαρμοστέων στην παρούσα διαδικασία προθεσμιών.

18      Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 130, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, αίτηση με την οποία ζητείται από το Γενικό Δικαστήριο να κρίνει επί του απαραδέκτου της προσφυγής πρέπει να υποβάλλεται εντός της προθεσμίας του άρθρου 81 του Κανονισμού Διαδικασίας, ήτοι εντός δύο μηνών από την επίδοση του δικογράφου της προσφυγής.

19      Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 58, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, οι προθεσμίες που προσδιορίζονται σε μήνες λήγουν με την παρέλευση της αντίστοιχης ημερομηνίας του τελευταίου μήνα με την ημερομηνία κατά την οποία διενεργήθηκε η πράξη που αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας. Εξάλλου, κατά το άρθρο 60 του Κανονισμού Διαδικασίας, οι δικονομικές προθεσμίες παρεκτείνονται λόγω αποστάσεως κατά δέκα ημέρες κατ’ αποκοπή.

20      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η Επιτροπή παρέλαβε το δικόγραφο της προσφυγής στις 16 Απριλίου 2019. Επομένως, βάσει του άρθρου 58, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, η δίμηνη προθεσμία του άρθρου 81 του Κανονισμού Διαδικασίας εκτείνεται έως τις 16 Ιουνίου 2019. Η προθεσμία δε αυτή, παρεκτεινόμενη κατά δέκα ημέρες λόγω αποστάσεως σύμφωνα με το άρθρο 60 του Κανονισμού Διαδικασίας, έληγε στις 26 Ιουνίου 2019.

21      Ως εκ τούτου, η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 26 Ιουνίου 2019, δεν υποβλήθηκε εκπρόθεσμα.

 Επί του εννόμου συμφέροντος

22      Πρώτον, η Επιτροπή αμφισβητεί το έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας για την άσκηση της προσφυγής με το σκεπτικό ότι οι επιχειρηματικές της δραστηριότητες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του προσβαλλόμενου κανονισμού.

23      Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν παράγει κανένα δεσμευτικό αποτέλεσμα στη Μολδαβία όσον αφορά τις καθημερινές εργασίες ή δραστηριότητες της προσφεύγουσας. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή θεωρεί ότι, καθόσον η προσφεύγουσα είναι απλώς παραγωγός εγκατεστημένη εκτός του εδάφους της Ένωσης, οι δραστηριότητές της δεν καλύπτονται από τον προσβαλλόμενο κανονισμό, το πεδίο εφαρμογής του οποίου περιορίζεται στο έδαφος της τελωνειακής ένωσης.

24      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί τα επιχειρήματα της Επιτροπής.

25      Συναφώς, προς απόρριψη του επιχειρήματος αυτού, αρκεί η επισήμανση ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή αναγνώρισε ότι από τα έγγραφα που προσκομίστηκαν κατά την έγγραφη διαδικασία προέκυπτε ότι οι επιχειρηματικές δραστηριότητες της προσφεύγουσας περιλάμβαναν εκείνη του εξαγωγέα ορισμένων κατηγοριών των επίμαχων προϊόντων προς την Ένωση.

26      Δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα δεν θα μπορούσε να αποκομίσει κανένα προσωπικό όφελος από την ευδοκίμηση της προσφυγής της, δεδομένου ότι τυχόν ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού δεν θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την εξάλειψη της ζημίας την οποία επικαλείται. Συναφώς, η Επιτροπή αρνείται ότι η προσφεύγουσα έχει γεγενημένο και ενεστώς έννομο συμφέρον, στον βαθμό που ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν εμποδίζει την εξαγωγή του υπό εξέταση προϊόντος από τη Μολδαβία προς την Ένωση.

27      Καταρχάς, προς στήριξη του επιχειρήματός της, η Επιτροπή, αφενός, υπενθυμίζει ότι ο εκτός ποσοστώσεως δασμός ύψους 25 % εφαρμόζεται μόνον όταν έχουν εξαντληθεί τόσο η ειδική δασμολογική ποσόστωση ανά χώρα όσο και η εναπομένουσα ποσόστωση. Αφετέρου, διευκρινίζει ότι, κατά τον χρόνο άσκησης της προσφυγής, η ποσοτική συνιστώσα των ποσοστώσεων που εισήγαγε ο προσβαλλόμενος κανονισμός για τις κατηγορίες προϊόντων υπ’ αριθ. 13 και 16, στο μέτρο που αφορούσε τη Μολδαβία, δεν είχε εξαντληθεί. Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να αντλήσει κανένα όφελος από την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού, εφόσον αυτός δεν έχει ακόμη παραγάγει έννομα αποτελέσματα έναντι αυτής.

28      Ακολούθως, η Επιτροπή προσθέτει ότι ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας, προς απόδειξη του εννόμου συμφέροντός της για την άσκηση της προσφυγής, σχετικά με την απλή δυνατότητα επιβολής δασμού εκτός ποσοστώσεως συνιστά υποθετικό επιχείρημα. Συναφώς, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, λόγω της επανεξέτασης των ποσοτικών ορίων που προβλέπονται στον προσβαλλόμενο κανονισμό, δεν υφίσταται καν βεβαιότητα ότι θα πραγματοποιηθεί το ενδεχόμενο αυτό, ενώ η εν λόγω βεβαιότητα αποτελεί προϋπόθεση που απαιτείται από τη νομολογία, αν το έννομο συμφέρον που επικαλείται ο προσφεύγων αφορά μελλοντική νομική κατάσταση.

29      Τέλος, η Επιτροπή εκτιμά ότι από τη σχετική νομολογία συνάγεται ότι τυχόν προσωπική έννομη συνέπεια απορρέουσα από τον προσβαλλόμενο κανονισμό μπορεί να διαπιστωθεί μόνο για τις οντότητες που αποτελούν το αντικείμενο των εκτελεστικών μέτρων εφαρμογής του προσβαλλόμενου κανονισμού, ήτοι για τους εισαγωγείς του υπό εξέταση προϊόντος που είναι εγκατεστημένοι εντός της Ένωσης για τους οποίους εκδίδονται από τις αρχές των κρατών μελών τελωνειακά τιμολόγια με τα οποία επιβάλλεται εκτός ποσοστώσεως δασμός ύψους 25 %. Επομένως, η προσφεύγουσα δεν οφείλει να καταβάλει τον εκτός ποσοστώσεως δασμό κατά την εισαγωγή του υπό εξέταση προϊόντος στην Ένωση.

30      Ως εκ τούτου, η Επιτροπή συνάγει ότι τυχόν ευδοκίμηση της προσφυγής της προσφεύγουσας δεν μπορεί να επάγεται πλεονέκτημα συνιστάμενο στην εξάλειψη των έννομων συνεπειών που απορρέουν από τον προσβαλλόμενο κανονισμό και οι οποίες θα προέκυπταν μετά την εξάντληση του ποσοτικού ορίου που προβλέπει ο κανονισμός.

31      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί τα επιχειρήματα της Επιτροπής.

32      Κατά πάγια νομολογία, το έννομο συμφέρον συνιστά την ουσιώδη και κύρια προϋπόθεση της προσφυγής στη δικαιοσύνη. Επομένως, προσφυγή ακυρώσεως ασκηθείσα από φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι παραδεκτή μόνον κατά το μέτρο που ο προσφεύγων έχει συμφέρον να επιτύχει την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως. Το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος προϋποθέτει ότι η ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως είναι, αυτή καθεαυτήν, ικανή να επάγεται έννομες συνέπειες και, συνεπώς, ότι η προσφυγή μπορεί, με το αποτέλεσμά της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε και ότι ο διάδικος αυτός έχει αποδεδειγμένα γεγενημένο και ενεστώς έννομο συμφέρον για την ακύρωση της εν λόγω πράξεως (βλ. απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2015, HSH Investment Holdings CoinvesT‑C και HSH Investment Holdings FSO κατά Επιτροπής, T‑499/12, EU:T:2015:840, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

33      Από τον μηχανισμό δε που θέσπισε ο προσβαλλόμενος κανονισμός προκύπτει ότι το νομικό καθεστώς που εφαρμόζεται επί των εξαγωγών των προϊόντων της προσφεύγουσας προς την Ένωση είναι λιγότερο ευνοϊκό από εκείνο που ίσχυε για την προσφεύγουσα πριν από την έκδοση του κανονισμού.

34      Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων και χωρίς να απαιτείται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί της αποδεικτικής αξίας των αριθμητικών στοιχείων που προσκόμισαν οι διάδικοι ως προς την εξάντληση των ποσοστώσεων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εν μέρει ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού με απόφαση ευνοϊκή για την προσφεύγουσα δύναται, αυτή καθεαυτήν, να επιφέρει έννομες συνέπειες και θα ήταν πρόσφορη, ως εκ του αποτελέσματός της, να προσπορίσει όφελος στην προσφεύγουσα, η οποία, ως εκ τούτου, έχει έννομο συμφέρον.

 Επί της ενεργητικής νομιμοποιήσεως

35      Κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προβλέπει δύο περιπτώσεις στις οποίες αναγνωρίζεται σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο έννομο συμφέρον να ασκήσει προσφυγή κατά πράξεως της οποίας δεν είναι αποδέκτης. Αφενός, προσφυγή μπορεί να ασκηθεί υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω πράξη αφορά το πρόσωπο άμεσα και ατομικά. Αφετέρου, το εν λόγω πρόσωπο μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά κανονιστικής πράξεως για την εφαρμογή της οποίας δεν απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα εάν η πράξη αυτή το αφορά άμεσα (βλ. αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2019, Pebagua κατά Επιτροπής, C‑204/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:425, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 11ης Ιουλίου 2019, Air France κατά Επιτροπής, T‑894/16, EU:T:2019:508, σκέψη 24).

36      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα κατ’ ουσίαν υποστηρίζει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός την αφορά άμεσα και ατομικά, καθόσον, δεδομένου ότι είναι ο μοναδικός μεγάλος παραγωγός-εξαγωγέας του υπό εξέταση προϊόντος στη Μολδαβία, σαφώς εντάσσεται στην περιορισμένη κατηγορία των εμπόρων που προσδιορίζονταν ή μπορούσαν να προσδιοριστούν κατά τον χρόνο εκδόσεως του προσβαλλόμενου κανονισμού.

37      Η Επιτροπή διατείνεται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν αφορά την προσφεύγουσα ούτε άμεσα ούτε ατομικά και ότι, ως εκ τούτου, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα δεν δύναται να ασκήσει προσφυγή με αίτημα την ακύρωση του εν λόγω κανονισμού βάσει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

–       Άμεσος επηρεασμός

38      Η προϋπόθεση κατά την οποία το προσβαλλόμενο με την προσφυγή μέτρο πρέπει να αφορά άμεσα ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο απαιτεί να συντρέχουν σωρευτικώς δύο κριτήρια, δηλαδή το προσβαλλόμενο μέτρο πρέπει, αφενός, να επάγεται άμεσα αποτελέσματα επί της έννομης καταστάσεως του προσώπου αυτού και, αφετέρου, να μην καταλείπει εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες που είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του, η οποία έχει καθαρά αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από τη σχετική ρύθμιση της Ένωσης, χωρίς να παρεμβάλλεται η εφαρμογή άλλων κανόνων (βλ. απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2020, Changmao Biochemical Engineering κατά Distillerie Bonollo κ.λπ., C‑461/18 P, EU:C:2020:979, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

39      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, στην υπό κρίση περίπτωση, δεν συντρέχουν στο πρόσωπο της προσφεύγουσας οι προϋποθέσεις περί άμεσου επηρεασμού.

40      Καταρχάς, η Επιτροπή, προς απόδειξη του ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν επάγεται αποτελέσματα επί της έννομης καταστάσεως της προσφεύγουσας, προβάλλει τέσσερα επιχειρήματα: πρώτον, κανένα έννομο αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε να επάγεται ο εν λόγω κανονισμός, παρά μόνον εάν και τουλάχιστον μέχρι του χρονικού σημείου όπου θα έχει εξαντληθεί η συνιστώσα ποσοστώσεως του προσβαλλομένου κανονισμού και θα έχει επιβληθεί ο εκτός ποσοστώσεως δασμός. Δεύτερον, ακόμη και αν ένα τέτοιο έννομο αποτέλεσμα απέρρεε από την ύπαρξη και μόνον του εν λόγω κανονισμού, η προσφεύγουσα δεν επηρεάζεται νομικώς, διότι η πράξη αυτή δεν παράγει έννομα αποτελέσματα στη Μολδαβία αλλά μόνον εντός της Ένωσης. Τρίτον, τα έννομα αποτελέσματα που απορρέουν από τον προσβαλλόμενο κανονισμό μπορούν να προκύψουν αποκλειστικά κατόπιν της εφαρμογής του κανονισμού από τις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών και, επομένως, επέρχονται μόνο σε εισαγωγέα που έχει ενημερωθεί για το ύψος της τελωνειακής οφειλής. Τέταρτον και εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα δεν εξήγαγε στην πραγματικότητα τις κατηγορίες των υπό εξέταση προϊόντων κατά τη διάρκεια της έρευνας αλλά ενήργησε απλώς ως παραγωγός των προϊόντων αυτών, γεγονός που αποκλείει οποιονδήποτε άμεσο νομικό επηρεασμό.

41      Εν συνεχεία, προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη εκτελεστικών μέτρων, η Επιτροπή υποστηρίζει, αφενός, ότι δεν ασκεί επιρροή το εάν τα εν λόγω μέτρα έχουν ή όχι αυτόματο χαρακτήρα και, αφετέρου, ότι, στον τομέα της εφαρμογής της κοινής εμπορικής πολιτικής, η ύπαρξη εκτελεστικών μέτρων έχει ιδιαίτερη σημασία, δεδομένου ότι τα αποτελέσματα του προσβαλλόμενου κανονισμού επέρχονται μόνο μέσω των μέτρων αυτών. Προσθέτει δε ότι, ως εκ τούτου, ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο δύναται να προσβάλει το μέτρο ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

42      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί τα επιχειρήματα της Επιτροπής.

43      Καταρχάς, τα επιχειρήματα της Επιτροπής ότι δεν υφίσταται άμεσος επηρεασμός εκ του λόγου ότι η προσφεύγουσα ενεργεί αποκλειστικά ως παραγωγός είναι απορριπτέα, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη σκέψη 25 ανωτέρω.

44      Ακολούθως, ο προσβαλλόμενος κανονισμός επάγεται άμεσα αποτελέσματα επί της έννομης καταστάσεως της προσφεύγουσας. Συγκεκριμένα, καθορίζει το νομικό πλαίσιο και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η προσφεύγουσα δύναται να εξάγει προς την Ένωση, από απόψεως όγκου και τιμών, δεδομένου ότι τα προϊόντα της υπόκεινται εφεξής σε σύστημα ποσοστώσεων και δεν τίθενται πλέον σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Ένωσης, πράγμα που δεν απαιτεί ούτε τη κατανομή ποσοτήτων ούτε την έγκριση της Επιτροπής. Στο πλαίσιο ενός τέτοιου συστήματος ποσοστώσεων, η δυνατότητα της προσφεύγουσας να κάνει χρήση της ποσόστωσης με μηδενικό δασμό εξαρτάται από την κατανομή της ποσόστωσης αυτής στα προϊόντα της από την Επιτροπή.

45      Τέλος, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι η απαίτηση να μην απαιτούνται για την εφαρμογή της εκδοθείσας πράξης εκτελεστικά μέτρα δεν πρέπει να συγχέεται με την προϋπόθεση περί άμεσου επηρεασμού (πρβλ. διάταξη της 4ης Δεκεμβρίου 2013, Forgital Italy κατά Συμβουλίου, T‑438/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:648, σκέψη 54) και, αφετέρου, ότι, στο πλαίσιο της αναλύσεως του άμεσου επηρεασμού της προσφεύγουσας, απλώς και μόνον η ύπαρξη εκτελεστικών μέτρων δεν αρκεί για να αποκλειστεί ο επηρεασμός αυτός, δεδομένου ότι το κρίσιμο νομικό κριτήριο είναι ακριβώς ότι δεν καταλείπεται καμία εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες της επίμαχης πράξεως, που είναι επιφορτισμένοι με την εκτέλεσή της (πρβλ. διάταξη της 14ης Ιανουαρίου 2015, SolarWorld κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑507/13, EU:T:2015:23, σκέψη 40).

46      Εν προκειμένω, ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν καταλείπει καμία εξουσία εκτιμήσεως στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο πλαίσιο της θέσεως σε εφαρμογή των μέτρων διασφάλισης [βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 3ης Δεκεμβρίου 2020, Changmao Biochemical Engineering κατά Distillerie Bonollo κ.λπ., C‑461/18 P, EU:C:2020:979, σκέψη 59, και της 12ης Δεκεμβρίου 2014, Crown Equipment (Suzhou) και Crown Gabelstapler κατά Συμβουλίου, T‑643/11, EU:T:2014:1076, σκέψη 28 (μη δημοσιευθείσα)], δεδομένου ότι οι αρμόδιες αρχές υποχρεούνται να επιβάλουν πρόσθετο δασμό ύψους 25 % μετά την εξάντληση των δασμολογικών ποσοστώσεων [βλ. άρθρα 49 έως 54 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/2447 της Επιτροπής, της 24ης Νοεμβρίου 2015, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής ορισμένων διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 2015, L 343, σ. 558), καθώς και τα άρθρα 1 και 3 του προσβαλλόμενου κανονισμού].

47      Κατά συνέπεια, συνάγεται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορά άμεσα την προσφεύγουσα.

–       Ατομικός επηρεασμός

48      Δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις άμεσου και ατομικού επηρεασμού είναι σωρευτικές (απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψη 76), πρέπει επίσης, προκειμένου να κριθεί παραδεκτή η προσφυγή της προσφεύγουσας, ο προσβαλλόμενος κανονισμός να την αφορά και ατομικά.

49      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι στο πρόσωπο της προσφεύγουσας δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις περί ατομικού επηρεασμού.

