Language of document : ECLI:EU:T:2009:385

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)
της 5ης Οκτωβρίου 2009

Υπόθεση T-58/08 P

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

κατά

Anton Pieter Roodhuijzen

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Κοινωνική ασφάλιση – Κοινό καθεστώς υγειονομικής ασφαλίσεως – Κάλυψη του εκτός γάμου συντρόφου»

Αντικείμενο: Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα), της 27ης Νοεμβρίου 2007, F-122/06, Roodjuijzen κατά Επιτροπής (μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή), με την οποία ζητείται η αναίρεση της αποφάσεως αυτής.

Απόφαση: Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο Anton Pieter Roodhuijzen στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας.

Περίληψη

1.      Διαδικασία – Προσφυγή – Αρμοδιότητα του κοινοτικού δικαστή – Όρια – Απαγόρευση αποφάνσεως ultra petita

2.      Υπάλληλοι – Κοινωνική ασφάλιση – Υγειονομική ασφάλιση – Προσωπικό πεδίο εφαρμογής – Σύντροφος υπαλλήλου στο πλαίσιο μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης – Έννοια – Αρμοδιότητα του κοινοτικού δικαστή για την ερμηνεία της έννοιας αυτής

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 72 § 1· παράρτημα VII, άρθρο 1 § 2, στοιχείο γ΄, περίπτωση ii)

3.      Κοινοτικό δίκαιο – Ερμηνεία – Αρχές – Αυτοτελής ερμηνεία – Όρια – Παραπομπή, σε ορισμένες περιπτώσεις, στο δίκαιο των κρατών μελών

4.      Υπάλληλοι – Κοινωνική ασφάλιση – Υγειονομική ασφάλιση – Προσωπικό πεδίο εφαρμογής – Σύντροφος υπαλλήλου στο πλαίσιο μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης – Έννοια – Αυτοτελής έννοια κατά τον ΚΥΚ

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 72 § 1· παράρτημα VII, άρθρο 1 § 2, στοιχείο γ΄, περίπτωση i)

1.      Καθόσον ο κοινοτικός δικαστής, οσάκις επιλαμβάνεται προσφυγής ακυρώσεως, δεν μπορεί να αποφανθεί ultra petita, δεν έχει αρμοδιότητα ούτε να αναπροσδιορίσει το κύριο αντικείμενο της προσφυγής, ούτε μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως έναν ισχυρισμό παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπου το δημόσιο συμφέρον επιβάλλει τέτοια εξέταση. Στο πλαίσιο διαφοράς, όπως αυτή έχει καθοριστεί από τους διαδίκους, ο κοινοτικός δικαστής, μολονότι οφείλει να αποφαίνεται μόνον επί των αιτημάτων των διαδίκων, εντούτοις, δεν μπορεί να περιοριστεί στην εξέταση μόνον των επιχειρημάτων που προβάλλουν οι διάδικοι προς στήριξη των αιτημάτων τους, διότι, άλλως, αναλόγως της περιπτώσεως, θα ήταν υποχρεωμένος να στηρίξει την απόφασή του σε εσφαλμένους νομικούς ισχυρισμούς.

Στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς, στην οποία οι διάδικοι διαφωνούν ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή διατάξεως του κοινοτικού δικαίου, εναπόκειται στον κοινοτικό δικαστή να εφαρμόζει επί των πραγματικών περιστατικών που του υποβάλλουν οι διάδικοι τους κανόνες δικαίου που ασκούν επιρροή για τη λύση της διαφοράς. Δυνάμει της αρχής iura novit curia, ο προσδιορισμός της εννοίας του νόμου δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής μιας αρχής ελεύθερης διαθέσεως του αντικειμένου της δίκης από τους διαδίκους και, επομένως, ο κοινοτικός δικαστής δεν υποχρεούται να ανακοινώσει στους διαδίκους την ερμηνεία που προτίθεται να υιοθετήσει προκειμένου να λάβουν θέση συναφώς.

