Language of document : ECLI:EU:T:2015:153

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 17ης Μαρτίου 2015 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις — Κρατικά μέτρα για την εγκατάσταση ενός πριονιστηρίου στο ομόσπονδο κράτος της Έσσης — Προσφυγή ακυρώσεως — Έγγραφο προς τους καταγγέλλοντες — Πράξη μη δεκτική προσφυγής — Απαράδεκτο — Απόφαση που διαπιστώνει ότι δεν υφίσταται κρατική ενίσχυση — Μη κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας — Σοβαρές δυσχέρειες — Υπολογισμός του στοιχείου ενισχύσεως το οποίο ενέχουν οι κρατικές εγγυήσεις — Ανακοίνωση της Επιτροπής για τις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων — Προβληματική επιχείρηση — Πώληση δημόσιας εκτάσεως — Δικαιώματα άμυνας — Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στην υπόθεση T‑89/09,

Pollmeier Massivholz GmbH & Co. KG, με έδρα το Creuzburg (Γερμανία), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους J. Heithecker και F. von Alemann, στη συνέχεια από τον J. Heithecker, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους F. Erlbacher και C. Urraca Caviedes,

καθής,

υποστηριζόμενης από το

Land Hessen (Γερμανία), εκπροσωπούμενο από τους U. Soltész και P. Melcher, δικηγόρους,

παρεμβαίνον,

με αντικείμενο αίτημα περί ακυρώσεως, αφενός, της αποφάσεως C(2008) 6017 τελικό της Επιτροπής, της 21ης Οκτωβρίου 2008, Κρατικές ενισχύσεις N 512/2007 — Γερμανία, Abalon Hardwood Hessen GmbH, και, αφετέρου, της αποφάσεως που προβάλλεται ότι περιέχεται στο έγγραφο D/55056 της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τη διαδικασία κρατικών ενισχύσεων CP 195/2007 — Abalon Hardwood Hessen GmbH,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, I. Pelikánová και E. Buttigieg (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: K. Andová, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 18ης Μαρτίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (1)

[παραλειπόμενα]

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

21      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Φεβρουαρίου 2009, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

22      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Ιουνίου 2009, το Land Hessen ζήτησε να παρέμβει υπέρ της Επιτροπής.

23      Με διάταξη του προέδρου του τρίτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 22ας Σεπτεμβρίου 2009, η αίτηση παρεμβάσεως του Land Hessen έγινε δεκτή.

24      Το Land Hessen κατέθεσε το υπόμνημά του παρεμβάσεως στις 3 Δεκεμβρίου 2009. Επί του ως άνω υπομνήματος η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της στις 22 Ιανουαρίου 2010 και η Επιτροπή στις 21 Ιανουαρίου 2010, εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

25      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο πρώτο τμήμα, στο οποίο και ανατέθηκε κατά συνέπεια η υπό κρίση υπόθεση.

26      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 64 του Κανονισμού του Διαδικασίας, έθεσε εγγράφως ερωτήματα στους διαδίκους και τους κάλεσε να υποβάλουν ορισμένα έγγραφα. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

27      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στα ερωτήματα του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 18ης Μαρτίου 2014.

28      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2008·

–        να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής της 15ης Δεκεμβρίου 2008 που αφορά τη διαδικασία CP 195/2007·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

29      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως εν μέρει απαράδεκτη και εν μέρει αβάσιμη

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

30      Η παρεμβαίνουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων των εξόδων της παρεμβαίνουσας.

