Language of document : ECLI:EU:T:2024:332

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

της 29ης Μαΐου 2024 (*)

«Οικονομική και Νομισματική Ένωση – Τραπεζική ένωση – Ενιαίος μηχανισμός εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων (ΕΜΕ) – Ενιαίο ταμείο εξυγίανσης (ΕΤΕ) – Απόφαση του ΕΣΕ σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών για το 2021 – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Νομική βάση του κανονισμού 806/2014 – Άρθρο 114 ΣΛΕΕ – Ίση μεταχείριση – Περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής – Διακριτική ευχέρεια του ΕΣΕ – Υποχρέωση αιτιολόγησης»

Στην υπόθεση T‑360/21,

Portigon AG, με έδρα το Ντίσελντορφ (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον D. Bliesener και τις V. Jungkind και C. van Kampen, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ), εκπροσωπούμενου από τους J. Kerlin και D. Ceran, επικουρούμενους από τους B. Meyring και T. Klupsch και τη S. Ianc, δικηγόρους,

καθού,

υποστηριζόμενου από το

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τους U. Rösslein και M. Menegatti και την G. Bartram,

από το

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τον J. Bauerschmidt και τις J. Haunold και A. Westerhof Löfflerová,

και από την

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον Δ. Τριανταφύλλου και την A. Steiblytė,

παρεμβαίνοντες,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Kornezov, πρόεδρο, G. De Baere, D. Petrlík (εισηγητή), K. Kecsmár και S. Kingston, δικαστές,

γραμματέας: L. Ramette, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 1ης Μαρτίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (1)

[παραλειπόμενα]

I.      Ιστορικό της διαφοράς

2        Η προσφεύγουσα είναι πιστωτικό ίδρυμα με έδρα τη Γερμανία το οποίο ευρίσκεται σε διαδικασία λύσης. Εξακολουθεί να διαθέτει ορισμένες άδειες για την εκτέλεση τραπεζικών εργασιών και την παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, όπως καταθέσεις και πιστοδοτήσεις καθώς και υπηρεσίες πληρωμών. Κατέχει όμως τις άδειες αυτές μόνο προς τον σκοπό της ομαλής ολοκλήρωσης της διαδικασίας λύσης της.

3        Μεταξύ των διενεργούμενων προς τούτο πράξεων, κρίσιμες εν προκειμένω είναι ιδίως οι πράξεις στις οποίες συμμετέχει η Erste Abwicklungsanstalt (στο εξής: EAA).

4        Η EAA ιδρύθηκε δυνάμει του Finanzmarktstabilisierungsfondsgesetz (νόμου για τη δημιουργία ταμείου σταθεροποίησης της χρηματοπιστωτικής αγοράς), της 17ης Οκτωβρίου 2008 (BGBl. 2008 I, σ. 1982), για τους σκοπούς της λύσης και της προστασίας ενός μέρους των τραπεζικών εργασιών της προσφεύγουσας.

5        Η προσφεύγουσα μεταβίβασε μεγάλο μέρος των περιουσιακών στοιχείων της και των υποχρεώσεών της στην EAA χάριν της λύσης της. Ένα μέρος των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων αποτέλεσε αντικείμενο εμπράγματης μεταβίβασης στην EAA μέσω διάσπασης. Το μέρος αυτό των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων δεν αναγράφεται πλέον στον ισολογισμό της προσφεύγουσας.

6        Ένα άλλο μέρος των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων της προσφεύγουσας δεν συμπεριλήφθηκε στη διάσπαση, αλλά απλώς μεταβιβάστηκε υπό «οικονομική» μόνον έννοια ή καλύφθηκε από εγγύηση της EAA. Προς τον σκοπό αυτόν, η προσφεύγουσα συνήψε με την EAA συμβάσεις έχουσες ως αντικείμενο τη μεταφορά των κινδύνων στην EAA, ενώ η προσφεύγουσα διατήρησε το εμπράγματο δικαίωμα κυριότητας επί του εν λόγω μέρους των περιουσιακών στοιχείων της και των υποχρεώσεών της.

7        Τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις της προσφεύγουσας που μεταβιβάστηκαν στην EAA υπό οικονομική μόνον έννοια περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τα στοιχεία του χαρτοφυλακίου εξωχρηματιστηριακών παραγώγων προϊόντων (στο εξής: χαρτοφυλάκιο παραγώγων EAA-OTC). Το χαρτοφυλάκιο αυτό αποτελείται, κατ’ ουσίαν, αφενός, από δικαιώματα και υποχρεώσεις της προσφεύγουσας που γεννώνται από συγκεκριμένα παράγωγα προϊόντα ή συνδέονται με τα προϊόντα αυτά και, αφετέρου, από ασφάλειες για την εξασφάλιση των απαιτήσεων που γεννώνται από τα εν λόγω παράγωγα προϊόντα.

8        Η προσφεύγουσα ευθύνεται από νομικής και κανονιστικής απόψεως για τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων του χαρτοφυλακίου της ΕΑΑ τα οποία δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο εμπράγματης μεταβίβασης στην ΕΑΑ μέσω διάσπασης. Επειδή η EAA δεν μπορεί να εκμεταλλευθεί η ίδια τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία, η προσφεύγουσα τα διαχειρίζεται ως καταπιστευματούχος βάσει συμβάσεων τις οποίες έχει συνάψει με την EAA. Στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα ενεργεί ιδίω ονόματι, αλλά κατ’ εντολήν και για λογαριασμό της EAA.

9        Μέχρι την εκπλήρωσή τους ή τη μεταβίβασή τους στην EAA, οι θέσεις παραγώγων EAA-OTC εμφανίζονται στον ισολογισμό της προσφεύγουσας ως καταπιστευτικά περιουσιακά στοιχεία ή καταπιστευτικές υποχρεώσεις.

10      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, το ΕΣΕ καθόρισε, σύμφωνα με το άρθρο 70, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ 2014, L 225, σ. 1), τις εκ των προτέρων εισφορές προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΤΕ) (στο εξής: εκ των προτέρων εισφορές) για το έτος 2021 (στο εξής: περίοδος συνεισφοράς 2021), που καταβάλλονται από τα ιδρύματα που εμπίπτουν στις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 2 και του άρθρου 67, παράγραφος 4, του εν λόγω κανονισμού (στο εξής: ιδρύματα), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η προσφεύγουσα.

11      Με πράξη επιβολής εισφοράς της 21ης Απριλίου 2021, η Bundesanstalt für Finanzdienstleistungsaufsicht (BaFin, Ομοσπονδιακή Εποπτική Αρχή Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών, Γερμανία), υπό την ιδιότητά της ως εθνική αρχή εξυγίανσης (στο εξής: ΕΑΕ) κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, σημείο 3, του κανονισμού 806/2014, διέταξε την προσφεύγουσα να καταβάλει την εκ των προτέρων εισφορά της για την περίοδο συνεισφοράς 2021, όπως η εισφορά αυτή είχε καθοριστεί από το ΕΣΕ.

12      Η προσφεύγουσα διαφωνεί με το ΕΣΕ και την BaFin ως προς τα στοιχεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς της ίδιας. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα φρονεί ότι δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη συναφώς οι υποχρεώσεις που περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο παραγώγων EAA-OTC και ότι η ίδια δεν ανήκει σε όμιλο που έχει τεθεί υπό αναδιάρθρωση αφού έχει λάβει δημόσια ή ισοδύναμα κεφάλαια, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 8, στοιχείο αʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/63 της Επιτροπής, της 21ης Οκτωβρίου 2014, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις εκ των προτέρων συνεισφορές σε χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης (ΕΕ 2015, L 11, σ. 44). Το ΕΣΕ και η BaFin φρονούν αντιθέτως ότι η εκ των προτέρων εισφορά της προσφεύγουσας πρέπει να υπολογιστεί με βάση το σύνολο του ισολογισμού της και ότι η προσφεύγουσα είναι υπό αναδιάρθρωση ίδρυμα.

[παραλειπόμενα]

IV.    Σκεπτικό

[παραλειπόμενα]

Α.      Επί των ενστάσεων περί ελλείψεως νομιμότητας του κανονισμού 806/2014, της οδηγίας 2014/59 και του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63

1.      Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, κατά το μέρος που στηρίζεται σε ενστάσεις ελλείψεως νομιμότητας

34      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει, πρώτον, ενστάσεις περί ελλείψεως νομιμότητας του κανονισμού 806/2014 και της οδηγίας 2014/59, δεύτερον, αιτιάσεις όσον αφορά τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και, τρίτον, τρεις ενστάσεις περί ελλείψεως νομιμότητας του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

35      Πρέπει καταρχάς να εξεταστούν οι ενστάσεις ελλείψεως νομιμότητας, δεδομένου ότι οι αιτιάσεις όσον αφορά τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης θα εξεταστούν στις σκέψεις 337 έως 351 κατωτέρω.

α)      Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, κατά το μέρος που αφορά ενστάσεις περί ελλείψεως νομιμότητας του κανονισμού 806/2014 και της οδηγίας 2014/59

36      Η προσφεύγουσα προβάλλει ενστάσεις περί ελλείψεως νομιμότητας του κανονισμού 806/2014 και της οδηγίας 2014/59 για τον λόγο ότι ο νομοθέτης της Ένωσης εσφαλμένως επέλεξε το άρθρο 114, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ως νομική βάση για την έκδοσή τους.

37      Αφενός, οι εν λόγω πράξεις δεν έχουν καμία σχέση με την εσωτερική αγορά, διότι, αν οι εκ των προτέρων εισφορές προβλέπονταν σε επίπεδο κρατών μελών, δεν θα συνιστούσαν εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών ούτε θα συνεπάγονταν αισθητές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.

38      Αφετέρου, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν έχει την εξουσία να θεμελιώσει το σύστημα των εκ των προτέρων εισφορών στο άρθρο 114, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, διότι οι εν λόγω εισφορές εμπίπτουν στις «φορολογικές διατάξεις» κατά την έννοια του άρθρου 114, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, από το αγγλικό και το γαλλικό κείμενο του άρθρου 114, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι το πεδίο εφαρμογής της διάταξης αυτής βαίνει πέραν του υπό στενή έννοια «φόρου». Συνεπώς, ο νομοθέτης της Ένωσης έπρεπε να στηριχθεί στα άρθρα 113 ή 115 ΣΛΕΕ για να θεσπίσει την υποχρέωση καταβολής των εκ των προτέρων εισφορών.

39      Το ΕΣΕ, το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή αντικρούουν την επιχειρηματολογία αυτή.

40      Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι η επιλογή της νομικής βάσης μιας πράξης της Ένωσης πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία επιδεχόμενα δικαστικό έλεγχο, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται ο σκοπός και το περιεχόμενο της πράξης [βλ. γνωμοδότηση 1/15 (Συμφωνία PNR ΕΕ-Καναδά), της 26ης Ιουλίου 2017, EU:C:2017:592, σκέψη 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2018, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Συμφωνία με το Καζακστάν), C‑244/17, EU:C:2018:662, σκέψη 36].

41      Οι νομοθετικές πράξεις που εκδίδονται επί τη βάσει του άρθρου 114, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ πρέπει, αφενός, να περιλαμβάνουν μέτρα σχετικά με την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών και, αφετέρου, να έχουν ως αντικείμενο την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2014, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑270/12, EU:C:2014:18, σκέψη 100).

42      Κατά πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 114 ΣΛΕΕ μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως νομική βάση μόνο στην περίπτωση που από τη νομική πράξη προκύπτει πράγματι, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, ότι σκοπός της είναι η βελτίωση των συνθηκών για την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (βλ. απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2014, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑270/12, EU:C:2014:18, σκέψη 113 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43      Εν προκειμένω, προκύπτει ιδίως από τις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 3 του κανονισμού 806/2014 καθώς και από την αιτιολογική σκέψη 1 της οδηγίας 2014/59 ότι οι ως άνω πράξεις εκδόθηκαν στο πλαίσιο οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης, η οποία κατέδειξε, όσον αφορά την Ένωση, έλλειψη εργαλείων για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του κινδύνου που ενέχουν τα ιδρύματα με οικονομικές δυσχέρειες, γεγονός που υποχρέωνε τα κράτη μέλη να χρησιμοποιούν δημόσια χρηματοδοτικά μέσα για τη στήριξη τέτοιων ιδρυμάτων.

44      Προκύπτει επίσης από την αιτιολογική σκέψη 1 του κανονισμού 806/2014 και την αιτιολογική σκέψη 3 της οδηγίας 2014/59 ότι η κρίση αυτή κατέδειξε ότι απειλείτο η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς τραπεζικών υπηρεσιών και ότι υπήρχε αυξανόμενος κίνδυνος χρηματοπιστωτικού κατακερματισμού. Το στοιχείο αυτό αποτελούσε πηγή σοβαρής ανησυχίας εντός της εσωτερικής αγοράς στο πλαίσιο της οποίας οι τράπεζες έπρεπε να μπορούν να αναπτύσσουν σημαντικές διασυνοριακές δραστηριότητες, παρατηρείτο δε περιορισμός των δραστηριοτήτων αυτών λόγω του φόβου μετάδοσης.

45      Επιπλέον, ο νομοθέτης της Ένωσης υπογράμμισε, στις αιτιολογικές σκέψεις 2 έως 4 και 12 του κανονισμού 806/2014 και στις αιτιολογικές σκέψεις 4 και 5 της οδηγίας 2014/59, ότι οι αποκλίσεις ως προς τους εθνικούς κανόνες εξυγίανσης και τις αντίστοιχες διοικητικές πρακτικές καθώς και η απουσία ενιαίας διαδικασίας λήψης αποφάσεων σε ό,τι αφορά την εξυγίανση στην τραπεζική ένωση συνέβαλλαν στην έλλειψη εμπιστοσύνης των εθνικών τραπεζικών συστημάτων έναντι των αντίστοιχων συστημάτων άλλων κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των κρατών μελών που δεν μετέχουν στον ΕΜΕ, και στην αστάθεια της αγοράς, καθόσον δεν εξασφάλιζαν προβλεψιμότητα ως προς τα πιθανά αποτελέσματα της χρεοκοπίας μιας τράπεζας. Οι αποκλίσεις αυτές μπορούσαν επίσης να οδηγήσουν σε υψηλότερο κόστος δανεισμού για ορισμένες τράπεζες και τους πελάτες τους, αποκλειστικά και μόνο λόγω του τόπου εγκατάστασης των τραπεζών και ανεξάρτητα από την πραγματική πιστοληπτική ικανότητά τους.

46      Επιπλέον, ο νομοθέτης της Ένωσης υπογράμμισε, στις αιτιολογικές σκέψεις 9 και 19 του κανονισμού 806/2014, ότι όσο οι κανόνες εξυγίανσης, οι πρακτικές και οι προσεγγίσεις επιμερισμού των βαρών εξακολουθούσαν να ρυθμίζονται σε εθνικό επίπεδο και οι χρηματοοικονομικοί πόροι που απαιτούνται για τη χρηματοδότηση της εξυγίανσης να συγκεντρώνονται και να δαπανώνται σε εθνικό επίπεδο, δεν θα ήταν δυνατή η πλήρης διάρρηξη του δεσμού μεταξύ κρατών μελών και τραπεζικού τομέα, η δε εσωτερική αγορά θα παρέμενε κατακερματισμένη. Αυτό θα περιόριζε τις διασυνοριακές δραστηριότητες των τραπεζών, δημιουργώντας κατά συνέπεια εμπόδια στην άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών και νοθεύοντας τον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά.

47      Τέλος, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 9 και 10 της οδηγίας 2014/59, η οδηγία αυτή έχει σκοπό να αποτρέψει το ενδεχόμενο να μη διαθέτουν οι εθνικές αρχές το ίδιο επίπεδο ελέγχου των ιδρυμάτων ή την ίδια ικανότητα εξυγίανσής τους, κατάσταση που ενδέχεται να επηρεάσει με διαφορετικό τρόπο τις δαπάνες για τη χρηματοδότηση των ιδρυμάτων στα κράτη μέλη, με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται η άσκηση της ελευθερίας εγκατάστασης που τους παρέχεται στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς.

48      Υπό το πρίσμα αυτών ακριβώς των εκτιμήσεων, ο κανονισμός 806/2014 σκοπεί να περιορίσει τον σύνδεσμο μεταξύ της αντίληψης για τη δημοσιονομική θέση των επιμέρους κρατών μελών και του κόστους χρηματοδότησης των τραπεζών και των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στα εν λόγω κράτη μέλη, καθώς και να καταστήσει τον χρηματοοικονομικό κλάδο στο σύνολό του υπεύθυνο για τη χρηματοδότηση της σταθεροποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

49      Επομένως, όπως αναφέρεται στο άρθρο του 1, ο κανονισμός 806/2014 θεσπίζει ιδίως ενιαίους κανόνες και ενιαία διαδικασία για την εξυγίανση των ιδρυμάτων, οι οποίοι πρέπει να εφαρμόζονται από το ΕΣΕ για την αντιμετώπιση των απειλών για τις οποίες γίνεται λόγος στις σκέψεις 43 έως 46 ανωτέρω.

50      Ομοίως, η οδηγία 2014/59 θεσπίζει, μεταξύ άλλων, εναρμονισμένους κανόνες και εναρμονισμένη διαδικασία για την εξυγίανση των ιδρυμάτων, προκειμένου να ανταποκριθεί στις ανησυχίες του νομοθέτη της Ένωσης που περιγράφονται στις σκέψεις 43 έως 45 και 47 ανωτέρω.

51      Το ΕΤΕ και οι εθνικές χρηματοδοτικές ρυθμίσεις αποτελούν απαραίτητα στοιχεία των εν λόγω κανόνων και της εν λόγω διαδικασίας, τα οποία καθιστούν δυνατή, όπως προκύπτει από τα άρθρα 67 και 76 και την αιτιολογική σκέψη 107 του κανονισμού 806/2014, καθώς και από τα άρθρα 100 και 101 και τις αιτιολογικές σκέψεις 103, 104 και 108 της οδηγίας 2014/59, την αποτελεσματική άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης και τη συμβολή στη χρηματοδότηση των εργαλείων εξυγίανσης, με αποτέλεσμα να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική εφαρμογή τους.

52      Προκειμένου να εξασφαλιστούν επαρκή χρηματοδοτικά μέσα στο πλαίσιο του ΕΤΕ και των εθνικών χρηματοδοτικών ρυθμίσεων, οι ως άνω μηχανισμοί χρηματοδοτούνται, δεδομένων των όσων εκτίθενται στις σκέψεις 43 έως 46 και 48 ανωτέρω, μεταξύ άλλων, από τις εκ των προτέρων εισφορές τις οποίες καταβάλλουν τα ιδρύματα.

53      Συνεπώς, η καταβολή των εισφορών αυτών εξασφαλίζει την αποτελεσματική εφαρμογή των ενιαίων ή εναρμονισμένων κανόνων και της ενιαίας ή εναρμονισμένης διαδικασίας για την εξυγίανση των ιδρυμάτων. Οι κανόνες που καθορίζουν τις εν λόγω εισφορές καθιστούν με τη σειρά τους δυνατό, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 12 και 19 του κανονισμού 806/2014 και τις αιτιολογικές σκέψεις 9 και 10 της οδηγίας 2014/59, να αποφευχθεί η παρεμβολή εμποδίων στην άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών ή η νόθευση του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά λόγω διαφορετικών εθνικών πρακτικών.

54      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι ο κανονισμός 806/2014 και η οδηγία 2014/59 αποσκοπούν στη βελτίωση των συνθηκών για την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

55      Εξάλλου, σε σχέση την προϋπόθεση που διατυπώνεται στο άρθρο 114, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, κατά την οποία η οικεία πράξη της Ένωσης πρέπει να εμπεριέχει μέτρα σχετικά με την προσέγγιση των διατάξεων των κρατών μελών, προκύπτει, μεταξύ άλλων, από την αιτιολογική σκέψη 2 του κανονισμού 806/2014 και από την αιτιολογική σκέψη 4 της οδηγίας 2014/59, αφενός, ότι δεν υπήρχε ενιαία διαδικασίας λήψης αποφάσεων σε ό,τι αφορά την εξυγίανση των ιδρυμάτων στην Ένωση και, αφετέρου, ότι υφίσταντο πολλές διαφορές ουσίας και διαδικαστικές διαφορές μεταξύ των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που ρύθμιζαν την αφερεγγυότητα των ιδρυμάτων στα κράτη μέλη.

56      Στο πλαίσιο αυτό, ο νομοθέτης της Ένωσης θέσπισε κανόνες και διαδικασία εξυγίανσης των ιδρυμάτων οι οποίοι ήταν ενιαίοι στο επίπεδο της τραπεζικής ένωσης και εναρμονισμένοι στο επίπεδο των κρατών μελών, καθώς και ενιαία διαδικασία για την είσπραξη των εκ των προτέρων εισφορών, με σκοπό να εξασφαλίσει την αποτελεσματική εφαρμογή των εν λόγω κανόνων και διαδικασιών, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 49 έως 53 ανωτέρω.

57      Από το σύνολο των σκέψεων που προηγήθηκαν συνάγεται ότι ο κανονισμός 806/2014 και η οδηγία 2014/59 πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 114, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

58      Κατά δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι οι διατάξεις του κανονισμού 806/2014 και της οδηγίας 2014/59 που επιβάλλουν στα ιδρύματα την υποχρέωση να καταβάλλουν εκ των προτέρων εισφορές πρέπει να θεωρούνται ως «φορολογικές διατάξεις» και δεν καλύπτονται συνεπώς από την αρμοδιότητα εναρμόνισης την οποία έχει ο νομοθέτης της Ένωσης δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

59      Το άρθρο 114, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ προβλέπει ότι η παράγραφος 1 της διάταξης αυτής δεν εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, στις «φορολογικές διατάξεις».

60      Όσον αφορά την ερμηνεία του όρου «φορολογικές διατάξεις», διαπιστώνεται ότι η Συνθήκη ΛΕΕ δεν περιέχει ορισμό της έννοιας αυτής (πρβλ. απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C‑338/01, EU:C:2004:253, σκέψη 63).

61      Πάντως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι εισφορά που καταβάλλεται από τους οικονομικούς φορείς ενός συγκεκριμένου τομέα δεν έχει φορολογικό χαρακτήρα στην περίπτωση κατά την οποία, ειδικότερα, η μεν εισφορά διατίθεται άμεσα και κατά τρόπο αποκλειστικό στη χρηματοδότηση των δαπανών του τομέα αυτού, οι δε δαπάνες είναι αναγκαίες για τη λειτουργία του εν λόγω τομέα, προκειμένου ιδίως να τον σταθεροποιήσουν (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 11ης Ιουλίου 1989, Schräder HS Kraftfutter, 265/87, EU:C:1989:303, σκέψεις 9 και 10).

62      Η συλλογιστική αυτή ισχύει και στην περίπτωση των εκ των προτέρων εισφορών, οι οποίες στηρίζονται σε μια ασφαλιστική λογική και καταβάλλονται από τους οικονομικούς φορείς ενός συγκεκριμένου τομέα με σκοπό τη χρηματοδότηση αποκλειστικώς των δαπανών του εν λόγω τομέα.

63      Συνακόλουθα, όσον αφορά τη φύση των εκ των προτέρων εισφορών, στη σκέψη 43 ανωτέρω επισημαίνεται ότι ο κανονισμός 806/2014 και η οδηγία 2014/59 εκδόθηκαν στο πλαίσιο μιας οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης η οποία είχε καταδείξει, όσον αφορά την Ένωση, έλλειψη εργαλείων για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του κινδύνου που ενέχουν τα ιδρύματα με οικονομικές δυσχέρειες, γεγονός που υποχρέωνε τα κράτη μέλη να χρησιμοποιούν δημόσια χρηματοδοτικά μέσα για τη στήριξη τέτοιων ιδρυμάτων. Σκοπός του ΕΜΕ είναι να αποφεύγονται οι βλαπτικές επιπτώσεις από την πτώχευση ιδρυμάτων κατά τη διάρκεια τέτοιων κρίσεων, δεδομένου ότι η πτώχευση ιδρυμάτων σε μεμονωμένο κράτος μέλος μπορεί να υπονομεύσει τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών στο σύνολό τους, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 8 και 12 του κανονισμού 806/2014. Το ίδιο ισχύει και για την οδηγία 2014/59, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές της σκέψεις 3 και 5.