(βλ. σκέψεις 34 έως 36)

Παραπομπή: προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Léger στην υπόθεση ΔΕΚ, 19 Νοεμβρίου 1998, C‑252/96 P, Κοινοβούλιο κατά Gutiérrez de Quijano y Lloréns, Συλλογή 1998, σ. I‑7421, I‑7422, σημείο 36· προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Γ. Κοσμά στην υπόθεση ΔΕΚ, 11 Ιανουαρίου 2000, C‑174/98 P και C‑189/98 P, Κάτω Χώρες και van der Wal κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑1, I‑3, σημεία 95 και 96· ΔΕΚ, 27 Σεπτεμβρίου 2004, C‑470/02 P, UER κατά M6 κ.λπ., μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 69· ΔΕΚ, 13 Ιουνίου 2006, C‑172/05 P, Mancini κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 41· ΠΕΚ, 20 Ιουνίου 2007, T‑246/99, Tirrenia di Navigazione κ.λπ. κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 102· ΠΕΚ, 18 Δεκεμβρίου 2008, T‑90/07 P και T‑99/07 P, Βέλγιο κατά Genette, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 72 έως 75

2.      Στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης απόκειται να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει την έννοια της «μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης» του άρθρου 72, παράγραφος 1, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ), κατά το μέτρο που οι διατάξεις αυτές δεν απαιτούν απόφαση εμπίπτουσα μόνον στην αρμοδιότητα του οικείου κράτους μέλους, υπαγόμενη σε δικαστικό έλεγχο της έννομης τάξης του κράτους αυτού.

Η αυτοτελής ερμηνεία της έννοιας «μη έγγαμη σχέση συμβίωσης» δεν θίγει την αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών σε θέματα οικογενειακής καταστάσεως και τον καθορισμό των εξ αυτής απορρεουσών παροχών. Συγκεκριμένα, καθόσον ο δεδομένος ορισμός αφορά έννοια του ΚΥΚ, το πεδίο εφαρμογής του οριοθετείται κατ’ ανάγκη από το πλαίσιο του ΚΥΚ. Διέπει αποκλειστικά τη χορήγηση ορισμένων κοινωνικών πλεονεκτημάτων που παρέχει ο ΚΥΚ στους υπαλλήλους και στο λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και δεν παράγει κανένα αποτέλεσμα στα κράτη μέλη, τα οποία καθορίζουν ελευθέρως την εφαρμογή των νομικών καθεστώτων που αναγνωρίζουν τις πέραν του γάμου σχέσεις συμβίωσης.

(βλ. σκέψεις 44, 45 και 87)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 17 Απριλίου 1986, 59/85, Reed, Συλλογή 1986, σ. 1283, σκέψεις 13 έως 15· ΔΕΚ, 1 Απριλίου 2008, C‑267/06, Maruko, Συλλογή 2008, σ. I‑1757, σκέψεις 59 και 73· Βέλγιο κατά Genette, προπαρατεθείσα, σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

3.      Στο περιεχόμενο μιας διατάξεως του κοινοτικού δικαίου που δεν παραπέμπει ρητώς στο δίκαιο των κρατών μελών, για τον προσδιορισμό της εννοίας και της σημασίας της, πρέπει κανονικά να δίδεται αυτοτελής ερμηνεία, με βάση τα συμφραζόμενα και τον σκοπό που επιδιώκει η σχετική κανονιστική ρύθμιση. Ωστόσο, ελλείψει ρητής παραπομπής, η εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου μπορεί να συνεπάγεται ενδεχομένως αναφορά στο δίκαιο των κρατών μελών όταν ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί να ανεύρει στο κοινοτικό δίκαιο ή στις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου τα στοιχεία βάσει των οποίων θα μπορούσε να προσδιορίσει το περιεχόμενο και την έκτασή της, στο πλαίσιο αυτοτελούς ερμηνείας.

(βλ. σκέψη 70)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 18 Ιανουαρίου 1984, 327/84, Ekro, Συλλογή 1984, σ. 107, σκέψη 11· ΠΕΚ, 18 Δεκεμβρίου 1992, T‑43/90, Díaz García κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1992, σ. II‑2619, σκέψη 36· ΠΕΚ, 18 Δεκεμβρίου 1992, T‑85/91, Khouri κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑2637, σκέψη 32

4.      Όσον αφορά τα δικαιώματα για τις παροχές υγειονομικής ασφαλίσεως που προβλέπει ο ΚΥΚ στο άρθρο 72, παράγραφος 1, η έννοια της «μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης» είναι αυτοτελής έννοια. Συγκεκριμένα, λαμβανομένης υπόψη της μεγάλης ετερογένειας των εθνικών νομοθεσιών όσον αφορά την εφαρμογή των νομικών καθεστώτων που αναγνωρίζουν διάφορες μορφές ένωσης, πέραν του γάμου, η έννοια «του υπαλλήλου ο οποίος έχει καταχωριστεί ως σύντροφος σταθερής μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης», για την οποία γίνεται λόγος στην εισαγωγική φράση του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, δεν μπορεί καθεαυτή να ερμηνευθεί ως αναφερόμενη σε καθεστώς «καταχωρισμένης σχέσης συμβίωσης» σαφώς προσδιοριζόμενο στο σύνολο των κρατών μελών. Υπό το πρίσμα αυτό, και στο παρόν στάδιο εξελίξεως των διαφόρων εθνικών νομικών συστημάτων, η έννοια της «καταχωρισμένης σχέσης συμβίωσης» διαφέρει, συνεπώς, από την έννοια «γάμος», το περιεχόμενο του οποίου προσδιορίζεται σαφώς στο σύνολο των κρατών μελών.

