Language of document : ECLI:EU:T:2023:606

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο τμήμα)

της 4ης Οκτωβρίου 2023 (*)

«Μέτρα διασφάλισης – Αγορά προϊόντων σιδήρου και χάλυβα – Εισαγωγή ορισμένων προϊόντων χάλυβα – Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2021/1029 – Προσφυγή ακυρώσεως – Έννομο συμφέρον – Ενεργητική νομιμοποίηση – Παραδεκτό – Παράταση της ισχύος μέτρου διασφάλισης – Αναγκαιότητα – Κίνδυνος πρόκλησης σοβαρής ζημίας – Μέτρα προσαρμογής – Συμφέρον της Ένωσης – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως»

Στην υπόθεση T‑598/21,

European Association of Non-Integrated Metal Importers & distributors (Euranimi), με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τους M. Campa, D. Rovetta, P. Gjørtler και V. Villante, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον G. Luengo και την P. Němečková,

καθής,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),

συγκείμενο από τους O. Porchia, πρόεδρο, M. Jaeger (εισηγητή) και P. Nihoul, δικαστές,

γραμματέας: M. Zwozdziak-Carbonne, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία, και ιδίως την απόφαση της 3ης Νοεμβρίου 2021 με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της προσφεύγουσας για την εκδίκαση της υπόθεσης με την ταχεία διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 7ης Μαρτίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή που άσκησε βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα, European Association of Non-Integrated Metal Importers & distributors (Euranimi), ζητεί την ακύρωση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2021/1029 της Επιτροπής, της 24ης Ιουνίου 2021, για την τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2019/159 της Επιτροπής για την παράταση του μέτρου διασφάλισης όσον αφορά τις εισαγωγές ορισμένων προϊόντων χάλυβα (ΕΕ 2021, L 225 I, σ. 1, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός).

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Η προσφεύγουσα είναι ένωση επιχειρήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκπροσωπούσα τα συμφέροντα εισαγωγέων, διανομέων, εμπόρων και μεταποιητών στον τομέα του μη ενσωματωμένου χάλυβα, του ανοξείδωτου χάλυβα και των προϊόντων μετάλλου.

3        Στις 23 Μαρτίου 2018 οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής επέβαλαν εισαγωγικούς δασμούς βάσει του άρθρου 232 του Trade Expansion Act (νόμου για την ανάπτυξη του εμπορίου).

4        Βάσει των στατιστικών στοιχείων που συνελέγησαν κατόπιν της εφαρμογής μέτρων επιτήρησης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κίνησε έρευνα διασφάλισης προκειμένου να εξετάσει την κατάσταση διαφόρων κατηγοριών προϊόντων σιδήρου και χάλυβα.

5        Αφού συνήγαγε, από την ανάλυση των υφιστάμενων στοιχείων, το προσωρινό συμπέρασμα ότι υπήρχε κίνδυνος πρόκλησης σοβαρής ζημίας στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής σιδήρου και χάλυβα όσον αφορά 23 από τις 28 κατηγορίες προϊόντων που αποτελούσαν το αντικείμενο της έρευνας διασφάλισης, η Επιτροπή εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2018/1013, της 17ης Ιουλίου 2018, για την επιβολή προσωρινών μέτρων διασφάλισης όσον αφορά τις εισαγωγές ορισμένων προϊόντων σιδήρου και χάλυβα (ΕΕ 2018, L 181, σ. 39).

6        Εκτιμώντας εν συνεχεία ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής σιδήρου και χάλυβα απειλούνταν με σοβαρή ζημία όσον αφορά 26 κατηγορίες προϊόντων σιδήρου και χάλυβα, η Επιτροπή εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2019/159, της 31ης Ιανουαρίου 2019, για την επιβολή οριστικών μέτρων διασφάλισης όσον αφορά τις εισαγωγές ορισμένων προϊόντων σιδήρου και χάλυβα (ΕΕ 2019, L 31, σ. 27). Ο εν λόγω εκτελεστικός κανονισμός θέσπισε ένα οριστικό μέτρο διασφάλισης για περίοδο τριών ετών, με δυνατότητα παράτασης έως οκτώ έτη, το οποίο είχε τη μορφή ειδικών ανά κατηγορία δασμολογικών ποσοστώσεων, με ανώτατο ποσοτικό όριο τον μέσο όρο των εισαγωγών από τις οικείες χώρες κατά την περίοδο 2015-2017, προσαυξημένο κατά 5 % προκειμένου να εξασφαλιστεί η διατήρηση των παραδοσιακών εμπορικών ροών και η επαρκής στήριξη των υφιστάμενων χρηστών και του εισαγωγικού κλάδου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο δασμολογικός συντελεστής εκτός ποσόστωσης, ο οποίος είχε οριστεί σε 25 % στο στάδιο του προσωρινού μέτρου, επιβεβαιώθηκε κατά τη θέσπιση του οριστικού μέτρου.

7        Αντιθέτως προς την κατάσταση που επικρατούσε κατά τη διάρκεια του προσωρινού μέτρου διασφάλισης, ο εκτελεστικός κανονισμός 2019/159 καθόρισε ειδικές ανά χώρα δασμολογικές ποσοστώσεις για τις χώρες με σημαντικό προμηθευτικό ενδιαφέρον (δηλαδή τις χώρες με ποσοστό εισαγωγών άνω του 5 % για την υπό εξέταση κατηγορία προϊόντων). Θεσπίστηκε επίσης «εναπομένουσα» ή «συνολική» δασμολογική ποσόστωση για τις άλλες χώρες που εξήγαν προϊόντα στην Ένωση. Η Επιτροπή έκρινε επίσης ότι, όταν μια προμηθεύτρια χώρα έχει εξαντλήσει την ειδική δασμολογική ποσόστωσή της, πρέπει να της επιτρέπεται να έχει πρόσβαση στην εναπομένουσα δασμολογική ποσόστωση, για να εξασφαλιστεί η διατήρηση των παραδοσιακών εμπορικών ροών, αλλά και για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να παραμείνουν αχρησιμοποίητα ορισμένα μέρη της εναπομένουσας δασμολογικής ποσόστωσης.

8        Από τις 2 Φεβρουαρίου 2019, ημερομηνία έναρξης ισχύος του εκτελεστικού κανονισμού 2019/159, έως τις 30 Ιουνίου 2021, γινόταν τακτική επανεξέταση και προοδευτική άρση του μέτρου διασφάλισης, σε τακτά χρονικά διαστήματα, με σκοπό τη σταδιακή αύξηση των ποσοτικών ορίων ούτως ώστε να παρασχεθεί στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής η δυνατότητα προσαρμογής.

9        Κατά τις επανεξετάσεις που διενεργήθηκαν από τον Σεπτέμβριο του 2019 έως τον Ιούνιο του 2020, η Επιτροπή επέφερε αλλαγές στη διαχείριση του συστήματος των δασμολογικών ποσοστώσεων προκειμένου, μεταξύ άλλων, να λάβει υπόψη τα πλέον πρόσφατα εμπορικά στοιχεία.

10      Στις 15 Ιανουαρίου 2021 η Επιτροπή έλαβε αιτιολογημένο αίτημα από δώδεκα κράτη μέλη της Ένωσης, τα οποία την καλούσαν να εξετάσει, σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/478 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2015, περί κοινού καθεστώτος εισαγωγών (ΕΕ 2015, L 83, σ. 16, στο εξής: βασικός κανονισμός για τα μέτρα διασφάλισης), αν έπρεπε να παραταθεί το ισχύον μέτρο διασφάλισης.

11      Στις 26 Φεβρουαρίου 2021 η Επιτροπή δημοσίευσε ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την οποία καλούσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να συμμετάσχουν σε έρευνα σχετική με την ενδεχόμενη παράταση της ισχύος του μέτρου διασφάλισης, υποβάλλοντας τις παρατηρήσεις τους και τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία.

12      Στις 24 Ιουνίου 2021 η Επιτροπή, εκτιμώντας, αφενός, ότι, στο πλαίσιο της πανδημίας COVID-19, η τυχόν κατάργηση του μέτρου διασφάλισης θα μπορούσε να προκαλέσει ένα αιφνίδιο κύμα εισαγωγών το οποίο θα επιδείνωνε σοβαρά την οικονομική κατάσταση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής σιδήρου και χάλυβα που εξακολουθούσε να είναι ευάλωτος και, αφετέρου, ότι οι χρήστες είχαν, όσον αφορά όλες τις κατηγορίες προϊόντων, τη δυνατότητα να προμηθεύονται αδασμολόγητο χάλυβα από πολλαπλές πηγές, δεδομένου ότι παρέμεναν αχρησιμοποίητοι περίπου 11 εκατομμύρια τόνοι δασμολογικών ποσοστώσεων που απαλλάσσονταν από δασμούς, ήτοι το 36 % του συνόλου των διαθέσιμων δασμολογικών ποσοστώσεων, εξέδωσε τον προσβαλλόμενο κανονισμό περί παράτασης της ισχύος του μέτρου διασφάλισης για περίοδο τριών ετών έως τις 30 Ιουνίου 2024.

