Language of document : ECLI:EU:T:2007:18

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 26ης Ιανουαρίου 2007(*)

«Αγωγή αποζημιώσεως – Αίτημα περί επιστροφής εγγυητικών επιστολών – Αναρμοδιότητα του Πρωτοδικείου – Απαράδεκτο της αγωγής – Αγωγή προδήλως στερούμενη παντελώς νομικής βάσεως»

Στην υπόθεση T‑91/06,

Νικόλαος Θεοφιλόπουλος, κάτοικος Αθηνών (Ελλάδα), εκπροσωπούμενος από τον Π. Μηλιαράκη, δικηγόρο,

ενάγων,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τη L. Ström van Lier και τον Ι. Χατζηγιάννη,

εναγόμενης,

με αντικείμενο αφενός αγωγή αποζημιώσεως και αφετέρου αίτημα περί επιστροφής εγγυητικών επιστολών,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Μ. Βηλαρά, πρόεδρο, F. Dehousse και D. Šváby, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Ο Ν. Θεοφιλόπουλος, ειδικός συγκοινωνιακού σχεδιασμού και κυκλοφοριακών τεχνικών, έχει ιδρύσει διάφορες εταιρίες παροχής υπηρεσιών, μεταξύ δε αυτών τις IMPETUS Consultants ΕΠΕ (στο εξής: Impetus ΕΠΕ) και IMPETUS Συστήματα & Τηλεπικοινωνίες ΑΕΒΕ (στο εξής: Impetus ΑΕΒΕ), που εδρεύουν στην Ελλάδα.

2        Οι Impetus ΕΠΕ και Impetus ΑΕΒΕ συμμετέσχον σε πολλά κοινοτικά σχέδια που εντάσσονταν σε προγράμματα-πλαίσια για την έρευνα και την τεχνολογική ανάπτυξη.

3        Στο πλαίσιο των σχεδίων αυτών οι Impetus ΕΠΕ και Impetus ΑΕΒΕ κατέθεσαν στην Επιτροπή, όπως τους είχε ζητήσει, εγγυητικές επιστολές που είχαν εκδοθεί από το Ταμείο συντάξεων μηχανικών και εργοληπτών δημοσίων έργων, που εδρεύει στην Ελλάδα (στο εξής: ΤΣΜΕΔΕ). Το ΤΣΜΕΔΕ εξέδωσε τις οικείες εγγυητικές επιστολές κατ’ αίτηση του ενάγοντος, ο οποίος είναι ασφαλισμένος του και εγγυήθηκε για τις επιστολές αυτές.

4        Ειδικότερα, για την Impetus ΕΠΕ εκδόθηκαν οι ακόλουθες εγγυητικές επιστολές:

–        εγγυητική επιστολή υπ’ αριθ. 819828, της 6ης Δεκεμβρίου 1995, που εκδόθηκε στο πλαίσιο του σχεδίου Ausias για ποσό 14 500 000 ελληνικών δραχμών (GRD),

–        εγγυητική επιστολή υπ’ αριθ. 819837, της 6ης Δεκεμβρίου 1995, που εκδόθηκε στο πλαίσιο του σχεδίου Shidess για ποσό 24 800 000 GRD,

–        εγγυητική επιστολή υπ’ αριθ. 819838, της 6ης Δεκεμβρίου 1995, που εκδόθηκε στο πλαίσιο του σχεδίου EMMA για ποσό 21 700 000 GRD.

5        Για την Impetus ΑΕΒΕ εκδόθηκαν οι ακόλουθες εγγυητικές επιστολές:

–        εγγυητική επιστολή υπ’ αριθ. 822611, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, που εκδόθηκε στο πλαίσιο του σχεδίου Tilematt για ποσό 75 000 000 GRD,

–        εγγυητική επιστολή υπ’ αριθ. 830671, της 7ης Μαρτίου 1996, που εκδόθηκε στο πλαίσιο του σχεδίου Envisys για ποσό 120 000 000 GRD.

6        Στις 8 Απριλίου 2003 (σε σχέση με το σχέδιο Envisys) και στις 15 Ιουνίου 2001, 18 Δεκεμβρίου 2001 και 8 Απριλίου 2003 (σε σχέση με το σχέδιο Shidess), η Επιτροπή απευθύνθηκε στο ΤΣΜΕΔΕ, καλώντας το να της καταβάλει τα ποσά για τα οποία είχαν εκδοθεί οι οικείες εγγυητικές επιστολές. Το ΤΣΜΕΔΕ δεν έδωσε καμία απάντηση σ’ αυτή την πρόσκληση.

