Language of document : ECLI:EU:T:2015:515

Υπόθεση T‑393/10

(δημοσίευση αποσπασμάτων)

Westfälische Drahtindustrie GmbH κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Ευρωπαϊκή αγορά του προεντεταμένου χάλυβα — Καθορισμός των τιμών, κατανομή της αγοράς και ανταλλαγή ευαίσθητων πληροφοριών εμπορικής φύσεως — Σύνθετη παράβαση — Ενιαία και διαρκής παράβαση — Αποστασιοποίηση — Σοβαρότητα της παραβάσεως — Ελαφρυντικές περιστάσεις — Ίση μεταχείριση — Αρχή της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων — Εκτίμηση της ικανότητας καταβολής προστίμου — Ανακοίνωση του 2002 της Επιτροπής για τη συνεργασία — Κατευθυντήριες γραμμές του 2006 για τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων — Πλήρης δικαιοδοσία»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έκτο τμήμα)
της 15ης Ιουλίου 2015

1.      Προσφυγή ακυρώσεως — Πράξεις δεκτικές προσφυγής — Έννοια — Πράξεις παράγουσες δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα — Έγγραφο γενικού διευθυντή της Επιτροπής με το οποίο απορρίπτεται αίτηση μειώσεως του ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε σε επιχείρηση λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού — Έγγραφο που περιέχει διαφορετική από την αρχική απόφαση εκτίμηση της ικανότητας καταβολής προστίμου εκ μέρους της επιχειρήσεως — Έλλειψη καθαρώς επιβεβαιωτικού χαρακτήρα — Παραδεκτό

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα — Έννομο συμφέρον — Απόφαση της Επιτροπής περί επιβολής προστίμου λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού —Πλήρης δικαιοδοσία του δικαστή της Ένωσης για έλεγχο και μεταρρύθμιση της αποφάσεως λαμβάνοντας υπόψη τη νομική και πραγματική κατάσταση όπως αυτή είχε διαμορφωθεί κατά τον χρόνο που αυτός αποφαίνεται — Συμφέρον των επιχειρήσεων στις οποίες επιβλήθηκαν κυρώσεις για δικαστικό έλεγχο των πραγματικών και νομικών εκτιμήσεων στις οποίες προέβη η Επιτροπή

(Άρθρα 101 ΣΛΕΕ και 263 ΣΛΕΕ)

3.      Συμπράξεις — Απαγορεύονται — Παραβάσεις — Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που συνιστούν ενιαία παράβαση — Καταλογισμός ευθύνης σε επιχείρηση για το σύνολο της παραβάσεως — Προϋποθέσεις — Ύπαρξη συνολικού σχεδίου — Εκτίμηση — Μεταβατική περίοδος μεταξύ δύο πτυχών ενιαίας παραβάσεως — Συνέπειες

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 25 § 1)

4.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση — Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως της παραβάσεως και της διάρκειάς της — Περιεχόμενο της έννοιας του βάρους αποδείξεως — Βαθμός ακρίβειας που απαιτείται για τα αποδεικτικά στοιχεία που έλαβε υπόψη η Επιτροπή — Δέσμη ενδείξεων — Υποχρεώσεις αποδείξεως εκ μέρους των επιχειρήσεων που αμφισβητούν την ύπαρξη ή τη διάρκεια της παραβάσεως — Δημόσια αποστασιοποίηση

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)

5.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Αρχές — Θεμελιώδη δικαιώματα — Τεκμήριο αθωότητας — Διαδικασία στον τομέα του ανταγωνισμού — Δυνατότητα εφαρμογής — Περιεχόμενο — Συνέπειες

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)

6.      Πράξεις των οργάνων — Αιτιολογία — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο — Εκτίμηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως βάσει των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως — Απαίτηση διασαφηνίσεως όλων των σχετικών πραγματικών και νομικών στοιχείων — Δεν υφίσταται

(Άρθρο 296 ΣΛΕΕ)

7.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας — Ακρόαση των επιχειρήσεων — Επιχείρηση που έλαβε μέρος σε ακρόαση για τις αιτιάσεις που δέχθηκε η Επιτροπή — Αίτηση νέας ακροάσεως με αντικείμενο αίτηση μειώσεως του προστίμου στηριζόμενη στην εκτίμηση της ικανότητας καταβολής προστίμου εκ μέρους της επιχειρήσεως — Απόρριψη — Προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως — Δεν υφίσταται

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41 § 2, στοιχείο αʹ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 27 § 1)

8.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Μέθοδος υπολογισμού προσδιοριζόμενη στο πλαίσιο των κατευθυντήριων γραμμών που διατύπωσε η Επιτροπή — Υποχρέωση της Επιτροπής να εφαρμόσει τις κατευθυντήριες αρχές για την τήρηση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής)