[παραλειπόμενα]

 Σκεπτικό

[παραλειπόμενα]

 B — Επί της ουσίας

[παραλειπόμενα]

 2. Επί των λόγων με τους οποίους επιδιώκεται να καταδειχθεί παράβαση της υποχρεώσεως να κινηθεί η επίσημη διαδικασία έρευνας

α)     Επί των αιτιάσεων που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως όσον αφορά τον καθορισμό της κρίσιμης ημερομηνίας για την εκτίμηση των κοινοποιηθεισών ενισχύσεων

[παραλειπόμενα]

 Επί του πρώτου σκέλους, που αντλείται από πλάνη ως προς το εφαρμοστέο δίκαιο

[παραλειπόμενα]

 – Επί της επενδυτικής επιδοτήσεως

64      Υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει ιδίως από τις αιτιολογικές σκέψεις 12, 46 και από την αιτιολογική σκέψη 59, στοιχείο α΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι η επενδυτική επιδότηση είχε χορηγηθεί τον Δεκέμβριο του 2006, έκρινε ότι συνιστούσε ατομικό μέτρο που είχε ληφθεί επί τη βάσει του καθεστώτος N 642/2002. Η Επιτροπή έκρινε κατά συνέπεια στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι η επενδυτική επιδότηση συνιστούσε υφιστάμενη ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο β΄, σημείο ii, του κανονισμού 659/1999.

65      Κατά πάγια νομολογία, εφόσον ένα γενικό καθεστώς ενισχύσεων έχει εγκριθεί, τα ατομικά μέτρα εκτελέσεως δεν πρέπει να κοινοποιούνται στην Επιτροπή, εκτός αν αυτή το ζήτησε διατυπώνοντας σχετικές επιφυλάξεις στην απόφαση περί εγκρίσεως. Ειδικότερα, δεδομένου ότι οι ατομικές ενισχύσεις αποτελούν απλά ατομικά μέτρα εκτελέσεως του γενικού καθεστώτος ενισχύσεων, οι παράγοντες που πρέπει να λαμβάνει υπόψη η Επιτροπή για να τις εκτιμήσει είναι οι ίδιοι με αυτούς που εφάρμοσε κατά την εξέταση του γενικού καθεστώτος. Επομένως, είναι άσκοπη η υποβολή των ατομικών ενισχύσεων στην εξέταση της Επιτροπής (απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1994, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑47/91, Συλλογή, EU:C:1994:358, σκέψη 21· απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2008, Kahla/Thüringen Porzellan κατά Επιτροπής, T‑20/03, Συλλογή, EU:T:2008:395, σκέψη 92).

66      Ο δικαστής της Ένωσης διαπίστωσε επίσης ότι η Επιτροπή, όταν έχει να εκτιμήσει μια ατομική ενίσχυση ως προς την οποία υποστηρίζεται ότι χορηγήθηκε κατ’ εφαρμογήν ενός ήδη εγκεκριμένου καθεστώτος, δεν μπορεί εξαρχής να την εξετάσει ευθέως υπό το πρίσμα της Συνθήκης. Πριν από την κίνηση οποιασδήποτε διαδικασίας, η Επιτροπή πρέπει καταρχάς να περιοριστεί στον έλεγχο του αν η ενίσχυση καλύπτεται από το γενικό καθεστώς και αν πληροί τους όρους που έχουν καθοριστεί με την εγκριτική αυτού απόφαση. Διαφορετικά, η Επιτροπή θα μπορούσε, κατά την εξέταση κάθε ατομικής ενισχύσεως, να αναθεωρεί την απόφασή της περί εγκρίσεως του καθεστώτος ενισχύσεων, η οποία είχε ήδη ληφθεί κατόπιν εξετάσεως υπό το πρίσμα του άρθρου 87 της Συνθήκης. Οι αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφαλείας δικαίου δεν θα μπορούσαν να τηρηθούν σε μια τέτοια περίπτωση, τόσο έναντι των κρατών μελών όσο και έναντι των επιχειρηματιών, εφόσον ατομικές ενισχύσεις που θα ήταν απολύτως σύμφωνες προς την απόφαση περί εγκρίσεως του καθεστώτος ενισχύσεων θα μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να επανεξετασθούν από την Επιτροπή (αποφάσεις Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 65 ανωτέρω, EU:C:1994:358, σκέψη 24, και της 10ης Μαΐου 2005, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑400/99, Συλλογή, EU:C:2005:275, σκέψη 57).

