Language of document : ECLI:EU:T:2015:516

Υπόθεση T‑418/10

voestalpine AG

και

voestalpine Wire Rod Austria GmbH

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Ευρωπαϊκή αγορά του προεντεταμένου χάλυβα — Καθορισμός των τιμών, κατανομή της αγοράς και ανταλλαγή ευαίσθητων πληροφοριών εμπορικής φύσεως — Ενιαία, σύνθετη και διαρκής παράβαση — Σύμβαση εμπορικού αντιπροσώπου — Καταλογισμός της παράνομης συμπεριφοράς του αντιπροσώπου στον αντιπροσωπευόμενο — Άγνοια του παραβάτη για την παράνομη συμπεριφορά του αντιπροσώπου — Συμμετοχή σε πτυχή της παραβάσεως και γνώση του συνολικού σχεδίου — Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων του 2006 — Αναλογικότητα — Αρχή της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων — Πλήρης δικαιοδοσία»

Περίληψη —— Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έκτο τμήμα)
της 15ης Ιουλίου 2015

1.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση — Η απόδειξη της παραβάσεως και της διάρκειάς της βαρύνει την Επιτροπή — Περιεχόμενο του βάρους αποδείξεως — Απαιτούμενος βαθμός ακρίβειας των αποδεικτικών στοιχείων που λαμβάνει υπόψη η Επιτροπή — Δέσμη ενδείξεων — Δικαστικός έλεγχος — Περιεχόμενο — Απόφαση που γεννά αμφιβολίες για τον δικαστή — Σεβασμός του τεκμηρίου της αθωότητας

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 48 § 1· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 2)

2.      Συμπράξεις — Απαγόρευση — Παραβάσεις — Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που συνιστούν ενιαία παράβαση — Καταλογισμός ευθύνης σε επιχείρηση για το σύνολο της παραβάσεως, παρά τον περιορισμένο ρόλο της — Επιτρέπεται — Συνεκτίμηση κατά την αξιολόγηση της σοβαρότητας της παραβάσεως και κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)

3.      Συμπράξεις — Συμμετοχή σε συσκέψεις με περιεχόμενο αντίθετο στους κανόνες του ανταγωνισμού — Γεγονός που, ελλείψει αποστασιοποιήσεως από τις ληφθείσες αποφάσεις, δύναται να οδηγήσει στη διαπίστωση συμμετοχής στη σύμπραξη που έπεται — Συμπεριφορά αποκλίνουσα από τη συμφωνηθείσα κατά τη σύμπραξη — Δεν ασκεί επιρροή — Τήρηση των διαδικαστικών εγγυήσεων από την Επιτροπή — Δικαστικός έλεγχος

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)

4.      Ανταγωνισμός — Κανόνες της Ένωσης — Παραβάσεις — Καταλογισμός — Επιχείρηση — Έννοια — Ενιαία οικονομική οντότητα — Εταιρίες κάθετα σχετιζόμενες μεταξύ τους — Εταιρίες συνδεόμενες με σύμβαση πρακτορείας — Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)

5.      Ανταγωνισμός — Κανόνες της Ένωσης — Παραβάσεις — Καταλογισμός — Επιχείρηση — Έννοια — Ενιαία οικονομική οντότητα — Εταιρίες συνδεόμενες με σύμβαση πρακτορείας — Κριτήρια εκτιμήσεως — Ανάληψη οικονομικού κινδύνου από τον αντιπρόσωπο

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· ανακοίνωση 2000/C 291/01 της Επιτροπής)

6.      Ανταγωνισμός — Κανόνες της Ένωσης — Παραβάσεις — Καταλογισμός — Επιχείρηση — Έννοια — Ενιαία οικονομική οντότητα — Εταιρίες συνδεόμενες με σύμβαση πρακτορείας — Αντιπρόσωπος ενεργών εξ ονόματος δύο μετεχόντων σε σύμπραξη — Κριτήρια εκτιμήσεως — Ανάληψη οικονομικού κινδύνου από τον αντιπρόσωπο

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)