 Αιτήματα των διαδίκων

13      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

14      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού

15      Χωρίς να προβάλει τυπικώς ένσταση απαραδέκτου, η Επιτροπή αμφισβητεί το παραδεκτό της υπό κρίση προσφυγής, εκτιμώντας ότι η προσφεύγουσα δεν έχει ούτε έννομο συμφέρον ούτε ενεργητική νομιμοποίηση. Η δε προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι έχει έννομο συμφέρον και ότι νομιμοποιείται ενεργητικά να ασκήσει προσφυγή κατά του προσβαλλόμενου κανονισμού.

 Επί του εννόμου συμφέροντος

16      Πρώτον, η Επιτροπή εκτιμά ότι, κατά το στάδιο της ασκήσεως της υπό κρίση προσφυγής, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι πληρούσε τις προϋποθέσεις που αφορούν την απόδειξη εννόμου συμφέροντος.

17      Καταρχάς, ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν εμποδίζει, κατά την άποψή της, τις εισαγωγές των επίμαχων κατηγοριών προϊόντων σιδήρου και χάλυβα στην Ένωση, δεδομένου ότι ο δασμός διασφάλισης επιβάλλεται μόνο σε περίπτωση σοβαρής ζημίας οφειλόμενης στην αύξηση των εισαγωγών πέραν των παραδοσιακών εμπορικών ροών. Επομένως, όσον αφορά την υποχρέωση καταβολής του δασμού εκτός ποσόστωσης με συντελεστή 25 %, το έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας είναι υποθετικό.

18      Περαιτέρω, κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής, δεν είχε εξαντληθεί η δασμολογική ποσόστωση για τις κατηγορίες προϊόντων που εισήγαν οι εκπροσωπούμενες από την προσφεύγουσα εταιρίες. Ως εκ τούτου, κατά την Επιτροπή, η ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού δεν θα μπορούσε να ωφελήσει την προσφεύγουσα, δεδομένου ότι ο κανονισμός αυτός δεν έχει ακόμη επαγάγει έννομα αποτελέσματα έναντι της προσφεύγουσας ή έναντι των μελών της. Επομένως, κατά την Επιτροπή, το έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας δεν είναι ούτε γεγενημένο ούτε ενεστώς.

19      Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή θεωρεί ότι το γεγονός ότι τα μέλη της προσφεύγουσας λαμβάνουν υπόψη την ύπαρξη δασμολογικών ποσοστώσεων κατά τον εμπορικό σχεδιασμό τους δεν σημαίνει ότι μεταβλήθηκε η νομική τους κατάσταση με τον προσβαλλόμενο κανονισμό. Εξάλλου, η υποθετική παραδοχή ότι οι δασμολογικές ποσοστώσεις παράγουν αποτελέσματα απορρίφθηκε από το Γενικό Δικαστήριο με την απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2021, Novolipetsk Steel κατά Επιτροπής (T-790/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:706). Επιπλέον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι οι εισαγωγές παραμένουν σταθερές, ενώ αυξάνεται το επίπεδο των αχρησιμοποίητων δασμολογικών ποσοστώσεων, καταδεικνύει ότι το μέτρο διασφάλισης δεν έχει τις προβαλλόμενες από την προσφεύγουσα αρνητικές συνέπειες στις εμπορικές ροές που.

20      Τέλος, το γεγονός ότι οι εισαγωγές υπόκεινται σε δασμολογικές ποσοστώσεις δεν επιβάλλει συγκεκριμένο βάρος στους εισαγωγείς. Επομένως, η προσφεύγουσα δεν θα αντλούσε συναφώς κανένα όφελος από την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού.

21      Δεύτερον, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, στο μέτρο που διενεργεί περιοδικές επανεξετάσεις κατά τη διάρκεια ισχύος του μέτρου διασφάλισης, είναι αβέβαιο αν ο προσβαλλόμενος κανονισμός παρήγαγε, σε δεδομένη χρονική στιγμή, έννομα αποτελέσματα για τα προϊόντα που εισάγουν τα μέλη της προσφεύγουσας.

22      Τρίτον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το γεγονός ότι η προσφεύγουσα και τα μέλη της θα έχουν έννομο συμφέρον να ασκήσουν προσφυγή εάν και όταν εφαρμοστεί ο δασμός εκτός ποσόστωσης με συντελεστή 25 % δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα. Συγκεκριμένα, κατά την Επιτροπή, στην περίπτωση αυτή, τους παρέχεται η δυνατότητα να ασκήσουν προσφυγή κατά της επιβολής του εν λόγω δασμού από τις εθνικές τελωνειακές αρχές ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, τα οποία θα έχουν ακολούθως τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικά με το κύρος του προσβαλλόμενου κανονισμού, σύμφωνα με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ.

23      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί τα επιχειρήματα της Επιτροπής.

24      Κατά πάγια νομολογία, το έννομο συμφέρον συνιστά την πρώτη και βασική προϋπόθεση της προσφυγής στη δικαιοσύνη. Επομένως, προσφυγή ακυρώσεως ασκηθείσα από φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι παραδεκτή μόνον κατά το μέτρο που ο προσφεύγων έχει συμφέρον να επιτύχει την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως. Το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος προϋποθέτει ότι η ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως είναι, αυτή καθεαυτήν, ικανή να επάγεται έννομες συνέπειες και, συνεπώς, ότι η προσφυγή μπορεί, με το αποτέλεσμά της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε και ότι ο διάδικος αυτός δικαιολογεί γεγενημένο και ενεστώς έννομο συμφέρον για την ακύρωση της εν λόγω πράξεως (βλ. απόφαση της 18ης Μαΐου 2022, Uzina Metalurgica Moldoveneasca κατά Επιτροπής, T-245/19, EU:T:2022:295, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

25      Εν προκειμένω, από τον μηχανισμό που θέσπισε ο προσβαλλόμενος κανονισμός προκύπτει ότι το νομικό καθεστώς που εφαρμόζεται επί των εισαγωγών των επίμαχων προϊόντων στην Ένωση είναι λιγότερο ευνοϊκό από εκείνο που ίσχυε ελλείψει των μέτρων διασφάλισης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 18ης Μαΐου 2022, Uzina Metalurgica Moldoveneasca κατά Επιτροπής, T-245/19, EU:T:2022:295, σκέψη 33).

26      Επομένως, η ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού με απόφαση ευνοϊκή για την προσφεύγουσα είναι, αφ’ εαυτής, ικανή να επιφέρει έννομες συνέπειες και μπορεί, με το αποτέλεσμά της, να ωφελήσει την προσφεύγουσα η οποία, ως εκ τούτου, έχει έννομο συμφέρον (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 18ης Μαΐου 2022, Uzina Metalurgica Moldoveneasca κατά Επιτροπής, T-245/19, EU:T:2022:295, σκέψη 34).

27      Συναφώς, οι αιτιολογικές σκέψεις 85 και 86 του προσβαλλόμενου κανονισμού προβλέπουν διαδικασία επανεξέτασης και άρσης του μέτρου διασφάλισης (βλ., στο πλαίσιο αυτό, σκέψη 8 ανωτέρω). Η διαδικασία αυτή αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, να καταστήσει δυνατή τη θέσπιση ενός πιο ανοικτού καθεστώτος εισαγωγών, προς όφελος των εισαγωγέων. Η σταδιακή άρση των δασμολογικών ποσοστώσεων μεταβάλλει τη νομική κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι εισαγωγείς. Η ακύρωση του προσβαλλομένου κανονισμού θα μπορούσε, στην περίπτωση αυτή, να συγκριθεί με πλήρη άρση των δασμολογικών ποσοστώσεων. Είναι συνεπώς αναμφισβήτητο ότι η προσφεύγουσα έχει έννομο συμφέρον να επιτύχει την ακύρωση του εν λόγω κανονισμού, προκειμένου να ασκήσει τη δραστηριότητά της στο πλαίσιο ενός νομικού καθεστώτος χωρίς περιορισμούς που συνδέονται με ποσοτικά όρια.