50      Πρώτον, η Επιτροπή υπογραμμίζει, αφενός, ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός συνιστά πράξη γενικής ισχύος η οποία απαιτεί να τεθούν σε ισχύ τα εκτελεστικά μέτρα (τα οποία λαμβάνονται από τις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών) και η οποία αφορά σχεδόν απεριόριστο αριθμό προσώπων (erga omnes) και, αφετέρου, ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορά εξίσου κάθε πρόσωπο στη Μολδαβία και στην Ένωση που επιθυμεί να εξαγάγει ή να εισαγάγει το υπό εξέταση προϊόν από τη Μολδαβία ή μέσω της Μολδαβίας. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός εφαρμόζεται βάσει μιας αντικειμενικώς προσδιοριζομένης καταστάσεως η οποία δεν παρουσιάζει χαρακτηριστικά που να καθιστούν δυνατή οποιαδήποτε εξατομίκευση.

51      Δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν έχει υβριδικό χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι περιλαμβάνει ατομικές αποφάσεις που εξατομικεύουν την προσφεύγουσα και δημιουργούν με τον τρόπο αυτό ορισμένη «κλάση». Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, μολονότι o συγκεκριμένος χαρακτήρας έχει αναγνωριστεί στην περίπτωση των κανονισμών αντιντάμπινγκ και των κανονισμών κατά των επιδοτήσεων, εντούτοις μια τέτοια αναγνώριση βασίζεται σε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των κανονισμών αυτών (συγκεκριμένα στον ατομικό και προσωπικό καθορισμό του ύψους του δασμού αντιντάμπινγκ ή του αντισταθμιστικού δασμού για κάθε έμπορο ή παραγωγό-εξαγωγέα με βάση τα δικά του και μόνο ατομικά στοιχεία), τα οποία δεν απαντώνται στους κανονισμούς περί επιβολής μέτρων διασφάλισης, σκοπός των οποίων είναι η προστασία της αγοράς σιδήρου και χάλυβα της Ένωσης από τυχόν αιφνίδια αύξηση των εισαγωγών.

52      Τρίτον, η Επιτροπή εκτιμά ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός σε καμία περίπτωση δεν «επιλέγει» μια κλάση και ότι μια τέτοια κλάση δεν «επιλέγεται» ούτε από τις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών που θέτουν σε εφαρμογή τον εν λόγω κανονισμό. Επισημαίνει ότι το γεγονός ότι ορισμένες κατηγορίες προϊόντων σιδήρου και χάλυβα καταγωγής ορισμένου αριθμού χωρών μνημονεύονται στον προσβαλλόμενο κανονισμό απλώς καθορίζει, κατά τρόπο αντικειμενικά προσδιορισμένο, τις νομοθετικές προϋποθέσεις για την εισαγωγή των προϊόντων αυτών στην Ένωση. Τούτου δοθέντος, το ζήτημα εάν ο εν λόγω κανονισμός καθορίζει ή όχι, με μεγαλύτερη ή μικρότερη ακρίβεια, τον αριθμό ή ακόμη και την ταυτότητα των οικονομικών φορέων στους οποίους εφαρμόζεται το μέτρο δεν μεταβάλλει τη μορφή του μέτρου, το οποίο παραμένει πράξη γενικής ισχύος, ούτε εξατομικεύει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την εν λόγω «κλάση». Οποιοσδήποτε επιθυμεί και είναι σε θέση να εξαγάγει το υπό εξέταση προϊόν από τη Μολδαβία θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να ενταχθεί στην «κλάση» των εξαγωγέων και εμπόρων των κατηγοριών προϊόντων υπ’ αριθ. 13 και 16 και θα μπορούσε επίσης να το πράξει από την πλευρά των εισαγωγέων της Ένωσης.

53      Η Επιτροπή θεωρεί ότι η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι είναι αδύνατη η εν μέρει ακύρωση της εν λόγω πράξεως ως προς ένα πρόσωπο ή μια εξατομικευμένη κατηγορία προσώπων, στον βαθμό που το μέτρο διασφάλισης εφαρμόζεται με βάση τις εισαγωγές από όλες τις χώρες και όχι από ορισμένες επιχειρήσεις ή συγκεκριμένες χώρες.

54      Τέταρτον, κατά την Επιτροπή, ακόμη και αν υπήρχε ένα είδος «κλάσεως» ειδικής για τη Μολδαβία, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η προσφεύγουσα εκπροσωπεί τα συμφέροντα του συνόλου της εν λόγω «κλάσεως». Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή αμφισβητεί όχι μόνον το γεγονός ότι η προσφεύγουσα είναι παραγωγός-εξαγωγέας, αλλά και το γεγονός ότι, όπως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, όλες οι περιεχόμενες στον προσβαλλόμενο κανονισμό αναφορές σε εισαγωγές από τη Μολδαβία αποτελούν de facto αναφορές στην προσφεύγουσα.

55      Πέμπτον, η Επιτροπή εκτιμά ότι στις έρευνες διασφάλισης έχει εφαρμογή η νομολογία κατά την οποία η απλή συμμετοχή σε διαδικασία που διεξάγεται από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν σημαίνει ότι η πράξη που θεσπίζεται μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας αφορά το συμμετέχον πρόσωπο. Κατά συνέπεια, η έστω και «ενεργή» συμμετοχή της προσφεύγουσας στην έρευνα δεν συνεπάγεται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός την εξατομικεύει. Επομένως, εξατομίκευση του οικείου οικονομικού φορέα θα προέκυπτε μόνον κατά τη λήψη του εθνικού εκτελεστικού μέτρου από τις τελωνειακές αρχές, οπότε αυτός θα μπορούσε να προσβάλει το οικείο μέτρο ενώπιον των δικαστηρίων των οικείων κρατών μελών.

56      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί τα επιχειρήματα της Επιτροπής.

57      Κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ επιτρέπει σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο να ασκεί προσφυγή κατά πράξεων γενικής ισχύος, όπως είναι ο κανονισμός, μόνον όταν, επιπλέον της περιπτώσεως που αφορά άμεσα τα πρόσωπα αυτά, τα θίγει επίσης λόγω ορισμένων ξεχωριστών ιδιοτήτων τους ή μιας πραγματικής καταστάσεως που τα χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και, ως εκ τούτου, τα εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν ενός αποδέκτη αποφάσεως (αποφάσεις της 25ης Ιουλίου 2002, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, C‑50/00 P, EU:C:2002:462, σκέψη 36, και της 10ης Απριλίου 2003, Επιτροπή κατά Nederlandse Antillen, C‑142/00 P, EU:C:2003:217, σκέψη 65). Με άλλα λόγια, οι προβαλλόμενες από την προσφεύγουσα παραβάσεις πρέπει να είναι ικανές να την εξατομικεύουν κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη της πράξεως (πρβλ. διάταξη της 8ης Μαΐου 2019, Carvalho κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, T‑330/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:324, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

58      Κατά πρώτον, πρέπει να απορριφθούν οι ενστάσεις της Επιτροπής που ερείδονται στη φύση των κανονισμών που θεσπίζουν μέτρα διασφάλισης.

59      Ειδικότερα, το γεγονός, καταρχάς, ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός έχει, ως εκ της φύσεώς του, erga omnes αποτελέσματα δεν αποκλείει το ενδεχόμενο μια τέτοιου είδους πράξη να περιλαμβάνει μέτρα τα οποία εφαρμόζονται ατομικά επί ορισμένων οικονομικών φορέων (πρβλ. διάταξη της 30ής Απριλίου 2003, VVG International κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑155/02, EU:T:2003:125, σκέψεις 40 έως 42). Επομένως, ναι μεν η εφαρμογή του προσβαλλόμενου κανονισμού γίνεται βάσει μιας αντικειμενικώς προσδιοριζομένης καταστάσεως, πλην όμως η προσφεύγουσα δύναται να προσκομίσει στοιχεία ικανά να την εξατομικεύσουν κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη της πράξεως.

60      Εν συνεχεία, το γεγονός ότι, όσον αφορά κανονισμό που θεσπίζει μέτρα διασφάλισης, απουσιάζει το στοιχείο βάσει του οποίου θα αναγνωριζόταν ο υβριδικός χαρακτήρας των κανονισμών αντιντάμπινγκ και των κανονισμών κατά των επιδοτήσεων, ήτοι η χρησιμοποίηση αριθμητικών στοιχείων των ίδιων των φορέων, οι οποίοι ως εκ τούτου εξατομικεύονται, δεν αποκλείει την ύπαρξη ξεχωριστών ιδιοτήτων που χαρακτηρίζουν την προσφεύγουσα ή μιας πραγματικής καταστάσεως που τη διαφοροποιεί από όλα τα άλλα πρόσωπα και την εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη.

61      Συναφώς, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η συμμετοχή μιας επιχείρησης σε έρευνα δεν σημαίνει ότι η συμμετέχουσα επιχείρηση θίγεται ατομικά από την πράξη. Μολονότι η απλή συμμετοχή δεν αρκεί αφ’ εαυτής, εντούτοις δεν στερείται σημασίας στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του ατομικού επηρεασμού (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 1996, Sinochem Heilongjiang κατά Συμβουλίου, T‑161/94, EU:T:1996:101, σκέψεις 47 και 48). Εν προκειμένω, και όπως αναγνωρίζει η Επιτροπή, η προσφεύγουσα ήταν ο μόνος παραγωγός από τη Μολδαβία ο οποίος συνεργάστηκε για τους σκοπούς της έρευνας που κατέληξε στην επιβολή των επίμαχων μέτρων.

62      Τέλος, όσον αφορά τις εκτιμήσεις της Επιτροπής σχετικά με την ύπαρξη εκτελεστικών μέτρων (βλ. σκέψη 55 in fine ανωτέρω), επισημαίνεται ότι ο ατομικός επηρεασμός ενός προσφεύγοντος πρέπει να αξιολογείται με βάση τα κριτήρια που ορίζονται στη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 57 ανωτέρω και ότι μια τέτοια αξιολόγηση δεν αναφέρεται στην ύπαρξη εκτελεστικών μέτρων. Κατά συνέπεια, οι εν λόγω εκτιμήσεις δεν είναι κρίσιμες.

63      Κατά δεύτερον, όσον αφορά την ανάλυση από την Επιτροπή των αριθμητικών στοιχείων που την οδήγησαν στη διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν είναι ο μοναδικός εξαγωγέας του υπό εξέταση προϊόντος στη Μολδαβία, επισημαίνεται, αφενός, ότι η προσφεύγουσα, χωρίς να έχει αντικρουστεί ειδικά επί του σημείου αυτού, υπογραμμίζει ότι οι εισαγωγές από τη Μολδαβία οι οποίες ενέπιπταν σε άλλες κατηγορίες προϊόντων σιδήρου και χάλυβα πλην των κατηγοριών υπ’ αριθ. 13 και 16 ήταν αμελητέες. Επομένως, μολονότι το γεγονός ότι η προσφεύγουσα είναι ο σημαντικότερος παραγωγός-εξαγωγέας των προϊόντων που υπόκεινται στα μέτρα διασφάλισης δεν είναι από μόνο του ικανό να την εξατομικεύσει (πρβλ. απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2002, Rica Foods κατά Επιτροπής, T‑47/00, EU:T:2002:7, σκέψη 39), δεν είναι  εντούτοις άνευ επιρροής, καθόσον εντάσσεται σε ένα σύνολο στοιχείων που συνιστούν μια ιδιαίτερη κατάσταση η οποία εξατομικεύει την προσφεύγουσα, ως προς το επίμαχο μέτρο, έναντι οποιουδήποτε άλλου οικονομικού φορέα (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 16ης Μαΐου 1991, Extramet Industrie κατά Συμβουλίου, C‑358/89, EU:C:1991:214, σκέψη 17).

64      Αφετέρου, όσον αφορά την ανάλυση των αριθμητικών στοιχείων που οδήγησαν την Επιτροπή να θεωρήσει ότι η προσφεύγουσα δεν είναι ο μοναδικός εξαγωγέας των κατηγοριών προϊόντων υπ’ αριθ. 13 και 16 στη Μολδαβία, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η Επιτροπή κλήθηκε να διατυπώσει τις απόψεις της τόσο επί των εγγράφων που προσκόμισε η προσφεύγουσα κατά την έγγραφη διαδικασία προς απόδειξη του αντιθέτου όσο και επί των εξηγήσεων που δόθηκαν σχετικά με τις υποτιθέμενες ανακολουθίες που είχε επισημάνει. Μολονότι η Επιτροπή εξέφρασε επιφυλάξεις ως προς την ακρίβεια των εν λόγω πληροφοριακών στοιχείων, παραδέχθηκε ωστόσο ότι δεν τις επαλήθευσε περαιτέρω. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η Επιτροπή δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία προς αντίκρουση των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε συναφώς η προσφεύγουσα.

65      Κατά τρίτον, λαμβανομένων υπόψη των εκτεθέντων στη σκέψη 64 ανωτέρω σχετικά με την κατάσταση της προσφεύγουσας, απορριπτέος είναι ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι δεν είναι δυνατή η εν μέρει ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού, καθόσον μια τέτοια εν μέρει ακύρωση θα ήταν δυνατή δεδομένου ότι θα αφορούσε τις δασμολογικές ποσοστώσεις που θεσπίστηκαν ειδικά για τις κατηγορίες προϊόντων υπ’ αριθ. 13 και 16 καταγωγής Μολδαβίας.

66      Κατά τέταρτον, όσον αφορά την αιτίαση της Επιτροπής ότι δεν υφίσταται ορισμένη κλειστή κλάση λόγω του γεγονότος ότι η προσβαλλόμενη πράξη θίγει επίσης κάθε εγκατεστημένο στο έδαφος της Ένωσης εισαγωγέα, υφιστάμενο ή δυνητικό, προϊόντων καταγωγής Μολδαβίας που εμπίπτουν στις κατηγορίες που καλύπτονται από τα μέτρα διασφάλισης, είναι αναγκαίο να προσδιοριστεί το σύνολο των στοιχείων που μπορούν να εξατομικεύσουν την προσφεύγουσα κατά την έννοια της σχετικής νομολογίας (πρβλ. απόφαση της 16ης Μαΐου 1991, Extramet Industrie κατά Συμβουλίου, C‑358/89, EU:C:1991:214, σκέψη 17).

67      Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται, πρώτον, ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός προβλέπει συγκεκριμένη δασμολογική ποσόστωση για καθεμία από τις δύο κατηγορίες προϊόντων που εμπίπτουν στο πεδίο οικονομικής δραστηριότητας της προσφεύγουσας, δεύτερον, ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός θεσπίζει τις εν λόγω δασμολογικές ποσοστώσεις για κάθε χώρα και, ειδικότερα, κατανέμει τέτοιες ποσοστώσεις στη Μολδαβία (βλ. παράρτημα IV του προσβαλλόμενου κανονισμού), τρίτον, ότι η προσφεύγουσα, χωρίς να έχει αντικρουστεί στην ουσία από την Επιτροπή, προσκόμισε έγγραφες αποδείξεις και αριθμητικά στοιχεία (συνοδευόμενα από στοιχεία προς αντίκρουση των αιτιάσεων όσον αφορά την αξιοπιστία και τη συνέπεια των πληροφοριών αυτών) προκειμένου να αποδείξει ότι είναι ο μοναδικός παραγωγός-εξαγωγέας προϊόντων των κατηγοριών υπ’ αριθ. 13 και 16 στη Μολδαβία, τέταρτον, ότι η προσφεύγουσα μετέσχε ενεργά στην έρευνα διασφάλισης και, πέμπτον, ότι τα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν από τον προσβαλλόμενο κανονισμό σχετικά με τη Μολδαβία, μολονότι προέρχονται από την Eurostat, είναι τα ίδια με εκείνα που προσκόμισε η προσφεύγουσα, καθόσον η ιδιότητά της ως μοναδικού παραγωγού-εξαγωγέα προϊόντων των κατηγοριών υπ’ αριθ. 13 και 16 στη χώρα αυτή δεν έχει βασίμως αντικρουστεί.

68      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η προσφεύγουσα μπορεί να θεωρηθεί, πρώτον, ότι ανήκει σε κλειστό κύκλο, δεύτερον, ότι ταυτοποιείται η ίδια στον προσβαλλόμενο κανονισμό, τρίτον, ότι μετέσχε στην έρευνα για την προετοιμασία της λήψεως μέτρων διασφάλισης και, τέταρτον, ότι είναι ο μοναδικός οικονομικός φορέας του οποίου τα εμπορικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για τον καθορισμό των δασμολογικών ποσοστώσεων όσον αφορά τη Μολδαβία.

69      Ως εκ τούτου, από τα στοιχεία της δικογραφίας, όπως συζητήθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, συνάγεται ότι υφίσταται ένα σύνολο πραγματικών και νομικών στοιχείων που συνιστούν μια ιδιαίτερη κατάσταση η οποία εξατομικεύει την προσφεύγουσα, σε σχέση με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, έναντι οποιουδήποτε άλλου επιχειρηματία και τα οποία συνεπώς αποδεικνύουν ότι η προσβαλλόμενη πράξη αφορά ατομικά την προσφεύγουσα κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

70      Επιβάλλεται, επομένως, το συμπέρασμα ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορά ατομικά την προσφεύγουσα, παρέλκει δε η εξέταση των λοιπών επιχειρημάτων που προέβαλε σχετικώς η προσφεύγουσα.

71      Κατά συνέπεια, η προσφυγή πρέπει να κριθεί παραδεκτή.

 Επί της ουσίας

72      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει οκτώ λόγους ακυρώσεως.

73      Προκαταρκτικώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο έλεγχος νομιμότητας των αποφάσεων που λαμβάνει η Επιτροπή ως προς την τήρηση των προϋποθέσεων επιβολής μέτρων διασφάλισης σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/478 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2015, περί κοινού καθεστώτος εισαγωγών (ΕΕ 2015, L 83, σ. 16, στο εξής: βασικός κανονισμός για τα μέτρα διασφάλισης), πρέπει να γίνεται υπό το πρίσμα της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (GATT) του 1994 και της Συμφωνίας του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) για τα μέτρα διασφάλισης και της σχετικής νομολογίας του ΠΟΕ ή, τουλάχιστον και επικουρικώς, λαμβανομένου υπόψη ότι οι εν λόγω Συμφωνίες και νομολογία μπορούν να αποτελέσουν χρήσιμα ερμηνευτικά εργαλεία για τον καθορισμό των προϋποθέσεων και των απαιτήσεων που πρέπει να πληρούνται προκειμένου να δικαιολογηθεί η επιβολή μέτρων διασφάλισης.