7.      Ανταγωνισμός — Κανόνες της Ένωσης — Παραβάσεις — Καταλογισμός — Επιχείρηση — Έννοια — Ενιαία οικονομική οντότητα — Εταιρίες συνδεόμενες με σύμβαση πρακτορείας — Κριτήρια εκτιμήσεως — Άγνοια του αντιπροσωπευόμενου για την αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορά του αντιπροσώπου — Δεν ασκεί επιρροή

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)

8.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Προσδιορισμός του βασικού ποσού — Σοβαρότητα της παραβάσεως — Κριτήρια εκτιμήσεως — Διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής — Όρια — Τήρηση των αρχών της αναλογικότητας και της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 49 § 3· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 23 §§ 2 και 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής)

9.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Μέθοδος υπολογισμού καθοριζόμενη από τις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής — Εξατομίκευση της ποινής σε διαφορετικά στάδια του καθορισμού του ύψους του προστίμου

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημεία 22, 27, 29, 36 και 37)

10.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής — Δικαστικός έλεγχος — Πλήρης δικαιοδοσία — Αποτέλεσμα — Δέσμευση από τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων — Αποκλείεται — Περιστάσεις που λαμβάνονται υπόψη

(Άρθρο 229 ΕΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 31· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 116-118)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 119-124)

3.      Για να αποδειχθεί επαρκώς η συμμετοχή επιχειρήσεως σε σύμπραξη αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, αρκεί η Επιτροπή να αποδείξει ότι η οικεία επιχείρηση μετέσχε σε συσκέψεις κατά τις οποίες συνήφθησαν συμφωνίες αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, χωρίς να αντιταχθεί σαφώς στις συμφωνίες αυτές. Όταν έχει αποδειχθεί η συμμετοχή σε τέτοιες συσκέψεις, στην επιχείρηση αυτή απόκειται να προβάλει ενδείξεις ικανές να στοιχειοθετήσουν ότι η συμμετοχή της στις εν λόγω συσκέψεις δεν ήταν αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, αποδεικνύοντας ότι είχε δηλώσει στους ανταγωνιστές της ότι μετείχε στις συσκέψεις αυτές υπό διαφορετικό έναντι αυτών πρίσμα. Επιπλέον, το γεγονός ότι μια επιχείρηση δεν δίνει συνέχεια στα αποτελέσματα μιας συσκέψεως αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού δεν αποκλείει την απορρέουσα από τη συμμετοχή της σε σύμπραξη ευθύνη, εκτός αν έχει λάβει δημοσίως αποστάσεις από το περιεχόμενό της. Το ότι μια επιχείρηση δεν έχει μετάσχει σε όλα τα συστατικά στοιχεία μιας συμπράξεως ή ότι έχει διαδραματίσει ήσσονα ρόλο σε όσες πτυχές έχει μετάσχει δεν λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως και, ενδεχομένως, για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου. Συναφώς, όταν η ευθύνη των επιχειρήσεων για αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορές προκύπτει, κατά την Επιτροπή, από τη συμμετοχή τους σε συσκέψεις έχουσες ως αντικείμενο τέτοιες συμπεριφορές, εναπόκειται στα δικαστήρια της Ένωσης να εξακριβώσουν αν παρασχέθηκε στις επιχειρήσεις αυτές η δυνατότητα, τόσο κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας όσο και κατά την ενώπιόν τους δίκη, να ανατρέψουν τα ούτως συναχθέντα συμπεράσματα και, ενδεχομένως, να αποδείξουν περιστατικά που φωτίζουν διαφορετικά τα αποδειχθέντα από την Επιτροπή γεγονότα και επιτρέπουν έτσι να υποκατασταθεί στην εξήγηση στην οποία κατέληξε το εν λόγω όργανο μια άλλη εξήγηση των πραγματικών περιστατικών.