28      Επιπλέον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή (βλ. σκέψη 18 ανωτέρω), το συμφέρον αυτό ήταν γεγενημένο και ενεστώς κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής. Πράγματι, από την αιτιολογική σκέψη 1 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι ο θεσπισθείς μηχανισμός διασφάλισης περιλαμβάνει δύο στάδια, εκ των οποίων το πρώτο συνίσταται στην επιβολή δασμολογικών ποσοστώσεων και το δεύτερο συνίσταται στην επιβολή πρόσθετου δασμού επί των εισαγωγών σε περίπτωση υπέρβασης των καθορισμένων ποσοτικών ορίων των δασμολογικών ποσοστώσεων. Το δεύτερο στάδιο είναι μεν, εξ ορισμού, μεταγενέστερο του πρώτου, πλην όμως το πρώτο στάδιο υφίσταται ήδη κατά την ημερομηνία έναρξης της εφαρμογής του κανονισμού που το προβλέπει, η οποία είναι, εν προκειμένω, η 1η Ιουλίου 2021. Η προσφεύγουσα άσκησε την προσφυγή της στις 20 Σεπτεμβρίου 2021.

29      Ομοίως, σύμφωνα με πάγια νομολογία κατά την οποία το έννομο συμφέρον δεν μπορεί να αφορά μελλοντική και υποθετική κατάσταση και δεν μπορεί να απορρέει από απλές υποθέσεις (βλ. διάταξη της 28ης Σεπτεμβρίου 2021, Airoldi Metalli κατά Επιτροπής, T-611/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:641, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), το έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας εν προκειμένω είναι βέβαιο, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή (βλ. σκέψεις 17 και 21 ανωτέρω), στο μέτρο που, δυνάμει του άρθρου 2 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το σύστημα ποσοστώσεων αρχίζει να ισχύει από την ημερομηνία έναρξης της εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού. Συναφώς, επισημαίνεται ότι είναι αλυσιτελές το επιχείρημα της Επιτροπής που στηρίζεται στην ύπαρξη περιοδικών επανεξετάσεων (βλ. σκέψη 21 ανωτέρω), καθόσον, στο διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ επανεξετάσεων, δεν υφίσταται καμία αβεβαιότητα ως προς την επιβολή ποσοστώσεως και, κατά συνέπεια, ως προς τα έννομα αποτελέσματα που συνδέονται με το σύστημα ποσοστώσεων.

30      Η άποψη της Επιτροπής ότι το έννομο συμφέρον μπορεί να υφίσταται μόνον κατά την ημερομηνία της ενδεχόμενης επιβολής πρόσθετου δασμού λόγω υπερβάσεως των ορίων φαίνεται να οφείλεται σε σύγχυση μεταξύ των δύο σταδίων για τα οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 28 ανωτέρω. Το έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας δεν περιορίζεται στην προσβολή της επιβολής πρόσθετου δασμού, αλλά εκτείνεται και στην προσβολή του καθεστώτος ποσοστώσεων το οποίο, ακριβώς λόγω της ύπαρξής του, μεταβάλλει τη νομική κατάσταση των μελών της. Η ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού θα είχε, επομένως, ως αποτέλεσμα την ανατροπή της μεταβολής αυτής, στο μέτρο που θα αποκαθιστούσε την προηγούμενη νομική κατάσταση των μελών της προσφεύγουσας, η οποία ήταν ευνοϊκότερη από την υπαγωγή τους σε σύστημα ποσοστώσεων, και συνεπώς θα τους παρείχε όφελος, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή (βλ. σκέψη 20 ανωτέρω).

31      Συναφώς, είναι αλυσιτελές το επιχείρημα που προβάλλει η Επιτροπή (βλ. σκέψη 19 ανωτέρω) ότι, αφενός, οι δασμολογικές ποσοστώσεις διατηρούν κατʹ αυτήν τα ιστορικά επίπεδα εισαγωγών και ότι, αφετέρου, ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν εμποδίζει τις εισαγωγές, κατά μείζονα λόγο δεδομένου ότι δεν έχουν εξαντληθεί οι δασμολογικές ποσοστώσεις. Χωρίς να εξεταστούν οι δυσχέρειες τις οποίες προέβαλε η προσφεύγουσα, με τα δικόγραφά της και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, για να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους δεν εξαντλήθηκαν οι δασμολογικές ποσοστώσεις, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, εν πάση περιπτώσει, οι εκτιμήσεις αυτές δεν αφορούν νομικές αλλά πραγματικές συνέπειες, οι οποίες ενδέχεται να επέλθουν αργότερα.

32      Εξάλλου, εάν το έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας να προσβάλει το καθεστώς ποσοστώσεων τελούσε υπό την προϋπόθεση επιβολής πρόσθετου δασμού, τούτο θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια να υποχρεωθεί η προσφεύγουσα να εισάγει ποσότητες υπερβαίνουσες τα ποσοτικά όρια, προκειμένου να είναι σε θέση να προσβάλει το εν λόγω καθεστώς, και να αγνοήσει τη δυσμενή κατάσταση την οποία αντιπροσωπεύει για έναν εισαγωγέα αυτή καθεαυτήν η εφαρμογή του εν λόγω καθεστώτος.

33      Τέλος, επισημαίνεται ότι είναι αλυσιτελής η επιχειρηματολογία της Επιτροπής, η οποία υπομνήσθηκε στη σκέψη 19 ανωτέρω και αναπτύχθηκε εκ νέου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι το Γενικό Δικαστήριο, με την απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2021, Novolipetsk Steel κατά Επιτροπής (T-790/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:706), απέρριψε την υποθετική παραδοχή ότι οι δασμολογικές ποσοστώσεις παράγουν αποτελέσματα.

34      Πρώτον, με την απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2021, Novolipetsk Steel κατά Επιτροπής (T-790/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:706), το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί του παραδεκτού της προσφυγής της οποίας είχε επιληφθεί. Επομένως, οι εκτιμήσεις στις οποίες στηρίζεται η Επιτροπή δεν ασκούν επιρροή κατά την εξέταση του εννόμου συμφέροντος της προσφεύγουσας στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής.

35      Δεύτερον, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2021, Novolipetsk Steel κατά Επιτροπής (T-790/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:706), το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε αποδείξει επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη αποτελεσμάτων πριν από την επιβολή του δασμού εκτός ποσόστωσης. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει όμως από την εξέταση των αποτελεσμάτων των δασμολογικών ποσοστώσεων, με σκοπό να διαπιστωθεί αν υπήρξε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την ανάλυση της Επιτροπής. Στο πλαίσιο αυτό, ο βαθμός ελέγχου εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου αποτελεί ουσιώδες στοιχείο το οποίο, αντιθέτως, δεν έχει σχέση με την εξέταση στην οποία οφείλει να προβεί το Γενικό Δικαστήριο προκειμένου να εξακριβώσει αν ο προσφεύγων έχει έννομο συμφέρον.

36      Τρίτον, στο πλαίσιο της εξέτασης του εννόμου συμφέροντος, τα επίμαχα αποτελέσματα πρέπει να είναι νομικής φύσεως, όπως υπογραμμίζεται από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 24 ανωτέρω. Η εξέταση όμως στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο με την απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2021, Novolipetsk Steel κατά Επιτροπής (T-790/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:706), αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίσθηκαν για να αποδειχθεί η ύπαρξη αποτελεσμάτων τα οποία πληρούσαν τον απαιτούμενο βαθμό έντασης πριν από την εξάντληση των δασμολογικών ποσοστώσεων. Συγκεκριμένα, η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου στηρίζεται σε στατιστικά στοιχεία σχετικά με τις ροές και στη δήλωση ενός εισαγωγέα προς απόδειξη της ύπαρξης εμπορικών συνεπειών επαρκούς έντασης, όπως απαιτούσε η επίμαχη στην υπόθεση εκείνη νομοθεσία.

37      Επομένως, η ένσταση απαραδέκτου που στηρίζεται στην έλλειψη εννόμου συμφέροντος της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της ενεργητικής νομιμοποίησης

38      Κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προβλέπει δύο περιπτώσεις στις οποίες ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο νομιμοποιείται ενεργητικώς να ασκήσει προσφυγή κατά πράξεως της οποίας δεν είναι αποδέκτης. Αφενός, τέτοια προσφυγή μπορεί να ασκηθεί υπό την προϋπόθεση ότι η πράξη αφορά το εν λόγω πρόσωπο άμεσα και ατομικά. Αφετέρου, το πρόσωπο αυτό μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά κανονιστικής πράξεως για την εφαρμογή της οποίας δεν απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα εάν η πράξη αυτή το αφορά άμεσα (βλ. αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2019, Pebagua κατά Επιτροπής, C-204/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:425, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 18ης Μαΐου 2022, Uzina Metalurgica Moldoveneasca κατά Επιτροπής, T‑245/19, EU:T:2022:295, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

39      Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων της δικογραφίας, πρέπει να εξεταστεί πρώτα η δεύτερη περίπτωση.

