Language of document : ECLI:EU:T:2009:142

Υπόθεση T-127/04

KME Germany AG κ.λπ.

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά χαλκοσωλήνων για βιομηχανική χρήση – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Καθορισμός των τιμών και κατανομή των αγορών – Πρόστιμα – Πραγματικός αντίκτυπος στην αγορά – Μέγεθος της σχετικής αγοράς – Διάρκεια της παράβασης – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Συνεργασία»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Νομικό πλαίσιο – Κατευθυντήριες γραμμές εκδοθείσες από την Επιτροπή

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

2.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Κριτήρια – Δυνατότητα διαφοροποιήσεως μεταξύ των επιχειρήσεων που εμπλέκονται στην ίδια παράβαση αναλόγως των μεριδίων που κατέχουν στην αγορά των επίμαχων προϊόντων – Υποχρέωση αποδείξεως ότι η παράβαση έχει συγκεκριμένο αντίκτυπο στην αγορά – Δεν υφίσταται

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A)

3.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Κριτήρια – Συγκεκριμένος αντίκτυπος στην αγορά – Υποχρέωση αποδείξεως ότι υφίσταται συγκεκριμένος αντίκτυπος προκειμένου μια παράβαση να χαρακτηριστεί ως πολύ σοβαρή – Δεν υφίσταται

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A, εδ. 1)

4.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Κριτήρια – Συγκεκριμένος αντίκτυπος στην αγορά – Κριτήρια εκτιμήσεως

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A, εδ. 1)

5.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Μέγεθος της αγοράς των οικείων προϊόντων

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A)

6.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Κριτήρια – Διάρκεια της παραβάσεως – Παραβάσεις μακράς διάρκειας – Προσαύξηση του αρχικού ποσού κατά 10 % ανά έτος

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 B)

7.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Κριτήρια – Ελαφρυντικές περιστάσεις

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 3)

8.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Μη επιβολή ή μείωση του προστίμου ως αντάλλαγμα για τη συνεργασία που παρέχει η εμπλεκόμενη επιχείρηση

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοινώσεις της Επιτροπής 96/C 207/04, τίτλος Δ, και 98/C 9/03, σημείο 3, περίπτωση 3)

9.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Κριτήρια – Συνεκτίμηση της συνεργασίας που προσφέρει στην Επιτροπή η εμπλεκόμενη επιχείρηση – Διάκριση μεταξύ καταστάσεως που συνεπάγεται απαλλαγή από την επιβολή προστίμου και καταστάσεως που συνεπάγεται μείωση του ύψους του προστίμου

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 96/C 207/04 της Επιτροπής)

10.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Κριτήρια – Συνεκτίμηση της συνεργασίας που προσφέρει στην Επιτροπή η εμπλεκόμενη επιχείρηση – Τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρα 11 και 15 § 2· ανακοίνωση 96/C 207/04 της Επιτροπής, τίτλος Δ)

1.      Στο πλαίσιο του ελέγχου της νομιμότητας των επιβαλλομένων λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού προστίμων, εναπόκειται στο Πρωτοδικείο να εξακριβώσει αν η Επιτροπή άσκησε την εξουσία της εκτιμήσεως σύμφωνα με τη μέθοδο που εκτίθεται στις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ και, εφόσον διαπιστώσει ότι αυτή παρέκκλινε από την ως άνω μέθοδο, να εξακριβώσει αν η εν λόγω παρέκκλιση είναι νομικώς δικαιολογημένη και επαρκώς κατά νόμον αιτιολογημένη.

Ο αυτοπεριορισμός της εξουσίας εκτιμήσεως της Επιτροπής που προκύπτει από την έκδοση των κατευθυντηρίων γραμμών δεν είναι στην πραγματικότητα ασυμβίβαστος με τη διατήρηση σημαντικού περιθωρίου εκτίμησης για το θεσμικό αυτό όργανο. Οι κατευθυντήριες γραμμές περιέχουν διάφορα στοιχεία που παρέχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα ελιγμών κατά την άσκηση της διακριτικής εξουσίας της σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15 του κανονισμού 17, όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο.