(βλ. σκέψεις 125, 127, 128)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 134-139)

5.      Στο δίκαιο του ανταγωνισμού, για να διαπιστωθεί εάν δύο εταιρίες που συνδέονται κάθετα μεταξύ τους, όπως συμβαίνει μεταξύ αντιπροσωπευόμενου και αντιπροσώπου ή εντολοδόχου, αποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα, δύο είναι τα στοιχεία που λαμβάνονται κυρίως υπόψη: αφενός, το αν ο εντολοδόχος αναλαμβάνει οικονομικό κίνδυνο και, αφετέρου, το αν ο εντολοδόχος παρέχει αποκλειστικές υπηρεσίες.

Συναφώς, όσον αφορά την ανάληψη του οικονομικού κινδύνου, ο εντολοδόχος δεν μπορεί να θεωρηθεί ως βοηθητικό όργανο ενσωματωμένο στην επιχείρηση του αντιπροσωπευομένου, οσάκις η συναφθείσα με τον αντιπροσωπευόμενο σύμβαση του αναθέτει ενέργειες οι οποίες προσιδιάζουν, από οικονομικής απόψεως, σε ανεξάρτητο έμπορο, λόγω του ότι προβλέπει την ανάληψη από τον εντολοδόχο των οικονομικών κινδύνων που συνδέονται με την πώληση ή με την εκτέλεση συμβάσεων που συνήφθησαν με τρίτους. Συγκεκριμένα, προκειμένου περί συμβάσεως αντιπροσωπείας κατά την έννοια του σημείου 12 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τους κάθετους περιορισμούς, βάσει της οποίας ο αντιπρόσωπος αναλαμβάνει μόνον παρεπόμενες δαπάνες και μόνον αμελητέους οικονομικούς κινδύνους, ο εν λόγω αντιπρόσωπος δεν αναλαμβάνει αρμοδιότητες οι οποίες προσιδιάζουν, από οικονομικής απόψεως, σε ανεξάρτητο έμπορο.

(βλ. σκέψεις 139, 140, 145, 147, 148)

6.      Στο δίκαιο του ανταγωνισμού, το αν υφίσταται ενιαία οικονομική οντότητα μεταξύ του αντιπροσωπευόμενου και του αντιπροσώπου του διαπιστώνεται βάσει δύο κυρίως στοιχείων: αφενός, το αν ο αντιπρόσωπος αναλαμβάνει οικονομικό κίνδυνο και, αφετέρου, το αν ο εντολοδόχος παρέχει αποκλειστικές υπηρεσίες.

Συναφώς, όσον αφορά τον αποκλειστικό χαρακτήρα των παρεχομένων από τον εντολοδόχο υπηρεσιών, δεν συνηγορεί υπέρ της ιδέας της ενιαίας οικονομικής οντότητας το γεγονός ότι, παραλλήλως προς τις ασκούμενες για λογαριασμό του εντολέα δραστηριότητες, ο εντολοδόχος προβαίνει, ως ανεξάρτητος έμπορος, σε συναλλαγές σημαντικής εκτάσεως στην αγορά του οικείου προϊόντος ή της οικείας υπηρεσίας. Ωστόσο, όταν ο αντιπρόσωπος ενεργεί εξ ονόματος δύο μετεχόντων σε σύμπραξη, χωρίς να δραστηριοποιείται αυτοτελώς στην οικεία αγορά, για να διαπιστωθεί εάν υφίσταται ενιαία οικονομική οντότητα μεταξύ του αντιπροσώπου και ενός εκ των εντολέων του, πρέπει να εξεταστεί εάν ο αντιπρόσωπος αυτός έχει τη δυνατότητα, βάσει των δραστηριοτήτων που του έχουν ανατεθεί από τον αντιπροσωπευόμενο, να ενεργεί ως ανεξάρτητος έμπορος, ελεύθερος να καθορίζει τη δική του εμπορική στρατηγική. Εάν ο αντιπρόσωπος δεν έχει τη δυνατότητα να ενεργεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι δραστηριότητες που ασκεί για λογαριασμό του εν λόγω αντιπροσωπευόμενου αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των δραστηριοτήτων του δεύτερου.

