Language of document : ECLI:EU:T:2006:248

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 8ης Σεπτεμβρίου 2006 (*)

«Εξωσυμβατική ευθύνη – Οικονομική συνδρομή του ΕΓΤΠΕ – Ποινικές διώξεις και διοικητικές κυρώσεις σε εθνικό επίπεδο – Άρνηση της Επιτροπής να λάβει θέση και να κινήσει διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως – Προσφυγή εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει στερούμενη παντελώς νομικής βάσεως»

Στην υπόθεση T‑92/06,

Λαδεμπορική OE, με έδρα την Ηγουμενίτσα (Ελλάδα),

Απόστολος Παρούσης & Σία OE, με έδρα την Ηγουμενίτσα,

εκπροσωπούμενες από τον Π. Μηλιαράκη, δικηγόρο,

ενάγουσες,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από την Ε. Τσερέπα‑Lacombe και τους L. Parpala και L. Visaggio,

εναγόμενη,

με αντικείμενο αίτηση αποκαταστάσεως της υλικής και ηθικής ζημίας που προβάλλουν ότι υπέστησαν οι ενάγουσες λόγω, αφενός, των ποινικών διώξεων που κινήθηκαν στην Ελλάδα κατά του διαχειριστή τους και, αφετέρου, της αποφάσεως της Επιτροπής να θέσει στο αρχείο την καταγγελία που κατέθεσε η Λαδεμπορική στις 29 Ιουλίου 2004,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Βηλαρά, πρόεδρο, F. Dehousse και D. Šváby, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Οι ενάγουσες είναι εταιρίες συσταθείσες κατά το ελληνικό δίκαιο με αντικείμενο δραστηριότητας την εμπορία ελαιολάδου. Ο Απόστολος Παρούσης είναι ο διαχειριστής τους.

2        Κατόπιν έρευνας που πραγματοποίησαν οι αρμόδιες ελληνικές αρχές, οι ενάγουσες κατηγορήθηκαν για την έκδοση εικονικών τιμολογίων με σκοπό την είσπραξη κοινοτικής οικονομικής συνδρομής χορηγούμενης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) στον τομέα του ελαιολάδου. Στις ενάγουσες επιβλήθηκαν διοικητικά πρόστιμα εκ μέρους των ελληνικών φορολογικών αρχών. Επιπλέον, ο Α. Παρούσης παραπέμφθηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για συνέργεια σε απάτη που προκάλεσε ζημία στο ΕΓΤΠΕ.

3        Με την υπ’ αριθ. 204/2002 απόφασή του, της 24ης Ιανουαρίου 2002, το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών έπαυσε οριστικώς, λόγω παραγραφής, την ποινική δίωξη κατά του Α. Παρούση για ορισμένες από τις εις βάρος του κατηγορίες και τον κήρυξε αθώο για τις υπόλοιπες.

4        Στις 29 Ιουλίου 2004 η Λαδεμπορική OE υπέβαλε καταγγελία στην Επιτροπή. Σ’ αυτήν εξέθετε τα περιστατικά που οδήγησαν στην προαναφερθείσα απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων η οποία είχε, εν τω μεταξύ, καταστεί αμετάκλητη και υπογράμμιζε ότι τα ελληνικά διοικητικά δικαστήρια υιοθέτησαν αντίθετη άποψη απορρίπτοντας τις προσφυγές της καταγγέλλουσας κατά των αποφάσεων των ελληνικών φορολογικών αρχών που της επέβαλαν πρόστιμα στηριζόμενες στα ίδια πραγματικά περιστατικά. Κατά την καταγγέλλουσα, η αντίφαση αυτή μεταξύ των θέσεων που υιοθέτησαν τα ελληνικά δικαστήρια, ποινικά και διοικητικά, αντιστοίχως, συνιστά αθέτηση, εκ μέρους της Ελληνικής Δημοκρατίας, των υποχρεώσεων που υπέχει δυνάμει των άρθρων 32 ΕΚ έως 34 ΕΚ, 39 ΕΚ, 43 ΕΚ, 49 ΕΚ, 50 ΕΚ, 61 ΕΚ, 62 ΕΚ, 81 ΕΚ και 280 ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 8 του κανονισμού (EΟK) 729/70 του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 1970, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής αγροτικής πολιτικής (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/005, σ. 93), το άρθρο 1 του κανονισμού (EΟK) 3183/87 του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1987, που θεσπίζει ιδιαίτερους κανόνες σχετικά με τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ L 304, σ. 1), και τα άρθρα 2 ΕE και 6 ΕE. Υπό αυτές τις συνθήκες, η καταγγέλλουσα ζητούσε από την Επιτροπή, αφενός, να εκδώσει και να απευθύνει στην Ελληνική Δημοκρατία κανονισμό, οδηγία ή ατομική απόφαση με την οποία να δηλώνει ότι δεν προέκυψε ζημία για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα από τις πράξεις για τις οποίες κατηγορήθηκε ο Α. Παρούσης και, αφετέρου, να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας, λόγω παραβάσεως των υποχρεώσεων που υπέχει από τις προαναφερθείσες διατάξεις.

