Language of document : ECLI:EU:T:2012:145

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T‑458/09 και T‑171/10

Slovak Telekom a.s.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία —Απόφαση περί αιτήσεως παροχής πληροφοριών — Αναγκαίος χαρακτήρας των ζητούμενων πληροφοριών — Αρχή της χρηστής διοικήσεως — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Αναλογικότητα»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Αίτηση παροχής πληροφοριών — Εξουσίες της Επιτροπής — Εξουσία για αίτηση παροχής πληροφοριών σχετικά με περίοδο προγενέστερη της προσχωρήσεως του οικείου κράτους στην Ένωση

(Άρθρο 82 ΕΚ· Άρθρο 102 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 18 §§ 1 και 3)

2.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Αίτηση παροχής πληροφοριών — Εξουσίες της Επιτροπής — Εξουσία για αίτηση παροχής πληροφοριών σχετικά με περίοδο προγενέστερη της προσχωρήσεως του οικείου κράτους στην Ένωση — Κρίσιμες πληροφορίες

(Άρθρο 82 ΕΚ· Άρθρο 102 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 18 § 1)

3.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Αίτηση παροχής πληροφοριών — Εξουσίες της Επιτροπής — Εξουσία για αίτηση παροχής πληροφοριών σχετικά με περίοδο προγενέστερη της προσχωρήσεως του οικείου κράτους στην Ένωση — Παραβίαση της αρχής χρηστής διοικήσεως — Δεν υφίσταται

(Άρθρο 82 ΕΚ· Άρθρο 102 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 18 § 1)

4.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Αίτηση παροχής πληροφοριών — Παράθεση της νομικής βάσεως και του σκοπού της αιτήσεως — Περιεχόμενο

(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 18 §  3)

5.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Αίτηση παροχής πληροφοριών — Σχετικές λεπτομέρειες

(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 18)

1.      Στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης, η Επιτροπή, προκειμένου να διαφυλάξει την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, έχει το δικαίωμα να υποχρεώσει μια επιχείρηση να παράσχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες που αναφέρονται σε πραγματικά περιστατικά των οποίων μπορεί να λάβει γνώση και να της κοινοποιήσει, εν ανάγκη, τα σχετικά έγγραφα που κατέχει, έστω και αν αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να αποδειχθεί, σε βάρος της ιδίας ή άλλης επιχειρήσεως, η ύπαρξη συμπεριφοράς θίγουσας τον ανταγωνισμό.

Η έννοια «απαραίτητες πληροφορίες» πρέπει να ερμηνευθεί σε συνάρτηση με τους σκοπούς για τους οποίους χορηγήθηκε στην Επιτροπή η συγκεκριμένη εξουσία έρευνας. Η απαίτηση υπάρξεως σχέσεως μεταξύ της αιτήσεως παροχής πληροφοριών και της πιθανολογούμενης παραβάσεως ικανοποιείται εφόσον, στο στάδιο αυτό της διαδικασίας, η αίτηση αυτή μπορεί θεμιτώς να θεωρηθεί ως σχετιζόμενη με την πιθανολογούμενη παράβαση, ώστε να μπορεί ευλόγως η Επιτροπή να υποθέσει ότι το έγγραφο θα τη βοηθήσει να καθορίσει κατά πόσον έλαβε χώρα η πιθανολογούμενη παράβαση. Επιπλέον, η Επιτροπή μπορεί να απαιτήσει μόνον την κοινοποίηση των πληροφοριών εκείνων που θα της επέτρεπαν να ελέγξει τις πιθανολογούμενες παραβάσεις οι οποίες δικαιολογούν τη διεξαγωγή της έρευνας και προσδιορίζονται στην αίτηση παροχής πληροφοριών. Εξάλλου, λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας της Επιτροπής για διεξαγωγή ερευνών και ελέγχων, σε αυτήν απόκειται να εκτιμήσει τον αναγκαίο χαρακτήρα των πληροφοριών που ζητεί από τις οικείες επιχειρήσεις. Επιπροσθέτως, η επιχείρηση που αποτελεί το αντικείμενο μέτρου έρευνας υπέχει υποχρέωση ενεργού συνεργασίας, η οποία συνεπάγεται ότι θέτει στη διάθεση της Επιτροπής όλα τα στοιχεία που αφορούν το αντικείμενο της έρευνας.

