Language of document : ECLI:EU:C:2016:559

Υπόθεση C‑196/15

Granarolo SpA

κατά

Ambrosi Emmi France SA

(αίτηση του cour d’appel de Paris
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 – Άρθρο 5, σημεία 1 και 3 – Δικαστήριο έχον διεθνή δικαιοδοσία – Έννοια των όρων “διαφορές εκ συμβάσεως” και “ενοχές εξ αδικοπραξίας” – Αιφνίδια διάρρηξη μακροχρόνιων εμπορικών σχέσεων – Αγωγή αποζημιώσεως – Έννοιες των όρων “πώληση εμπορευμάτων” και “παροχή υπηρεσιών”»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα)
της 14ης Ιουλίου 2016

1.        Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Διεθνής δικαιοδοσία και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Κανονισμός 44/2001 – Ειδικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας – Διεθνής δικαιοδοσία επί ενοχών εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας – Έννοια – Αγωγή αποζημιώσεως ερειδόμενη επί αιφνίδιας διαρρήξεως μακροχρόνιων εμπορικών σχέσεων – Δεν εμπίπτει – Προϋπόθεση – Ύπαρξη σιωπηρώς συναφθείσας συμβατικής σχέσεως – Εκτίμηση εκ μέρους του εθνικού δικαστηρίου – Κριτήρια εκτιμήσεως

(Κανονισμός 44/2001 του Συμβουλίου, άρθρο 5, σημείο 3)

2.        Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Διεθνής δικαιοδοσία και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Κανονισμός 44/2001 – Ειδικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας – Άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο βʹ – Μακροχρόνιες εμπορικές σχέσεις – Δυνατότητα χαρακτηρισμού τους είτε ως ως «συμβάσεως πωλήσεως εμπορευμάτων» είτε ως «συμβάσεως παροχής υπηρεσιών», αναλόγως της χαρακτηριστικής παροχής της εν λόγω συμβάσεως – Εκτίμηση εκ μέρους του εθνικού δικαστηρίου

(Κανονισμός 44/2001 του Συμβουλίου, άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο βʹ)

1.        Το άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, έχει την έννοια ότι αγωγή αποζημιώσεως ερειδόμενη επί αιφνίδιας διαρρήξεως μακροχρόνιων εμπορικών σχέσεων δεν αφορά ενοχή εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, κατά την έννοια του κανονισμού αυτού, εάν υφίστατο μεταξύ των μερών σιωπηρώς συναφθείσα συμβατική σχέση, στοιχείο του οποίου η διακρίβωση απόκειται στο αιτούν δικαστήριο. Η απόδειξη περί της υπάρξεως τέτοιας σιωπηρώς συναφθείσας συμβατικής σχέσεως πρέπει να στηρίζεται σε δέσμη συγκλινόντων στοιχείων, στα οποία μπορούν να καταλέγονται, μεταξύ άλλων, η ύπαρξη μακροχρόνιων εμπορικών σχέσεων, η καλή πίστη των μερών, ο τακτικός χαρακτήρας των συναλλαγών και η εξέλιξή τους διαχρονικώς από ποσοτικής απόψεως και από απόψεως αξίας, οι ενδεχόμενες συμφωνίες επί των τιμών που χρεώνονταν και/ή των παρεχομένων εκπτώσεων, καθώς και η μεταξύ των μερών αλληλογραφία.

(βλ. σκέψεις 22, 25, 26, 28, διατακτ. 1)

2.        Το άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 44/2001, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, έχει την έννοια ότι μακροχρόνιες εμπορικές σχέσεις πρέπει να χαρακτηρίζονται ως «σύμβαση πωλήσεως εμπορευμάτων» σε περίπτωση κατά την οποία η χαρακτηριστική παροχή της οικείας συμβάσεως είναι η παράδοση αγαθού και ως «σύμβαση παροχής υπηρεσιών» σε περίπτωση κατά την οποία η παροχή αυτή συνίσταται στην παροχή υπηρεσιών, στοιχεία των οποίων η διακρίβωση απόκειται στο αιτούν δικαστήριο.