7        Στις 12 Μαΐου 2005, το ΤΣΜΕΔΕ απέστειλε στον Ν. Θεοφιλόπουλο επιστολή, αξιώνοντας την καταβολή ποσού 199 219,69 ευρώ. Η επιστολή αυτή απεστάλη σε συνέχεια αποφάσεως που έλαβε το διοικητικό συμβούλιο του ΤΣΜΕΔΕ στις 17 Ιανουαρίου 2005.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

8        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 21 Μαρτίου 2006, ο Ν. Θεοφιλόπουλος άσκησε την υπό κρίση αγωγή.

9        Στις 12 Ιουνίου 2006, η Επιτροπή κατέθεσε το υπόμνημα αντικρούσεώς της και, με χωριστό δικόγραφο, προέβαλε ένσταση απαραδέκτου για τον λόγο ότι η αγωγή δεν ήταν αρκούντως σαφής και ακριβής.

10      Ο Ν. Θεοφιλόπουλος δεν κατέθεσε εντός των ταχθεισών προθεσμιών υπόμνημα απαντήσεως ούτε υπέβαλε παρατηρήσεις επί της ενστάσεως απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή.

11      Ο Ν. Θεοφιλόπουλος ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή σε επιστροφή των σωμάτων των υπ’ αριθ. 819828, 819837, 819838, 822611 και 830671 εγγυητικών επιστολών του ΤΣΜΕΔΕ·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να του καταβάλει το ποσό των 202 697,72 ευρώ λόγω της ζημίας που υπέστη μέχρι τις 15 Φεβρουαρίου 2006·

–        όλως επικουρικώς, να υποχρεώσει την Επιτροπή να του καταβάλει, συνεπεία της ατομικής ειδοποιήσεως του ΤΣΜΕΔΕ, το ποσό των 199 219,69 ευρώ·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να του καταβάλει, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, το ποσό των 100 000 ευρώ, ήτοι συνολικά 302 697,72 ευρώ·

–        όλως επικουρικώς, να υποχρεώσει την Επιτροπή να του καταβάλει το ποσό των 299 219,69 ευρώ λόγω της υλικής ζημίας και της ηθικής βλάβης που υπέστη·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

12      Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την αγωγή ως προδήλως απαράδεκτη·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την αγωγή ως προδήλως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τον Ν. Θεοφιλόπουλο στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

13      Κατά το άρθρο 111 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, όταν το Πρωτοδικείο είναι προδήλως αναρμόδιο να επιληφθεί της προσφυγής ή όταν η προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως στερούμενη παντελώς νομικής βάσεως, το Πρωτοδικείο μπορεί, χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη.

14      Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι έχει διαφωτισθεί επαρκώς από τα έγγραφα της δικογραφίας και αποφασίζει, βάσει του ανωτέρω άρθρου, να αποφανθεί χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία.

15      Με την αγωγή του ο ενάγων επικαλείται, προς στήριξη των αξιώσεών του, άλλοτε τη «συμβατική ευθύνη» των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (βλ. ιδίως σημεία 24 και 42) και άλλοτε την παράνομη και «αδικοπρακτική» συμπεριφορά των εν λόγω θεσμικών οργάνων (σημεία 4 και 41), χωρίς να προσδιορίζει με σαφήνεια αν επικαλείται τη συμβατική ή την εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας.