67      Αν κατόπιν αυτής της περιορισμένης εξετάσεως, η Επιτροπή διαπιστώσει ότι η ατομική ενίσχυση είναι σύμφωνη προς την απόφασή της περί εγκρίσεως του καθεστώτος, τότε αυτή θα πρέπει να αντιμετωπισθεί ως εγκεκριμένη ενίσχυση και επομένως ως υφιστάμενη ενίσχυση. Αντιστρόφως, στην υποθετική περίπτωση που η Επιτροπή διαπιστώσει ότι η ατομική ενίσχυση δεν καλύπτεται από την απόφασή της περί εγκρίσεως του καθεστώτος, η ενίσχυση θα πρέπει να θεωρηθεί ως νέα (αποφάσεις Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 65 ανωτέρω, EU:C:1994:358, σκέψεις 25 και 26, και Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 66 ανωτέρω, EU:C:2005:275, σκέψη 57).

68      Εν προκειμένω, η Επιτροπή είχε να εκτιμήσει μια ατομική ενίσχυση, δηλαδή την επίδικη επενδυτική επιδότηση, ως προς την οποία οι γερμανικές αρχές υποστήριζαν ότι είχε εκδοθεί επί τη βάσει του εγκριθέντος από την Επιτροπή καθεστώτος N 642/2002. Κατ’ εφαρμογήν των προεκτεθεισών αρχών, η Επιτροπή όφειλε έτσι να εξετάσει αν το μέτρο αυτό καλυπτόταν από το επίδικο καθεστώς και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αν πληρούσε τους όρους που είχαν καθοριστεί με την εγκριτική του καθεστώτος αυτού απόφαση. Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι τούτο συνέβαινε (αιτιολογικές σκέψεις 44 έως 46 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

69      Στο μέτρο που η Επιτροπή εν προκειμένω προέβη, σύμφωνα με τις διατυπωθείσες στις σκέψεις 66 και 67 ανωτέρω αρχές, σε έλεγχο για την επαλήθευση του κατά πόσον το κοινοποιηθέν μέτρο ενισχύσεως ήταν σύμφωνο με το καθεστώς N 642/2002, ορθώς έλαβε υπόψη την ημερομηνία κατά την οποία χορηγήθηκε η οικεία ενίσχυση. Ειδικότερα, δεδομένου ότι, κατ’ εφαρμογήν της παρατεθείσας στη σκέψη 65 ανωτέρω νομολογίας, το μέτρο αυτό δεν υπέκειτο σε υποχρέωση κοινοποιήσεως και η Επιτροπή δεν όφειλε καταρχήν να το εξετάσει (παρά μόνο κατόπιν της καταγγελίας της προσφεύγουσας και της συνακόλουθης κοινοποιήσεως του ως άνω μέτρου από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας), εξαρχής εξέταση του μέτρου αυτού υπό το πρίσμα του νομικού καθεστώτος που ίσχυε κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως θα αντέβαινε στις αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, διότι το μέτρο αυτό, το οποίο υποτίθεται ότι είναι σύμφωνο προς την απόφαση περί εγκρίσεως του καθεστώτος N 642/2002, θα διέτρεχε ανά πάσα στιγμή τον κίνδυνο να υποβληθεί σε επανεξέταση από την Επιτροπή βάσει του νομικού καθεστώτος που ίσχυε κατά την ημερομηνία της αποφάσεώς της.