64      Στο πλαίσιο αυτό, ο νομοθέτης της Ένωσης έκρινε ότι η χρηματοδότηση της σταθεροποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος βαρύνει τον χρηματοοικονομικό κλάδο στο σύνολό του, όπως προκύπτει ιδίως από την αιτιολογική σκέψη 100 του κανονισμού 806/2014 και από την αιτιολογική σκέψη 103 της οδηγίας 2014/59.

65      Υπό το πρίσμα αυτό, η ειδική φύση των εκ των προτέρων εισφορών συνίσταται, όπως επιβεβαιώνεται από τις αιτιολογικές σκέψεις 105 έως 107 της οδηγίας 2014/59 και την αιτιολογική σκέψη 41 του κανονισμού 806/2014, στην κατοχύρωση, στο πλαίσιο μιας ασφαλιστικής λογικής, της παροχής επαρκών οικονομικών πόρων από τον χρηματοοικονομικό κλάδο στον ΕΜΕ, ώστε αυτός να μπορεί να εκπληρώνει τα καθήκοντά του (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 113).

66      Συνεπώς, σύμφωνα με το άρθρο 67, παράγραφοι 2 και 4, και την αιτιολογική σκέψη 61 του κανονισμού 806/2014, καθώς και με τα άρθρα 101 και 103 και με την αιτιολογική σκέψη 49 της οδηγίας 2014/59, οι εκ των προτέρων εισφορές καταβάλλονται από τους οικονομικούς φορείς του χρηματοοικονομικού κλάδου προκειμένου να χρηματοδοτήσουν το ΕΤΕ, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο για την αποτελεσματική εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης και την αποτελεσματική άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης, όταν τα μέτρα αυτά αποδεικνύονται αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας του κλάδου αυτού.

67      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 1 του κανονισμού 806/2014 και από το άρθρο 1 της οδηγίας 2014/59, τα μέτρα που μνημονεύονται στη σκέψη 66 ανωτέρω εφαρμόζονται προς όφελος αποκλειστικώς και μόνον των υπόχρεων για την καταβολή των εκ των προτέρων εισφορών ιδρυμάτων.

68      Βεβαίως, ο κανονισμός 806/2014 και η οδηγία 2014/59 δεν συνδέουν αυτομάτως την καταβολή της εκ των προτέρων εισφοράς με την εξυγίανση του οικείου ιδρύματος. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι εκ των προτέρων εισφορές δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ασφάλιστρα των οποίων η μηνιαία καταβολή και η επιστροφή είναι δυνατές (πρβλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, ABLV Bank κατά ΕΣΕ, T‑758/18, EU:T:2021:28, σκέψεις 70 και 73).

69      Ωστόσο, γεγονός παραμένει ότι τα ιδρύματα αποκομίζουν διπλό όφελος από το ΕΤΕ και τις εθνικές χρηματοδοτικές ρυθμίσεις, δηλαδή τους μηχανισμούς που χρηματοδοτούνται ακριβώς από τις εκ των προτέρων εισφορές τους.

70      Αφενός, όταν τα ιδρύματα ευρίσκονται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, η χρηματοοικονομική κατάστασή τους μπορεί να τακτοποιηθεί στο πλαίσιο διαδικασίας εξυγίανσης η οποία μπορεί να κινηθεί προς όφελός τους εφόσον πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 18 του κανονισμού 806/2014 ή του άρθρου 32 της οδηγίας 2014/59. Επομένως, η διαδικασία αυτή επιτρέπει τη χρησιμοποίηση των χρηματοδοτικών μέσων του ΕΤΕ ή των εθνικών χρηματοδοτικών ρυθμίσεων προς όφελος των ως άνω ιδρυμάτων, εξυπακουομένου ότι τα μέσα αυτά προέρχονται από τις εισφορές των εν λόγω ιδρυμάτων.

71      Αφετέρου, όλα τα ιδρύματα ωφελούνται από τις εκ των προτέρων εισφορές τους μέσω της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος την οποία διασφαλίζουν το ΕΤΕ και οι εθνικές χρηματοδοτικές ρυθμίσεις.

72      Ειδικότερα, ο κίνδυνος τον οποίο καλύπτουν το ΕΤΕ και οι εθνικές χρηματοδοτικές ρυθμίσεις είναι ο κίνδυνος τον οποίο συνεπάγεται το σύνολο του χρηματοοικονομικού κλάδου για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος (βλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, ABLV Bank κατά ΕΣΕ, T‑758/18, EU:T:2021:28, σκέψη 72).

73      Επομένως, το ΕΤΕ και οι εθνικές χρηματοδοτικές ρυθμίσεις αποσκοπούν, υπό μια οπτική ασφαλιστικού και όχι φορολογικού χαρακτήρα, στη διασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού κλάδου στο σύνολό του, ούτως ώστε το σύνολο των ιδρυμάτων να προστατεύεται από κρίσεις στον κλάδο αυτόν.

74      Ο εν λόγω ασφαλιστικής φύσεως σκοπός αντικατοπτρίζεται εξάλλου και στον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών, δεδομένου ότι οι εισφορές αυτές δεν προκύπτουν από την εφαρμογή συγκεκριμένου συντελεστή σε μια βάση επιβολής, αλλά, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 102 και 103 της οδηγίας 2014/59 καθώς και των άρθρων 69 και 70 του κανονισμού 806/2014, από τον καθορισμό ενός τελικού επιπέδου-στόχου και, στη συνέχεια, ενός ετήσιου επιπέδου-στόχου, το οποίο ακολούθως κατανέμεται μεταξύ των ιδρυμάτων (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 113). Η κατανομή αυτή του ετήσιου επιπέδου-στόχου βασίζεται, μεταξύ άλλων, όπως προκύπτει επίσης από την αιτιολογική σκέψη 107 της ως άνω οδηγίας και από την αιτιολογική σκέψη 109 του ως άνω κανονισμού, στον κίνδυνο που αντιπροσωπεύει κάθε ίδρυμα για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, γεγονός που ενθαρρύνει τα ιδρύματα να λειτουργούν βάσει λιγότερο ριψοκίνδυνου μοντέλου.

75      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα ιδρύματα καταβάλλουν τις εκ των προτέρων εισφορές βάσει μιας ασφαλιστικής λογικής, υπό την έννοια ότι οι εισφορές αυτές διατίθενται άμεσα και κατά τρόπο αποκλειστικό στη χρηματοδότηση των δαπανών του χρηματοοικονομικού κλάδου στον οποίον ανήκουν τα ιδρύματα αυτά και ότι οι εν λόγω δαπάνες αποδεικνύονται αναγκαίες για τη λειτουργία του κλάδου αυτού, προκειμένου ιδίως να τον σταθεροποιήσουν σε περίπτωση πτώχευσης ορισμένων ιδρυμάτων και να περιορίσουν τα φαινόμενα μετάδοσης.

76      Συνεπώς, οι διατάξεις του κανονισμού 806/2014 και της οδηγίας 2014/59 που υποχρεώνουν τα ιδρύματα να καταβάλλουν εκ των προτέρων εισφορές και καθορίζουν τον τρόπο υπολογισμού τους δεν συνιστούν «φορολογικές διατάξεις» κατά την έννοια του άρθρου 114, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

77      Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από το επιχείρημα της προσφεύγουσας κατά το οποίο, σύμφωνα με ορισμένες γλωσσικές αποδόσεις του άρθρου 114, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, ο όρος «φορολογικές διατάξεις» πρέπει να έχει ευρύτερο περιεχόμενο.

78      Ειδικότερα, καταρχήν, πρέπει να αναγνωρίζεται η ίδια αξία σε όλες τις γλωσσικές αποδόσεις των πράξεων της Ένωσης. Επομένως, προκειμένου να διασφαλιστεί η ενιαία ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, είναι σημαντικό, σε περίπτωση αποκλίσεων μεταξύ των γλωσσικών αποδόσεων, η επίμαχη διάταξη να ερμηνεύεται σε συνάρτηση με την όλη οικονομία και τον σκοπό της ρύθμισης της οποίας αποτελεί μέρος (βλ. απόφαση της 20ής Φεβρουαρίου 2018, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C‑16/16 P, EU:C:2018:79, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

79      Κατά συνέπεια, η διατύπωση που χρησιμοποιείται σε ορισμένες από τις γλωσσικές αποδόσεις μιας πράξης δεν είναι δυνατό να χρησιμεύσει ως μοναδική βάση για την ερμηνεία της πράξης αυτής, ούτε μπορεί να της δοθεί προτεραιότητα σε σχέση με τις άλλες γλωσσικές αποδόσεις. Ειδικότερα, μια τέτοια προσέγγιση θα ήταν ασύμβατη προς την απαίτηση ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης (βλ. απόφαση της 20ής Φεβρουαρίου 2018, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C‑16/16 P, EU:C:2018:79, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

80      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος λόγος ακυρώσεως κατά το μέρος που στηρίζεται σε ενστάσεις περί ελλείψεως νομιμότητας του κανονισμού 806/2014 και της οδηγίας 2014/59.

β)      Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, κατά το μέρος που αφορά ενστάσεις περί ελλείψεως νομιμότητας του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63

81      Η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις ενστάσεις περί ελλείψεως νομιμότητας του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

82      Καταρχάς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 4 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προβλέπει ότι το ΕΣΕ καθορίζει την εκ των προτέρων εισφορά που πρέπει να καταβληθεί από κάθε ίδρυμα ανάλογα με το προφίλ κινδύνου του, με βάση τις πληροφορίες που παρέχει το ίδρυμα και εφαρμόζοντας τη μέθοδο που παρατίθεται στα άρθρα 4 έως 13 του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού.

83      Το άρθρο 5 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, που φέρει τον τίτλο «Προσαρμογή κινδύνου της βασικής ετήσιας συνεισφοράς», παραθέτει, μεταξύ άλλων, τις υποχρεώσεις που αποκλείονται από τον υπολογισμό της εισφοράς αυτής. Το άρθρο 6 του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού απαριθμεί τους πυλώνες και τους δείκτες κινδύνου τους οποίους το ΕΣΕ πρέπει να λαμβάνει υπόψη για την αξιολόγηση του προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων, ενώ το άρθρο 7 του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού καθορίζει ειδικότερα τη σχετική στάθμιση του κάθε πυλώνα και δείκτη κινδύνου που πρέπει να εφαρμόζει το ΕΣΕ κατά την αξιολόγηση του προφίλ κινδύνου κάθε ιδρύματος.

84      Το άρθρο 8 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 αφορά την εφαρμογή των δεικτών κινδύνου σε συγκεκριμένες περιπτώσεις.

85      Εξάλλου, το άρθρο 9 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, που φέρει τον τίτλο «Εφαρμογή της προσαρμογής κινδύνου στη βασική ετήσια συνεισφορά», προβλέπει ότι το ΕΣΕ προσδιορίζει τον πολλαπλασιαστή προσαρμογής με βάση τους δείκτες κινδύνου που μνημονεύονται στο άρθρο 6 του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού και σύμφωνα με τον τύπο και τις διαδικασίες που παρατίθενται στο παράρτημα Ι του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού αυτού και ότι προσδιορίζει την ετήσια συνεισφορά κάθε ιδρύματος για κάθε περίοδο συνεισφοράς πολλαπλασιάζοντας τη βασική ετήσια συνεισφορά επί τον εν λόγω πολλαπλασιαστή προσαρμογής, σύμφωνα με τον τύπο και τις διαδικασίες που παρατίθενται στο παράρτημα I του ίδιου κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού.

86      Τέλος, το παράρτημα I του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 ρυθμίζει τη διαδικασία υπολογισμού των ετήσιων συνεισφορών των ιδρυμάτων, η οποία διεξάγεται σε διάφορα βήματα.

1)      Επί της πρώτης ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας, με την οποία προβάλλεται ότι ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63 υπερβαίνει τις αρμοδιότητες που ανατίθενται στην Επιτροπή με την οδηγία 2014/59

87      Κατά την προσφεύγουσα, ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63 υπερβαίνει τα όρια που καθορίζονται με την οδηγία 2014/59, η οποία αποτελεί την πράξη με την οποία ανατέθηκε η εξουσία έκδοσής του. Δεδομένου ότι το πλαίσιο της οδηγίας αυτής καθορίζεται από το άρθρο 114, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, απαγορεύεται η απόκλιση της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης από το πλαίσιο που οριοθετείται με την τελευταία διάταξη και η εφαρμογή της εν λόγω πράξης σε ιδρύματα που δεν έχουν σχέση με την εσωτερική αγορά. Τούτο συμβαίνει στην περίπτωση της προσφεύγουσας, η οποία ευρίσκεται σε διαδικασία παύσης των δραστηριοτήτων της.

88      Το ΕΣΕ και η Επιτροπή αντικρούουν την επιχειρηματολογία αυτή.

89      Επισημαίνεται ότι η υπό κρίση ένσταση ελλείψεως νομιμότητας στηρίζεται στην εσφαλμένη παραδοχή ότι η προσφεύγουσα «δεν έχει σχέση με την εσωτερική αγορά».

90      Ειδικότερα, μολονότι η προσφεύγουσα ευρίσκεται σε διαδικασία παύσης των δραστηριοτήτων της, γεγονός παραμένει ότι, κατά δήλωσή της, εξακολουθεί να εκτελεί τραπεζικές εργασίες και να παρέχει χρηματοοικονομικές υπηρεσίες. Υπό τις εν λόγω συνθήκες, συμμετέχει κατά το μέτρο αυτό στις συναλλαγές εντός της εσωτερικής αγοράς.

91      Περαιτέρω, εφόσον υποτεθεί ότι η αιτίαση της προσφεύγουσας έχει την έννοια ότι η Επιτροπή υπεχρεούτο να εξαιρέσει από το πεδίο εφαρμογής του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 τα ιδρύματα που έχουν χαμηλό επίπεδο δραστηριοτήτων στην εσωτερική αγορά, πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα.

92      Οι εκ των προτέρων εισφορές που υπολογίζονται σε εθνική βάση επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 103, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/59.

93      Από τη διάταξη αυτήν προκύπτει ότι τις εν λόγω εισφορές πρέπει να τις καταβάλλουν τα «ιδρύματα» κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, σημείο 23, της οδηγίας 2014/59.

94      Από το άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 23, της οδηγίας 2014/59, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 2, της ίδιας οδηγίας, προκύπτει ότι στα ιδρύματα αυτά περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, τα πιστωτικά ιδρύματα κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 1, του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ 2013, L 176, σ. 1), τα οποία δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των οντοτήτων που προβλέπονται στο άρθρο 2, παράγραφος 5, της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ 2013, L 176, σ. 338).

95      Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 1, του κανονισμού 575/2013, ως «πιστωτικό ίδρυμα» νοείται η επιχείρηση της οποίας η δραστηριότητα συνίσταται στην αποδοχή από το κοινό καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων και στη χορήγηση πιστώσεων για ίδιο λογαριασμό, τούτο δε ανεξαρτήτως της έκτασης των δραστηριοτήτων αυτών.

96      Ομοίως, μολονότι το άρθρο 2, παράγραφος 5, της οδηγίας 2013/36 εξαιρεί ορισμένες οντότητες από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, δεν εξαιρεί τα ιδρύματα που έχουν χαμηλό επίπεδο δραστηριοτήτων στην εσωτερική αγορά, όπως είναι τα ιδρύματα που ευρίσκονται σε διαδικασία λύσης.

97      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το άρθρο 103, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/59 επιβάλλει σε όλα τα ιδρύματα στα οποία αναφέρεται υποχρέωση καταβολής εκ των προτέρων εισφορών, ανεξαρτήτως του βαθμού έντασης των δραστηριοτήτων τους στην εσωτερική αγορά.

98      Επιπλέον, το άρθρο 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59, που αποτελεί τη νομική βάση του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, δεν υποχρεώνει την Επιτροπή να απαλλάσσει ορισμένα ιδρύματα από την υποχρέωση καταβολής εκ των προτέρων εισφορών λόγω του χαμηλού επιπέδου των δραστηριοτήτων τους στην εσωτερική αγορά, συνεπεία του ότι ευρίσκονται σε διαδικασία λύσης.

99      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί παρά να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι ο κανονισμός 2015/63 αντιβαίνει στην οδηγία 2014/59 διότι δεν έχει εξαιρέσει τέτοιου είδους ιδρύματα από το πεδίο εφαρμογής του.

100    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα της προσφεύγουσας κατά το οποίο, από την οικονομία και τον σκοπό της οδηγίας 2014/59 και του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, καθώς και από την ερμηνεία τους υπό το πρίσμα του άρθρου 114 ΣΛΕΕ, προκύπτει ότι οι πράξεις αυτές δεν επιβάλλουν υποχρέωση καταβολής εκ των προτέρων εισφορών σε ιδρύματα που ευρίσκονται σε διαδικασία λύσης και τα οποία δεν τελούν σε ανταγωνισμό με τα λοιπά ιδρύματα που δραστηριοποιούνται στην εσωτερική αγορά.

101    Συναφώς, αφενός, διαπιστώνεται ότι το γράμμα των διατάξεων που μνημονεύονται στις σκέψεις 93, 94 και 98 ανωτέρω είναι σαφές και ακριβές όσον αφορά το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της υποχρέωσης αυτής και όσον αφορά το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να εξαιρέσει ορισμένα είδη ιδρυμάτων από το ως άνω πεδίο εφαρμογής. Αφετέρου, από τη σκέψη 90 ανωτέρω προκύπτει ότι η προσφεύγουσα εξακολουθεί να ασκεί δραστηριότητες στην εσωτερική αγορά.

102    Λαμβανομένων υπόψη των όσων προεκτέθηκαν, η υπό κρίση ένσταση ελλείψεως νομιμότητας πρέπει να απορριφθεί.

2)      Επί της δεύτερης ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας, με την οποία προβάλλεται ότι ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63 αντιβαίνει σε βασικά στοιχεία της οδηγίας 2014/59

103    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, εν συνόψει, ότι ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63 δεν έλαβε επαρκώς υπόψη το προφίλ κινδύνου των οικείων ιδρυμάτων στο πλαίσιο της διαμόρφωσης της μεθόδου υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών. Το άρθρο 6 του ως άνω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού έρχεται για τον λόγο αυτόν σε σύγκρουση με βασική διάταξη της οδηγίας 2014/59, δηλαδή με το άρθρο 103, παράγραφος 7.

104    Η εν λόγω σύγκρουση ανάγεται ιδίως στο ότι το άρθρο 6 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 δεν προβλέπει μείωση των εκ των προτέρων εισφορών ή απαλλαγή από τις εκ των προτέρων εισφορές υπέρ ιδρυμάτων όπως η προσφεύγουσα, της οποίας η έκθεση σε κινδύνους, η πιθανότητα να τεθεί υπό εξυγίανση ή η σημασία για τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών είναι πολύ περιορισμένες έως και ανύπαρκτες.

105    Το ΕΣΕ και η Επιτροπή αντικρούουν την επιχειρηματολογία αυτή.

106    Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο κατ’ εξουσιοδότηση αρμοδιότητας κατά την έννοια του άρθρου 290 ΣΛΕΕ, η Επιτροπή διαθέτει, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που της έχουν ανατεθεί, ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, ιδίως όταν καλείται να προβεί σε σύνθετες εκτιμήσεις (πρβλ. απόφαση της 11ης Μαΐου 2017, Dyson κατά Επιτροπής, C‑44/16 P, EU:C:2017:357, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

107    Τούτο ισχύει όσον αφορά τον καθορισμό των κριτηρίων προσαρμογής των εκ των προτέρων εισφορών στο προφίλ κινδύνου δυνάμει του άρθρου 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59.

108    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η ειδική φύση των εισφορών αυτών συνίσταται, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 105 έως 107 της οδηγίας 2014/59 και από την αιτιολογική σκέψη 41 του κανονισμού 806/2014, στην κατοχύρωση, στο πλαίσιο μιας ασφαλιστικής λογικής, της παροχής επαρκών οικονομικών πόρων από τον χρηματοοικονομικό κλάδο στον ΕΜΕ, ώστε αυτός να μπορεί να εκπληρώνει τα καθήκοντά του, με ταυτόχρονη δημιουργία κινήτρων για τα οικεία ιδρύματα προκειμένου να λειτουργούν με λιγότερο ριψοκίνδυνο μοντέλο (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 113).

109    Στο πλαίσιο αυτό, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 114 της οδηγίας 2014/59, ο νομοθέτης της Ένωσης ανέθεσε στην Επιτροπή να αποσαφηνίσει, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, τον τρόπο με τον οποίον οι εισφορές των ιδρυμάτων στις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης προσαρμόζονται ανάλογα με το προφίλ κινδύνου τους.

110    Υπό το ίδιο πρίσμα, η αιτιολογική σκέψη 107 της οδηγίας αυτής διευκρινίζει ότι, προκειμένου να διασφαλιστεί δίκαιος υπολογισμός των εκ των προτέρων εισφορών και να παρέχονται κίνητρα λειτουργίας με λιγότερο ριψοκίνδυνο μοντέλο, για τις εισφορές στις εθνικές χρηματοδοτικές ρυθμίσεις θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο βαθμός πιστωτικού κινδύνου, κινδύνου ρευστότητας και κινδύνου αγοράς στον οποίο εκτίθενται τα ιδρύματα.

111    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή όφειλε να καταρτίσει κανόνες για την προσαρμογή των εκ των προτέρων εισφορών ανάλογα με το προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων επιδιώκοντας δύο συνδεόμενους μεταξύ τους σκοπούς, ήτοι, αφενός, τη συνεκτίμηση των διαφόρων κινδύνων που ενέχουν οι τραπεζικές ή ευρύτερα χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες των ιδρυμάτων και, αφετέρου, την παροχή κινήτρων στα ιδρύματα αυτά να ακολουθήσουν λιγότερο ριψοκίνδυνο μοντέλο λειτουργίας.

112    Όπως όμως προκύπτει από τα σχετικά με την έκδοση του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 έγγραφα, μεταξύ άλλων τα έγγραφα «JRC technical work supporting Commission second level legislation on risk based contributions to the (single) resolution fund» [Τεχνική μελέτη του ΚΚΕρ προς υποστήριξη της νομοθεσίας δευτέρου επιπέδου της Επιτροπής σχετικά με τις εισφορές βάσει κινδύνου στο (ενιαίο) ταμείο εξυγίανσης, στο εξής: Τεχνική μελέτη του ΚΚΕρ], και «Commission Staff Working Document: estimates of the application of the proposed methodology for the calculation of contributions to resolution financing arrangements» (Έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής: εκτιμήσεις σχετικά με την εφαρμογή της προτεινόμενης μεθόδου υπολογισμού των εισφορών στις ρυθμίσεις χρηματοδότησης της εξυγίανσης), η κατάρτιση τέτοιων κανόνων προϋπέθετε σύνθετες εκτιμήσεις εκ μέρους της Επιτροπής στο μέτρο που αυτή όφειλε να εξετάσει τις διάφορες παραμέτρους υπό το πρίσμα των οποίων προσεγγίζονταν τα διάφορα είδη κινδύνου στον τραπεζικό και χρηματοπιστωτικό τομέα.

113    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, η Επιτροπή διέθετε ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τη θέσπιση, δυνάμει του άρθρου 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59, των κανόνων που εξειδικεύουν την έννοια της «προσαρμογής των συνεισφορών ανάλογα με το προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων».