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις επί της εκτάσεως του δικαστικού ελέγχου

74      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής και, ειδικότερα, σε ζητήματα μέτρων εμπορικής άμυνας, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως λόγω της πολυπλοκότητας των οικονομικών, πολιτικών και νομικών καταστάσεων που πρέπει να εξετάσουν (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Ιουλίου 2012, Συμβούλιο κατά Zhejiang Xinan Chemical Industrial Group, C‑337/09 P, EU:C:2012:471, σκέψη 106 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 5ης Απριλίου 2017, Changshu City Standard Parts Factory και Ningbo Jinding Fastener κατά Συμβουλίου, C‑376/15 P και C‑377/15 P, EU:C:2017:269, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

75      Εντεύθεν προκύπτει ότι ο δικαστικός έλεγχος εκ μέρους των δικαστηρίων της Ένωσης των εκτιμήσεων των θεσμικών οργάνων πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση του ότι τηρήθηκαν οι διαδικαστικοί κανόνες, του ότι συνέβησαν πράγματι τα περιστατικά επί των οποίων στηρίχθηκε η επίμαχη επιλογή και του ότι δεν υπήρξε ούτε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών ούτε ενέργεια κατά κατάχρηση εξουσίας (πρβλ. απόφαση της 5ης Απριλίου 2017, Changshu City Standard Parts Factory και Ningbo Jinding Fastener κατά Συμβουλίου, C‑376/15 P και C‑377/15 P, EU:C:2017:269, σκέψη 47).

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως και παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων

76      Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η Δημοκρατία της Ισλανδίας, το Πριγκιπάτο του Λιχτενστάιν και το Βασίλειο της Νορβηγίας, ως κράτη μέλη του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) (στο εξής: οικεία κράτη μέλη του ΕΟΧ), εξαιρέθηκαν από το πεδίο εφαρμογής του προσβαλλόμενου κανονισμού. Θεωρεί δε, κατ’ ουσίαν, ότι η Δημοκρατία της Μολδαβίας βρίσκεται σε παρεμφερή κατάσταση όσον αφορά τους λόγους που προβλήθηκαν προς δικαιολόγηση της εν λόγω εξαίρεσης. Κατά συνέπεια, η Δημοκρατία της Μολδαβίας έπρεπε να τύχει της ίδιας μεταχειρίσεως.

77      Κατά την προσφεύγουσα, πρώτον, όπως ακριβώς και η Συμφωνία ΕΟΧ, η Συμφωνία σύνδεσης μεταξύ της Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ατομικής ενέργειας και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Δημοκρατίας της Μολδαβίας, αφετέρου (ΕΕ 2014, L 260, σ. 4), καθιέρωσε στενή οικονομική ολοκλήρωση μεταξύ της Ένωσης και της Μολδαβίας, ιδίως όσον αφορά τις εμπορικές συναλλαγές αγαθών, συμπεριλαμβανομένου του προϊόντος που αφορά ο προσβαλλόμενος κανονισμός.

78      Δεύτερον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει επέκταση ή κατακερματισμός του μολδαβικού κλάδου παραγωγής που θα μπορούσε να έχει ουσιαστικό αντίκτυπο στον όγκο των εισαγωγών στην Ένωση, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα είναι ο μοναδικός παραγωγός-εξαγωγέας του υπό εξέταση προϊόντος στη Μολδαβία.

79      Τρίτον, υποστηρίζεται ότι το μερίδιο της Μολδαβίας στις συνολικές εισαγωγές εντός της Ένωσης είναι μικρότερο από εκείνο των οικείων κρατών μελών του ΕΟΧ.

80      Κατά συνέπεια, τα οικεία κράτη μέλη του ΕΟΧ και η Μολδαβία βρίσκονται, κατά την προσφεύγουσα, σε παρεμφερή κατάσταση όσον αφορά τη στενή οικονομική ολοκλήρωση με την αγορά της Ένωσης, τα συνολικά μεγέθη των εισαγωγών και τον χαμηλό κίνδυνο εκτροπής του εμπορίου. Πλην όμως, έτυχαν διαφορετικής μεταχειρίσεως χωρίς καμία αντικειμενική αιτιολόγηση.

81      Συναφώς, η προσφεύγουσα προσθέτει, αφενός, ότι, υπό το πρίσμα του άρθρου 2, παράγραφος 2, της Συμφωνίας του ΠΟΕ για τα μέτρα διασφάλισης, το άρθρο 15, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης έχει την έννοια ότι επιβάλλει την εφαρμογή της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων στο πλαίσιο των ερευνών διασφάλισης. Αφετέρου, υπογραμμίζει ότι από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν μπορεί να συναχθεί ότι οι σχετικές αγορές σιδήρου και χάλυβα των οικείων κρατών μελών του ΕΟΧ είναι στενότερα ενσωματωμένες στην αγορά της Ένωσης σε σχέση με την αγορά της Μολδαβίας.

82      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

83      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα στηρίζεται στην παραδοχή ότι υφίσταται ορισμένη αρχή η οποία επιβάλλει στην Επιτροπή να αντιμετωπίζει κατά τον ίδιο τρόπο διαφορετικές τρίτες χώρες όσον αφορά την εφαρμογή των μέτρων διασφάλισης. Η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η αρχή αυτή απορρέει από το άρθρο 15, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 2, της Συμφωνίας του ΠΟΕ για τα μέτρα διασφάλισης, δεδομένου ότι η τελευταία αυτή διάταξη απηχεί την αρχή του μάλλον ευνοουμένου κράτους που κατοχυρώνεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της GATT του 1994. Επομένως, κατά την προσφεύγουσα, η εφαρμογή των μέτρων διασφάλισης πρέπει να πραγματοποιείται τηρουμένης της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

84      Λαμβανομένης, όμως, υπόψη της απαντήσεως που έδωσε η προσφεύγουσα σε ερώτηση τεθείσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προς διευκρίνιση του περιεχομένου του πρώτου λόγου ακυρώσεως, συνάγεται ότι, για την απόρριψη του συγκεκριμένου λόγου ακυρώσεως, κατ’ ουσίαν παρέλκει να κριθεί η παράβαση της ρήτρας του μάλλον ευνοουμένου κράτους, όπως αυτή προβάλλεται από την προσφεύγουσα. Πρέπει, ωστόσο, να εξεταστεί κατά πόσον η Επιτροπή, επιφυλάσσοντας στη Μολδαβία διαφορετική μεταχείριση σε σχέση με τα οικεία κράτη μέλη του ΕΟΧ, παραβίασε την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων ως θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης.

85      Συναφώς, από τα δικόγραφα συνάγεται ότι οι διάδικοι διατυπώνουν αποκλίνουσες απόψεις όσον αφορά την εκτίμηση της συγκρισιμότητας των καταστάσεων.

86      Συγκεκριμένα, η ανάλυση στην οποία προβαίνει η προσφεύγουσα συνίσταται στην εξέταση της καταστάσεως της Μολδαβίας με γνώμονα τα κριτήρια που μνημονεύονται στον προσωρινό κανονισμό βάσει των οποίων εξαιρέθηκαν τα οικεία κράτη μέλη του ΕΟΧ από το πεδίο εφαρμογής των μέτρων αυτών. Επομένως, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα οικεία κράτη μέλη του ΕΟΧ και η Μολδαβία βρίσκονται σε παρεμφερή κατάσταση όσον αφορά τη στενή οικονομική ολοκλήρωση με την αγορά της Ένωσης, τα συνολικά μεγέθη των εισαγωγών και τον χαμηλό κίνδυνο εκτροπής του εμπορίου.

87      Ωστόσο, η προσφεύγουσα, προβαίνοντας σε σύγκριση η οποία περιορίζεται στα συγκεκριμένα κριτήρια, παραλείπει να λάβει υπόψη ότι η προσέγγιση της Επιτροπής στον προσωρινό κανονισμό βασίζεται πρωτίστως στην παραδοχή ότι αφορά τα οικεία κράτη μέλη του ΕΟΧ. Συγκεκριμένα, στην αιτιολογική σκέψη 80 του προσωρινού κανονισμού αναφέρεται ρητώς ότι, «[ω]ς αποτέλεσμα της συμφωνίας ΕΟΧ […], η Ένωση εγκαθίδρυσε στενή οικονομική ολοκλήρωση με τις αγορές των χωρών του ΕΟΧ». Γίνεται πράγματι λόγος για «αγορές», χωρίς αυτό να περιορίζεται μόνο στην αγορά σιδήρου και χάλυβα. Επομένως, θα ήταν εσφαλμένη τυχόν ερμηνεία του σκεπτικού της Επιτροπής βάσει του οποίου εξαιρέθηκαν τα οικεία κράτη μέλη του ΕΟΧ αγνοώντας το γενικότερο πλαίσιο της εν λόγω συμφωνίας. Παραπέμποντας στην αιτιολογική σκέψη 80 του προσωρινού κανονισμού, ο προσβαλλόμενος κανονισμός επιβεβαιώνει την ερμηνεία αυτή υπενθυμίζοντας, στην αιτιολογική σκέψη 193, ότι η στενή οικονομική ολοκλήρωση των αγορών των κρατών μελών του ΕΟΧ δικαιολογεί, μεταξύ άλλων, την εν λόγω εξαίρεση.

88      Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται, υπό το πρίσμα της προσέγγισης που υιοθετείται στην αιτιολογική σκέψη 193 in fine του προσβαλλόμενου κανονισμού, όσον αφορά τη Νότια Αφρική, την Μποτσουάνα, το Καμερούν, την Ακτή Ελεφαντοστού, το Εσουατίνι, τα Φίτζι, τη Γκάνα, το Λεσότο, τη Μοζαμβίκη και τη Ναμίμπια. Οι χώρες αυτές εξαιρούνται επίσης από το πεδίο εφαρμογής του προσβαλλόμενου κανονισμού «με σκοπό τη συμμόρφωση με τις διμερείς υποχρεώσεις». Εντούτοις, κάθε τρίτο κράτος που έχει αναλάβει διμερείς «υποχρεώσεις» σε σχέση με την Ένωση δεν εξαιρείται, εξ αυτού και μόνον του γεγονότος, από το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού.

89      Επομένως, στον βαθμό που η εκτίμηση της συγκρισιμότητας των καταστάσεων πρέπει να γίνεται βάσει του πλαισίου των σχέσεων που συνδέουν την Ένωση με το οικείο τρίτο κράτος, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι εσφαλμένως θεώρησε ότι η κατάσταση της Μολδαβίας δεν ήταν παρεμφερής προς εκείνη των οικείων κρατών μελών του ΕΟΧ.

90      Πράγματι, ουδέν πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως ενέχει η διαπίστωση ότι η Συμφωνία ΕΟΧ, η οποία καταδεικνύει την ύπαρξη μακροχρόνιας σχέσης που έχει οδηγήσει στη διαρκή και σε βάθος ολοκλήρωση των αγορών και αποσκοπεί στην κατά το δυνατόν πληρέστερη υλοποίηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων, ούτως ώστε η πραγματοποιηθείσα στο έδαφος της Ένωσης εσωτερική αγορά να επεκταθεί στα οικεία κράτη μέλη του ΕΟΧ (πρβλ. απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2016, SECIL, C‑464/14, EU:C:2016:896, σκέψη 125 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και η Συμφωνία σύνδεσης μεταξύ της Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ατομικής ενέργειας και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Δημοκρατίας της Μολδαβίας, αφετέρου, μέσω της οποίας δημιουργήθηκε μια ολοκληρωμένη και σε βάθος ζώνη ελεύθερων συναλλαγών, η οποία όμως τέθηκε σε ισχύ μόλις τον Ιούλιο του 2016, διαφέρουν ως προς το πεδίο εφαρμογής, τους στόχους και τους θεσμικούς μηχανισμούς τους.

91      Κατόπιν των ανωτέρω, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 18 του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης

92      Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 18 του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης, καθόσον δεν εξαίρεσε τις εισαγωγές καταγωγής Μολδαβίας (ως αναπτυσσόμενης χώρας) από το πεδίο εφαρμογής των μέτρων διασφάλισης.

93      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, μολονότι η Επιτροπή προσδιόρισε το υπό εξέταση προϊόν που αποτελεί αντικείμενο της εκτιμήσεως ως αποτελούμενο από 26 κατηγορίες προϊόντων εξεταζόμενες από κοινού, η ανάλυση των ορίων που συνεπάγονται την εξαίρεση των αναπτυσσομένων χωρών πραγματοποιήθηκε για καθεμία από τις κατηγορίες προϊόντων χωριστά, κατά παράβαση των απαιτήσεων του άρθρου 18 του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η εν λόγω διάταξη δεν παρέχει κανένα περιθώριο εκτιμήσεως στην Επιτροπή και, ως εκ τούτου, δεν της παρέχει τη δυνατότητα να επιλέγει το σύνολο των δεδομένων που εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντά της. Συναφώς, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, η τελευταία ουδέποτε προέβη σε πραγματική ανάλυση ανά κατηγορία προϊόντος, καθόσον προέβη σε μια τέτοια ανάλυση για ενδεικτικούς και μόνο σκοπούς και όχι στο πλαίσιο μιας αιτιολογημένης και επαρκούς εξέτασης των τάσεων των εισαγωγών και της ζημίας για καθεμία από τις 26 κατηγορίες προϊόντων.

94      Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι η εκ μέρους της ερμηνεία του άρθρου 18 του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης συνάδει με την απαίτηση αντιστοιχίας μεταξύ του πεδίου εφαρμογής μιας έρευνας διασφάλισης και του πεδίου εφαρμογής ενός μέτρου διασφάλισης, όπως αυτή έχει κατοχυρωθεί από το δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο του ΠΟΕ. Στην υπό κρίση υπόθεση, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, εφόσον η έρευνα αφορούσε τις 26 κατηγορίες προϊόντων στο σύνολό τους, το πεδίο εφαρμογής των μέτρων διασφάλισης θα πρέπει να καλύπτει και τις 26 κατηγορίες προϊόντων συνολικά. Δεδομένου ότι η μη εφαρμογή των εν λόγω μέτρων στις αναπτυσσόμενες χώρες αποτελεί συστατικό στοιχείο του πεδίου εφαρμογής των μέτρων διασφάλισης, η εξαίρεση αυτή πρέπει επίσης να καλύπτει το πεδίο εφαρμογής της έρευνας, ήτοι τις 26 κατηγορίες προϊόντων στο σύνολό τους.

95      Η προσφεύγουσα καταλήγει ότι η σύννομη εφαρμογή του άρθρου 18 του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης θα είχε οδηγήσει στην εξαίρεση της Δημοκρατίας της Μολδαβίας από το πεδίο εφαρμογής των οριστικών μέτρων διασφάλισης που θεσπίστηκαν βάσει του προσβαλλόμενου κανονισμού για όλες τις κατηγορίες προϊόντων.

96      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

97      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι από τη γενική οικονομία του κεφαλαίου V του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης προκύπτει σαφώς ότι τα μέτρα διασφάλισης πρέπει να εφαρμόζονται μόνον κατ’ εξαίρεση και κατά τρόπο σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας.

98      Το άρθρο 18 του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης αφορά την εφαρμογή των μέτρων αυτών. Συγκεκριμένα, προβλέπει τα εξής:

«Κανένα μέτρο διασφάλισης δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε προϊόν καταγωγής αναπτυσσόμενης χώρας μέλους του ΠΟΕ, εφόσον το τμήμα των ενωσιακών εισαγωγών του συγκεκριμένου προϊόντος που αντιστοιχεί στην εν λόγω χώρα δεν υπερβαίνει το 3 %, υπό την προϋπόθεση ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες μέλη του ΠΟΕ των οποίων το μερίδιο στις ενωσιακές εισαγωγές είναι κατώτερο του 3 %, δεν συγκεντρώνουν συνολικά περισσότερο από το 9 % των συνολικών εισαγωγών του σχετικού προϊόντος στην Ένωση».

99      Εν προκειμένω, η Επιτροπή, μολονότι κατά την εξέταση των ουσιαστικών προϋποθέσεων για την επιβολή μέτρων διασφάλισης προσδιόρισε το «υπό εξέταση προϊόν» ως αποτελούμενο από τις 26 κατηγορίες προϊόντων θεωρούμενων στο σύνολό τους, εντούτοις στο πλαίσιο της εφαρμογής των εν λόγω μέτρων προέβη σε μια λεπτομερέστερη ανάλυση.

100    Ως εκ τούτου, σύμφωνα με την απαίτηση που εκτέθηκε στη σκέψη 97 ανωτέρω, η Επιτροπή εξέτασε τα πλέον κατάλληλα μέτρα, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 16 του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης, γεγονός που την οδήγησε να προβεί στην ανάλυση κάθε κατηγορίας προϊόντων προκειμένου να είναι σε θέση να καθορίσει τις δασμολογικές ποσοστώσεις (βλ., συναφώς, παράρτημα III, σημείο 2, του προσβαλλόμενου κανονισμού, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 191 του ίδιου κανονισμού). Στο πλαίσιο αυτό, όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 190 και 191 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η Επιτροπή έλαβε υπόψη το όριο του 3 % που προβλέπεται στο άρθρο 18 του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης. Με τον τρόπο αυτό, απέφυγε να υπαγάγει τις εισαγωγές από αναπτυσσόμενες χώρες μέλη του ΠΟΕ στα μέτρα διασφάλισης για όλες τις κατηγορίες προϊόντων, ενώ στην πραγματικότητα οι εν λόγω εισαγωγές αφορούσαν μικρό μόνο αριθμό κατηγοριών. Μια τέτοια προσέγγιση καθιστά επομένως δυνατή την επίτευξη αποτελέσματος ανάλογου προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς, αντιθέτως προς εκείνο στο οποίο θα οδηγούσε η ερμηνεία του άρθρου 18 του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης που υποστήριξε η προσφεύγουσα.