70      Δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι, σε περίπτωση που το χρονικό σημείο χορηγήσεως της ενισχύσεως θεωρούνταν ως το χρονικό σημείο βάσει του οποίου καθορίζεται το εφαρμοστέο νομικό καθεστώς, τα κράτη μέλη θα μπορούσαν, προβαίνοντας σε κοινοποίηση μετά τη χορήγηση της ενισχύσεως για σκοπούς «ασφάλειας δικαίου», να καθορίσουν κατ’ ουσίαν το δίκαιο το οποίο έχει εφαρμογή ratione temporis. Ειδικότερα, το νομικό καθεστώς που έχει εφαρμογή, ratione temporis, σε ένα μέτρο δεν καθορίζεται από την κοινοποίηση του μέτρου αυτού, αλλά από τη φύση του εν λόγω μέτρου ως υφιστάμενης ενισχύσεως μη υποκείμενης καταρχήν στην υποχρέωση κοινοποιήσεως ή ως νέας ενισχύσεως, υποκείμενης, κατά το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, σε υποχρέωση κοινοποιήσεως και σε απαγόρευση εφαρμογής. Η κοινοποίηση συνιστά αποκλειστικώς διαδικαστικό μέσο το οποίο έχει σκοπό να παράσχει στην Επιτροπή δυνατότητα ελέγχου του εν λόγω μέτρου και δεν προκύπτουν εξ αυτής δικαιώματα (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Freistaat Sachsen, C‑334/07 P, Συλλογή, EU:C:2008:709, σκέψη 52).

71      Σημειώνεται τέλος ότι η απόφαση Επιτροπή κατά Freistaat Sachsen, σκέψη 70 ανωτέρω (EU:C:2008:709), την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα, δεν επιρρωννύει τη θέση της όσον αφορά τον καθορισμό του χρονικού διαστήματος βάσει του οποίου η Επιτροπή όφειλε να εκτιμήσει την επενδυτική επιδότηση. Ειδικότερα, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω απόφαση, η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει το σχέδιο μιας νέας ενισχύσεως την οποία είχε κοινοποιήσει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ενώ, εν προκειμένω, επρόκειτο για την εξέταση ενός μέτρου ενισχύσεως ως προς το οποίο υποστηριζόταν ότι συνιστούσε υφιστάμενη ενίσχυση.

72      Διαπιστώνεται συνεπώς ότι ο έλεγχος τον οποίο όφειλε να πραγματοποιήσει η Επιτροπή στο πλαίσιο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Επιτροπή κατά Freistaat Sachsen, σκέψη 70 ανωτέρω (EU:C:2008:709), ήταν διαφορετικός από τον έλεγχο τον οποίο όφειλε να διενεργήσει εν προκειμένω, εφόσον η φύση των επίμαχων στις δύο υποθέσεις μέτρων ήταν διαφορετική. Κατά συνέπεια, η διαπίστωση του Δικαστηρίου στη σκέψη 50 της αποφάσεως Επιτροπή κατά Freistaat Sachsen, σκέψη 70 ανωτέρω (EU:C:2008:709), δεν ισχύει στην παρούσα υπόθεση.

73      Βάσει των ανωτέρω αναπτύξεων, διαπιστώνεται ότι ορθώς η Επιτροπή στήριξε την εκτίμησή της στην ημερομηνία χορηγήσεως της επενδυτικής επιδοτήσεως και ότι, ως προς το ζήτημα αυτό, δεν αντιμετώπιζε σοβαρές δυσχέρειες.

[παραλειπόμενα]

 γ)      Επί των αιτιάσεων που διατυπώνονται στο πλαίσιο του τρίτου και του έβδομου λόγου ακυρώσεως σχετικά με τον χαρακτηρισμό των κρατικών εγγυήσεων ως ενισχύσεων ήσσονος σημασίας

[παραλειπόμενα]

149    Πρέπει να εξετασθεί αν η Επιτροπή είχε τη δυνατότητα, κατόπιν του σταδίου της προκαταρκτικής εξετάσεως και χωρίς να κινήσει την κατά το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ επίσημη διαδικασία έρευνας, να δεχθεί την εκ μέρους των γερμανικών αρχών χρήση του κατ’ αποκοπήν συντελεστή του 0,5 % του εγγυημένου ποσού προκειμένου να καθορίσει το στοιχείο ενισχύσεως το οποίο ενείχαν οι επίδικες εγγυήσεις. Η αποδοχή αυτή του προαναφερθέντος συντελεστή είχε καθοριστική σημασία για την οικονομία της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο μέτρο που οι επίδικες εγγυήσεις χαρακτηρίσθηκαν ως ενισχύσεις ήσσονος σημασίας βάσει της εφαρμογής του εν λόγω συντελεστή.