Επιπλέον, σε τομείς όπως ο καθορισμός του ύψους ενός προστίμου, στους οποίους η Επιτροπή διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως, για παράδειγμα όσον αφορά τον συντελεστή προσαύξησης λόγω της διάρκειας της παραβάσεως, ο έλεγχος νομιμότητας που ασκείται επί των εκτιμήσεων αυτών περιορίζεται στο να εξακριβωθεί ότι δεν υπάρχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

Εξάλλου, το περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής και τα όρια τα οποία η ίδια έχει ορίσει δεν προδικάζουν, καταρχήν, την εκ μέρους του κοινοτικού δικαστή άσκηση της αρμοδιότητάς του πλήρους δικαιοδοσίας, που του παρέχει την εξουσία να εξαλείφει, να μειώνει ή να αυξάνει το ποσό του επιβαλλόμενου από την Επιτροπή προστίμου.

(βλ. σκέψεις 34-37)

2.      Στο πλαίσιο του εκ μέρους της Επιτροπής καθορισμού των αρχικών ποσών των επιβαλλομένων προστίμων λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, το θεσμικό αυτό όργανο δικαιούται να λαμβάνει υπόψη το ειδικό βάρος κάθε εμπλεκόμενης στην παράβαση επιχείρησης και, ως εκ τούτου, του πραγματικού αντικτύπου της παράνομης συμπεριφοράς της επί του ανταγωνισμού. Ακόμα και όταν δεν αποδεικνύεται ότι η παράβαση έχει συγκεκριμένη επίδραση επί της αγοράς, η Επιτροπή δικαιούται να προβαίνει σε διαφορετική αντιμετώπιση των επιχειρήσεων βάσει των μεριδίων που αυτές κατέχουν στην οικεία αγορά. Συγκεκριμένα, το μερίδιο της αγοράς που κατέχει κάθε ενδιαφερόμενη επιχείρηση στην αγορά που υπήρξε αντικείμενο περιοριστικής πρακτικής συνιστά αντικειμενικό στοιχείο που παρέχει το ορθό μέτρο της ευθύνης κάθε μιας επιχείρησης όσον αφορά τη δυνητική βλαπτικότητα της πρακτικής αυτής για την κανονική λειτουργία του ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 61-62)

3.      Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της σοβαρότητας μιας παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού προκειμένου να καθοριστεί το αρχικό ποσό του επιβαλλόμενου σε μια επιχείρηση προστίμου, ακόμα και αν η Επιτροπή δεν αποδεικνύει ότι η σύμπραξη είχε συγκεκριμένο αντίκτυπο επί της αγοράς, τούτο δεν ασκεί επιρροή στον χαρακτηρισμό της παράβασης ως πολύ σοβαρής και, επομένως, στο ποσό του προστίμου. Συναφώς, από το κοινοτικό σύστημα κυρώσεων για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, όπως έχει καθιερωθεί με τον κανονισμό 17 και ερμηνευθεί από τη νομολογία, προκύπτει ότι οι συμπράξεις, λόγω της ίδιας τους της φύσης, είναι ορθό να συνεπάγονται την επιβολή των αυστηρότερων προστίμων. Ο ενδεχόμενος συγκεκριμένος αντίκτυπός τους επί της αγοράς, ειδικότερα δε το ερώτημα σε ποιο μέτρο ο περιορισμός του ανταγωνισμού κατέληξε σε αγοραία τιμή υψηλότερη από εκείνη που θα είχε επικρατήσει σε περίπτωση που δεν υπήρχε η σύμπραξη, δεν αποτελεί αποφασιστικό κριτήριο για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων.