40      Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, η προσφεύγουσα, ως ένωση εκπροσωπούσα τα συμφέροντα εισαγωγέων, διανομέων, εμπόρων και μεταποιητών στον τομέα του μη ενσωματωμένου χάλυβα, του ανοξείδωτου χάλυβα και των προϊόντων μετάλλου, δύναται να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή ακυρώσεως μόνον εφόσον μπορεί να προβάλει ίδιο συμφέρον ή, σε αντίθετη περίπτωση, αν οι επιχειρήσεις τις οποίες εκπροσωπεί ή ορισμένες εξ αυτών νομιμοποιούνται να ασκήσουν ατομικώς προσφυγή (απόφαση της 13ης Μαρτίου 2018, European Union Copper Task Force κατά Επιτροπής, C-384/16 P, EU:C:2018:176, σκέψη 87).

41      Εν προκειμένω, σύμφωνα με το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, τελευταία ημιπερίοδος, ΣΛΕΕ, η ενεργητική νομιμοποίηση των μελών της προσφεύγουσας θα αποδειχθεί αν, αφενός, η προσβαλλόμενη πράξη είναι κανονιστική πράξη που αφορά άμεσα τα μέλη της προσφεύγουσας και αν, αφετέρου, για την εφαρμογή της πράξης αυτής δεν απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα.

42      Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή εκτιμά ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να ασκήσει προσφυγή με αίτημα την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού βάσει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, στο μέτρο που, αφενός, δεν απέδειξε ότι ο εν λόγω κανονισμός αφορά άμεσα τα μέλη της και, αφετέρου, δεν απέδειξε την απουσία εκτελεστικών μέτρων έναντι των μελών της.

–       Επί της κανονιστικής φύσεως της προσβαλλομένης πράξεως

43      Κατά πάγια νομολογία, η έννοια της κανονιστικής πράξεως, κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, τελευταία ημιπερίοδος, ΣΛΕΕ, αφορά, κατ’ αρχήν, όλες τις πράξεις γενικής ισχύος εξαιρουμένων των νομοθετικών πράξεων (πρβλ. απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Scuola Elementare Maria Montessori κατά Επιτροπής, Επιτροπή κατά Scuola Elementare Maria Montessori και Επιτροπή κατά Ferracci (C-622/16 P έως C-624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψεις 23 και 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Η διάκριση μεταξύ νομοθετικής και μη νομοθετικής πράξεως στηρίζεται, κατά τη Συνθήκη ΛΕΕ, στο κριτήριο αν η διαδικασία που κατέληξε στην έκδοσή της είναι νομοθετική ή μη (πρβλ. απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, Σλοβακία και Ουγγαρία κατά Συμβουλίου, C-643/15 και C‑647/15, EU:C:2017:631, σκέψη 58, και διάταξη της 6ης Σεπτεμβρίου 2011, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, T-18/10, EU:T:2011:419, σκέψη 65).

44      Εν προκειμένω, αφενός, ο προσβαλλόμενος κανονισμός έχει γενική ισχύ, καθόσον παρατείνει την ισχύ ενός μέτρου διασφάλισης έναντι των εισαγωγών ορισμένων προϊόντων σιδήρου και χάλυβα. Αφετέρου, ο κανονισμός αυτός δεν αποτελεί νομοθετική πράξη, δεδομένου ότι δεν εκδόθηκε με συνήθη ή ειδική νομοθετική διαδικασία.

45      Επομένως, ο προσβαλλόμενος κανονισμός αποτελεί κανονιστική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, τελευταία ημιπερίοδος, ΣΛΕΕ.

–       Επί του άμεσου επηρεασμού

46      Η προϋπόθεση κατά την οποία το προσβαλλόμενο με την προσφυγή μέτρο πρέπει να αφορά άμεσα ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο απαιτεί να πληρούνται σωρευτικώς δύο κριτήρια, δηλαδή το προσβαλλόμενο μέτρο πρέπει, αφενός, να παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής κατάστασης του προσφεύγοντος και, αφετέρου, να μην καταλείπει καμία εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες του που είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του, η οποία έχει αμιγώς αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από τη ρύθμιση της Ένωσης, χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλόμενων κανόνων (βλ. απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2020, Changmao Biochemical Engineering κατά Distillerie Bonollo κ.λπ., C‑461/18 P, EU:C:2020:979, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

47      Εν προκειμένω, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι στην περίπτωση της προσφεύγουσας δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις περί άμεσου επηρεασμού. Συγκεκριμένα, θεωρεί ότι τα έννομα αποτελέσματα του προσβαλλόμενου κανονισμού δεν μπορούν να επέλθουν αυτοδικαίως από τον εν λόγω κανονισμό και μόνοn, στο μέτρο που, κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής, τα μέλη της προσφεύγουσας μπορούσαν να συνεχίσουν να ασκούν τις δραστηριότητές τους κατά τον ίδιο τρόπο όπως και πριν από την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού.

48      Συναφώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οιοσδήποτε εισαγωγέας της Ένωσης θα επηρεαζόταν μόνον άπαξ και οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών ελάμβαναν θέση επί του ποσού του δασμού διασφαλίσεως, εφαρμόζοντας τον προσβαλλόμενο κανονισμό υπό τη μορφή γνωστοποιήσεως της τελωνειακής οφειλής ή παρόμοιας δήλωσης.

49      Όσον αφορά την πλήρωση του πρώτου κριτηρίου που υπομνήσθηκε στη σκέψη 46 ανωτέρω, επισημαίνεται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός καθορίζει το νομικό πλαίσιο και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα μέλη της προσφεύγουσας μπορούν να εισάγουν προϊόντα στην Ένωση, από απόψεως όγκου και τιμών, δεδομένου ότι τα προϊόντα τους υπόκεινται σε σύστημα ποσοστώσεων και δεν τίθενται πλέον σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Ένωσης, η οποία δεν απαιτεί ούτε καθορισμό ποσοτήτων ούτε έγκριση εκ μέρους της Επιτροπής. Στο πλαίσιο ενός τέτοιου συστήματος ποσοστώσεων, η δυνατότητα των μελών της προσφεύγουσας να κάνουν χρήση της ποσόστωσης με μηδενικό δασμό εξαρτάται από τον εκ μέρους της Επιτροπής καθορισμό τέτοιας ποσόστωσης όσον αφορά τα προϊόντα τους (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 18ης Μαΐου 2022, Uzina Metalurgica Moldoveneasca κατά Επιτροπής, T-245/19, EU:T:2022:295, σκέψη 44). Επομένως, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής κατάστασης των μελών της προσφεύγουσας.

50      Στο πλαίσιο αυτό, υπογραμμίζεται ότι, αν γινόταν δεκτή η άποψη της Επιτροπής, θα υπονομευόταν η σπουδαιότητα του διαχωρισμού των δύο σταδίων του μηχανισμού διασφάλισης (βλ. σκέψη 28 ανωτέρω), καθώς και της ουσιαστικής διαφοράς μεταξύ των εννόμων αποτελεσμάτων και των αποτελεσμάτων εμπορικής φύσεως (βλ. σκέψη 31 ανωτέρω).

51      Όσον αφορά το ζήτημα κατά πόσον πληρούται το δεύτερο κριτήριο που υπομνήσθηκε στη σκέψη 46 ανωτέρω, είναι κρίσιμο να εξακριβωθεί ότι δεν καταλείπεται καμία εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες της επίμαχης πράξεως που είναι επιφορτισμένοι με την εκτέλεσή της (πρβλ. διάταξη της 14ης Ιανουαρίου 2015, SolarWorld κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-507/13, EU:T:2015:23, σκέψη 40).

52      Εν προκειμένω ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν καταλείπει καμία εξουσία εκτιμήσεως στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο πλαίσιο της εφαρμογής των μέτρων διασφάλισης [βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 3ης Δεκεμβρίου 2020, Changmao Biochemical Engineering κατά Distillerie Bonollo κ.λπ., C‑461/18 P, EU:C:2020:979, σκέψη 59, και της 12ης Δεκεμβρίου 2014, Crown Equipment (Suzhou) και Crown Gabelstapler κατά Συμβουλίου, T-643/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:1076, σκέψη 28], και δη τόσο στο πλαίσιο του πρώτου σταδίου του μηχανισμού διασφάλισης, δεδομένου ότι το σύστημα ποσοστώσεων αρχίζει να ισχύει κατά την ημερομηνία έναρξης της εφαρμογής του προσβαλλόμενου κανονισμού (βλ. σκέψη 28 ανωτέρω), όσο και στο πλαίσιο του δεύτερου σταδίου του μηχανισμού αυτού, δεδομένου ότι οι αρμόδιες αρχές υποχρεούνται να επιβάλλουν δασμό εκτός ποσόστωσης με συντελεστή 25 % μετά την εξάντληση των δασμολογικών ποσοστώσεων (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 18ης Μαΐου 2022, Uzina Metalurgica Moldoveneasca κατά Επιτροπής, T‑245/19, EU:T:2022:295, σκέψη 46).