150    Σχετικά με τη φύση του ελέγχου που πραγματοποιείται από το Γενικό Δικαστήριο, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι ο δικαστής της Ένωσης οφείλει, καταρχήν και λαμβανομένων υπόψη τόσο των συγκεκριμένων στοιχείων της διαφοράς της οποίας επελήφθη όσο και του τεχνικού ή περίπλοκου χαρακτήρα των εκτιμήσεων στις οποίες προέβη η Επιτροπή, να ασκεί πλήρη έλεγχο του κατά πόσον ένα μέτρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (βλ. σκέψη 47 ανωτέρω) και, αφετέρου, ότι ο έλεγχος νομιμότητας τον οποίο ασκεί το Γενικό Δικαστήριο επί της υπάρξεως σοβαρών δυσχερειών, εκ φύσεως, υπερβαίνει την αναζήτηση της πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως (βλ. σκέψη 49 ανωτέρω).

151    Επισημαίνεται ακόμη ότι η Επιτροπή, θεσπίζοντας κανόνες συμπεριφοράς και αναγγέλλοντας με τη δημοσίευσή τους ότι θα τους εφαρμόζει πλέον στις περιπτώσεις που οι κανόνες αυτοί αφορούν, αυτοπεριορίζεται κατά την άσκηση της εξουσίας της εκτιμήσεως και δεν μπορεί να αποκλίνει από τους κανόνες αυτούς, διότι άλλως θα της επιβληθούν ενδεχομένως κυρώσεις λόγω παραβιάσεως γενικών αρχών του δικαίου, όπως είναι η ίση μεταχείριση ή η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, εκτός αν παραθέσει λόγους που να δικαιολογούν, με γνώμονα τις ίδιες αρχές, την παρέκκλιση από τους κανόνες που η ίδια έχει θεσπίσει (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 28ης Ιουνίου 2005, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Συλλογή, EU:C:2005:408, σκέψη 211, και της 11ης Σεπτεμβρίου 2008, Γερμανία κ.λπ. κατά Kronofrance, C‑75/05 P και C‑80/05 P, Συλλογή, EU:C:2008:482, σκέψη 60).

152    Στον επιμέρους τομέα των κρατικών ενισχύσεων, ο δικαστής της Ένωσης είχε την ευκαιρία να τονίσει ότι η Επιτροπή μπορεί να θεσπίζει κατευθυντήριες γραμμές για την άσκηση της εξουσίας της εκτιμήσεως και ότι, εφόσον δεν παρεκκλίνουν από τους κανόνες της Συνθήκης, οι ενδεικτικοί κανόνες τους οποίους περιέχουν δεσμεύουν το εν λόγω θεσμικό όργανο (βλ. απόφαση της 13ης Ιουνίου 2002, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, C‑382/99, Συλλογή, EU:C:2002:363, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

153    Εν προκειμένω, από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι δύο επίδικες εγγυήσεις χορηγήθηκαν επί τη βάσει των κατευθυντηρίων γραμμών του Land Hessen όσον αφορά τη χορήγηση των εγγυήσεων για τη βιομηχανία. Οι ως άνω κατευθυντήριες γραμμές προβλέπουν ρητώς ότι το στοιχείο ενισχύσεως των εγγυήσεων που χορηγούνται από τις αρχές του Land Hessen σε μη προβληματικές επιχειρήσεις ανέρχεται στο 0,5 % του εγγυημένου ποσού και ότι, κατά συνέπεια, οι εγγυήσεις οι οποίες χορηγούνται σε τέτοιες επιχειρήσεις και αφορούν ποσά μέχρι 20 000 000 ευρώ συνιστούν ενισχύσεις ήσσονος σημασίας εμπίπτουσες στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 69/2001 [της Επιτροπής, της 12ης Ιανουαρίου 2001, για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας].