Στην πρώτη περίπτωση, ο χαρακτηρισμός ως συμβάσεως πωλήσεως εμπορευμάτων μπορεί να τύχει εφαρμογής και στην περίπτωση μακροχρόνιας εμπορικής σχέσεως μεταξύ δύο επιχειρήσεων οσάκις η σχέση αυτή περιορίζεται σε διαδοχικές συμφωνίες, εκ των οποίων η καθεμία έχει ως αντικείμενο την παράδοση και παραλαβή εμπορευμάτων. Αντιθέτως, ο χαρακτηρισμός αυτός δεν ανταποκρίνεται στην όλη οικονομία μιας τυπικής συμβάσεως διανομής, χαρακτηριστικό γνώρισμα της οποίας είναι η ύπαρξη συμφωνίας-πλαισίου έχουσας ως αντικείμενο την ανάληψη υποχρεώσεως προμήθειας και εφοδιασμού η οποία συμφωνείται για το μέλλον μεταξύ δύο επιχειρήσεων.

Στη δεύτερη περίπτωση, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό ως παροχής υπηρεσιών, η έννοια του όρου «υπηρεσίες», κατά την εν λόγω διάταξη, συνεπάγεται, κατ’ ελάχιστον, ότι το συμβαλλόμενο μέρος που παρέχει τις υπηρεσίες αυτές ασκεί συγκεκριμένη δραστηριότητα έναντι αμοιβής. Το πρώτο κριτήριο που περιλαμβάνει ο ορισμός αυτός, ήτοι η ύπαρξη δραστηριότητας, αντιστοιχεί, στην περίπτωση συμβάσεως με αντικείμενο τη διανομή των προϊόντων του ενός εκ των συμβαλλομένων από τον αντισυμβαλλόμενό του, στη χαρακτηριστική παροχή που εκπληρώνει ο συμβαλλόμενος ο οποίος, διασφαλίζοντας τη διανομή αυτή, συμβάλλει στη διάδοση των οικείων προϊόντων, χάρη, μεταξύ άλλων, στο ότι ο διανομέας είναι σε θέση να προσφέρει στους πελάτες υπηρεσίες και πλεονεκτήματα που δεν μπορεί να προσφέρει ένας απλός μεταπωλητής και, επομένως, να κατακτήσει, προς όφελος των προϊόντων του προμηθευτή, μεγαλύτερο μερίδιο της τοπικής αγοράς, στοιχείο του οποίου η διαπίστωση εμπίπτει στην αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου. Το κριτήριο της αμοιβής που παρέχεται ως αντίτιμο δραστηριότητας δεν πρέπει να νοείται υπό τη στενή έννοια της καταβολής χρηματικού ποσού. Συναφώς, πρέπει να ληφθεί υπόψη, μεταξύ άλλων, το ότι η σύμβαση διανομής στηρίζεται, κατά κανόνα, σε επιλογή των διανομέων από τον προμηθευτή, η οποία δύναται να παράσχει στους διανομείς πλεονέκτημα όσον αφορά τον ανταγωνισμό, καθόσον μόνον αυτοί θα έχουν το δικαίωμα να διαθέτουν τα προϊόντα του προμηθευτή εντός συγκεκριμένης περιοχής ή, τουλάχιστον, καθόσον περιορισμένος αριθμός διανομέων θα απολαύει του δικαιώματος αυτού. Επιπλέον, η σύμβαση διανομής προβλέπει συχνά την παροχή αρωγής προς τους διανομείς όσον αφορά την πρόσβαση στους διαφημιστικούς χώρους, τη μετάδοση τεχνογνωσίας μέσω προγραμμάτων καταρτίσεως, ή ακόμη την παροχή διευκολύνσεων ως προς την πληρωμή. Η διακρίβωση της υπάρξεως των στοιχείων αυτών απόκειται στο δικαστήριο της ουσίας.

(βλ. σκέψεις 35, 37-41, 44, διατακτ. 2)