16      Πρώτον, στον βαθμό που η αγωγή στηρίζεται στην προβαλλόμενη συμβατική ευθύνη της Κοινότητας, υπενθυμίζεται ότι αρμοδιότητες του Πρωτοδικείου είναι αυτές που απαριθμούνται στα άρθρα 225 ΕΚ και 140 Α ΑΕ, όπως περαιτέρω προσδιορίζονται από το άρθρο 51 του Οργανισμού του Δικαστηρίου. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, το Πρωτοδικείο δεν είναι αρμόδιο να κρίνει σε πρώτο βαθμό τις υποβαλλόμενες ενώπιον του διαφορές από σύμβαση παρά μόνον βάσει ρήτρας διαιτησίας. Διαφορετικά, θα επεξέτεινε τη δικαιοδοσία του πέραν των διαφορών των οποίων η εκδίκαση του ανατίθεται περιοριστικά κατά το άρθρο 240 ΕΚ, το οποίο απονέμει στα εθνικά δικαστήρια την κοινού δικαίου αρμοδιότητα να εκδικάζουν τις διαφορές στις οποίες η Κοινότητα είναι διάδικος (διατάξεις του Πρωτοδικείου της 3ης Οκτωβρίου 1997, T‑186/96, Mutual Aid Administration Services κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑1633, σκέψη 47, και της 12ης Δεκεμβρίου 2005, T‑360/05, Natexis Banques populaires κατά Robobat, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 12).

17      Διευκρινίζεται επίσης στη νομολογία ότι μόνον τα μέρη συμβάσεως που περιέχει ρήτρα διαιτησίας νομιμοποιούνται ενεργητικώς ή παθητικώς σε περίπτωση ασκήσεως αγωγής δυνάμει του άρθρου 238 ΕΚ (διάταξη του Πρωτοδικείου της 17ης Φεβρουαρίου 2006, T‑449/04, Επιτροπή κατά TRENDS, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 30· βλ. επίσης, υπό την αυτή έννοια, απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Δεκεμβρίου 1976, 23/76, Pellegrini κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1976, σ. 649, σκέψη 31).

18      Εν προκειμένω, η Επιτροπή κατέθεσε στη δικογραφία αντίγραφα των πέντε συμβάσεων που επικαλέστηκε ο ενάγων. Από αυτά προκύπτει ότι οι οικείες συμβάσεις συνήφθησαν μεταξύ της Επιτροπής και ορισμένων εταιριών, στις οποίες συγκαταλεγόταν και η Impetus ΕΠΕ ή η Impetus ΑΕΒΕ, εξαιρουμένης της συμβάσεως EMMA, στα μέρη της οποίας δεν συγκαταλέγονται ούτε κάποια από τις δύο αυτές εταιρίες ούτε ο ενάγων.

19      Ο ενάγων υπέγραψε τις τέσσερις ανωτέρω συμβάσεις ενεργώντας στο όνομα και για λογαριασμό της Impetus ΕΠΕ ή της Impetus ΑΕΒΕ υπό την ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου των εταιριών αυτών. Δεδομένου όμως ότι οι εμπορικές αυτές εταιρίες του ελληνικού δικαίου έχουν νομική προσωπικότητα, ο ενάγων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συμβαλλόμενος ο ίδιος στις επίμαχες συμβάσεις και επομένως δεν μπορεί να επικαλεστεί, προκειμένου να ασκήσει αγωγή δυνάμει του άρθρου 238 ΕΚ, τις ρήτρες διαιτησίας που περιέχονται στις συμβάσεις αυτές, οι οποίες έχουν συναφθεί μεταξύ της Επιτροπής και τρίτων (προμνησθείσες διατάξεις Natexis Banques populaires κατά Robobat, σκέψη 14, και Επιτροπή κατά TRENDS, σκέψεις 40 και 41).

20      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο στερείται προδήλως δικαιοδοσίας να εκδικάσει την υπό κρίση αγωγή καθόσον αφορά την προβαλλόμενη συμβατική ευθύνη της Κοινότητας.

21      Δεύτερον, στον βαθμό που η αγωγή θεμελιώνεται στην εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας, υπενθυμίζεται καταρχάς ότι ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί να απευθύνει εντολές προς κοινοτικό όργανο χωρίς να σφετερισθεί τις εξουσίες της διοικήσεως. Η αρχή αυτή όχι μόνον έχει ως συνέπεια να καθίστανται απαράδεκτα, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, τα αιτήματα με τα οποία ζητείται να υποχρεωθεί το καθού όργανο να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της δικαστικής αποφάσεως με την οποία ακυρώνεται πράξη του, αλλά ισχύει κατ’ αρχήν και στο πλαίσιο προσφυγής πλήρους δικαιοδοσίας, όπως αυτή του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ (διάταξη του Πρωτοδικείου της 14ης Ιανουαρίου 2004, T‑202/02, Μακεδονικό Μετρό και Μηχανική κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑181, σκέψη 53).