Επιπλέον, από τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ προκύπτει ότι οι συμφωνίες ή οι εναρμονισμένες πρακτικές που αποβλέπουν, ιδίως, στον καθορισμό των τιμών και στην κατανομή της πελατείας μπορούν, εκ της φύσεώς τους και μόνον, να χαρακτηρίζονται πολύ σοβαρές, χωρίς να απαιτείται να έχουν κάποιον ιδιαίτερο αντίκτυπο στην αγορά ή η επιρροή τους να έχει συγκεκριμένη γεωγραφική έκταση. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από το ότι ενώ, σύμφωνα με την περιγραφή των σοβαρών παραβάσεων, προβλέπεται ρητώς ο αντίκτυπος στην αγορά και η παραγωγή αποτελεσμάτων σε εκτεταμένες ζώνες της κοινής αγοράς, αντιθέτως, σύμφωνα με την περιγραφή των πολύ σοβαρών παραβάσεων, δεν απαιτείται η επέλευση κάποιας συγκεκριμένης συνέπειας στην αγορά ή η παραγωγή αποτελέσματος σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή.

(βλ. σκέψεις 63-65)

4.      Ο πραγματικός αντίκτυπος μιας σύμπραξης στην αγορά πρέπει να θεωρείται ότι έχει επαρκώς αποδειχθεί αν η Επιτροπή είναι σε θέση να παράσχει συγκεκριμένες και αξιόπιστες ενδείξεις από τις οποίες να προκύπτει, με εύλογη πιθανότητα, ότι η σύμπραξη είχε αντίκτυπο στην αγορά.

Η Επιτροπή θεμιτώς συνάγει ότι η παράβαση είχε συγκεκριμένο αντίκτυπο στην αγορά, βάσει ενδείξεων όπως είναι το γεγονός ότι οι τιμές μειώθηκαν κατά τις περιόδους χαλαρής τήρησης της συμφωνίας περί συμπράξεως ενώ αυξήθηκαν σημαντικά κατά τη διάρκεια άλλων περιόδων, η εφαρμογή ενός συστήματος ανταλλαγής δεδομένων σχετικά με τον όγκο των πωλήσεων και το ύψος των τιμών, το σημαντικό μερίδιο της αγοράς που κατέχει το σύνολο των μελών της σύμπραξης και το γεγονός ότι τα αντίστοιχα μερίδια της αγοράς των μετεχόντων στη σύμπραξη παρέμειναν σχετικά σταθερά καθ’ όλη τη διάρκεια της παράβασης.

Επίσης, το γεγονός ότι οι συμφωνίες δεν τηρούνταν πάντοτε από τα μέλη τις συμφωνίας δεν αρκεί για να αποκλειστεί η ύπαρξη αντικτύπου επί της αγοράς.

(βλ. σκέψεις 68-71)

5.      Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της σοβαρότητας μιας παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού προκειμένου να καθοριστεί το αρχικό ποσό του επιβαλλόμενου σε μια επιχείρηση προστίμου, η Επιτροπή μπορεί, χωρίς ωστόσο να της επιβάλλεται σχετική υποχρέωση, να συνεκτιμήσει το μέγεθος της επηρεασθείσας αγοράς. Προς τούτο, το θεσμικό αυτό όργανο μπορεί να λαμβάνει υπόψη τον κύκλο εργασιών της οικείας αγοράς. Κανένας βάσιμος λόγος δεν επιβάλλει ο υπολογισμός του κύκλου εργασιών μιας αγοράς να πραγματοποιείται αφού εξαιρεθούν από αυτόν ορισμένες δαπάνες παραγωγής. Συγκεκριμένα, σε όλους τους τομείς της βιομηχανίας υπάρχουν δαπάνες που είναι σύμφυτες με το τελικό προϊόν και που ο κατασκευαστής αδυνατεί να ελέγξει, αλλά που συνιστούν παρά ταύτα ουσιώδες στοιχείο του συνόλου των δραστηριοτήτων του και που, κατά συνέπεια, δεν μπορούν να αποκλειστούν από τον κύκλο εργασιών κατά τον καθορισμό του αρχικού ποσού του προστίμου. Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η τιμή μιας πρώτης ύλης συνιστά σημαντικό τμήμα της τελικής τιμής του τελικού προϊόντος ούτε από το γεγονός ότι ο κίνδυνος διακυμάνσεων των τιμών μιας πρώτης ύλης είναι πολύ αυξημένος σε σχέση με άλλες πρώτες ύλες.