114    Υπό τις συνθήκες αυτές, όσον αφορά τη μέθοδο προσαρμογής των βασικών ετήσιων συνεισφορών δυνάμει του άρθρου 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59, ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης περιορίζεται στην εξέταση του αν, κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που παρέχεται στην Επιτροπή, το εν λόγω θεσμικό όργανο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη ή σε κατάχρηση εξουσίας ή ακόμη αν η Επιτροπή υπερέβη προδήλως τα όρια της εν λόγω εξουσίας εκτιμήσεως (πρβλ. απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, Etimine, C‑15/10, EU:C:2011:504, σκέψη 60).

115    Συνεπώς, εναπόκειται στην προσφεύγουσα να αποδείξει ότι το άρθρο 6 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 ενέχει τέτοιες πλημμέλειες.

116    Συναφώς, καταρχάς, από τις σκέψεις 92 έως 97 ανωτέρω προκύπτει ότι η οδηγία 2014/59 δεν προβλέπει καμία εξαίρεση, όσον αφορά την υποχρέωση καταβολής εκ των προτέρων εισφορών, υπέρ των ιδρυμάτων των οποίων η έκθεση σε κινδύνους, η πιθανότητα να τεθούν υπό εξυγίανση ή η σημασία για τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών είναι περιορισμένες. Παρόμοια εξαίρεση δεν προβλέπεται ούτε από τον κανονισμό 806/2014.

117    Ομοίως, πλην των ιδίων κεφαλαίων και των καλυπτόμενων καταθέσεων, δεν έχει προβλεφθεί ούτε από την οδηγία 2014/59 ούτε από τον κανονισμό 806/2014 αποκλεισμός ορισμένων υποχρεώσεων των ιδρυμάτων, όπως των καταπιστευτικώς κατεχόμενων υποχρεώσεων, από τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών.

118    Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 103, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/59 και το άρθρο 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014, όλα τα ιδρύματα υποχρεούνται καταρχήν σε καταβολή εκ των προτέρων εισφορών και για τον υπολογισμό των εισφορών αυτών πρέπει να λαμβάνονται καταρχήν υπόψη όλες οι υποχρεώσεις των εν λόγω ιδρυμάτων πλην των ιδίων κεφαλαίων και των καλυπτόμενων καταθέσεων.

119    Μια τέτοια προσέγγιση ανταποκρίνεται στην ασφαλιστική λογική του συστήματος των εκ των προτέρων εισφορών, σύμφωνα με την οποία το σύνολο του χρηματοοικονομικού κλάδου οφείλει να παρέχει επαρκείς οικονομικούς πόρους στον ΕΜΕ ώστε αυτός να μπορεί να εκπληρώνει τα καθήκοντά του (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden‑Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 113). Ειδικότερα, σύμφωνα με τη λογική αυτήν, όλα τα ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που, λόγω των υποχρεώσεων που κατέχουν, φέρονται να έχουν μικρότερη πιθανότητα να τεθούν υπό εξυγίανση, ωφελούνται από τις εκ των προτέρων εισφορές τους μέσω της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος την οποία διασφαλίζει το ΕΤΕ.

120    Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι η Επιτροπή όφειλε να εξαιρέσει από το καθεστώς των εκ των προτέρων εισφορών τα ιδρύματα που κατέχουν υποχρεώσεις υπό την ιδιότητα του καταπιστευματούχου ή να αποκλείσει τις εν λόγω καταπιστευτικώς κατεχόμενες υποχρεώσεις από το καθεστώς αυτό, απλώς και μόνο διότι τέτοιες υποχρεώσεις ενέχουν μικρότερο κίνδυνο ή διότι τα ιδρύματα που κατέχουν τέτοιες υποχρεώσεις έχουν μικρότερη πιθανότητα να τεθούν υπό εξυγίανση ή μικρότερη σημασία για τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών.

121    Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 103, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/59 και με το άρθρο 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014, η εκ των προτέρων εισφορά προσαρμόζεται ανάλογα με το προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων. Συγκεκριμένα, βάσει του άρθρου 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να καθορίζει ειδικότερα, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, τους όρους προσαρμογής των εκ των προτέρων εισφορών ανάλογα με το προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων.

122    Προς τον σκοπό αυτόν, το άρθρο 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59 προβλέπει οκτώ στοιχεία τα οποία η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει υπόψη για την προσαρμογή αυτή. Μολονότι μεταξύ των στοιχείων αυτών περιλαμβάνονται η «έκθεση του ιδρύματος σε κινδύνους», η «πιθανότητα να τεθεί το ίδρυμα υπό καθεστώς εξυγίανσης» και η «σημασία του ιδρύματος για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος ή της οικονομίας ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών ή της Ένωσης» και κατά συνέπεια η Επιτροπή υποχρεούται να λαμβάνει τα τελευταία αυτά στοιχεία υπόψη όταν εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη όπως ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63, εντούτοις τα εν λόγω στοιχεία αποτελούν μόνον τρία από τα οκτώ στοιχεία τα οποία η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει υπόψη κατά την κατάρτιση μιας τέτοιας πράξης.

123    Επιπλέον, από το άρθρο 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59 ουδόλως προκύπτει ότι η Επιτροπή υποχρεούται να αποδίδει μεγαλύτερη βαρύτητα σε ένα ή περισσότερα από τα εν λόγω στοιχεία.

124    Τέλος, εν πάση περιπτώσει, τα τρία στοιχεία που επικαλέστηκε η προσφεύγουσα όσον αφορά τα ιδρύματα που ευρίσκονται σε κατάσταση παρόμοια με τη δική της, ήτοι η έκθεσή τους σε κινδύνους, η πιθανότητα να τεθούν υπό εξυγίανση και η σημασία τους για τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών, ελήφθησαν όντως υπόψη στο πλαίσιο των διαφόρων πυλώνων και δεικτών κινδύνου που προβλέπονται στο άρθρο 6 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 και, κατά συνέπεια, η ιδιάζουσα κατάσταση των ιδρυμάτων αυτών αντικατοπτρίζεται στον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών.

125    Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι το άρθρο 6 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 ενείχε πρόδηλη πλάνη ή κατάχρηση εξουσίας ή ότι, θεσπίζοντας την εν λόγω διάταξη, η Επιτροπή υπερέβη προδήλως τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, λόγω του ότι η διάταξη αυτή δεν προβλέπει μείωση των εκ των προτέρων εισφορών ή απαλλαγή από τις εκ των προτέρων εισφορές υπέρ ιδρυμάτων όπως η προσφεύγουσα, της οποίας η έκθεση σε κινδύνους, η πιθανότητα να τεθεί υπό εξυγίανση ή η σημασία για τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών φέρονται να είναι πολύ περιορισμένες έως και ανύπαρκτες.

126    Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63 δεν προβλέπει κανέναν μηχανισμό που να λαμβάνει υπόψη ένα επιχειρηματικό μοντέλο ιδιαιτέρως χαμηλού κινδύνου, όπως καταδεικνύει το γεγονός ότι, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, το «συνολικό επιχειρηματικό μοντέλο» μπορεί να λαμβάνεται υπόψη από το ΕΣΕ μόνον προς αύξηση της εκ των προτέρων εισφοράς του οικείου ιδρύματος.

127    Ειδικότερα, δυνάμει του άρθρου 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59, η Επιτροπή, όταν εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις προς εφαρμογή της διάταξης αυτής, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη τα στοιχεία που απαριθμούνται στα στοιχεία αʹ έως ηʹ της ίδιας διάταξης, προκειμένου να εξειδικεύσει την έννοια της «προσαρμογής των [εκ των προτέρων εισφορών] ανάλογα με το προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων». Πλην όμως, το άρθρο 103, παράγραφος 7, της εν λόγω οδηγίας ουδόλως επιβάλλει στην Επιτροπή την υποχρέωση να προβλέψει πυλώνα ή δείκτη κινδύνου στο πλαίσιο του οποίου αυτό καθεαυτό το επιχειρηματικό μοντέλο ενός ιδρύματος θα μπορούσε να συνεπάγεται μείωση της εκ των προτέρων εισφοράς του ιδρύματος.

128    Επιπλέον, εν πάση περιπτώσει, οι διάφοροι πυλώνες και δείκτες κινδύνου που προβλέπονται στο άρθρο 6 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 καθιστούν δυνατό να ληφθούν υπόψη, κατά τρόπο στοχευμένο, διάφορα χαρακτηριστικά ενός επιχειρηματικού μοντέλου χαμηλού κινδύνου, με αποτέλεσμα να επιβάλλεται χαμηλότερη εκ των προτέρων εισφορά σε ίδρυμα που ακολουθεί ένα τέτοιο μοντέλο.

129    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, η υπό κρίση ένσταση ελλείψεως νομιμότητας πρέπει να απορριφθεί.

3)      Επί της τρίτης ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας, με την οποία προβάλλεται υπεξουσιοδότηση του ΕΣΕ

130    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63 αντιβαίνει στο άρθρο 290, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, διότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 απονέμει στο ΕΣΕ την εξουσία να καθορίζει πρόσθετους δείκτες κινδύνου. Πλην όμως, από το άρθρο 290, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και το άρθρο 103, παράγραφος 7, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2014/59 προκύπτει ότι η Επιτροπή είναι αρμόδια να καθορίζει τους όρους προσαρμογής των εκ των προτέρων εισφορών τις οποίες οφείλουν τα ιδρύματα σε συνάρτηση με την πιθανότητα να τεθούν υπό εξυγίανση και ότι η Επιτροπή δεν δύναται να αναθέσει περαιτέρω την εξουσία αυτή.

131    Η εν λόγω έλλειψη νομιμότητας του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 δεν μπορεί να θεραπευθεί από το άρθρο 6, παράγραφοι 5 έως 8, του ίδιου κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, με το οποίο καθορίζονται λεπτομέρειες σχετικά με τον προσδιορισμό των διαφόρων υποδεικτών κινδύνου, ούτε από το άρθρο 7, παράγραφος 4, του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, το οποίο προβλέπει σύστημα στάθμισης των υποδεικτών κινδύνου.

132    Το ΕΣΕ και η Επιτροπή αντικρούουν την επιχειρηματολογία αυτή.

133    Καταρχάς, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Επιτροπής κατά το οποίο η υπό κρίση αιτίαση είναι αλυσιτελής, δεδομένου ότι ο μεν κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63, μεμονωμένα θεωρούμενος, δεν απευθύνεται στο ΕΣΕ, αλλά μόνο στις εθνικές αρχές εξυγίανσης, το δε ΕΣΕ δεσμεύεται από τις διατάξεις του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 μόνο βάσει του κανόνα του άρθρου 70, παράγραφος 6, του κανονισμού 806/2014.

134    Είναι αληθές ότι ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63 εκδόθηκε βάσει του άρθρου 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59 και ότι για τον λόγο αυτόν το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του ως άνω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού απευθύνεται καταρχάς μόνο στις ΕΑΕ. Η ισχύς της διάταξης αυτής επεκτάθηκε στο ΕΣΕ μόνο μέσω του άρθρου 70, παράγραφος 6, και του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες, αφενός, οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται δυνάμει του εν λόγω άρθρου 103, παράγραφος 7, εφαρμόζονται επίσης για τον καθορισμό των εκ των προτέρων εισφορών δυνάμει του κανονισμού 806/2014 και, αφετέρου, το ΕΣΕ θεωρείται, για τους σκοπούς της εφαρμογής του κανονισμού 806/2014 και της οδηγίας 2014/59, ως ΕΑΕ όταν εκτελεί καθήκοντα και ασκεί εξουσίες που απονέμονται στις ΕΑΕ δυνάμει της οδηγίας αυτής.

135    Υπό τις συνθήκες αυτές, η επιχειρηματολογία της Επιτροπής μπορεί να γίνει αντιληπτή υπό την έννοια ότι οι εξουσίες του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 δεν απονεμήθηκαν στο ΕΣΕ με απόφαση της Επιτροπής η οποία περιλαμβάνεται στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2015/63, αλλά με απόφαση του νομοθέτη της Ένωσης η οποία περιλαμβάνεται στον κανονισμό 806/2014. Επομένως, δεν πρόκειται για υπεξουσιοδότηση της Επιτροπής προς το ΕΣΕ, αλλά για απευθείας εξουσιοδότηση του νομοθέτη της Ένωσης προς το ΕΣΕ με νομοθετική πράξη.

136    Πλην όμως, ένα τέτοιο συμπέρασμα δεν συμβιβάζεται με τη χρονολογική σειρά έκδοσης των επίμαχων πράξεων, ιδίως δεδομένου ότι ο κανονισμός 806/2014 εκδόθηκε πριν από τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2015/63. Ειδικότερα, ενώ ο κανονισμός 806/2014 εκδόθηκε στις 15 Ιουλίου 2014, ήτοι δύο μήνες μετά την έκδοση της οδηγίας 2014/59, ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63 εκδόθηκε μόλις στις 21 Οκτωβρίου 2014, ήτοι περισσότερο από τρεις μήνες αργότερα.

137    Επομένως, αφενός, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν μπορούσε να επικυρώσει, με την έκδοση του κανονισμού 806/2014, την τυχόν απονομή στο ΕΣΕ, με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2015/63, ενός μέρους των εξουσιών που είχαν ανατεθεί στην Επιτροπή με το άρθρο 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59. Αφετέρου, κατά τον χρόνο έκδοσης του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, η Επιτροπή είχε οπωσδήποτε επίγνωση του ότι, τη στιγμή που απένειμε –δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του ως άνω κανονισμού– ορισμένες εξουσίες στις «αρχές εξυγίανσης», απένειμε τις εξουσίες αυτές, ως προς τα κράτη μέλη στα οποία απευθυνόταν ο κανονισμός 806/2014, στο ΕΣΕ.

138    Εξάλλου, το γεγονός ότι η Επιτροπή είχε πλήρη επίγνωση της περίστασης αυτής επιβεβαιώνεται από το γράμμα της αιτιολογικής σκέψης 7 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, κατά την οποία «η έννοια της αρχής εξυγίανσης στο πλαίσιο του [εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση] κανονισμού θα πρέπει να περιλαμβάνει και το Συμβούλιο Εξυγίανσης».

139    Επομένως, η απόφαση για την απονομή ορισμένων εξουσιών στο ΕΣΕ στο πλαίσιο του πυλώνα κινδύνου «πρόσθετοι δείκτες κινδύνου που πρόκειται να προσδιοριστούν από την αρχή εξυγίανσης» (στο εξής: πυλώνας κινδύνου IV) –ανεξαρτήτως μάλιστα της φύσης των εξουσιών αυτών– αποτελεί απόφαση της Επιτροπής, η δε απόφαση αυτή ελήφθη όταν η Επιτροπή εξέδωσε τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2015/63.

140    Στη συνέχεια, πρέπει να αναλυθεί η φύση των εξουσιών που απονεμήθηκαν στο ΕΣΕ προκειμένου να εκτιμηθεί αν η Επιτροπή προέβη σε εξουσιοδότηση του ΕΣΕ κατά την έννοια του άρθρου 290, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

141    Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, ο πυλώνας κινδύνου IV αποτελείται από πρόσθετους δείκτες κινδύνου που πρόκειται να προσδιοριστούν από την ΕΑΕ.

142    Σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, ο πυλώνας κινδύνου IV αποτελείται από τρεις δείκτες κινδύνου, ήτοι, πρώτον, τις «εμπορικές δραστηριότητες, εκτός ισολογισμού ανοίγματα, παράγωγα, πολυπλοκότητα και δυνατότητα εξυγίανσης», δεύτερον, τη «συμμετοχή σε θεσμικό σύστημα προστασίας» και, τρίτον, την «έκταση προηγούμενης έκτακτης δημόσιας χρηματοδοτικής στήριξης».

143    Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, το ΕΣΕ οφείλει να λαμβάνει υπόψη, κατά τον προσδιορισμό των εν λόγω δεικτών κινδύνου, «την πιθανότητα το οικείο ίδρυμα να τεθεί υπό εξυγίανση και τη συνακόλουθη πιθανότητα να κάνει χρήση της χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης, εφόσον το ίδρυμα πρόκειται να εξυγιανθεί».

144    Από το γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προκύπτει ότι η διάταξη αυτή παρέχει διακριτική ευχέρεια στο ΕΣΕ όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο αυτό οφείλει να «λαμβάνει υπόψη», για τον καθορισμό των εν λόγω δεικτών κινδύνου, «την πιθανότητα το οικείο ίδρυμα να τεθεί υπό εξυγίανση και τη συνακόλουθη πιθανότητα να κάνει χρήση της χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης, εφόσον το ίδρυμα πρόκειται να εξυγιανθεί», διότι τα κριτήρια που αναφέρει η εν λόγω διάταξη πρέπει να εξειδικεύονται περαιτέρω από το ΕΣΕ προκειμένου να μπορούν να εφαρμοστούν σε συγκεκριμένη περίπτωση.

145    Όσον αφορά τον πρώτο δείκτη κινδύνου του πυλώνα κινδύνου IV, ο οποίος αφορά τις εμπορικές δραστηριότητες, τα εκτός ισολογισμού ανοίγματα, τα παράγωγα, την πολυπλοκότητα και τη δυνατότητα εξυγίανσης, το άρθρο 6, παράγραφος 6, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προβλέπει διάφορα στοιχεία τα οποία πρέπει να λαμβάνει υπόψη το ΕΣΕ κατά τον καθορισμό του εν λόγω δείκτη, εκ των οποίων ορισμένα μπορούν να επιφέρουν αύξηση και άλλα μείωση στο προφίλ κινδύνου.

146    Ειδικότερα, τα στοιχεία που μπορούν να επιφέρουν αύξηση στο προφίλ κινδύνου είναι τέσσερα, ήτοι, πρώτον, η «σημασί[α] των εμπορικών δραστηριοτήτων σε σχέση με το μέγεθος του ισολογισμού, το επίπεδο των ιδίων κεφαλαίων, την επικινδυνότητα των ανοιγμάτων, και το συνολικό επιχειρηματικό μοντέλο», δεύτερον, «[η] σημασί[α] των εκτός ισολογισμού ανοιγμάτων σε σχέση με το μέγεθος του ισολογισμού, το επίπεδο των ιδίων κεφαλαίων, καθώς και την επικινδυνότητα των ανοιγμάτων», τρίτον, «[η] σημασί[α] της αξίας των παραγώγων σε σχέση με το μέγεθος του ισολογισμού, το επίπεδο των ιδίων κεφαλαίων, την επικινδυνότητα των ανοιγμάτων και το συνολικό επιχειρηματικό μοντέλο» και, τέταρτον, «[ο] βαθμ[ός] στον οποίο […] το επιχειρηματικό μοντέλο και η οργανωτική διάρθρωση ενός ιδρύματος θεωρούνται πολύπλοκα».

147    Τα στοιχεία που μπορούν να επιφέρουν μείωση στο προφίλ κινδύνου είναι δύο, ήτοι «[η] σχετικ[ή] αξί[α] των παραγώγων τα οποία εκκαθαρίζονται μέσω κεντρικού αντισυμβαλλομένου (CCP)» και «[ο] βαθμ[ός] στον οποίο […] ένα ίδρυμα μπορεί να εξυγιανθεί αμέσως και χωρίς νομικά κωλύματα».

148    Από το γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 6, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προκύπτει ότι η διάταξη αυτή παρέχει στο ΕΣΕ διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τη «σημασία» που πρέπει να αποδίδει το ΕΣΕ στις «εμπορικές δραστηριότητες», στα «εκτός ισολογισμού ανοίγματα» και στην «αξία των παραγώγων» και όσον αφορά τη διάρθρωση μεταξύ των διαφόρων στοιχείων των οποίων γίνεται μνεία στη διάταξη αυτήν.

149    Ειδικότερα, από το άρθρο 6, παράγραφος 6, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προκύπτει μεν ότι, σύμφωνα με τον πρώτο υποδείκτη κινδύνου του οποίου γίνεται μνεία στη διάταξη αυτήν, η σημασία των «εμπορικών δραστηριοτήτων» πρέπει να συγκρίνεται προς το μέγεθος του ισολογισμού, το επίπεδο των ιδίων κεφαλαίων, την επικινδυνότητα των ανοιγμάτων και το συνολικό επιχειρηματικό μοντέλο, αλλά η εν λόγω διάταξη δεν περιέχει διευκρινίσεις σχετικά με τον συγκεκριμένο τρόπο διενέργειας της σύγκρισης αυτής.

150    Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τον δεύτερο και τον τρίτο υποδείκτη κινδύνου που προβλέπονται στο άρθρο 6, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, ii) και iii), του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

151    Όσον αφορά, εξάλλου, τον καθορισμό του δείκτη κινδύνου που αφορά τη «συμμετοχή σε θεσμικό σύστημα προστασίας», από το άρθρο 6, παράγραφος 7, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προκύπτει ότι το ΕΣΕ πρέπει να λαμβάνει υπόψη την ύπαρξη αντιστοιχίας μεταξύ του ύψους των κεφαλαίων που είναι διαθέσιμα χωρίς καθυστέρηση και του ύψους των κεφαλαίων που είναι αναγκαία «ώστε να επιτρέπ[ουν] την αξιόπιστη και αποτελεσματική στήριξη του [οικείου] ιδρύματος» και τον βαθμό νομικής ή συμβατικής βεβαιότητας ότι τα κεφάλαια αυτά «θα χρησιμοποιηθούν εξ ολοκλήρου, προτού ζητηθεί οποιαδήποτε έκτακτη δημόσια στήριξη».

152    Από το γράμμα της διάταξης αυτής προκύπτει ότι το ΕΣΕ διαθέτει διακριτική ευχέρεια σε σχέση με την τήρηση των προϋποθέσεων που προβλέπονται από την εν λόγω διάταξη, οι οποίες συνδέονται, αφενός, με την αντιστοιχία μεταξύ των διαθέσιμων κεφαλαίων του οικείου θεσμικού συστήματος προστασίας και των κεφαλαίων που είναι αναγκαία για τη χρηματοδότηση του οικείου ιδρύματος και, αφετέρου, με τον βαθμό νομικής ή συμβατικής βεβαιότητας όσον αφορά τα κεφάλαια αυτά.

153    Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τη στάθμιση των διαφόρων δεικτών κινδύνου στο πλαίσιο του πυλώνα κινδύνου IV, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

154    Πράγματι, μολονότι το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 εκθέτει σαφώς τη σχετική στάθμιση των τριών προμνησθέντων στη σκέψη 142 δεικτών κινδύνου οι οποίοι συναποτελούν τον πυλώνα κινδύνου IV, εντούτοις από τη διάταξη αυτή δεν προκύπτει ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να γίνεται η στάθμιση των διαφόρων υποδεικτών κινδύνου στο πλαίσιο των δύο πρώτων δεικτών κινδύνου. Ειδικότερα, η εν λόγω διάταξη δεν διευκρινίζει αν η στάθμιση αυτή πρέπει να επιμερίζεται αναλογικά μεταξύ των ως άνω υποδεικτών κινδύνου. Κατά συνέπεια, το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 παρέχει διακριτική ευχέρεια στο ΕΣΕ όσον αφορά τον καθορισμό της στάθμισης των διαφόρων υποδεικτών κινδύνου που συνθέτουν τους εν λόγω δείκτες κινδύνου, οι οποίοι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφοι 5 έως 7, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

155    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφοι 5 έως 7, και του άρθρου 7, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, οι οποίες αφορούν τον πυλώνα κινδύνου IV, παρέχουν διακριτική ευχέρεια στο ΕΣΕ.