22      Συνεπώς, είναι απαράδεκτο το πρώτο αίτημα του ενάγοντος, με το οποίο ζητεί από το Πρωτοδικείο να διατάξει την Επιτροπή να επιστρέψει τα σώματα των επίμαχων εγγυητικών επιστολών.

23      Όσον αφορά εν συνεχεία τα λοιπά αιτήματα του ενάγοντος με τα οποία ζητεί να υποχρεωθεί η Επιτροπή σε καταβολή αποζημιώσεως, το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει την πάγια νομολογία σύμφωνα με την οποία, στον τομέα της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας λόγω παράνομης συμπεριφοράς των οργάνων της, δικαίωμα αποζημιώσεως αναγνωρίζεται εφόσον πληρούνται τρεις προϋποθέσεις, ήτοι ο παραβιασθείς κανόνας δικαίου να αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες και η παραβίασή του να είναι κατάφωρη, να αποδεικνύεται ότι η ζημία υφίσταται πράγματι και, τέλος, να υπάρχει άμεσος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της καταλογιζομένης στην Κοινότητα παραβάσεως και της ζημίας που υπέστησαν οι θιγέντες (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 14ης Νοεμβρίου 2002, T‑332/00 και T‑350/00, Rica Foods και Free Trade Foods κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑4755, σκέψη 222, και της 10ης Απριλίου 2003, T‑195/00, Travelex Global and Financial Services και Interpayment Services κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑1677, σκέψη 54· βλ. επίσης, υπό την αυτή έννοια, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 4ης Ιουλίου 2000, C‑352/98 P, Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑5291, σκέψη 42, της 10ης Δεκεμβρίου 2002, C‑312/00 P, Επιτροπή κατά Camar και Tico, Συλλογή 2002, σ. I‑11355, σκέψη 53, και της 10ης Ιουλίου 2003, C‑472/00 P, Επιτροπή κατά Fresh Marine, Συλλογή 2003, σ. I‑7541, σκέψη 25).

24      Αν μία από τις προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούται, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, χωρίς να απαιτείται εξέταση των λοιπών προϋποθέσεων (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Σεπτεμβρίου 1994, C‑146/91, KYDEP κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I‑4199, σκέψεις 19 και 81, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Φεβρουαρίου 2002, T‑170/00, Förde-Reederei κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑515, σκέψη 37).

25      Εν προκειμένω, η Επιτροπή εκθέτει στα δικόγραφά της ότι δεν επέστρεψε τις επίμαχες εγγυητικές επιστολές, ότι εξέδωσε ορισμένα χρεωστικά σημειώματα εις βάρος της Impetus ΕΠΕ και της Impetus ΑΕΒΕ λόγω του ότι αυτές δεν συμμορφώθηκαν, κατά τους ισχυρισμούς της, προς τις υποχρεώσεις τους από τις τέσσερις επίμαχες συμβάσεις και ότι ακόμη ζήτησε από το ΤΣΜΕΔΕ να καταβάλει το ποσό της εγγυητικής επιστολής υπ’ αριθ. 830671. Ωστόσο, από μια τέτοια συμπεριφορά της Επιτροπής δεν προκύπτει παράβαση οποιουδήποτε κανόνα του κοινοτικού δικαίου, χωρίς τούτο να προδικάζει την κρίση ως προς το κατά πόσον η συμπεριφορά αυτή είναι σύμφωνη προς τους όρους των συμβάσεων που συνήφθησαν μεταξύ της Επιτροπής και των εν λόγω εταιριών, στην οποία το Πρωτοδικείο δεν είναι αρμόδιο να προβεί στο πλαίσιο της υπό κρίση αγωγής.

26      Κατά συνέπεια η αγωγή, καθόσον αφορά την εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας, πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και κατά τα λοιπά ως στερούμενη παντελώς νομικής βάσεως.

27      Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

28      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

29      Επειδή ο Ν. Θεοφιλόπουλος ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πέμπτο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την αγωγή.

2)      Καταδικάζει τον Νικόλαο Θεοφιλόπουλο στα δικαστικά έξοδα.

Λουξεμβούργο, 26 Ιανουαρίου 2007

Ο Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

       Μ. Βηλαράς


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.