53      Κατά συνέπεια, ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορά άμεσα τα μέλη της προσφεύγουσας, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 46 ανωτέρω.

–       Επί της απουσίας εκτελεστικών μέτρων

54      Κατά την Επιτροπή, τα αποτελέσματα της κοινής εμπορικής πολιτικής επέρχονται μέσω εκτελεστικών μέτρων τα οποία εφαρμόζουν τα κράτη μέλη στην ατομική κατάσταση του εισαγωγέα. Συγκεκριμένα, στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής, τα αποτελέσματα ενός κανονισμού επέρχονται, κατ’ αυτήν, μόνο μέσω εκτελεστικών μέτρων.

55      Ως εκ τούτου, ο εν λόγω εισαγωγέας μπορεί, κατά την άποψη της Επιτροπής, να προσβάλει τα εκτελεστικά αυτά μέτρα ενώπιον των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων, τα οποία έχουν, εν συνεχεία, τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, προδικαστικό ερώτημα για την εξέταση του κύρους του κανονισμού στον οποίο στηρίζονται τα εν λόγω μέτρα.

56      Συναφώς, η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι περιορισμοί κατά των οποίων βάλλει η προσφεύγουσα και οι οποίοι οφείλονται στη συμπληρωματικότητα των ενδίκων βοηθημάτων, βρίσκουν έρεισμα στη Συνθήκη ΛΕΕ και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να αγνοηθούν.

57      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός παρατείνει την ισχύ του μέτρου διασφάλισης το οποίο συνίσταται, αφενός, στον καθορισμό δασμολογικών ποσοστώσεων για ορισμένα προϊόντα σιδήρου και χάλυβα και, αφετέρου, στην επιβολή δασμού εκτός ποσόστωσης με συντελεστή 25 % για όλες τις εισαγωγές που πραγματοποιούνται καθ’ υπέρβαση των ποσοτικών ορίων των ποσοστώσεων αυτών. Επομένως, το εν λόγω σύστημα συνεπάγεται τη θέσπιση μιας προϋποθέσεως που αφορά το επίπεδο του όγκου των εισαγωγών και την αύξηση των δασμών για τους εισαγωγείς που επιθυμούν να προμηθευτούν προϊόντα καθ’ υπέρβαση του ως άνω επιπέδου.

58      Συναφώς, ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα μέτρα που εφαρμόζονται εν προκειμένω στην ατομική κατάσταση ενός εισαγωγέα είναι εκτελεστικά μέτρα κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, τελευταία ημιπερίοδος, ΣΛΕΕ, από τη νομολογία προκύπτει ότι το γεγονός ότι για την εφαρμογή μιας κανονιστικής πράξης της Ένωσης απαιτείται η λήψη εκτελεστικών μέτρων και, ως εκ τούτου, ορισμένα έννομα αποτελέσματα του εν λόγω κανονισμού επέρχονται μόνον μέσω των μέτρων αυτών, δεν αποκλείει, πάντως, το ενδεχόμενο ο κανονισμός αυτός να παράγει, επί της νομικής καταστάσεως φυσικού ή νομικού προσώπου, άλλα έννομα αποτελέσματα, τα οποία δεν εξαρτώνται από τη λήψη εκτελεστικών μέτρων (πρβλ. απόφαση της 13ης Μαρτίου 2018, European Union Copper Task Force κατά Επιτροπής, C-384/16 P, EU:C:2018:176, σκέψη 45).

59      Εν προκειμένω, η θέσπιση του συστήματος ποσοστώσεων, η οποία συνιστά αποτέλεσμα του προσβαλλομένου κανονισμού όπως ακριβώς και η επιβολή του δασμού εκτός ποσόστωσης, συμπίπτει με την έκδοση του εν λόγω κανονισμού. Επομένως, ο εισαγωγέας πρέπει να ενεργεί εντός νέου νομικού πλαισίου, από της εκδόσεως του προσβαλλόμενου κανονισμού, το οποίο διαφέρει από το προηγούμενο νομικό πλαίσιο. Η δε παραγωγή των εννόμων αποτελεσμάτων του συστήματος ποσοστώσεων, όπως προσδιορίστηκαν στη σκέψη 49 ανωτέρω, δεν εξαρτάται από κανένα εκτελεστικό μέτρο. Συναφώς, επισημαίνεται ότι τα μέτρα στα οποία στηρίζεται η Επιτροπή για να κρίνει ότι δεν πληρούται το κριτήριο της απουσίας εκτελεστικών μέτρων δεν αφορούν τα εν λόγω έννομα αποτελέσματα. (βλ. σκέψη 58 ανωτέρω).

60      Επομένως, πριν από την εξάντληση της δασμολογικής ποσοστώσεως, δεν υφίστανται κατ’ ανάγκη εκτελεστικά μέτρα τα οποία θα μπορούσαν να προσβληθούν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων από τα μέλη της προσφεύγουσας των οποίων η νομική κατάσταση επηρεάζεται από τη θέσπιση του συστήματος ποσοστώσεων.

61      Κατά συνέπεια, οι εισαγωγείς, όπως τα μέλη της προσφεύγουσας, βρίσκονται σε κατάσταση η οποία αντιστοιχεί στην περίπτωση του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, τελευταία ημιπερίοδος, ΣΛΕΕ και, ως εκ τούτου, νομιμοποιούνται ενεργητικά να ασκήσουν προσφυγή κατά του προσβαλλόμενου κανονισμού.

62      Υπό τις συνθήκες αυτές και σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 40 ανωτέρω, η προσφεύγουσα, ως αντιπροσωπευτική ένωση, νομιμοποιείται ενεργητικά να ασκήσει προσφυγή κατά του προσβαλλόμενου κανονισμού, βάσει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, τελευταία ημιπερίοδος, ΣΛΕΕ.

63      Κατά συνέπεια, η προσφυγή πρέπει να κριθεί παραδεκτή.

 Επί της ουσίας

64      Η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως προς στήριξη της προσφυγής της.

65      Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την παράταση της ισχύος του μέτρου διασφάλισης βάσει του άρθρου 19 του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης.

66      Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η εν λόγω παράταση δεν είναι προς το συμφέρον της Ένωσης.

67      Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής και, ειδικότερα, όσον αφορά τα μέτρα εμπορικής άμυνας, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως λόγω της πολυπλοκότητας των οικονομικών και πολιτικών καταστάσεων που πρέπει να εξετάζουν. Ο δικαστικός έλεγχος της εκτίμησης αυτής πρέπει, συνεπώς, να περιορίζεται στην εξακρίβωση της τήρησης των διαδικαστικών κανόνων, της ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών βάσει των οποίων πραγματοποιήθηκε η βαλλόμενη επιλογή, της μη ύπαρξης πρόδηλης πλάνης κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών ή της μη ύπαρξης κατάχρησης εξουσίας (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, Trace Sport, C-251/18, EU:C:2019:766, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 18ης Μαΐου 2022, Uzina Metalurgica Moldoveneasca κατά Επιτροπής, T-245/19, EU:T:2022:295, σκέψεις 74 και 75).

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά εκ μέρους της Επιτροπής παράβαση του άρθρου 19 του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης

68      Κατ’ ουσίαν, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως τον οποίο προβάλλει η προσφεύγουσα έχει δύο σκέλη.

69      Με το πρώτο σκέλος, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι από τα στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η ανάλυση της Επιτροπής για την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού δεν μπορεί να συναχθεί ότι η παράταση της ισχύος του μέτρου διασφάλισης ήταν αναγκαία προκειμένου να αποτραπεί σοβαρή ζημία ή να πραγματοποιηθεί επανόρθωσή της, κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης.

70      Με το δεύτερο σκέλος, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη συμπεραίνοντας ότι υπήρχαν στοιχεία τα οποία αποδείκνυαν ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής διερχόταν φάση προσαρμογής, όπως απαιτεί το άρθρο 19, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης.

71      Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

–       Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά την αναγκαιότητα παρατάσεως της ισχύος του μέτρου διασφάλισης προκειμένου να αποτραπεί σοβαρή ζημία ή να πραγματοποιηθεί επανόρθωσή της

72      Δυνάμει του άρθρου 19, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης, η ισχύς ενός μέτρου διασφάλισης μπορεί να παραταθεί αν διαπιστωθεί ότι αυτό εξακολουθεί να είναι αναγκαίο προκειμένου να αποτραπεί σοβαρή ζημία ή να πραγματοποιηθεί επανόρθωσή της.

