Language of document :

Προσφυγή/αγωγή της 15ης Μαρτίου 2006 - Lebard κατά Επιτροπής .

(Υπόθεση T- 89/06)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγων/ενάγων: Daniel Lebard (Βρυξέλλες, Βέλγιο) [εκπρόσωπος: M. de Guillenchmidt, avocat]

Καθής/εναγόμενη: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα του προσφεύγοντος/ενάγοντος

Ο προσφεύγων/ενάγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:

Να ακυρώσει την απόφαση που περιέχεται στο έγγραφο της 16ης Ιανουαρίου 2006, απευθυνόμενο προς τον Lebard, περί απορρίψεως εν ονόματι της Επιτροπής της αιτήσεως ανακλήσεως της αποφάσεως IV/M.1517·

Να ακυρώσει, επομένως, την απόφαση της Επιτροπής περί θέσεως στο αρχείο του φακέλου της πράξεως συγκεντρώσεως των Rhodia/Albright & Wilson και των Hoechst/Rhône-Poulenc, στον βαθμό που οι πράξεις αυτές συνδέονται στενά μεταξύ τους·

Να αναγνωρίσει, επομένως, ότι η απόφαση IV/M.1378 του 2004 είναι επίσης άκυρη·

Να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει στον M. Lebard, το ποσό του ενός ευρώ, για τη ζημία που υπέστη, να διατάξει τη δημοσίευση, με έξοδα της καθής, της καταδικαστικής αποφάσεως του Πρωτοδικείου σε εφημερίδες επιλογής του προσφεύγοντος και να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Με την απόφαση IV/M.1517, της 13ης Ιουλίου 1999, η Επιτροπή επέτρεψε πράξη συγκεντρώσεως με την οποία η Rhodia SA επρόκειτο να αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο της εταιρίας Albright & Wilson, της οποίας ο προσφεύγων/ενάγων διετέλεσε πρόεδρος το διάστημα μεταξύ 28ης Ιουλίου 1999 και 14ης Οκτωβρίου 1999. Με την απόφαση IV/M.1378, της 9ης Αυγούστου 1999, η Επιτροπή επέτρεψε επίσης τη συγκέντρωση μεταξύ των επιχειρήσεων Hoechst και Rhône-Poulenc, η δεύτερη από τις οποίες είχε τον έλεγχο της εταιρίας κατά 67,35 %. Ορισμένες δεσμεύσεις που αφορούσαν τη Rhodia (μεταβίβαση των μεριδίων της Rhône-Poulenc στη Rhodia, διατήρηση της ανεξάρτητης διοικήσεως των δύο επιχειρήσεων) υπογράφτηκαν από την εταιρία Rhône-Poulenc και επισυνάφθηκαν στην απόφαση IV/M.1378, προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι οι πράξεις συγκεντρώσεως δεν θα επιφέρουν βλάβη στον ανταγωνισμό. Ο προσφεύγων/ενάγων απηύθυνε προς την Επιτροπή διάφορα έγγραφα με τα οποία την πληροφορούσε για την υποτιθέμενη μη τήρηση των δεσμεύσεων που συμφωνήθηκαν στο πλαίσιο της υποθέσεως IV/M.1378 και ζήτησε την ανάκληση της αποφάσεως IV/M.1517. Με έγγραφο της 7ης Οκτωβρίου 2005, η Επιτροπή του απάντησε τονίζοντας ότι δεν επρόκειτο να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια βάσει των πραγματικών περιστατικών που της γνωστοποίησε ο προσφεύγων/ενάγων και ότι είχε αποφασίσει να θέσει τον φάκελο στο αρχείο. Απαντώντας σε επιστολή του προσφεύγοντος, το γραφείο του προέδρου της Επιτροπής απηύθυνε προς αυτόν το από 16 Ιανουαρίου 2006 έγγραφο με το οποίο επιβεβαίωνε την άποψη που είχε αναπτύξει με το έγγραφο της 7ης Οκτωβρίου 2005, δηλαδή την απόρριψη της αιτήσεως ανακλήσεως της αποφάσεως της Επιτροπής σχετικά με την υπόθεση IV/M.1517. Η υπό κρίση προσφυγή ακυρώσεως στρέφεται κατά της υποτιθέμενης αποφάσεως που περιέχει το από 16 Ιανουαρίου 2006 έγγραφο της Επιτροπής.

Προς στήριξη της προσφυγής/αγωγής του, ο προσφεύγων/ενάγων προβάλλει πολλούς λόγους.

Πρώτον, στο πλαίσιο του παραδεκτού της προσφυγής/αγωγής, ισχυρίζεται ότι νομιμοποιείται ενεργητικά προς άσκηση της προσφυγής ως αποδέκτης του προσβαλλόμενου εγγράφου, το οποίο τον βλάπτει άμεσα και ατομικά. Προβάλλει επίσης ότι το έγγραφο της 16ης Ιανουαρίου 2006, που αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πράξη με την οποία απλώς επιβεβαιώνεται το έγγραφο της 7ης Οκτωβρίου 2005, διότι μεσολάβησε εν τω μεταξύ ένα νέο στοιχείο, το οποίο μπορεί να μεταβάλει ουσιωδώς τις περιστάσεις και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες εκδόθηκε η προγενέστερη πράξη, υπό την έννοια της κοινοτικής νομολογίας. Ο προσφεύγων επικαλείται έγγραφο της Kroes, της 12ης Ιανουαρίου 2006, απευθυνόμενο προς τους βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τις εν λόγω πράξεις συγκεντρώσεως.

Δεύτερον, ο προσφεύγων επικαλείται τους λόγους ακυρώσεως προς στήριξη των αιτημάτων του επί της ουσίας. Με τον πρώτο λόγο, αντλούμενο από την παράβαση των ουσιαστικών και διαδικαστικών κανόνων σε θέματα ανταγωνισμού, προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν επανεξέτασε τον φάκελο και δεν έκανε χρήση της εξουσίας της ανακλήσεως της τελευταίας αποφάσεως. Με τον δεύτερο λόγο, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι υπήρξε κατάχρηση εξουσίας στο μέτρο που η Επιτροπή δεν διατήρησε τον στενό έλεγχο κατά την εφαρμογή των συγκεντρώσεων που είχε προηγουμένως εγκρίνει.

Τέλος, ο προσφεύγων προβάλλει ένα λόγο βασιζόμενο στη δικαστική προστασία που πρέπει, κατ' αυτόν, να παρέχεται στα μέρη που συμμετέχουν σε μία πράξη συγκεντρώσεως και ιδίως στους διευθυντές επιχειρήσεως που εμπλέκεται σε πράξη συγκεντρώσεως.

____________