Λαμβανομένων υπόψη του γράμματος του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, του σκοπού του και σύμφωνα με τις προμνησθείσες αρχές, οι εξουσίες διεξαγωγής ερευνών που προβλέπει η εν λόγω διάταξη εξαρτώνται μόνον από την απαίτηση να είναι αναγκαίες οι ζητούμενες πληροφορίες, η οποία εκτιμάται από την Επιτροπή, προκειμένου να εξακριβωθούν οι πιθανολογούμενες παραβάσεις που δικαιολογούν τη διεξαγωγή έρευνας και, ιδίως, να εντοπισθεί καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως, απαγορευόμενη από το άρθρο 82 ΕΚ και από το άρθρο 102 ΣΛΕΕ. Επομένως, τυχόν ερμηνεία του προμνησθέντος άρθρου 18, παράγραφος 1, που θα είχε ως αποτέλεσμα να απαγορεύεται, καταρχήν, στην Επιτροπή να ζητεί από επιχείρηση πληροφορίες σχετικά με περίοδο κατά την οποία οι κανόνες περί ανταγωνισμού της Ένωσης δεν εφαρμόζονταν ως προς αυτήν, μολονότι τέτοιες πληροφορίες θα ήταν απαραίτητες για τον εντοπισμό ενδεχόμενης παραβάσεως των προαναφερθέντων κανόνων αφής στιγμής θα εφαρμόζονταν ως προς αυτήν, θα καθιστούσε ενδεχομένως τη διάταξη αυτή άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας και θα αντέβαινε στην υποχρέωση της Επιτροπής να εξετάσει με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της προκειμένης υποθέσεως. Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι, καταρχήν, η Επιτροπή δεν μπορεί να στηριχθεί σε πληροφορίες που σχετίζονται με τη συμπεριφορά επιχειρήσεως πριν την προσχώρηση του κράτους μέλους εντός του οποίου εδρεύει, προκειμένου να εκτιμήσει τη συμβατότητα των μεταγενέστερων της εν λόγω προσχωρήσεως πρακτικών αυτής προς τους κανόνες περί ανταγωνισμού της Ένωσης.

(βλ. σκέψεις 41-45, 52)

2.      Στο πλαίσιο διαδικασίας για τη διαπίστωση παραβάσεως των άρθρων 82 ΕΚ ή 102 ΣΛΕΕ, έγγραφα και πληροφορίες που είναι προγενέστερα της ημερομηνίας προσχωρήσεως κράτους στην Ένωση δεν μπορούν, καταρχήν, να θεωρηθούν λυσιτελή για την εκ μέρους της Επιτροπής αξιολόγηση ενδεχόμενης καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως από επιχείρηση εδρεύουσα στο κράτος αυτό, λόγω του ότι η διαπίστωση τέτοιων παραβάσεων μπορεί να στηρίζεται μόνον σε αντικειμενικά και μεταγενέστερα της παραβάσεως στοιχεία.

Ειδικότερα, πληροφορίες και έγγραφα, ακόμα και προγενέστερα της περιόδου διαπράξεως των παραβάσεων, τα οποία θα ήταν ικανά να αποδείξουν την ύπαρξη στρατηγικής αποκλεισμού μιας επιχειρήσεως, μπορούν να βοηθήσουν την Επιτροπή να προσδιορίσει τη σοβαρότητα της ενδεχόμενης παραβάσεως και, ως εκ τούτου, μπορούν να θεωρηθούν απαραίτητα ώστε να είναι η Επιτροπή σε θέση να φέρει εις πέρας τα καθήκοντα που της ανατέθηκαν με τον κανονισμό 1/2003, υπό την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού. Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι η έννοια της καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως είναι αντικειμενική και δεν προϋποθέτει πρόθεση βλάβης δεν συνεπάγεται ότι η πρόθεση προσφυγής σε πρακτικές ξένες προς τον θεμιτό ανταγωνισμό στερείται εν πάση περιπτώσει σημασίας, καθώς αυτή δύναται να λαμβάνεται υπόψη προς στήριξη του συμπεράσματος ότι η οικεία επιχείρηση προέβη σε κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως, έστω και αν ένα τέτοιο συμπέρασμα πρέπει κατ’ αρχήν να θεμελιώνεται επί της αντικειμενικής διαπιστώσεως ότι η καταχρηστική συμπεριφορά υιοθετήθηκε στην πράξη. Επομένως, η Επιτροπή δύναται να εξετάσει τα εσωτερικά έγγραφα των οικείων επιχειρήσεων, δεδομένου ότι αυτά μπορούν να αποδείξουν κατά πόσον ο αποκλεισμός του ανταγωνισμού ήταν ηθελημένος ή, αντιθέτως, να δώσουν διαφορετική εξήγηση των εξεταζομένων πρακτικών.