73      Πρώτον, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η Επιτροπή, μη λαμβάνοντας υπόψη ορισμένες πτυχές της αγοράς, κατά την περίοδο την οποία αφορά η έρευνα για ενδεχόμενη παράταση του μέτρου διασφάλισης, ήτοι τα έτη 2018 έως 2020 (στο εξής: περίοδος έρευνας), οι οποίες αντικρούουν το συμπέρασμα ότι η παράταση της ισχύος του μέτρου διασφάλισης ήταν αναγκαία για την αποκατάσταση σοβαρής ζημίας, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τη διαπίστωση περί του αν ήταν αναγκαία η παράταση κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης.

74      Κατά πρώτον, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη της τους παράγοντες που αφορούν την παραγωγική ικανότητα του ενωσιακού κλάδου παραγωγής και τα μερίδια αγοράς που κατέχει ο εν λόγω κλάδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

75      Σε πρώτο στάδιο, πρέπει να μετριαστεί η σημασία την οποία αποδίδει η προσφεύγουσα σε καθέναν από τους παράγοντες αυτούς.

76      Αφενός, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η παραγωγική ικανότητα του ενωσιακού κλάδου παραγωγής παρέμεινε σταθερή. Ωστόσο, από την ανάλυση που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 12 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η οποία συσχετίζει την εξέλιξη του όγκου παραγωγής, της παραγωγικής ικανότητας και της χρησιμοποίησής της, προκύπτει σαφώς ότι η χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας μειώθηκε κατά 13 ποσοστιαίες μονάδες.

77      Αφετέρου, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι τα μερίδια αγοράς του ενωσιακού κλάδου παραγωγής αυξάνονταν από έτος σε έτος. Η θετική αυτή τάση προκύπτει επίσης, κατά την άποψή της, από την πρόσθετη ανάλυση ανά οικογένεια ή κατηγορία προϊόντων στην οποία προέβη η Επιτροπή. Εντούτοις, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 13 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η αύξηση αυτή συνδυαζόταν με μείωση της κατανάλωσης καθ’ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου. Επομένως, η σημασία της αυξήσεως των μεριδίων αγοράς στο πλαίσιο αναλύσεως της οικονομικής κατάστασης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής σιδήρου και χάλυβα πρέπει να σχετικοποιηθεί, διότι, στην πράξη, η αύξηση αυτή δεν οδήγησε σε βελτίωση της κερδοφορίας. Συναφώς, επισημαίνεται ότι η κατάσταση αυτή μνημονεύεται ειδικώς στην αιτιολογική σκέψη 15 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η οποία διευκρινίζει ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής κατέστη ζημιογόνος μεταξύ του 2018 και του 2019 και ότι η κερδοφορία εξακολούθησε να μειώνεται μεταξύ του 2019 και του 2020.

78      Σε δεύτερο στάδιο, πρέπει να σχετικοποιηθεί η μέθοδος στην οποία στηρίζεται η προτεινόμενη από την προσφεύγουσα ανάλυση όσον αφορά τους παράγοντες αυτούς.

79      Αφενός, η προσέγγιση της προσφεύγουσας δεν έχει ενταχθεί στο σχετικό πλαίσιο. Πράγματι, είναι σημαντικό να μη λησμονείται το γεγονός ότι, προκειμένου να προσδιοριστεί η σημασία μιας θετικής ή αρνητικής εξέλιξης ενός παράγοντα, απαιτείται η ένταξή της στο κατάλληλο πλαίσιο. Ως εκ τούτου, η αύξηση του μεριδίου αγοράς του ενωσιακού κλάδου παραγωγής κατά την εξεταζόμενη περίοδο πρέπει να αξιολογηθεί υπό το πρίσμα του γεγονότος ότι το επίπεδο των εν λόγω μεριδίων αγοράς το 2019 και το 2020 ήταν παραπλήσιο με εκείνο του 2017, όταν ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής επλήγη από αύξηση των εισαγωγών. Επομένως, από την αύξηση των μεριδίων αγοράς του ενωσιακού κλάδου παραγωγής δεν μπορεί να συναχθεί ότι η κατάσταση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής δεν ήταν πλέον ευάλωτη ή ευπαθής. Επιπροσθέτως, δεδομένου ότι το μέτρο διασφάλισης βασίζεται στη διατήρηση των παραδοσιακών εμπορικών ροών όσον αφορά τον όγκο των εισαγωγών με βάση την περίοδο από το 2015 έως το 2017, η αύξηση των μεριδίων αγοράς της Ένωσης στα επίπεδα αυτά δεν αποδεικνύει την απουσία ζημίας.

80      Αφετέρου, πρέπει να υπομνησθεί ότι η ανάλυση της οικονομικής κατάστασης του κλάδου παραγωγής σιδήρου και χάλυβα που απαιτείται να διενεργηθεί από την Επιτροπή απαιτεί τη συνεκτίμηση πλειόνων παραγόντων, κανένας εκ των οποίων δεν είναι καθοριστικός μεμονωμένα. Επομένως, για τον εντοπισμό τυχόν πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως εκ μέρους της Επιτροπής κατά τη διενέργεια της αναλύσεώς της πρέπει να ληφθεί υπόψη η μέθοδος την οποία ακολούθησε. Από τις ρητές διαπιστώσεις που εκτίθενται στο σημείο 3.1 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 17 του κανονισμού αυτού, δηλαδή ότι η κατάσταση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής ήταν ευάλωτη και ευπαθής, στηρίζεται σε πολλούς άλλους δείκτες ζημίας οι οποίοι, σχεδόν στο σύνολό τους, εμφάνιζαν έντονες αρνητικές τάσεις. Ως εκ τούτου, όλοι οι δείκτες που αφορούν την παραγωγή, τις πωλήσεις, την απόδοση κεφαλαίου και την απασχόληση σημείωσαν πτώση ενώ παράλληλα είχαν επίσης μειωθεί οι πωλήσεις και οι τιμές πώλησης στην εγχώρια αγορά, γεγονός που οδήγησε σε μείωση της κερδοφορίας του ενωσιακού κλάδου παραγωγής.

81      Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι οι εκτιμήσεις της προσφεύγουσας είναι αποσπασματικές και μεμονωμένες.

82      Κατά δεύτερον, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη τη μείωση των εισαγωγών κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας, όπως αυτή προκύπτει από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στον προσβαλλόμενο κανονισμό.

83      Ωστόσο, για να απορριφθεί η αιτίαση αυτή, αρκεί να επισημανθεί ότι οι εκτιμήσεις της προσφεύγουσας δεν ασκούν επιρροή, στο μέτρο που δεν εντάσσονται στο σχετικό πλαίσιο. Πράγματι, αφενός, το επίπεδο όγκου στο οποίο ανήλθαν οι εισαγωγές το 2020 αντιστοιχεί σε εκείνο του 2015, το οποίο είχε ήδη κριθεί ζημιογόνο, και, αφετέρου, η μείωση των εισαγωγών από πλευράς μεριδίων αγοράς είναι ισοδύναμη με εκείνη που παρατηρήθηκε το 2017, όπως ρητώς μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 25 του προσβαλλόμενου κανονισμού. Εξάλλου, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα δεν αντικρούει ευθέως το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι, υπό το πρίσμα της ανωτέρω περιγραφόμενης προσέγγισης, η οποία λαμβάνει υπόψη το σχετικό πλαίσιο, οι εισαγωγές στην αγορά χάλυβα της Ένωσης αυξήθηκαν στην πραγματικότητα σε σχετικούς όρους σε σύγκριση με την περίοδο πριν από την επιβολή του μέτρου διασφάλισης.

84      Επομένως, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη την προβαλλόμενη μείωση των εισαγωγών.

85      Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, βάσει θετικής και αντικειμενικής εξετάσεως των στοιχείων που μνημονεύονται στις σκέψεις 74 και 82 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ήταν αναγκαία η παράταση της ισχύος του μέτρου διασφάλισης προκειμένου να αποτραπεί σοβαρή ζημία, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως υπό το πρίσμα του άρθρου 19, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης.

86      Καταρχάς, επισημαίνεται ότι από τον προσβαλλόμενο κανονισμό προκύπτει ότι η Επιτροπή προέβη σε εξέταση μελλοντικών προοπτικών, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητεί η προσφεύγουσα. Συναφώς, η προσφεύγουσα προβάλλει δύο αιτιάσεις.

87      Αφενός, προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη την αύξηση των κερδών των κυριότερων φορέων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Εντούτοις, στο μέτρο που η αιτίαση αυτή στηρίζεται σε στοιχεία των οποίων η χρονική εμβέλεια υπερβαίνει την περίοδο που εξέτασε η Επιτροπή, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

88      Αφετέρου, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη ότι δεν υπήρξαν πιέσεις στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής από τις εισαγωγές καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Ωστόσο, από τις αιτιολογικές σκέψεις 39 και 43 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι η Επιτροπή, κατά την εξέταση μελλοντικών προοπτικών, έλαβε υπόψη την κατάσταση της πλεονάζουσας παραγωγής και της πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας σε παγκόσμια κλίμακα. Επομένως, η αιτίαση αυτή πρέπει επίσης να απορριφθεί.