156    Ωστόσο, η χορήγηση μιας τέτοιας διακριτικής ευχέρειας δεν ισοδυναμεί με εξουσιοδότηση της Επιτροπής προς το ΕΣΕ κατά την έννοια του άρθρου 290, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

157    Συναφώς, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της εξουσίας την οποίαν αφορά το άρθρο 290, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, δηλαδή της εξουσίας έκδοσης μη νομοθετικών πράξεων γενικής ισχύος που συμπληρώνουν ή τροποποιούν ορισμένα μη ουσιώδη στοιχεία της νομοθετικής πράξης, και της εξουσίας εφαρμογής των γενικής ισχύος πράξεων –νομοθετικών ή μη– στα πρόσωπα ή στις περιπτώσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των πράξεων αυτών.

158    Αφενός, ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63 δεν περιέχει καμία διάταξη με την οποία η Επιτροπή να αναθέτει στο ΕΣΕ την εξουσία έκδοσης γενικής ισχύος πράξεων που συμπληρώνουν ή τροποποιούν ορισμένα στοιχεία της οδηγίας 2014/59, του κανονισμού 806/2014 ή του ως άνω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού. Αντιθέτως, διάφορες διατάξεις του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, όπως τα άρθρα 4 και 6 έως 9, επιβεβαιώνουν την παρασχεθείσα με την οδηγία 2014/59 και με τον κανονισμό 806/2014 εξουσία του ΕΣΕ να εφαρμόζει τις εν λόγω γενικής ισχύος πράξεις υπολογίζοντας τις εκ των προτέρων εισφορές των ιδρυμάτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τους.

159    Αφετέρου, παρά το ότι ο πυλώνας κινδύνου IV αποκαλείται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 «πρόσθετοι δείκτες κινδύνου που πρόκειται να προσδιοριστούν από την αρχή εξυγίανσης», εντούτοις οι βασικές αρχές σχετικά με την εφαρμογή του εν λόγω πυλώνα κινδύνου αποσαφηνίστηκαν από την ίδια την Επιτροπή στο άρθρο 6, παράγραφοι 5 έως 8, του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού. Ομοίως, η Επιτροπή καθόρισε στο άρθρο 7, παράγραφος 4, του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού τους κανόνες για τη σχετική στάθμιση των δεικτών κινδύνου στο πλαίσιο του συγκεκριμένου πυλώνα κινδύνου.

160    Επομένως, ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63 δεν απένειμε στο ΕΣΕ την εξουσία να εκδίδει πράξεις γενικής ισχύος, κατά την έννοια του άρθρου 290, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

161    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση ένσταση ελλείψεως νομιμότητας και, συνεπώς, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως κατά το μέρος που στηρίζεται σε ενστάσεις ελλείψεως νομιμότητας.

2.      Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας του κανονισμού 806/2014, της οδηγίας 2014/59 και του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, για τον λόγο ότι αντιβαίνουν στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, και στο άρθρο 47 του Χάρτη

162    Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63 δεν παρέχει στο ΕΣΕ τη δυνατότητα να αιτιολογεί επαρκώς τις αποφάσεις του και, ως εκ τούτου, προβάλλει έλλειψη νομιμότητας του κανονισμού 806/2014, της οδηγίας 2014/59 και του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού λόγω παράβασης του άρθρου 41, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του Χάρτη και προσβολής του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, όπως το δικαίωμα αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη.

[παραλειπόμενα]

β)      Επί της ουσίας

170    Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως διαρθρώνεται, κατ’ ουσίαν, σε δύο σκέλη.

1)      Επί του πρώτου σκέλους, που αφορά παράβαση του άρθρου 41, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του Χάρτη

171    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63 δεν παρέχει στο ΕΣΕ τη δυνατότητα να αιτιολογήσει επαρκώς τις αποφάσεις του και, ως εκ τούτου, προβάλλει έλλειψη νομιμότητας του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού λόγω παράβασης του άρθρου 41, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του Χάρτη. Ειδικότερα, η μέθοδος υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών που καθιερώνει ο εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός προϋποθέτει σύγκριση μεταξύ των διαφόρων ιδρυμάτων που οφείλουν να καταβάλλουν τις εισφορές αυτές, με αποτέλεσμα η προσφεύγουσα να μην μπορεί να επαληθεύσει την ακρίβεια του υπολογισμού της εκ των προτέρων εισφοράς της χωρίς να έχει πρόσβαση στα δεδομένα των λοιπών ιδρυμάτων, πρόσβαση η οποία όμως δεν της παρέχεται.

172    Εξάλλου, το δικαίωμα σε αιτιολογημένη απόφαση καθίσταται άνευ ουσιαστικού περιεχομένου εξαιτίας της επίκλησης της προστασίας του επιχειρηματικού απορρήτου των λοιπών ιδρυμάτων. Παρέχοντας συγκεντρωτικά δεδομένα, το ΕΣΕ δεν εξισορρόπησε δεόντως τα θεμελιώδη δικαιώματα της προσφεύγουσας με την προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου των λοιπών ιδρυμάτων.

173    Τέλος, σε περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η μέθοδος υπολογισμού την οποία καθορίζει ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63 επιβάλλεται από την οδηγία 2014/59 και τον κανονισμό 806/2014, η εν λόγω οδηγία και ο εν λόγω κανονισμός επίσης αντιβαίνουν, κατά το μέτρο αυτό, στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του Χάρτη.

174    Το ΕΣΕ και η Επιτροπή αντικρούουν την ως άνω επιχειρηματολογία.

175    Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι τα άρθρα 4 έως 9 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προβλέπουν, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 82 έως 86 ανωτέρω, τους κανόνες που πρέπει να εφαρμόζει το ΕΣΕ για να καθορίζει τη βασική ετήσια συνεισφορά και για να την προσαρμόζει ανάλογα με το προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων. Οι κανόνες αυτοί εξειδικεύονται εν συνεχεία στο παράρτημα I του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού.

176    Κατ’ εφαρμογήν του παραρτήματος I, «Βήμα 2», του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, το ΕΣΕ πρέπει να υπολογίσει, σε πρώτο στάδιο, ορισμένο αριθμό κελιών προκειμένου να συγκρίνει τα ιδρύματα με βάση τους διαφόρους δείκτες και υποδείκτες κινδύνου. Σε δεύτερο στάδιο, το ΕΣΕ οφείλει να κατατάξει, καταρχήν, τον ίδιο αριθμό ιδρυμάτων σε κάθε κελί, αρχίζοντας με την κατάταξη στο πρώτο κελί των ιδρυμάτων με τις χαμηλότερες τιμές του πρωτογενούς δείκτη. Σε τρίτο στάδιο, ο ΕΣΕ πρέπει να αποδώσει σε όλα τα ιδρύματα που έχουν καταταγεί σε ορισμένο κελί την ίδια βαθμολογία, η οποία καλείται «διακριτός δείκτης» και την οποία πρέπει να λάβει υπόψη για το υπόλοιπο του υπολογισμού του πολλαπλασιαστή προσαρμογής των ιδρυμάτων αυτών.

177    Το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ ορίζει ότι οι νομικές πράξεις αιτιολογούνται. Ομοίως, το δικαίωμα χρηστής διοίκησης, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη, προβλέπει την υποχρέωση των θεσμικών και λοιπών οργάνων και των οργανισμών της Ένωσης να αιτιολογούν τις αποφάσεις τους.

178    Η αιτιολογία απόφασης θεσμικού ή άλλου οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης έχει όλως ιδιαίτερη σημασία, καθόσον παρέχει τη δυνατότητα στον μεν ενδιαφερόμενο να αποφασίσει, έχοντας γνώση όλων των στοιχείων, αν προτίθεται να ασκήσει προσφυγή κατά της απόφασης αυτής, στο δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκήσει τον έλεγχό του και, επομένως, συνιστά μία από τις προϋποθέσεις της αποτελεσματικότητας του δικαστικού ελέγχου την οποία διασφαλίζει το άρθρο 47 του Χάρτη (βλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 103 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

179    Η αιτιολογία αυτή πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση της επίμαχης πράξης και στο πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε. Συναφώς, δεν απαιτείται να παραθέτει η αιτιολογία εξαντλητικά όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα της επάρκειας της αιτιολογίας πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της πράξης, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα και ιδίως το συμφέρον που έχουν ενδεχομένως προς παροχή διευκρινίσεων τα πρόσωπα τα οποία αφορά η πράξη. Επομένως, μια βλαπτική πράξη είναι επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον έχει εκδοθεί εντός πλαισίου που είναι γνωστό στον ενδιαφερόμενο και το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί το περιεχόμενο του ληφθέντος εις βάρος του μέτρου (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 104 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

180    Προκειμένου να εξεταστεί αν η εν λόγω αιτιολογία είναι επαρκής σε σχέση με απόφαση για τον καθορισμό των εκ των προτέρων εισφορών, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου δεν μπορεί να συναχθεί ότι η αιτιολογία κάθε απόφασης θεσμικού ή άλλου οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης με την οποία υποχρεώνεται ιδιώτης επιχειρηματίας στην καταβολή χρηματικού ποσού πρέπει οπωσδήποτε να περιλαμβάνει το σύνολο των στοιχείων που παρέχουν στον αποδέκτη της τη δυνατότητα να επαληθεύσει την ακρίβεια του υπολογισμού του χρηματικού ποσού (βλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 105 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

181    Δεύτερον, τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης οφείλουν καταρχήν, κατ’ εφαρμογήν της αρχής προστασίας του επιχειρηματικού απορρήτου, η οποία αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης και εξειδικεύεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 339 ΣΛΕΕ, να μην αποκαλύπτουν στους ανταγωνιστές ιδιώτη επιχειρηματία εμπιστευτικές πληροφορίες που παρέχονται από αυτόν (βλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 109 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

182    Τρίτον, το να γίνει δεκτό ότι η αιτιολογία της απόφασης του ΕΣΕ για τον καθορισμό εκ των προτέρων εισφορών πρέπει οπωσδήποτε να παρέχει στα ιδρύματα τη δυνατότητα να επαληθεύσουν την ακρίβεια του υπολογισμού της εκ των προτέρων εισφοράς τους θα σήμαινε κατ’ ανάγκην ότι θα απαγορευόταν στον νομοθέτη της Ένωσης να θεσπίσει τρόπο υπολογισμού της εισφοράς αυτής ο οποίος περιλαμβάνει δεδομένα των οποίων ο εμπιστευτικός χαρακτήρας προστατεύεται από το δίκαιο της Ένωσης και, ως εκ τούτου, θα μειωνόταν υπερβολικά η ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που πρέπει να διαθέτει προς τούτο ο νομοθέτης, καθότι θα εμποδιζόταν ιδίως να επιλέξει μέθοδο δυνάμενη να διασφαλίσει δυναμική προσαρμογή της χρηματοδότησης του ΕΤΕ στις εξελίξεις του χρηματοπιστωτικού κλάδου, διά της συγκριτικής συνεκτίμησης, ειδικότερα, της χρηματοοικονομικής κατάστασης εκάστου ιδρύματος με άδεια λειτουργίας στο έδαφος συμμετέχοντος στο ΕΣΕ κράτους μέλους (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 118).

183    Τέταρτον, μολονότι από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει το ΕΣΕ πρέπει να σταθμίζεται, λόγω της λογικής του συστήματος χρηματοδότησης του ΕΤΕ και του τρόπου υπολογισμού που θέσπισε ο νομοθέτης της Ένωσης, με την υποχρέωση του ΕΣΕ να τηρεί το επιχειρηματικό απόρρητο των οικείων ιδρυμάτων, γεγονός παραμένει ότι η τελευταία αυτή υποχρέωση δεν πρέπει να ερμηνεύεται τόσο διασταλτικά ώστε να καθιστά άνευ ουσιαστικού περιεχομένου την υποχρέωση αιτιολόγησης (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 120).

184    Εντούτοις, δεν μπορεί να γίνει δεκτό, στο πλαίσιο της στάθμισης της υποχρέωσης αιτιολόγησης με την αρχή προστασίας του επιχειρηματικού απορρήτου, ότι η αιτιολόγηση απόφασης με την οποία υποχρεούται ιδιώτης επιχειρηματίας στην καταβολή χρηματικού ποσού χωρίς να του παρέχεται το σύνολο των στοιχείων που καθιστούν δυνατό να επαληθευτεί με ακρίβεια ο υπολογισμός του ύψους του εν λόγω ποσού θίγει κατ’ ανάγκην, σε κάθε περίπτωση, την ουσία της υποχρέωσης αιτιολόγησης (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 121).

185    Όσον αφορά την απόφαση του ΕΣΕ για τον καθορισμό εκ των προτέρων εισφορών, η υποχρέωση αιτιολόγησης πρέπει να θεωρηθεί ότι τηρείται όταν τα πρόσωπα τα οποία αφορά η απόφαση, μολονότι δεν τους διαβιβάζονται στοιχεία καλυπτόμενα από το επιχειρηματικό απόρρητο, έχουν στη διάθεσή τους τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιεί το ΕΣΕ και επαρκείς πληροφορίες ώστε να κατανοήσουν, κατ’ ουσίαν, με ποιον τρόπο ελήφθη υπόψη η ατομική τους κατάσταση για τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς τους, σε σχέση με την κατάσταση όλων των λοιπών ενδιαφερομένων ιδρυμάτων (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 122).

186    Σε μια τέτοια περίπτωση, τα εν λόγω πρόσωπα είναι πράγματι σε θέση να επαληθεύσουν αν η εκ των προτέρων εισφορά τους καθορίστηκε αυθαίρετα, χωρίς να έχει ληφθεί υπόψη η πραγματική οικονομική τους κατάσταση ή διά της χρήσης δεδομένων σχετικών με τον λοιπό χρηματοπιστωτικό τομέα τα οποία δεν είναι ευλογοφανή. Τα εν λόγω πρόσωπα μπορούν, ως εκ τούτου, να κατανοήσουν τους δικαιολογητικούς λόγους της απόφασης για τον καθορισμό της εκ των προτέρων εισφοράς τους και να εκτιμήσουν αν είναι σκόπιμο να ασκήσουν προσφυγή κατά της απόφασης αυτής και επομένως είναι υπερβολικό να απαιτείται από το ΕΣΕ να κοινοποιεί κάθε ένα από τα αριθμητικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται ο υπολογισμός της εκ των προτέρων εισφοράς εκάστου ενδιαφερομένου πιστωτικού ιδρύματος (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 123).

187    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το ΕΣΕ ιδίως δεν υποχρεούται να παράσχει σε πιστωτικό ίδρυμα δεδομένα βάσει των οποίων το εν λόγω ίδρυμα θα μπορούσε να επαληθεύσει πλήρως την ακρίβεια της τιμής του πολλαπλασιαστή προσαρμογής, δεδομένου ότι η επαλήθευση αυτή προϋποθέτει να έχει το ίδρυμα στη διάθεσή του δεδομένα που καλύπτονται από το επιχειρηματικό απόρρητο σχετικά με την οικονομική κατάσταση εκάστου από τα λοιπά ενδιαφερόμενα ιδρύματα (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 135).

188    Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται ότι ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63 ουδόλως αποκλείει τη δυνατότητα του ΕΣΕ να γνωστοποιεί, υπό συγκεντρωτική και ανωνυμοποιημένη μορφή, επαρκείς πληροφορίες ώστε ένα πιστωτικό ίδρυμα να μπορεί να κατανοήσει με ποιον τρόπο ελήφθη υπόψη η ατομική του κατάσταση κατά τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς του, υπό το πρίσμα της κατάστασης όλων των λοιπών οικείων ιδρυμάτων (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 139).

189    Ειδικότερα, ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63 επιτρέπει στο ΕΣΕ να διενεργεί, χωρίς να παραβαίνει την υποχρέωση τήρησης του επιχειρηματικού απορρήτου που υπέχει, γνωστοποίηση των οριακών τιμών κάθε «κελιού» και των σχετικών δεικτών κινδύνου, προκειμένου το οικείο πιστωτικό ίδρυμα να βεβαιωθεί, μεταξύ άλλων, ότι η βαθμολογία που έλαβε στο πλαίσιο του διακριτού χαρακτήρα των δεικτών κινδύνου, όπως αυτός ορίζεται στο παράρτημα I του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, αντιστοιχεί πράγματι στην οικονομική του κατάσταση, ότι ο εν λόγω διακριτός χαρακτήρας προσδιορίστηκε κατά τρόπο σύμφωνο με τη μέθοδο που ορίζεται στον εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό βάσει ευλογοφανών δεδομένων και ότι το σύνολο των παραγόντων κινδύνου που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 806/2014 καθώς και του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού όντως ελήφθησαν υπόψη (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 137).

190    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63 δεν εμποδίζει το ΕΣΕ να συμμορφωθεί προς την υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει και του παρέχει τη δυνατότητα να χορηγεί στα οικεία ιδρύματα επαρκείς πληροφορίες ώστε να κατανοούν τους λόγους που δικαιολογούν τις αποφάσεις περί καθορισμού των εκ των προτέρων εισφορών (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 141).

191    Το ίδιο ισχύει και για την οδηγία 2014/59 και για τον κανονισμό 806/2014, τα οποία θέτουν τις αρχές του υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών. Οι προβλεπόμενες από την οδηγία αυτή αρχές τέθηκαν εν συνεχεία σε εφαρμογή με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2015/63, ο οποίος εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 103, παράγραφος 7, της εν λόγω οδηγίας. Τέλος, με το άρθρο 70, παράγραφος 6, του κανονισμού 806/2014, το καθεστώς του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού κατέστη εφαρμοστέο στον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών που εισπράττονται βάσει του ως άνω κανονισμού.

192    Τα προαναφερθέντα συμπεράσματα δεν κλονίζονται από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

193    Πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή μπορούσε να έχει καταρτίσει μέθοδο υπολογισμού που να μην εξαρτά τις εκ των προτέρων εισφορές του κάθε ιδρύματος από εκείνες που οφείλονται από όλα τα άλλα ιδρύματα, επισημαίνεται ότι μια τέτοια αλληλεξάρτηση των εκ των προτέρων εισφορών απορρέει από νομοθετική επιλογή που εκφράζεται στα άρθρα 102 και 103 της οδηγίας 2014/59, καθώς και στα άρθρα 69 και 70 του κανονισμού 806/2014.

194    Αφού ο νομοθέτης της Ένωσης επέλεξε προσηκόντως μια τέτοια μέθοδο (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 116), η Επιτροπή δεν ήταν αρμόδια να την τροποποιήσει με κατ’ εξουσιοδότηση πράξη.

195    Δεύτερον, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη νομιμότητα του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 στηριζόμενη στην πρακτική άλλων χρηματοοικονομικών αρχών, ιδίως της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΑΤ), η οποία καταδεικνύει κατά την προσφεύγουσα τη δυνατότητα ύπαρξης ενός διαφορετικού συστήματος αιτιολόγησης των αποφάσεων για τον καθορισμό εκ των προτέρων εισφορών.

196    Ειδικότερα, όπως διαπιστώθηκε στις σκέψεις 107 έως 113 ανωτέρω, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως προκειμένου να εξειδικεύσει, με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2015/63, τους κανόνες προσαρμογής των εκ των προτέρων εισφορών ανάλογα με το προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων και, επομένως, έργο του Γενικού Δικαστηρίου δεν είναι να κρίνει αν η μέθοδος την οποία προέκρινε η Επιτροπή ήταν η μόνη ή η καλύτερη δυνατή, αλλά αν ήταν προδήλως ακατάλληλη (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 12ης Ιουλίου 2001, Jippes κ.λπ., C‑189/01, EU:C:2001:420, σκέψη 83). Συνεπώς, το γεγονός και μόνον ότι υπάρχουν εναλλακτικές μέθοδοι δεν σημαίνει ότι ο εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός είναι παράνομος.

197    Τρίτον, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το επιχειρηματικό απόρρητο των ιδρυμάτων πρέπει να τύχει μικρότερης προστασίας λόγω της παρόδου του χρόνου.

198    Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει βεβαίως ότι, σε περίπτωση που οι πληροφορίες οι οποίες ενδεχομένως αποτέλεσαν κατά το παρελθόν επιχειρηματικό απόρρητο χρονολογούνται από πέντε και πλέον έτη, θεωρούνται καταρχήν, λόγω της παρέλευσης του χρόνου, ως παρωχημένες και έχουσες απολέσει, ως εκ τούτου, τον εμπιστευτικό χαρακτήρα τους, εκτός εάν, κατ’ εξαίρεση, ο διάδικος που επικαλείται τον χαρακτήρα αυτόν αποδείξει ότι, παρά την παλαιότητά τους, οι πληροφορίες αυτές εξακολουθούν να αποτελούν ουσιώδη στοιχεία της εμπορικής θέσης του ή της εμπορικής θέσης ενδιαφερομένων τρίτων (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, Baumeister, C‑15/16, EU:C:2018:464, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

199    Τα δεδομένα όμως που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών όσον αφορά συγκεκριμένη περίοδο συνεισφοράς είναι μεταγενέστερα των πέντε ετών. Ειδικότερα, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 1, και του άρθρου 14, παράγραφοι 1 έως 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, το ΕΣΕ οφείλει να λαμβάνει υπόψη τα δεδομένα των ιδρυμάτων που είναι διαθέσιμα στις 31 Δεκεμβρίου του έτους που προηγείται της περιόδου συνεισφοράς.

200    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

[παραλειπόμενα]

3.      Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, κατά το μέρος που αφορά έλλειψη νομιμότητας του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63

219    Στο πλαίσιο του έκτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προέβαλε κατ’ ουσίαν τέσσερις αιτιάσεις. Με τις δύο πρώτες αιτιάσεις, η προσφεύγουσα προβάλλει ενστάσεις περί ελλείψεως νομιμότητας του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63. Με τις δύο λοιπές αιτιάσεις, αμφισβητεί τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αυτής καθεαυτήν.

220    Πρέπει καταρχάς να εξεταστούν οι ενστάσεις ελλείψεως νομιμότητας, δεδομένου ότι οι αιτιάσεις όσον αφορά τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης θα εξεταστούν κατωτέρω στις σκέψεις 403 έως 420.

α)      Επί της αιτιάσεως περί ασυμβατότητας του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προς το άρθρο 103, παράγραφοι 2 και 7, της οδηγίας 2014/59

221    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, εν συνόψει, ότι το άρθρο 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59 υποχρεώνει την Επιτροπή, όταν εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις προς εφαρμογή της διάταξης αυτής, να αποκλείει τις μη εκτεθειμένες σε κίνδυνο υποχρεώσεις, όπως είναι οι καταπιστευτικές υποχρεώσεις της ίδιας, από τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών. Δεδομένου ότι ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63 δεν προβλέπει τέτοιον αποκλεισμό, αντιβαίνει στο άρθρο 103, παράγραφος 7, της εν λόγω οδηγίας.

222    Το ΕΣΕ και η Επιτροπή αντικρούουν την επιχειρηματολογία αυτή.

223    Όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 116 έως 118 ανωτέρω, εξαιρουμένων των ιδίων κεφαλαίων και των καλυπτόμενων καταθέσεων, όλες καταρχήν οι υποχρεώσεις των ιδρυμάτων πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών, σύμφωνα με το άρθρο 103, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/59 και το άρθρο 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014.

224    Επιπλέον, το άρθρο 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59 ουδόλως υποχρεώνει την Επιτροπή να αποκλείει από τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών ορισμένες υποχρεώσεις οι οποίες φέρονται να μην ενέχουν κίνδυνο. Αφενός, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 122 και 123 ανωτέρω, το στοιχείο «έκθεση του ιδρύματος σε κινδύνους», το οποίο προβλέπεται στο στοιχείο αʹ της διάταξης αυτής, αποτελεί μόνον ένα μεταξύ περισσοτέρων στοιχείων τα οποία πρέπει να λαμβάνει υπόψη η Επιτροπή όταν εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις προς εφαρμογή της εν λόγω διάταξης. Αφετέρου, δεν προκύπτει από την εν λόγω διάταξη ότι η Επιτροπή πρέπει να αποδίδει μεγαλύτερη βαρύτητα σε ένα ή περισσότερα από τα εν λόγω στοιχεία.