5        Η Επιτροπή απάντησε στην καταγγελία αυτή με το υπ’ αριθ. D/03966 έγγραφο της 19ης Μαΐου 2005 της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), με το οποίο πληροφορούσε την καταγγέλλουσα ότι τα αιτήματά της συνάπτονται με την εσωτερική έννομη τάξη της Ελλάδας και ότι η εξέτασή τους απαιτεί ερμηνεία και εφαρμογή των δικονομικών κανόνων της ελληνικής ποινικής και διοικητικής δικαιοσύνης. Δεδομένου ότι οι κανόνες αυτοί ανάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των ελληνικών διοικητικών και δικαστικών αρχών, η Επιτροπή ενημέρωνε την καταγγέλλουσα ότι μπορούσε να προσφύγει στις εν λόγω αρχές, κατά τον τρόπο που η ίδια θα έκρινε ως καταλληλότερο, και τη διαβεβαίωνε ότι η Επιτροπή ήταν πρόθυμη να της παράσχει οποιαδήποτε ενδεχόμενη διευκρίνιση ή βοήθεια.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

6        Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 21 Μαρτίου 2006, οι ενάγουσες άσκησαν την παρούσα αγωγή. Με χωριστό δικόγραφο, της αυτής ημερομηνίας, οι ενάγουσες υπέβαλαν, βάσει του άρθρου 76α του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, αίτηση εκδικάσεως της υποθέσεως με ταχεία διαδικασία, η οποία απορρίφθηκε με απόφαση της 11ης Μαΐου 2006.

7        Οι ενάγουσες ζητούν από το Πρωτοδικείο:

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει στη Λαδεμπορική OE τα ποσά των 1 000 000 ευρώ και 2 879 317,41 ευρώ, προς αποκατάσταση, αντιστοίχως, της θετικής ζημίας και της ηθικής βλάβης που υπέστη, νομιμοτόκως από την κατάθεση της προσφυγής μέχρι την πλήρη εξόφληση·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει στην Απόστολος Παρούσης & Σία OE τα ποσά των 1 000 000 ευρώ και 631 215,96 ευρώ, προς αποκατάσταση, αντιστοίχως, της θετικής ζημίας και της ηθικής βλάβης που υπέστη, νομιμοτόκως από την κατάθεση της προσφυγής μέχρι την πλήρη εξόφληση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

8        Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την αγωγή ως εν μέρει απαράδεκτη και, εν πάση περιπτώσει, προδήλως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τις ενάγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

9        Κατά το άρθρο 111 του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αγωγή είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως στερούμενη παντελώς νομικής βάσεως, το Πρωτοδικείο μπορεί, χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη. Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι έχει επαρκώς διαφωτιστεί από τη δικογραφία και αποφασίζει, κατ’ εφαρμογήν αυτού του άρθρου, να μη συνεχίσει τη διαδικασία.

10      Κατά πάγια νομολογία, ευθύνη της Κοινότητας, κατά την έννοια του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, λόγω παράνομης συμπεριφοράς των οργάνων της, μπορεί να θεμελιωθεί εφόσον συντρέχει ένα σύνολο προϋποθέσεων, συγκεκριμένα, η έλλειψη νομιμότητας της προσαπτόμενης στα όργανα συμπεριφοράς, το υποστατό της ζημίας και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προσαπτόμενης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Σεπτεμβρίου 1982, 26/81, Oleifici Mediterranei κατά ΕΟΚ, Συλλογή 1982, σ. 3057, σκέψη 16· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουλίου 1996, T‑175/94, International Procurement Services κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑729, σκέψη 44· της 16ης Οκτωβρίου 1996, T‑336/94, Efisol κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑1343, σκέψη 30, και της 11ης Ιουλίου 1997, T‑267/94, Oleifici Italiani κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑1239, σκέψη 20). Συνεπώς, αν μία από τις προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούται, η αγωγή πρέπει να απορρίπτεται στο σύνολό της χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι λοιπές προϋποθέσεις (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Σεπτεμβρίου 1994, C‑146/91, ΚΥΔΕΠ κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I‑4199, σκέψεις 19 και 81, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Φεβρουαρίου 2002, T‑170/00, Förde-Reederei κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑515, σκέψη 37).