(βλ. σκέψεις 60-62)

3.      Η Επιτροπή δεν παραβιάζει την αρχή της χρηστής διοικήσεως οσάκις, προκειμένου να αποδείξει παράβαση του άρθρου 82 ΕΚ μετά την προσχώρηση κράτους στην Ένωση, επιχειρεί να συλλέξει πληροφορίες για τη συμπεριφορά στην αγορά μιας εδρεύουσας στο κράτος αυτό επιχειρήσεως για χρονικό διάστημα κατά το οποίο η τελευταία δεν όφειλε να τηρεί την εν λόγω διάταξη. Συγκεκριμένα, εξαιτίας ακριβώς της υποχρεώσεώς της να εξετάζει, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία της οικείας υποθέσεως, η Επιτροπή οφείλει να προετοιμάζει μια απόφαση με τη δέουσα επιμέλεια και να λαμβάνει την απόφασή της βάσει κάθε στοιχείου που θα μπορούσε να την επηρεάσει. Προς τούτο, η Επιτροπή έχει την ευχέρεια να ζητήσει από επιχειρήσεις «όλες τις απαραίτητες πληροφορίες», δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003. Πληροφορίες και έγγραφα, έστω και προγενέστερα της προσχωρήσεως κράτους στην Ένωση και της περιόδου διαπράξεως των παραβάσεων, ενδέχεται όμως να είναι αναγκαία προκειμένου να δοθεί στην Επιτροπή η δυνατότητα να φέρει εις πέρας τα καθήκοντα που της αναθέτει ο εν λόγω κανονισμός κατά αμερόληπτο και δίκαιο τρόπο.

(βλ. σκέψεις 70-72)

4.      Το άρθρο 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 καθορίζει τα ουσιώδη στοιχεία αιτιολογίας μιας αποφάσεως περί παροχής πληροφοριών. Επομένως, η διάταξη αυτή προβλέπει ότι η Επιτροπή αναφέρει τη νομική βάση και τον σκοπό της αίτησης, προσδιορίζει τι είδους πληροφορίες χρειάζεται και καθορίζει την προθεσμία υποβολής των ζητούμενων πληροφοριών. Η εν λόγω διάταξη διευκρινίζει εξάλλου ότι η Επιτροπή αναφέρει επίσης και τις προβλεπόμενες στο άρθρο 23 κυρώσεις, ότι μνημονεύει ή επιβάλλει τις προβλεπόμενες στο άρθρο 24 κυρώσεις και ότι αναφέρει περαιτέρω το δικαίωμα να ζητηθεί η εξέταση της απόφασης από το Δικαστήριο. Συναφώς, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να κοινοποιεί στον αποδέκτη της αποφάσεως αυτής όλα τα στοιχεία που διαθέτει σχετικά με φερόμενες παραβάσεις ούτε να προβαίνει σε ακριβή νομικό χαρακτηρισμό των παραβάσεων αυτών, οφείλει όμως να αναφέρει σαφώς τις υποψίες που σκοπεύει να εξετάσει.

(βλ. σκέψεις 76-77)

5.      Οι αιτήσεις παροχής πληροφοριών που απευθύνει η Επιτροπή σε επιχείρηση στο πλαίσιο διαδικασίας για θέματα ανταγωνισμού πρέπει να τηρούν την αρχή της αναλογικότητας και η υποχρέωση παροχής πληροφοριών που επιβάλλεται σε επιχείρηση δεν πρέπει να αποτελεί για αυτήν δυσανάλογο βάρος σε σχέση με τις ανάγκες της έρευνας. Επιπλέον, η ανάγκη προστασίας έναντι αυθαιρέτων ή δυσανάλογων παρεμβάσεων της δημόσιας αρχής στη σφαίρα της ιδιωτικής δραστηριότητας κάθε προσώπου, φυσικού ή νομικού, αναγνωρίζεται ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης.

Ως προς τούτο, δυνάμει του άρθρου 18 του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή δύναται να ζητήσει πληροφορίες από επιχείρηση κατόπιν απλής αιτήσεως ή βάσει αποφάσεως, η δε διάταξη αυτή δεν εξαρτά την έκδοση αποφάσεως από προηγούμενη απλή αίτηση. Συνεπεία τούτου, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας εξαιτίας και μόνον του γεγονότος ότι εξέδωσε απόφαση χωρίς να έχει προηγουμένως απευθύνει τέτοια αίτηση σε μια επιχείρηση.

(βλ. σκέψεις 81, 90)