225    Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63 είναι ασυμβίβαστος προς το άρθρο 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59.

226    Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

β)      Επί της αιτιάσεως περί ασυμβατότητας του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προς το άρθρο 114 ΣΛΕΕ, καθόσον η Επιτροπή όφειλε να έχει λάβει υπόψη τις αποκλίνουσες εθνικές ρυθμίσεις εφαρμογής της οδηγίας 86/635

227    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63 αντιβαίνει στο άρθρο 114 ΣΛΕΕ κατά το μέτρο που δεν αποκλείει τα κεφάλαια τα οποία ένα ίδρυμα διαχειρίζεται ιδίω ονόματι, αλλά για λογαριασμό τρίτου, από τις υποχρεώσεις που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών, και τούτο διότι δεν λαμβάνει υπόψη τις αποκλίνουσες εθνικές ρυθμίσεις εφαρμογής του άρθρου 10, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 1986, για τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς των τραπεζών και λοιπών άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ 1986, L 372, σ. 1).

228    Το ΕΣΕ και η Επιτροπή αντικρούουν την επιχειρηματολογία αυτή.  

229    Σύμφωνα με το άρθρο 70, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 806/2014 και το άρθρο 103, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/59, το ΕΣΕ υπολογίζει βασική ετήσια συνεισφορά για το κάθε ίδρυμα. Η συνεισφορά αυτή καθορίζεται κατ’ αναλογίαν προς το ύψος των καθαρών υποχρεώσεων του οικείου ιδρύματος σε σχέση με το άθροισμα των καθαρών υποχρεώσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος των συμμετεχόντων κρατών μελών –όσον αφορά το μέρος της συνεισφοράς αυτής που υπολογίζεται σε ενωσιακή βάση– και όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο έχει την έδρα του το εν λόγω ίδρυμα –για το μέρος της εν λόγω συνεισφοράς που υπολογίζεται σε εθνική βάση.

230    Όσον αφορά τον καθορισμό των υποχρεώσεων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό αυτόν, επισημαίνεται ότι το άρθρο 3, σημείο 11, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 ορίζει το «σύνολο παθητικού» ως το «σύνολο του παθητικού όπως ορίζεται στο τμήμα 3 της οδηγίας 86/635/[…] ή όπως ορίζεται σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα χρηματοοικονομικής αναφοράς που αναφέρονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[, της 19ης Ιουλίου 2002, για την εφαρμογή διεθνών λογιστικών προτύπων (ΕΕ 2002, L 243, σ. 1)]».

231    Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 86/635, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα 3 της οδηγίας αυτής, τα κεφάλαια τα οποία το ίδρυμα διαχειρίζεται επ’ ονόματί του, αλλά για λογαριασμό τρίτου, πρέπει να εμφανίζονται κατά γενικό κανόνα στον ισολογισμό του ιδρύματος αυτού εφόσον το ίδρυμα είναι δικαιούχος των αντίστοιχων στοιχείων ενεργητικού.

232    Το άρθρο 10, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, της οδηγίας 86/635 ορίζει πάντως ότι τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στα οικεία ιδρύματα να εμφανίζουν τα κεφάλαια αυτά εκτός ισολογισμού, με την προϋπόθεση ότι ισχύει ειδικό καθεστώς που επιτρέπει να εξαιρούνται τα εν λόγω κεφάλαια από την πτωχευτική περιουσία σε περίπτωση πτώχευσης του ιδρύματος.

233    Συναφώς, οι διάδικοι δήλωσαν ότι, βάσει των διατάξεων που θέσπισε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προκειμένου να συμμορφωθεί προς το άρθρο 10 της οδηγίας 86/635, οι υποχρεώσεις που συνδέονται με τις καταπιστευτικές δραστηριότητες της προσφεύγουσας έπρεπε να εμφανίζονται στον ισολογισμό της.

234    Οι διάδικοι ανέφεραν επίσης, ενδεικτικώς, ότι η Δημοκρατία της Αυστρίας είχε κάνει χρήση της ευχέρειας που παρέχει το άρθρο 10, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, της οδηγίας 86/635 να επιτρέψει στα ιδρύματα να εμφανίζουν εκτός ισολογισμού τα κεφάλαια τα οποία διαχειρίζονταν επ’ ονόματί τους, αλλά για λογαριασμό τρίτου.

235    Επομένως, κατά την προσφεύγουσα, αν ένα ίδρυμα έχει την έδρα του σε κράτος μέλος όπως η Δημοκρατία της Αυστρίας, αντί της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, μπορεί να εμφανίσει τις υποχρεώσεις που συνδέονται με τέτοιες καταπιστευτικές δραστηριότητες εκτός ισολογισμού, οπότε οι υποχρεώσεις αυτές δεν λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της βασικής ετήσιας συνεισφοράς του.

236    Στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, μη λαμβάνοντας υπόψη στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2015/63 τη διαφορά αυτή μεταξύ των λογιστικών κανόνων των διαφόρων κρατών μελών όσον αφορά τις καταπιστευτικές δραστηριότητες, προκάλεσε στρεβλώσεις του ανταγωνισμού αντιβαίνουσες στο άρθρο 114 ΣΛΕΕ.

237    Στο μέτρο όμως που η προβαλλόμενη από την προσφεύγουσα ένσταση ελλείψεως νομιμότητας στηρίζεται στο άρθρο 114 ΣΛΕΕ, επισημαίνεται ότι η διάταξη αυτή δημιουργεί νομική βάση για το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο προκειμένου να εκδώσουν νομοθετικές πράξεις με αντικείμενο την κατάργηση των εμποδίων στις συναλλαγές που οφείλονται στις διαφορές μεταξύ των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών [πρβλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2021, Brunswick Bowling Products κατά Επιτροπής, T‑152/19, EU:T:2021:539, σκέψη 37 (μη δημοσιευθείσα)].

238    Αντιθέτως, το άρθρο 114 ΣΛΕΕ δεν απονέμει στην Επιτροπή την εξουσία, όταν εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις δυνάμει του άρθρου 290 ΣΛΕΕ, να ενεργεί πέραν της εξουσιοδότησης που έχει παράσχει ο νομοθέτης της Ένωσης με βάση την τελευταία αυτή διάταξη. Κατά συνέπεια, δεν είναι έργο της Επιτροπής να θεραπεύσει τα προβλήματα που δημιουργούνται από αποκλίνουσες εθνικές ρυθμίσεις εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, εκτός αν της έχει χορηγηθεί σχετική εξουσιοδότηση με νομοθετική πράξη.

239    Εν προκειμένω, ούτε η οδηγία 2014/59 ούτε ο κανονισμός 806/2014 έχουν εξουσιοδοτήσει την Επιτροπή να εναρμονίσει τους εθνικούς λογιστικούς κανόνες σχετικά με τα κεφάλαια τα οποία το ίδρυμα διαχειρίζεται επ’ ονόματί του, αλλά για λογαριασμό τρίτου.

240    Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να αιτιάται την Επιτροπή ότι παρέβη το άρθρο 114 ΣΛΕΕ για τον λόγο ότι προκάλεσε, εκδίδοντας τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2015/63, αντιβαίνουσες στη διάταξη αυτή στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.

241    Επομένως, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

Β.      Επί των λόγων ακυρώσεως που αφορούν τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης

1.      Επί της αιτιολόγησης του ετήσιου επιπέδου-στόχου

242    Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι η πλημμελής ή ανεπαρκής αιτιολογία συνιστά λόγο δημοσίας τάξεως τον οποίο ο δικαστής της Ένωσης μπορεί και μάλιστα οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως (βλ. απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., C‑89/08 P, EU:C:2009:742, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

243    Στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Γενικό Δικαστήριο έθεσε αυτεπαγγέλτως στους διαδίκους ερώτημα ως προς τις πλημμέλειες της αιτιολογίας από τις οποίες ενδεχομένως πάσχει η προσβαλλόμενη απόφαση σε σχέση με τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου‑στόχου.

244    Προκειμένου να εξεταστεί αν η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει από τέτοιο ελάττωμα, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, έως το τέλος της οκταετούς αρχικής περιόδου που άρχεται την 1η Ιανουαρίου 2016 (στο εξής: αρχική περίοδος), τα διαθέσιμα στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικά μέσα πρέπει να φθάσουν στο τελικό επίπεδο‑στόχο, το οποίο αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 1 % του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών.

245    Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014, στην αρχική περίοδο, οι εκ των προτέρων εισφορές κατανέμονται όσο το δυνατόν ισομερώς χρονικά μέχρις ότου επιτευχθεί το προμνησθέν στη σκέψη 244 ανωτέρω τελικό επίπεδο‑στόχος, αλλά λαμβανομένης δεόντως υπόψη της φάσης του οικονομικού κύκλου, καθώς και του αντικτύπου των φιλοκυκλικών εισφορών στη χρηματοοικονομική θέση των ιδρυμάτων.

246    Το άρθρο 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014 διευκρινίζει ότι, κάθε έτος, οι εισφορές που οφείλονται από το σύνολο των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών δεν υπερβαίνουν το 12,5 % του τελικού επιπέδου-στόχου.

247    Όσον αφορά τον τρόπο υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών, το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προβλέπει ότι το ΕΣΕ καθορίζει το ύψος τους με βάση το ετήσιο επίπεδο-στόχο, λαμβάνοντας υπόψη το τελικό επίπεδο-στόχο, και με βάση το μέσο ποσό, υπολογιζόμενο ανά τρίμηνο, των καλυπτόμενων καταθέσεων του προηγούμενου έτους όσον αφορά όλα τα ιδρύματα με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών.

248    Ομοίως, κατά το άρθρο 4 του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81, το ΕΣΕ υπολογίζει την εκ των προτέρων εισφορά για κάθε ίδρυμα με βάση το ετήσιο επίπεδο-στόχο, το οποίο πρέπει να καθορίζεται σε σχέση με το τελικό επίπεδο‑στόχο και με τη μεθοδολογία που ορίζεται στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2015/63.

249    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 48 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ καθόρισε το ύψος του ετήσιου επιπέδου‑στόχου, ως προς την περίοδο συνεισφοράς 2021, σε 11 287 677 212,56 ευρώ.

250    Στις αιτιολογικές σκέψεις 36 και 37 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ εξήγησε εν συνόψει ότι το ετήσιο επίπεδο-στόχος έπρεπε να καθορίζεται βάσει ανάλυσης που να εστιάζει στην εξέλιξη των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά τα προηγούμενα έτη, σε οποιαδήποτε σχετική εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης καθώς και στους δείκτες που αφορούν τη φάση του οικονομικού κύκλου και στα αποτελέσματα φιλοκυκλικών εισφορών για τη χρηματοοικονομική κατάσταση των ιδρυμάτων. Εν συνεχεία, το ΕΣΕ έκρινε σκόπιμο να καθορίσει συντελεστή ο οποίος στηριζόταν στην ανάλυση αυτή και στα διαθέσιμα στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικά μέσα (στο εξής: συντελεστής). Το ΕΣΕ εφάρμοσε τον συντελεστή στο ένα όγδοο του μέσου ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά το έτος 2020 προκειμένου να υπολογίσει το ετήσιο επίπεδο-στόχο.

251    Το ΕΣΕ εξέθεσε τη μέθοδο που ακολούθησε για τον καθορισμό του συντελεστή στις αιτιολογικές σκέψεις 38 έως 47 της προσβαλλόμενης απόφασης.

252    Στην αιτιολογική σκέψη 38 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ διαπίστωσε μια σταθερή ανοδική τάση των καλυπτόμενων καταθέσεων ως προς όλα τα ιδρύματα των συμμετεχόντων κρατών μελών. Ειδικότερα, το μέσο ποσό των καταθέσεων αυτών, υπολογιζόμενο ανά τρίμηνο, ανερχόταν για το έτος 2020 σε 6,689 τρισεκατομμύρια ευρώ.

253    Στις αιτιολογικές σκέψεις 40 και 41 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ παρουσίασε την προβλεπόμενη εξέλιξη των καλυπτόμενων καταθέσεων για τα τρία εναπομένοντα έτη της αρχικής περιόδου, ήτοι από το 2021 έως το 2023. Εκτίμησε ότι οι ετήσιοι ρυθμοί αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων έως το τέλος της αρχικής περιόδου θα κυμαίνονταν μεταξύ 4 % και 7 %.

254    Στις αιτιολογικές σκέψεις 42 έως 45 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ παρουσίασε μια αξιολόγηση της φάσης του οικονομικού κύκλου και του δυνητικού φιλοκυκλικού αποτελέσματος που θα μπορούσαν να έχουν οι εκ των προτέρων εισφορές για την οικονομική κατάσταση των ιδρυμάτων. Επισήμανε ότι προς τούτο είχε λάβει υπόψη διάφορους δείκτες, όπως είναι η πρόβλεψη της Επιτροπής για την αύξηση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος και οι σχετικές προβλέψεις της ΕΚΤ ή η πιστωτική ροή του ιδιωτικού τομέα ως ποσοστό του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος.

255    Στην αιτιολογική σκέψη 46 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν μεν εύλογο να αναμένεται περαιτέρω αύξηση των καλυπτόμενων καταθέσεων εντός της τραπεζικής ένωσης, αλλά ο ρυθμός της εν λόγω αύξησης θα ήταν χαμηλότερος από ό,τι το 2020. Συναφώς, το ΕΣΕ επισήμανε, στην αιτιολογική σκέψη 47 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι είχε υιοθετήσει «συνετή προσέγγιση» όσον αφορά τους ρυθμούς αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων για τα επόμενα έτη έως και το 2023.

256    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το ΕΣΕ καθόρισε, στην αιτιολογική σκέψη 48 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ύψος του συντελεστή στο 1,35 %. Στη συνέχεια, υπολόγισε το ύψος του ετήσιου επιπέδου-στόχου, πολλαπλασιάζοντας το μέσο ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά το έτος 2020 με τον ως άνω συντελεστή και διαιρώντας το γινόμενο διά του οκτώ, σύμφωνα με τον ακόλουθο μαθηματικό τύπο, που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 48 της εν λόγω απόφασης:

«Στόχος0 [ύψος του ετήσιου επιπέδου-στόχου] = Άθροισμα των καλυπτόμενων καταθέσεων2020 * 0,0135 * ⅛ = EUR 11 287 677 212,56».

257    Από τις εξηγήσεις που παρέσχε το ΕΣΕ κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι καθόρισε το ετήσιο επίπεδο-στόχο για την περίοδο συνεισφοράς 2021 ως εξής.

258    Πρώτον, βάσει ανάλυσης προοπτικών, το ΕΣΕ καθόρισε το ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών, το οποίο προβλεπόταν για το τέλος της αρχικής περιόδου, σε περίπου 7,5 τρισεκατομμύρια ευρώ. Για να καταλήξει στο ως άνω ποσό, το ΕΣΕ έλαβε υπόψη το μέσο ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά το έτος 2020, ήτοι 6,689 τρισεκατομμύρια ευρώ, έναν ετήσιο ρυθμό αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων της τάξεως του 4 % καθώς και τον αριθμό των περιόδων συνεισφοράς που υπολείπονταν μέχρι το τέλος της αρχικής περιόδου, δηλαδή τρεις.

259    Δεύτερον, σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, το ΕΣΕ υπολόγισε το 1 % του ως άνω ποσού των 7,5 τρισεκατομμυρίων ευρώ προκειμένου να καταλήξει στο εκτιμώμενο ύψος του τελικού επιπέδου-στόχου που έπρεπε να έχει επιτευχθεί στις 31 Δεκεμβρίου 2023, ήτοι περίπου 75 δισεκατομμύρια ευρώ.

260    Τρίτον, το ΕΣΕ αφαίρεσε από το τελευταίο αυτό ποσό τους οικονομικούς πόρους που ήταν ήδη διαθέσιμοι στο πλαίσιο του ΕΤΕ το 2021, ήτοι περίπου 42 δισεκατομμύρια ευρώ, προκειμένου να καταλήξει στο ποσό που απέμενε να εισπραχθεί κατά τις υπολειπόμενες περιόδους συνεισφοράς μέχρι το τέλος της αρχικής περιόδου, ήτοι από το 2021 έως το 2023. Το ποσό αυτό ανερχόταν σε περίπου 33 δισεκατομμύρια ευρώ.

261    Τέταρτον, το ΕΣΕ διαίρεσε το τελευταίο αυτό ποσό διά του τρία προκειμένου να το κατανείμει ομοιόμορφα μεταξύ των τριών υπολειπόμενων περιόδων συνεισφοράς. Κατά τον τρόπο αυτόν, το ετήσιο επίπεδο-στόχος για την περίοδο συνεισφοράς 2021 καθορίστηκε στο προμνησθέν στη σκέψη 249 ανωτέρω ύψος, ήτοι περίπου 11,287 δισεκατομμύρια ευρώ.

262    Το ΕΣΕ υποστήριξε επίσης κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι είχε δημοσιοποιήσει πληροφοριακά στοιχεία στα οποία είχε στηριχθεί η μέθοδος που περιγράφεται στις σκέψεις 258 έως 261 ανωτέρω και τα οποία παρείχαν στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να κατανοήσει τη μέθοδο με την οποία καθορίστηκε το ετήσιο επίπεδο-στόχος. Συγκεκριμένα, διευκρίνισε ότι είχε δημοσιεύσει στον ιστότοπό του, τον Μάιο του 2021, ήτοι μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά πριν από την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής, ενημερωτικό δελτίο με την ονομασία «Fact Sheet 2021» (στο εξής: ενημερωτικό δελτίο), στο οποίο αναγραφόταν το εκτιμώμενο ύψος του τελικού επιπέδου-στόχου. Ομοίως, το ΕΣΕ υποστήριξε ότι η πληροφορία σχετικά με το ύψος των διαθέσιμων στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικών μέσων ήταν επίσης προσβάσιμη μέσω του ιστότοπού του καθώς και μέσω άλλων δημόσιων πηγών, και μάλιστα πολύ πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.

263    Προκειμένου να εξεταστεί αν το ΕΣΕ τήρησε την υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει όσον αφορά τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου, πρέπει καταρχάς να υπομνησθεί ότι η πλημμελής ή ανεπαρκής αιτιολογία συνιστά λόγο δημοσίας τάξεως τον οποίο ο δικαστής της Ένωσης μπορεί και μάλιστα οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως (βλ. απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., C‑89/08 P, EU:C:2009:742, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί και μάλιστα οφείλει να λάβει υπόψη και άλλες πλημμέλειες της αιτιολογίας πέραν εκείνων τις οποίες επικαλείται η προσφεύγουσα, μεταξύ άλλων στην περίπτωση που οι πλημμέλειες αποκαλύπτονται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.

264    Η αιτιολογία αυτή πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση της επίμαχης πράξης και στο πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε. Συναφώς, δεν απαιτείται να παραθέτει η αιτιολογία εξαντλητικά όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα της επάρκειας της αιτιολογίας πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της πράξης, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα και ιδίως το συμφέρον που έχουν ενδεχομένως προς παροχή διευκρινίσεων τα πρόσωπα τα οποία αφορά η πράξη. Επομένως, μια βλαπτική πράξη είναι επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον έχει εκδοθεί εντός πλαισίου που είναι γνωστό στον ενδιαφερόμενο και το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί το περιεχόμενο του ληφθέντος εις βάρος του μέτρου (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 104 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

265    Εξάλλου, η αιτιολογία απόφασης την οποία λαμβάνει θεσμικό ή άλλο όργανο της Ένωσης πρέπει, ιδίως, να μην περιέχει αντιφάσεις, ούτως ώστε να παρέχει στους μεν ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να λάβουν γνώση του πραγματικού σκεπτικού της απόφασης, προκειμένου να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου, στο δε αρμόδιο δικαστήριο τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του (πρβλ. αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 2008, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, C‑413/06 P, EU:C:2008:392, σκέψη 169 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, της 22ας Σεπτεμβρίου 2005, Suproco κατά Επιτροπής, T‑101/03, EU:T:2005:336, σκέψεις 20 και 45 έως 47, και της 16 Δεκεμβρίου 2015, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T‑241/13, EU:T:2015:982, σκέψη 56).

266    Ομοίως, όταν το όργανο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση παρέχει ορισμένες εξηγήσεις σχετικά με το σκεπτικό της κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, οι εξηγήσεις πρέπει να αντιστοιχούν στις εκτιμήσεις που διατυπώνονται στην απόφαση (πρβλ. αποφάσεις της 22ας Σεπτεμβρίου 2005, Suproco κατά Επιτροπής, T‑101/03, EU:T:2005:336, σκέψεις 45 έως 47, και της 13ης Δεκεμβρίου 2016, Printeos κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑95/15, EU:T:2016:722, σκέψεις 54 και 55).

267    Ειδικότερα, εάν οι εκτιμήσεις που διατυπώνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν αντιστοιχούν προς τις εν λόγω εξηγήσεις που παρέχονται κατά την ένδικη διαδικασία, η αιτιολογία της απόφασης δεν εκπληρώνει τις λειτουργίες που υπενθυμίζονται στις σκέψεις 178 και 179 ανωτέρω. Ιδίως, μια τέτοια αναντιστοιχία εμποδίζει τους μεν ενδιαφερομένους να λάβουν γνώση του πραγματικού σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, πριν από την άσκηση της προσφυγής, και να προετοιμάσουν την άμυνά τους υπό το πρίσμα του σκεπτικού αυτού, τον δε δικαστή της Ένωσης να εντοπίσει τις αιτιολογίες που αποτέλεσαν το πραγματικό νομικό έρεισμα της απόφασης και να εξετάσει τη συμμόρφωσή τους προς τους εφαρμοστέους κανόνες.

268    Τέλος, υπενθυμίζεται ότι, τη στιγμή κατά την οποία το ΕΣΕ εκδίδει απόφαση για τον καθορισμό των εκ των προτέρων εισφορών, οφείλει να γνωστοποιεί στα οικεία ιδρύματα τη μέθοδο υπολογισμού των εισφορών αυτών (βλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 122).

269    Το ίδιο πρέπει να ισχύει όσον αφορά τη μέθοδο καθορισμού του ετήσιου επιπέδου-στόχου, δεδομένου ότι το ύψος του έχει ουσιώδη σημασία για την όλη οικονομία της απόφασης. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το άρθρο 4 του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81, ο τρόπος υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών συνίσταται στον επιμερισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου μεταξύ όλων των οικείων ιδρυμάτων και επομένως η αύξηση ή η μείωση του ύψους του συνεπάγεται αντίστοιχη αύξηση ή μείωση της εκ των προτέρων εισφοράς καθενός από τα ιδρύματα αυτά.

270    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, εφόσον το ΕΣΕ υποχρεούται να παράσχει στα ιδρύματα, μέσω της προσβαλλόμενης απόφασης, εξηγήσεις σχετικά με τη μέθοδο καθορισμού του ετήσιου επιπέδου-στόχου, οι εξηγήσεις αυτές πρέπει να αντιστοιχούν προς τις εξηγήσεις τις οποίες παρέχει το ΕΣΕ κατά την ένδικη διαδικασία και οι οποίες αφορούν την πράγματι εφαρμοσθείσα μέθοδο.