Συγκεκριμένα, σε περίπτωση διπλής αντιπροσωπεύσεως, το καθοριστικό στοιχείο για να διαπιστωθεί η ύπαρξη ενιαίας οικονομικής οντότητας έγκειται στην εκτίμηση των οικονομικών κινδύνων που σχετίζονται με την πώληση ή την εκτέλεση συμβάσεων που συνήφθησαν με τρίτους. Εάν η σύμβαση που έχει συναφθεί με μια από τις αντιπροσωπευόμενες εταιρίες δεν παρέχει στον αντιπρόσωπο τη δυνατότητα να ενεργεί, κατά την έννοια του δικαίου του ανταγωνισμού, ως ανεξάρτητος έμπορος όσον αφορά τις δραστηριότητες για τις οποίες έχει οριστεί, η διπλή αντιπροσώπευση δεν αναιρεί τη διαπίστωση ότι ο αντιπρόσωπος ενεργεί de facto ως βοηθητικό όργανο και, ως εκ τούτου, συναποτελεί ενιαία οικονομική οντότητα με την εν λόγω επιχείρηση. Μπορεί, πράγματι, να γίνει δεκτό ότι ο αντιπρόσωπος σχηματίζει οικονομική ενότητα τόσο με τον ένα όσο και με τον έτερο μετέχοντα στη σύμπραξη. Εφόσον ο αντιπρόσωπος δύναται να έχει, στο πλαίσιο της διπλής αντιπροσωπεύσεως, πρόσβαση σε ευαίσθητες από εμπορικής απόψεως πληροφορίες προερχόμενες από δύο πηγές, η ιδιαιτερότητα αυτή συμβάλλει στη βελτίωση του συντονισμού στο πλαίσιο της συμπράξεως.

(βλ. σκέψεις 139, 141, 149, 151-153, 155, 158, 160, 161, 163)

7.      Στο δίκαιο του ανταγωνισμού, εφόσον ο αντιπρόσωπος ενεργεί εξ ονόματος και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου, χωρίς να αναλαμβάνει τον οικονομικό κίνδυνο των δραστηριοτήτων που του έχουν ανατεθεί, η αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορά του εν λόγω αντιπροσώπου στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων αυτών μπορεί να καταλογιστεί στον αντιπροσωπευόμενο, όπως και μπορεί να καταλογιστούν σε εργοδότη οι κολάσιμες πράξεις τις οποίες έχει διαπράξει κάποιος από τους εργαζομένους του, ακόμη και αν δεν αποδειχθεί ότι ο αντιπροσωπευόμενος γνώριζε για την αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορά του αντιπροσώπου. Συγκεκριμένα, βάσει της συμβάσεως αντιπροσωπείας και δεδομένης της παρουσίας θυγατρικής ανήκουσας εξ ολοκλήρου ή σχεδόν εξ ολοκλήρου στη μητρική, ή εργαζομένου που ενεργούσε για λογαριασμό του εργοδότη του, ο αντιπρόσωπος θεωρείται ότι ενεργεί για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου, συναποτελώντας με αυτόν ενιαία οικονομική οντότητα.

(βλ. σκέψεις 175, 394)

8.      Όπως προκύπτει από το άρθρο 49, παράγραφος 3, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αυστηρότητα της ποινής δεν πρέπει να είναι δυσανάλογη προς την παράβαση.