9.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Προσαρμογή του βασικού ποσού —Ικανότητα καταβολής προστίμου — Υποχρέωση συνεκτιμήσεως της ελλειμματικής οικονομικής καταστάσεως της οικείας επιχειρήσεως — Δεν υφίσταται — Πραγματική ικανότητα καταβολής της επιχειρήσεως σε συγκεκριμένο κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο — Συνεκτίμηση — Προϋποθέσεις

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 35)

10.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής — Δικαστικός έλεγχος — Πλήρης δικαιοδοσία του δικαστή της Ένωσης — Περιεχόμενο — Προσβολή του δικαιώματος για αποτελεσματική δικαστική προστασία — Δεν υφίσταται

(Άρθρα 101 ΣΛΕΕ και 261 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 31· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 35)

11.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Προσαρμογή του βασικού ποσού —Ικανότητα καταβολής προστίμου — Πλήρης δικαιοδοσία του δικαστή της Ένωσης — Σφάλματα εκτιμήσεως της Επιτροπής — Ακύρωση — Άσκηση εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης της πλήρους δικαιοδοσίας του

(Άρθρα 101 ΣΛΕΕ και 261 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 23 § 2 και 31· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 35)

1.      Όσον αφορά το παραδεκτό των προσφυγών ακυρώσεως, μέτρα έχοντα δεσμευτικές έννομες συνέπειες ικανές να επηρεάσουν τα συμφέροντα τρίτων τροποποιώντας κατά τρόπο απτό τη νομική τους κατάσταση συνιστούν πράξεις δεκτικές προσφυγής ακυρώσεως κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να λαμβάνεται κυρίως υπόψη η ουσία του μέτρου του οποίου διώκεται η ακύρωση προκειμένου να καθοριστεί αν αυτό δύναται να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, χωρίς να έχει σχετικώς σημασία η μορφή υπό την οποία ελήφθη το μέτρο αυτό. Πράγματι, μόνον η πράξη με την οποία όργανο της Ένωσης καθορίζει τη στάση του κατά τρόπο αναμφίβολο και οριστικό, υπό μορφή που καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό της φύσεώς της, αποτελεί απόφαση δυνάμενη να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, υπό την προϋπόθεση, πάντως, ότι η απόφαση αυτή δεν είναι επιβεβαιωτική προγενέστερης πράξεως. Αντιθέτως, σε περίπτωση που η προσβαλλόμενη πράξη είναι καθαρώς επιβεβαιωτική, η προσφυγή είναι παραδεκτή μόνον υπό την προϋπόθεση ότι η επιβεβαιούμενη πράξη προσβλήθηκε εμπροθέσμως. Συνεπώς, όταν ο προσφεύγων αφήνει άπρακτη την προθεσμία ασκήσεως προσφυγής κατά αποφάσεως με την οποία ελήφθη κατά τρόπο αναμφίβολο μέτρο επαγόμενο έννομες συνέπειες, το οποίο επηρεάζει τα συμφέροντά του και είναι δεσμευτικό γι’ αυτόν, δεν μπορεί να έχει τη δυνατότητα εκ νέου εκκινήσεως της προθεσμίας αυτής ζητώντας από το θεσμικό όργανο να επανεξετάσει την απόφασή του και ασκώντας προσφυγή κατά της απορριπτικής αποφάσεως που επιβεβαιώνει την προγενέστερη απόφαση.

Συναφώς, στο πλαίσιο αποφάσεως με την οποία επιβάλλεται πρόστιμο λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, το έγγραφο με το οποίο γενικός διευθυντής της Επιτροπής, αφενός, εκτιμά την ικανότητα καταβολής προστίμου εκ μέρους της εμπλεκομένης επιχειρήσεως λαμβάνοντας υπόψη πραγματικά και νομικά στοιχεία διαφορετικά από εκείνα που είχαν εξεταστεί στην αρχική απόφαση και, αφετέρου, αρνείται να μειώσει το επιβληθέν πρόστιμο για διαφορετικό λόγο από εκείνον επί του οποίου στηρίχθηκε η αρχική απόφαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως καθαρώς επιβεβαιωτική της αρχικής αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 98-102, 107)