271    Τούτο δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

272    Ειδικότερα, επισημαίνεται καταρχάς ότι ο μαθηματικός τύπος που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 48 της προσβαλλόμενης απόφασης παρουσιάζεται ως η βάση για τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου. Αποδεικνύεται όμως ότι ο τύπος αυτός δεν περιλαμβάνει τα στοιχεία της μεθόδου που πράγματι εφάρμοσε το ΕΣΕ, όπως η μέθοδος αυτή αποσαφηνίστηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 258 έως 261 ανωτέρω, το ΕΣΕ προσδιόρισε το ύψος του ετήσιου επιπέδου-στόχου, στο πλαίσιο της μεθόδου αυτής, αφαιρώντας από το τελικό επίπεδο-στόχο τα χρηματοδοτικά μέσα που ήταν διαθέσιμα στο πλαίσιο του ΕΤΕ, προκειμένου να υπολογίσει το ποσό που απέμενε να εισπραχθεί μέχρι το τέλος της αρχικής περιόδου, και διαιρώντας το τελευταίο αυτό ποσό διά του τρία. Πλην όμως, τα δύο αυτά βήματα του υπολογισμού ουδόλως αποτυπώνονται στον εν λόγω μαθηματικό τύπο.

273    Εξάλλου, η διαπίστωση αυτή δεν ανατρέπεται από το επιχείρημα του ΕΣΕ το οποίο συνίσταται στο ότι δημοσίευσε, τον Μάιο του 2021, το ενημερωτικό δελτίο, το οποίο περιείχε εύρος τιμών όσον αφορά το πιθανό ύψος του τελικού επιπέδου‑στόχου, καθώς και, στον ιστότοπό του, το ποσό των διαθέσιμων στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικών μέσων. Ειδικότερα, ανεξαρτήτως του αν η προσφεύγουσα γνώριζε πράγματι τα ποσά αυτά, δεν μπορούσε βάσει των εν λόγω ποσών να διαγνώσει ότι οι δύο προμνησθείσες στη σκέψη 272 ανωτέρω μαθηματικές πράξεις είχαν όντως εκτελεστεί από το ΕΣΕ, διευκρινιζομένου επιπλέον ότι ο μαθηματικός τύπος που εκτίθετο στην αιτιολογική σκέψη 48 της προσβαλλόμενης απόφασης ούτε καν τις ανέφερε.

274    Παρόμοιες ανακολουθίες χαρακτηρίζουν επίσης τον τρόπο με τον οποίο καθορίστηκε ο συντελεστής του 1,35 %, ο οποίος διαδραματίζει ωστόσο βασικό ρόλο στον προμνησθέντα στη σκέψη 256 ανωτέρω μαθηματικό τύπο. Ειδικότερα, ο συντελεστής αυτός θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι βασίζεται, μεταξύ άλλων παραμέτρων, στην προβλεπόμενη αύξηση των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά τα υπολειπόμενα έτη της αρχικής περιόδου. Τούτο όμως δεν συνάδει με τις επεξηγήσεις που παρέσχε το ΕΣΕ κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση από τις οποίες προκύπτει ότι ο συντελεστής αυτός καθορίστηκε κατά τρόπον ώστε να μπορεί να δικαιολογήσει το αποτέλεσμα του υπολογισμού του ύψους του ετήσιου επιπέδου-στόχου, ήτοι αφού το ΕΣΕ υπολόγισε το ύψος αυτό κατ’ εφαρμογήν των τεσσάρων βημάτων που εκτίθενται στις σκέψεις 258 έως 261 ανωτέρω και, ιδίως, με διαίρεση διά του τρία του ποσού που προκύπτει από την αφαίρεση των διαθέσιμων στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικών μέσων από το τελικό επίπεδο‑στόχο. Πλην όμως, ο συγκεκριμένος τρόπος ενέργειας ουδόλως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση.

275    Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι, βάσει του ενημερωτικού δελτίου, το ύψος του εκτιμώμενου τελικού επιπέδου-στόχου εντασσόταν σε εύρος τιμών μεταξύ 70 και 75 δισεκατομμυρίων ευρώ. Το εν λόγω εύρος τιμών τελεί σε αναντιστοιχία με το εμφαινόμενο στην αιτιολογική σκέψη 41 της προσβαλλόμενης απόφασης εύρος τιμών όσον αφορά τον ρυθμό αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων, το οποίο κυμαίνεται μεταξύ 4 % και 7 %. Ειδικότερα, το ΕΣΕ δήλωσε κατά την κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι, προκειμένου να καθορίσει το ετήσιο επίπεδο‑στόχο, είχε λάβει υπόψη ρυθμό αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων της τάξεως του 4 % –δηλαδή τη χαμηλότερη τιμή του δεύτερου εύρους τιμών– και είχε καταλήξει κατά τον τρόπο αυτόν σε εκτιμώμενο τελικό επίπεδο-στόχο ύψους 75 δισεκατομμυρίων ευρώ –το οποίο αποτελούσε την υψηλότερη τιμή του πρώτου εύρους τιμών. Προκύπτει επομένως μια αναντιστοιχία ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο εύρος τιμών. Ειδικότερα, αφενός, το εύρος τιμών που αφορά τον ρυθμό μεταβολής των καλυπτόμενων καταθέσεων περιλαμβάνει επίσης τιμές υψηλότερες του συντελεστή 4 %, οι οποίες όμως, αν είχαν εφαρμοστεί, θα συνεπάγονταν εκτιμώμενο ύψος του τελικού επιπέδου‑στόχου υψηλότερο από εκείνα που περιλαμβάνονται στο εύρος τιμών του τελικού επιπέδου‑στόχου. Αφετέρου, είναι αδύνατο για την προσφεύγουσα να κατανοήσει τον λόγο για τον οποίο το ΕΣΕ περιέλαβε στο εύρος τιμών του τελικού επιπέδου‑στόχου ποσά χαμηλότερα των 75 δισεκατομμυρίων ευρώ. Ειδικότερα, για να προκύψουν τέτοια ποσά, θα έπρεπε να είχε εφαρμοστεί συντελεστής χαμηλότερος του 4 %, ο οποίος ωστόσο δεν περιλαμβάνεται στο εύρος τιμών του ρυθμού αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων. Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί τον τρόπο με τον οποίο το ΕΣΕ είχε χρησιμοποιήσει το σχετικό με τον ρυθμό μεταβολής των καταθέσεων αυτών εύρος τιμών προκειμένου να υπολογίσει το εκτιμώμενο τελικό επίπεδο-στόχο.

276    Επομένως, όσον αφορά τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου, η μέθοδος την οποία πράγματι εφάρμοσε το ΕΣΕ, όπως η μέθοδος αυτή αποσαφηνίστηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν αντιστοιχεί στη μέθοδο που περιγράφεται στην προσβαλλόμενη απόφαση και ως εκ τούτου το πραγματικό σκεπτικό βάσει του οποίου καθορίστηκε το εν λόγω επίπεδο-στόχος δεν μπορούσε να διαγνωστεί βάσει της προσβαλλόμενης απόφασης ούτε από τα ιδρύματα ούτε από το Γενικό Δικαστήριο.

277    Κατόπιν των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη όσον αφορά τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου‑στόχου.

278    Ωστόσο, λαμβανομένων υπόψη των νομικών και οικονομικών ζητημάτων που θέτει η υπό κρίση υπόθεση, είναι προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης να συνεχιστεί η εξέταση των λόγων ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα.

2.      Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση ουσιώδους τύπου και παράβαση του άρθρου 5, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81

279    Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως διαρθρώνεται σε τέσσερα σκέλη, τα οποία διαρθρώνονται περαιτέρω σε διάφορες αιτιάσεις.

α)      Επί του πρώτου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται μη κύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης 

1)      Επί της πρώτης αιτιάσεως, η οποία αφορά παράβαση του άρθρου 5, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81

280    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το ΕΣΕ παρέβη το άρθρο 5, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81, το οποίο επιβάλλει στο ΕΣΕ να γνωστοποιεί στις ΕΑΕ «τις αποφάσεις του για τον υπολογισμό των ετήσιων εισφορών». Το ΕΣΕ δεν εκπλήρωσε την απαίτηση αυτή, διότι περιορίστηκε να αποστείλει στην BaFin το σχέδιο μιας τέτοιας απόφασης και όχι την τελική απόφαση. Και τούτο διότι η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως κοινοποιήθηκε από την BaFin, περιήλθε στην προσφεύγουσα μόνον ως ανυπόγραφο κείμενο, ήτοι χωρίς ιδιόχειρη υπογραφή και χωρίς μνεία ηλεκτρονικής υπογραφής, δεν έφερε δε αριθμό του συστήματος τήρησης εγγράφων «Advanced Records System» (στο εξής: ARES).

281    Το ΕΣΕ αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

282    Καταρχάς, διευκρινίζεται ότι, στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτιάσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει μόνον παράβαση του άρθρου 5, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81.

283    Πλην όμως, η διάταξη αυτή ορίζει απλώς ότι το ΕΣΕ υποχρεούται να γνωστοποιεί τις αποφάσεις του για τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών στις οικείες ΕΑΕ των συμμετεχόντων κρατών μελών. Δεν απαιτεί από το ΕΣΕ να γνωστοποιεί στις ως άνω ΕΑΕ κείμενο της εν λόγω απόφασης το οποίο να φέρει υπογραφή και αριθμό συστήματος τήρησης εγγράφων, όπως είναι ο αριθμός ARES. Ομοίως, δεν υποχρεώνει το ΕΣΕ να βεβαιωθεί ότι οι ΕΑΕ διαβιβάζουν στα ιδρύματα ένα τέτοιο κείμενο.

284    Επομένως, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να προσάπτει στο ΕΣΕ ότι παρέβη το άρθρο 5, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 καθόσον γνωστοποίησε στην BaFin κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης το οποίο δεν έφερε υπογραφή ούτε αριθμό ARES.

285    Εξάλλου, εν πάση περιπτώσει, διευκρινίζεται ότι η ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δικογραφία περιλαμβάνει δύο κείμενα της προσβαλλόμενης απόφασης. Το πρώτο εξ αυτών είναι το ανυπόγραφο κείμενο της απόφασης το οποίο, σύμφωνα με την προσφεύγουσα, γνωστοποιήθηκε από το ΕΣΕ στην BaFin και εν συνεχεία στην ίδια. Το δεύτερο κείμενο της απόφασης, το οποίο η προσφεύγουσα έλαβε απευθείας από το ΕΣΕ κατόπιν αίτησης πρόσβασης στον φάκελο, φέρει την ηλεκτρονική υπογραφή της προέδρου του ΕΣΕ καθώς και αριθμό ARES και ακριβή ημερομηνία και ώρα στην πρώτη σελίδα.

286    Η προσφεύγουσα δεν υπέδειξε καμία διαφορά μεταξύ των δύο αυτών κειμένων σε ό,τι αφορούσε το ουσιαστικό περιεχόμενό τους και κατά συνέπεια δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι το κείμενο που γνωστοποιήθηκε στην BaFin δεν ήταν το τελικό κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης.

287    Επομένως, η πρώτη αιτίαση του πρώτου σκέλους του τετάρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

2)      Επί της δεύτερης αιτιάσεως, η οποία αφορά εσφαλμένη κύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης

288    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν κυρώθηκε ορθώς, γεγονός το οποίο αμφισβητεί το ΕΣΕ.

289    Η προσφεύγουσα προβάλλει εν συνόψει δύο επιχειρήματα.

290    Κατά πρώτον, μολονότι τα έγγραφα που έλαβε η προσφεύγουσα κατόπιν της αίτησής της για πρόσβαση στον φάκελο φέρουν ηλεκτρονική υπογραφή και αριθμό ARES, τα στοιχεία αυτά δεν συνιστούν κύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

291    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η κύρωση πράξης, η οποία αποτελεί ουσιώδη τύπο, αποσκοπεί στην κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου παγιώνοντας το κείμενο που εγκρίθηκε από τον συντάκτη της πράξης, καθιστώντας δε έτσι δυνατό να εξακριβωθεί, σε περίπτωση αμφισβήτησης, αν τα κοινοποιηθέντα κείμενα ανταποκρίνονται πλήρως προς το κείμενο αυτό (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 152 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

292    Με το υπόμνημα αντικρούσεως, το ΕΣΕ διευκρίνισε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είχε κυρωθεί μέσω του εργαλείου πληροφορικής «EU Sign». Χρησιμοποιώντας το εργαλείο αυτό, η πρόεδρος του ΕΣΕ έθεσε στο έγγραφο της εν λόγω απόφασης ηλεκτρονική υπογραφή, ακριβή ημερομηνία και ώρα, καθώς και αριθμό ARES.

293    Συναφώς, από τη νομολογία προκύπτει ότι μια μέθοδος κύρωσης που βασίζεται στη χρήση ενός τέτοιου συστήματος είναι ικανή να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις κύρωσης που υπενθυμίζονται στη σκέψη 291 ανωτέρω (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψεις 157 έως 161).

294    Κατά συνέπεια, το πρώτο επιχείρημα της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί.

295    Κατά δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι από τα έγγραφα που έχει στη διάθεσή της προκύπτει ότι η υπογραφή της προέδρου του ΕΣΕ καλύπτει μόνο το σώμα της προσβαλλόμενης απόφασης. Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα εξακολουθεί να μη διαθέτει ενυπόγραφο κείμενο του παραρτήματος I της προσβαλλόμενης απόφασης.

296    Πλην όμως, το άρθρο 1 του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως παρατίθεται στη σελίδα 51 του σώματος του γερμανικού κειμένου της απόφασης αυτής, ορίζει ότι «[ε]γκρίνεται ο υπολογισμός των ατομικών ετήσιων εκ των προτέρων εισφορών στο [ΕΤΕ] για την περίοδο συνεισφοράς 2021, όπως αυτός εκτίθεται στο παράρτημα I». Εξ αυτού συνάγεται ότι το παράρτημα I αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εν λόγω απόφασης. Υπό τις συνθήκες αυτές, το ΕΣΕ δεν υποχρεούται να κυρώσει ένα τέτοιο παράρτημα χωριστά από το σώμα της εν λόγω απόφασης.

297    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί το δεύτερο επιχείρημα της προσφεύγουσας και, επομένως, η δεύτερη αιτίαση στο σύνολό της.

3)      Επί της τρίτης αιτιάσεως, η οποία αφορά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων του ΕΣΕ

298    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν «προκύπτει προδήλως» ότι το ΕΣΕ αποφάνθηκε επί των αποτελεσμάτων των υπολογισμών των εκ των προτέρων εισφορών. Το άρθρο 1 της προσβαλλόμενης απόφασης ορίζει ότι το ΕΣΕ επικυρώνει τους υπολογισμούς που παρατίθενται στο παράρτημα I της απόφασης αυτής. Πλην όμως, απόφαση που εκδίδεται μέσω παραπομπής σε παράρτημα δεν αρκεί, διότι δεν συνιστά απόφαση επί του πραγματικού υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών. Ειδικότερα, το παράρτημα I της προσβαλλόμενης απόφασης περιέχει μόνο στρογγυλοποιημένα ενδιάμεσα αποτελέσματα και όχι πλήρεις τιμές, αποτελεί δε απλώς μέσο που εξασφαλίζει τη δημοσιότητα του υπολογισμού των εισφορών έναντι των ιδρυμάτων. Η δε διαδικασία λήψης αποφάσεων του ΕΣΕ πρέπει να έχει ως αντικείμενο την «επί της ουσίας απόφαση που αναπαράγεται στα μέσα που εξασφαλίζουν τη δημοσιότητά της». Απόφαση η οποία απλώς παραπέμπει στα μέσα για τη γνωστοποίησή της είναι ανεπαρκής εφόσον δεν έχει εκδοθεί επί της ουσίας απόφαση.

299    Το ΕΣΕ αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

300    Συναφώς, από το άρθρο 1 του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι τα μέλη της εκτελεστικής συνόδου του ΕΣΕ, η οποία αποτελεί το όργανο λήψης αποφάσεων του ΕΣΕ όσον αφορά τον καθορισμό των εκ των προτέρων εισφορών, αποφάνθηκαν επί των ατομικών εκ των προτέρων εισφορών κάθε ιδρύματος για την περίοδο συνεισφοράς 2021, όπως αυτές εκτίθενται στο παράρτημα I της εν λόγω απόφασης.

301    Εξάλλου, όπως προκύπτει από το παράρτημα A.20 του δικογράφου της προσφυγής, το απόσπασμα του παραρτήματος I της προσβαλλόμενης απόφασης το οποίο αφορούσε την προσφεύγουσα, όπως κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα από την BaFin, περιέχει λεπτομέρειες σχετικά με τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς της και τα δεδομένα στα οποία στηρίζεται ο υπολογισμός αυτός.

302    Όσον αφορά το κατά πόσον τα δεδομένα αυτά αρκούσαν για την ενημέρωση των μελών της εκτελεστικής συνόδου του ΕΣΕ τα οποία εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση, η προσφεύγουσα προσάπτει απλώς στο ΕΣΕ ότι τα αριθμητικά στοιχεία του παραρτήματος I της απόφασης είχαν στρογγυλοποιηθεί.

303    Όλοι όμως οι δεκαδικοί αριθμοί που περιλαμβάνονται στο εν λόγω παράρτημα στρογγυλοποιούνται σε τέσσερα δεκαδικά ψηφία, με εξαίρεση τους αριθμούς που αφορούν τον πολλαπλασιαστή προσαρμογής, οι οποίοι στρογγυλοποιούνται σε δώδεκα δεκαδικά ψηφία.

304    Ένα τέτοιο επίπεδο λεπτομέρειας αρκούσε για να είναι σε θέση τα μέλη της εκτελεστικής συνόδου του ΕΣΕ να εκδώσουν την προσβαλλόμενη απόφαση έχοντας πλήρη γνώση όλων των δεδομένων.

305    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να απορριφθεί η τρίτη αιτίαση του πρώτου σκέλους του τετάρτου λόγου ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος στο σύνολό του.

β)      Επί του δευτέρου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται ανεπαρκής αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης απόφασης

306    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν πληροί τις απαιτήσεις αιτιολόγησης, διότι δεν είναι δυνατός ο πλήρης εκ νέου υπολογισμός των εκ των προτέρων εισφορών τις οποίες οφείλει να καταβάλει.

307    Το ΕΣΕ αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

308    Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το να γίνει δεκτό ότι η αιτιολογία της απόφασης του ΕΣΕ για τον καθορισμό εκ των προτέρων εισφορών πρέπει οπωσδήποτε να παρέχει στα ιδρύματα τη δυνατότητα να επαληθεύσουν την ακρίβεια του υπολογισμού της εκ των προτέρων εισφοράς τους θα σήμαινε κατ’ ανάγκην ότι θα απαγορευόταν στον νομοθέτη της Ένωσης να θεσπίσει τρόπο υπολογισμού της εισφοράς αυτής ο οποίος περιλαμβάνει δεδομένα των οποίων ο εμπιστευτικός χαρακτήρας προστατεύεται από το δίκαιο της Ένωσης και, ως εκ τούτου, θα μειωνόταν υπερβολικά η ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που πρέπει να διαθέτει προς τούτο ο νομοθέτης, καθότι θα εμποδιζόταν ιδίως να επιλέξει μέθοδο δυνάμενη να διασφαλίσει δυναμική προσαρμογή της χρηματοδότησης του ΕΤΕ στις εξελίξεις του χρηματοπιστωτικού κλάδου, διά της συγκριτικής συνεκτίμησης, ειδικότερα, της χρηματοοικονομικής κατάστασης εκάστου ιδρύματος με άδεια λειτουργίας στο έδαφος συμμετέχοντος στο ΕΣΕ κράτους μέλους (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 118).

309    Επομένως, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι το ΕΣΕ παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει για τον λόγο ότι δεν είναι δυνατός ο πλήρης εκ νέου υπολογισμός των εκ των προτέρων εισφορών τις οποίες η ίδια οφείλει να καταβάλει.

310    Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν διευκρίνισε τους λόγους για τους οποίους οι πολλαπλασιαστές προσαρμογής της είχαν αυξηθεί, ενώ, κατά την κρίσιμη για τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών του 2021 ημερομηνία αναφοράς, ο συνολικός ισολογισμός της και οι θέσεις της σε παράγωγα είχαν μειωθεί σε σχέση με τον προηγούμενο κύκλο.

311    Πράγματι, η επάρκεια της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης δεν μπορεί να εκτιμηθεί λαμβανομένης υπόψη της αιτιολογίας μιας απόφασης του ΕΣΕ που αφορά άλλη περίοδο συνεισφοράς.

312    Εν πάση περιπτώσει, όπως επισήμανε το ΕΣΕ και όπως προκύπτει από τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 308 ανωτέρω, από την όλη οικονομία της μεθόδου υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών απορρέει ότι το αποτέλεσμα της ετήσιας αξιολόγησης των κινδύνων ενός ιδρύματος εξαρτάται από το επίπεδο κινδύνου που αναλαμβάνει το ίδρυμα σε σχέση με το επίπεδο κινδύνου των λοιπών ιδρυμάτων. Το δε επίπεδο κινδύνου των λοιπών ιδρυμάτων μπορεί να μειωθεί από έτος σε έτος. Συνεπώς, η μείωση του συνολικού ισολογισμού και των θέσεων σε παράγωγα δεν συνεπάγεται αυτομάτως βελτίωση του πολλαπλασιαστή προσαρμογής ενός ιδρύματος.

313    Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

[παραλειπόμενα]

3.      Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση των διατάξεων του άρθρου 70, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014, του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 και του άρθρου 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59 

337    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το ΕΣΕ, καθόσον την υπήγαγε στην υποχρέωση συνεισφοράς προς το ΕΤΕ, παρέβη τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 70, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014, του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 και του άρθρου 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59.

338    Ναι μεν, κατά την προσφεύγουσα, βάσει του γράμματος του κανονισμού 806/2014, όλα τα ιδρύματα που διαθέτουν τραπεζική άδεια, συμπεριλαμβανομένης της προσφεύγουσας, υπόκεινται καταρχήν στην υποχρέωση συνεισφοράς προς το ΕΤΕ. Εντούτοις, το πραγματικό περιεχόμενο ενός κανόνα δεν μπορεί να προσδιοριστεί με βάση το γράμμα του και μόνον. Αφενός, για την ερμηνεία του παράγωγου δικαίου πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη οι αρχές που διέπουν τους κανόνες του πρωτογενούς δικαίου. Αφετέρου, το πραγματικό περιεχόμενο ενός νομικού κανόνα μπορεί να προσδιοριστεί μόνο με βάση το νόημα και τον σκοπό του καθώς και τη συστημική συσχέτισή του με άλλους κανόνες.

339    Το ΕΣΕ και η Επιτροπή αντικρούουν την επιχειρηματολογία αυτή.

340    Συναφώς, από τις εκτιμήσεις που διατυπώνονται στις σκέψεις 93 έως 97 ανωτέρω προκύπτει ότι όλα τα ιδρύματα κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, σημείο 23, της οδηγίας 2014/59, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 2, της ίδιας οδηγίας και με το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 1, του κανονισμού 575/2013, πρέπει να καταβάλλουν εκ των προτέρων εισφορές που υπολογίζονται σε εθνική βάση, σύμφωνα με το άρθρο 103, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/59.

341    Το ίδιο ισχύει για τις εκ των προτέρων εισφορές που υπολογίζονται σε ενωσιακή βάση. Ειδικότερα, βάσει συνδυασμένης ανάγνωσης του άρθρου 3, παράγραφος 1, σημείο 13, του κανονισμού 806/2014, του άρθρου 3, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού και του άρθρου 2, παράγραφος 1, σημείο 2, της οδηγίας 2014/59, όλα τα ιδρύματα κατά την έννοια των διατάξεων αυτών πρέπει να καταβάλλουν τέτοιες εισφορές, σύμφωνα με το άρθρο 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014.

342    Πλην όμως, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι συνιστά ίδρυμα κατά την έννοια των διατάξεων αυτών.

343    Συνεπώς, η προσφεύγουσα εμπίπτει στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2014/59 και του κανονισμού 806/2014, ως ίδρυμα που υποχρεούται να καταβάλλει εκ των προτέρων εισφορές.