(βλ. σκέψεις 86, 91)

6.      Από τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε καμία αλληλοεπικάλυψη ή αλληλεξάρτηση μεταξύ της εκτιμήσεως της σοβαρότητας και της εκτιμήσεως της διάρκειας της παραβάσεως. Το γεγονός ότι η Επιτροπή διατήρησε τη δυνατότητα να αυξάνει το πρόστιμο ανά έτος παράβασης κατά ποσοστό που ανέρχεται, στις περιπτώσεις μεγάλης διάρκειας παραβάσεων, μέχρι το 10 % του ποσού στο οποίο καταλήγει για τη σοβαρότητα της παράβασης, ουδόλως την υποχρεώνει να καθορίζει τον συντελεστή αυτό βάσει της έντασης των δραστηριοτήτων της σύμπραξης ή των αποτελεσμάτων της ή, κατά μείζονα λόγο, της σοβαρότητας της παράβασης. Στην πραγματικότητα, απόκειται στην Επιτροπή να επιλέγει, στο πλαίσιο του περιθωρίου εκτίμησης που διαθέτει, τον συντελεστή προσαύξησης που προτίθεται να εφαρμόσει λόγω της διάρκειας της παράβασης.

(βλ. σκέψεις 101, 103)

7.      Η Επιτροπή οφείλει, κατά τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, να συμμορφώνεται με τους όρους των κατευθυντηρίων γραμμών της. Ωστόσο, στις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ δεν αναφέρεται ότι η Επιτροπή πρέπει πάντοτε να λαμβάνει υπόψη χωριστά καθεμία από τις ελαφρυντικές περιστάσεις που απαριθμούνται στο σημείο 3 των κατευθυντηρίων αυτών γραμμών, η δε Επιτροπή δεν υποχρεούται να χορηγεί αυτομάτως επιπλέον μείωση λόγω των περιστάσεων αυτών, δεδομένου ότι ο προσήκων χαρακτήρας τυχόν μειώσεως του προστίμου λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων πρέπει να εκτιμάται σφαιρικώς και λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των κρισίμων περιστάσεων.

Συγκεκριμένα, η θέσπιση των κατευθυντηρίων αυτών γραμμών δεν είχε ως αποτέλεσμα το να στερηθεί του λυσιτελούς χαρακτήρα της η νομολογία σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή διαθέτει εξουσία εκτιμήσεως που της επιτρέπει να λαμβάνει ή να μη λαμβάνει υπόψη ορισμένα στοιχεία κατά τον καθορισμό του ύψους των προστίμων τα οποία σχεδιάζει να επιβάλει, σε συνάρτηση ιδίως με τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε υποθέσεως. Έτσι, ελλείψει δεσμευτικών στοιχείων στις κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις ελαφρυντικές περιστάσεις που δύνανται να ληφθούν υπόψη, η Επιτροπή έχει διατηρήσει ορισμένο περιθώριο προκειμένου να προβαίνει σε συνολική εκτίμηση της σημασίας μιας ενδεχόμενης μειώσεως του ύψους των προστίμων λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων.

(βλ. σκέψεις 114-115)

8.      Υπάρχει ένα εγγενές παράδοξο της ανακοίνωσης του 1996 σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων, υπό την έννοια ότι μια επιχείρηση που εμπίπτει στον τίτλο Δ της ανακοίνωσης αυτής και που παρέχει νέες πληροφορίες στην Επιτροπή διατρέχει τον κίνδυνο να υποστεί αυστηρότερες κυρώσεις απ’ ό,τι θα συνέβαινε στην περίπτωση που δεν θα είχε διαβιβάσει τις πληροφορίες αυτές στο θεσμικό αυτό όργανο. Το σημείο 3, έκτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, σύμφωνα με το οποίο η ουσιαστική συνεργασία της επιχείρησης στο πλαίσιο της διαδικασίας, πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοίνωσης του 1996 για τη συνεργασία, μπορεί να συνιστά ελαφρυντική περίσταση, παρέχει τη δυνατότητα άρσης του παραδόξου αυτού. Η Επιτροπή, εφαρμόζοντας το σημείο 3, έκτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών, μπορεί να αποφασίσει τη μη αύξηση του ύψους του προστίμου που επιβάλλει σε μια επιχείρηση όσον αφορά ορισμένες περιόδους της παράβασης για τις οποίες η εν λόγω επιχείρηση πρώτη παρέσχε νέες πληροφορίες στο πλαίσιο της ανακοίνωσης του 1996 για τη συνεργασία.