101    Εξάλλου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη οι αιτιάσεις της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση τηρήσεως σχέσεων αντιστοιχίας μεταξύ  του πεδίου εφαρμογής της έρευνας διασφάλισης και του πεδίου εφαρμογής ενός μέτρου διασφάλισης, οι αιτιάσεις αυτές θα ήταν αβάσιμες.

102    Η συμμόρφωση με μια τέτοια υποχρέωση απαιτεί η απόφαση για την επιβολή μέτρων διασφάλισης να βασίζεται κατά απόλυτη αντιστοιχία με το «υπό εξέταση προϊόν». Στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή όντως ενήργησε κατ’ αυτόν τον τρόπο, καθόσον η εξέταση των ουσιαστικών κριτηρίων πραγματοποιήθηκε σε σχέση με τις 26 κατηγορίες προϊόντων θεωρούμενες στο σύνολό τους, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από την προσφεύγουσα.

103    Επομένως, το γεγονός ότι το κατώτατο όριο που προβλέπεται στο άρθρο 18 του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης εφαρμόστηκε επί τη βάσει κάθε κατηγορίας προϊόντων χωριστά αντικατοπτρίζει ακριβώς την ευελιξία που αναγνωρίζεται στη νομολογία του ΠΟΕ όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 9 της Συμφωνίας του ΠΟΕ για τα μέτρα διασφάλισης, όπως αναφέρεται από την Επιτροπή στα δικόγραφά της, και ειδικότερα τα πορίσματα της ειδικής ομάδας του ΠΟΕ που εκτίθενται στην έκθεσή της στην υπόθεση Δομινικανή Δημοκρατία – Μέτρα διασφάλισης για τις εισαγωγές σακιδίων από πολυπροπυλένιο και σωληνοειδή υφάσματα (WT/DS 415, 416, 417, 418/R, 21 Ιανουαρίου 2012, σημεία 7.367 έως 7.391), σχετικά με τα κρίσιμα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου του ΠΟΕ στην υπόθεση Ηνωμένες Πολιτείες – Οριστικά μέτρα διασφάλισης των εισαγωγών συγκολλητών σωλήνων και σωληναγωγών κυκλικής διατομής από ανθρακούχο χάλυβα καταγωγής Κορέας (WT/DS 202/AB/R, 15 Φεβρουαρίου 2002, σκέψη 181).

104    Κατά συνέπεια, από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα δεν μπορεί να συναχθεί ότι η Επιτροπή υπέπεσε εν προκειμένω σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή του άρθρου 18 του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης. Ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως και παράβαση του άρθρου 16 του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης

105    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα διότι παρέλειψε να εξετάσει εάν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για την επιβολή μέτρων διασφάλισης για κάθε κατηγορία προϊόντων χωριστά. Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα διαιρείται σε τρία σκέλη.

–       Επί του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προβαίνοντας σε μία μόνο αξιολόγηση και για τις 26 κατηγορίες προϊόντων

106    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, στην ανακοίνωση για την έναρξη  της έρευνας διασφάλισης, το πεδίο εφαρμογής της έρευνας προσδιορίστηκε με αναφορά σε «προϊόντα», στον πληθυντικό αριθμό, και ότι η Επιτροπή είχε ανακοινώσει την πρόθεσή της να πραγματοποιήσει την ανάλυσή της βάσει εξατομικευμένης εξέτασης καθεμιάς από τις κατηγορίες προϊόντων. Στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τους ισχυρισμούς της Επιτροπής σχετικά με την ύπαρξη, στην εν λόγω ανακοίνωση, πολυάριθμων σαφών και ξεκάθαρων ενδείξεων σχετικά με την πρόθεση να αντιμετωπιστούν οι κατηγορίες προϊόντων που αποτέλεσαν αντικείμενο της έρευνας ως ενιαία ομάδα προϊόντων. Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η Επιτροπή, παραλείποντας να ενεργήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο, παραβίασε την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

107    Περαιτέρω, η προσφεύγουσα προσθέτει ότι η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη που δημιουργήθηκε με την ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας διατηρήθηκε και επιβεβαιώθηκε με δύο μεταγενέστερα έγγραφα. Υποστηρίζει επομένως ότι, μέχρι τη λήψη των προσωρινών μέτρων, οι ενδιαφερόμενοι λάμβαναν ακριβή, ανεπιφύλακτα και συγκλίνοντα πληροφοριακά στοιχεία σύμφωνα με τα οποία η ανάλυση θα πραγματοποιούνταν για κάθε κατηγορία προϊόντων χωριστά, οπότε είχαν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς το ζήτημα αυτό.

108    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

109    Πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι από τον προσβαλλόμενο κανονισμό προκύπτει σαφώς ότι η Επιτροπή προέβη σε εξέταση σχετικά με τις 26 κατηγορίες προϊόντων στο σύνολό τους, η οποία συμπληρώθηκε με λεπτομερέστερες αναλύσεις στο επίπεδο ορισμένων κατηγοριών προϊόντων (βλ. σκέψη 99 ανωτέρω).

110    Δεύτερον, η προσέγγιση αυτή αντικατοπτρίζεται στη διατύπωση του σημείου 2 της ανακοίνωσης για την έναρξη της έρευνας διασφάλισης. Η Επιτροπή, αφού ανέφερε κατ’ επανάληψη ότι η ανάλυσή της βασίζεται στις «συνολικές εισαγωγές των υπό εξέταση προϊόντων», επισημαίνει, στο σημείο 2, δεύτερο εδάφιο, in fine, ότι «[η] έρευνα θα μελετήσει την κατάσταση των υπό εξέταση προϊόντων και συγκεκριμένα την κατάσταση όσον αφορά καθεμία από τις επιμέρους κατηγορίες των προϊόντων». Η διατύπωση αυτή μπορεί να νοηθεί μόνον υπό την έννοια ότι «η κατάσταση των υπό εξέταση προϊόντων» αναφέρεται σε μια συνολική ανάλυση.

111    Κατά συνέπεια, οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας στηρίζονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών.

112    Επομένως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έχει εφαρμογή στο πλαίσιο των ανακοινώσεων για την έναρξη έρευνας διασφάλισης, η επίμαχη εν προκειμένω ανακοίνωση ουδόλως μπορούσε να δημιουργήσει τέτοια δικαιολογημένη εμπιστοσύνη σχετικά με την εφαρμογή μιας εξατομικευμένης και χωριστής μεθόδου αναλύσεως των προϊόντων που αποτελούν αντικείμενο της έρευνας διασφάλισης.

113    Κατόπιν των ανωτέρω, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως είναι αβάσιμο.

–       Επί του δευτέρου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως, υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως και παρέβη το άρθρο 16 του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης, καθόσον όρισε το υπό εξέταση προϊόν ως ενιαία ομάδα για τις 26 κατηγορίες προϊόντων

114    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή προέβη σε εξέταση των 26 κατηγοριών προϊόντων συνολικά, αφενός, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί, καθόσον τα συγκεκριμένα προϊόντα δεν έχουν σχέση μεταξύ τους, και, αφετέρου, οδηγεί σε στρέβλωση των πορισμάτων σχετικά με την αύξηση των εισαγωγών, τον κίνδυνο πρόκλησης σοβαρής ζημίας και την αιτιώδη συνάφεια, καθόσον οι προϋποθέσεις για την επιβολή μέτρων διασφάλισης δεν πληρούνται κατ’ ανάγκην ανά κατηγορία.

115    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

116    Πρώτον, όσον αφορά την αλληλοσυσχέτιση μεταξύ των επίμαχων προϊόντων, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται κατ’ ουσίαν ότι, καταρχάς, εκτός από δύο κατηγορίες προϊόντων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως πρώτες ύλες, οι κατηγορίες προϊόντων σιδήρου και χάλυβα δεν μπορούν, στην πλειονότητά τους, να χρησιμοποιηθούν στις κατασκευές, ακολούθως, ότι τα προϊόντα αυτά δεν είναι εναλλάξιμα από εμπορικής απόψεως και δεν ικανοποιούν τις ίδιες απαιτήσεις των καταναλωτών και, τέλος, δεδομένου ότι οι διάφορες κατηγορίες προϊόντων σιδήρου και χάλυβα δεν κατασκευάζονται με τον ίδιο εξοπλισμό, το ύψος των επενδύσεων που απαιτούνται προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι εισαγωγές προϊόντων που δεν υπόκεινται σε μέτρα διασφάλισης αντικαθιστούν τις εισαγωγές προϊόντων που υπόκεινται σε τέτοια μέτρα σημαίνει ότι δεν συντρέχει αξιόπιστος κίνδυνος να συμβεί αυτό. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή, καθόσον, αντίθετα με ό,τι ισχυρίζεται, δεν έλαβε υπόψη της τα στοιχεία αυτά, υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως και παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως.

117    Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι στην αιτιολογική σκέψη 15 του προσωρινού κανονισμού η Επιτροπή ανέφερε ότι πολλοί παραγωγοί της Ένωσης δραστηριοποιούνται στην παραγωγή της πλειονότητας των κατηγοριών προϊόντων, αποδεικνύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ότι οι παραγωγοί χάλυβα είναι σε θέση να προσαρμόζουν την παραγωγή τους σε διάφορους τύπους κατηγοριών προϊόντων.

118    Συναφώς, η προσφεύγουσα απλώς απαντά ότι, ακόμη και αν οι παραγωγοί της Ένωσης έχουν τη δυνατότητα να παράγουν περισσότερες από μία κατηγορίες προϊόντων, τούτο δεν σημαίνει ότι οι αλυσίδες παραγωγής μπορούν ευχερώς να διακόπτονται και να αναδιοργανώνονται. Πλην όμως, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα επαρκές εκ πρώτης όψεως αποδεικτικό στοιχείο προς στήριξη του ισχυρισμού της ότι αποκλείεται οποιαδήποτε αλληλοσυσχέτιση μεταξύ των κατηγοριών προϊόντων.

119    Δεύτερον, όσον αφορά το γεγονός ότι η συγκεντρωτική ανάλυση της Επιτροπής κατέληξε σε εσφαλμένες διαπιστώσεις ως προς τους όρους που πρέπει να πληρούνται σύμφωνα με το άρθρο 16 του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης, η προσφεύγουσα προβάλλει το επιχείρημα ότι, ως αποτέλεσμα της προσέγγισης αυτής, αφενός, οι διακυμάνσεις στις τάσεις των εισαγωγών εξισώνονται στο μέτρο που, ακόμη και αν οι εισαγωγές ενδέχεται να έχουν μειωθεί σε ορισμένες κατηγορίες προϊόντων, η μείωση αυτή αντισταθμίζεται από υψηλότερες αυξήσεις για άλλες και, αφετέρου, δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί ότι οι εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος έχουν πράγματι ως αποτέλεσμα την πρόκληση ή τον κίνδυνο πρόκλησης σοβαρής ζημίας στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, καθόσον οι εισαγωγές σε μια αγορά ενδέχεται να μην έχουν τον ίδιο αντίκτυπο με τις εισαγωγές σε μια άλλη αγορά. Συναφώς, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τους ισχυρισμούς της Επιτροπής ότι το επιχείρημα αυτό ερείδεται επί εσφαλμένης παραδοχής, λόγω του ότι η Επιτροπή εξέτασε επίσης τις κατηγορίες προϊόντων χωριστά.

120    Ωστόσο, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 117 και 118 ανωτέρω, δεν μπορεί να αποκλειστεί η αλληλοσυσχέτιση μεταξύ των κατηγοριών προϊόντων. Λόγω της αλληλοσυσχέτισης αυτής, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι κακώς εξέτασε τις επιπτώσεις της αύξησης των εισαγωγών σε συγκεντρωτική βάση και διαπίστωσε ότι υπήρχε κίνδυνος πρόκλησης σοβαρής ζημίας βασιζόμενη στο σύνολο των κατηγοριών προϊόντων.

121    Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε επαρκή στοιχεία που να αποδεικνύουν πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως όσον αφορά τη συγκεκριμένη πτυχή της ανάλυσης της Επιτροπής.

122    Κατόπιν των ανωτέρω, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως είναι αβάσιμο.

–       Επί του τρίτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως και παρέβη το άρθρο 16 του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης, κρίνοντας ότι η συγκεντρωτική ανάλυση των 26 κατηγοριών προϊόντων θεωρούμενων συνολικά επιβεβαιώθηκε από τη χωριστή ανάλυση τριών διαφορετικών οικογενειών προϊόντων

123    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, η ανάλυση των τάσεων των εισαγωγών και της ζημίας στο επίπεδο τριών οικογενειών προϊόντων (ήτοι πλατέα προϊόντα, επιμήκη προϊόντα και σωλήνες) οδηγεί σε διαφορετικό αποτέλεσμα, γεγονός το οποίο θα έπρεπε να είχε οδηγήσει την Επιτροπή να εξετάσει διεξοδικότερα για ποιες κατηγορίες προϊόντων δικαιολογούνταν μέτρα διασφάλισης και για ποιες δεν δικαιολογούνταν.

124    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή, ισχυριζόμενη ότι η συγκεντρωτική ανάλυση που διενεργήθηκε σε επίπεδο 26 κατηγοριών προϊόντων επιβεβαιώθηκε από τη χωριστή ανάλυση τριών διαφορετικών οικογενειών προϊόντων, υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, το οποίο στοιχειοθετεί παράβαση του άρθρου 16 του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης.

125    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

126    Πρώτον, όσον αφορά την ανάλυση σχετικά με την αύξηση των εισαγωγών, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα αναπτύσσει την επιχειρηματολογία της κυρίως στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, γίνεται παραπομπή στις σκέψεις 140 και 144 κατωτέρω.

127    Δεύτερον, όσον αφορά την ανάλυση σχετικά με τη ζημία του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, η προσφεύγουσα παραθέτει αριθμητικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει, αφενός, ότι, όσον αφορά τα πλατέα και τα επιμήκη προϊόντα, τα μερίδια αγοράς μειώθηκαν και αυξήθηκε η κερδοφορία και, αφετέρου, ότι, όσον αφορά τους σωλήνες, το μερίδιο αγοράς παρέμεινε σταθερό, έστω και αν η κερδοφορία σημείωσε πτώση. Τα αριθμητικά αυτά στοιχεία αντιστοιχούν στις διαπιστώσεις που διατύπωσε η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 77 και 84 του προσβαλλόμενου κανονισμού στο πλαίσιο της αναλύσεώς της για καθεμία από τις τρεις οικογένειες προϊόντων.

128    Οι τάσεις αυτές φαίνεται να συνάδουν με τις τάσεις που επισημάνθηκαν στο πλαίσιο της συγκεντρωτικής αναλύσεως και παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 68 και 72 του προσβαλλόμενου κανονισμού.

129    Συγκεκριμένα, τα στοιχεία στα οποία βασίζεται η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας, όπως η βελτίωση της κερδοφορίας των πλατέων προϊόντων, δεν μπορούν να θέσουν εν αμφιβόλω την ανάλυση στο σύνολό της, καθόσον δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι στην αιτιολογική σκέψη 90 του προσβαλλόμενου κανονισμού η Επιτροπή διαπίστωσε ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής, παρά την προσωρινή βελτίωση, ήταν ακόμη σε ευάλωτη κατάσταση και υπό τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή ζημία εάν εξακολουθούσε η αυξανόμενη τάση στις εισαγωγές με τη συνακόλουθη ύφεση τιμών και την πτώση της κερδοφορίας κάτω από τα επίπεδα βιωσιμότητας.

130    Επομένως, όσον αφορά τον κίνδυνο πρόκλησης σοβαρής ζημίας, η επιλογή των στοιχείων βάσει των οποίων η προσφεύγουσα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι τρεις οικογένειες προϊόντων ακολουθούν διαφορετικές τάσεις δεν αποδεικνύει την ύπαρξη πρόδηλου σφάλματος εκτιμήσεως όσον αφορά τη διαπίστωση της Επιτροπής, η οποία διατυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 87 του προσβαλλόμενου κανονισμού, σύμφωνα με την οποία η ανάλυση που διενεργήθηκε κατέδειξε, τόσο συνολικά όσο και για καθεμία από τις τρεις οικογένειες προϊόντων, ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής βρισκόταν σε δυσχερή οικονομική κατάσταση μέχρι το έτος 2016 και ανέκαμψε εν μέρει μόνο το 2017.

131    Κατόπιν των προεκτεθέντων, συνάγεται ότι το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως είναι αβάσιμο, με την επιφύλαξη της εξετάσεως του βασίμου της αναλύσεως της προσφεύγουσας σχετικά με την αύξηση των εισαγωγών την οποία υπέβαλε στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου ακυρώσεως.

 Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας καθώς και παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 16 του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης

132    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι δεν καταδεικνύεται στον προσβαλλόμενο κανονισμό ότι υπήρξε πρόσφατη, αιφνίδια, απότομη και σημαντική αύξηση των εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος, όπως απαιτείται από το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 16 του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης.

133    Πρώτον, λαμβανομένης υπόψη της συγκεντρωτικής αναλύσεως στην οποία προέβη η Επιτροπή με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η μόνη αιφνίδια, απότομη ή σημαντική αύξηση των εισαγωγών που θα μπορούσε να υποστηριχθεί έλαβε χώρα από το έτος 2013 έως το 2016, δηλαδή τρία έτη πριν από την έκδοση του εν λόγω κανονισμού. Κατά συνέπεια, η αύξηση των εισαγωγών που διαπίστωσε η Επιτροπή δεν είναι αρκετά πρόσφατη ώστε να δικαιολογεί την επιβολή μέτρων διασφάλισης. Υποστηρίζεται ότι αυτή η εκτίμηση του «πρόσφατου» χαρακτήρα είναι σύμφωνη με τη νομολογία του ΠΟΕ. Συναφώς, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι από τη νομολογία αυτή προκύπτει επίσης, αφενός, ότι δεν αρκεί, προκειμένου να δικαιολογηθεί η επιβολή μέτρων διασφάλισης, οι εισαγωγές να αυξήθηκαν σε δεδομένο χρονικό σημείο στο παρελθόν και να παρέμειναν σταθερές και, αφετέρου, ότι η ανάλυση των τάσεων κατά την πλέον πρόσφατη περίοδο πρέπει να αποδεικνύει τον αιφνίδιο και πρόσφατο χαρακτήρα της αύξησης των εισαγωγών, όπερ εν προκειμένω δεν προκύπτει από την ποιοτική ανάλυση των τάσεων των εισαγωγών.