154    Δεν αμφισβητείται ότι οι επίδικες εγγυήσεις δεν εμπίπτουν σε καθεστώς ενισχύσεων που να έχει εγκριθεί από την Επιτροπή, εφόσον, κατά την ημερομηνία της χορηγήσεώς τους (Δεκέμβριος του 2006), οι προαναφερθείσες κατευθυντήριες γραμμές του Land Hessen δεν είχαν κοινοποιηθεί στην Επιτροπή και δεν είχαν συνεπώς αποτελέσει αντικείμενο αποφάσεως που να τις εγκρίνει.

155    Στο μέτρο που οι επίδικες εγγυήσεις δεν εμπίπτουν σε εγκριθέν καθεστώς ενισχύσεων, πρέπει να εξετασθούν υπό το πρίσμα του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση Kahla/Thüringen Porzellan κατά Επιτροπής, σκέψη 65 ανωτέρω, EU:T:2008:395, σκέψεις 93 και 94 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

[παραλειπόμενα]

157    Δεδομένου ότι οι κρατικές εγγυήσεις αντιπροσωπεύουν ένα είδος ενισχύσεως που χορηγείται με άλλη μορφή πλην της επιδοτήσεως και δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 69/2001, πρέπει να υπολογισθεί το στοιχείο ενισχύσεως το οποίο περιέχουν οι εγγυήσεις αυτές. Το ύψος του στοιχείου αυτού ενισχύσεως θα καθορίσει αν οι ως άνω εγγυήσεις εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανόνα de minimis ο οποίος ίσχυε κατά το χρονικό σημείο της χορηγήσεώς τους. Ο κανονισμός 69/2001 δεν παρέχει διευκρινίσεις σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού του στοιχείου αυτού ενισχύσεως.

158    Η Επιτροπή παρέσχε πάντως διευκρινίσεις ως προς την πρακτική που ακολουθεί κατά τον υπολογισμό του στοιχείου ενισχύσεως των εγγυήσεων στην ανακοίνωσή της για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων (ΕΕ 2000, C 71, σ. 14, στο εξής: ανακοίνωση του 2000 για τις εγγυήσεις).

[παραλειπόμενα]

167    Δυνάμει των αρχών οι οποίες διατυπώνονται στις σκέψεις 151 και 152 ανωτέρω, η ανακοίνωση του 2000 για τις εγγυήσεις αποτελούσε τμήμα του νομικού πλαισίου βάσει του οποίου η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει εν προκειμένω τις επίδικες εγγυήσεις. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον, στο σημείο 1.4 της ως άνω ανακοινώσεως, η Επιτροπή τονίζει ότι σκοπός της είναι να παράσχει στα κράτη μέλη λεπτομερέστερες εξηγήσεις για τις αρχές στις οποίες προτίθεται να βασίζει την ερμηνεία των άρθρων 87 και 88 ΕΚ και την εφαρμογή τους στις κρατικές εγγυήσεις, πράγμα που θα καταστήσει τις αποφάσεις της προβλέψιμες και θα εξασφαλίσει ισότιμη μεταχείριση.

168    Σημειώνεται όμως ότι, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 14 και 47 της προσβαλλομένης αποφάσεως και από τις διευκρινίσεις τις οποίες παρέσχε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, εν προκειμένω η Επιτροπή δεν εφάρμοσε την ανακοίνωση του 2000 για τις εγγυήσεις. Ειδικότερα, η Επιτροπή υποστήριξε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η ανακοίνωση αυτή είχε εφαρμογή όταν η επίμαχη ενίσχυση υπερέβαινε το όριο de minimis και καθίστατο συνεπώς ενίσχυση υποκείμενη σε υποχρέωση κοινοποιήσεως. Εν προκειμένω, κατά την Επιτροπή, οι επίδικες εγγυήσεις ενέπιπταν στο καθεστώς de minimis του κανονισμού 69/2001 και, κατά συνέπεια, δεν υπέκειντο σε υποχρέωση κοινοποιήσεως, οπότε δεν εξετάσθηκαν υπό το πρίσμα της προαναφερθείσας ανακοινώσεως.