344    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

345    Κατά πρώτον, λαμβανομένων υπόψη των όσων εκτίθενται στη σκέψη 101 ανωτέρω, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι από το άρθρο 114 ΣΛΕΕ, το οποίο αποτελεί τη νομική βάση τόσο του κανονισμού 806/2014 όσο και της οδηγίας 2014/59, προκύπτει ότι τα ιδρύματα που ευρίσκονται σε διαδικασία λύσης δεν πρέπει καταρχήν να υπόκεινται σε εκ των προτέρων εισφορά.

346    Κατά δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το άρθρο 67, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 806/2014, σε συνδυασμό με το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του ως άνω κανονισμού, περιορίζει τον ορισμό της έννοιας του «ιδρύματος που υπόκειται στην καταβολή εκ των προτέρων εισφορών», διότι κανένας από τους στόχους της εξυγίανσης που διατυπώνονται στο εν λόγω άρθρο 14 δεν μπορεί πλέον να επιτευχθεί στην περίπτωση ιδρύματος που ευρίσκεται σε διαδικασία λύσης, όπως η προσφεύγουσα. Τούτο ισχύει ιδίως όσον αφορά τον στόχο που μνημονεύεται στο στοιχείο αʹ της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου 14, ήτοι τη διασφάλιση της συνέχειας των κρίσιμων λειτουργιών, και τον στόχο που μνημονεύεται στο στοιχείο βʹ της ίδιας παραγράφου του εν λόγω άρθρου, ήτοι την αποφυγή σημαντικών δυσμενών επιπτώσεων στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, ιδίως με την πρόληψη της μετάδοσης.

347    Συναφώς, επισημαίνεται ότι οι διατάξεις τις οποίες επικαλείται η προσφεύγουσα δεν προσδιορίζουν αυτούς καθεαυτούς τους σκοπούς του κανονισμού 806/2014, αλλά τους σκοπούς της εξυγίανσης. Κατ’ εφαρμογήν δε του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, το ΕΣΕ μπορεί να αναλάβει δράση εξυγίανσης μόνον όταν πληρούνται οι τρεις προϋποθέσεις του άρθρου 18 του ίδιου κανονισμού. Επομένως, τα τυχόν υποβαλλόμενα σε εξυγίανση ιδρύματα μπορεί να αποτελούν κατηγορία στενότερη από εκείνη των ιδρυμάτων που υπόκεινται σε εκ των προτέρων εισφορές. Ως εκ τούτου, οι σκοποί της εξυγίανσης δεν είναι καθοριστικοί για την έκταση του προσωπικού πεδίου εφαρμογής του κανονισμού 806/2014 όσον αφορά την υποχρέωση καταβολής εκ των προτέρων εισφορών.

348    Κατά τρίτον, σε αντίθεση προς τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η εξαίρεσή της από το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της υποχρέωσης συνεισφοράς στο ΕΤΕ δεν μπορεί να συναχθεί ούτε από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο άρθρο 103, παράγραφος 7, στοιχεία αʹ, δʹ και ζʹ, της οδηγίας 2014/59.

349    Πράγματι, από το γράμμα του άρθρου 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59, καθώς και από το γράμμα του άρθρου 103, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας, προκύπτει ότι το άρθρο 103, παράγραφος 7, της εν λόγω οδηγίας δεν προορίζεται να καθορίσει το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της υποχρέωσης καταβολής εκ των προτέρων εισφορών. Η διάταξη αυτή απαριθμεί απλώς τα στοιχεία που πρέπει να λάβει υπόψη της η Επιτροπή όταν εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις προκειμένου να εξειδικεύσει την έννοια της «προσαρμογής των εισφορών ανάλογα με το προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων» η οποία προβλέπεται στο άρθρο 103, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/59.

350    Τέλος, η προσφεύγουσα δεν αναπτύσσει αυτοτελή και στοχευμένα επιχειρήματα σχετικά με το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81, τα οποία βαίνουν πέραν της επιχειρηματολογίας που εξετάστηκε ανωτέρω. Επομένως, η αιτίαση περί παράβασης της διάταξης αυτής πρέπει να απορριφθεί.

351    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση περί παράβασης των διατάξεων του άρθρου 70, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014, του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 και του άρθρου 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59 και, συνακόλουθα, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

4.      Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση των άρθρων 20 και 16 του Χάρτη

352    Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως διαρθρώνεται, κατ’ ουσίαν, σε δύο σκέλη.

α)      Επί του πρώτου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 20 του Χάρτη

353    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει στην αρχή της ίσης μεταχείρισης και της απαγόρευσης των διακρίσεων, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 του Χάρτη, διότι η ίδια τυγχάνει της ίδιας αντιμετώπισης με ιδρύματα τα οποία δεν ευρίσκονται σε διαδικασία λύσης. Συναφώς, υπογραμμίζει, αφενός, ότι χρησιμοποιεί τις τραπεζικές άδειές της αποκλειστικώς για τους σκοπούς της λύσης της και, αφετέρου, ότι η έκθεσή της σε κινδύνους, η πιθανότητα να τεθεί υπό εξυγίανση και η σημασία της για τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών είναι πολύ περιορισμένες έως και ανύπαρκτες.

354    Κατά την προσφεύγουσα, το γεγονός ότι η μέθοδος υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών καταλήγει σε διαφορετικές εκ των προτέρων εισφορές για διαφορετικά ιδρύματα δεν αποκλείει την ύπαρξη άνισης μεταχείρισης. Ειδικότερα, αν η ιδιαίτερη κατάσταση της προσφεύγουσας λαμβανόταν δεόντως υπόψη, η εισφορά της θα έπρεπε να είναι μηδενική, πράγμα αδύνατον εξαιτίας της διάταξης του άρθρου 9, παράγραφος 3, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, στην οποία προβλέπεται ότι ο πολλαπλασιαστής προσαρμογής πρέπει να καθορίζεται εντός φάσματος που κυμαίνεται μεταξύ 0,8 και 1,5.

355    Το ΕΣΕ και η Επιτροπή αντικρούουν την επιχειρηματολογία αυτή.

356    Το άρθρο 20 του Χάρτη καθιερώνει τη γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης περί ίσης μεταχείρισης, η οποία επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικά παρόμοιες καταστάσεις ούτε να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο διαφορετικές μεταξύ τους καταστάσεις, εκτός αν η διαφορετική αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς (απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2021, Fussl Modestraße Mayr, C‑555/19, EU:C:2021:89, σκέψη 95).

357    Συναφώς, πρώτον, πρέπει να εξεταστεί αν ίδρυμα που ευρίσκεται σε διαδικασία λύσης, όπως η προσφεύγουσα, ευρίσκεται σε κατάσταση παρόμοια προς εκείνη των λοιπών ιδρυμάτων τα οποία υπόκεινται στις εκ των προτέρων εισφορές.

358    Κατά πάγια νομολογία, ο παρόμοιος χαρακτήρας τέτοιων καταστάσεων εκτιμάται λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων που τις χαρακτηρίζουν. Τα στοιχεία αυτά πρέπει, ειδικότερα, να προσδιορίζονται και να εκτιμώνται υπό το πρίσμα του αντικειμένου και του σκοπού της πράξης που εισάγει την επίμαχη διάκριση. Πρέπει, επιπλέον, να λαμβάνονται υπόψη οι αρχές και οι σκοποί του τομέα στον οποίο εμπίπτει η πράξη αυτή (βλ. απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2021, Fussl Modestraße Mayr, C‑555/19, EU:C:2021:89, σκέψη 99 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

359    Όσον αφορά τον σκοπό που επιδιώκεται από τη νομοθεσία η οποία διέπει την προσβαλλόμενη απόφαση, υπενθυμίζεται ότι η νομοθεσία αυτή εμπίπτει στο πεδίο του ΕΜΕ, του οποίου η δημιουργία αποσκοπεί, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 12 του κανονισμού 806/2014, στο να εξασφαλίσει ουδέτερη προσέγγιση όσον αφορά τη μεταχείριση των προβληματικών τραπεζών, να αυξήσει τη σταθερότητα των ιδρυμάτων στα συμμετέχοντα κράτη μέλη και να αποτρέψει τις δευτερογενείς επιπτώσεις πιθανών κρίσεων στα κράτη μέλη που δεν συμμετέχουν στον μηχανισμό αυτόν, ούτως ώστε να διευκολυνθεί η λειτουργία του συνόλου της εσωτερικής αγοράς.

360    Προκειμένου να διασφαλιστεί η χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων του ΕΜΕ, η οδηγία 2014/59, ο κανονισμός 806/2014 και ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63 θέσπισαν τις εκ των προτέρων εισφορές, των οποίων η ειδική φύση συνίσταται, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 105 έως 107 της εν λόγω οδηγίας και από την αιτιολογική σκέψη 41 του κανονισμού 806/2014, στην κατοχύρωση, στο πλαίσιο μιας ασφαλιστικής λογικής, της παροχής επαρκών οικονομικών πόρων από τον χρηματοοικονομικό κλάδο στον ΕΜΕ, ώστε αυτός να μπορεί να εκπληρώνει τα καθήκοντά του, και στη δημιουργία κινήτρων για τα ιδρύματα προκειμένου να λειτουργούν με λιγότερο ριψοκίνδυνο μοντέλο (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 113).

361    Λαμβανομένων υπόψη των ως άνω αρχών και σκοπών, κακώς υποστηρίζει η προσφεύγουσα ότι τα ιδρύματα που ευρίσκονται σε διαδικασία λύσης τελούν, εξαιτίας της διαδικασίας αυτής, σε κατάσταση διαφορετική από εκείνη των λοιπών ιδρυμάτων που υπόκεινται στις εκ των προτέρων εισφορές.

362    Πρώτον, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 102 του κανονισμού 806/2014, τα ιδρύματα καταβάλλουν τις εκ των προτέρων εισφορές πριν από κάθε πράξη εξυγίανσης και ανεξάρτητα από την πράξη αυτή.

363    Δεύτερον, σύμφωνα με το άρθρο 67, παράγραφος 4, και το άρθρο 70 του κανονισμού 806/2014 καθώς και με το άρθρο 103 της οδηγίας 2014/59, η υποχρέωση καταβολής εκ των προτέρων εισφορών ισχύει για όλα τα ιδρύματα που διαθέτουν τραπεζική άδεια λόγω της ιδιότητάς τους ως ιδρυμάτων κατά την έννοια των συνδυασμένων διατάξεων του άρθρου 2, του άρθρου 3, παράγραφος 1, σημείο 13, του ως άνω κανονισμού καθώς και του άρθρου 2, παράγραφος 1, σημείο 2, της οδηγίας αυτής.

364    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι, κατά τη διάρκεια της οικείας περιόδου συνεισφοράς, η ίδια ήταν ίδρυμα που λειτουργούσε βάσει τραπεζικής άδειας κατά την έννοια των διατάξεων που μνημονεύονται στη σκέψη 363 ανωτέρω, τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι ευρισκόταν σε διαδικασία λύσης.

365    Επομένως, η προσφεύγουσα μπορούσε να ασκεί τραπεζικές δραστηριότητες μέσω των οποίων ήταν δυνατόν να εκθέσει το χρηματοπιστωτικό σύστημα σε ορισμένο κίνδυνο.

366    Τρίτον, η μέθοδος υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών, όπως θεσπίστηκε με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2015/63, είναι ικανή να αντικατοπτρίζει –κατά τρόπο παρόμοιο όπως και για τα λοιπά ιδρύματα– τις ιδιαιτερότητες του προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων που ευρίσκονται σε διαδικασία λύσης.

367    Ειδικότερα, η μέθοδος υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών λαμβάνει υπόψη το μέγεθος των ιδρυμάτων μέσω του υπολογισμού της βασικής ετήσιας συνεισφοράς, η οποία βασίζεται στο αναλογικό ύψος των καθαρών υποχρεώσεων του οικείου ιδρύματος σε σχέση με τις καθαρές υποχρεώσεις του συνόλου των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών. Επομένως, η βασική ετήσια συνεισφορά ενός ιδρύματος μειώνεται σε σύγκριση με εκείνη των λοιπών ιδρυμάτων και αντικατοπτρίζει κατά τον τρόπο αυτόν την ιδιαίτερη κατάστασή του εάν, στο πλαίσιο διαδικασίας λύσης, το ίδρυμα αυτό μειώνει το ύψος των καθαρών υποχρεώσεών του. Επιπλέον, οι διάφοροι πυλώνες και δείκτες κινδύνου που προβλέπονται στο άρθρο 6 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 καθιστούν δυνατό να ληφθούν υπόψη, στοχευμένα, διάφορα χαρακτηριστικά των ιδρυμάτων, περιλαμβανομένων των ιδρυμάτων που ευρίσκονται σε διαδικασία λύσης, με αποτέλεσμα να επιβάλλεται σε ένα τέτοιο ίδρυμα χαμηλότερη εκ των προτέρων εισφορά σε περίπτωση που το προφίλ κινδύνου του μειώνεται εξαιτίας της εν λόγω διαδικασίας.

368    Τέταρτον, σε αντίθεση προς τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, τα ιδρύματα που ευρίσκονται σε διαδικασία λύσης δεν αποκλείονται πλήρως από τα οφέλη που παρέχει η ύπαρξη του ΕΤΕ.

369    Πράγματι, αφενός, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 71 ανωτέρω, η ύπαρξη και μόνο του ταμείου αυτού συμβάλλει στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού κλάδου, η οποία ωφελεί όλα τα ενδιαφερόμενα ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων των ιδρυμάτων που ευρίσκονται σε διαδικασία λύσης.

370    Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι η δυνατότητα όχι μόνο να ενεργοποιηθεί η εξυγίανση ενός ιδρύματος που ευρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, αλλά και να διευκολυνθεί η εξυγίανση αυτή ανταποκρίνεται στον σκοπό που επιδιώκεται με τη δημιουργία του ΕΤΕ. Η δε σταθερότητα του χρηματοοικονομικού κλάδου συμβάλλει στη διευκόλυνση της εξυγίανσης, δεδομένου ότι αυξάνει την προβλεψιμότητα και την αποτελεσματικότητά της.

371    Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι τελούσε σε κατάσταση διαφορετική από εκείνη των ιδρυμάτων που δεν ευρίσκονται σε διαδικασία λύσης, υπό το πρίσμα των αρχών και των σκοπών που εκτίθενται στις σκέψεις 359 και 360 ανωτέρω.

372    Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι οι εκ των προτέρων εισφορές συνιστούν «τραπεζικό φόρο» ο οποίος αντιβαίνει «στην επιταγή της ίσης φορολογικής μεταχείρισης την οποία επιβάλλει το άρθρο 20 του Χάρτη».

373    Συναφώς, αφενός, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα δεν διευκρινίζει ούτε το περιεχόμενο ούτε την έκταση της «επιταγής της ίσης φορολογικής μεταχείρισης την οποία επιβάλλει το άρθρο 20 του Χάρτη». Αφετέρου, η προκείμενη στην οποία στηρίζεται η προσφεύγουσα, ότι δηλαδή οι εκ των προτέρων εισφορές συνιστούν «φορολογικές επιβαρύνσεις» ή φορολογικές διατάξεις, είναι εσφαλμένη για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 59 έως 76 ανωτέρω.

374    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

β)      Επί του δευτέρου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 16 του Χάρτη

375    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει στην επιχειρηματική ελευθερία, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 16 του Χάρτη, δεδομένου ότι της επιβάλλει μειονεκτήματα δυσανάλογα προς τους σκοπούς που επιδιώκονται με την εν λόγω απόφαση. Συγκεκριμένα, αποκλείεται ιδίως το ενδεχόμενο να χρησιμοποιηθούν οι εκ των προτέρων εισφορές προς όφελός της ή προς όφελος ιδρυμάτων που βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση, δεδομένου ότι δεν πληρούνται στην περίπτωσή της οι προϋποθέσεις χρήσης των εργαλείων εξυγίανσης.

376    Το ΕΣΕ και η Επιτροπή αντικρούουν την επιχειρηματολογία αυτή.

377    Η προστασία την οποία παρέχει το άρθρο 16 του Χάρτη περιλαμβάνει την ελευθερία άσκησης οικονομικής ή εμπορικής δραστηριότητας, τη συμβατική ελευθερία και τον ελεύθερο ανταγωνισμό (βλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Bank Melli Iran, C‑124/20, EU:C:2021:1035, σκέψη 79 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

378    Πλην όμως, η επιχειρηματική ελευθερία δεν συνιστά απόλυτο προνόμιο. Μπορεί να υπόκειται σε ευρύ φάσμα παρεμβάσεων της δημόσιας αρχής δυνάμενων να θέτουν, χάριν του γενικού συμφέροντος, περιορισμούς στην άσκηση της οικονομικής δραστηριότητας (πρβλ. αποφάσεις της 22ας Ιανουαρίου 2013, Sky Österreich, C‑283/11, EU:C:2013:28, σκέψεις 45 και 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Bank Melli Iran, C‑124/20, EU:C:2021:1035, σκέψεις 80 και 81 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

379    Το γεγονός αυτό αντανακλάται, μεταξύ άλλων, στον τρόπο με τον οποίο πρέπει να εκτιμώνται οι πράξεις της Ένωσης υπό το πρίσμα του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη (πρβλ. αποφάσεις της 22ας Ιανουαρίου 2013, Sky Österreich, C‑283/11, EU:C:2013:28, σκέψη 47, και της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Bank Melli Iran, C‑124/20, EU:C:2021:1035, σκέψη 82).

380    Κατά το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, οι περιορισμοί στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που κατοχυρώνονται στον Χάρτη πρέπει να προβλέπονται από τον νόμο, να σέβονται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών και, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε αναγνωριζόμενους από την Ένωση σκοπούς γενικού συμφέροντος ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων (αποφάσεις της 22ας Ιανουαρίου 2013, Sky Österreich, C‑283/11, EU:C:2013:28, σκέψη 48, και της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Bank Melli Iran, C‑124/20, EU:C:2021:1035, σκέψη 83).

381    Εν προκειμένω, εφόσον γίνει δεκτό ότι η υποχρέωση της προσφεύγουσας να καταβάλλει εκ των προτέρων εισφορές συνιστά επέμβαση στην επιχειρηματική της ελευθερία, επισημαίνεται καταρχάς ότι η υποχρέωση αυτή απορρέει, μεταξύ άλλων, από τα άρθρα 69 και 70 του κανονισμού 806/2014 και από τα άρθρα 102 και 103 της οδηγίας 2014/59 και, κατά συνέπεια, προβλέπεται από τον νόμο.

382    Περαιτέρω, η υποχρέωση καταβολής εκ των προτέρων εισφορών επιδιώκει σκοπό γενικού συμφέροντος. Πράγματι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 1 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, οι χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης πρέπει να διαθέτουν επαρκείς χρηματοδοτικούς πόρους που να καθιστούν δυνατή την αποτελεσματική λειτουργία του μηχανισμού εξυγίανσης. Συνεπώς, το ΕΣΕ δύναται να εισπράττει εκ των προτέρων εισφορές από τα ενδιαφερόμενα ιδρύματα προκειμένου να χρηματοδοτήσει την εφαρμογή του εν λόγω μηχανισμού, δεδομένου ότι αυτός αποσκοπεί στο να αυξήσει τη σταθερότητα των ιδρυμάτων στα συμμετέχοντα κράτη μέλη και να αποτρέψει τις δευτερογενείς επιπτώσεις πιθανών κρίσεων στα μη συμμετέχοντα κράτη μέλη, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 43 έως 53 ανωτέρω.

383    Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κανένα στοιχείο βάσει του οποίου θα μπορούσε να διαπιστωθεί ότι, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού αυτού, η υποχρέωση συνεισφοράς στο ΕΤΕ συνιστά υπέρμετρη ή αφόρητη παρέμβαση θίγουσα την ίδια την ουσία της επιχειρηματικής ελευθερίας της.

384    Τέλος, όσον αφορά την αρχή της αναλογικότητας, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ειδικότερα ότι υπάρχουν μέσα λιγότερο περιοριστικά από την καταβολή των εκ των προτέρων εισφορών προκειμένου να επιτευχθούν εξίσου αποτελεσματικά οι σκοποί που επιδιώκονται από τον κανονισμό 806/2014 και από την οδηγία 2014/59, όπως, ιδίως, ο σκοπός να εξασφαλιστεί η παροχή επαρκών οικονομικών πόρων από τον χρηματοοικονομικό κλάδο στον ΕΜΕ, ώστε αυτός να μπορεί να εκπληρώνει τα καθήκοντά του, με ταυτόχρονη δημιουργία κινήτρων για τα οικεία ιδρύματα προκειμένου να λειτουργούν με λιγότερο ριψοκίνδυνο μοντέλο (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 113).

385    Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει στο άρθρο 16 του Χάρτη.

386    Επομένως, το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

387    Ομοίως, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση που προβάλλεται στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, κατά την οποία το γεγονός ότι το μεν ΕΣΕ στηρίζει την απόφασή του στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2015/63, ο δε κανονισμός αυτός δεν προβλέπει απαλλαγή από τις εκ των προτέρων εισφορές για ιδρύματα όπως η προσφεύγουσα δεν μπορεί να θεραπεύσει την παράβαση των άρθρων 20 και 16 του Χάρτη με την προσβαλλόμενη απόφαση, διότι ο ως άνω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός επίσης αντιβαίνει στις διατάξεις αυτές, αφού έχει ως αποτέλεσμα να επιβάλλει στην προσφεύγουσα υποχρέωση καταβολής εκ των προτέρων εισφορών.

388    Πράγματι, από τη στιγμή που μια τέτοια αναφορά στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2015/63 πρέπει να νοηθεί υπό την έννοια ότι η προσφεύγουσα προβάλλει ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού λόγω παράβασης των άρθρων 20 και 16 του Χάρτη, η ως άνω ένσταση ελλείψεως νομιμότητας πρέπει να απορριφθεί για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 357 έως 363 και 378 έως 384 ανωτέρω.

389    Επομένως, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

[παραλειπόμενα]

6.      Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με την άμεση εφαρμογή του άρθρου 103, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2014/59 καθώς και την αναλογική εφαρμογή του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63

403    Ο έκτος λόγος ακυρώσεως περιλαμβάνει δύο αιτιάσεις οι οποίες βάλλουν κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

α)      Επί της αιτιάσεως περί άμεσης εφαρμογής του άρθρου 103, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2014/59

404    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, μη αποκλείοντας το χαρτοφυλάκιο παραγώγων EAA-OTC από τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών, το ΕΣΕ παρέβη το άρθρο 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59, το οποίο καθορίζει τα κριτήρια προσαρμογής των βασικών ετήσιων συνεισφορών στο προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων. Καταπιστευτικές πράξεις όπως η διαχείριση του εν λόγω χαρτοφυλακίου, το οποίο η προσφεύγουσα κατέχει ως καταπιστευματούχος για λογαριασμό της EAA, δεν συνεπάγονται, κατά την προσφεύγουσα, έκθεσή της σε κινδύνους. Η εν λόγω μη έκθεση σε κινδύνους πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τους σκοπούς του υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών, δυνάμει του άρθρου 103, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2014/59. Η ως άνω διάταξη έχει εφαρμογή στον υπολογισμό των εν λόγω εισφορών δυνάμει του άρθρου 70, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 806/2014.

405    Το ΕΣΕ αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

406    Είναι αληθές ότι το άρθρο 70, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014 προβλέπει ότι ο υπολογισμός της εκ των προτέρων εισφοράς κάθε ιδρύματος βασίζεται σε εισφορά προσαρμοσμένη βάσει του κινδύνου του οικείου ιδρύματος και στηριζόμενη στα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59.

407    Πλην όμως, η διάταξη αυτή δεν αναφέρει ότι το ΕΣΕ υποχρεούται να προσαρμόζει την εκ των προτέρων εισφορά ευθέως βάσει των εν λόγω κριτηρίων.