134    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως και παρέβη το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 16 του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης, έχοντας κρίνει ότι η αύξηση των εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος στην Ένωση δικαιολογούσε την επιβολή μέτρων διασφάλισης.

135    Εξάλλου, η προσφεύγουσα προσθέτει ότι η ερμηνεία που προτείνει η Επιτροπή καθιστά άνευ νοήματος την απαίτηση σύμφωνα με την οποία η αύξηση των εισαγωγών πρέπει να είναι πρόσφατη και αιφνίδια, είναι δε αντίθετη προς τον σκοπό των μέτρων διασφάλισης, όπως αυτός νοείται, ιδίως, από τη νομολογία του ΠΟΕ.

136    Δεύτερον, υπό το πρίσμα της ανάλυσης με βάση τις τρεις οικογένειες προϊόντων που διενήργησε η Επιτροπή στον προσβαλλόμενο κανονισμό, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι όσον αφορά τις τρεις αυτές οικογένειες προϊόντων σημειώθηκαν πολύ διαφορετικές τάσεις κατά την περίοδο από την 1η Ιουλίου 2017 έως τις 30 Ιουνίου 2018, που αναφέρεται ως η πλέον πρόσφατη περίοδος (στο εξής: ΠΠΠ). Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι, καθόσον από την ανάλυση ανά οικογένεια προϊόντων προέκυψαν μικτές τάσεις, η ανάλυση αυτή δεν επιβεβαιώνει τη συγκεντρωτική ανάλυση.

137    Στηριζόμενη στη νομολογία του ΠΟΕ η οποία υπογραμμίζει τη σημασία των ενδιάμεσων τάσεων για την εξαγωγή του συμπεράσματος περί αύξησης των εισαγωγών κατά την έννοια του άρθρου 2.1 της Συμφωνίας του ΠΟΕ για τα μέτρα διασφάλισης, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, όταν διαπιστώνεται ότι υπάρχουν μικτές τάσεις μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών προϊόντων που αποτελούν ένα ενιαίο υπό εξέταση προϊόν, ουδόλως μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι εισαγωγές του ενιαίου υπό εξέταση προϊόντος έχουν αυξηθεί και ότι τα μέτρα διασφάλισης είναι νομικώς δικαιολογημένα. Στο πλαίσιο αυτό, δεδομένων των ιδιαιτεροτήτων της υπό κρίση υποθέσεως, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τη λυσιτέλεια των ισχυρισμών της Επιτροπής ότι η νομολογία του ΠΟΕ έρχεται σε αντίθεση με τη θέση της προσφεύγουσας.

138    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, παραλείποντας να συναγάγει τα σχετικά συμπεράσματα από την ανάλυση ανά οικογένεια προϊόντων, υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως και παρέβη επίσης το καθήκον επιμέλειας που υπέχει, καθόσον παρέλειψε να προσδιορίσει και να εξετάσει επιμελώς όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είχε στη διάθεσή της.

139    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

140    Σε πρώτο στάδιο, πρέπει να εξεταστούν οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας όσον αφορά τα σφάλματα στα οποία φέρεται να υπέπεσε η Επιτροπή κατά τη διενέργεια των αναλύσεών της, με κυριότερο τη μη επαλήθευση της συγκεντρωτικής ανάλυσης από την ανάλυση με βάση τις τρεις οικογένειες προϊόντων.

141    Αφενός, λαμβανομένων υπόψη των αιτιολογικών σκέψεων 32 και 33 του προσβαλλόμενου κανονισμού, από τη συγκεντρωτική ανάλυση προκύπτει ότι οι εισαγωγές αυξήθηκαν σε απόλυτους όρους κατά 71 % και ότι σε σχετικούς όρους τα μερίδια αγοράς αυξήθηκαν από 12,7 % σε 18,8 %. Η πιο σημαντική αύξηση έλαβε χώρα κατά την περίοδο 2013-2016. Ακολούθως, οι εισαγωγές συνέχισαν να αυξάνονται με βραδύτερο ρυθμό πριν αρχίσει ξανά η αύξησή τους κατά την ΠΠΠ.

142    Αφετέρου, λαμβανομένων υπόψη των αιτιολογικών σκέψεων 34 και 35 του προσβαλλόμενου κανονισμού, από την ανάλυση ανά οικογένεια προϊόντων προκύπτει ότι και οι τρεις οικογένειες προϊόντων (πλατέα προϊόντα, επιμήκη προϊόντα και σωλήνες) αυξήθηκαν σε απόλυτους όρους κατά 64 %, 97 % και 60 % αντιστοίχως, κατά την περίοδο 2013 – ΠΠΠ. Κατά την ίδια περίοδο, οι εισαγωγές επίσης αυξήθηκαν σε σχετικούς όρους, με τα μερίδια αγοράς να αυξάνονται αντιστοίχως από 14,2 % έως 20,9 %, από 8,6 % έως 14 % και από 20,4 % έως 25,7 %.

143    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, καταρχάς συνάγεται ότι οι δύο μέθοδοι ανάλυσης καταλήγουν σε παρόμοια αποτελέσματα, ακολούθως, ότι η Επιτροπή όντως προέβη σε ανάλυση τόσο των ακραίων όσο και των ενδιάμεσων τάσεων και, τέλος, ότι πράγματι ελήφθησαν υπόψη οι τάσεις των εισαγωγών κατά τη διάρκεια της ΠΠΠ.

144    Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι το επιχείρημα της προσφεύγουσας βασίζεται σε μερική ανάλυση των δεδομένων στην οποία επισημαίνονται χρονικά διαστήματα πολύ περιορισμένα για να είναι σημαντικά. Επί παραδείγματι, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι οι εισαγωγές πλατέων προϊόντων μειώθηκαν μεταξύ 2017 και ΠΠΠ. Ωστόσο, ναι μεν ο όγκος των πωλήσεων μειώθηκε από 20 299 000 τόνους σε 20 202 000 τόνους (ήτοι μείωση 97 000 τόνων), πλην όμως το μερίδιο αγοράς παρέμεινε σταθερό (20,9 %) και, κυρίως, ο όγκος παρέμεινε σε πολύ υψηλό επίπεδο σε σύγκριση με την περίοδο 2013-2015 (+ 1 811 000 τόνοι σε σύγκριση με το 2015).

145    Σε δεύτερο στάδιο, πρέπει να εξεταστούν οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας ότι δεν τηρήθηκαν τα κριτήρια που πρέπει να πληροί η αύξηση των εισαγωγών ώστε να δικαιολογείται η θέσπιση μέτρων διασφάλισης.

146    Συναφώς, όπως υπενθυμίζει η προσφεύγουσα, το άρθρο 16 του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης χρησιμοποιεί τη φράση «σε τόσο αυξημένες ποσότητες» και το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του ίδιου κανονισμού αναφέρεται σε όγκο εισαγωγών που έχει αυξηθεί «σημαντικά». Στην έκθεσή του της 14ης Δεκεμβρίου 1999, στην υπόθεση «Αργεντινή – Μέτρα διασφάλισης για τις εισαγωγές υποδημάτων (Argentina – Safeguard Measures on Imports of Footwear) [Αργεντινή – Υποδήματα (ΕΚ)]», το δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο του ΠΟΕ υπογράμμισε ότι είναι αναγκαίο «η αύξηση των εισαγωγών να είναι αρκούντως πρόσφατη, αιφνίδια, απότομη και σημαντική, τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά, προκειμένου να προκαλέσει ή να θέσει κίνδυνο πρόκλησης “σοβαρής ζημίας”». Στις αιτιολογικές σκέψεις 39 και 47 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η Επιτροπή, στηριζόμενη ιδίως στη συγκεκριμένη νομολογία, επιβεβαίωσε ότι η επίμαχη αύξηση των εισαγωγών πληρούσε τις εν λόγω προϋποθέσεις.

147    Αρκεί να επισημανθεί, όπως συνάγεται από τα προεκτεθέντα, ότι η Επιτροπή διαθέτει ορισμένο βαθμό ευελιξίας ως προς την εκτίμηση του πόσο πρόσφατη πρέπει να είναι η αύξηση στις εισαγωγές, καθόσον δεν δεσμεύεται από ακριβές χρονικό πλαίσιο όσον αφορά τον προσδιορισμό της εν λόγω αύξησης των εισαγωγών, και ότι η εκ μέρους της εξέταση της αύξησης των εισαγωγών, τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά, κατέδειξε ότι αυτή ήταν αρκούντως απότομη, αιφνίδια και πρόσφατη προκειμένου να προκαλέσει ή να θέσει κίνδυνο πρόκλησης σοβαρής ζημίας.

148    Εν προκειμένω, λαμβάνοντας υπόψη τις τάσεις των εν λόγω εισαγωγών (βλ. σκέψεις 127 και 141 ανωτέρω), η Επιτροπή ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη αύξηση πληρούσε τα απαιτούμενα κριτήρια.

149    Εξάλλου, η προτεινόμενη από την προσφεύγουσα ερμηνεία του κριτηρίου περί «πρόσφατης» αύξησης θα καθιστούσε αναποτελεσματικά τα μέτρα επιτήρησης που συμπληρώνουν το σύστημα που θεσπίστηκε για την κατάρτιση μέτρων διασφάλισης σύμφωνα με το άρθρο 16 του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης.

150    Κατόπιν των ανωτέρω, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

151    Σύμφωνα με τις σκέψεις 126 και 131 ανωτέρω, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί στο σύνολό του ως αβάσιμος, καθόσον η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας σχετικά με την αύξηση των εισαγωγών, η οποία προβλήθηκε στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως αλλά αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, κρίθηκε απορριπτέα.

 Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας καθώς και παράβαση του άρθρου 5, παράγραφος 2, του άρθρου 9, παράγραφος 2, και του άρθρου 16 του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης

152    Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος διαιρείται σε τέσσερα σκέλη, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν αποδεικνύεται στον προσβαλλόμενο κανονισμό η ύπαρξη κινδύνου πρόκλησης σοβαρής ζημίας (πρώτο σκέλος), ότι ο εν λόγω κίνδυνος εσφαλμένως εδράζεται αποκλειστικά στην εκτροπή του εμπορίου (δεύτερο σκέλος), ότι, εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή, για τη διαπίστωση του εν λόγω κινδύνου, δεν βασίστηκε στα πραγματικά περιστατικά (τρίτο σκέλος) και ότι η Επιτροπή όφειλε να είχε λάβει υπόψη τους δείκτες ζημίας που ανακοίνωσε η Ευρωπαϊκή Ένωση Χάλυβα (Eurofer) για να εκτιμήσει τον εν λόγω κίνδυνο (τέταρτο σκέλος).

–       Επί του πρώτου σκέλους του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως και παρέβη το άρθρο 9, παράγραφος 2, και το άρθρο 16 του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης, κρίνοντας ότι από την κατάσταση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής μπορούσε να προκύψει κίνδυνος πρόκλησης σοβαρής ζημίας

153    Με το πρώτο σκέλος, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή, βάσει των στοιχείων και των πληροφοριών που είχε στη διάθεσή της, δεν έπρεπε να είχε διαπιστώσει κίνδυνο πρόκλησης σοβαρής ζημίας.

154    Προς στήριξη της αμφισβητήσεώς της, πρώτον, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι από τους ένδεκα δείκτες ζημίας που εξέτασε η Επιτροπή μόνον τρεις παρουσιάζουν ελαφρώς αρνητική τάση (μερίδια αγοράς, αποθέματα και απασχόληση), γεγονός το οποίο δεν αποτελεί ένδειξη ενός κλάδου παραγωγής σε «εύθραυστη» ή «ευάλωτη» κατάσταση, όπως νοείται στη νομολογία του ΠΟΕ, αλλά αντιθέτως καταδεικνύει έναν ισχυρό και εύρωστο κλάδο παραγωγής, όπως προκύπτει ιδίως από την εξέταση του βασικού δείκτη κερδοφορίας.

155    Η Επιτροπή αμφισβητεί το εν λόγω επιχείρημα.

156    Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι, με το υπόμνημα αντικρούσεως, η Επιτροπή αμφισβήτησε το παραδεκτό του πρώτου σκέλους του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, με την αιτιολογία ότι τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας. Εντούτοις, με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, η Επιτροπή φαίνεται να αναθεωρεί την εκτίμησή της, θεωρώντας ότι οι εξηγήσεις που παρέσχε η προσφεύγουσα με το υπόμνημα απαντήσεως καθιστούσαν δυνατή την καλύτερη κατανόηση της επιχειρηματολογίας στην οποία στηριζόταν το πρώτο σκέλος του πέμπτου λόγου ακυρώσεως. Ερωτηθείσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση εάν εξακολουθούσε να διατηρεί ενστάσεις ως προς το παραδεκτό της συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας, η Επιτροπή δήλωσε ότι επαφίεται στην κρίση του Γενικού Δικαστηρίου, γεγονός που σημειώθηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζήτησης.

157    Από την ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των διαδίκων, τόσο κατά την έγγραφη όσο και κατά την προφορική διαδικασία, διαπιστώνεται ότι τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σχετικά με το πρώτο σκέλος του πέμπτου λόγου ακυρώσεως διατυπώθηκαν με επαρκή σαφήνεια και ακρίβεια ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στην Επιτροπή να απαντήσει σε αυτά και στο Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του. Πρέπει, επομένως, να απορριφθούν οι αιτιάσεις της Επιτροπής κατά του παραδεκτού του πρώτου σκέλους του πέμπτου λόγου ακυρώσεως και να εξεταστεί το σκέλος αυτό ως προς τη βασιμότητά του.

158    Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι η λυσιτέλεια των εκτιμήσεων της προσφεύγουσας είναι σχετική, λόγω του αποσπασματικού και μεμονωμένου χαρακτήρα τους. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα επισημαίνει, αφενός, ότι η κατανάλωση και οι εγχώριες πωλήσεις είχαν αυξηθεί και, αφετέρου, ότι η παραγωγή είχε επίσης αυξηθεί ενόσω η παραγωγική ικανότητα και η χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας παρέμεναν σταθερές. Ωστόσο, οι διαπιστώσεις αυτές πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα του γεγονότος ότι από την ανάλυση στην οποία προέβη η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 63 έως 89 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι, καταρχάς, αν και η παραγωγή είχε αυξηθεί, η αύξηση αυτή ήταν μικρότερη από την εγχώρια κατανάλωση, εν συνεχεία, ότι οι τιμές πωλήσεως στην Ένωση είχαν μειωθεί καθ’ όλη τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου, με εξαίρεση μια ανάκαμψη στο τέλος της περιόδου αυτής, και, τέλος, ότι τα κέρδη είχαν παραμείνει χαμηλότερα από τα κέρδη‑στόχους καθ’ όλη τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου (και αυξήθηκαν μόνο το 2017 λόγω της μείωσης του κόστους παραγωγής και της αποτελεσματικότητας των μέτρων εμπορικής άμυνας που έλαβε η Ένωση). Στις παρατηρήσεις αυτές πρέπει να προστεθεί και το γεγονός ότι το μερίδιο αγοράς είχε μειωθεί.

159    Αν και είναι αληθές ότι η προσφεύγουσα τονίζει τη συνεχή αύξηση της κερδοφορίας και τη βελτίωση των ταμειακών ροών, πρέπει, εντούτοις, να επισημανθεί ότι, στην αιτιολογική σκέψη 97 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η Επιτροπή υπογράμμισε ειδικώς ότι, «πέραν του γεγονότος ότι το 2017 τα επίπεδα κερδοφορίας είχαν σημαντικά βελτιωθεί σε σχέση με προηγούμενα έτη (οπότε ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής είτε σημείωσε ζημίες είτε κάλυψε μόνον το κόστος), η κατάσταση αυτή θα μπορούσε ταχέως να ανατραπεί εάν οι εισαγωγές συνέχιζαν την αύξησή τους (ή αυξάνονταν, ως συνέπεια, μεταξύ άλλων, των μέτρων που έλαβαν οι ΗΠΑ σύμφωνα με το άρθρο 232)».

160    Επομένως, από την εκτίμηση αυτή προκύπτει ότι τα επιτευχθέντα επίπεδα κερδοφορίας δεν πρέπει να εκτιμώνται κατά τρόπο μεμονωμένο, διότι, μολονότι είχαν βελτιωθεί σε σχέση με το προηγούμενο έτος, ο διαπιστωμένος κίνδυνος εκτροπής του εμπορίου αποτελούσε βασικό στοιχείο το οποίο θα είχε αρνητικό αντίκτυπο στην οικονομική κατάσταση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής σε περίπτωση που δεν λαμβάνονταν μέτρα. Στο πλαίσιο αυτό έπρεπε να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, εάν δεν λαμβάνονταν μέτρα, η επικείμενη εκτροπή του εμπορίου θα είχε αρνητικό αντίκτυπο στην οικονομική κατάσταση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, με αποτέλεσμα η ανάκαμψη να μπορούσε σύντομα να ανατραπεί.

161    Κατόπιν των προεκτεθέντων, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως όσον αφορά τον προσδιορισμό της καταστάσεως στην οποία βρισκόταν ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής.

162    Δεύτερον, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι από την τάση ζημιών για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής από το 2013 μέχρι το πρώτο εξάμηνο του 2018 δεν μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη «κινδύνου πρόκλησης σοβαρής ζημίας», ιδίως κατά την έννοια της νομολογίας του ΠΟΕ. Περαιτέρω, προσθέτει ότι από τα πιο πρόσφατα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης προκύπτει ότι οι συμπληρωματικές εισαγωγές δεν είχαν το αποτέλεσμα που προβάλλει η Επιτροπή.

163    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα εν λόγω επιχειρήματα.