169    Η εκτίμηση αυτή της Επιτροπής συνιστά διάλληλο και, ως εκ τούτου, εσφαλμένο συλλογισμό. Ειδικότερα, το συμπέρασμα ότι οι επίδικες εν προκειμένω εγγυήσεις υπόκεινται στο καθεστώς de minimis προϋποθέτει ότι έχει προηγουμένως εξετασθεί κατά πόσον είναι νόμιμη εν προκειμένω η χρήση του συντελεστή του 0,5 %, διότι βάσει της εφαρμογής του εν λόγω συντελεστή κρίθηκε ότι το στοιχείο ενισχύσεως το οποίο ενείχαν οι εν λόγω εγγυήσεις δεν υπερέβαινε το όριο de minimis. Όπως έχει επισημανθεί, η εξέταση της νομιμότητας της χρήσεως του προαναφερθέντος συντελεστή έπρεπε να διενεργηθεί υπό το πρίσμα της ανακοινώσεως του 2000 για τις εγγυήσεις, η οποία περιέχει διευκρινίσεις όσον αφορά τον υπολογισμό του στοιχείου ενισχύσεως το οποίο ενέχουν οι κρατικές εγγυήσεις. Η Επιτροπή δεν διενήργησε όμως τέτοια εξέταση.

170    Επισημαίνεται ακόμη ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε βασίμως να επικαλεσθεί εν προκειμένω πρακτική της που συνίστατο στο να δέχεται τη χρήση του συντελεστή του 0,5 % για τον υπολογισμό του στοιχείου ενισχύσεως των εγγυήσεων που χορηγούνται από τις γερμανικές αρχές σε μη προβληματικές επιχειρήσεις (βλ. σκέψη 148 ανωτέρω).

[παραλειπόμενα]

173    Από τα ως άνω πληροφοριακά στοιχεία προκύπτει ότι η πρακτική την οποία επικαλείται η Επιτροπή διαμορφώθηκε πριν την ανακοίνωση του 2000 για τις εγγυήσεις, στο πλαίσιο ειδικής διαδικασίας που αφορούσε τον διαρκή έλεγχο των υφιστάμενων ενισχύσεων. Εξάλλου, η διαδικασία αυτή ουδέποτε είχε ως αντικείμενο κατευθυντήριες γραμμές για τις εγγυήσεις του Land Hessen.

174    Το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ακόμη ότι η υιοθέτηση από την Επιτροπή της πρακτικής που συνίστατο στη χρήση του συντελεστή του 0,5 % είχε, όπως προκύπτει από το έγγραφο της 11ης Νοεμβρίου 1998 (βλ. σκέψη 172 ανωτέρω), προσωρινό χαρακτήρα και ότι προβλεπόταν η επανεξέταση της καταστάσεως κατόπιν, αφενός, της τροποποιήσεως των κοινοτικών κατευθυντηρίων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων και, αφετέρου, του «ακριβέστερου προσδιορισμού της εντάσεως των ενισχύσεων βάσει συμπληρωματικών μελετών», κατά τη διατύπωση του προαναφερθέντος εγγράφου.

175    Εξ αυτού συνάγεται ότι η αποδοχή της χρήσεως του συντελεστή του 0,5 % στο προαναφερθέν πλαίσιο δεν είχε ως σκοπό ούτε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της εξουσίας της Επιτροπής να εκτιμήσει κρατικές εγγυήσεις όπως οι επίμαχες εν προκειμένω, που έχουν χορηγηθεί μετά την ανακοίνωση του 2000 για τις εγγυήσεις και δεν υπάγονται σε ήδη εγκεκριμένα καθεστώτα. Αντιθέτως, όπως επισημάνθηκε, από το 2000, η ανακοίνωση του 2000 για τις εγγυήσεις αποτελούσε τμήμα του νομικού πλαισίου υπό το πρίσμα του οποίου η Επιτροπή όφειλε να εκτιμήσει τις εγγυήσεις οι οποίες δεν υπάγονταν σε εγκεκριμένα καθεστώτα, όπως συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση.