89      Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, η Επιτροπή δεν αγνόησε ορισμένα στοιχεία ούτε τη σημασία τους. Στο μέτρο, όμως, που η προσφεύγουσα στηρίζει την αμφισβήτηση της ορθότητας της εκτίμησης της Επιτροπής σε προβαλλόμενη παράλειψη συνεκτιμήσεως ορισμένων στοιχείων, επιβάλλεται το συμπέρασμα, κατ’ εφαρμογήν των αρχών που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 67 ανωτέρω, ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την ανάλυση βάσει της οποίας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παράταση της ισχύος του μέτρου διασφάλισης ήταν αναγκαία προκειμένου να αποτραπεί σοβαρή ζημία ή να πραγματοποιηθεί επανόρθωσή της.

90      Τέλος, τρίτον, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν προέβη σε προσήκουσα ανάλυση περί μη καταλογισμού όσον αφορά τις εξαιρετικές περιστάσεις που επικρατούσαν στην αγορά το 2020 λόγω της πανδημίας COVID‑19. Συναφώς, επισημαίνει ότι το ζήτημα αυτό εξετάζεται μόνο δευτερευόντως στον προσβαλλόμενο κανονισμό.

91      Καταρχάς επισημαίνεται ότι, αφενός, δεν αμφισβητείται ότι από πολλά χωρία του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι η Επιτροπή εξέτασε τις επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19 στο πλαίσιο της ανάλυσής της και ότι, αφετέρου, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας δεν προσδιορίζει επακριβώς τα εν λόγω χωρία από τα οποία συνάγεται, κατά την άποψή της, ότι το ζήτημα αυτό εξετάστηκε ανεπαρκώς, αλλά απλώς χαρακτηρίζει ελλιπή την ανάλυση της Επιτροπής. Επομένως, η αοριστία της αιτιάσεως αυτής εμποδίζει τον εντοπισμό πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως εκ μέρους της Επιτροπής.

92      Εν πάση περιπτώσει, αφενός, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απαντώντας στο αίτημα του Γενικού Δικαστηρίου να διευκρινίσει το περιεχόμενο της αιτιάσεως αυτής, η προσφεύγουσα ενέμεινε στις αντιρρήσεις της περί ελλιπούς ανάλυσης της Επιτροπής, λαμβανομένων υπόψη των τότε διαθέσιμων στοιχείων. Εντούτοις, παρέλειψε να διευκρινίσει το περιεχόμενο των εν λόγω στοιχείων, αλλά αναφέρθηκε, γενικώς, στο γεγονός ότι η Επιτροπή διέθετε λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση, λόγω ερευνών που είχαν διενεργηθεί στο πλαίσιο άλλων μέτρων εμπορικής άμυνας. Επιπλέον, η προσφεύγουσα παρέλειψε να προσδιορίσει ειδικώς τις ελλείψεις των σχετικών εκτιμήσεων που περιλαμβάνονται στον προσβαλλόμενο κανονισμό.

93      Αφετέρου, στο πλαίσιο του ελέγχου που πρέπει να ασκήσει εν προκειμένω το Γενικό Δικαστήριο, σύμφωνα με τις αρχές που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 67 ανωτέρω, απαιτείται να ληφθεί υπόψη ο ιδιαίτερα σημαντικός παράγοντας αβεβαιότητας που συνδέεται με μια έκτακτη κρίση, στο πλαίσιο της εκτίμησης των εκ μέρους της Επιτροπής αναλύσεων των μελλοντικών προοπτικών. Ωστόσο, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή θα μπορούσε να έχει στηριχθεί σε ακριβέστερα στοιχεία τα οποία κατά την προσφεύγουσα είχε στην κατοχή της, προκειμένου να προβεί σε ανάλυση περί μη καταλογισμού, δεν λαμβάνει υπόψη τον πολύ υψηλό βαθμό αβεβαιότητας που συνδέεται με την εξέλιξη μιας κρίσης εξαιρετικής κλίμακας όπως η πανδημία COVID-19.

94      Κατόπιν των προεκτεθέντων, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά την απόδειξη της προσαρμογής

95      Δυνάμει του άρθρου 19, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού για τα μέτρα διασφάλισης, η ισχύς μέτρου διασφάλισης μπορεί να παραταθεί αν διαπιστωθεί ότι αποδεικνύεται βάσει στοιχείων ότι ο οικείος ενωσιακός κλάδος παραγωγής διέρχεται φάση προσαρμογής.

96      Πρώτον, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη συμπεραίνοντας ότι υπήρχαν τέτοια στοιχεία, στο μέτρο που από τον προσβαλλόμενο κανονισμό δεν προκύπτουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για τη συναγωγή του συμπεράσματος ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής ελάμβανε κατάλληλα μέτρα για να προσαρμοστεί στην αύξηση των εισαγωγών. Συναφώς, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι δεν υποβλήθηκε κανένα σχέδιο προσαρμογής και υποστηρίζει ότι είναι σαφές ότι οι παραγωγοί της Ένωσης δεν έλαβαν κατάλληλα μέτρα προσαρμογής κατά τα τελευταία δυόμισι έτη.

97      Καταρχάς, από τον προσβαλλόμενο κανονισμό προκύπτει ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη ορισμένα στοιχεία από τα οποία προκύπτουν τα μέτρα προσαρμογής που έλαβε ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής. Μολονότι στην αιτιολογική σκέψη 68 του προσβαλλόμενου κανονισμού επισημαίνεται ότι διαβιβάστηκαν στην Επιτροπή εμπιστευτικές πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα προσαρμογής που έλαβαν οι παραγωγοί της Ένωσης, εντούτοις λεπτομερείς πληροφορίες παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 69 και 70 του εν λόγω κανονισμού. Επιβάλλεται δε η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα ουδόλως ανέλυσε τις πληροφορίες αυτές και αρκέστηκε απλώς να υποστηρίξει ότι όλες οι αναφορές της Επιτροπής στα ληφθέντα μέτρα προσαρμογής δεν στηρίζονταν σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο.

98      Βάσει, όμως, των αρχών που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 67 ανωτέρω, δεν έχει σημασία το γεγονός ότι, χωρίς να αμφισβητεί συγκεκριμένα τα στοιχεία στα οποία στηρίζεται η ανάλυση της Επιτροπής, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι ήταν κρίσιμες άλλου είδους πληροφορίες.

99      Δεύτερον, κατά την προσφεύγουσα, δεν παρασχέθηκε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει τόσο την έλλειψη παραγωγικής ικανότητας του ενωσιακού κλάδου παραγωγής όσο και την αδυναμία του να προμηθεύσει όλα τα αναγκαία για την αγορά της Ένωσης εμπορεύματα.

100    Η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής, δεδομένου ότι, μολονότι όλα τα μέτρα που ελήφθησαν από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής αφορούσαν δράσεις οι οποίες αποσκοπούσαν στην αύξηση της αποτελεσματικότητας των μέτρων για τη στήριξη της κερδοφορίας του ενωσιακού κλάδου παραγωγής και στην προσήκουσα στήριξη του ανταγωνισμού στο πλαίσιο ενός σεναρίου αγοράς που χαρακτηρίζεται από αύξηση των εισαγωγών, τα μέτρα αυτά δεν είχαν, αντιθέτως, ως σκοπό να καταστήσουν τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής ικανό να καλύψει τις ανάγκες εφοδιασμού στην αγορά της Ένωσης.

101    Συναφώς, η επαναλαμβανόμενη στο πλαίσιο αυτό επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη την αύξηση των μεριδίων αγοράς του ενωσιακού κλάδου παραγωγής και τη μείωση των εισαγωγών πρέπει να απορριφθεί για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 77, 83 και 84 ανωτέρω.

102    Τρίτον, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι δεν υπήρξε καμία προσαρμογή εκ μέρους του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, στο μέτρο που ο κλάδος αυτός δεν είχε υποστεί ζημία ούτε κινδύνευε να υποστεί ζημία, όπως καταδεικνύεται από τα σημαντικά κέρδη των παραγωγικών επιχειρήσεων της Ένωσης και από την απουσία πιέσεων προερχόμενων εκ των εισαγωγών από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Συναφώς, αρκεί η υπόμνηση ότι, στις σκέψεις 87 και 88 ανωτέρω, συνήχθη το συμπέρασμα ότι οι παραδοχές στις οποίες στηρίζεται η συλλογιστική αυτή πρέπει να απορριφθούν.