11      Εν προκειμένω, προκειμένου να αποδείξουν την προβαλλόμενη ως παράνομη συμπεριφορά της Επιτροπής, βάσει της οποίας θα κριθεί η παρούσα αγωγή, οι ενάγουσες προβάλλουν δύο ισχυρισμούς οι οποίοι αφορούν, αντιστοίχως, τη σύμπραξη της Κοινότητας στις ποινικές διώξεις που ασκήθηκαν κατά του Α. Παρούση και την απόρριψη, εκ μέρους της Επιτροπής, της καταγγελίας που υπέβαλε στις 29 Ιουλίου 2004 η Λαδεμπορική.

12      Ο πρώτος ισχυρισμός που προβάλλουν οι ενάγουσες χωρίζεται σε δύο σκέλη. Πρώτον, οι ενάγουσες υποστηρίζουν ότι ο Α. Παρούσης παραπέμφθηκε στην ελληνική ποινική δικαιοσύνη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες ενήργησαν για λογαριασμό της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 280 ΕΚ, του άρθρου 8 του κανονισμού 729/70 και του άρθρου 1 του κανονισμού 3183/87. Κατά τις ενάγουσες, αναθέτοντας στα κράτη μέλη την υποχρέωση και την αρμοδιότητα να ασκούν ποινικές διώξεις, η Επιτροπή μεταβίβασε στα όργανα των κρατών αυτών ιδία αρμοδιότητα, η άσκηση της οποίας μεταβάλλει τα όργανα αυτά σε όργανα της Κοινότητας.

13      Ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να γίνει δεκτός. Υπενθυμίζεται ότι γενικά η ποινική νομοθεσία και οι κανόνες της ποινικής δικονομίας εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, μολονότι το κοινοτικό δίκαιο μπορεί να θέτει όρια στην άσκηση αυτής της αρμοδιότητας (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 2ας Φεβρουαρίου 1989, 186/87, Cowan, Συλλογή 1989, σ. 195, σκέψη 19, και της 24ης Νοεμβρίου 1998, C‑274/96, Bickel και Franz, Συλλογή 1998, σ. I‑7637, σκέψη 17). Επομένως, δεν πρόκειται για αρμοδιότητα μεταβιβασθείσα στα όργανα των κρατών μελών από την Κοινότητα.

14      Το συμπέρασμα αυτό δεν ανατρέπεται από το γεγονός ότι κράτος μέλος ενδέχεται να κινήσει ποινική δίωξη προς εκπλήρωση της υποχρεώσεώς του που απορρέει από το άρθρο 280 ΕΚ ή από το άρθρο 8 του κανονισμού 729/70 να καταστείλει τις απάτες ή άλλες παράνομες δραστηριότητες που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας, ή από το γεγονός ότι, κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών τα οποία αφορούν οι ποινικές αυτές διώξεις, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν, ενδεχομένως, να λάβουν υπόψη τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου.

15      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι το πρώτο σκέλος του πρώτου ισχυρισμού πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

16      Οι ενάγουσες υποστηρίζουν, στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του πρώτου ισχυρισμού, ότι η Επιτροπή παρέστη ως πολιτική αγωγή στη δίκη του Α. Παρούση ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, χωρίς να λάβει υπόψη της στοιχεία συνηγορούντα υπέρ της αθωότητας του Α. Παρούση.

17      Ανεξαρτήτως του ζητήματος αν και υπό ποιες προϋποθέσεις η κίνηση, εκ μέρους κοινοτικού οργάνου, δικαστικών διαδικασιών ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων κράτους μέλους θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως παράνομη συμπεριφορά ικανή να θεμελιώσει εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το δεύτερο αυτό σκέλος του πρώτου ισχυρισμού δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

18      Πράγματι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά και απόφαση υπ’ αριθ. 204/2002 του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, που προσκόμισαν οι ενάγουσες, η Επιτροπή δεν εκπροσωπήθηκε στη δίκη του Α. Παρούση ούτε παρέστη ως πολιτική αγωγή στη δίκη αυτή.