[παραλειπόμενα]

178    Οι ανωτέρω εκτιμήσεις δεν τίθενται εν αμφιβόλω ούτε από την απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2008, Kronoply και Kronotex κατά Επιτροπής (T‑388/02, EU:T:2008:556), την οποία επικαλέσθηκε η Επιτροπή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Ειδικότερα, στη σκέψη 145 της εν λόγω αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο απλώς διαπιστώνει τα όσα εκτίθενται στις σκέψεις 171 και 172 ανωτέρω, δηλαδή, αφενός, τη χρήση από τις γερμανικές αρχές του συντελεστή 0,5 % στο πλαίσιο του εγκριθέντος από την Επιτροπή καθεστώτος ενισχύσεων N 297/91 (όπως τροποποιήθηκε από τη διαδικασία εξετάσεως υφιστάμενων ενισχύσεων E 24/95) και, αφετέρου, την εφαρμογή έκτοτε του εν λόγω συντελεστή από τις γερμανικές αρχές για όλες τις εγγυήσεις τις οποίες χορηγούσαν. Ουδέποτε το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε επί της νομιμότητας της χρήσεως του εν λόγω συντελεστή σε πλαίσιο όπως το υπό κρίση, στο οποίο οι επίδικες εγγυήσεις δεν εμπίπτουν σε εγκριθέν καθεστώς ενισχύσεων και πρέπει συνεπώς να εκτιμηθούν υπό το πρίσμα του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ και της ανακοινώσεως του 2000 για τις εγγυήσεις.

[παραλειπόμενα]

186    Βάσει των ανωτέρω αναπτύξεων, διαπιστώνεται ότι, εν προκειμένω, η μη εξέταση από την Επιτροπή, υπό το πρίσμα της ανακοινώσεως του 2000 για τις εγγυήσεις, της νομιμότητας της χρήσεως του συντελεστή 0,5 % του εγγυημένου ποσού προκειμένου να καθοριστεί το στοιχείο ενισχύσεως το οποίο ενείχαν οι επίδικες εγγυήσεις συνιστά ένδειξη υπάρξεως σοβαρών δυσχερειών όσον αφορά το ζήτημα αν οι επίδικες εγγυήσεις μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως ήσσονος σημασίας ενισχύσεις. Η ύπαρξη τέτοιων δυσχερειών έπρεπε να είχε οδηγήσει την Επιτροπή να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας. Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει συνεπώς να γίνει δεκτός σε ό,τι αφορά τις επίδικες κρατικές εγγυήσεις.

[παραλειπόμενα]

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση C(2008) 6017 τελικό της Επιτροπής, της 21ης Οκτωβρίου 2008, Κρατικές ενισχύσεις N 512/2007 — Γερμανία, Abalon Hardwood Hessen GmbH, κατά το μέτρο που διαπιστώνει ότι οι χορηγηθείσες από το Land Hessen κρατικές εγγυήσεις δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Καταδικάζει την Pollmeier Massivholz GmbH & Co. KG να φέρει τα τέσσερα πέμπτα των δικαστικών της εξόδων, τα τέσσερα πέμπτα των δικαστικών εξόδων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και τα τέσσερα πέμπτα των δικαστικών εξόδων του Land Hessen.

4)      Καταδικάζει την Επιτροπή να φέρει το ένα πέμπτο των δικαστικών της εξόδων και το ένα πέμπτο των δικαστικών εξόδων της Pollmeier Massivholz.

5)      Καταδικάζει το Land Hessen να φέρει το ένα πέμπτο των δικαστικών εξόδων του.

Kanninen

Pelikánová

Buttigieg

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 17 Μαρτίου 2015.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.


1 — Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.