164    Συναφώς, αρκεί η υπόμνηση ότι, εφόσον στις σκέψεις 158 έως 161 ανωτέρω κρίθηκε ότι η ανάλυση της προσφεύγουσας έπρεπε να απορριφθεί υπέρ εκείνης που πρότεινε η Επιτροπή, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνονται υπόψη τα μελλοντικά στοιχεία είναι πλέον άνευ σημασίας.

165    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, δεν μπορεί να διαπιστωθεί πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως της Επιτροπής λόγω του ότι κατέληξε στο συμπέρασμα ότι από την κατάσταση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής θα μπορούσε να προκύψει κίνδυνος πρόκλησης σοβαρής ζημίας.

166    Επομένως, το πρώτο σκέλος του πέμπτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

–       Επί του δευτέρου σκέλους του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως και παρέβη το άρθρο 9, παράγραφος 2, και το άρθρο 16 του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διαφύλαξης, καθόσον στήριξε τη διαπίστωσή της περί υπάρξεως κινδύνου πρόκλησης σοβαρής ζημίας μόνο σε ενδεχόμενη εκτροπή του εμπορίου

167    Με το δεύτερο σκέλος του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, επειδή η Επιτροπή βάσισε τα συμπεράσματά της αποκλειστικά στην εκτροπή του εμπορίου, δεν έπρεπε να διαπιστώσει ότι υπήρχε κίνδυνος πρόκλησης σοβαρής ζημίας κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης.

168    Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν βασίζει τον κίνδυνο πρόκλησης σοβαρής ζημίας στο επίπεδο των εισαγωγών κατά τον χρόνο εκδόσεως του προσβαλλόμενου κανονισμού ή στη συνέχιση των εισαγωγών στο επίπεδο αυτό, αλλά μάλλον σε μια αδικαιολόγητη και θεωρητική αύξηση των εισαγωγών στο μέλλον, η οποία θα προέκυπτε από την εκτροπή του εμπορίου ως αποτέλεσμα των μέτρων που έλαβαν οι Ηνωμένες Πολιτείες βάσει του άρθρου 232. Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Επιτροπή εξομοίωσε έναν υποθετικό κίνδυνο αύξησης των εισαγωγών με τον κίνδυνο πρόκλησης σοβαρής ζημίας. Με τον τρόπο αυτό, η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως και παρέβη το άρθρο 9, παράγραφος 2, και το άρθρο 16 του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης. Συναφώς, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται από τη νομολογία του ΠΟΕ.

169    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

170    Προκαταρκτικώς, πρέπει να σημειωθεί ότι, στην αιτιολογική σκέψη 90 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης βρισκόταν «υπό τον κίνδυνο σοβαρής ζημιάς εάν εξακολουθούσε η αυξανόμενη τάση στις εισαγωγές με τη συνακόλουθη ύφεση τιμών και την πτώση της κερδοφορίας κάτω από τα επίπεδα βιωσιμότητας». Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος και διαψεύδεται από τα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας, καθόσον η ίδια απέδειξε, στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, ότι από την κατάσταση του κλάδου παραγωγής της Ένωσης το έτος 2017 και κατά τα δύο πρώτα τρίμηνα του 2018 δεν προέκυπτε ότι, στο επίπεδο των εισαγωγών κατά την περίοδο αυτή, ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης βρισκόταν στα πρόθυρα κατάρρευσης και ότι, ως εκ τούτου, η εν λόγω σοβαρή ζημία ήταν σαφώς προβλέψιμη ή επικείμενη.

171    Καθόσον το πρώτο σκέλος του πέμπτου λόγου ακυρώσεως κρίθηκε απορριπτέο, η παραδοχή στην οποία ερείδεται η επιχειρηματολογία που ανέπτυξε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του λόγου αυτού είναι εσφαλμένη. Επομένως, το δεύτερο σκέλος του πέμπτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να εξεταστεί μόνον υπό το πρίσμα των αιτιάσεων ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή προς στήριξη της αποδείξεως ενδεχόμενης αυξήσεως των εισαγωγών συνιστούν πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως.

172    Από τη δικογραφία προκύπτει ότι, προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη κινδύνου πρόκλησης σοβαρής ζημίας, η Επιτροπή δεν βασίστηκε αποκλειστικά στη διαπίστωση ενδεχόμενης εκτροπής του εμπορίου αλλά έλαβε υπόψη της και άλλους παράγοντες. Συγκεκριμένα, στις αιτιολογικές σκέψεις 99 και 100 του προσβαλλόμενου κανονισμού γίνεται ανάλυση του ρυθμού αύξησης των εξαγωγών καθώς και της πιθανότητας περαιτέρω αυξημένων εξαγωγών βάσει ανάλυσης των πλέον πρόσφατων διαθέσιμων στοιχείων. Επιπλέον, από τα στατιστικά στοιχεία που παρουσιάζονται και αναλύονται στα σημεία 5.6.1 και 5.6.2 του προσβαλλόμενου κανονισμού καταδεικνύεται η συνεχής ανοδική τάση των εισαγωγών και το γεγονός ότι τα πρώτα σημάδια εκτροπής του εμπορίου είχαν ήδη παρατηρηθεί κατά τους μήνες που ακολούθησαν την έναρξη ισχύος των μέτρων του άρθρου 232 που έλαβαν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.

173    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή βασίστηκε πράγματι σε στοιχεία από τα οποία μπορούσε να διαπιστωθεί ότι όχι μόνον υπήρχε εκτροπή του εμπορίου αλλά και ότι υπήρχε πιθανότητα αύξησης των εισαγωγών που κανονικά προορίζονταν για την αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών και οι οποίες θα μπορούσαν στη συνέχεια να διοχετευθούν στην Ένωση.

174    Επομένως, ουδέν πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως διαπιστώνεται από το λεπτομερές σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων επί των οποίων βασίστηκε η ανάλυση της Επιτροπής.

175    Επιπλέον, ακόμη και αν έπρεπε να ληφθεί υπόψη η Συμφωνία του ΠΟΕ για τα μέτρα διασφάλισης, επισημαίνεται ότι η προσέγγιση της Επιτροπής συνάδει με τις διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της εν λόγω Συμφωνίας, δεδομένου ότι η απόδειξη της ύπαρξης ενδεχόμενης αύξησης των εισαγωγών δεν βασίζεται, εν προκειμένω, σε απλούς ισχυρισμούς, εικασίες ή απομακρυσμένες πιθανότητες.

176    Επομένως, το δεύτερο σκέλος του πέμπτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

–       Επί του τρίτου σκέλους του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως και παρέβη το άρθρο 9, παράγραφος 2, και το άρθρο 16 του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διαφύλαξης, καθόσον δεν προέβη σε εμπεριστατωμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών όσον αφορά τη διαπίστωσή της περί κινδύνου πρόκλησης σοβαρής ζημίας

177    Στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει τρία επιχειρήματα προκειμένου να αποδείξει ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο κίνδυνος αύξησης των εισαγωγών θα μπορούσε να συνιστά κίνδυνο πρόκλησης σοβαρής ζημίας, η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς, υπό το πρίσμα ιδίως της νομολογίας του ΠΟΕ, ότι συντρέχει πραγματικός κίνδυνος σημαντικής εκτροπής του εμπορίου δυνάμενης να προκαλέσει σοβαρή ζημία.

178    Πρώτον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη την ύπαρξη άλλων εξαγωγικών αγορών ικανών να αντισταθμίσουν οποιαδήποτε πιθανή εκτροπή του εμπορίου από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αντιθέτως προς ό,τι ισχυρίζεται, οι εκτιμήσεις στις οποίες στηρίζεται η Επιτροπή για να αποδείξει το αντίθετο συνιστούν απλούς ισχυρισμούς οι οποίοι στερούνται αποδεικτικής αξίας.

179    Δεύτερον, από την ανάλυση των αριθμητικών στοιχείων της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η διαπιστωθείσα εκτροπή του εμπορίου θα μπορούσε να συνιστά κίνδυνο πρόκλησης σοβαρής ζημίας, καθόσον μια τέτοια εκτροπή θα ήταν περιορισμένη. Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι ισχυρισμοί της Επιτροπής προς απόδειξη του αντιθέτου δεν έχουν έρεισμα στα πραγματικά περιστατικά.

180    Τρίτον, η εκ μέρους της Επιτροπής ανάλυση των τάσεων στις εισαγωγές προς την Ένωση και προς τις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τους πρώτους μήνες του 2018 έγινε σε απόλυτους όρους και οι εισαγωγές αυτές δεν πραγματοποιήθηκαν κατ’ ανάγκην υπό συνθήκες ή κατά τρόπο που να συνιστά κίνδυνο πρόκλησης σοβαρής ζημίας. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν εξέθεσε τα πραγματικά περιστατικά που της επέτρεψαν να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι συμπληρωματικές εισαγωγές θα προκαλούσαν ύφεση τιμών και πτώση της κερδοφορίας. Συναφώς, η προσφεύγουσα προσθέτει ότι η Επιτροπή δεν παρέσχε καμία εξήγηση ως προς τους λόγους που δικαιολογούν τη διαπίστωσή της ότι οι φερόμενες αιφνίδιες αυξήσεις των εισαγωγών συνιστούσαν κίνδυνο πρόκλησης σοβαρής ζημίας.

181    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

182    Πρώτον, όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε το γεγονός ότι, ανεξαρτήτως της ενδεχόμενης στεγανοποιήσεως της αμερικανικής αγοράς, η εκτροπή του εμπορίου θα ήταν περιορισμένη και όλως απίθανο να προκαλέσει σοβαρή ζημία, επισημαίνεται, αφενός, ότι τόσο από τις αιτιολογικές σκέψεις 35 και 67 του προσωρινού κανονισμού όσο και από τις αιτιολογικές σκέψεις 107 και 173 του προσβαλλόμενου κανονισμού συνάγεται ότι η αιτίαση αυτή είναι αβάσιμη, καθόσον η συλλογιστική της Επιτροπής λαμβάνει αναγκαστικά υπόψη άλλες αγορές. Αφετέρου, υπό το πρίσμα των όσων επισημάνθηκαν στις σκέψεις 172 έως 174 ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση που προσάπτεται στην Επιτροπή ότι οι ως άνω αιτιολογικές σκέψεις αποτελούν απλούς ισχυρισμούς που δεν τεκμηριώνονται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο και, ειδικότερα, ότι δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι οι εμπορικές ροές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες αντιστοιχούν –όσον αφορά τη γκάμα προϊόντων και τις χώρες εξαγωγής– στις εμπορικές ροές προς την Ένωση.

183    Δεύτερον, όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι τυχόν εκτροπή του εμπορίου από τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι πολύ περιορισμένη για να συνιστά κίνδυνο πρόκλησης σοβαρής ζημίας, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τους υπολογισμούς της Επιτροπής. Ωστόσο, σύμφωνα με τις αρχές που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 74 και 75 ανωτέρω, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι μπορεί να πραγματοποιηθεί και έτερη ανάλυση, όπως αυτή που προτείνει η προσφεύγουσα, στον βαθμό που ο έλεγχος από τον δικαστή της Ένωσης, στην υπό κρίση υπόθεση, περιορίζεται στον εντοπισμό πρόδηλου σφάλματος εκτιμήσεως το οποίο καθιστά πλημμελή την ανάλυση στην οποία βασίζεται ο προσβαλλόμενος κανονισμός. Από τη δικογραφία, όμως, δεν προκύπτει τέτοιο σφάλμα. Συγκεκριμένα, στις αιτιολογικές σκέψεις 107 και 179 του προσβαλλόμενου κανονισμού αναφέρεται ότι η Επιτροπή διενήργησε προσομοιώσεις λαμβάνοντας υπόψη διάφορα κριτήρια και επιβεβαίωσε το οικονομικό της μοντέλο χρησιμοποιώντας τα πλέον πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία. Η προσέγγιση που ακολούθησε η Επιτροπή της παρέσχε, επιπλέον, τη δυνατότητα να συναγάγει ότι υπήρξε εκτροπή του εμπορίου από πλευράς όγκων κατά το πρώτο εξάμηνο του 2018, η οποία αρκούσε για να δικαιολογήσει τις διαπιστώσεις της όσον αφορά τον κίνδυνο πρόκλησης σοβαρής ζημίας.

184    Τρίτον, όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι η διαπίστωση κατά την οποία η αύξηση των εισαγωγών θα οδηγούσε σε ύφεση τιμών και σε πτώση της κερδοφορίας σε βαθμό που να συντρέχει κίνδυνος πρόκλησης σοβαρής ζημίας δεν τεκμηριώνεται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, θα πρέπει να υπομνησθεί ότι έγινε δεκτό ότι αποδείχθηκε επαρκώς κατά νόμον από την Επιτροπή ότι ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης βρισκόταν σε ευάλωτη κατάσταση (βλ. σκέψεις 158 έως 161 ανωτέρω) και, ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να αξιολογηθεί υπό το πρίσμα αυτής της κατάστασης η βασιμότητα της διαπίστωσης στην οποία προέβη η Επιτροπή σχετικά με την ύπαρξη κινδύνου πρόκλησης σοβαρής ζημίας λόγω της αύξησης των εισαγωγών. Στο πλαίσιο αυτό, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως επειδή θεώρησε ότι, λόγω των πολύ χαμηλών κερδών που πραγματοποιήθηκαν κατά την υπό εξέταση περίοδο, η πρόσθετη πίεση που αντιπροσώπευε η επιτάχυνση της αύξησης των εισαγωγών που διαπιστώθηκε μετά τη λήψη από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής μέτρων βάσει του άρθρου 232 θα οδηγούσε σε ύφεση τιμών και σε πτώση της κερδοφορίας, με αποτέλεσμα να συντρέχει κίνδυνος πρόκλησης σοβαρής ζημίας. Συναφώς, οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας σχετικά με τη βελτίωση της κερδοφορίας πρέπει να απορριφθούν για τους ίδιους λόγους με εκείνους που παρατίθενται στις σκέψεις 158 έως 161 ανωτέρω, σε συνδυασμό με τη σκέψη 165 ανωτέρω.

185    Κατόπιν των ανωτέρω, το τρίτο σκέλος του πέμπτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

–       Επί του τετάρτου σκέλους του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως, παρέβη το καθήκον επιμέλειας που υπέχει και ενήργησε κατά παράβαση του άρθρου 5, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διαφύλαξης, καθόσον δεν έλαβε υπόψη τη θετική εξέλιξη των δεικτών ζημίας για το πρώτο εξάμηνο του 2018

186    Με το τέταρτο σκέλος του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως, παρέβη το καθήκον επιμέλειας που υπέχει και παρέβη το άρθρο 5, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διαφύλαξης όταν αποφάσισε να μη λάβει υπόψη τους δείκτες ζημίας που ανακοίνωσε η Eurofer για το πρώτο εξάμηνο του 2018.

187    Κατά την προσφεύγουσα, κανένας από τους λόγους που προέβαλε η Επιτροπή δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη μη συνεκτίμηση των εν λόγω πληροφοριών, καθόσον μπορούσε θεμιτώς να λάβει υπόψη τις εν λόγω επικαιροποιημένες πληροφορίες, με ή χωρίς επαλήθευση, να ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες, κατά περίπτωση, και να στηριχθεί στα διαθέσιμα στοιχεία, όπου και αν ήταν αναγκαίο.

188    Η προσφεύγουσα καταρχάς θεωρεί ότι οι εν λόγω δείκτες αποδεικνύουν ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής είχε βελτιώσει την ανταγωνιστική θέση του και ότι, κατά συνέπεια, αποτελούν θετική απόδειξη για το ότι δεν συνέτρεχε κίνδυνος πρόκλησης σοβαρής ζημίας.

189    Ακολούθως, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι, ακόμη και αν είχε λάβει υπόψη τους δείκτες ζημίας για το πρώτο εξάμηνο του 2018, η τελική διαπίστωση θα ήταν η ίδια. Συναφώς, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η ανοδική τάση της κερδοφορίας κατά την περίοδο από τον Ιανουάριο του 2018 έως τον Ιούνιο του 2018 δεν θα μπορούσε να επιβεβαιώσει την τελική διαπίστωση της Επιτροπής, η οποία βασίζεται στην υπόθεση ότι η αύξηση του όγκου των εισαγωγών θα οδηγούσε σε ύφεση τιμών και πτώση της κερδοφορίας.

190    Τέλος, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, προκύπτει σαφώς από τη νομολογία ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι εν προκειμένω αρμόδιο να ελέγξει κατά πόσον η Επιτροπή ενήργησε σύμφωνα με την αρχή της χρηστής διοικήσεως.

191    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

192    Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα, αρκετές φορές στα δικόγραφα της, βάσισε την ανάλυσή της στους επικαιροποιημένους δείκτες ζημίας που παρέσχε η Eurofer, των οποίων η κρισιμότητα αποτελεί αντικείμενο του τετάρτου σκέλους του πέμπτου λόγου ακυρώσεως.

193    Ωστόσο, η ανάλυση της προσφεύγουσας βασίζεται στον παράγοντα της κερδοφορίας. Όπως αναφέρθηκε στις σκέψεις 158 έως 161 ανωτέρω, σε συνδυασμό με τη σκέψη 165 ανωτέρω, η σημασία του συγκεκριμένου παράγοντα είναι σχετική και δεν μπορεί, αφ’ εαυτού, να οδηγήσει στην κατάφαση πρόδηλου σφάλματος εκτιμήσεως. Κατά συνέπεια, το τέταρτο σκέλος του πέμπτου λόγου ακυρώσεως είναι αλυσιτελές.

