Language of document : ECLI:EU:T:2011:131

Υπόθεση T-117/08

Ιταλική Δημοκρατία

κατά

Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΕΟΚΕ)

«Γλωσσικό καθεστώς – Προκήρυξη κενής θέσεως Γενικού Γραμματέα της ΕΟΚΕ – Δημοσίευση σε τρεις επίσημες γλώσσες – Πληροφορίες σχετικά με την προκήρυξη κενής θέσεως – Δημοσίευση σε όλες τις επίσημες γλώσσες – Προσφυγή ακυρώσεως – Παραδεκτό – Άρθρα 12 ΕΚ και 290 ΕΚ – Άρθρο 12 του ΚΛΠ – Κανονισμός 1»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Δίκαιο της Ένωσης – Αρχές – Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας

(Άρθρο 230, εδ. 1, ΕΚ)

2.      Ευρωπαϊκές Κοινότητες – Γλωσσικό καθεστώς – Κανονισμός 1

(Άρθρο 290 ΕΚ· κανονισμός 1 του Συμβουλίου, άρθρο 6)

3.      Ευρωπαϊκές Κοινότητες – Γλωσσικό καθεστώς – Κανονισμός 1

(Κανονισμός 1 του Συμβουλίου, άρθρα 1, 4 και 5)

4.      Ευρωπαϊκές Κοινότητες – Γλωσσικό καθεστώς

5.      Υπάλληλοι – Πρόσληψη – Προκήρυξη κενής θέσεως – Δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα μόνον σε ορισμένες επίσημες γλώσσες

(Άρθρο 12 ΕΚ)

1.      Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα συνιστά κοινότητα δικαίου, η δε Συνθήκη καθιέρωσε πλήρες σύστημα ενδίκων μέσων και διαδικασιών, το οποίο σκοπεί να αναθέσει στο Δικαστήριο τον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων. Το σύστημα της Συνθήκης συνίσταται στη δυνατότητα ασκήσεως ευθείας προσφυγής κατά κάθε μέτρου ληφθέντος από τα θεσμικά όργανα και συνεπαγόμενου έννομα αποτελέσματα. Εξ αυτού συνάγεται η γενική αρχή ότι κάθε πράξη οργάνου της Ένωσης, όπως η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, που προορίζεται να παραγάγει έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων, πρέπει να επιδέχεται δικαστικό έλεγχο.

Ασφαλώς, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή δεν ανήκει στα θεσμικά όργανα τα οποία μνημονεύει το άρθρο 230 ΕΚ. Εντούτοις, ένα όργανο, όπως η ΕΟΚΕ, έχει την αρμοδιότητα να εκδίδει πράξεις, οι οποίες παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων, όπως προκηρύξεις κενών θέσεων εργασίας. Πράγματι, τέτοιες πράξεις, καθορίζοντας τους όρους σχετικά με την πρόσβαση σε θέση εργασίας, προσδιορίζουν ποια είναι τα άτομα των οποίων η υποψηφιότητα μπορεί να ληφθεί υπόψη και, επομένως, συνιστούν βλαπτικές πράξεις έναντι των δυνητικών υποψηφίων των οποίων η υποψηφιότητα αποκλείεται εξαιτίας των όρων αυτών. Επομένως, θα ήταν απαράδεκτο, στα πλαίσια μιας κοινότητας δικαίου, παρόμοιες πράξεις να εκφεύγουν παντός δικαστικού ελέγχου.

Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι οι πράξεις που εκδόθηκαν από την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, όπως προκηρύξεις κενών θέσεων, και οι οποίες προορίζονται να παραγάγουν έννομα αποτελέσματα έναντι όλων των υποψηφίων των οποίων η υποψηφιότητα δεν γίνεται δεκτή βάσει των απαιτούμενων όρων συνιστά πράξη δεκτική προσβολής.

(βλ. σκέψεις 30-33)

2.      Ο κανονισμός 1, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 290 ΕΚ. Το άρθρο 6 του εν λόγω κανονισμού επιτρέπει ρητώς στα όργανα να καθορίζουν τις λεπτομέρειες εφαρμογής του γλωσσικού καθεστώτος στους εσωτερικούς τους κανονισμούς, αρμοδιότητα κατά την άσκηση της οποίας θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να τους αναγνωρίζεται ορισμένη λειτουργική αυτονομία, προκειμένου να εξασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία τους. Υπό τις συνθήκες αυτές, η επιλογή της γλώσσας εσωτερικής επικοινωνίας εμπίπτει στο πεδίο ευθύνης των οργάνων, τα οποία έχουν τη δυνατότητα να την επιβάλουν στους υπαλλήλους τους και σε όσους επιζητούν να αποκτήσουν την ιδιότητα αυτή.