Συναφώς, κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου που επιβάλλεται για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλα τα στοιχεία που μπορούν να επηρεάσουν την εκτίμηση της σοβαρότητας των συμφωνιών και των πρακτικών που κηρύσσονται μη συμβατές με την εσωτερική αγορά κατά το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και το άρθρο 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΕΟΧ, όπως είναι, ιδίως, ο ρόλος που διαδραμάτισε καθένας από τους μετέχοντες στην παράβαση και ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν παραβάσεις της μορφής αυτής για τους στόχους της Ένωσης. Ομοίως, το γεγονός ότι μια επιχείρηση δεν μετέσχε σε όλα τα στοιχεία που συνθέτουν τη σύμπραξη, ή ότι διαδραμάτισε ήσσονα ρόλο σ’ εκείνες τις εκφάνσεις της συμπράξεως στις οποίες μετέσχε, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως και, ενδεχομένως, στο πλαίσιο της επιμετρήσεως του προστίμου. Όταν υφίσταται ενιαία, σύνθετη παράβαση, η οποία περιλαμβάνει σύνολο συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών σε χωριστές αγορές, στις οποίες δεν δραστηριοποιούνται όλοι οι μετέχοντες στην παράβαση ή δεν έχουν γνώση του συνολικού σχεδίου, οι κυρώσεις πρέπει να είναι εξατομικευμένες υπό την έννοια ότι πρέπει να αφορούν τις συμπεριφορές και τα χαρακτηριστικά εκάστης εμπλεκομένης επιχειρήσεως ατομικά. Στο πλαίσιο αυτό, η αρχή της αναλογικότητας επιτάσσει να καθορίζεται το πρόστιμο κατ’ αναλογίαν προς τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για την εκτίμηση της αντικειμενικής σοβαρότητα της παραβάσεως, αυτής καθαυτήν, για την εκτίμηση της σχετικής σοβαρότητας της συμμετοχής της επιχειρήσεως στην οποία επιβάλλονται οι κυρώσεις στην παράβαση. Επομένως, σε περίπτωση επιβολής κυρώσεων για παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού όσον αφορά τις συμπράξεις, η Επιτροπή οφείλει να μεριμνά για την εξατομίκευση των ποινών σε σχέση με την παράβαση, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαιτερότητας εκάστης επιχειρήσεως. Επομένως, παραβάτης στον οποίο δεν αποδίδονται ευθύνες για ορισμένα μέρη της συμπράξεως αυτής δεν μπορεί να είχε μετάσχει στην εφαρμογή των εν λόγω μερών της συμπράξεως. Λόγω του περιορισμένου εύρους της καταλογιζομένης παράνομης συμπεριφοράς, η παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού είναι κατά λογική αναγκαιότητα λιγότερο σοβαρή από αυτή που καταλογίζεται στους παραβάτες οι οποίοι μετείχαν σε όλες τις πτυχές της παραβάσεως.

Κατά συνέπεια, η αρχή της αναλογικότητας υποχρεώνει, μεταξύ άλλων, την Επιτροπή να λαμβάνει υπόψη της, κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, το γεγονός ότι η μια επιχείρηση έχει μετάσχει, διά του αντιπροσώπου της, σε μία μόνον πτυχή της ενιαίας παραβάσεως και ότι, όσον αφορά τη συγκεκριμένη πτυχή, δεν μπορεί να γίνει δεκτό, ελλείψει συμμετοχής στην πανευρωπαϊκή διάσταση της όλης συμπράξεως, ότι τόσο ο σκοπός όσο και οι συνέπειες της συμμετοχής αυτής δεν περιορίστηκαν στο έδαφος ενός μόνον κράτους μέλους. Εάν σε μια τέτοια επιχείρηση επιβληθεί πρόστιμο όμοιο με αυτό που θα της επιβαλλόταν εάν μετείχε σε όλες τις πτυχές της όλης συμπράξεως, η απόφαση της Επιτροπής πρέπει να ακυρωθεί, λόγω μη συνεκτιμήσεως της ιδιαιτερότητας της συγκεκριμένης επιχειρήσεως. Συναφώς, το γεγονός ότι η επιχείρηση αυτή γνώριζε για την πανευρωπαϊκή διάσταση της συμπράξεως δεν αρκεί από μόνο του για να διαπιστωθεί ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη, για τον καθορισμό του προστίμου, η αξία των πωλήσεών της σε αυτές τις αγορές, εφόσον δεν αποδειχθεί ότι στις αγορές αυτές η εν λόγω επιχείρηση ενεργούσε αντίθετα προς τους κανόνες του ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 408, 411-415, 437, 442-447)

9.      Σε περίπτωση επιβολής κυρώσεων για παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού όσον αφορά τις συμπράξεις, η Επιτροπή οφείλει να μεριμνά για την εξατομίκευση των ποινών σε σχέση με την παράβαση, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαιτερότητας εκάστης επιχειρήσεως. Στην πράξη, η εξατομίκευση της ποινής σε σχέση με την παράβαση πραγματοποιείται σε διάφορα στάδια του καθορισμού του προστίμου.