194    Εν πάση περιπτώσει, οι πολυάριθμοι λόγοι που προέβαλε η Επιτροπή για να δικαιολογήσει το γεγονός ότι δεν έλαβε υπόψη τους δείκτες ζημίας που ανακοίνωσε η Eurofer για τα δύο πρώτα τρίμηνα του έτους 2018 δεν υποδεικνύουν πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, παρά τις αντιρρήσεις της προσφεύγουσας. Συναφώς, η μη πληρότητα των εν λόγω δεδομένων είναι χαρακτηριστική. Συγκεκριμένα, οι δείκτες της Eurofer δεν κάλυπταν, στην πραγματικότητα, το σύνολο του υπό εξέταση προϊόντος. Κατά συνέπεια, ακόμη και αν η προσφεύγουσα θεωρεί ότι οι καλυπτόμενες κατηγορίες προϊόντων αντιπροσώπευαν τη συντριπτική πλειονότητα των όγκων του υπό εξέταση προϊόντος και ότι, καθόσον η έλλειψη πληροφοριών για τις άλλες κατηγορίες προϊόντων οφειλόταν πιθανώς στη μη ανακοίνωση των στοιχείων αυτών από την Ευρωπαϊκή Ένωση Χαλύβδινων Σωλήνων [European Steel Tube Association (ESTA)], η Επιτροπή είχε το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει τα διαθέσιμα στοιχεία σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης, εντούτοις δεν μπορεί εξ αυτού να συναχθεί ότι η Επιτροπή είχε υποχρέωση να το πράξει. Η Επιτροπή δικαιούται πράγματι να θεωρήσει ότι, λαμβανομένης υπόψη της ελλιπούς πληροφόρησης, τα δεδομένα δεν είναι κρίσιμα, χωρίς τούτο να συνιστά πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως ή παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας που υπέχει ή της αρχής της χρηστής διοικήσεως.

195    Κατόπιν των προεκτεθέντων, το τέταρτο σκέλος του πέμπτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί και, ως εκ τούτου, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως και παράβαση του άρθρου 16 του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης

196    Με τον έκτο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος διαιρείται σε τρία σκέλη, η προσφεύγουσα επιδιώκει να αποδείξει ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 16 του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης, καθόσον δεν απέδειξε την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της εντοπισθείσας αύξησης των εισαγωγών και του διαπιστωθέντος κινδύνου πρόκλησης σοβαρής ζημίας στον κλάδο παραγωγής της Ένωσης.

–       Επί του πρώτου σκέλους του έκτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται ότι, καθόσον ο κίνδυνος πρόκλησης σοβαρής ζημίας συνδεόταν με μελλοντικές εισαγωγές, η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως διαπιστώνοντας αιτιώδη συνάφεια μεταξύ του εν λόγω κινδύνου και της αύξησης των εισαγωγών, κατά παράβαση του άρθρου 16 του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης

197    Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του έκτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, όπως προκύπτει από τον προσβαλλόμενο κανονισμό, δεν διαπιστώθηκε από την Επιτροπή ότι οι τρέχουσες κατά την ημερομηνία του προσβαλλόμενου κανονισμού εισαγωγές είχαν προκαλέσει σοβαρή ζημία ή συνιστούσαν κίνδυνο πρόκλησης σοβαρής ζημίας, αλλά ότι ο κίνδυνος αυτός είχε βασιστεί σε εισαγωγές που δεν είχαν ακόμη πραγματοποιηθεί, γεγονός το οποίο είναι ιδίως αντίθετο προς τη νομολογία του ΠΟΕ.

198    Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή, βασιζόμενη στη «μελλοντική και θεωρητική αύξηση των εισαγωγών», παρέβη με τον τρόπο αυτό το άρθρο 16 του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης.

199    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

200    Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή στήριξε τη διαπίστωσή της σε μια εκτίμηση των τρεχουσών και των μελλοντικών εισαγωγών. Συγκεκριμένα, από την ανάλυσή της προκύπτει σαφώς ότι, μολονότι ο κίνδυνος πρόκλησης σοβαρής ζημίας εντοπίζεται, εν προκειμένω, στις μελλοντικές εισαγωγές, η πιθανότητα των οποίων προκύπτει από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που αναφέρονται στις σκέψεις 172 έως 174 ανωτέρω, εντούτοις ο κίνδυνος αυτός υφίσταται δεδομένης της ιδιαίτερης κατάστασης στην οποία είχε περιέλθει ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης λόγω των εισαγωγών που διαπιστώθηκαν κατά τον χρόνο έκδοσης του προσβαλλόμενου κανονισμού.

201    Η προσέγγιση που ακολούθησε η Επιτροπή ως προς την εφαρμογή του άρθρου 16 του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης είναι, επομένως, σύμφωνη με το άρθρο 9, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, το οποίο προβλέπει ακριβώς ότι, σε περίπτωση που συντρέχει κίνδυνος πρόκλησης σοβαρής ζημίας, η Επιτροπή πρέπει να εξετάζει το ποσοστό αύξησης των εξαγωγών προς την Ένωση προκειμένου να προσδιορίσει εάν μπορεί να προβλεφθεί μετά βεβαιότητας ότι μια συγκεκριμένη κατάσταση είναι ικανή να εξελιχθεί σε πραγματική ζημία.

202    Με άλλα λόγια, χωρίς τα αποτελέσματα που προκαλούνται από τις τρέχουσες εισαγωγές, οι μελλοντικές εισαγωγές ενδέχεται να μην είναι προβληματικές. Επομένως, λόγω των τρεχουσών εισαγωγών, προκύπτει κίνδυνος πρόκλησης σοβαρής ζημίας υπό το πρίσμα των προβλέψεων για τον ρυθμό αύξησης των εξαγωγών προς την Ένωση.

203    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι από το άρθρο 16 του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης προκύπτει ότι μόνον οι τρέχουσες εισαγωγές πρέπει να προκαλούν ή να απειλούν να προκαλέσουν σοβαρή ζημία.

204    Συνεπώς, η παραδοχή στην οποία στηρίζεται η επιχειρηματολογία που ανέπτυξε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της φύσεως της αιτιώδους συνάφειας που υφίσταται μεταξύ της εντοπισθείσας αύξησης των εισαγωγών και του διαπιστωθέντος κινδύνου πρόκλησης σοβαρής ζημίας για τον κλάδο παραγωγής της Ένωσης.

205    Κατόπιν των ανωτέρω, το πρώτο σκέλος του έκτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

–       Επί του δευτέρου σκέλους του έκτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται έλλειψη αιτιώδους συνάφειας και ότι, ως εκ τούτου, η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως κατά παράβαση του άρθρου 16 του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης

206    Με το δεύτερο σκέλος του έκτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας και ότι, ως εκ τούτου, δεν τήρησε τις επιταγές του άρθρου 16 του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης.

207    Ειδικότερα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι το τρέχον τότε επίπεδο των εισαγωγών όχι μόνο δεν συνιστούσε κίνδυνο πρόκλησης σοβαρής ζημίας, ακόμη και κατά τη διάρκεια της ΠΠΠ, αλλά αντιθέτως παρείχε στον κλάδο παραγωγής της Ένωσης τη δυνατότητα να μετέχει στον ανταγωνισμό και να αποκομίζει άνετα κέρδη. Σύμφωνα με τη νομολογία του ΠΟΕ, η Επιτροπή όφειλε, σε μια τέτοια περίπτωση, να παράσχει ικανοποιητικές, αιτιολογημένες και εύλογες εξηγήσεις σχετικά με το γιατί τα δεδομένα υποδείκνυαν παρά ταύτα αιτιώδη συνάφεια, όπερ δεν έπραξε.

208    Επιπλέον, η προσφεύγουσα αμφισβητεί την προβαλλόμενη από την Επιτροπή έλλειψη λυσιτέλειας των αριθμητικών στοιχείων που παρέσχε η Eurofer όσον αφορά το κριτήριο σχετικά με την κερδοφορία και επισημαίνει ότι, ακόμη και αν ληφθούν υπόψη τα αριθμητικά στοιχεία που μνημονεύονται στον προσβαλλόμενο κανονισμό, δεν υπάρχει συσχέτιση μεταξύ της αύξησης των εισαγωγών και της επιδείνωσης της κατάστασης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής μεταξύ των ετών 2013 και 2017.

209    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

210    Καταρχάς, πρέπει να επισημανθεί ότι τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας περί ελλείψεως αιτιώδους συνάφειας, τα οποία προβάλλει προς στήριξη του δευτέρου σκέλους του έκτου λόγου ακυρώσεως, βασίζονται κατ’ ουσίαν στην ερμηνεία της προσφεύγουσας σχετικά με την αύξηση της κερδοφορίας, η οποία ενισχύεται από τα στοιχεία που προσκόμισε η Eurofer.

211    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, καταρχάς, ότι το κριτήριο της κερδοφορίας δεν φαίνεται να είναι καθοριστικό (βλ. σκέψεις 158 έως 161 ανωτέρω, σε συνδυασμό με τη σκέψη 165 ανωτέρω), εν συνεχεία, ότι τα αριθμητικά στοιχεία που παρέσχε η Eurofer δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη (βλ. σκέψη 194 ανωτέρω) και, τέλος, ότι η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του τρέχοντος επιπέδου εισαγωγών κατά τον χρόνο έκδοσης του προσβαλλόμενου κανονισμού και του κινδύνου πρόκλησης σοβαρής ζημίας αποδείχθηκε επαρκώς κατά νόμον από την Επιτροπή (βλ. σκέψεις 200 έως 205 ανωτέρω).

212    Κατόπιν των ανωτέρω, το δεύτερο σκέλος του έκτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

–       Επί του τρίτου σκέλους του έκτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται ότι η Επιτροπή δεν αξιολόγησε ορθώς τον αντίκτυπο των προγενέστερων πρακτικών ντάμπινγκ και επιδοτήσεων επί της ζημίας που υπέστη ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης, με αποτέλεσμα η εκτίμησή της για την αιτιώδη συνάφεια να ενέχει πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, κατά παράβαση του άρθρου 16 του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης

213    Με το τρίτο σκέλος του έκτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει υπόψη τον πιθανό αντίκτυπο των προγενέστερων πρακτικών ντάμπινγκ και επιδοτήσεων, γεγονός που καθιστούσε πλημμελή τη διαπίστωσή της όσον αφορά την εκτίμηση της ζημίας, με αποτέλεσμα η ανάλυση της αιτιώδους συνάφειας να ενέχει πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως.

214    Ειδικότερα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι με τον προσβαλλόμενο κανονισμό η Επιτροπή διαπίστωσε ότι ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης βρισκόταν σε δυσχερή οικονομική κατάσταση μέχρι το έτος 2016 εξηγείται, τουλάχιστον εν μέρει, από προηγούμενες σημαντικές ζημίες οι οποίες είχαν προκληθεί λόγω προγενέστερων πρακτικών ντάμπινγκ και επιδοτήσεων, κατά των οποίων είχαν ληφθεί μέτρα εμπορικής άμυνας. Συναφώς, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι το ζήτημα του κατά πόσον τα μέτρα αντιντάμπινγκ και τα αντισταθμιστικά μέτρα εξυπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς και/ή στοχεύουν σε συγκεκριμένα προϊόντα, σε σχέση με τα μέτρα διασφάλισης, είναι άνευ σημασίας.

215    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

216    Πρώτον, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 95 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η Επιτροπή κατά την εκτίμηση της καταστάσεως του ενωσιακού κλάδου παραγωγής δεν αγνόησε ούτε την ύπαρξη των επίμαχων προγενέστερων πρακτικών ντάμπινγκ και επιδοτήσεων ούτε τον αντίκτυπο των μέτρων που είχαν ληφθεί σε σχέση με τις πρακτικές αυτές. Η συνεκτίμηση αυτή, εξάλλου, δικαιολογούσε το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να αποδείξει την ύπαρξη σοβαρής ζημίας.

217    Επομένως, η συλλογιστική της Επιτροπής δεν ενέχει κανένα πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως όσον αφορά τον αντίκτυπο των προγενέστερων πρακτικών ντάμπινγκ και επιδοτήσεων στην ανάλυσή της σχετικά με την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της αύξησης των εισαγωγών και του κινδύνου πρόκλησης σοβαρής ζημίας.

218    Δεύτερον, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι κακώς δεν έλαβε λεπτομερέστερα υπόψη τις πρακτικές αυτές, δεδομένου ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι αφορούσαν ένα σημαντικό μέρος του υπό εξέταση προϊόντος, όπως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, εντούτοις αφορούσαν ορισμένες μόνον κατηγορίες προϊόντων καταγωγής ορισμένων χωρών.

219    Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι έλαβε υπόψη τις εν λόγω πρακτικές κατά τον τρόπο που περιγράφεται στη σκέψη 216 ανωτέρω αρκεί για να αποκλειστεί οποιαδήποτε διαπίστωση πρόδηλου σφάλματος εκτιμήσεως.

220    Κατόπιν των προεκτεθέντων, το τρίτο σκέλος του έκτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο και, ως εκ τούτου, ο έκτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του εβδόμου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 16 και του άρθρου 5, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης

221    Με τον έβδομο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι ο βασικός κανονισμός για τα μέτρα διασφάλισης δεν παρέχει καμία νομική βάση για αυτεπάγγελτη κίνηση έρευνας διασφάλισης από την Επιτροπή. Μια τέτοια αυτεπάγγελτη κίνηση δικαιολογείται μόνον όταν τα πληροφοριακά στοιχεία (και, εν τέλει, το αίτημα) έχουν ληφθεί από ορισμένο κράτος μέλος.

222    Ειδικότερα, η προσφεύγουσα επικαλείται το άρθρο 5, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης, που περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο ΙΙΙ, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 16 του εν λόγω κανονισμού, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 7 και 8 του ίδιου κανονισμού, προκειμένου να υποστηρίξει ότι μόνον τα κράτη μέλη μπορούν να έχουν την πρωτοβουλία για την κίνηση έρευνας διασφάλισης. Συγκεκριμένα, αφενός, υπογραμμίζει ότι η ανακοίνωση για την έναρξη της έρευνας αναφέρει ρητώς ότι αυτή κινήθηκε από την Επιτροπή αυτεπαγγέλτως και, αφετέρου, επισημαίνει, λαμβανομένων υπόψη διαφόρων στοιχείων της δικογραφίας, ότι η έρευνα κινήθηκε βάσει πληροφοριών οι οποίες ουδέποτε αποδείχθηκε ότι προέρχονταν από κράτος μέλος.

223    Τέλος, αφενός, η προσφεύγουσα προσθέτει ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να κινήσει την έρευνα με βάση μόνο τις πληροφορίες που είχε λάβει στο πλαίσιο των μέτρων επιτήρησης, καθόσον τα μέτρα αυτά κάλυπταν μόνον τις εισαγωγές από το 2015 έως το 2017, εξαιρουμένης της περιόδου από το 2013 έως το 2014, και ελλείψει οποιασδήποτε πληροφορίας σχετικά με την κατάσταση της ζημίας του κλάδου παραγωγής της Ένωσης. Αφετέρου, υπογραμμίζει ότι, ανεξαρτήτως των εξουσιών που πράγματι απονέμονται στην Επιτροπή δυνάμει του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης, καμία διάταξη δεν της παρέχει τη δυνατότητα να κινεί έρευνες αυτεπαγγέλτως.

224    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

225    Πρώτον, επισημαίνεται ότι, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, η ύπαρξη αποκλειστικής αρμοδιότητας των κρατών μελών ως προς την πρωτοβουλία κίνησης έρευνας διασφάλισης δεν προκύπτει από το άρθρο 5, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης, υπό το πρίσμα των αιτιολογικών σκέψεων 7 και 8 του ίδιου κανονισμού.

226    Καταρχάς, η αιτιολογική σκέψη 7 του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης ορίζει ότι «τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενημερώνουν την Επιτροπή για οποιονδήποτε κίνδυνο δημιουργείται από την εξέλιξη των εισαγωγών λόγω του οποίου ενδέχεται να απαιτείται επιτήρηση σε επίπεδο Ένωσης ή εφαρμογή μέτρων διασφάλισης».

227    Η εν λόγω αιτιολογική σκέψη δεν αφορά την εξουσία της Επιτροπής να κινεί έρευνες, αλλά την υποχρέωση των κρατών μελών να παρέχουν πληροφορίες προκειμένου η Επιτροπή να είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που της έχουν ανατεθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου να προστατεύσει τα συμφέροντα της Ένωσης στο πλαίσιο της κοινής εμπορικής πολιτικής, τόσο όσον αφορά την επιβολή επιτήρησης στην εισαγωγή προϊόντος καταγωγής τρίτης χώρας, σύμφωνα με το κεφάλαιο IV του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διαφύλαξης, όσο και την επιβολή μέτρων διασφάλισης σε σχέση με το ίδιο προϊόν, σύμφωνα με το κεφάλαιο V του ίδιου κανονισμού.

228    Ωστόσο, από τη διατύπωση της εν λόγω αιτιολογικής σκέψεως δεν προκύπτει καμία αποκλειστικότητα όσον αφορά την πηγή των πληροφοριών που παρέχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της.

229    Ακολούθως, η αιτιολογική σκέψη 8 του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης αναφέρει ότι, «σε τέτοια περίπτωση, η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάζει τις προϋποθέσεις και τον τρόπο πραγματοποίησης των εισαγωγών και την εξέλιξή τους, καθώς και τις διάφορες πτυχές της οικονομικής και εμπορικής κατάστασης και τα ενδεχόμενα μέτρα που πρέπει να ληφθούν».

230    Η εν λόγω αιτιολογική σκέψη δεν αφορά την εξουσία της Επιτροπής να κινεί έρευνες, αλλά αποσκοπεί στο να επιβάλλει στην Επιτροπή υποχρέωση εξέτασης στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης καταστάσεως, δηλαδή όταν λαμβάνει το είδος των πληροφοριών που αναφέρει η αιτιολογική σκέψη 7 του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης.

231    Μολονότι η ύπαρξη ορισμένης υποχρεώσεως η οποία περιορίζεται σε μία συγκεκριμένη περίπτωση προκύπτει από το γράμμα της αιτιολογικής σκέψεως 8 του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης, εντούτοις δεν περιορίζει ούτε αποκλείει τη δυνατότητα της Επιτροπής να διενεργεί μια τέτοια εξέταση και σε άλλες περιπτώσεις.

