Language of document : ECLI:EU:T:2009:221

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 26ης Ιουνίου 2009

Υπόθεση T-114/08 P

Luigi Marcuccio

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Εύλογη προθεσμία για την άσκηση αγωγής αποζημιώσεως – Εκπρόθεσμη άσκηση – Αίτηση αναιρέσεως εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει προδήλως αβάσιμη»

Αντικείμενο: Αίτηση αναιρέσεως ασκηθείσα κατά της διατάξεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 14ης Δεκεμβρίου 2007, F-21/07, Marcuccio κατά Επιτροπής (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή).

Απόφαση: Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Ο Luigi Marcuccio φέρει τα δικαστικά έξοδά του καθώς και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στο πλαίσιο της παρούσας δίκης.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Προσφυγή ή αγωγή – Δικονομικό πλαίσιο – Άρθρο 236 ΕΚ και άρθρα 90 και 91 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων – Προθεσμίες

(Άρθρο 236 ΕΚ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

2.      Υπάλληλοι – Προσφυγή ή αγωγή – Προθεσμίες – Αίτημα αποζημιώσεως απευθυνόμενο σε θεσμικό όργανο – Τήρηση ευλόγου προθεσμίας – Κριτήρια εκτιμήσεως

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 46· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90)

3.      Διαδικασία – Απόφαση υπό τη μορφή αιτιολογημένης διατάξεως – Προϋποθέσεις – Προσφυγή προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως στερούμενη νομικής βάσεως

1.      Η διαφορά μεταξύ υπαλλήλου και του οργάνου στο οποίο ανήκει ή ανήκε, στο πλαίσιο της οποίας ζητείται η αποκατάσταση ζημίας, εμπίπτει, όταν απορρέει από τη σχέση εργασίας που συνδέει τον ενδιαφερόμενο με το όργανο, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 236 ΕΚ και των άρθρων 90 και 91 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ) και όχι, ιδίως όσον αφορά το παραδεκτό, στα άρθρα 235 ΕΚ και 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ ούτε στο άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου. Ως εκ τούτου, οι προσφυγές και αγωγές που στηρίζονται στο άρθρο 236 ΕΚ υπόκεινται στις προθεσμίες των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ, είτε έχουν ως αντικείμενο την ακύρωση ορισμένης πράξεως είτε την καταβολή αποζημιώσεως.

(βλ. σκέψη 12)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 22 Οκτωβρίου 1975, 9/75, Meyer-Burckhardt κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1975, σ. 363, σκέψη 7· ΔΕΚ, 17 Φεβρουαρίου 1977, 48/76, Reinarz κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1977, σ. 113, σκέψη 10· ΔΕΚ, 4 Ιουλίου 1985, 174/83, Amman κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1985, σ. 2133, σκέψη 12· ΔΕΚ, 4 Ιουλίου 1985, 175/83, Culmsee κ.λπ. κατά ΟΚΕ, Συλλογή 1985, σ. 2149, σκέψη 12· ΔΕΚ, 1η Απριλίου 1987, 257/85, Dufay κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1987, σ. 1561, σκέψη 21· ΔΕΚ, 7 Οκτωβρίου 1987, 401/85, Schina κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 3911, σκέψη 9

2.      Ο καθορισμός της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής ή αγωγής είναι νομικό ζήτημα. Η ισχύουσα νομοθεσία δεν προβλέπει συγκεκριμένη προθεσμία για την άσκηση αγωγής αποζημιώσεως η οποία στηρίζεται στη σχέση εργασίας μεταξύ του υπαλλήλου και του οργάνου στο οποίο ανήκει. Αντιθέτως, η προθεσμία για την άσκηση αγωγής αποζημιώσεως καθορίζεται βάσει των περιστάσεων κάθε υποθέσεως, σύμφωνα με την αρχή της τηρήσεως ευλόγου προθεσμίας, ήτοι, ιδίως βάσει της σημασίας της διαφοράς για τον ενδιαφερόμενο, της πολυπλοκότητας της υποθέσεως, της συμπεριφοράς των διαδίκων και, ενδεικτικώς, λαμβανομένης υπόψη της προθεσμίας του άρθρου 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου ως ανωτάτου ορίου. Συναφώς, καίτοι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έχει απόλυτη διακριτική ευχέρεια διακριβώσεως και εκτιμήσεως των σχετικών πραγματικών περιστατικών, υπό την επιφύλαξη της ενδεχόμενης παραμορφώσεως του περιεχομένου τους, προβαίνει ακολούθως σε νομικό χαρακτηρισμό των εν λόγω πραγματικών περιστατικών βάσει της αρχής της τηρήσεως ευλόγου προθεσμίας, η δε σχετική εκτίμησή του τελεί υπό τον έλεγχο του Πρωτοδικείου.

(βλ. σκέψεις 25 έως 27)

3.      Χρήση της δυνατότητας που παρέχει το άρθρο 111 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου στο εν λόγω δικαστήριο να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη επί προσφυγής που είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως στερούμενη νομικής βάσεως μπορεί να γίνει και πριν από την κατάθεση του υπομνήματος αντικρούσεως, το δε βάσιμο της χρήσεως αυτής δεν μπορεί να εκτιμηθεί βάσει του αριθμού των ζητημάτων που τίθενται με την εκδοθείσα διάταξη.

(βλ. σκέψη 50)