103    Κατόπιν των προεκτεθέντων, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

104    Στο μέτρο που έγινε δεκτό ότι και τα δύο σκέλη του πρώτου λόγου ακυρώσεως είναι αβάσιμα, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά πρόδηλα σφάλματα εκ μέρους της Επιτροπής κατά την εκτίμηση του συμφέροντος της Ένωσης να παρατείνει την ισχύ του μέτρου διασφάλισης

105    Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι είναι εσφαλμένη η άποψη της Επιτροπής ότι δεν υφίστανται επιτακτικοί οικονομικοί λόγοι από τους οποίους να μπορεί να συναχθεί ότι δεν είναι προς το συμφέρον της Ένωσης να παραταθεί η ισχύς του υφιστάμενου μέτρου διασφάλισης.

106    Πρώτον, η προσφεύγουσα αμφισβητεί το βάσιμο της παρατιθέμενης στον προσβαλλόμενο κανονισμό διαπιστώσεως ότι οι δασμολογικές ποσοστώσεις που απαλλάσσονταν από δασμούς ήταν ανάλογες της ζήτησης. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, κατά τη διάρκεια της γενικής οικονομικής ανάκαμψης που ακολούθησε την πανδημία COVID-19, υπήρξε ανισορροπία μεταξύ της υψηλής ζήτησης πρώτων υλών και της χαμηλής προσφοράς εκ μέρους των παραγωγών της Ένωσης που δεν ήταν σε θέση να ικανοποιήσουν τη ζήτηση, με αποτέλεσμα τη σημαντική αύξηση των τιμών εντός της Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, κατά το τρίτο τρίμηνο του 2021, η εξάντληση των ποσοστώσεων των κύριων προμηθευτών χάλυβα από τρίτες χώρες δυσχέρανε τον εφοδιασμό των χρηστών και των εισαγωγέων με χάλυβα.

107    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το επιχείρημα της προσφεύγουσας στηρίζεται σε μια προσέγγιση που δεν λαμβάνει υπόψη τον μηχανισμό του μέτρου διασφάλισης, ο οποίος ωθεί τον εισαγωγέα να διαφοροποιήσει τις πηγές εφοδιασμού του απευθυνόμενος, ενδεχομένως, σε παραγωγούς εγκατεστημένους σε τρίτες χώρες για τις οποίες δεν έχει εξαντληθεί η δασμολογική ποσόστωση. Εν προκειμένω, προκύπτει από τη δικογραφία ότι εξακολουθούσαν να υπάρχουν αχρησιμοποίητες ποσοστώσεις που απαλλάσσονταν από δασμούς, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από την προσφεύγουσα.

108    Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν αποδείχθηκε ότι η ανάλυση της Επιτροπής ενέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

109    Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στον προσβαλλόμενο κανονισμό ότι, αφενός, δεν υφίσταται άμεση σχέση μεταξύ του μέτρου διασφάλισης και της αύξησης των τιμών του χάλυβα και ότι, αφετέρου, το επίπεδο των τιμών αυτών δεν θα διατηρηθεί μετά την προσαρμογή της αγοράς στην κατάσταση που ακολουθήσει μετά την πανδημία COVID-19, δεν επιβεβαιώνονται από τα στοιχεία στα οποία στηρίζεται η ανάλυση της Επιτροπής.

110    Εντούτοις, καταρχάς, επισημαίνεται ότι, αν η αύξηση των τιμών οφειλόταν στο μέτρο διασφάλισης, τότε από τα στοιχεία της ανάλυσης θα προέκυπτε ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής σιδήρου και χάλυβα μπορούσε να απαλλαγεί από κάθε δεσμευτική ανταγωνιστική πίεση. Η Επιτροπή δεν μπορούσε όμως να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, εφόσον υπήρχε μεγάλος αριθμός αδασμολόγητων ποσοστώσεων οι οποίες δεν είχαν εξαντληθεί και προέρχονταν από διάφορες πηγές σε όλες σχεδόν τις κατηγορίες προϊόντων κατά τη διάρκεια της τελευταίας περιόδου του μέτρου διασφάλισης, περίπτωση η οποία συνέτρεχε εν προκειμένω, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 107 ανωτέρω.

111    Περαιτέρω, ο αντίκτυπος άλλων παραγόντων –όπως η παράλληλη αύξηση των τιμών των πρώτων υλών που επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 100 του προσβαλλόμενου κανονισμού– δεν μπορεί να αποκλειστεί από τον προσδιορισμό των λόγων στους οποίους οφείλεται η αύξηση των τιμών στην αγορά της Ένωσης.

112    Τέλος, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι, δεδομένου ότι οι ως άνω αυξήσεις τιμών παρατηρήθηκαν στις κύριες αγορές χάλυβα σε παγκόσμια κλίμακα, όπου δεν είχε εφαρμογή το μέτρο διασφάλισης, δεν είναι πειστικές οι παρατηρήσεις της προσφεύγουσας όσον αφορά την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ του μέτρου διασφάλισης και της αύξησης των τιμών.

113    Ως εκ τούτου, η εκτίμηση της Επιτροπής όσον αφορά την αύξηση των τιμών στο πλαίσιο της αξιολόγησης του συμφέροντος της Ένωσης για παράταση της ισχύος του μέτρου διασφάλισης δεν είναι προδήλως εσφαλμένη.

114    Τρίτον, η προσφεύγουσα βάλλει κατά του ότι η Επιτροπή χαρακτηρίζει, στον προσβαλλόμενο κανονισμό, ως «μεταβατικά» τα προβλήματα εφοδιασμού που ανέκυψαν μετά τη γενική οικονομική ανάκαμψη, καθόσον εκτιμά, αντιθέτως προς την Επιτροπή, ότι η επαναλειτουργία των εργοστασίων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής που είχαν τεθεί εκτός λειτουργίας δεν είναι ικανή να διασφαλίσει την αποκατάσταση, εντός ευλόγως σύντομου χρονικού διαστήματος, των κανονικών συνθηκών εφοδιασμού με χάλυβα που επικρατούσαν πριν από την πανδημία COVID-19.

115    Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η αύξηση της ζήτησης μετά τη γενική οικονομική ανάκαμψη είχε, μεταξύ άλλων, ως αποτέλεσμα την προοδευτική έλλειψη πρώτων υλών, επηρεάζοντας τη δραστηριότητα των μεταποιητών των υλών αυτών. Για τον λόγο αυτόν ακυρώνονταν ή αναστέλλονταν τακτικά οι παραδόσεις. Επιπλέον, τα έξοδα θαλάσσιας μεταφοράς αυξήθηκαν εκθετικά και η διαχείριση της εφοδιαστικής καθίστατο όλο και δυσχερέστερη.

116    Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι, δεδομένου ότι οι δασμολογικές ποσοστώσεις δεν είχαν εξαντληθεί (βλ. σκέψη 107 ανωτέρω), το μέτρο διασφάλισης δεν μπορεί να είναι η αιτία της φερόμενης αδυναμίας του ενωσιακού κλάδου παραγωγής να καλύψει τη ζήτηση στην αγορά της Ένωσης.

117    Περαιτέρω, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε την ανεπάρκεια της προσφοράς στην αγορά της Ένωσης, τα επιχειρήματά της που αφορούν τον χρόνο παράδοσης και τις δαπάνες λογιστικής είναι αλυσιτελή.

118    Τέλος, οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στις αιτιολογικές σκέψεις 110 και 111 του προσβαλλόμενου κανονισμού όσον αφορά την ικανότητα του ενωσιακού κλάδου παραγωγής να εξασφαλίσει την αποκατάσταση, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, κανονικών συνθηκών εφοδιασμού δεν μπορούν να αμφισβητηθούν από την προσφεύγουσα με απλή δήλωσή της περί του αντιθέτου χωρίς την προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων προς στήριξη των ισχυρισμών της.

119    Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε την ύπαρξη πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως εκ μέρους της Επιτροπής όσον αφορά το συμφέρον της Ένωσης για παράταση της ισχύος του μέτρου διασφάλισης.

120    Επαλλήλως, μπορεί να επισημανθεί ότι τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που στηρίζονται σε στοιχεία τα οποία αφορούν τις εξελίξεις μετά την περίοδο έρευνας είναι αλυσιτελή, στο μέτρο που δεν είναι ικανά να αποδείξουν ότι η ανάλυση της Επιτροπής όσον αφορά το συμφέρον της Ένωσης για παράταση της ισχύος του μέτρου διασφάλισης ενέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, δεδομένου ότι τα στοιχεία αυτά δεν ήταν δυνατόν να ληφθούν υπόψη κατά τη διάρκεια της έρευνας που αφορούσε την ενδεχόμενη παράταση της ισχύος του μέτρου διασφάλισης.

121    Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως ως αβάσιμος και, ως εκ τούτου, η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

122    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

123    Επειδή η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την European Association of Non-Integrated Metal Importers & distributors (Euranimi) στα δικαστικά έξοδα.

Porchia

Jaeger

Nihoul

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 4 Οκτωβρίου 2023.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.