(βλ. σκέψεις 126-127, 148)

9.      Το γεγονός ότι απαλλαγή προστίμου μπορεί να χορηγηθεί μόνο σε μέλος μιας σύμπραξης είναι σύμφυτο χαρακτηριστικό προς τη λογική του θεσμού αυτού, δεδομένου ότι το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα είναι να δημιουργηθεί κλίμα αβεβαιότητας στο εσωτερικό μιας σύμπραξης ενθαρρύνοντας την καταγγελία της στην Επιτροπή. Η αβεβαιότητα αυτή απορρέει ακριβώς από το γεγονός ότι οι μετέχοντες στη σύμπραξη γνωρίζουν ότι μόνο σ’ έναν εξ αυτών μπορεί να χορηγηθεί απαλλαγή από το πρόστιμο, εφόσον καταγγείλει τους άλλους μετέχοντες στην παράβαση, εκθέτοντάς τους με τον τρόπο αυτόν στον κίνδυνο να τους επιβληθούν αυστηρότερα πρόστιμα.

Σε μια κατάσταση όπου η Επιτροπή γνωρίζει ότι υφίσταται σύμπραξη, αλλά δεν διαθέτει συγκεκριμένα ουσιώδη στοιχεία ικανά να αποδείξουν τη συνολική διάρκεια της παράβασης αυτής, είναι ιδιαίτερα επιθυμητό να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ένας τέτοιος μηχανισμός, ειδικότερα για να αποφεύγονται συμπαιγνίες των παραβατών με αντικείμενο την απόκρυψη των εν λόγω στοιχείων.

Μια τέτοια κατάσταση διακρίνεται από εκείνη όπου η Επιτροπή έχει γνώση διαφόρων αποδεικτικών στοιχείων αλλά προσπαθεί να τα συμπληρώσει. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η χορήγηση μείωσης του προστίμου στις επιχειρήσεις που διέπραξαν παράβαση, αντί για τη χορήγηση απαλλαγής από την επιβολή προστίμου σε μία μόνη επιχείρηση, δικαιολογείται από το γεγονός ότι ο σκοπός δεν είναι πλέον να αποκαλυφθεί μια περίσταση ικανή να επιφέρει αύξηση του επιβληθέντος προστίμου, αλλά να συλλεγούν όσο το δυνατόν περισσότερα αποδεικτικά στοιχεία ώστε να ενισχυθεί η ικανότητα της Επιτροπής να αποδείξει τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά.

(βλ. σκέψεις 130-132)

10.    Στο πλαίσιο της πολιτικής επιείκειας που ασκεί η Επιτροπή, της επιτρέπεται να χορηγεί αυτοβούλως στις επιχειρήσεις που συνεργάζονται μαζί της μεγαλύτερες μειώσεις του προστίμου από εκείνες που χορηγεί στις επιχειρήσεις που δεν το πράττουν.

Επομένως, για την εφαρμογή του τίτλου Δ της ανακοίνωσης του 1996 σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων, η Επιτροπή μπορεί να λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι μια επιχείρηση άρχισε να συνεργάζεται μαζί της μόλις με το έγγραφο της απάντησής της σε αίτηση παροχής πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 11 του κανονισμού 17, χωρίς τούτο να συνεπάγεται παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

(βλ. σκέψεις 142-143, 147)