2.      Επί προσφυγής ακυρώσεως κατά αποφάσεως της Επιτροπής περί επιβολής προστίμου λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, η άσκηση εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης της πλήρους δικαιοδοσίας του δεν αποκλείει, αλλά αντιθέτως προϋποθέτει, καθόσον του ζητείται από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις και υπό την επιφύλαξη των λόγων δημοσίας τάξεως που σ’ αυτόν εναπόκειται να εκτιμήσει αυτεπαγγέλτως, τηρουμένης της αρχής της αντιμωλίας, τον έλεγχο των νομικών και των πραγματικών εκτιμήσεων στις οποίες προέβη η Επιτροπή. Εάν, όμως, ο έχων την πλήρη δικαιοδοσία δικαστής οφείλει, κατ’ αρχήν, να λάβει υπόψη τη νομική και πραγματική κατάσταση, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί κατά τον χρόνο που αυτός αποφαίνεται σε περίπτωση που κρίνει ότι επιβάλλεται να ασκήσει τη μεταρρυθμιστική εξουσία του, η υποχρέωση αυτή δεν έχει ως συνέπεια να αφαιρέσει από τις επιχειρήσεις στις οποίες η Επιτροπή επέβαλε κύρωση λόγω παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ κάθε συμφέρον να περιλάβει ο δικαστικός έλεγχος και το βάσιμο των πραγματικών και νομικών εκτιμήσεων στις οποίες προέβη η Επιτροπή, με βάση τη νομική και πραγματική κατάσταση όπως αυτή είχε διαμορφωθεί κατά τον χρόνο των εν λόγω εκτιμήσεων.

Συνεπώς, το ενδεχόμενο και μόνον ότι, προκειμένου περί της εκτιμήσεως της ικανότητας καταβολής των επιχειρήσεων στις οποίες επιβλήθηκε πρόστιμο, ο δικαστής της Ένωσης θα αποφασίσει να ασκήσει την πλήρη δικαιοδοσία του δεν έχει ως συνέπεια ότι καθίσταται άνευ αντικειμένου ο έλεγχος των εκτιμήσεων που περιέχονται σε έγγραφο στο οποίο ο γενικός διευθυντής της Επιτροπής εκτίμησε την ικανότητα καταβολής προστίμου εκ μέρους των εν λόγω επιχειρήσεων λαμβάνοντας υπόψη πραγματικά και νομικά στοιχεία διαφορετικά από εκείνα που είχαν εξεταστεί στην αρχική απόφαση.

(βλ. σκέψη 109)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 141-147, 152-155, 158, 161, 163, 189-191)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 166-171, 188, 194)

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 172)

6.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 272)

7.      Στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών στον τομέα του ανταγωνισμού, εφόσον διοργανώθηκε ακρόαση πριν από την έκδοση αποφάσεως περί επιβολής προστίμων, η Επιτροπή δεν οφείλει να διενεργήσει νέα ακρόαση που να αφορά την αίτηση μειώσεως του επιβληθέντος σε επιχείρηση προστίμου, η οποία στηρίζεται στην εκτίμηση της ικανότητάς της καταβολής προστίμου.

Πράγματι, το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 δεν προβλέπει τη διοργάνωση τέτοιας ακροάσεως, διότι η διάταξη αυτή αναγνωρίζει απλώς το δικαίωμα των επιχειρήσεων να διατυπώνουν τη γνώμη τους επί των αιτιάσεων επί των οποίων η Επιτροπή σκοπεύει να στηρίξει τις αποφάσεις της. Εντούτοις, η εκτίμηση της ικανότητας καταβολής προστίμου των επιχειρήσεων δεν συνιστά αιτίαση δυνάμενη να στηρίξει απόφαση περί επιβολής κυρώσεων λόγω παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, αλλά παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να λάβει υπόψη της ορισμένα στοιχεία προβαλλόμενα προς στήριξη αιτήματος περί μειώσεως του προστίμου στηριζόμενου επί λόγων ανεξαρτήτων των στοιχείων που συνιστούν την παράβαση.

Εξάλλου, ούτε το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στηρίζει δικαίωμα των επιχειρήσεων να διατυπώσουν την άποψή τους πριν από τη λήψη αποφάσεως επί της αιτήσεώς τους για μείωση στηριζόμενη στην εκτίμηση της ικανότητάς τους καταβολής προστίμου βάσει πληροφοριακών στοιχείων που αυτές παρέχουν. Βεβαίως, μια τέτοια απόφαση συνιστά βλαπτικό ατομικό μέτρο κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. Εντούτοις, το δικαίωμα ακροάσεως που προβλέπει η εν λόγω διάταξη πρέπει να θεωρηθεί ότι έγινε σεβαστό σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η ληφθείσα απόφαση στηρίζεται αποκλειστικώς σε στοιχεία τα οποία παρέσχε ο αιτών και λαμβανομένου υπόψη ενός νομικού και πραγματικού πλαισίου το οποίο αυτός γνωρίζει.