(βλ. σκέψεις 41, 55)

3.      Τα άρθρα 1, 4 και 5 του κανονισμού 1, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, δεν εφαρμόζονται στις σχέσεις μεταξύ των οργάνων και των υπαλλήλων τους, καθώς και των υποψηφίων για τέτοιες θέσεις, καθόσον καθορίζουν αποκλειστικώς το γλωσσικό καθεστώς που εφαρμόζεται μεταξύ οργάνων και κράτους μέλους ή ατόμου υπαγομένου στη δικαιοδοσία ενός κράτους μέλους. Το ίδιο ισχύει, όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ, αφενός, των οργάνων, όπως η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, και, αφετέρου, των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των Κοινοτήτων.

(βλ. σκέψη 51)

4.      Οι πολυάριθμες αναφορές της Συνθήκης στη χρήση των γλωσσών στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αποτελούσες την έκφραση μιας γενικής αρχής του κοινοτικού δικαίου που εξασφαλίζει σε κάθε πολίτη το δικαίωμα να συντάσσεται στη γλώσσα του, σε όλες τις περιπτώσεις, οτιδήποτε μπορεί να επηρεάσει τα συμφέροντά του. Ουδεμία διάταξη και ουδεμία αρχή του κοινοτικού δικαίου επιβάλλει να δημοσιεύονται οι προκηρύξεις κενής θέσεως συστηματικώς στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε όλες τις επίσημες γλώσσες.

(βλ. σκέψεις 70-71)

5.      Εάν η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή αποφασίσει να δημοσιεύσει στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης το πλήρες κείμενο μιας προκηρύξεως για θέση ανώτερου στελεχικού δυναμικού σε ορισμένες γλώσσες, πρέπει να λάβει τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να ενημερώσει το σύνολο των υποψηφίων περί της υπάρξεως της οικείας προκηρύξεως κενής θέσεως και περί των εντύπων στα οποία δημοσιεύεται το πλήρες κείμενό της, ούτως ώστε να αποφευχθούν δυσμενείς διακρίσεις λόγω γλώσσας μεταξύ των υποψηφίων τους οποίους ενδέχεται να ενδιαφέρει η εν λόγω προκήρυξη. Όταν πληρούται η προϋπόθεση αυτή, η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα μιας προκηρύξεως κενής θέσεως σε περιορισμένο αριθμό γλωσσών δεν είναι ικανή να έχει ως αποτέλεσμα δυσμενή διάκριση μεταξύ των διαφόρων υποψηφίων, εφόσον δεν αμφισβητείται ότι οι τελευταίοι έχουν επαρκή γνώση τουλάχιστον μιας εκ των γλωσσών αυτών, η οποία τους παρέχει τη δυνατότητα να λάβουν λυσιτελώς γνώση του περιεχομένου της εν λόγω προκηρύξεως. Αντιθέτως, η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα του κειμένου της προκηρύξεως κενής θέσεως αποκλειστικώς σε ορισμένες επίσημες γλώσσες, παρά το γεγονός ότι άτομα που έχουν γνώση μόνον άλλων επισήμων γλωσσών δικαιούνται να υποβάλουν υποψηφιότητα, μπορεί να συνεπάγεται δυσμενή διάκριση εις βάρος τους, όταν δεν υφίστανται άλλα μέτρα που να παρέχουν στην ως άνω κατηγορία δυνητικών υποψηφίων τη δυνατότητα να λάβουν λυσιτελώς γνώση του περιεχομένου της προκηρύξεως αυτής. Πράγματι, στην περίπτωση αυτή, οι ως άνω υποψήφιοι περιέρχονται σε λιγότερο ευνοϊκή κατάσταση σε σχέση με τους υπόλοιπους υποψηφίους, καθόσον δεν είναι σε θέση να λάβουν λυσιτελώς γνώση των προσόντων που απαιτεί η προκήρυξη κενής θέσεως, καθώς και των όρων και κανόνων της διαδικασίας προσλήψεως. Όμως, η γνώση των στοιχείων αυτών είναι απαραίτητη για να μπορούν να υποβάλουν κατά τον βέλτιστο τρόπο την υποψηφιότητά τους, προκειμένου να μεγιστοποιηθούν οι πιθανότητες επιλογής τους για την οικεία θέση.

(βλ. σκέψεις 74-75, 78-79)