Πρώτον, η Επιτροπή μπορεί να αναγνωρίσει την ιδιαιτερότητα της συμμετοχής μιας επιχειρήσεως στην παράβαση κατά το στάδιο της εκτιμήσεως της αντικειμενικής σοβαρότητας της ενιαίας παραβάσεως, σύμφωνα με το σημείο 22 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1/2003.

Δεύτερον, η Επιτροπή μπορεί να αναγνωρίσει την ιδιαιτερότητα της συμμετοχής μιας επιχειρήσεως κατά το στάδιο της εκτιμήσεως των ελαφρυντικών περιστάσεων που παρατίθενται στο σημείο 29 των κατευθυντήριων γραμμών, στο πλαίσιο της συνολικής εκτιμήσεως των οικείων περιστάσεων (βλ. σημείο 27 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών).

Τρίτον, η Επιτροπή μπορεί να αναγνωρίσει την ιδιαιτερότητα της συμμετοχής μιας επιχειρήσεως στην παράβαση σε στάδιο μεταγενέστερο της εκτιμήσεως της αντικειμενικής σοβαρότητας της παραβάσεως ή των ελαφρυντικών περιστάσεων τις οποίες επικαλούνται οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα, στο σημείο 36 των κατευθυντήριων γραμμών αναφέρεται ότι η Επιτροπή δύναται, σε ορισμένες περιπτώσεις, να επιβάλλει συμβολικό πρόστιμο και, επίσης, δύναται, σύμφωνα με το σημείο 37 των κατευθυντήριων γραμμών, να αποκλίνει από την προβλεπόμενη από αυτές γενική μεθοδολογία για τον καθορισμό των προστίμων, λόγω των ιδιαιτεροτήτων ορισμένης υποθέσεως.

(βλ. σκέψεις 415-417, 420, 423)

10.    Στο δίκαιο του ανταγωνισμού, η πλήρης δικαιοδοσία που παρέχει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 229 ΕΚ, το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003 στον δικαστή της Ένωσης επιτρέπει σε αυτόν, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας της κυρώσεως, βάσει του οποίου μπορεί απλώς να απορριφθεί η προσφυγή ακυρώσεως ή να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη, να υποκαταστήσει την εκτίμησή του στην εκτίμηση της Επιτροπής και, κατά συνέπεια, να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη πράξη, έστω και χωρίς ακύρωση, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πραγματικά στοιχεία, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να τροποποιήσει το ποσό του επιβληθέντος προστίμου, όταν το ζήτημα του ποσού υποβληθεί στην κρίση του.

Συναφώς, εκ φύσεως, ο καθορισμός ενός προστίμου από τα δικαστήρια της Ένωσης δεν αποτελεί ακριβή μαθηματική άσκηση. Άλλωστε, ο δικαστής της Ένωσης δεν δεσμεύεται από τους υπολογισμούς της Επιτροπής ούτε από τις κατευθυντήριες γραμμές όταν αποφαίνεται στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας του, αλλά οφείλει να προβεί σε δική του εκτίμηση, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της υποθέσεως.

Στο πλαίσιο αυτό, τα δικαστήρια της Ένωσης λαμβάνουν υπόψη, μεταξύ άλλων, τη φύση των επίδικων περιορισμών του ανταγωνισμού, με δεδομένο ότι η κατανομή ποσοστώσεων και ο καθορισμός τιμών συγκαταλέγονται στις πλέον σοβαρές παραβάσεις. Εξάλλου, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τυχόν ιδιαιτερότητας, όπως το γεγονός ότι η οικεία επιχείρηση έχει μετάσχει σε μια περιορισμένη πτυχή, στο έδαφος ενός μόνον κράτους μέλους, μιας ενιαίας παραβάσεως που διαπράχθηκε σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς και το γεγονός ότι η εν λόγω επιχείρηση μετέσχε κυρίως διά αντιπροσώπου, χωρίς να έχει αποδειχθεί ότι γνώριζε τη συμπεριφορά του.

(βλ. σκέψεις 450-453, 462-465)