Κατά συνέπεια, η κατά τον ΚΥΚ έννοια της «καταχωρισμένης σχέσης συμβίωσης» μπορεί αποκλειστικά να οριστεί λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών διατάξεων του ΚΥΚ, ειδικότερα δε των ενδείξεων που προκύπτουν από τις τεθείσες με το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα, ελλείψει κοινώς αποδεκτής έννοιας της «καταχωρισμένης σχέσης συμβίωσης», η απλή μνεία στην εισαγωγική φράση του άρθρου αυτού περί του περιεχομένου μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης δεν αρκεί για τον καθορισμό της εν λόγω έννοιας. Εξάλλου, ο όρος «καταχωρισμένη» της προπαρατεθείσας εισαγωγικής φράσεως αναφέρεται αποκλειστικά σε ορισμένα τυπικά στοιχεία που διευκρινίζονται στην πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ και, επομένως, η μνεία αυτή δεν μπορεί επομένως να νοηθεί ως επιβάλλουσα συγκεκριμένη προϋπόθεση «καταχωρίσεως» ή ως απαιτούσα να «ρυθμίζεται από τον νόμο» η μη έγγαμη σχέση συμβίωσης, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του γάμου.

Επιπλέον, η έννοια της «μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης», όπως συνάγεται από τις τεθείσες με το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, προϋποθέσεις, πρέπει να νοηθεί υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 8 του κανονισμού 723/2004, με την οποία ο κοινοτικός νομοθέτης είχε την πρόθεση να επεκτείνει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τα πλεονεκτήματα που παρέχονται στα έγγαμα ζεύγη στους «υπαλλήλους που τελούν σε μη έγγαμη σχέση συμβίωσης αναγνωρισμένη από ένα κράτος μέλος ως σταθερή σχέση συμβίωσης».

Κατά συνέπεια, η ύπαρξη μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης, κατά τον ΚΥΚ, συνεπάγεται, αφενός, την ένωση δύο προσώπων, αποκλειομένων των προστατευομένων προσώπων, για τα οποία γίνεται λόγος σε άλλες διατάξεις του ΚΥΚ, και, αφετέρου, τυπικά στοιχεία, όπως την προσκόμιση επίσημου εγγράφου, πιστοποιούντος το καθεστώς των ενδιαφερομένων ως συντρόφων μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης και την αναγνώριση του επισήμου χαρακτήρα του εν λόγω εγγράφου από το οικείο κράτος μέλος.

Από το σύνολο των θεωρήσεων αυτών προκύπτει ότι, βάσει των κρίσιμων για την υπόθεση διατάξεων του ΚΥΚ, η έννοια «μη έγγαμη σχέση συμβίωσης» μπορεί να καθοριστεί ως έχουσα ορισμένες ομοιότητες με τον γάμο. Εντούτοις, οι διατάξεις αυτές δεν απαιτούν η «μη έγγαμη σχέση συμβίωσης» να εξομοιούται με τον γάμο. Η απαίτηση αυτή αντιστοιχεί με την επιβολή πρόσθετης προϋποθέσεως μη προβλεπόμενης με τον ΚΥΚ, η οποία συνεπάγεται δυσμενείς διακρίσεις σε βάρος ορισμένων υπαλλήλων λόγω του αορίστου τύπου της μη έγγαμης σχέσης συμβίωσής τους, ενώ η εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία αναγνωρίζει τη μη έγγαμη αυτή σχέση και πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις του ΚΥΚ. Μολονότι ο ΚΥΚ, για την αναγνώριση της υπάρξεως «μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης», απαιτεί να αποδεικνύεται ότι οι σύντροφοι συμβιώνουν κατά τρόπο σταθερό, δεν απαιτεί οι σύντροφοι να συνδέονται με συγκεκριμένα αμοιβαία δικαιώματα και υποχρεώσεις. Η απαιτούμενη από τον ΚΥΚ ομοιότητα με τον γάμο προκύπτει ακριβώς από τη συμβίωση αυτή καθώς και από τυπικά στοιχεία.

(βλ. σκέψεις 73, 75 έως 77, 81 έως 86, 91 και 96)