408    Αντιθέτως, από αυτό καθεαυτό το γράμμα του άρθρου 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 70, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014 και το οποίο προβλέπει την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης για την εφαρμογή των κριτηρίων που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο 103, παράγραφος 7, προκύπτει ότι πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης δεν ήταν να έχουν τα κριτήρια αυτά άμεση εφαρμογή στις ΕΑΕ όπως το ΕΣΕ.

409    Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο διότι το άρθρο 70, παράγραφος 6, του κανονισμού 806/2014 ορίζει ότι οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις οι οποίες εξειδικεύουν την έννοια της «προσαρμογής των εισφορών ανάλογα με το προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων» και οι οποίες εκδίδονται από την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59 εφαρμόζονται στον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών επί τη βάσει του ως άνω κανονισμού.

410    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το ΕΣΕ δεν όφειλε να προσαρμόσει την εκ των προτέρων εισφορά της προσφεύγουσας απευθείας βάσει των κριτηρίων του άρθρου 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59, αλλά βάσει των ακριβέστερων κριτηρίων του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, τα οποία θέτουν σε εφαρμογή τα πρώτα κριτήρια.

411    Το άρθρο 5 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 απαριθμεί εξαντλητικώς τις υποχρεώσεις τις οποίες το ΕΣΕ υποχρεούται να αποκλείσει από τον υπολογισμό της βασικής ετήσιας συνεισφοράς των ιδρυμάτων, στη δε διάταξη αυτή δεν μνημονεύονται οι καταπιστευτικώς κατεχόμενες υποχρεώσεις.

412    Επομένως, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι το ΕΣΕ όφειλε, βάσει του άρθρου 103, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2014/59 και ανεξαρτήτως των περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 5 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, να αποκλείσει τις υποχρεώσεις που συνδέονται με τις καταπιστευτικές δραστηριότητες της προσφεύγουσας από τον υπολογισμό της βασικής ετήσιας συνεισφοράς της, με το σκεπτικό ότι οι υποχρεώσεις αυτές δεν ενέχουν κίνδυνο.

413    Συνεπώς, η υπό κρίση αιτίαση του έκτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

β)      Επί της επικουρικώς προβαλλόμενης αιτίασης περί αναλογίας προς τα προνομιακά δάνεια

414    Επικουρικώς, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι το ΕΣΕ όφειλε να έχει εφαρμόσει κατ’ αναλογίαν το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 ως προς το χαρτοφυλάκιο παραγώγων EAA-OTC το οποίο αυτή κατέχει καταπιστευτικώς. Ειδικότερα, όπως ακριβώς και το ενδιάμεσο ίδρυμα στην περίπτωση των προνομιακών δανείων, ο καταπιστευματούχος συνιστά, για τους σκοπούς της εκκαθάρισης των καταπιστευτικών υποχρεώσεων, απλώς ένα στάδιο μεταξύ του αρχικού συμβαλλομένου στη σύμβαση παραγώγων και του καταπιστεύοντος.

415    Το ΕΣΕ και η Επιτροπή αντικρούουν την επιχειρηματολογία αυτή.

416    Το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 αποκλείει από τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών ορισμένες από τις κατεχόμενες υποχρεώσεις στην περίπτωση των ιδρυμάτων τα οποία χορηγούν προνομιακά δάνεια.

417    Η έννοια του «προνομιακού δανείου» ορίζεται στο άρθρο 3, σκέψη 28, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 ως καλύπτουσα τα δάνεια που χορηγούνται από αναπτυξιακή τράπεζα ή μέσω ενδιάμεσης τράπεζας, σε μη ανταγωνιστική, μη κερδοσκοπική βάση, για την προώθηση των στόχων δημόσιας πολιτικής της κεντρικής ή περιφερειακής κυβέρνησης σε ένα κράτος μέλος.

418    Πλην όμως, αφενός, από τα δικόγραφα της προσφεύγουσας προκύπτει ότι η ίδια δεν χορηγεί τέτοια δάνεια, όπερ συνεπάγεται ότι δεν αποτελεί ίδρυμα που μνημονεύεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

419    Αφετέρου, το ΕΣΕ δεν μπορεί να εφαρμόσει κατ’ αναλογίαν το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 στις υποχρεώσεις που συνδέονται με καταπιστευτικές δραστηριότητες. Ειδικότερα, η εν λόγω διάταξη δεν παρέχει στο ΕΣΕ διακριτική ευχέρεια να αποκλείσει ορισμένες υποχρεώσεις, για λόγους προσαρμογής, ανάλογα με το προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων, των βασικών ετήσιων συνεισφορών, αλλά αντιθέτως απαριθμεί επακριβώς και εξαντλητικά τις προϋποθέσεις αποκλεισμού μιας υποχρέωσης (βλ. απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2019, Iccrea Banca, C‑414/18, EU:C:2019:1036, σκέψη 93).

420    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η δεύτερη αιτίαση του έκτου λόγου ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, ο έκτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

7.      Επί του εβδόμου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 5, παράγραφοι 3 και 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, σε συνδυασμό με το άρθρο 70, παράγραφος 6, του κανονισμού 806/2014, για τον λόγο ότι δεν ελήφθη υπόψη η καθαρή αξία των υποχρεώσεων που συνδέονται με τις συμβάσεις παραγώγων

421    Πριν εξεταστεί ο έβδομος λόγος ακυρώσεως, πρέπει να υπομνησθεί το περιεχόμενο των κρίσιμων διατάξεων του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

422    Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, που περιλαμβάνεται στο τμήμα 2 του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, απαριθμεί έξι περιπτώσεις αποκλεισμού των υποχρεώσεων από τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών.

423    Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, για τους σκοπούς του τμήματος αυτού, το μέσο ετήσιο ποσό, υπολογιζόμενο σε τριμηνιαία βάση, των υποχρεώσεων οι οποίες μνημονεύονται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού και απορρέουν από συμβάσεις παραγώγων αποτιμάται σύμφωνα με τα άρθρα 429, 429α και 429β του κανονισμού 575/2013.

424    Το άρθρο 5, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 ορίζει ότι, ωστόσο, η αξία που αποδίδεται σε υποχρεώσεις που απορρέουν από συμβάσεις επί παραγώγων δεν μπορεί να είναι μικρότερη από το 75 % της αξίας των ίδιων υποχρεώσεων που απορρέει από την εφαρμογή των εφαρμοστέων διατάξεων λογιστικής στο οικείο ίδρυμα για τους σκοπούς της χρηματοοικονομικής αναφοράς (στο εξής: λογιστική αξία).

425    Τέλος, το άρθρο 5, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προβλέπει ότι, για τους σκοπούς του τμήματος 2 του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, στο σύνολο παθητικού που μνημονεύεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού δεν περιλαμβάνεται η λογιστική αξία των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις συμβάσεις επί παραγώγων και περιλαμβάνεται η αντίστοιχη αξία που προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 3, του ίδιου κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού.

426    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει στο άρθρο 5, παράγραφοι 3 και 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, σε συνδυασμό με το άρθρο 70, παράγραφος 6, του κανονισμού 806/2014, για τον λόγο ότι το ΕΣΕ υπολόγισε την εκ των προτέρων εισφορά της λαμβάνοντας ως βάση μια αξία των συμβάσεών της επί παραγώγων την οποία η ίδια αποκαλεί «ακαθάριστη αξία», αντί για την αποκαλούμενη από την ίδια «καθαρή αξία» των συμβάσεων αυτών.

427    Από τα δικόγραφα της προσφεύγουσας προκύπτει ότι αυτή, με τον όρο «καθαρή αξία», εννοεί αξία των υποχρεώσεών της από την οποία αποκλείονται υποχρεώσεις οι οποίες δεν ενέχουν κίνδυνο, ενώ στην «ακαθάριστη αξία» περιλαμβάνονται τέτοιες υποχρεώσεις. Κατά την προσφεύγουσα, υποχρεώσεις οι οποίες δεν ενέχουν κίνδυνο είναι μεταξύ άλλων οι υποχρεώσεις που συνδέονται με το χαρτοφυλάκιο παραγώγων EAA-OTC, δεδομένου ότι η ίδια απολαύει πλήρους και αποτελεσματικής προστασίας έναντι των κινδύνων που απορρέουν από τις υποχρεώσεις αυτές.

428    Η προστασία αυτή απορρέει από συμφωνία αντιστάθμισης συναφθείσα μεταξύ της προσφεύγουσας και της EAA, με την οποία η δεύτερη αναλαμβάνει τους κινδύνους που συνδέονται με το χαρτοφυλάκιο παραγώγων EAA-OTC.

429    Στο πλαίσιο αυτό, κατά την προσφεύγουσα, δεν έχει σημασία ο τρόπος με τον οποίο οι διατάξεις του κανονισμού 575/2013 αντιμετωπίζουν διάφορες υποχρεώσεις που συνδέονται με το χαρτοφυλάκιο παραγώγων EAA-OTC. Ο κανονισμός αυτός επιδιώκει σκοπό διαφορετικό από εκείνον της οδηγίας 2014/59 και του κανονισμού 806/2014. Ασφαλώς, το άρθρο 5, παράγραφος 3, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 ορίζει ότι, όσον αφορά τα είδη υποχρεώσεων που αποκλείονται από τις υποχρεώσεις ενός ιδρύματος κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 5, παράγραφος 1, του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, το ύψος των υποχρεώσεων που απορρέουν από συμβάσεις επί παραγώγων αποτιμάται σύμφωνα με τα άρθρα 429, 429α και 429β του κανονισμού 575/2013. Οι τελευταίες αυτές διατάξεις διέπουν όμως τον υπολογισμό του κοινώς καλούμενου δείκτη μόχλευσης, ο οποίος, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 91 έως 94 του κανονισμού 575/2013, αποτελεί άσχετη προς τον κίνδυνο παράμετρο η οποία προέρχεται από το δίκαιο προληπτικής εποπτείας.

430    Αντιθέτως, κατά τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών προσαρμοσμένων ανάλογα με το προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων πρέπει, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, να λαμβάνεται υπόψη μεταξύ άλλων η έκθεση των συναλλαγών σε κινδύνους. Κατά την προσφεύγουσα, εξ αυτού συνάγεται, όσον αφορά το ζήτημα αν οι υποχρεώσεις περιλαμβάνονται στη βάση υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών, ότι δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη οι υποχρεώσεις που καλύπτονται από τη συμφωνία αντιστάθμισης την οποία συνήψε η προσφεύγουσα με την ΕΑΑ. Υπό τις συνθήκες αυτές, η παραπομπή του άρθρου 5, παράγραφος 3, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 στις διατάξεις του κανονισμού 575/2013 δεν μπορεί να καλύπτει όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από παράγωγα, αλλά μόνον τις υποχρεώσεις εκείνες που ενέχουν έστω κάποιον κίνδυνο.

431    Το ΕΣΕ αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

432    Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, για τους σκοπούς του τμήματος 2 του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, το οποίο περιλαμβάνει το εν λόγω άρθρο 5, στο σύνολο «παθητικού που αναφέρεται στην παράγραφο 1» του εν λόγω άρθρου 5 δεν περιλαμβάνεται η λογιστική αξία των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις συμβάσεις επί παραγώγων και περιλαμβάνεται η αντίστοιχη αξία που προσδιορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου.

433    Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, το μέσο ετήσιο ποσό, υπολογιζόμενο σε τριμηνιαία βάση, των «υποχρεώσεων [οι οποίες] αναφέρονται στην παράγραφο 1» του εν λόγω άρθρου 5 και απορρέουν από συμβάσεις παραγώγων αποτιμάται σύμφωνα με τα άρθρα 429, 429α και 429β του κανονισμού 575/2013.

434    Επομένως, από αυτό καθεαυτό το γράμμα του άρθρου 5, παράγραφοι 3 και 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προκύπτει ότι οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται μόνο στις υποχρεώσεις που μνημονεύονται στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού.

435    Από τη δε σκέψη 419 ανωτέρω προκύπτει ότι οι υποχρεώσεις που συνδέονται με το χαρτοφυλάκιο παραγώγων EAA-OTC δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

436    Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν εξηγεί ποια άλλη περίπτωση του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 θα είχε εφαρμογή στις υποχρεώσεις που συνδέονται με το χαρτοφυλάκιο παραγώγων EAA-OTC.

437    Επομένως, είναι αλυσιτελής η επιχειρηματολογία την οποία προβάλλει η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του εβδόμου λόγου ακυρώσεως και η οποία στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 5, παράγραφοι 3 και 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, ο δε έβδομος λόγος ακυρώσεως πρέπει κατά συνέπεια να απορριφθεί.

8.      Επί του ογδόου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 8, στοιχείο αʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, σε συνδυασμό με το άρθρο 70, παράγραφος 6, του κανονισμού 806/2014, λόγω του χαρακτηρισμού της προσφεύγουσας ως ιδρύματος κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης

438    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει στις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 70, παράγραφος 6, του κανονισμού 806/2014 και του άρθρου 6, παράγραφος 8, στοιχείο αʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, καθόσον η απόφαση αυτή χαρακτηρίζει την προσφεύγουσα ως υπό αναδιάρθρωση ίδρυμα κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, με συνέπεια να αυξάνεται ο πολλαπλασιαστής προσαρμογής της.

439    Κατά την προσφεύγουσα, δεδομένου ότι ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63 εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 103, παράγραφοι 7 και 8, της οδηγίας 2014/59 και δεδομένου ότι η οδηγία αυτή θέσπισε σε επίπεδο Ένωσης το πρώτο ενοποιημένο καθεστώς ανάκαμψης και εξυγίανσης των τραπεζικών ιδρυμάτων, τα δημόσια ή ισοδύναμα κεφάλαια, για τα οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 6, παράγραφος 8, στοιχείο αʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, αφορούν μόνο τις παροχές στήριξης που έχουν χορηγηθεί στο πλαίσιο της οδηγίας 2014/59 ή από της ενάρξεως ισχύος της. Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από το γράμμα των αιτιολογικών σκέψεων 41 και 55, του άρθρου 2, παράγραφος 1, σημείο 28, και του άρθρου 31, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της εν λόγω οδηγίας.

440    Πλην όμως, οι παροχές της EAA προς την προσφεύγουσα της χορηγήθηκαν τότε από κρατικούς πόρους δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας και πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2014/59 και όχι από πόρους του ΕΤΕ δυνάμει της οδηγίας αυτής ή του κανονισμού 806/2014. Κατά συνέπεια, το ΕΣΕ δεν έπρεπε να είχε εφαρμόσει στην περίπτωσή της τη μέγιστη τιμή για τον δείκτη κινδύνου «έκταση προηγούμενης έκτακτης δημόσιας χρηματοδοτικής στήριξης».

441    Το ΕΣΕ αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

442    Το άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχείο γʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 ορίζει ότι ο πυλώνας κινδύνου IV αποτελείται, μεταξύ άλλων δεικτών κινδύνου, από τον δείκτη κινδύνου «έκταση προηγούμενης έκτακτης δημόσιας χρηματοδοτικής στήριξης».

443    Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 28, της οδηγίας 2014/59, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, ως «έκτακτη δημόσια χρηματοδοτική στήριξη» νοείται κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ή οιαδήποτε άλλη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη σε υπερεθνικό επίπεδο που, αν παρεχόταν σε εθνικό επίπεδο, θα συνιστούσε κρατική ενίσχυση, η οποία παρέχεται με σκοπό να διατηρηθεί ή να αποκατασταθεί η βιωσιμότητα, η ρευστότητα ή η φερεγγυότητα ενός ιδρύματος.

444    Εν προκειμένω, αφενός, δεν αμφισβητείται ότι η προσφεύγουσα τέθηκε υπό αναδιάρθρωση αφού είχε λάβει μια τέτοια κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

445    Αφετέρου, σε αντίθεση προς τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η χορήγηση της ενίσχυσης αυτής πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2014/59 δεν επηρεάζει το γεγονός ότι η ενίσχυση αυτή εμπίπτει στο άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχείο γʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 28, της οδηγίας αυτής.

446    Πράγματι, ούτε το γράμμα του άρθρου 2, παράγραφος 1, σημείο 28, της οδηγίας 2014/59 ούτε το γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 8, στοιχείο αʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 περιέχουν στοιχεία τα οποία θα περιόριζαν τη διαχρονική εφαρμογή της δεύτερης αυτής διάταξης κατά τον τρόπο που υποστηρίζει η προσφεύγουσα.

447    Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από τον σκοπό του άρθρου 6, παράγραφος 8, στοιχείο αʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63. Πράγματι, όπως υποστήριξε κατ’ ουσίαν το ΕΣΕ, ο κίνδυνος να αντιμετωπίσει εκ νέου οικονομικές δυσχέρειες ένα ίδρυμα το οποίο έχει τεθεί υπό αναδιάρθρωση αφού έλαβε έκτακτη δημόσια χρηματοδοτική στήριξη δεν μειώνεται απλώς και μόνο διότι η στήριξη χορηγήθηκε πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2014/59.

448    Υπό τις συνθήκες αυτές, ορθώς έκρινε το ΕΣΕ ότι η προσφεύγουσα ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφος 8, στοιχείο αʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 και εφάρμοσε στην περίπτωσή της, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, τη μέγιστη τιμή για τον δείκτη κινδύνου «έκταση προηγούμενης έκτακτης δημόσιας χρηματοδοτικής στήριξης».

449    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τη θέση της προσφεύγουσας ότι το άρθρο 6, παράγραφος 8, στοιχείο αʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 55 και του άρθρου 31, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2014/59, με αποτέλεσμα το άρθρο 6, παράγραφος 8, στοιχείο αʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 να αφορά μόνο την περίοδο μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2014/59.

450    Κατά την αιτιολογική σκέψη 55 της οδηγίας 2014/59, «τα εργαλεία εξυγίανσης θα πρέπει να εφαρμόζονται πριν από κάθε συνεισφορά κεφαλαίου από τον δημόσιο τομέα ή ισοδύναμη έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη προς ένα ίδρυμα». Κατά το άρθρο 31, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας αυτής, ένας από τους στόχους της εξυγίανσης είναι «να προστατευθούν οι δημόσιοι πόροι, με την ελαχιστοποίηση της εξάρτησης από έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη».

451    Αρκεί όμως να επισημανθεί ότι η αιτιολογική σκέψη 55 και το άρθρο 31, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2014/59 αφορούν τον τρόπο με τον οποίον θα εφαρμοστούν ενδεχομένως τα προβλεπόμενα από την οδηγία 2014/59 εργαλεία εξυγίανσης και όχι τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών. Επομένως, δεν αντλείται εξ αυτών συμπέρασμα όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχείο γʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

452    Η ίδια διαπίστωση επιβάλλεται και όσον αφορά τα επιχειρήματα που αντλεί η προσφεύγουσα από το χωρίο της αιτιολογικής σκέψης 41 της οδηγίας 2014/59 κατά το οποίο «[έ]να ίδρυμα δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι πτώχευσε ή κινδυνεύει να πτωχεύσει αποκλειστικά και μόνο στη βάση του γεγονότος ότι του δόθηκε έκτακτη δημόσια χρηματοδοτική στήριξη πριν τεθεί σε ισχύ η [...] οδηγία [αυτή]».

453    Συναφώς, η προσφεύγουσα στηρίζεται σε αποσπασματική ανάγνωση της ως άνω αιτιολογικής σκέψης. Ειδικότερα, η εν λόγω αιτιολογική σκέψη, όπως προκύπτει από την πρώτη περίοδό της («[τ]ο πλαίσιο εξυγίανσης θα πρέπει να προβλέπει έγκαιρη έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης, πριν ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα καταστεί αφερέγγυο σε επίπεδο ισολογισμού και πριν εξαντληθεί όλο το μετοχικό του κεφάλαιο»), αφορά τον τρόπο έναρξης της διαδικασίας εξυγίανσης. Συνεπώς, δεν μπορούν να συναχθούν εξ αυτής συμπεράσματα όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχείο γʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, θεωρούμενου υπό το πρίσμα του άρθρου 2, παράγραφος 1, σημείο 28, της οδηγίας 2014/59, το οποίο αφορά τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών.

454    Η προσφεύγουσα δεν μπορεί να στηριχθεί ούτε στο γεγονός ότι ένα μέρος του κειμένου του άρθρου 2, παράγραφος 1, σημείο 28, της οδηγίας 2014/59 («η οποία παρέχεται με σκοπό να διατηρηθεί ή να αποκατασταθεί η βιωσιμότητα, η ρευστότητα ή η φερεγγυότητα ενός ιδρύματος») έχει τεθεί στην οριστική ενεστώτα.

455    Ειδικότερα, όπως έχει διαπιστώσει ο δικαστής της Ένωσης [πρβλ. απόφαση της 3ης Μαρτίου 2020, X (Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης – Διττό αξιόποινο), C‑717/18, EU:C:2020:142, σκέψη 20], η οριστική ενεστώτα χρησιμοποιείται συνήθως σε κανονιστική ρύθμιση της Ένωσης για να εκφράσει τον υποχρεωτικό χαρακτήρα μιας διάταξης. Επομένως, κανενός είδους ένδειξη όσον αφορά τα διαχρονικά αποτελέσματα της διάταξης δεν μπορεί να συναχθεί από τη χρήση της οριστικής ενεστώτα.

456    Τέλος, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η εφαρμογή του άρθρου 6, παράγραφος 8, στοιχείο αʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 στα προγενέστερα της έναρξης ισχύος της οδηγίας 2014/59 μέτρα στήριξης θέτει σε κίνδυνο τις διαδικασίες αναδιάρθρωσης, θίγοντας την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας αυτής.

457    Συναφώς, αφενός, επισημαίνεται ότι η ίδια η ως άνω οδηγία προβλέπει, στο άρθρο 103, παράγραφος 7, στοιχείο εʹ, ότι, στο πλαίσιο του υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο βαθμός στον οποίο το ίδρυμα είχε τύχει στο παρελθόν έκτακτης δημόσιας χρηματοοικονομικής στήριξης, χωρίς να διευκρινίζει ότι η στήριξη πρέπει να έχει χορηγηθεί μετά την έναρξη ισχύος της.

458    Αφετέρου, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 71 και 370 ανωτέρω, ένας από τους σκοπούς της οδηγίας 2014/59 είναι να αυξήσει τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών, γεγονός που βοηθά ιδρύματα όπως η προσφεύγουσα να ολοκληρώσουν τη διαδικασία της λύσης τους, ανεξαρτήτως του αν η διαδικασία αυτή άρχισε πριν ή μετά την έναρξη ισχύος της εν λόγω οδηγίας.

459    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, ο όγδοος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Γ.      Συμπέρασμα

460    Κατόπιν της αυτεπάγγελτης εξέτασης που διεξήγαγε το Γενικό Δικαστήριο, διαπιστώνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη όσον αφορά τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου‑στόχου. Δεδομένου ότι οι ως άνω πλημμέλειες είναι αφ’ εαυτών ικανές να επισύρουν την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, αυτή πρέπει να ακυρωθεί κατά το μέρος που αφορά την προσφεύγουσα.

[παραλειπόμενα]

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση SRB/ES/2021/22 του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ), της 14ης Απριλίου 2021, σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης για το 2021, κατά το μέρος που αφορά την Portigon AG.

2)      Τα αποτελέσματα της απόφασης SRB/ES/2021/22, κατά το μέρος που αφορά την Portigon AG, διατηρούνται σε ισχύ έως την έναρξη ισχύος, εντός εύλογης προθεσμίας η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι μήνες από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας απόφασης, νέας απόφασης του ΕΣΕ περί καθορισμού της εκ των προτέρων εισφοράς του ιδρύματος αυτού προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης για την περίοδο συνεισφοράς 2021.

3)      Το ΕΣΕ φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Portigon AG.

4)      Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Kornezov

De Baere

Petrlík

Kecsmár

 

      Kingston

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 29 Μαΐου 2024.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.


1      Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις της παρούσας απόφασης των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.