232    Τέλος, το άρθρο 5, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι «[η] Επιτροπή, αν κρίνει ότι υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που να δικαιολογούν έρευνα, κινεί έρευνα εντός ενός μηνός από την ημερομηνία παραλαβής των πληροφοριών από το κράτος μέλος και δημοσιεύει σχετική ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

233    Η εν λόγω διάταξη εγγυάται στο κράτος μέλος που έχει διαβιβάσει πληροφορίες στην Επιτροπή ότι η τελευταία θα λάβει απόφαση σχετικά με τις συνέπειες που πρέπει να εξαχθούν από τις συγκεκριμένες πληροφορίες όσον αφορά την έναρξη ενδεχόμενης έρευνας. Συνεπώς, η προβλεπόμενη προθεσμία αφορά, εξ ορισμού, την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Επιτροπή όταν της επιβάλλεται η υποχρέωση εξέτασης για την οποία γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 8 του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης.

234    Ωστόσο, όπως διευκρινίζεται στις σκέψεις 228 και 231 ανωτέρω, η κατάσταση αυτή δεν αποκλείει άλλες περιπτώσεις, διότι άλλως η Επιτροπή δεν θα μπορούσε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που της έχουν ανατεθεί.

235    Αυτό συμβαίνει τουλάχιστον όταν, όπως εν προκειμένω, έχουν τεθεί σε εφαρμογή μέτρα επιτήρησης.

236    Η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει την εφαρμογή τέτοιων μέτρων, σύμφωνα με το άρθρο 10 του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης, χωρίς προηγούμενη έρευνα, δεδομένου ότι η απαίτηση του άρθρου 4, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού δεν ισχύει στην περίπτωση αυτή.

237    Ειδικότερα, ο εκτελεστικός κανονισμός 2016/670 εκδόθηκε, μεταξύ άλλων, βάσει του άρθρου 10 του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης.

238    Σύμφωνα δε με την αιτιολογική σκέψη 12 του εκτελεστικού κανονισμού 2016/670, σκοπός της θεσπίσεως του συστήματος της εκ των προτέρων επιτήρησης ήταν να παρασχεθούν διεξοδικές στατιστικές πληροφορίες που καθιστούν δυνατή ταχεία ανάλυση των τάσεων των εισαγωγών από όλες τις χώρες εκτός της Ένωσης.

239    Όπως προκύπτει από την ανακοίνωση για την έναρξη της έρευνας διασφάλισης, η Επιτροπή, υπό το πρίσμα ιδίως των πληροφοριών που συγκεντρώθηκαν στο πλαίσιο του συστήματος επιτήρησης, έκρινε ότι υπήρχαν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προέκυπτε ότι οι τάσεις των εισαγωγών θα μπορούσαν να καταστήσουν αναγκαία την επιβολή μέτρων διασφάλισης.

240    Συναφώς, σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης, η Επιτροπή, προκειμένου να διασφαλίσει τα συμφέροντα της Ένωσης, δύναται, και με δική της πρωτοβουλία, να επιβάλει τέτοιου είδους μέτρα εφόσον οι ουσιαστικές προϋποθέσεις πληρούνται.

241    Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης, με εξαίρεση τις επείγουσες περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 7 του ίδιου κανονισμού, κανένα μέτρο διασφάλισης δεν μπορεί να επιβληθεί χωρίς την προηγούμενη κίνηση έρευνας.

242    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή αποφάσισε, με δική της πρωτοβουλία, να κινήσει μια τέτοια έρευνα όσον αφορά τις εισαγωγές προϊόντων σιδήρου και χάλυβα.

243    Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι, αν, όπως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, η πρωτοβουλία για την κίνηση μιας έρευνας διασφάλισης ανήκε αποκλειστικά στα κράτη μέλη, όχι μόνον θα περιοριζόταν ως προς τα αποτελέσματά της η εξουσία πρωτοβουλίας που παρέχεται στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης, αλλά, κυρίως, θα θιγόταν ο ίδιος ο σκοπός του μηχανισμού επιτήρησης.

244    Συγκεκριμένα, η προτεινόμενη από την προσφεύγουσα ερμηνεία, βάσει της οποίας η κίνηση διαδικασίας έρευνας εξαρτάται από την υποβολή από ορισμένο κράτος μέλος σχετικού αιτήματος στην Επιτροπή, θα καθιστούσε κατ’ ουσίαν άνευ ενδιαφέροντος τη μελέτη των δεδομένων που συλλέγονται στο πλαίσιο του μηχανισμού αυτού.

245    Επομένως, η ερμηνεία της προσφεύγουσας σχετικά με την εξουσία πρωτοβουλίας για την κίνηση έρευνας, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού με τα μέτρα διασφάλισης, έρχεται σε αντίθεση με τη γενικότερη οικονομία του συστήματος που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός.

246    Συναφώς, θα μπορούσε επίσης να προστεθεί ότι η ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης από την προσφεύγουσα φαίνεται να μη συνάδει και με άλλες διατάξεις του ίδιου κανονισμού.

247    Ειδικότερα, το άρθρο 7 του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να λαμβάνει, μεταξύ άλλων, προσωρινά μέτρα διασφάλισης σε επείγουσες περιπτώσεις. Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, η άσκηση της αρμοδιότητας αυτής απαλλάσσεται από την υποχρέωση διεξαγωγής διαδικασίας έρευνας πριν από την επιβολή των εν λόγω μέτρων. Ωστόσο, μέτρα έρευνας δεν αποκλείονται. Συγκεκριμένα, το άρθρο 7, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης ορίζει ότι η Επιτροπή οφείλει να προβεί αμέσως στη δέουσα έρευνα. Η κίνηση, ωστόσο, μιας τέτοιας έρευνας δεν προϋποθέτει την προηγούμενη υποβολή σχετικού αιτήματος στην Επιτροπή από κράτος μέλος. Θα ήταν παράλογο να τίθεται μια τέτοια προϋπόθεση, ιδίως ενώ έχει διαπιστωθεί ότι υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σύμφωνα με τα οποία η αύξηση των εισαγωγών έχει προκαλέσει ή υπάρχει κίνδυνος να προκαλέσει σοβαρή ζημία, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης. Το ίδιο σκεπτικό εξηγεί γιατί η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να κινήσει έρευνα χωρίς προηγούμενο αίτημα από κράτος μέλος όταν μέτρα επιτήρησης είναι ήδη σε ισχύ και καθιστούν δυνατή την προσκόμιση επαρκών αποδεικτικών στοιχείων από τα οποία προκύπτει ότι οι τάσεις των εισαγωγών ενδέχεται να καταστήσουν αναγκαία τη λήψη μέτρων διασφάλισης.

248    Ομοίως, ουδόλως απαιτείται η υποβολή αιτήματος εκ μέρους κράτους μέλους προς την Επιτροπή προκειμένου να δύναται η τελευταία να ασκήσει τις εξουσίες που της αναγνωρίζονται βάσει, αφενός, του άρθρου 15, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης, το οποίο της παρέχει την εξουσία να λαμβάνει μέτρα διασφάλισης, και, αφετέρου, του άρθρου 20 του ίδιου κανονισμού, το οποίο της παρέχει τη δυνατότητα να εξετάζει τα αποτελέσματα των ισχυόντων μέτρων διασφάλισης και να τροποποιεί τους κανόνες εφαρμογής τους ή ακόμη και να τα ανακαλεί. Το σύνολο των ενεργειών αυτών, στις οποίες η Επιτροπή μπορεί να προβαίνει με δική της πρωτοβουλία, εντάσσεται σε μια λογική κατά την οποία η Επιτροπή, πριν από την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, έχει στη διάθεσή της αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη ή μη μιας προβληματικής καταστάσεως για τους παραγωγούς της Ένωσης, χωρίς η προέλευση των στοιχείων αυτών να έχει σημασία.

249    Από τις ως άνω διατάξεις απορρέει συνεπώς ένα συνεκτικό σύστημα το οποίο θεσπίζει μια συνολική λογική που παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να ενεργεί με δική της πρωτοβουλία όταν έχει στη διάθεσή της επαρκή αποδεικτικά στοιχεία τα οποία δικαιολογούν τις ενέργειές της.

250    Κατά συνέπεια, το άρθρο 5, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διαφύλαξης πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα αυτής της λογικής και, ως εκ τούτου, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι αναγνωρίζεται η δυνατότητα στην Επιτροπή να ενεργεί με δική της πρωτοβουλία στο πλαίσιο της κίνησης των ερευνών που προβλέπει το εν λόγω άρθρο.

251    Περαιτέρω, πρέπει να σημειωθεί ότι η άποψη της προσφεύγουσας δεν επιρρωννύεται από κανένα πραγματικό στοιχείο. Δεν αμφισβητείται ότι τα κράτη μέλη δεν διατύπωσαν αντιρρήσεις ως προς τη διεξαγωγή της συγκεκριμένης έρευνας και μάλιστα συνεργάστηκαν με την Επιτροπή στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης.

252    Δεύτερον, το επιχείρημα της προσφεύγουσας που βασίζεται σε ορισμένη αποκλειστικότητα ως προς την πηγή των πληροφοριών που περιορίζει το πεδίο έρευνας δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στις σχετικές νομοθετικές διατάξεις. Δεν αντλείται κανένα επιχείρημα από το γράμμα της διάταξης που να επιβάλλει στην Επιτροπή να αγνοήσει τις πληροφορίες που μπόρεσε να αποκτήσει και ήταν συμπληρωματικές προς εκείνες που έλαβε μέσω των αρχών των κρατών μελών στο πλαίσιο των μέτρων επιτήρησης.

253    Εν πάση περιπτώσει, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, η προσφεύγουσα συγχέει τα δεδομένα που προκάλεσαν την κίνηση της έρευνας (ήτοι τη συνεχή αύξηση των εισαγωγών προϊόντων σιδήρου και χάλυβα) με εκείνα που αφορούν την περίοδο την οποία εξέτασε η Επιτροπή προκειμένου να προβεί στις διαπιστώσεις της.

254    Κατόπιν των ανωτέρω, ο έβδομος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του ογδόου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται προσβολή του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη

255    Στο πλαίσιο του όγδοου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, παραλείποντας να γνωστοποιήσει ορισμένες πληροφορίες κατά τη διάρκεια της έρευνας διασφάλισης, προσέβαλε το δικαίωμά της σε δίκαιη δίκη, το οποίο αποτελεί ένα από τα δικαιώματα άμυνας.

256    Ειδικότερα, αφού υπενθύμισε την ιδιαίτερη σημασία που έχει η τήρηση των διαδικαστικών εγγυήσεων στις οποίες συγκαταλέγεται το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη στον τομέα των μέτρων εμπορικής άμυνας, τομέα στον οποίο τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, η προσφεύγουσα, αφενός, ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή, παραλείποντας να κοινοποιήσει τις στατιστικές πληροφορίες για την ΠΠΠ που είχε στη διάθεσή της, παρεμπόδισε τους ενδιαφερομένους, συμπεριλαμβανομένης της προσφεύγουσας, να σχολιάσουν ουσιώδεις πληροφορίες που αποτέλεσαν ιδίως τη βάση για τη διαπίστωση ότι υπήρξε αύξηση των εισαγωγών. Αφετέρου, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η Επιτροπή, καθυστερώντας σημαντικά τη δημοσιοποίηση των πληροφοριών που της διαβίβασε η Eurofer, στέρησε από τα ενδιαφερόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένης της προσφεύγουσας, τη δυνατότητα να σχολιάσουν και να διατυπώσουν τις απόψεις τους σχετικά με την επικαιροποιημένη ζημία που υπέστη μεγάλο μέρος του κλάδου παραγωγής της Ένωσης. Συναφώς, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι δεν έχει σημασία το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν έκανε χρήση των στοιχείων αυτών, καθόσον το επιχείρημά της βασίζεται στον βαθμό πληροφόρησης που θα μπορούσε να διαθέτει προκειμένου να διαμορφώσει τη γνώμη της.

257    Η προσφεύγουσα προσθέτει, πρώτον, ότι, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, η τελευταία, αφενός, είχε την υποχρέωση να της παράσχει, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, τη δυνατότητα να γνωστοποιήσει λυσιτελώς τις απόψεις της ως προς το υποστατό και τη συνάφεια των προβαλλομένων πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων, καθώς και ως προς τα αποδεικτικά στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη προς στήριξη του ισχυρισμού περί αύξησης των εισαγωγών και περί κινδύνου πρόκλησης σοβαρής ζημίας, και, αφετέρου, παρέλειψε να ενημερώσει εγκαίρως τον φάκελο. Δεύτερον, αναφέρει ότι δεν της δόθηκε η δυνατότητα να γνωστοποιήσει λυσιτελώς τις απόψεις της, αφενός, όσον αφορά τις πληροφορίες για τη χρήση των στατιστικών στοιχείων εισαγωγών για την ΠΠΠ και, αφετέρου, όσον αφορά τους επικαιροποιημένους δείκτες ζημίας της Eurofer.

258    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

259    Προκαταρκτικώς, αφενός, πρέπει να σημειωθεί ότι από τα δικόγραφα της προσφεύγουσας προκύπτει ότι, μολονότι η επιχειρηματολογία της όσον αφορά τις πληροφορίες σχετικά με τη χρήση των στατιστικών στοιχείων για τις εισαγωγές κατά την ΠΠΠ αποτέλεσαν, σε πρώτο στάδιο, τη βάση της επιχειρηματολογίας της για την προβαλλόμενη παρανομία λόγω της μη γνωστοποίησης των πληροφοριών αυτών, εντούτοις, σε δεύτερο στάδιο, η προσφεύγουσα έκρινε ότι η παρανομία οφειλόταν στο γεγονός ότι δεν της δόθηκε η δυνατότητα να γνωστοποιήσει λυσιτελώς τις απόψεις της. Συνεπώς, το ζήτημα δεν είναι πλέον μια διαφορά σχετική με την παράλειψη γνωστοποίησης αλλά μάλλον μια διαφορά σχετική με την καθυστέρηση στη γνωστοποίηση αυτή. Κατά συνέπεια, τα σχετικά με τις πληροφορίες αυτές επιχειρήματα της προσφεύγουσας είναι κατ’ ουσίαν τα ίδια με την αιτίαση που διατύπωσε όσον αφορά την παροχή πληροφοριών ως προς τους επικαιροποιημένους δείκτες ζημίας της Eurofer.

260    Αφετέρου, απορριπτέες είναι οι αιτιάσεις της Επιτροπής σχετικά με το αλυσιτελές του όγδοου λόγου ακυρώσεως λόγω του ότι το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη δεν έχει εν προκειμένω εφαρμογή. Συγκεκριμένα, όπως αναγνώρισε η Επιτροπή με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, από τις ανταλλαγές απόψεων κατά την έγγραφη διαδικασία προέκυψε ότι, με τον λόγο αυτό, η προσφεύγουσα προβάλλει στην πραγματικότητα προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας λόγω του ότι δεν της δόθηκε η δυνατότητα να λάβει θέση επί ορισμένων πληροφοριών κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

261    Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι οι λεπτομερείς κανόνες που διέπουν το δικαίωμα των ενδιαφερομένων να γνωστοποιούν την άποψή τους, να έχουν πρόσβαση σε ορισμένες πληροφορίες και να τύχουν ακροάσεως προβλέπονται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης, καθώς και στο άρθρο 5, παράγραφοι 4 και 5, του ίδιου κανονισμού.

262    Μολονότι είναι αληθές, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, ότι η προσφεύγουσα δεν μνημονεύει ρητώς τη διάταξη την οποία παρέβη η Επιτροπή, πρέπει εντούτοις να γίνει δεκτό ότι, προκειμένου να είναι σε θέση να ασκήσουν τα δικαιώματα για τα οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 261 ανωτέρω, η Επιτροπή υποχρεούται να θέτει εγκαίρως στη διάθεση των μερών τις πληροφορίες που της παρασχέθηκαν στο πλαίσιο της έρευνας, υπό την επιφύλαξη ορισμένων εξαιρέσεων.

263    Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να εξεταστούν οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας σχετικά με την καθυστερημένη κοινοποίηση των πληροφοριών που αφορούσαν τη χρησιμοποίηση των στατιστικών στοιχείων για την ΠΠΠ και των πληροφοριών που αφορούσαν τους επικαιροποιημένους δείκτες ζημίας υπό το πρίσμα της συμμόρφωσης της Επιτροπής με την υποχρέωση που υπέχει να θέτει εγκαίρως στη διάθεση των μερών τις πληροφορίες που της παρέχονται στο πλαίσιο της έρευνας.

264    Συναφώς, αρκεί να σημειωθεί ότι η προσφεύγουσα απέκτησε πρόσβαση στους δείκτες ζημίας που παρέσχε η Eurofer στις 21 Δεκεμβρίου 2018 και στα στατιστικά στοιχεία για την ΠΠΠ στις 4 Ιανουαρίου 2019. Ο προσβαλλόμενος κανονισμός εκδόθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2019.

265    Μολονότι η προσφεύγουσα δεν είχε στη διάθεσή της σημαντικό χρονικό διάστημα, πρέπει να υπομνησθεί, αφενός, ότι οι πληροφορίες αυτές απλώς συμπλήρωναν άλλες πληροφορίες τις οποίες είχε σχολιάσει καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας και, αφετέρου, ότι τα μέτρα διασφάλισης συνιστούν επείγοντα μέτρα των οποίων η λήψη δεν μπορεί να καθυστερεί επ’ αόριστον.

266    Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, δόθηκε στην προσφεύγουσα η δυνατότητα να υποβάλει εγκαίρως τις παρατηρήσεις της και ότι η Επιτροπή δεν παρέβη την υποχρέωσή της να θέτει εγκαίρως στη διάθεση των μερών τα στοιχεία που της παρασχέθηκαν στο πλαίσιο της έρευνας.

267    Κατά συνέπεια, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι δεν διαπιστώνεται καμία προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

268    Κατόπιν των προεκτεθέντων και χωρίς να είναι αναγκαίο να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί των αιτιάσεων της Επιτροπής σχετικά με τον αλυσιτελή χαρακτήρα του όγδοου λόγου ακυρώσεως λόγω της μη χρησιμοποιήσεως των επικαιροποιημένων δεικτών ζημίας για το πρώτο και το δεύτερο τρίμηνο του 2018, ο όγδοος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί των δικαστικών εξόδων

269    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

270    Επειδή η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Uzina Metalurgica Moldoveneasca ΟΑΟ στα δικαστικά έξοδα.

Kanninen

Jaeger

Porchia

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 18 Μαΐου 2022.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.