19      Μόνον το ελληνικό Δημόσιο παρέστη ως πολιτική αγωγή στην εν λόγω δίκη, χωρίς, πάντως, να δηλώσει ότι ενεργεί, επίσης, για λογαριασμό της Επιτροπής ή της Κοινότητας. Με την δήλωση του περί παράστασης πολιτικής αγωγής, το ελληνικό Δημόσιο ζήτησε, ιδίως, να υποχρεωθούν ορισμένοι κατηγορούμενοι να του αποδώσουν το επίδικο ποσό οικονομικής συνδρομής, επικαλούμενο τις διατάξεις των κανονισμών 729/70 και 3183/87 προς υποστήριξη της θέσης ότι το ποσό αυτό αντιπροσώπευε για το ελληνικό Δημόσιο άμεση ζημία. Εντούτοις, χωρίς να απαιτείται να εξεταστούν περαιτέρω οι συνέπειες των αξιώσεων αυτών του ελληνικού Δημοσίου, αρκεί η διαπίστωση ότι αυτό το αίτημα αποζημιώσεως δεν αφορούσε τον Α. Παρούση.

20      Επομένως, το δεύτερο σκέλος του πρώτου ισχυρισμού είναι αβάσιμο και πρέπει, επίσης, να απορριφθεί.

21      Επιβάλλεται, στη συνέχεια, να εξετασθεί ο δεύτερος ισχυρισμός που προβάλλουν οι ενάγουσες, ο οποίος αφορά την εξέταση εκ μέρους της Επιτροπής της καταγγελίας της 29ης Ιουλίου 2004.

22      Επιβάλλεται, προκαταρκτικώς, η διαπίστωση ότι η καταγγελία αυτή υποβλήθηκε στην Επιτροπή μόνον από τη Λαδεμπορική. Επομένως, η Απόστολος Παρούσης & Σία δεν μπορεί να την επικαλεστεί προς στήριξη του αιτήματός της για αποζημίωση.

23      Με την καταγγελία της 29ης Ιουλίου 2004, η Λαδεμπορική υπέβαλε, ουσιαστικώς, δύο χωριστά αιτήματα στην Επιτροπή τα οποία πρέπει να εξεταστούν διαδοχικώς.

24      Πρώτον, ζήτησε από την Επιτροπή να δηλώσει, κατά τον τύπο που θα έκρινε πρόσφορο, ότι η Κοινότητα ή η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν υπέστη καμία ζημία από τη συμπεριφορά του Α. Παρούση, που αποτέλεσε αντικείμενο της προαναφερθείσας ποινικής δίωξης. Μια τέτοια δήλωση της Επιτροπής είναι απαραίτητη επειδή οι αποφάσεις των ελληνικών διοικητικών και ποινικών δικαστηρίων είναι αντιφατικές, υπό την έννοια ότι τα πρώτα δεν ακύρωσαν τις πράξεις των αρμοδίων εθνικών αρχών με τις οποίες επιβλήθηκαν στις ενάγουσες πρόστιμα, ενώ ο Α. Παρούσης αθωώθηκε από τα δεύτερα για τις ίδιες πράξεις. Επομένως, η άρνηση της Επιτροπής να ικανοποιήσει το αίτημα αυτό της καταγγέλλουσας είναι νομικώς αδικαιολόγητη και ικανή να θεμελιώσει εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας.

25      Επιβάλλεται να τονιστεί ότι, όπως οι ίδιες οι ενάγουσες δέχονται, τα εν λόγω διοικητικά πρόστιμα τους επιβλήθηκαν από τις αρμόδιες ελληνικές αρχές. Ο έλεγχος όμως της δράσεως των κρατών μελών, ακόμα και όταν προβαίνουν σε εφαρμογή των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, απόκειται, πρωτίστως, στα εθνικά δικαστήρια, υπό την επιφύλαξη της δυνατότητας αυτών να υποβάλλουν προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ (απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Μαρτίου 1980, 133/79, Sucrimex και Westzucker κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980, σ. 659, σκέψη 24). Επομένως, το μέσο παροχής ενδίκου προστασίας που πρέπει να επιλέγεται στις περιπτώσεις αυτές είναι η προσφυγή στα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα, όπως και πράγματι έγινε στην υπό κρίση υπόθεση.