Συναφώς, είναι αληθές ότι, δυνάμει του άρθρου 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Επιτροπή υποχρεούται να παράσχει τη δυνατότητα σε επιχείρηση η οποία υπέβαλε αίτηση μειώσεως λόγω της ικανότητάς της καταβολής προστίμου να διατυπώσει την άποψή της επί των πραγματικών και νομικών στοιχείων επί των οποίων η Επιτροπή σκοπεύει να στηρίξει την απόφασή της περί απορρίψεως της αιτήσεως αυτής, στην περίπτωση κατά την οποία τα στοιχεία αυτά δεν της έχουν παρασχεθεί από την επιχείρηση αυτή. Αντιθέτως, το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή θεωρεί ότι τα στοιχεία που της υποβλήθηκαν δεν είναι πειστικά δεν την υποχρεώνει να κοινοποιήσει την εκτίμησή της αυτή πριν αποφανθεί επί της αιτήσεως.

(βλ. σκέψεις 279-283)

8.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 287)

9.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 288-296)

10.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 297-302)

11.    Στον τομέα του ανταγωνισμού, στο μέτρο που η εφαρμογή του σημείου 35 των κατευθυντηρίων γραμμών για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1/2003 συνιστά το τελευταίο στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη κατά τον καθορισμό του ποσού των προστίμων, η εκτίμηση της ικανότητας καταβολής προστίμου των επιχειρήσεων στις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις για παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ εμπίπτει στο πεδίο της πλήρους δικαιοδοσίας που προβλέπει το άρθρο 261 ΣΛΕΕ και το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003. Πράγματι, οι πλάνες στις οποίες υπέπεσε η Επιτροπή στο πλαίσιο εκτιμήσεως της ικανότητας καταβολής προστίμου των εμπλεκομένων επιχειρήσεων είναι ικανές να επιφέρουν ακύρωση της αποφάσεώς της καθόσον δι’ αυτής επιβάλλεται πρόστιμο στις εν λόγω επιχειρήσεις και να δικαιολογήσουν την εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του.

Συναφώς, σε περίπτωση κατά την οποία, μετά την παραλαβή ανακοινώσεως των αιτιάσεων, οι εμπλεκόμενες εταιρίες μετέφεραν κεφάλαια σε άλλες εταιρίες του ίδιου ομίλου, το γεγονός ότι η έλλειψη ικανότητας καταβολής του προστίμου οφείλεται σε εμπίπτουσες στον τομέα της διακριτικής τους ευχέρειας διαχειριστικές αποφάσεις δεν αρκεί από μόνο του για να δικαιολογήσει την απόρριψη οποιασδήποτε αιτήσεως περί μειώσεως του προστίμου. Η Επιτροπή οφείλει να λάβει υπόψη, στο πλαίσιο εκτιμήσεως της ικανότητας καταβολής του προστίμου, τους λόγους για τους οποίους πραγματοποιήθηκαν οι εν λόγω μεταφορές. Συγκεκριμένα, η χρηματοδότηση άλλων εταιριών του ίδιου ομίλου μπορεί, μεταξύ άλλων, να έγινε λόγω της ανάγκης χρηματοδοτήσεως συμμετοχών που αποκτήθηκαν πριν από την αποστολή της ανακοινώσεως των αιτιάσεων. Εξάλλου, η Επιτροπή πρέπει να κρίνει, ενδεχομένως, ότι οι εν λόγω μεταφορές κεφαλαίων ουδόλως επηρεάζουν την εκτίμηση της ικανότητας καταβολής του προστίμου εκ μέρους του ομίλου επιχειρήσεων θεωρουμένου στο σύνολό του.

Επιπροσθέτως, η Επιτροπή, προκειμένου να απορρίψει αίτηση περί μειώσεως του προστίμου, δεν μπορεί να αγνοήσει το γεγονός ότι η οικεία επιχείρηση απέδειξε επαρκώς ότι βρισκόταν σε αδυναμία τόσο να αποπληρώσει με μία μόνη καταβολή το συνολικό ποσό των εις βάρος της επιβληθέντων προστίμων όσο και να επιτύχει χρηματοδότηση ή έστω τραπεζική εγγύηση αντίστοιχη αυτού του ποσού.

Στο πλαίσιο αυτό, ακόμη κι αν ο δικαστής της Ένωσης ακυρώσει λόγω πλάνης εκτιμήσεως την απόφαση της Επιτροπής στο μέτρο που επιβάλλει πρόστιμο στην οικεία επιχείρηση, ουδόλως εμποδίζεται να αποφανθεί, στο πλαίσιο ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του, ότι δεν μπορεί να μειωθεί το πρόστιμο για λόγους σχετικούς με την ικανότητα καταβολής του εκ μέρους της επιχειρήσεως αυτής και ότι καταδικάζει την εν λόγω επιχείρηση στην καταβολή προστίμου του ίδιου ύψους με εκείνο που της επιβλήθηκε με την ακυρωθείσα απόφαση.

(βλ. σκέψεις 297, 311, 319, 321, 328, 332, 357, 358)