26      Βεβαίως, δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι ακόμα και σε υπόθεση εμπίπτουσα στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, η Επιτροπή ενδέχεται να εκφράσει την άποψή της, η οποία, πάντως, στερείται εννόμων αποτελεσμάτων και δεν δεσμεύει τις εθνικές αρχές (απόφαση Sucrimex και Westzucker κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 16· διάταξη του Δικαστηρίου της 17ης Μαΐου 1989, 151/88, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 1255, σκέψη 22· απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Ιανουαρίου 2002, T‑160/98, Van Parijs και Pacific Fruit Company κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑233, σκέψη 65). Επομένως, είναι απαράδεκτα τα αιτήματα περί αποζημιώσεως που στηρίζονται στο γεγονός ότι η Επιτροπή δεν διατύπωσε μια τέτοια άποψη (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Sucrimex και Westzucker κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψεις 22 και 25).

27      Εν προκειμένω, η δήλωση που ζήτησε από την Επιτροπή η καταγγέλλουσα ουδόλως θα μετέβαλλε τη νομική κατάσταση των εναγουσών, όπως διαμορφώθηκε από τις αποφάσεις των ελληνικών αρχών που επέβαλαν στις ενάγουσες τα προμνησθέντα πρόστιμα, εφόσον μόνον οι ελληνικές αρχές ή τα ελληνικά διοικητικά δικαστήρια ήταν αρμόδια για να ακυρώσουν ή να μεταρρυθμίσουν αυτές τις αποφάσεις. Η ενδεχόμενη επίδραση που θα μπορούσε να ασκήσει μια τέτοια μη δεσμευτική δήλωση επί των θέσεων των ελληνικών αρχών ή δικαστηρίων είναι, επιπλέον, άνευ σημασίας (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις Sucrimex και Westzucker κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψεις 22 και 23, και Van Parijs και Pacific Fruit Company κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 65).

28      Επομένως, η παρούσα αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτη, καθόσον στηρίζεται στην προβαλλόμενη ως παράνομη άρνηση της Επιτροπής να δώσει ευνοϊκή συνέχεια στο πρώτο αίτημα της καταγγελίας της Λαδεμπορικής.

29      Δεύτερον, όσον αφορά την παράλειψη κινήσεως διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, εφόσον η Επιτροπή δεν υποχρεούται να κινήσει διαδικασία του άρθρου 226 ΕΚ για τη διαπίστωση παραβάσεως, η απόφασή της να μην κινήσει τη διαδικασία αυτή δεν συνιστά, ούτως ή άλλως, παράνομη συμπεριφορά, οπότε δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας και η μόνη συμπεριφορά που θα μπορούσε ενδεχομένως να προβληθεί ως αιτία της ζημίας είναι η συμπεριφορά του οικείου κράτους μέλους ήτοι, εν προκειμένω, του ελληνικού Δημοσίου (διάταξη του Δικαστηρίου της 23ης Μαΐου 1990, C‑72/90, Asia Motor France κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I‑2181, σκέψη 13· απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Σεπτεμβρίου 1995, T‑571/93, Lefebvre κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑2379, σκέψη 61, και διάταξη του Πρωτοδικείου της 14ης Ιανουαρίου 2004, T‑202/02, Μακεδονικό Μετρό και Μηχανική κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑181, σκέψη 43).

30      Επομένως, είναι απαράδεκτο το αίτημα αποζημιώσεως το οποίο στηρίζεται στην παράλειψη της Επιτροπής να κινήσει κατά κράτους μέλους διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως (διατάξεις Asia Motor France κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 15, και Μακεδονικό Μετρό και Μηχανική κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 44).

31      Κατά συνέπεια, η παρούσα αγωγή πρέπει επίσης να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτη, καθ΄ ό μέρος στηρίζεται στην άρνηση της Επιτροπής να κινήσει διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας.

32      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως, μερικώς, προδήλως απαράδεκτη και, κατά τα λοιπά, ως προδήλως στερούμενη παντελώς νομίμου βάσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

33      Δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι οι ενάγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να φέρουν, πέραν των δικών τους εξόδων, τα έξοδα της Επιτροπής, σύμφωνα με το αίτημα αυτής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πέμπτο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την αγωγή.

2)      Οι ενάγουσες καταδικάζονται στα δικαστικά έξοδα.

Λουξεμβούργο, 8 Σεπτεμβρίου 2006.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      M. Βηλαράς


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.